Κεφάλαιο Εικοστό Πρώτο
Βαλέρια
«Uno!» φωνάζει πανηγυρικά, πετώντας μου ένα +4. Τον αγριοκοιτάζω. Τόσες θα είναι και οι ώρες του αν συνεχίσει να με κερδίζει σε κάθε παιχνίδι που παίζουμε. Πετάει την κάρτα του μιας και το παιχνίδι τελειώσει και φλερτάρω πολύ άσχημα με το να του πετάξω την κούπα μου στο κεφάλι. Ο Μπλου έχει ξαπλώσει το κεφαλάκι του εδώ και ώρα στο πόδι μου και το χαϊδεύω απαλά, καταβαλλοντας μεγάλη προσπάθεια για να μην χτυπήσω το αφεντικό του.
«Πάμε άλλο ένα;» λέει ανακατεύοντας τις κάρτες. Το άγριο βλέμμα μου τον κάνει να αφήσει κάτω τις κάρτες. «Τάβλι ίσως;» μετά το 4-16 που έχασα, το τάβλι μου έλειπε. Γνεφω αρνητικά και αυτός ξεφυσάει «Να αρχίσουμε λες καμια σειρά;» προτείνει.
«Δεν νομίζω ότι αντέχω να δω άλλη σειρά σήμερα.» είναι η έκτη ημέρα καραντίνας μου και η δέκατη δική του με αποτέλεσμα να έχουμε δει το μισό Netflix, κάνοντας μερικές μονάχα ώρες διάλειμμα για να κοιμηθούμε λίγο.
«Θα μπορούσαμε πάντα να κάνουμε σεξ, να πάρουμε τα πάνω μας.» πίνει μια γουλιά απ' τον καφέ του για να πνίξει το πονηρό του χαμόγελο.
Εγώ πάλι τον αγριοκοιτάζω, μπας και πνίξω την αναστάτωση που μου προκαλεί ολόκληρη η ύπαρξή του «Παιδί μου είσαι βλαμμένο; Εμείς αν κάνουμε σεξ θα μείνουμε στο κρεβάτι και να δω ποιος θα έρθει να μας μαζέψει έτσι που είμαστε.» τον κοροϊδεύω.
Σηκώνεται όρθιος, απόλυτα χαλαρός. Τα συμπτωμάτά του έχουν ήδη αρχίσει να αποχωρούν σε αντίθεση με τα δικά μου που είναι στο πικ τους «Μια δοκιμή θα σε πείσει πάντως.»
«Κατι που μου θύμισε ότι δεν έχουμε θέσει κάποιο έπαθλο για το στοίχημά μας.» σηκώνομαι χαλαρή με την κούπα μου στο χέρι, προσπαθώντας παράλληλα να αποφύγω το αυτάρεσκο βλέμμα του. Ξεκινάω να φτιάχνω τον καφέ μου χωρίς να μπορώ ωστόσο να αγνοήσω τα μάτια του που σχεδόν τρυπουν τη πλάτη μου.
«Ρε 'συ Βάλλυ μου τώρα, τι έπαθλα και βλακείες.» δεν φτάνει που με έχει κατακλέψει σε κάθε παιχνίδι που παίζουμε, με ειρωνεύεται κιόλας!
«Αν κερδίσω το στοίχημα θα με αφήσεις να πάρω το αυτοκίνητο σου για μια εβδομάδα.» πνίγεται με τον καφέ του, κάτι που μου δίνει την ευκαιρία να γυρίσω να κοιτάξω το τρομοκρατημένο πρόσωπό του, ανακατεύοντας αργά τον καφέ μου.
Γρήγορα όμως βρίσκει την αυτοκυριαρχία του «Μέσα.» λέει προς μεγάλη μου έκπληξη. Για εκείνον πρέπει να είναι σαν να συμφωνώ να δώσω το αυτοκίνητό μου στον Αδάμ.
Δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί ποτέ και για κανέναν λόγο. Αιμόφυρτη να είμαι θα του πω να πάρει ταξί. Αυτός είναι ικανός στο δρόμο για το νοσοκομείο να τρακάρει επειδή χαζεύει έναν κωλο στον δρόμο!
«Αποκλείεται!» ξέρω γιατί συμφωνεί «Τόσο σίγουρος είσαι πια;» ειρωνεύομαι.
Εκείνος μου κλείνει το μάτι, χαμογελάει πλατιά και πίνει αργά μια γουλιά καφέ «Τόσο σίγουρος είμαι. Το αυτοκίνητο μου το 'χει οδηγήσει μονάχα ο μηχανικός μου κι αυτό με μισή καρδιά.» κωλόπαιδο.
«Η σιγουριά θα σε φάει.» μουρμουράω. Αυτός πάλι δεν πτοείται καθόλου «Εσύ τι κερδίζεις από αυτό;»
«Πέρα από εσένα;» λέει μπερδεμένος. Εν τω μεταξύ αυτά αν μου τα έλεγε πριν έξι μήνες τώρα εγώ θα έκλαιγα με μαύρο δάκρυ. Δεν το αντέχει η καρδούλα μου!
Στριφογυρίζω ωστόσο τα μάτια μου «Ναι, πέρα από εμένα.» κοροϊδεύω.
«Θα έρθεις να μείνεις μαζί μου.» σηκώνεται χαλαρός-χαλαρός απ' την καρέκλα του και πηγαίνει ξανά στο σαλόνι, με εμένα να τον κοιτάζω σε απόλυτο σοκ, θυμίζοντας τον Taz, έτσι χάσκω, με ανοιχτό στόμα.
Αφήνω την κούπα μου στον πάγκο της κουζίνας και τον ακολουθώ σε απολυτη φρίκη «Τι λες παιδί μου, πας καλά;» ωρύομαι.
«Τι έγινε, Βαλλυ μου, φοβάσαι πως θα χάσεις το στοίχημα;» με κοντράρει.
«Φυσικά και είμαι σίγουρη πως θα κερδίσω το στοίχημα, κάτι που κάνεις πάρα πολύ εύκολο με τις μαλακίες που λες.» η σκέψη και μόνο με γονατίζει...
«Βαλλυ μου, ηρέμησε...» ζητάει απαλά. Έρχεται μπροστά μου, πιάνοντας τα χέρια μου στα δικά του, κρατώντας τα πιο σφιχτά όταν πάω να τα τραβήξω «Δεν θα σου ζητούσα ποτέ κάτι τόσο τρελό.» παραδέχεται ενοχικα σχεδόν «Άσε που τώρα την ξαπόστειλα την άλλη ρε Βαλλυ.» θα τον κοπανισω! Κρατάει όμως τα χέρια μου, οπότε αναγκαστικά πατάω το πόδι του.
«Ήταν ή αυτό η κουτουλιά.» του λέω με ένα μεγάλο χαμόγελο. Αυτός κάπως το καταπίνει, με μισή καρδιά.
«Θέλω δύο πράγματα.» λέει. Αλίμονο!
«Και ποια είναι αυτά;» λέω ειρωνικά.
«Πρώτον θέλω να με συνοδεύσεις στον γάμο.» ζητάει απαλά.
«Ααα εσύ το έχεις πάει και κοντά.» λέω έκπληκτη. Μου δίνει δηλαδή ότι δεν μπορώ να αντέξω μακριά του πάνω από 9 μήνες;!
«Και το καλοκαίρι θα με αφήσεις να σε πάω ένα μήνα διακοπές, όπου μας βγει.» άκυρο, θεωρεί ότι δεν θα αντέξω ούτε καν μέχρι το καλοκαίρι!
«Δεν βλέπω να κερδίζεις κάτι από αυτό αν και κάπως υπερφίαλος...» σχολιάζω.
«Υπερφίαλος;» λέει έκπληκτος.
«Θες ετυμολογία;» λέω ειρωνικά. Αυτός φέρνει στο τραπέζι και τυλίγει χαλαρά τα χέρια του στο στερνό του «Για πες τη μου.» κοίτα τον που το ευχαριστιέται κιόλας!
«Θα έλεγε κανείς πως σε χαρακτηρίζει μια υπερβολική αισιοδοξία ρε παιδί μου, χωρίς καμία επαφή με την πραγματικότητα.»
Βάζει τα χέρια του στις τσέπες της φόρμας του, προχωρώντας αργά προς το μέρος μου. Σταματάει εκατοστά μακριά μου, λες και δεν έφτανε ο πυρετός που με ταλαιπωρει ήδη, έχω κι αυτόν!
«Χωρίς καμία επαφή με την πραγματικότητα;» το κάνει να φαίνεται σαν μια απλή, αθώα ερώτηση.
«Ναι.» επιμένω πεισματικά στην απόλυτη μαλακία που πέταξα. Παρά την άρνηση μου ακόμα και εγώ απορώ πως καταφέρνουμε και κρατιόμαστε ο ένας μακριά από τον άλλο!
«Τέλος πάντων, σου είπα τι θέλω.» σηκώνει αδιάφορα τους ώμους του και ξαπλώνει στον καναπέ, με τον Μπλου να ξαπλώνει κάτω στα πόδια του με ένα παράπονο στο βλέμμα. Αυτό το σκυλί θα το φάω έτσι γλυκό που είναι...
«Μέσα, ίσως βολευτώ και αντί για το αυτοκίνητο σου θα ζητήσω διακοπές με τα παιδιά ένα τριήμερο, όταν θα χάσεις.» εκείνος αρχίζει να γελάει, λες και είπα το πιο αστείο πράγμα στον κόσμο.
«Δεν έχεις καταλάβει κάτι, Βαλλυ μου. Εγώ, έχω περιθώριο να κερδίσω, εσύ πάλι, δεν θα το μάθουμε ποτέ.»
«Ωστόσο δεν θα έχεις αυτά που ζητάς τόσο άμεσα.» λέω.
«Κλάιν, βολεύομαι φέτος να έχουμε και τα παιδιά μαζί μας στις διακοπές. Πάμε του χρόνου όπου θέλουμε να πάμε.» μια απάντηση για όλα έχει πια αυτός ο άνδρας;
«Και με τον γάμο;» ρωτάω χαιρέκακα.
«Μαζί θα πάμε, αυτό είναι σίγουρο.» λέει απόλυτα χαλαρός. Τόσο χαλαρός που δεν με κοίταζει καν πια και ανοίγει την τηλεόραση για να ψάξει ταινία.
«Είσαι χαζό παιδάκι μου; Δεν υπάρχει περίπτωση να πάμε μαζί στον γάμο των παιδιών!» νιώθω ότι μιλάω σε ντουβάρι. Ένα πολύ όμορφο ντουβάρι με μούσια...
«Ποιος είναι ο υπερφίαλος τώρα;» στριφογυρίζω τα μάτια μου. Πως γίνεται ο,τι και να πω να γυρίζει εναντίον μου.
«Καλά, ό,τι πεις! Πάω να κάνω ένα μπάνιο και να μαγειρέψω.» λέω.
«Πήγαινε κάνε ένα μπάνιο και ξάπλωσε θα μαγειρέψω εγώ.» να κάτι τέτοια κάνει και σχεδόν τον συμπαθώ.
«Έγινε, αδερφέ.» σχολιάζω, σέρνοντας τα πόδια μου μέχρι το μπάνιο ενώ εκείνος μου φωνάζει πως δεν είναι αδερφός μου.
Ξέρω πόσο τον ενοχλεί και εκείνος κατά βάθος ξέρει πόσο πολύ απολαμβάνω την ενόχλησή του!
Η μέρα περνάει λίγο πολύ στο ίδιο μήκος κύματος με τις προηγούμενες: μπάνιο, ύπνος, φαγητό, καμία ταινία και πάλι ύπνος. Συνήθως βλέπουμε καμία σειρά μέχρι αργά το βράδυ με τον Γιώργο, όμως σήμερα το κεφάλι μου πονάει απίστευτα πολύ για να κάτσω να δω σειρά, με τον πυρετό μου να μην κατεβαίνει από το 38.5 εδώ και ώρες.
//
Περπατώ γυμνή σε έναν δρόμο που δεν έχει τίποτα, είμαι στη μέση του πουθενά. Επικρατεί σκοτάδι, δεν υπάρχει κανένα φως, μονάχα αυτό του φεγγαριού που πίσω απ' τα σύννεφα μετά βίας με βοηθά στην προσπάθειά μου να καταλάβω που βρίσκομαι. Ο δρόμος είναι μονάχα μια κατεύθυνσης, τριγύρω δεν υπάρχει τίποτα, απ' όσο μπορώ να δω. Κοιτάζω δεξιά και αριστερά, μα δεν ξέρω ποια διαδρομή πρέπει να ακολουθήσω.
Στο βάθος της ευθείας στα δεξιά μου, κάτι λευκό εμφανίζεται και σπάει το μαύρο που με περικυκλώνει. Με πλησιάζει αργά, μα εγώ δεν πισωπατώ, δεν φοβάμαι. Έρχεται όλο και πιο κοντά μου και μπορώ πια να δω καθαρά πως αυτό το άσπρο μου με πλησιάζει είναι μια κατάσπρη καθαρή γάτα με φουντωτή ουρά.
Σκύβω στο ύψος της όταν φτάνει μπροστά μου. Εκείνη κάθεται στα δύο της πόδια και με κοίταζει, παίζοντας με τα πατουσάκια της, εμφανίζοντας και εξαφανιζοντας τα νύχια της. Δεν την φοβάμαι ωστόσο, δείχνει ανεπηρέαστη από την παρουσία μου. Σηκώνει τα όμορφα κάστανα της μάτια και με κοίταζει, χωρίς να δείχνει κάτι την επόμενη της κίνηση. Πατάει ξανά στα πόδια της, τεντωνει την φουντωτή ουρά της και γυρίζει από εκεί που ήρθε, περπατώντας αργά. Για λίγο δεν την ακολουθώ, μπερδεμένη ακόμη την κοιτάζω να απομακρύνεται.
Σταμάτα και γυρίζει μονάχα το κεφάλι της για να με κοιτάξει, κουνώντας την ουρά της δεξιά κι αριστερά με χάρη.
«Να έρθω;» ρωτάω, μα δεν αναγνωρίζω την φωνή μου. Εκείνη κουνάει τα αυτιά της και γυρίζει μπροστά, συνεχίζοντας τη διαδρομή της πίσω στο...σπίτι.
Μήπως αυτός ο δρόμος θα με γυρίσει σπίτι; Μήπως η όμορφη αυτή γάτα ξέρει τον δρόμο;
Με αυτές τις σκέψεις ξεκινώ να την ακολουθώ, με το σώμα μου να μην θυμίζει το δικό μου και τα πόδια μου σε πλήρη αρμονία με το ελαφρύ της περπάτημα.
Το τέλος του δρόμου έρχεται λίγο αργότερα· ο δρόμος τελειώνει σε ένα σπίτι, μα αυτό δεν είναι το δικό μου, όμως ταυτόχρονα είναι τόσο γνώριμο.
Σε ποιον ανήκει αυτό το σπίτι και γιατί με έφερε εδώ η γάτα με την φουντωτή ουρά;
Στέκεται στην εξώπορτα του σπιτιού και γυρίζει ξανά ο κεφάλι της, κοιτώντας με προτού πηδηξει με ένα σάλτο στο μπαλκόνι του σπιτιού.
Ξάφνου, βρίσκομαι μέσα, ακούω φωνές, νιώθω την απειλή...
Πως βρέθηκα εδώ; Πως μπήκα μέσα; Η γάτα που είναι; Γιατί με έφερε εδώ; Ποιος φωνάζει;
Βρίσκομαι στο σαλόνι, αν και δεν μπορώ να προσδιορίσω αν είναι όντως το σαλόνι αυτό. Δεν υπάρχουν έπιπλα, δεν υπάρχει τίποτα παρά μόνο οι λευκοί τοίχοι. Φωνές ακούγονται απ' έξω, κάποιος φωνάζει στο μπαλκόνι, ένας σκύλος γαβγίζει.
Που είναι η γάτα με την φουντωτή ουρά;
Περπατώ στις μύτες των ποδιών μου, προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο και κάνω αισθητή τη παρουσία μου.
Δεν ξέρω καν που βρίσκομαι...
Ο Μπλου...
Κοιτάζω τον όμορφο σκύλο του Γιώργου να γαβγίζει, τα δόντια του σε πλήρη ετοιμότητα να κατασπαράξουν οποιονδήποτε θεωρεί απειλή, απ' το στόμα του τρέχουν σάλια, σχεδόν αφριζει. Το βλέμμα μου ακολουθεί το δικό του και μόνο τότε βλέπω τον λόγο της αναστάτωσής του.
Ο Γιώργος παλεύει με ένα τεράστιο μαύρο φίδι. Το φίδι προσπαθεί να τον δαγκώσει με κάθε τρόπο ενώ ο Γιώργος προσπαθεί με κάθε τρόπο να προστατέψει...
Την γάτα με την φουντωτή ουρά!
Τα μάτια μου γουρλωνουν και τρέχω στο μπαλκόνι να τον βοηθήσω, μα δεν μπορώ να κάνω βήμα.
«Γιώργο!» Φωνάζω το όνομα του ξανά και ξανά, μα δεν βγαίνει ήχος απ' το σώμα μου, σαν να μην υπάρχω.
Νιώθω την απειλή, νιώθω τον φόβο, μα όχι για εμένα, για εκείνον. Μην πάθει εκείνος κάτι, προστατεύοντάς με.
Μα εγώ δεν είμαι εκεί, κι αν είμαι γιατί δεν νιώθω το σώμα μου; Γιατί δεν έχω φωνή; Γιατί δεν με βλέπει, γιατί δεν με ακούει;
Σηκώνω το χέρι μου να τον αγγίξω και τότε το βλέπω· η γάτα με την φουντωτή ουρά αγγίζει το πόδι του Γιώργου, τρομαγμένη. Εκείνος της χαϊδεύει καθησυχαστικά το κεφάλι, μια κίνηση που δεν συνάδει με την ύπουλη συμπεριφορά του φιδιού και το πως προσπαθεί να κατασπαράξει την μικρή γατούλα.
Κοιτάζει την γάτα μα τον βλέπω, κοιτάζει εμένα...
Πως γίνεται να κοιτάζει εμένα;
«Όλα καλά θα πάνε...» ψιθυρίζει λίγο πριν τον κατασπαράξει το μαύρο φίδι.
«Γιώργο!»
//
Πετάγομαι ουρλιάζοντας, λουσμένη στον ιδρώτα και με το αίσθημα πως πνίγομαι να μεγαλώνει κάθε δευτερόλεπτο που προσπαθώ να πάρω ανάσα.
«Βαλέρια!» ακούω να ουρλιάζουν αλλά είναι πολύ μακριά μου. Κάποιος με ταρακουνάει μα μου είναι αδύνατον να ηρεμήσω.
«Πάρε ανάσες, κορίτσι μου, όλα καλά θα πάνε.» προσπαθώ με την βοήθεια του να ηρεμήσω και αρχίζω σιγά-σιγά να αναπνέω σωστά. Με σφίγγει στην αγκαλιά του, η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή.
«Συγγνώμη...» ψελλιζω με δυσκολία. Ο λαιμός μου έχει κλείσει τελείως, η μύτη μου το ίδιο.
Φέρνει το χέρι του στο μέτωπο μου «Βαλλυ μου, ψήνεσαι στον πυρετό.» μπορώ να καταλάβω την ανησυχία στην φωνή του αλλά και στις κινήσεις του, καθώς με βοηθάει να βάλω θερμόμετρο. Τρέμω ακόμη ολόκληρη, κάτι που φαίνεται να τον ανησυχεί ακόμη περισσότερο.
«Έχεις ανεβάσει 39.5 ρε Βαλέρια.» λέει έντρομος. «Θα σε αφήσω λίγο, εντάξει;» δεν τον αφήνω όμως, τον σφίγγω κι άλλο πάνω μου «Βαλλυ μου, πρέπει να σου φέρω κάτι να ρίξουμε τον πυρετό σου και ιδανικά να κάνεις ένα μπάνιο και να αλλάξεις ρούχα.»
«Το ξέρω, αλλά δεν θέλω.» παραπονιέμαι.
«Πρέπει όμως.» με βάζει να ξαπλώσω και σηκώνεται «Επιστρέφω.» λέει μα είμαι πολύ κουρασμένη για να απαντήσω κάτι. Κλείνω τα μάτια μου, τον ακούω να αφήνει πράγματα δίπλα μου μα δεν έχω την δύναμη να τα ανοίξω ξανά. Έχω φρικτό πονοκέφαλο κι ακόμη παλεύω να συνέλθω από το ηλιθιο όνειρο!
«Βαλλυ μου, σήκω, πρέπει να σε συνεφερουμε λίγο.» ζητάει απαλά. Ανακαθομαι και παίρνω το ποτήρι που μου δίνει και καταπίνω το αναβραζον με μισή καρδιά.
Τα έχω σιχαθεί πια τόσες μέρες!
«Θα πας να κάνεις και ένα μπάνιο; Αντέχεις;» γνέφω καταφατικά και απρόθυμα σχεδόν σέρνομαι μέχρι το μπάνιο όπου πεταωω τα ρούχα μου στα άπλυτα. Ανοίγω το νερό να τρέχει και κάθομαι στην μεγάλη μπανιέρα, ανήμπορη να μείνω όρθια για την ώρα.
«Βαλλυ, όλα καλά;» ρωτάει ο Γιώργος έξω από το μπάνιο.
«Ναι.» μουρμουράω.
«Όταν τελειώσεις φώναξε με αν θες να σου κάνω παρέα.» λέει αλλά δεν απαντάω κάτι. Δεν ξέρω καν πως θα καταφέρω να κοιμηθώ ξανά. Το κεφάλι μου πονάει τρομερά αλλά στη σκέψη και μόνο πως θα ξαναδώ το ίδιο όνειρο, το να μείνω ξύπνια μοιάζει δελεαστικό.
Ωστοσο σηκώνομαι, σαπουνίζω σώμα και μαλλιά όπως-όπως και βγαίνω, τυλιγοντας το σώμα μου με μια πετσέτα. Στο δωμάτιο ο Γιώργος έχει ανεβάσει τα καλοριφέρ στο φουλ και στο κρεβάτι έχει ένα φούτερ του και μια φόρμα, μαζί με ένα εσώρουχο μου και ένα ζευγάρι κάλτσες.
Θα θυμηθώ όταν συνέλθω να τον ρωτήσω τι δουλειά έχει με τα βρακια μου!!!
Άλλη στιγμή όμως, είμαι αρκετά εξαντλημένη αυτή τη στιγμή για να κάνω αυτή τη συζήτηση.
Ντύνομαι, τυλίγω τα μαλλιά μου με την πετσέτα, ξαπλώνω στο κρεβάτι κοιτώντας το ταβάνι και ξεφυσάω.
Τι σκατά συμβαίνει στο κεφάλι μου και βλέπω τέτοια όνειρα!
«Δίνω ό,τι έχω και δεν έχω για να μάθω τι σκέφτεσαι.» τον ακούω να λέει, γελώντας ελαφρά.
«Νομίζω επαναλαμβάνεσαι.» είμαι πολύ σίγουρη πως μου το έχει ξαναπεί αυτό. Τον φαντάζομαι να σηκώνει αδιάφορα τους ώμους του και λίγο μετά νιώθω το κρεβάτι δίπλα μου να βουλιάζει.
«Είσαι καλύτερα;» ρωτάει. Νιώθω το βλέμμα του, τα μάτια του με παρατηρούν, το χέρι του αγκαλιάζει το δικό μου. Γνέφω καταφατικά «Θες να το συζητήσουμε;» ρωτάει τρυφερά.
Τον κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου· είναι τόσο όμορφος! Τα μαλλιά του είναι ανακατεμένα από τον ύπνο, τα μούσια του που αρνείται να ξυρίσει απ' όταν μπήκε σε καραντίνα μεγαλώνουν μέρα τη μέρα και στο μέτωπο του σχηματιζονται ρυτίδες έτσι όπως είναι συνοφρυωμενος...ανήσυχος.
«Είδα ένα όνειρο.» λέω διστακτικά. Θα με περάσει για τρελή άμα του πω τι είδα...
«Μιλά μου, Βαλλυ.» με ξεπερνά το ποσό γλυκός και τρυφερός μπορεί να γίνει και πόσο εκνευριστικός το αμέσως επόμενο λεπτό!
«Είδα ένα όνειρο, ο Μπλου γαβδιζε, εσύ παλεύεις με ένα τεράστιο μαύρο φίδι, υπήρχε και να γάτα.» μπερδεύω τα λόγια μου.
Στην πραγματικότητα δεν θέλω να του πω το όνειρο που είδα. Απ' τη μια λένε ότι το μαύρο φίδι στον ύπνο σου είναι κακός οιωνός, μεγάλα πρόβλημα. Απ' την άλλη είναι και η όλη φάση με εμένα. Για κάποιον λόγο ένιωσα στον ύπνο μου λες και ο δρόμος αυτός με οδήγησε απευθείας στο μυαλό του Γιώργου, στο ποσό μπερδεμένος νιώθει και τι μάχες αντιμετωπίζει μέσα του! Ήταν λες και εγώ ήμουν η γάτα, προστάτευε εμένα...
Το θέμα είναι ποιος ήταν το φίδι...
«Βαλλυ μου, με μπερδεύεις λίγο.» γελάει ελαφρά «Δεν θα ηρεμήσεις αν δεν το συζητήσεις.» με συμβουλεύει.
«Θα με περάσεις για τρελή.» εκφράζω την ανησυχία μου. Εκείνος ξεφυσαει παιχνιδιαρικα «Νομίζω ήδη πως είσαι τρελή, έρχεσαι και με φιλάς στις 4 τα ξημερώματα και μετά βάζεις στοιχήματα που δεν πρόκειται να κερδίσεις ούτε στο πιο τρελό σου όνειρο.» με πειράζει, γυρίζοντας φυσικά τα λόγια μου εναντίον μου.
«Βλακα.» λέω απλά. Νιώθω αρκετά καλύτερα ήδη.
«Με εκείνο το βράδυ έχει να κάνει; Με το όνειρο που σε αναστάτωσε;» μπαίνει σιγα- σιγά στο νόημα. Γνεφω καταφατικα. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί με ταράζει τόσο!» λέω απηυδησμένη.
«Μιλά μου, Βαλλυ, μην με κάνεις έτσι, θέλω να σε βοηθήσω...» λέει απαλά.
«Λοιπόν, ήμουν γυμνή σε έναν μονόδρομο...» αρχίζω να του εξιστορώ το όνειρο μου, φροντίζοντας να του αναφέρω και κάθε μικρή λεπτομέρια που θυμάμαι. Στα μισά με έχει ήδη πάρει στην αγκαλιά του και συνεχίζω την εξιστόρηση μου με αναφιλητα. Όσο πιο πολύ έτρεμα, τόσο πιο πολύ με εσφιγγε πάνω του.
«Γι' αυτό αναστατώθηκες τόσο.» λέει. Αφήνει ένα φιλί στο κούτελό μου και ξεφυσά «Ακόμα και στον ύπνο μου προσπαθώ να σε προστατέψω ρε γατούλα με την φουντωτη σου την ουρά.» σηκώνω τα μάτια μου και τον κοιτάζω· εκείνος φυσικά με κοίταζει ήδη, παίζοντας με μια τούφα απ' τα νωπά μαλλιά μου.
Δεν περίμενα πως θα ερμηνεύσει το όνειρο μου όπως το έκανα εγώ...
«Δεν ξέρω αλλά ξέρω πως με κάνει να ξυπνάω με ταχυπαλμιες και κλάματα.» προσπαθώ να το παίξω αδιάφορη με μεγάλη αποτυχία φυσικά.
«Κοίτα να δεις που ακόμη και το υποσυνείδητο σου το ξέρει πως με γουστάρεις και εσύ μου το παίζεις και δύσκολη!» λέει με παράπονο. Καταλαβαίνω πως θέλει να ελαφρύνει το κλίμα· ίσως με βοηθήσει και εμένα να ξεχαστω λίγο.
«Άσε μας ρε Συνοδινέ, μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου μου φαίνεται!» τον ειρωνεύομαι. Κάνω να σηκωθώ αλλά με ξαπλώνει πάλι πίσω· πάνω του.
«Για κάτσε ρε Διαμαντοπούλου» αντιγυρίζει στο ίδιο ύφος «επειδή λέω τα πράγματα με το όνομα τους πάει να πει ότι έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου;» μ' αρέσει που το παίζει και θιγμένος!
«Ποιο όνομά τους μωρέ; Σου είπα εγώ ότι σε γουστάρω;» στριφογυρίζω τα μάτια μου.
«Όχι, όμως εγώ το κάνω.» πετάει έτσι στο ξεκάρφωτο, λες και δεν έκλαιγα πριν με λυγμούς «Πολύ.» τονίζει κιόλας, αφήνοντας ένα φιλί στο μέτωπο μου.
Ίσως δεν βγει ζωντανός από την καραντίνα· ίσως τον σκοτώσω!
«Α ρε Γιώργο...» ξεφυσαω.
«Τι είναι;» ρωτάει διστακτικά.
«Πολύ κακό timing.» παραδέχομαι με μισή καρδιά.
«Το timing είναι δικαιολογίες για 'μένα.»
«Για'μένα δεν είναι.» λέω με ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη. Κάναμε και οι δύο πολλά λάθη, τι ψάχνει τώρα να βρει...
«Δηλαδή δεν με θες;» ξέρει πολύ καλά την απάντηση, αλλά δεν σκοπεύω να του δώσω την ευχαρίστηση.
«Σε αγαπάω πολύ, η αλήθεια είναι, και σου έχω αδυναμία, ως εκεί. Πάνω απ' όλα φίλοι.» τονίζω το φίλοι και εκείνος αμέσως μορφαζει λες και τον χτύπησα.
«Εντάξει, τώρα σταματά και έλα να κοιμηθούμε.» φέρνει το πάπλωμα πάνω μας και με βολεύει καλύτερα στην αγκαλιά του.
«Άντε, φύγε.» του λέω.
«Πολύ θα το ήθελες να στο κάνω τόσο εύκολο, αλλά όχι. Σήμερα θα κοιμηθούμε μαζί, δεν είσαι καλά.» λέει τελεσίδικα. Ξεφυσαω και εγκαταλείπω τα όπλα· δεν έχω την δύναμη να τσακώθω και συν τοις άλλοις με ηρεμεί η παρουσία του αυτή τη στιγμή.
«Καληνύχτα.» παραδινομαι.
«Καληνύχτα, Βαλλυ μου...» ψιθυρίζει.
«Γιώργο;» λέω.
«Πες μου.» ψιθυρίζει, χαιδευοντας τα μαλλιά μου.
«Σ' ευχαριστώ πολύ.» δεν μπορώ να καταλάβω ακόμα πως γίνεται αυτό με εμάς τους δύο. δεν μιλάμε πάνω από 3-4 μήνες, βρισκόμαστε και είναι σαν να μην πέρασε μέρα...
«Βαλλυ;» μιμείται την φωνή μου.
Γελάω λίγο «Πες μου.» τον κοροϊδεύω μα εκείνος σοβαρεύει αμέσως.
«Μου αρέσει πολύ που σε έχω εδώ.»
Αχ ρε Γιώργο...
___________
Γειά σαςςςςςςςςςςς!
Δεν έχω λόγια, περιμένω να διαβάσω τα σχόλια σας!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top