Κεφάλαιο Εικοστό Τέταρτο

«Και τώρα θα φύγεις δηλαδή;» τρώω λίγο ακόμη απ' τη μερεντα και πηδαω στον πάγκο της κουζίνας, παρακολουθώντας τον Άγγελο να μαζεύει κάτι τελευταία πράγματα.

«Μωρό μου, πρέπει να κάνουμε ένα διάλειμμα.» λέει γελώντας ελαφρά.

«Μα εγώ τι θα κάνω χωρίς εσένα;» κάνει μια παύση, αφήνοντας την τσάντα με το laptop του στο πάτωμα. Κάθεται στην καρέκλα και βγάζει τον καπνό του, ξεκινώντας να στρίβει ένα τσιγάρο.

«Σεξ, υποθέτω.» γλύφει το χαρτάκι, σηκώνοντας το βλέμμα του πάνω μου «Με τον Συνο ίσως;» με ψαρεύει.

Στριφογυρίζω τα μάτια μου σε αυτό «Τα ίδια και τα ίδια θα λέμε; Σε είχα για λογικό ρε Άγγελε.»

«Λογικός είμαι, όχι τυφλός.» βγαίνει στην πόρτα της κουζίνας για να καπνίσει. Έχει λίγο πλάκα έτσι όπως στέκεται ολόκληρος μέσα στη κουζίνα, με το χέρι του ωστόσο έξω στο μπαλκόνι. Έχει γίνει κάπως συνήθεια μας αυτό, θα μου λείψει!

«Εχω φιληθει με τον Γιώργο μια ή δυο φορές.» παραδέχομαι. Πνίγεται με τον καπνό του, γυρίζοντας να με κοιτάξει «Πότε;» χτυπάει το στήθος του εν τω μεταξύ, με πρόσωπο κατακόκκινο.

«Καλέ πολύ καιρό πριν, τότε που σταματήσαμε να μιλάμε.» στο μεταξύ ο φίλος μου ακόμη πνίγεται «Είσαι καλά παιδί μου;»

«Ρε Βαλερια αυτά τα ξέραμε, χεσε με.» κάπως συνέρχεται, ωστόσο εγώ του βάζω ένα ποτήρι νερό για καλό και για κακό, χωρίς καν να πάρω τον πισινό μου απ' τον πάγκο της κουζίνας.

«Θα πεθάνει εδώ; Τι θα γίνει;!» μουρμουράει ο Αδάμ κάνοντάς την εμφάνιση του στην κουζίνα. Τρίβει το μάτι του και ξύνει το στήθος του, φορώντας μονάχα το μποξερακι του.

«Αυτό γιατί κοιμήθηκε πάλι εδώ;» μουρμούραω. Τον άφησα βέβαια να κοιμάται στο κρεβάτι μου χωρίς να ασχοληθώ το πως και το γιατί βρέθηκε εκεί.

«Δεν με νοιάζει καθόλου. Του άνοιξα, μπήκε, ευτυχώς κοιμήθηκε σε εσένα και γλύτωσα απ' το κλωτσίδι του!» κάνει αδιάφορα ο Αγγελος, τραβώντας μια τζούρα απ' το τσιγάρο του.

«Ναι σιγά μην ανεχομουν πέρα από το ροχαλητό σου και το στριμωξιδι! Τουλάχιστον κοιμήθηκα στην κρεβαταρα της Βαλίτσας, αραχτός. Αυτή ούτε που κουνήθηκε.» εν τω μεταξύ έχει ήδη βάλει καφέ σε μια κούπα και κάθεται απέναντι μου σε μια καρέκλα.

«Που να κουνηθώ ηλιθιε, αφού είχες πιάσει όλο το κρεβάτι!» παραπονιέμαι, τριβοντας την πονεμένη μέση μου.

«Κάπως υπερβολική θα έλεγε κανείς.» πίνει τον καφέ του χωρίς να με κοίταζει καν, ενώ εμένα το μάτι μου ψάχνει τι θα του πετάξω στο κεφάλι. Θα του πετούσα την κούπα μου, αλλά είναι κρίμα γιατί θα σπάσει το κεφάλι μου μετά η Αλεξ. Τριάντα ευρώ από το Άμστερνταμ, κρίμα είναι! «Δεν θα το έκανα στη θέση σου.» διαβάζει την σκέψη μου ο βλάκας.

«Θα μας πεις τώρα γιατί ήρθες;» απορεί ο Άγγελος. Η αλήθεια είναι πως άμα είχε τσακωθεί με την Κίκο θα το είχα μάθει.

Θα με ξυπνούσε για καρμπονάρα, όχι τίποτα άλλο!

«Έφτιαξα μια τσάντα με ρούχα της προάλλες για να τα αφήσω στην Κυριακή. Η μάνα μου το είδε, τσακωθήκαμε τέλος πάντων και χθες που γύρισα απ' την δουλειά μου πέταξε μια μαλακια του στυλ "Μπα, σπίτι δεν έχεις;". Ε, νευρίασα και σηκώθηκα και έφυγα. Δεν πήγα απ' την Κυριακή γιατί δουλεύει σήμερα και δεν ήθελα να την ξυπνήσω...» με ξεπερνά με τι τρομερή επιτυχία αντιγράφει την φωνή της μαμάς του!

«Μόνο η Μανια θα σε ρωτούσε αν δεν έχεις σπίτι ενώ γυρίζεις σπίτι σου. Συνήθως ρωτάνε "Μπα, θυμήθηκες ότι έχεις σπίτι;".» χασκογελάει ο Άγγελος.

«Χεσε με μωρέ με την τρελή! Πήγα μερικά ρούχα στην Κικο και αυτομάτως έγινε το σπίτι της δικό μου, στο μυαλό της κυρα Μάνιας!»

«Καλά μωρέ ηλιθιε και είπες να ξυπνήσεις την Βαλερια αντί να ξυπνήσεις την κοπέλα σου;» μουρμουράει ο Άγγελος.

Ο Αδάμ του χαμογελάει ειρωνικά «Όχι, βλακάκο, είπα να ξυπνήσω εσένα.» παραδέχεται με θράσος «Κάτι που μου θύμισε πως πρέπει να μου δώσεις τα κλειδιά σου φεύγοντας για να μην χρειαστεί να ξυπνήσω ποτέ την Βαλίτσα μας.» έχει ήδη ανοίξει την παλάμη του περιμένοντας τα κλειδιά. Το παιδί είναι ηλιθιο!

«Αυτά τα κλειδιά είναι αλλουνού!» του ξεκαθαρίζω.

Εκείνος τιναζεται όρθιος, θιγμενος «Ακου να δεις, μικρή γλυκιά μου Βαλεριάνα! Όχι και να πάρει ο Συνοδινος τα κλειδιά του ναού μου ακόμη δεν τα βρήκατε! Στην τελική να του φτιάξουμε αλλά κλειδιά!» ανοιγοκλεινω τα μάτια μου, δεν πιστεύω στα αυτιά μου.

«Ε;» καταφέρνω να αναφωνήσω μόνο.

«Τι ε, μωρή, τι ε; Δεν έχω εγώ τα πρωτεία;» αυτό το παιδί είναι στον κόσμο του τελείως!

«Τα κλειδιά αυτά θα επιστρέψουν στην Κυριακή σε περίπτωση που χρειαστεί κάτι ή πεθάνω επιτέλους στον ύπνο μου και ησυχάσω από εσένα!» λέω με ένα προσποιητή χαμόγελο.

«Α, άρα δεν θα τα πάρει ο Γιώργος;» η κούπα από το Άμστερνταμ μοιάζει όλο και πιο ελκυστική.

«Όχι, αγόρι μου, έλεος!» λέω πλέον απηυδησμένη. Σηκώνεται όρθιος και τεντώνεται «Εντάξει, μου κάνει κι αυτό!» λέει αδιάφορα, φεύγοντας προς το μπάνιο.

«Δεν θα τα ακουμπήσεις τα κλειδιά, Αδαμόπουλε!» ωρυομαι. Η Άγγελος με κοίταζει σαν να με λυπάται ήδη «Θα τα ακουμπήσει, ε;»

«Αν είναι να είσαι σίγουρη για ένα πράγμα, αυτό είναι αυτό.» σβήνει το τσιγάρο του και με χτυπάει φιλικά στον ώμο. «Έφυγα, παιδάκια!» φωνάζει για να τον ακούσει κι ο ακατανόμαστος από από μέσα.

«Έφυγες και πήγες μακριά...» τραγουδάει ο βλαμμένος ο Αδάμ.

«Φεύγεις και με αφήνεις με την Βίκυ Μοσχολιου.» παραπονιέμαι. «Επισης θα είναι κυριολεκτικά πέντε λεπτά μακριά από εδώ, δεν πάει μακριά.» φωνάζω «Ευτυχώς.» μουρμούραω.

Ο Άγγελος ανοίγει τα χέρια του και με πλησιάζει, κλείνοντας με στην αγκαλιά του «Ό,τι θες ένα τηλέφωνο μακριά είμαι. Στην τελική, παράτα τους όλους και έλα σπίτι μου.» σηκώνει το κεφάλι του απ' τον ώμο μου και φέρνει δύο κλειδιά ανάμεσα μας, κουνώντας τα μπροστά στο πρόσωπό μου.

Παίρνω τα κλειδιά στα χέρια μου, κοιτώντας τον ωστόσο μπερδεμένη «Τι είναι αυτά;»

«Κλειδιά απ' το σπίτι μου. Αν δεις πως σε τρελαίνουν, είσαι ευπρόσδεκτη ό,τι ώρα και να είναι.» λέει απαλά.

Παίρνω το χέρι του στα δικά μου και κλείνω τα κλειδιά στην παλάμη του «Με συγκινείς αλλά είμαι πολύ σίγουρη πως πρέπει να αφήσεις τα κλειδιά αυτά σε καμία κοπέλα.» γελάω ελαφρά. «Με εκείνη την κοπέλα απ' την σεζόν τι έγινε;» δεν την ανέφερε ποτέ ξανά, ωστόσο θυμάμαι πως κάτι έτρεχε με μια στο νησί.

«Μου πέρασε κάπως αδιάφορη.» παραδέχεται.

«Όπως και να'χει, ήρθε η ώρα για νέες αναζητήσεις.» του κλείνω το μάτι, όμως ένα ελαφρύ βηχαλακι τραβάει τη προσοχή μου. Γυρίζω να κοιτάξω τον Γιώργο που στέκεται στον διάδρομο και στραβοκοιταζει τον Άγγελο.

«Ενοχλώ;» ξεροβηχει ξανά, τραβώντας και την προσοχή του Αγγέλου αυτή τη φορά που απομακρύνεται από κοντά μου κάπως αμήχανα.

«Καβατζωσες ήδη τα κλειδιά μου;!» ωρυεται ο Αδάμ κάνοντας την εμφάνιση του μονάχα με το μποξερακι του.

«Ποια κλειδιά μωρέ; Τι λέει;» λέει μπερδεμένος ο Γιώργος.

«Μην δίνεις σημασία, δεν μπορώ ούτε εγώ να βγάλω άκρη.» κάνω αδιάφορα στον Γιώργο. Κατεβαίνω από τον πάγκο κοιτώντας τον Γιώργο παρακλητικα «Δώσε μου πέντε λεπτά να ντυθώ μόνο.»

«Δεν θα κάνεις κάνα ντουζ μωρή βρωμιάρα;» με κοροϊδεύει ο ηλιθιος φίλος μου για τη πρωινή μου συνήθεια.

«Γιατί άφησες νερό;» ρωτάω με σηκωμένο το φρύδι. Φυσικά η πρωινή μου συνήθεια έχει γίνει και δική του!

Να θυμηθώ να του στείλω τον λογαριασμό του νερού τον άλλο μήνα.

«Φυσικά και δεν άφησα νερό, τι ερωτήσεις είναι αυτές;» λέει μπερδεμένος «Να έμπαινες πρώτη και να μην τσιλιμπουρδιζες με τον Πετράκη. Συνο, σε κερατώνει με τον Άγγελο.» χτυπάει φιλικά στον ώμο ο Αδάμ τον Γιώργο. Ο Γιώργος του ανταποδίδει «Νομίζω πιο πιθανό είναι να με απατάει με 'σένα. Σωστά, Άγγελε;» απευθύνεται στον φίλο μου που με κοίταζει πελαγωμένος.

«Εε ναι.»

«Τι λες μωρέ μαλακα;» λέει θιγμενος ο Αδάμ «Τα έχω με την αδερφή της λέμε! Έχετε γνωρίσει την Κυριακή; Θα μου ξερίζωνε το πουλί.» παίρνει εν τω μεταξύ και μια πονεμένη έκφραση στο πρόσωπό του, μόνο στη σκέψη.

Στριφογυριζω τα μάτια μου «Πέντε λεπτά!» ζητάω μια τελευταία φορά απ' τον Γιώργο. Εκείνος τσιμπάει την μύτη μου παιχνιδιάρικα «Πάρε τον χρόνο σου, θα κάτσω λίγο με τα παιδιά.» μου κλείνει το μάτι.

Πολύ παιχνιδιάρης μας ήρθε σήμερα!

Μπαίνω αμέσως στο δωμάτιό μου και ανοίγω την ντουλάπα μου, κοιτώντας τη με μια μεγάλη απορία:

Γιατί συμφώνησα να πάω για καφέ με τον Γιώργο;!

Φοράω σουτιέν, βγάζω ένα λεπτό άσπρο φουτεράκι και το φοράω πάνω από ένα τιραντάκι κι αυτό ενώ παράλληλα στραβοκοιτάζω την στοίβα με τα jeans μου.

«Ναι, Αγάπη μου, ναι, θα περάσω να πιούμε καφέ. Πάρε την κόρη σου, φιλιά πολλά!» τον ακούω πριν ανοίξει την πόρτα του δωματίου μου χωρίς καν να σκεφτεί πως μπορεί να είμαι γυμνή «Η πεθερά μου σε θέλει.» μου δίνει αδιάφορα το κινητό μου και βγαίνει από το δωμάτιο, κλείνοντας ευτυχώς την πόρτα πίσω του.

«Έλα μαμά.» κάνω βαριεστημένα, τραβώντας ένα ξεθωριασμένο τζιν απ' τη ντουλάπα μου.

«Βαλέρια, σώσε με! Μου φόρτωσε η άλλη η βλαμμένη το παιδί! Σήμερα βρήκε η ηλιθια που αξιώθηκε ο πατέρας σου να με πάει για φαγητό στη Χασια! Και έχει τόσο ωραία μέρα έξω-»

«Θα περάσω να τον πάρω μαμά, μην αγχώνεσαι.» διακόπτω το παραλήρημα της.

«Σε ευχαριστώ πολύ μωρό μου! Άντε και εγώ στον γυρισμο θα πάρω να σου φτιάξω παστίτσιο.» λέει χαρωπά-χαρωπά πριν μου το κλείσει στα μούτρα.

Το μόνο θετικό σε όλο αυτό είναι πως δεν θα χρειαστεί να φορέσω τζιν. Βάζω το παντελόνι στην θέση του και πιάνω μια λευκή φόρμα και λευκές κάλτσες. Τα φοράω γρήγορα, πιάνω μια τσάντα και βγαίνω έξω να ανακοινώσω στον Γιώργο πως η βόλτα μας πήγε ακλαφτη.

Το τρίο Στούτζες καπνίζει στο μπαλκόνι και κάτι συζητήσουν, με τον Γιώργο να χασκογελάει με κάτι που είπε ο Αδαμ. Εχει την στηριχθεί στο κάγκελο και με κοίταζει μέσα από την τζαμαρία. Κάνει μια τελευταία τζούρα απ' το τσιγάρο του και το σβήσει, χτυπώντας παράλληλα φιλικά στον ώμο τον Άγγελο, ο οποίος ανοίγει για να μπουν μέσα.

«Έχουμε ένα πρόβλημα.» λέω δαγκώνοντας τα χείλη μου.

«Πόσο χρονών είναι το πρόβλημα;» με ρωτάει με ένα πλάγιο χαμόγελο.

«Ε, δεν θα είναι γύρω στα 5;» λέω μπερδεμένη.

Βγάζει το κλειδί του αυτοκινήτου του, δείχνοντάς με «Θα το πάμε στο πάρκο και στον γυρισμό Goody's!» τον κοιτάζω για λίγο με ανοιχτό το στόμα, μη πιστευοντας στα αυτιά μου.

«Πάμε; Θέλουν να φύγουν οι γονείς σου.» με πειράζει.

«Ναι, ναι, έχεις δίκιο.» βάζω τα πράγματα μου στην τσάντα μου και γυρίζω αμέσως να κοιτάξω με απόλυτη σοβαρότητα τον Αδάμ «Κλείνεις πόρτα φεύγοντας!» γυρίζω στον Άγγελο «Εσύ το καλό που σου θέλω να μην του έδωσες τα κλειδιά!»

«Τρελή είσαι;» ρίχνει δήθεν κρυφά τα κλειδιά στην τσάντα μου με τον Αδάμ να παραπονιέται πως γαμιεται!

«Άγγελε, θα κατέβουμε μαζί;» ρωτάω. Εκείνος γνέφει αρνητικά, κοιτώντας προς την κουζίνα «Όχι μωρε, φύγετε, θέλω να τσεκάρω πως τα έχω πάρει όλα. Καλά να περάσετε!» τους χαιρετώ με μια κίνηση του χεριού μου και κατεβαίνω γρήγορα τα σκαλιά, με τον Γιώργο να με ακολουθεί χασκογελώντας. Αυθόρμητα πάω να στριψω δεξιά, όπου έχω παρκάρει, ωστόσο με τραβάει ελαφρά από την κουκούλα, δείχνοντας μου το αυτοκίνητο που βρίσκεται αριστερά στο τέλος του δρόμου.

«Παίρνεις φόρα και δεν βλέπεις μπροστά σου.» με πειράζει, πατώντας το κουμπί για να ανοίξουν οι πόρτες. Πηδαω μέσα στο Jeep του και βολεύομαι στην θέση του συνοδηγού, αφήνοντας το άρωμα του να με παρασύρει για ακόμη μια φορά.

«Καλά μωρέ πόσο άρωμα φοράς πια;» το παίζω και απηυδησμένη, τρομάρα μου!

Εκείνος χαλαρά γέρνει προς το μέρος μου, παρ' όλο που οδηγάει, ανοίγει το ντουλαπάκι και βγάζει ένα αποσμητικό spray και μου χαμογελάει πονηρά, γυρνώντας ευτυχώς πίσω στην οδήγηση του.

«Σοβαρά τώρα; Βάζεις ακόμη και εδώ μέσα αποσμητικό;» τον κοροϊδεύω.

«Και σπίτι έβαζα, Βαλλυ μου, απλώς δεν μπορούσες να το μυρίσεις!» υπερασπιζεται τον εαυτό του.

«Μπορούσα τις πρώτες μέρες, το θέμα είναι πως εσύ δεν μυρίζες καν, τι το 'θελες;»

«Για να μυρίζω όμορφα για'σένα βρε.» μου κλείνει το μάτι, στρίβοντας στην εθνική οδό.

«Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, ο Μπλου μυρίζει μόνο τον ένα τόνο αποσμητικό που βάζεις.» χαμογελάω λίγο στο όνομα του πανέμορφου τετράποδου «Εκτός κι αν τα ξαναβρήκες με την Αννουλα του χιονιά.» λέω απολύτως χαλαρά. Εκείνος φυσικά ξεροκαταπινεκ. «Να την λέμε με το όνομα της, Γιώργο μου. Πέντε χρόνια σχέση είχατε, ουτε "η άλλη" είναι ούτε "η πρώην σου".» τον ξεμπροστιαζω.

«Πίστευα πως ήμασταν στην ίδια σελίδα.» παίρνει τον καπνό του στο χέρι και ξεκινά να στρίβει τσιγάρο, έχοντας ωστόσο την απόλυτη κυριότητα του οχήματος.

Εν ολίγοις θα πεθάνουμε!

Ανάβει το τσιγάρο και ανοίγει το παράθυρο του, βγάζοντας το χέρι του απ' έξω «Θα μου πεις διεύθυνση ή να το κόψω ευθεία για Λαμία;» με πειράζει με ένα μικρό χαμόγελο. Του δίνω την διεύθυνση του πατρικού μου και κάπως γίνεται υπερβολικά σιωπηλός για τα γούστα μου. Γερνω μπροστά στην οθόνη του αυτοκινήτου του και ψαχουλευω στα τραγούδια που έχει περασμένα.

Ντροπή μου που επιλέγω αυτό το τραγούδι αλλά και ντροπή δική του που το έχει!

«Καλά ρε, ακούς κρυφά Rack;!» λέω έκπληκτη.

«Ο Rack σε πείραξε; Καλά με άλλη κοπέλα έκανα καραντίνα; Τι άκουγα όλη μέρα;!» γουρλώνω τα μάτια μου και τον χτυπάω με το αριστερό μου χέρι, καθώς εκείνος έχει ξεκαρδιστει στο γέλιο!

«Δεν θέλω να ακούσω ξανά το "Voodoo",  δεν θα το αντέξω!»

«Μα γιατί; Θεωρώ πως είναι κομματάρα.» τον αγριοκοιτάζω αλλά αυτός δεν μου δίνει καμία σημασία «Θα είναι ωραίο πιστεύω και κάνεις και σεξ όταν το ακούς. Πρέπει οπωσδήποτε να το δοκιμάσω.» πνίγομαι με το σάλιο κάτι που τον ευχαριστεί ιδιαίτερα.

Θα με πεθάνει ο αλήτης!!

«Χριστουλης.» λέει πονηρά.

«Να μας ενημερώσεις για τις εντυπώσεις.» προσπαθώ να κρύψω την ταραχή μου. Γυρίζει και μου χαμογελάει με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στα χείλη «Θα είσαι η πρώτη που θα τις μάθει...» θα με πνίξει αυτός σήμερα, δεν εξηγείται αλλιώς!

Απολαμβάνει φρικτά τη σύγχυση μου όποτε του ρίχνω μια στο μπράτσο, μπας και σταματήσει.

«Καλέ θα τρακαρουμε.» μαζεύεται γελώντας ακόμη.

«Στο επόμενο δεξιά.» μουρμουράω.

«Σας ευχαριστούμε για την ενημέρωση, αλλά το έχουμε δει ήδη από το GPS.» σταματάει έξω από το πατρικό μου και βλέπω την μάνα μου μες την τρελή χαρά να βγαίνει απ' την πυλωτή, τραβολογωντας και τον έρμο τον Νικόλα μαζί της.

Περιττό να πω πως ηλπιζα να χρειαστεί να πάρω εγώ το παιδί από πάνω, έτσι ώστε να μην συναντηθεί με την κυρα Αγάπη!

Ο Γιώργος βάζει alarm με ένα τεράστιο και άκρως γοητευτικό χαμόγελο στα χείλη και εγώ θέλω ήδη να τον χτυπήσω! Ανοίγω την πόρτα μπας και γλυτώσω την συνάντηση κορυφής, αλλά το άλλο το βλαμμένο βγαίνει κι αυτό από το αυτοκίνητο.

«Καλά ήσουν μέσα.» μουρμουράω για να με ακούσει. Εκείνος μα αγνοεί πλήρως δίνοντας το χέρι του στη μαμά μου.

«Αα, εσείς πρέπει να είστε η διάσημη κυρία Αγάπη μας!» κοίτα τον, τον βλαμμένο, μιλάμε έχει βάλει όλη του την γοητεία σε αυτή τη πρόταση!

Η μάνα μου, που συνήθως είναι Κέρβερος σωστός και απόλυτα σοβαρή, χαζογελάει τραβώντας τον στην αγκαλιά της. Εκείνος ανταποδίδει υπερβολικά πρόθυμα την αγκαλιά της επιτομής της φράσης «Και εσύ τέκνον, Βρουτε;», κλείνοντας μου και το μάτι!

«Μου είπε ο Νικόλας πως θα την έφερνες εσύ, συγγνώμη που σας χάλασα την βόλτα.» σε εμένα πάντως δεν έδειξε και τόση στεναχώρια, αλλά τέλος πάντων. «Δεν μου είπες ότι θα βγεις με τον Γιώργο!» ααα γι' αυτό.

«Είμαι σίγουρη πως θα τον έπαιρνες μαζί τον μικρό διαφορετικά, ε;» λέω με στενεμενα ματιά. Ανταποδίδει την γκριμάτσα μου όσο ο Γιώργος σκύβει στο ύψος του ξαδερφου μου που μας χαζεύει λες και βλέπει παιδικά στην τηλεόραση.

«Εσύ πρέπει να είσαι ο Νικόλας.» αχού έχει πάρει κι αυτή την γλυκιά φωνή που παίρνει όταν μιλάει στον Μπλου...

Δυστυχώς αυτή η φωνούλα δεν με αφήνει καθόλου ανεπηρέαστη...

Ο μικρός γνέφει καταφατικά, με το βλέμμα του ωστόσο καρφωμένο στο αυτοκίνητο του Γιώργου.

«Εγώ είμαι ο Γιώργος. Θες να πάμε βόλτα με το αυτοκίνητο;» ο Νικολάκης γνέφει καταφατικά εκστασιασμένος. Ο Γιώργος τον σηκώνει χαλαρά στην αγκαλιά του, ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου και τον βάζει στο πίσω κάθισμα, φορώντας του ζώνη.

«Κυρία Αγάπη χάρηκα και πάλι!» λέει το βλαμμένο.

«Σταμάτα να το παίζεις γόης.» τον μαλώνω. Εκείνος φυσικά χρησιμοποιεί το γοητευτικό του χαμόγελο πάνω μου και μου κλείνει το μάτι.

«Άσε το παιδί ήσυχο!» με μαλώνει πάλι η τρελή η μάνα μου «Παιδιά σας περιμένω να φάμε παστίτσιο. Θα σας στείλω όταν γυρίζουμε.» ελπίζω να μην εννοεί αυτό που κατάλαβα!

Ο βλαμμένος χαμογελά νικηφόρα, λες και κέρδισε το Τζόκερ.

Βρε καημένε άμα της μπεις στο μάτι, πιο πιθανό είναι να κέρδισες θέση στο ΚΑΤ!

«Καλά θα περάσω όταν αφήσω τον μικρό να πάρω ένα ταπερ.» κάνω αδιάφορα, μπαίνοντας στο αυτοκίνητο. Ο Γιώργος μπαίνει κι αυτός στη θέση του οδηγού και ανοίγει το παράθυρο μου για να μπορεί να παρακολουθεί καλύτερα τη συζήτηση. Κλείνω το ελάχιστο άνοιγμα της πόρτας που είχα αφήσει με μισή καρδιά, αντικρίζοντας το επικριτικό βλέμμα της μαμάς μου.

«Θα έρθετε να φάμε μαζί! Γιώργο μου εσύ να έρθεις, αυτή ανά θέλεις να μην την φέρεις!» με κοιτάζει με μισό μάτι «Δες εκεί αγένεια!» συνεχίζει.

«Γειά σου, μαμά!!» κλείνω παράλληλα το παράθυρο όσο εκεί λέει πόσο χάρηκε που γνώρισε τον Γιώργο.

Ο Χριστός και η Παναγία δηλαδή!

«Αυτή η γυναίκα παίζει να συμπαθεί μονάχα τους γκομενους και τους φίλους μας, αλλά όχι της κόρες της!» λέω έκπληκτη με την μετάλλαξη της.

Να θυμηθώ να βρίσω και τον Αδαμ που έκατσε και της τα είπε όλα η κουτσομπολα!

«Εγώ τι είμαι;» λέει πονηρά.

«Πέρα από βλαμμένος;»

«Ντροπή, Βαλλυ, έχουμε παιδί στο αυτοκίνητο!» με μαλώνει. Επειδή δεν μπορώ να ασχοληθώ άλλο μαζί τους, αποφασίζω να ασχοληθώ με το πιτσιρίκι που κοιτάζει χαρούμενο γύρω του.

«Πως είσαι μικρή μου ήρωα;» λέω γλυκά στο μικρό μου ξαδερφακι.

«Κοίτα την, εμένα με βρίζεις αλλά μπορείς να γίνεις και γλυκούλα τελικά.» σχολιάζει ο άλλος. Τον αγνοώ μόνο και μόνο γιατί είναι πολύ γλυκούλης σήμερα.

«Καλά...» λέει αδιάφορα ο μικρός.

«Που θες να πάμε μικρέ;» πετάγεται ο Γιώργος. Τα μάτια του μικρού αμέσως γυαλίζουν από ενθουσιασμό «Νομίζω μπορούμε να πάμε να σταματήσουμε κάπου να πάρουμε μια μπάλα και να παίξουμε στο πάρκο, τι λες;» ο Νικόλας γελάει ενθουσιασμένος. Ο Γιώργος μπήκε ήδη στην καρδούλα του!

Να είχε μπει μόνο στη δική του καρδιά, καλά θα ήταν...

________

Καλησπέρα σαςςς! Ανυπομονώ για το τραπεζωμα! Εσείς; 💟🤣🙆🏼‍♀️😂

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top