Κεφάλαιο Εικοστό Πέμπτο
«Τι ομάδα είσαι, Νικόλα;» λέει με αυτή τη τρομερά γλυκιά φωνή ο Γιώργος στο ξαδερφάκι μου. Το έχει στην αγκαλιά του και προχωράει στο παιχνιδάδικο, με τον μικρό να χαζεύει άκρως ενθουσιασμένος.
«Ομπυλιακός.» λέει μπερδεμένα ο Νικόλας. Ο Γιώργος σταματάει και γυρίσει να τον κοιτάξει, με γουρλωμένα τα μάτια.
«Απαπαπαπα, δεν είναι ομάδα αυτή! Από σήμερα είσαι Παναθηναϊκός.» ααα εντάξει, θα παίζω ξύλο με τον θείο μου αύριο εγώ.
Ο μικρός σηκώνει αδιάφορα τους ώμους του «Παναθηναϊκός!» λέει ο μικρός. Από την μάνα του το έχει πάρει αυτό, λέει παντα ό,τι θέλει να ακούσει ο άλλος για να πάρει αυτό που θέλει.
«Είδες το παιδί; Λέει Παναθηναϊκός και γεμίζει το στόμα του! Την άλλη την αχρείαστη ομάδα ούτε που μπορεί να την προφέρει!» λέει με καμάρι ο άλλος. Πιάνει μια μπάλα με το σήμα του Παναθηναϊκού και την δίνει στο μικρό ο οποίος την κρατάει με περίσσια ευχαρίστηση στην μικρή του αγκαλιά.
«Θα μας σκοτώσει ο πατέρας σου, το ξέρεις;!» λέω τραβοντας το παχουλο μάγουλο του ξαδέρφου μου.
Σηκώνει ξανά αδιάφορα τους ώμους του «Είμαι Παναθηναϊκός τώρα, Βαλέλια.» μια χαρά προφέρει το Παναθηναϊκός, το 'ρ' στο όνομα μου όμως δεν δείχνει να θέλει να το διορθώσει.
«Κατάλαβες, Βαλέλια;» με κοροϊδεύει ο άλλος ο βλαμμένος. Προχωράει μπροστά, παίρνει κάτι σαπουνόφουσκες και κοιτάξει γύρω του για τι τι άλλο θα πάρει. Τα μάτια του γυαλίζουν και ακολουθώντας το βλέμμα του, βλέπω το τηλεκατευθυνόμενο αυτοκίνητο αξίας 100 ευρώ που ανακάλυψε.
Μπαίνω μπροστά του «Ούτε να το σκέφτεσαι!» τον μαλώνω σχεδόν.
Μου χαμογελάει ειρωνικά και προσπερνάει, δείχνοντας στον Νικόλα το αυτοκίνητο «Σ' αρέσουν τα αυτοκίνητα ε;» ο μικρός γνέφει καταφατικά πολλές φορές και ο Γιώργος παίρνει ένα αυτοκινητάκι, κοιτώντας με, με ένα μειδίαμα, σαν να μου λέει πως δεν είχε άλλη επιλογή. Προχωράμε στα ταμία και βγάζω την κάρτα μου, έτοιμη να τον σκοτώσω.
Πιο σπάταλος από την Κυριακή και τον Αδάμ μαζί αυτός ο άνθρωπος!
Ο Γιώργος έχει αφήσει τον μικρό που κρατάει στην αγκαλιά του το τηλεκατευθυνομενο Jeep Wrangler ενώ εγώ παθαίνω οριακά καρδιακό καθώς ακούω το εξωφρενικό πόσο των 120 (!) ευρώ. Δίνω την κάρτα μου στην κοπέλα αλλά ο άλλος χαλαρός πληκτρολογεί ήδη το pin του. Σκάει ένα μεγάλο χαμόγελο στην κοπέλα και με τραβάει απ' το χέρι για να ξυπνήσω, καθώς κρατάει το χεράκι του Νικόλα και προχωράει προς το αυτοκινήτό του. Βάζω τον μικρό στο πίσω κάθισμα, ασφαλίζω την ζώνη του και μπαίνω στην θέση του συνοδηγού, κοιτώντας τον λες και είναι τρελός.
«Δεν υπάρχει περίπτωση!» ξεκαθαρίζω. Πάει να βάλει μπρος για να ξεκινήσει όμως του χτυπάω το χέρι «Γιώργο, μην με αγνοείς.»
«Βάλλυ μου, δες τον πόσο χαρούμενος είναι!» κοιτάζει πάνω απ' τον ώμο του τον μικρό που κοιτάζει το αμάξι μαγεμένος.
Οι άνδρες και τα παιχνίδια τους!
«Μπορούσα και μόνη μου να κάνω δώρο το αμάξι στον Νικόλα.» λέω στραβωμένη.
«Ξέρω πως ήσουν απόλυτα ικανή να το κάνεις, αλλά με αφήνει παγερά αδιάφορο.» βάζει μπρος και ξεκινάει, αγνοώντας επιδέξια το κεραυνοβολο βλέμμα μου. «Μην στραβωνεις, ένα δώρο είναι. Κοιτούσε το αμάξι μου όπως κοιτούσα εγώ το γκολ του Χαριστέα στο Euro του 2004!» η παρομοίωση του εκπληκτική ως συνήθως.
«Οπότε λες ας του πάρω το ίδιο, ε; Το έχεις βάλει στόχο να μην γλυτώσουμε από την πάρτη σου, Συνοδινέ;» γελάει δυνατά και γυρίζει προς το μέρος μου, κλείνοντας μου το μάτι.
«Τώρα το κατάλαβες;» φτάνουμε στο πάρκο Τριτση και παρκάρει, γυρνώντας στον μικρό.
«Πάμε να το οδηγήσουμε;» ο μικρός φωνάζει ενθουσιασμένος και βγαίνουμε απ' το αυτοκίνητο, με τον Γιώργο να το κλειδώνει στα τύφλα.
«Γιώργο, ξέχασα το κινητό μου στο αυτοκίνητο.» ανοίγει το αυτοκίνητο και νιώθω το βλέμμα του να με καρφώνει καθώς πλησιάζω το αυτοκίνητο.
«Άμα βρω λεφτα στο ντουλαπάκι που δεν είναι δικά μου, θα τσακωθούμε.» με ενημερώνει. Γυρίζω άκρως ξενερωμενη που με κατάλαβε και τον κοιτάζω, χαμογελώντας ειρωνικά «Τελικά το είχα στην τσέπη μου.» λέω.
«Κοίτα να δεις, ε;» με πειράζει. Στριφογυριζω τα μάτια μου και προχωράω, κρατώντας το χέρι του μικρού.
Καμιά ώρα αργότερα, καθόμαστε σε ένα κιόσκι, με τον μικρό να τρώει ήσυχος το παιδικό του γεύμα από τα Goody's και το μεγάλο μωρό να παίζει με το αυτοκινητάκι και να ενοχλεί τα περιστέρια.
«Άφησε τα ρε τα κακόμοιρα!» εκείνος με αγνοεί και σηκώνεται όρθιος, φέρνοντας το αυτοκινητάκι στα πόδια μου. Κάθεται πίσω μου κολλητά, με κολλάει στο στήθος του και βάζει τα χέρια μου στον μοχλό, κρατωντας τα με το δικό μου. «Παίξε λίγο.» λέει πονηρά.
«Μην κάνεις κάτι τόσο αθώο να ακούγεται πρόστυχο!» λέω σιγανά για να με ακούσει μόνο αυτός. Φέρνει τα χείλη του στο αυτί μου «Με το αυτοκινητάκι εννοούσα, αναφερόμουν στον μοχλό, όχι πως θα με χαλούσε κάποιος άλλος...μοχλος.» ψιθυρίζει ερωτικά.
«Είναι το παιδί μπροστά!» ωρυομαι.
«Δεν ακούω!» φωνάζει ο Νικόλας με την κοτομπουκιά στο στόμα. Κάνε θεέ μου να μην άκουσε όντως και να μην πάει στην μάνα του να πει για μοχλούς...
Θα με σκοτώσει η Μαρίνα!
Το κινητό μου με βγάζει σωτήρια από αυτή την κατάσταση και γρήγορα δραπετευω από την αγκαλιά του, κοιτάζοντας με το πιο δολοφονικό μου βλέμμα «Έλα μαμά.» απαντάω στη κλήση.
«Φτάσαμε σπίτι. Ξεκινήστε σιγά-σιγά. Ετοιμάζω και εγώ να φάμε.» χαρωπή νοικοκυρά εν δράση.
«Μωρέ μάνα βλακείες, αφού φάγατε. Θα πάρω για το σπίτι αν είναι.» μια ύστατη προσπάθεια να αποφύγω αυτή την συνάντηση κορυφής!
«Βαλέρια, κόψε τις βλακειες! Έφερα και γαλακτομπουρεκο, πες στον Γιώργο ελπίζω να τρώει!»
Στριφογυριζω τα μάτια μου «Ελπίζει να τρως γαλακτομπουρεκο, λέει.» υποχωρω.
«Πες της ελπίζω να τρώει Black Forest.» μου κλείνει το μάτι. Αρχίζω να βλέπω το τραπεζωμα με άλλο μάτι!
«Δεν της το λέω καν αυτό, θα την φάω μόνη μου.»
«Τι είπε το παιδί;» ξεροσταλιαζει καλέ!
«Τίποτα μαμά, τα λέμε από κοντά!» τερματίζω τη κλήση και σκύβω στο ύψος του Νικόλα.
«Πάμε στη θεία Αγάπη;» κοιτάζει μουτρωμενος τον Γιώργο «Θα έρθει και ο Γιώργος μαζί μας.» κοιτάζω τον βλαμμένο που μου χαμογελάει σαν παιδί.
Θα με τρελάνει τελείως αυτός!
«Θα κάνουμε μια στάση πρώτα.» σταματάμε στο ζαχαροπλαστειο που είχαμε ξαναέρθει, με τον βλαμμένο να χαιρετάει με αμεριστο φλερτ, θα έλεγε κανείς, τα κορίτσια.
«Τι να σας βάλω, κύριε Συνοδινέ.» πεταριζει τις βλεφαρίδες της μια ξανθούλα.
«Γιώργο με λένε, Έφη μου.» χαμογελάει πονηρά αυτός.
Θα τον σκοτώσω!
«Βάλε μου μια Μπλακ Φόρεστ σίγουρα.» της λέει. Αυτή αμέσως εκτελεί την εντολή, με μέγιστη προθυμία «Κατι συγκεκριμένο, πέρα από το δικό σου αγαπημένο;» με πειράζει ο βλάκας με σηκωμένο το φρύδι του.
«Τα μακαρόν της αρέσουν.» μουρμούρα ηττημένη.
«Στον μπαμπά;» άσε τον πατέρα μου ρε, εγώ με τι θα μείνω; Την έριξες την μάνα μου!
«Τα κωκάκια του αρέσουν.» πάει, δεν θα είμαι η αγαπημένη κανενός στο τέλος της ημέρας. Παίρνω τον ξάδερφο μου την αγκαλιά μου «Είμαι ακόμη η αγαπημένη σου;» ρωτάω με παράπονο.
«Εσύ μικρέ Σουμάχερ;» ρωτάει τον μικρό.
«Κάπως άστοχο.» μουρμουράω. Εκείνος στριφογυρίζει τα μάτια του, αντί γράφοντάς με. Ο μικρός δείχνει διστακτικά μια πάστα ποντικάκι οπότε ο Γιώργος ζητάει να βάλουν κι από εκείνη μια.
Εφόσον έχουμε σηκώσει το μισό ζαχαροπλαστειο, φεύγουμε μ' εμένα να μουρμουράω πως δεν χρειαζόταν και αυτόν να με αγνοεί.
Φτάνουμε λίγο αργότερα και ευτυχώς βρίσκει να παρκάρει στην αλάνα δίπλα από το πατρικό μου. Πάω να βγω από το αυτοκίνητο, όμως με σταματά με το χέρι του στο γόνατό μου.
«Βάλλυ μου, αν δεν θέλεις εσύ, δεν έρχομαι. Θέλω να αισθάνεσαι εσύ άνετα...» θα τον φάω. Το βλέμμα μου πέφτει απ' τα μάτια του στα χείλη του που δαγκώνει ελαφρώς, ως το χέρι του στο πόδι μου.
«Πάρε το χέρι σου, Γιώργο.» ζητάω, ξεροκαταπινωντας. Εκείνος κάπως μπερδευεται για λίγο, ωστόσο γρήγορα βλέπω την λάμψη να επανέρχεται στα μάτια του.
«Βάλλυ, σε αναστατώνω;» ρωτάει χαμηλόφωνα με βαριά μπάσα φωνή.
«Ναι.» λέω γρήγορα, βγαίνοντας από το αυτοκίνητο. Παίρνω τον μικρό απ' το χέρι ενώ ο Γιώργος κουβαλάει την σακούλα με τα πράγματά του και τα γλυκά.
«Αυτό δεν το περίμενα.» λέει, ίσα-ίσα να το ακούσω εγώ. Εν τω μεταξύ περιμένω να ανοίξει η μάνα μου την εξώπορτα γιατί αρνούμαι να ανοίξω με τα κλειδιά μου.
«Αν το αναφέρεις ξανά, θα σε κουτουλήσω.» προειδοποιώ την ώρα που ο πατέρας μου ανοίγει την πόρτα. Για πότε μαζεύεται ο Συνοδινος, δεν λέγεται!
«Καλώς τους, περάστε!» ανοίγει ο πατέρας μου τη πόρτα. Βοηθάει τον Γιώργο με τα γλυκά που κρατάει ενώ ανακατεύει τα μαλλιά του Νικόλα που φεύγει ενοχλημένος προς τη κουζίνα.
«Θεία, δες τι μου πήρε ο Συνο!» τον ακούω να φωνάζει από μέσα. Γίνανε κολληταρια, δεν χρειάζεται να πω κάτι άλλο!
«Τι είναι όλα αυτά βρε παιδί μου;» μπαμπά, μην υποκύπτεις στον ύπουλο Γιώργο!
«Ε, τώρα, πρώτη φορά στο σπίτι σας. Είμαι ο Γιώργος.» δίνει το χέρι του και ανταλλάσσει μια σφιχτή χειραψία με τον πατέρα μου.
«Εγώ είμαι ο Τάσος, ο μπαμπάς.» γελάει ο πατέρας μου «Και εσύ είσαι;» απορεί ο πατέρας μου.
«Φίλος.» λέει αμέσως ο βλαμμένος. Συνοδινε, σε παίζει ο κυρ Τάσος! Ο πατέρας μου τον χτυπάει φιλικά στον ώμο με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη «Περάστε παιδιά, κάθισε όπου θέλεις Γιώργο. Βαλερια, βάλε κάτι στον άνθρωπο να πιει.»
Στριφογυριζω τα μάτια μου «Ξέρετε ότι δεν μένω εδώ, ε;» μουρμουράω ακολουθώντας τον πατέρα μου στην κουζίνα.
«Ναι, το σπίτι της είναι καλό μόνο όταν την φέρνει στουπί ο Άγγελος!» παραπονιέται η μάνα μου. Σκουπιζει τα χέρια της σε μια πετσέτα και με προσπερνάει, αγκαλιάζοντας τον Γιώργο. «Κάθισε, παιδί μου. Βάλε καλέ Βαλερια κάτι στο παιδί.»
«Μην αγχώνεστε, είμαι εντάξει.» μου κλείνει και το μάτι ο βλαμμένος.
«Τι είναι καλέ όλα αυτά;» ανοίγει τα κουτιά η μάνα μου για να δει τα γλυκά που έφερε ο Γιώργος και αμέσως τραβάω εκείνο που έχει την Μπλακ Φόρεστ προς το μέρος μου «Αυτό είναι δικό μου.» δηλώνω.
«Θα σου πάρω άλλο στον γυρισμό.» με πειράζει ο Γιώργος.
«Δεν χρειαζόταν να μπεις σε έξοδα βρε αγόρι μου!» τον μαλώνει η μάνα μου. Α, καλά!
«Σιγά μωρέ, δικό του είναι το ζαχαροπλαστειο.» μουρμουράω.
«Μην προσβάλεις τον άνθρωπο βρε κωλόπαιδο!» με μαλώνει η μάνα μου.
Ο άλλος χασκογελάει «Μην γελάς ρε, να βλέπεις τι Κέρβερος είναι κατά βάθος!» εκείνος πιάνει ελαφρά το πόδι μου και με κοίταζει με ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη «Μην γίνεσαι κακία με την μαμά σου!»
«Αχ και έφερε τα αγαπημένα μας το παιδί ρε Τάσο, να 'σαι καλά, Γιώργο μου.» στριφογυριζω τα μάτια μου ξανά και ο άλλος μου σφίγγει το μπούτι, μπας και σταματήσω, υποθέτω.
«Κοίτα, Θείε!» δείχνει ο μικρός το αυτοκίνητο του.
«Ααα, Jeep Wrangler βλέπω.... Είπες ευχαριστώ στον φίλο σου τον Γιώργο;» ο μικρός γνέφει καταφατικά πολλές φορές, ακόμη ενθουσιασμένος.
«Ο Γιώργος έχει μεγάλο!» ξεροβηχω για να καταπνιξω το γέλιο και την πονηρή μου σκέψη, κερδίζοντας άλλο ένα σφίξιμο στο μπούτι μου.
«Έχεις Jeep;» λέει εντυπωσιάσμενος ο πατέρας μου.
«Ναι, αληθινό θηρίο.» λέει ο Γιώργος.
«Και πανάκριβο.» παρατηρεί ο πατέρας μου.
«Είχα άκρες η αλήθεια είναι και ευτυχώς έχω πολλά σκόρπια εισοδήματα.» λέει περήφανα. Παρατηρώ το πρόσωπο του, φαίνεται πόσο πονάει το αυτοκίνητο του!
«Πόσα χρόνια σου πήρε;» ο Γιώργος πιάνει την καρδιά του λες και πονάει.
«Μία δεκαετία δουλεύοντας non-stop.» παραδέχεται «Πριν από αυτό είχα ένα Golfακι σαν της Βαλλυς.» λέει.
«Σωπα!» λέω έκπληκτη. Δεν μπορώ καν να τον φανταστώ σε τέτοιο αυτοκίνητο.
«Μου το έκανε δώρο η αδερφή μου όταν έκλεισα τα 18. Πήρε αυτή καινούργιο και μου έδωσε το παλιό της.»
«Πόσα αδέρφια έχεις Γιώργο;» αφήνει ένα ποτήρι με τη σπιτική της λεμονάδα μπροστά του «Έχω την φτιάχνω πιες.»
Εκείνος δοκιμάζει «Είναι πολύ ωραία κυρία Αγάπη, γεια στα χέρια σας!» άρχισε τις φιλοφρονησεις. «Έχω δύο αδερφές, είναι δίδυμες. Την Νεφέλη και την Ανατολή.»
«Και εσένα σε έβγαλαν Γιώργο ρε κακομοίρη;» τον πειράζει ο πατέρας μου.
«Δεν ήξερα πως έχεις δύο αδερφές.» είχα ακούσει για μια από αυτές και ότι τάιζε συνήθως τον Μπλου οταν ο Γιώργος έλειπε.
«Ναι, είναι μεγαλύτερες μου. Το Μαργαριτάρι μου έχει ένα βίτσιο να βγάζει έχουν όλοι στην οικογένεια ωραία ονόματα. Εγώ ήρθα κατά τύχη μετά από μια πενταετία, ήμουν και αγόρι, οπότε ξέμεινα με το όνομα του παππού.»
«Μαργαριτάρι είναι η μαμά;» λέει ονειροπαρμένη η μάνα μου.
«Ναι, έτσι την φωνάζω.» εντάξει τώρα είναι κάπως γλυκός, έτοιμη να του τσιμπήσω το μάγουλο είμαι!
«Τον μπαμπά πως τον λένε; Επειδή είπες πως έχουν όλοι ωραία ονόματα.» ρωτάει ο πατέρας μου.
«Μαξιμο.» γελάει απαλά ο Γιώργος «Καταλάβατε, κάπου σε εμένα το έχασαν.»
«Καμία σημασία δεν έχει! Συνηθισμένο όνομα, μα καρδιά μαλαμα και σπάνιο παιδί.» ρε μάνα σε έριξε χωρίς να προσπαθήσει καν! «Μικρή, έλα να με βοηθήσεις να στρώσουμε, το φαγητό είναι έτοιμο.»
Το άλλο το βλαμμένο σηκώνεται όρθιο «Θα βοηθήσω εγώ με την Βαλερια, κυρία Αγάπη, καθίστε εσείς!»
«Κεριά και λιβάνια, Γεώργιε!» τον μαλώνει.
«Μαμά, σου έχω πει ότι μου θυμίζεις την Καιτη Τογκα;»
«Θα σε αγνοήσω και θα πάω να κάνω ένα τσιγάρο.» λέει αδιάφορα.
«Πάλι άρχισες το τσιγάρο ρε μαμά;» ωρύομαι.
«Της είπα ότι θα την χωρίσω, αλλά χαμπάρι.» παραπονιέται ο πατέρας μου.
«Μπαμπά» λέω έξαλλη «Είναι σαν να της λες να το αυξήσει μπας και την χωρίσεις πιο γρήγορα!»
«Έλα, αηδίες!» ανοίγει το ψυγείο και βγάζει δύο μπύρες «Γιώργο, θα πιούμε μια μπύρα;»
«Δεν πίνω γενικά αλλά μια μπύρα για να σας κάνω παρέα, θα την πιω!» του δίνω πιάτα να πάει μεσά και ακολουθεί τον πατέρα μου καθώς εκείνος μουρμουράει «Πάλι καλά γιατί η δικιά μου δεν σταματάει να πίνει!»
«Το άκουσα αυτό!» φωνάζω. Ανοίγω το ψυγείο, οι μπύρες με φλερτάρουν, ωστόσο πιάνω αναψυκτικά αντ' αυτού.
Έχουμε και μια φήμη να διαφυλαξουμε...
_________
«Ήταν τόσο όμορφο μωρό, Γιώργο μου! Αφού πάντα έλεγα, πάλι καλά που δεν έχει πάρει κι αυτή τα μάτια του πατέρα της! Σε ησυχία δεν θα την άφηναν οι άνδρες!» αστειεύεται η μάνα μου με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, συγκεκριμένα το 4ο της αποψινής βραδιάς. Η Μαρίνα πέρασε και πήρε τον μικρό πριν καμιά ώρα και εγώ μασαμπουκώνω ένα τεράστιο κομμάτι Μπλακ Φόρεστ, με τον Γιώργο να χαμογελάει γλυκά σε κάτι παιδικές μου φωτογραφίες που του δείχνει η μητέρα μου. Ο πατέρας μου απ' την άλλη μου κλείνει το μάτι που και που, εγκρίνει τον Γιώργο...
Κακό που μας βρήκε!
«Δεν πέσατε και έξω, ουρά κάνουν οι άνδρες για ένα της βλέμμα.» με καρφώνει με το βλέμμα του καθώς το λέει ενώ εγώ στριφογυρίζω τα μάτια μου.
Που είναι και δεν τους βλέπω;
«Έχεις ανταγωνισμό δηλαδή;» πετάει την σπόντα του ο πατέρας μου. Η μάνα μου πίνει μια γουλιά απ' το κρασί της, κλείνοντας το μάτι στον πατέρα μου. Άλλος ένας λόγος που αυτοί οι δύο μένουν παντρεμένοι, μα πάνω απ' όλα ερωτευμένοι, μεχρι και σήμερα.
«Οι πιθανότητες που μου δίνει είναι όσες έδιναν στην Ελλάδα να πάρει το Euro του 2004. Παρ' όλα όλοι ξέρουμε πως εντελει τα καταφέραμε και αυτή η νίκη έχει γραφτεί στην ιστορία.» άμα ξανακούσω άλλη μια αναφορά στο Euro του 2004 και τον Χαριστεα, θα τον αφήσω με τους γονείς μου και θα πάω για ύπνο!
«Euro του 2004 ακούω... Πόσο χρονών ήσουν;» λέει χαλαρά ο πατέρας μου. Ο Γιώργος μου ρίχνει ένα τρομοκρατημένο βλέμμα, αλλά εγώ απλώς σηκώνω αδιάφορα τους ώμους μου.
«Ήμουν 16 χρόνων.» ανακαθεται άβολα στην καρέκλα του με τον πατέρα μου να τον κοιτάζει απόλυτα σοβαρός. Απ' το πουθενά γελάει εγκάρδια «Συνομιληκος με την γυναίκα μου δηλαδή. Πόσο δηλώνεις φέτος, Αγάπη; 32;»
Η μάνα μου του χαμογελάει ξινά και του δείχνει το άδειο μπουκάλι κρασί «Μην ζηλεύεις Τάσο που έχεις γεράσει και φέρε κάνα κρασί από μέσα!» μουρμουράει. Το κουδούνι διακόπτει την ατάκα που θα πετούσε και τρέχω να ανοίξω. Χρειάζομαι ένα διάλειμμα!
Καθόμαστε και τρώμε, πιάνουμε ψιλή κουβέντα, συζητάμε διαφορά και εγώ σκέφτομαι πόσο ωραία θα ήταν τώρα να με έπαιρνε ο Γιώργος στο κρεβάτι του.
Θα τρελαθώ και δεν ξέρω καν από που μου ήρθε όλο αυτό!
«Όχι και εσείς!» μουρμουράω. Ανοίγω τη πόρτα για να περάσω και βλέπω την αδερφή μου να συμμερίζεται την απόγνωσή μου.
«Εγώ ήρθα να πάρω ταπεράκι και να φύγω.» μουρμουράει η αδερφή μου, φιλωντας σταυρωτά τον κουμπάρο της.
«Εγώ έφερα μπύρες να πιω με τον Κυρ Τάσο μου!» δίνει της μπύρες στον μπαμπά μου και τρέχει να αγκαλιάσει την μαμά μου «Αγάπη μου, είσαι στην ομορφιές σου!
«Σταμάτα, κολακα!» τον μαλώνει εκείνη. Κάθεται σε μια καρέκλα δίπλα της και με μισή καρδιά κάθεται και η αδερφή μου.
«Δεν άργησα, έτσι; Παραμένω ακόμη ο αγαπημένος σας γαμπρός;»
«Γιώργο, εσύ να αλλάζεις βρύση ξέρεις;» ρωτάει ο πατέρας μου στο ξεκάρφωτο.
«Ναι καλέ, παιχνιδάκι. Γιατί, ποιος δεν ξέρει;» ρωτάει μπερδεμένος. Ο πατέρας μου κοιτάζει τον Αδάμ με σηκωμένο φρύδι.
«Αφού τα έχουμε κανονίσει βρε κυρ Τάσο! Εγώ θα σου φέρνω της μπύρες και εσύ θα μου φτιάχνεις την βρύση! Καλά δεν ήμασταν;»
«Εγώ λέω να φύγουμε σιγά-σιγά, ε Τζώρτζη;» σχεδόν τον παρακαλάω με το βλέμμα μου.
«Δεν έχεις να πας πουθενά!» παραπονιέται η αδερφή μου.
«Δυστυχώς θα πρέπει να φύγουμε. Να πάω το κορίτσι από εδώ για ύπνο και εγώ μετά βόλτα τον σκύλο μου.» έχει πάρει και ένα απολογητικό βλέμμα που πρέπει να διαλύσει την βραδιά μας.
«Να τον φέρεις καμία μέρα να τον δούμε!» λέει ο πατέρας μου χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο μου. Η μάνα μου απ' την άλλη πνίγεται οριακά με το σάλιο της.
«Ναι, να τον φέρεις τον αρκούδο!» σιγοντάρω. Θα βάζει σκούπα όλη τη μέρα, θα πάρω το αίμα μου πίσω!
Τους αφήνω να λένε πόσο χάρηκαν που γνωρίστηκαν και τρυπώνω στην κουζίνα για να πάρω το αγαπημένο μου γλυκό.
«Τα φτιάξατε τελικά;» πετάγεται μες τα σκοτάδια η αδερφή μου.
«Μωρη, με κοψοχολιασες!» παραπονιέμαι. Ανοίγει το ψυγείο και παίρνεις στην αγκαλιά της το κουτί με τα εκλερακια, σχεδόν καταπινωντας ένα με τη μια.
«Ο Γιώργος σε περιμένει να φύγετε.» με πληροφορεί.
«Ναι, θα πάω.» εκείνη συνεχίζει να με κοίταζει πονηρά «Δεν είμαστε μαζί, Κυριακή. Χρειάζομαι χρόνο. Έχουμε κάνει μαλακίες, εκείνος περισσότερες, αλλά αυτή τη φορά θελψ να το κάνω σωστά. Δεν θέλω να κάνω τα λάθη που είχα κάνει με τον Μιχάλη...» ψιθυρίζω.
«Δεν χρειάζεται να του πεις κάτι αν δεν νιώθεις έτοιμη να το κάνεις.» γνέφω καταφατικά τη στιγμή που τα φώτα της κουζίνας με τυφλωνουν.
«Δεν σου είπα; Από μικρές έτσι κάνουν! Κάθονται στα σκοτάδια, ψιθυριζουν και τρώνε.» λέει η μάνα μου στον Γιώργο. Εκείνος με κοίταζει τρυφερά, γερνωντας στη κάσα της πόρτας.
«Μεγαλώνοντας το ρίξαμε και στο ποτό, αλλά δεν βρήκαμε εύκαιρο ουίσκι.» κοροϊδευω. «Μαμά, ευχαριστούμε πολύ, έβαλα και ένα ταπερακι με παστίτσιο για το σπίτι.»
«Στον Γιώργο έβαλες βρε γαϊδούρα;» με μαλώνει.
Σηκώνω την δεύτερη σακούλα που κρατάω «Έβαλα.» λέω προς μεγάλη έκπληξη όλων.
«Άφησες γλυκό να δοκιμάσουμε;» ρωτάει η μαμά με ένα μικρό χαμόγελο.
«Θα σας φέρω εγώ την επόμενη φορά, κυρία Αγάπη! Η κόρη σας δεν υπάρχει περίπτωση να σας αφήσει ψίχουλο!»
«Άσε τις μαλαγανίες, Συνοδινέ!» παραπονιέται ο κολλητός μου.
«Χάρηκα πολύ και πάλι! Σας ευχαριστώ πολύ!» λέει ο Γιώργος μια τελευταία φορά.
«Να μας ξαναρθεις!» φωνάζει ο Αδάμ.
«Την επόμενη φορά θα κατέβω να μου δείξεις το θηρίο σου!» λέει ο πατέρας μου. Ο Γιώργος του δίνει το χέρι του και ανταλλάσουν μια χειραψία «Εννοείται, κύριε Τάσο!» τους καληνυχτιζουμε μια τελευταία φορά και προχωράμε προς το αμάξι σιωπηλά.
Μου ανοίγει τη πόρτα για να μπω και το κάνω, δαγκώνοντας τα χείλη μου. Μπαίνει μέσα και κάθεται για λίγο, κοιτάζοντας μπροστά με ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη. Γυρίζει και με κοίταζει «Πέρασα πολύ όμορφα απόψε, Βαλλυ. Οι γονείς σου-»
Τα χέρια μου αγκαλιάζουν το πρόσωπό του καθώς τα χείλη μου κινούνται με ορμή πάνω στα δικά του. Τα χέρια του ταξιδεύουν αργά προς την μέση μου, τραβώντας με πιο κοντά του. Όταν νιώθω πως το οξυγόνο μου λιγοστεύει επικίνδυνα, απομακρύνω τα χείλη μου, κοιτάζοντας τον στα μάτια.
«Πέρασα και εγώ πολύ όμορφα σήμερα.» χαμογελάω πονηρά και τον αφήνω, ξαπλωνοντας πίσω στο κάθισμα μου.
«Θα με πεθάνεις εσύ, Βαλλυ. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο!» λέει γελώντας.
Παρομοίως, Συνοδινέ.
Παρομοίως!
_______________
ΔΕΝ ΤΟ ΠΕΡΙΜΈΝΑΤΕ ΑΥΤΌ, Ε;
ΑΔΊΣΤΑΚΤΗ Η ΒΑΛΊΤΣΑ ΜΑΣ!
ΑΝΑΜΈΝΩ ΣΧΌΛΙΑ 🙏🏻💟
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top