Κεφάλαιο Πεντηκοστό Δεύτερο

Αδάμ

Δύο μήνες αργότερα.

Όταν ήμουν 16 έκανα παρέα με τον Αλεξάκη. Ο Αλεξάκης ήταν γόνος καλής οικογένειας, η μανάδες μας κολλητές. Τόσο κολλητές που κάθε Παρασκευή είχαν προγραμματισμένη συνάντηση στις 20:00 όπου κράζανε χωρίς σταματημό ολόκληρο τον περίγυρό τους. Στα 16 μου λοιπόν έκανα την πρώτη μου βόλτα με την μηχανή του Αλεξ.

Εκείνος, στα 18 του τότε, έκανε την τελευταία του. Θυμάμαι πως κάναμε μαλακιες στον δρόμο, μα ήταν εκείνη τη στιγμή που είχε πλήρη έλεγχο της μηχανής του που πετάχτηκε ένα φορτηγό από το STOP και τον πήρε παραμαζωμα. Του είχαμε κάνει νόημα θυμάμαι εγώ και ο Κωστής στο δικό μας μηχανάκι να προχωρήσει και πως θα τον βρούμε στον δρόμο, ήθελα να πάρω τσιγάρα. Μπορεί να είχαμε τύχη εγώ και ο Κωστής, μπορεί να το ήθελε η μοίρα, μπορεί να ήταν το γραμμένο του που δεν μπορούσε να αποφύγει. Είναι αυτό που λέει η κολλητή μου, Η Βαλ.

Ακόμη και σε ένα κτήριο να είσαι γεμάτο με ανθρώπους, θα πέσει αεροπλάνο ολόκληρο και θα χτυπήσει μονάχα εσένα, όλοι οι άλλοι θα ζήσουν. Είναι ακριβώς όπως το έλεγε η γιαγιά μου· αν είναι να σβήσει το καντήλι σου, δεν σε σώζει κανένας. Δεν χωράνε μπλοφες και παζάρια στο παιχνίδι με τον Χάρο. Ούτε μπορείς να υποκριθείς πως έχασες για να κάνεις πίσω, ούτε πως νίκησες για να κερδίσεις μια ακόμη ημέρα.

Έτσι λοιπόν χάσαμε τον Αλεξάκη. Ξανθός, γαλανομάτης και όνειρο κάθε γυναίκας. Σίγουρα, δεν είχε ανοίξει ποτέ του βιβλίο αλλά εμπειρικά και μόνο μπορούσε να σου κάνει βίδες ένα μηχανάκι μέσα σε μερικές ώρες· από τον ήχο και μόνο ήξερε τι πρόβλημα είχε και πόσο θα κοστίσει.

Όλα αυτά προς μεγάλη απογοήτευση της μητέρας του, Αλκμήνης, για ευνόητους λόγους.

Ήταν Απρίλιος του 2011 που μαζευτήκαμε στο 1ο Νεκροταφείο Αθηνών για να αποχαιρετησουμε τον Αλεξάκη. Γύρω στα τριακόσια άτομα ακολουθούσαμε σιωπηλοί το φέρετρο του στον τάφο του. Δεν είχα ξανανιώσει ποτέ τέτοια ανατριχίλα, δεν είχα ξανακούσει ποτέ μου τόση εκκωφαντική σιωπή.

Μέχρι σήμερα.

Μπροστά μου ο Φάνης σταμάτησε να τσακώνεται με την Νικολέτα που επέμενε, 8 μηνών έγκυος παρακαλώ, να έρθει μαζί μας. Ο Γιώργος δίπλα τους με τους γονείς του και τον Άκη, τον καλό Μπακο της υπόθεσης. Ο Γιώργος κουνάει πάνω κάτω το πόδι του αγχωμένος ενώ σκαναρει τον χώρο. Η κυρα Αγάπη από μπροστά κρατάει σφιχτά το χέρι του που κρατάει με ακόμη περισσότερη δύναμη την καρέκλα ή ο, τι είναι αυτό που κάθονται. Το κορίτσι μου δίπλα στην μάνα μου συζητάει κάτι έντονα.

«Πόσα χρόνια έχεις να δεις την μάνα σου επί το έργον ε;» λέει σιγανά ο πατέρας μου.

«Πολλά.» μουρμουράω αδιάφορα, το βλέμμα μου στον Άγγελο που στέκεται δίπλα μου. Τα μάτια του είναι καρφωμένα στο εδώλιο που θα ανέβει η φίλη μας -και μεγάλη του αγάπη.

Όλοι είμαστε εδώ, όλοι όσοι θα θελε να είναι. Η Αλεξ και ο Γιάννης κάθονται δίπλα στους γονείς της Βαλ, ο Βαγγέλης πιο πίσω με τους δικούς του γονείς ενώ ο Κώστας κρατά σφιχτά το χέρι της Ανατολής. Δίπλα τους φυσικά η Νεφέλη με τον Λιακο.

Όλοι αυτοί μαζί έχουμε πιει, έχουμε γελάσει, έχουμε κλάψει. Αυτή τη φορά είμαστε απλώς κομπάρσοι που παρακολουθούμε μουδιασμένοι τις εξελίξεις της υπόθεσης της Ανατολής και της Βαλεριας.

Είναι άσχημο εκ μέρους μου και απαράδεκτο να παραλληλιζω τον θάνατο ενός νέου ανθρώπου με την υπόθεση της καλύτερης μου φίλης αλλά δεν μπορώ να ελέγξω το πως νιώθω.

Ο Αλεξάκης έφυγε - άδικα, πολύ άδικα και απότομα μα δεν πόνεσε, ο θάνατος του ήταν ακαριαίος.

Στον θάνατο λοιπόν, κατά την γνώμη μου, αυτός που πεθαίνει, ηρεμεί. Εγκαταλείπει τα εγκόσμια και εγκαταλείπει όλους τους αγαπημένους του με μια γλυκιά ανάμνηση και πολύ πόνο. Πονάς κάθε μέρα όλο και λιγότερο. Μέρα τη μέρα, χρειάζεται χρόνος, μα ο πόνος μειώνεται.

Ενας θύμα βιασμού, πόσα μάλλον όταν ο βιασμός συνέβη στην πιο τρυφερή ηλικία πονάει για πάντα. Νιώθω πως αυτό που συνέβη έχει αποκτήσει σύσταση με τα χρόνια. Όταν μάθαμε τη συνέβη στην Βαλερια, πάγωσα. Όταν χτύπησα την πόρτα της στις 5 το πρωί και μου διηγήθηκε τι της συνέβη ένιωσα σαν τυφλός που ξαφνικά επεκτησε όραση μα η πραγματικότητα που αντίκρισε τον έκανε να παρακαλά να γυρίσει ο χρόνος πίσω.

Είναι τρομερή η θαλπωρή που βρίσκει κανείς στην φαντασία του.

Όλα λοιπόν έβγαζαν ξαφνικά νόημα μετά την εξομολόγησή της. Και ένιωσα μαλακας, τόσο μαλακας.

Ζούμε σε μια εποχή που το σεξ είναι μια απλή διαδικασία, κάτι το εύκολο. Ξυπνάς το πρωί και ούτε που βρίσκεις κάποιον δίπλα σου. Με τα αγόρια, κυρίως με τον Κώστα και τον Βαγγέλη, ήταν το αγαπημένο μας να την τραμπουκίζουμε και να τις κάνουμε ερωτήσεις που δεν είχαμε κανένα δικαίωμα να της κάνουμε. Τι μας νοιάζει αν θα κάνει σεξ και σχέση; Γιατί της κάναμε προξενείο με τον καθένα ενώ εκείνη δεν ήθελε; Πόσες φορές ο Κωστής της πήγαινε κόντρα και την έφτανε στα άκρα;

Το συζητήσαμε μια φορά με τον Κώστα αυτό το "γιατί". Ισχυρίστηκε πως ήξερε πως κάτι είχε συμβεί και με τον τρόπο του, λάθος ή σωστό, προσπαθούσε να την κάνει να ανοιχτεί και να το μοιραστεί μαζί μας. Δεν είχε ποτέ σκεφτεί το βάθος του προβλήματος αυτού.

Κάνεις μας άλλωστε.

Από τότε λοιπόν που απέκτησα όραση δεν μπορώ μα να παρατηρώ τα πάντα. Το πως η Βαλερια προσπαθεί με κάθε τρόπο να διώξει από κοντά της τον Γιώργο γιατί θεωρεί πως δεν αξίζει κάτι τόσο καλό στην ζωή της. Τις τύψεις των γονιών της την ανησυχία όλων μας. Τα μάτια μου μένουν για λίγο πάνω στην κοπέλα μου. Φαίνεται εκνευρισμένη με κάτι που λέει η μητέρα μου ενώ στην μισή ώρα που βρισκόμαστε εδώ δεν μου έχει ρίξει ούτε ένα βλέμμα.

Τα βλέπω όλα πλέον και είμαι βέβαιος πια πως δεν μου αρέσει αυτό.

«Τώρα ήρθατε;» με την άκρη του ματιού μου βλέπω τον Μανθο να γνέφει σφιγμένος στον Άγγελο.

Η κοκκινομάλλα που μπαίνει στην αίθουσα του δικαστηρίου μου τραβάει αμέσως την προσοχή. Είναι ψηλή με καταπράσινα ματιά, φλογέρα κόκκινα μαλλιά και καμπύλες να χαζεύεις με τις ώρες.

«Ποια είναι αυτή;» μουρμουράω μπερδεμένος όταν κάθεται σε μια γωνιά στις τελευταίες θέσης από την μεριά την δική μας.

«Η Δώρα...» ακούω τον Μανθο να ψελλίζει δίπλα μου. Δεν απαντά στην ερώτησή μου, είναι σαν να προσπαθεί απλώς να συνειδητοποιήσει τι βλέπει μπροστά στα μάτια του.

Ποια διαόλο είναι αυτή η Δώρα;

«Πόσα χρόνια ήσασταν μαζί;» αυτή τη φορά απευθύνεται ο πατέρας μου στον Μανθο.

«Πέντε.» απαντάει εκείνος αυθόρμητα. Κάπου το έχω χάσει. Αυτή είναι πρώην του Μάνου που είχαν σχέση πέντε χρόνια. Πρώτον τυχερός καριολης και δεύτερον που κολλάει αυτή η γυναίκα και είναι εδώ σήμερα.

«Και εγώ γιατί ήρθε; Έχετε reunion;» μου ρίχνει ένα θανατηφόρο βλέμμα αλλά δεν πτοούμαι «Πόσα χρόνια έχεις να την δεις;»

Μόνο τότε παίρνει το βλέμμα του από πάνω μου και αυτό για να την κοιτάξει. Ρε τον Λεβέντη και την κοκκινομάλλα αδυναμία - απωθημένο του, δεν του το 'χα!

«Δώδεκα χρόνια.» απαντάει με σιγουριά. Γρήγορα ξεροβηχει «Δεκατρία; Ξέρω και εγώ; Τι σημασία έχει; Ήταν πριν γνωρίσω την γυναίκα μου.» τρομερή άμυνα για κάποιον που όντως δεν την έχει δει από τότε που γνώρισε την Βασουλα.

«Δεν ντρέπεσαι ρε; Κράζεις εμάς ενώ πηγές με την πρώην σου όταν είχες βρει άλλη;!» ψιθυριζω μπροστά στο πρόσωπό του.

«Βούλωσέ το αλλιώς θα σου κάνω την μύτη ασορτί με του Κώστα.» απειλεί.

«Έλα, κρίμα το παιδί, είχε ατύχημα.» λέει ο πατέρας μου. Εν τω μεταξύ και οι τρεις κοιτάζουμε τον Κώστα σαν να είναι κάποιο από τα πειραματόζωα μας.

«Ποιο ατύχημα καλέ, αυτός είχε μαστουρωσει, έφαγε τούμπα και βρήκε πρώτα στο γυαλί του τραπεζιού -το οποίο έσπασε εννοείται- και μετά στο ξύλο.» συνέχιζε να γελάει δέκα λεπτά μέχρι που κατάλαβε πόσο αίμα έτρεχε από το πρόσωπό του και λιποθύμησε.

«Ήρθε.» λέει κοφτά ο Άγγελος. Αμέσως ο Κώστας και η κοκκινομάλλα γίνονται παρελθόν. Η πλάτη μου τεντωνεται σε επιφυλακή καθώς η αιτία του κακού περπατά με περίσσια αυτοπεποίθηση μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου μαζί με δύο αστυνομικούς αριστερά και δεξιά του.

Όλοι οι άνδρες στην ζωή της μικρής μας Βαλεριας φαίνεται να ακολουθούμε, αν και απρόθυμα, την παράκλησή της.

«Δεν θέλω καραγκιοζηλίκια, δεν θέλω νταηλίκια και σίγουρα δεν χρειάζομαι αλλά δράματα. Σας εκλιπαρώ να ρίξετε λίγο τα μούτρα σας, να μαζέψετε τις γροθιές σας και να σεβαστείτε αν όχι το δικαστήριο, εμένα και την ζωή μου που πρόκειται να εξεταστεί στο μικροσκόπιο στην πιο επίπονη μορφή της.»

Έτσι λοιπόν τον παρακολουθούμε καθώς κάθεται στην θέση του και του αφαιρούν προσωρινά τις χειροπέδες. Ρίχνει μια ματιά στην αίθουσα εστιάζοντας περισσότερο από ο,τι θα έπρεπε στον Γιώργο.

Μόλις μπαίνει η πρόεδρος με τον εισαγγελέα και άλλους δύο άκυρους τύπους στον χώρο είναι και η στιγμή που ανοίγουν οι πόρτες και μια διστακτική και καταχλωμη Βαλερια μπαίνει στον χώρο. Τα μάτια της είναι κενά από οποιαδήποτε συναίσθημα, το δέρμα της χλωμό και οι αρθρώσεις της κατακοκκινες από το πόσο σφιχτά κράτα την τσάντα της.

Το βλέμμα του Μπάκου την σκαναρει από πάνω μέχρι κάτω προτού της κλείσει προκλητικά το μάτι.

«Παρακαλώ να γραφτεί στα πρακτικά πως ο κατηγορούμενος έκλεισε το μάτι στην πελάτισσα μου.» λέει ανόρεχτα η μάνα μου, στρωνοντας το σακάκι της.

«Ο πελάτης μου έχει τικ, κυρία πρόεδρε.» λέει ο δικηγόρος του μαλάκα χωρίς να παραλείψει ωστόσο ένα βροσυρο βλέμμα προς την μεριά του πελάτη του.

«Δεν έχω καθίσει καλά - καλά στην θέση μου και έχετε ήδη ξεκινήσει την δική. Θα πρότεινα για το υπόλοιπό της να περιμένει ο καθένας την σειρά του. Έγινα κατανοητή;»

«Φυσικά κυρία πρόεδρε.» λένε και οι δύο με μια φωνή. Η πρόεδρος αφήνει κάτι χαρτιά μπροστά της, ξεφυσαει δυνατά σταυρωνοντας τα χέρια της μπροστά της.

«Παρακαλώ να ξεκινήσει η συνήγορος του θύματος.»

«Κυρία πρόεδρο πριν ξεκινήσω θα ήθελα να συμπεριληφθεί στην δικογραφία η δική της κυρίας Συνοδινού.» πλησιάζει γεμάτη αυτοπεποίθηση την έδρα όπου ακουμπάει έναν τεράστιο φάκελο.

«Κυρία πρόεδρε δεν γνωρίζαμε για την ιστορικότητα που προσπαθεί να πετύχει η συνήγορος-» η πρόεδρος σηκώνεται ενοχλημένη το χέρι της για να τον σταματήσει ενώ σφίγγει τα μάτια σαν να τον ενοχλεί η φωνή του.

Ο τυπάς έχει τελειώσει πριν καν αρχίσει και δεν το ξέρει καν.

Παίρνει τον χρόνο της να ρίξει μια ματιά στον φάκελο ενώ σηκώνει δύο χαρτιά που μοιάζουν φωτογραφίες μπροστά στο πρόσωπό της.

«Ήμουν ξεκάθαρη νωρίτερα όταν ζήτησα να παίρνει ο καθένας τον λόγο με την σειρά του κύριε...» στενεύει λίγο τα μάτια και τεντώνει ένα χαρτί μπροστά της σαν να μην βλέπει « Καλλέργη. Θα έλεγε κάνεις ότι ξέρετε ακριβώς σε τι αναφέρεται η κυρία Πετρίδη μιας και, τι σύμπτωση, από ότι φαίνεται ήσασταν και σε αυτή τη δίκη ο δικηγόρος του κατηγορούμενου.»

«Τον έχει δικάσει.» μουρμουράω σοκαρισμένος.

«Και που είσαι ακόμα, κάτσε να αρχίσει η μάνα σου.» λέει περήφανος ο γέρος μου.

«Κυρία Πρόεδρε η δική είναι ακόμη σε εξέλιξη!» αντιτίθεται ο δικηγοράκος.

«Μπορεί σε κάθε περίπτωση θα δικαζουμε τον πελάτη σας, κύριε Καλλέργη, ωστόσο οφείλω να ακούσω το φερόμενο σαν θύμα. Στην προκειμένη τυχαίνει να είναι δύο θύματα εναντίον του πελάτη σας, ποτέ φυσικά και θα τα συμπεριλάβουμε. Αν τελειώσατε με τις αντιρρήσεις, είμαι έτοιμη να ακούσω την κυρία Πετρίδη τώρα.» ο δικηγόρος του μαλάκα το βουλώνει και η μάνα μου ξεκινά να καρφώνει ένα ένα τα καρφιά στην κάσα του.

«Όλοι ξέρουμε γιατί είμαστε εδώ σήμερα.» ξεκινά «Βρισκόμαστε εδώ 20 χρόνια μετά την αρχή των Παθών που έζησε η πελάτισσα μου, η Βαλερια Διαμαντοπουλου. Θα μου επιτρέψετε να μην την αποκαλώ πελάτισσα μου και σίγουρα όχι το θύμα της υπόθεσης. Γνωρίζω αυτό το κορίτσι αρκετά χρόνια ώστε να ξέρω πως μόνο θύμα δεν είναι. Θύμα είναι οποιοσδήποτε πέσει στην εμβέλεια της καθώς έχει μια προσωπικότητα που σε καθηλώνει, μια ομορφιά που σε μαγνητίζει και μια καρδιά χρυσάφι.» κάνει μια παύση λίγα βήματα μακριά από εκεί που στέκεται ο μαλακας και ο δικηγόρος του και σταυρωνει τα χέρια της στην κοιλιά της.

«Συνηγορε να σας προλάβω, αυτό δεν σε καθιστά εύκολο θύμα και άξιο βιασμού.»

«Κυρία Πρόεδρε!» πετάγεται όρθιος, χτυπώντας το χέρι του στο γραφείο.

Η πρόεδρος εν τω μεταξύ είναι έτοιμη να το χτυπήσει. Ξινιζει πάλι το πρόσωπό της «Θα παίξουμε ένα παιχνίδι συνηγορε. Κάθε φορά που διακόπτεται την δική, πόσο μάλλον τον εναρκτήριο λόγο της κυρίας συνηγόρου του θύματος θα δίνεται 100 ευρώ που στο τέλος της δίκης θα πάνε σε ίδρυμα της επιλογής μου, τι λέτε;» ο δικηγοράκος απλώς χάσκει με ανοιχτό το στόμα «Χαίρομαι που συμφωνούμε συνεχίστε παρακαλώ.»

«Δεν θα μακρηγορήσω, εξάλλου αυτή εδώ η αίθουσα και οι παρουσίασες της μιλούν περισσότερα από κάθε τι. Βλέπω την οικογένεια της Βαλεριας, τους φίλους της. Βλέπω την οικογένεια της κυρίας Συνοδινού, μια δική υπό εξέλιξη και φερόμενο ως θύμα του δράστη, όπως θα έλεγε η υπεράσπιση. Ας μην προκαλούμε τον κύριο Καλλέργη, έχει πολλά να χάσει όπως φαίνεται.»

«Η μάνα μου είναι αυτή.» σκουνταω τον Κώστα.

«Κυρία Πετρίδη.» λέει αυστηρά η πρόεδρος.

«Με συγχωρείται, συνεχίζω. Βλέπω, όπως είπα αγαπημένα πρόσωπο, βλέπω την οικογένεια μου μέσα σε αυτά. Το πιο εντυπωσιακό όμως στην παρουσίες που απαριθμω σε αυτή την αίθουσα είναι η οικογένεια του κατηγορουμενου που βρίσκεται στο πλάι της Βαλεριας. Αυτό λοιπόν από μόνο του, γράφει ολόκληρους τόμους ενώ εγώ ακόμη σας διαβάζω τον τίτλο του έργου. Είμαστε σήμερα εδώ να ακούσουμε την ιστορία της Βαλεριας Διαμαντοπουλου. Ελπίζω να μην φάγατε πριν μπείτε σε αυτή τη αίθουσα, οι λεπτομέρειες ίσως σας ταράξουν μα είναι αναγκαίες.»

Η μάνα μου περπατάει με χάρη μπροστά από τους ενορκους πριν σταματήσει και ρωτήσει έναν από αυτούς «Παίζετε χαρτιά κύριε;» τον ρωτάει.

Κοιτάζει μπερδεμένος μια την έδρα και μια την μάνα μου «Ναι;» ρωτάει μπερδεμένος.

«Εγώ δεν είμαι ιδιαίτερα φανατική αλλά παίζω, κυρίως στις γιορτές. Το αγαπημένο μου λοιπόν είναι όταν μαζευομαστε και παίζουμε Blackjack, το γνωρίζετε;» γνέφει καταφατικά ο δύσμοιρος «Τυχαίνει να είμαι καλή παίκτης. Φαινομενικά ο αντίπαλος μου έχει τη νίκη στο τσεπάκι του. Εχει δύο φιγούρες, αρα 20 πόντους. Μπορεί να να ρισκάρει να τραβήξει τον άσσο για να συμπληρώσει την 21 και να κερδίσει είτε να πει πάσο. Ξέρετε όμως ποια είναι η διαφορά μας;» αυτός αμέσως γνέφει αρνητικά.

«Τυχαίνει να έχω πάνω μου έναν άσσο και έναν Ρήγα μπαστούνια. Το αγαπημένο μου και ο νοών νοειτω. Κύριε Καλλέργη είναι όλοι δικοί σας.» ολοκληρώνει. Η πονηρή γυρνάει και κλείνει το μάτι στον πατέρα μου. Αμέσως του ρίχνω μια στον σβέρκο.

«Μαζεψου, αυτή είναι η μάνα μου!»

Και είναι εδώ για να τους φάει την ψυχή με το κουτάλι.

_______________

Το κεφάλαιο του θανάτου του ίδιου ήταν αυτό...
Άπειρους μήνες, για να μην κάνω το αστείο και πω πως έχω να ανεβάσω κάνα χρόνο. 😂🥶

Καλή χρονιά εύχομαι, αν και καθυστερημένα!
Είπα να ανεβάσω αυτό που κατάφερα να γράψω γιατί με παιδεύει καιρό και θέλω να πιστεύω πως θα με βοηθήσει να ολοκληρώσω το κεφάλαιο της πρώτης δικής που με βασανίζει. Ίσως συνεχίσουμε στην δική στο επόμενο κεφάλαιο, ίσως όχι, θα φανεί

Σε κάθε περίπτωση εύχομαι να μην με πάρει από κάτω και να μην καθυστερήσω όσο σε αυτό.

Ελπίζω να σας άρεσε αυτό το λίγο (το λες και δείγμα)

Φιλιά, ελπίζω να είστε όλοι καλά και το εκτιμώ που το διαβάζετε αυτό εδω, όσοι και να ειστε 💝

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top