Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο
Σηκώνομαι απρόθυμα με κατεύθυνση το μπάνιο. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει, το στομάχι μου ανακατεύεται. Ωστόσο βγαίνοντας από το δωμάτιο, αρχίζει να μου λείπει το ροχαλητό του μαλάκα φίλου μου στο αυτί μου.
«Το πιο ακριβό, όλα για την κουμπάρα μου.» λέει με ένα μεγάλο χαμόγελο.
«Σε ξυπνήσαμε;» λέει η αδερφή μου. Από την έκφραση της, πρέπει να μοιάζω πως παθαίνω εγκεφαλικό ή κάτι τέτοιο. Γνέφω καταφατικά, τι άλλο κάνω με τις μαλακίες που με ρωτάει; «Συζητάμε για τον γάμο.» προσπαθεί να ακουστεί αδιάφορη.
«Καλημέρα, Βάλλυ.» μου χαμογελάει ο Γιώργος, αράζοντας πίσω στον καναπέ. «Φαίνεσαι κομμάτια.» παρατηρεί με ένα μισό χαμόγελο, το οποίο όμως δεν φτάνει στα μάτια του.
«Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια.» ειρωνεύομαι. Αγνοείται ο κύριος μια εβδομάδα και θα μας την πει κιόλας για το πως δείχνουμε! Εκείνος φυσικά και καταλαβαίνει την ειρωνεία μου, ωστόσο δεν αφήνει την ειρωνεία μου να επηρεάσει αυτή την υποτιθέμενη χαλαρή και αδιάφορη στάση του. Θέλω να ουρλιάξω, να ζητήσω τον λόγο που βρίσκεται εδώ, ωστόσο ξέρω πως δεν έχω αρκετά καλό λόγο ώστε να το κάνω.
Εξάλλου μου το είπαν, ήρθε για να μιλήσουν για τα του γάμου...
«Καφέ;» κάνει σαν να μην το ειρωνεύτηκα μόλις, πιάνοντας το κινητό του στα χέρια του.
«Σε ευχαριστώ, αλλά θα φτιάξω μόνη μου.» τον γειώνω. Για λίγο σκαλώνει, το χαμόγελο στα χείλη του γίνεται μια λεπτή γραμμή στα χείλη του με ένα έντονο συνοφρύωμα στο μέτωπό του να το συνοδεύει.
«Είναι λίγο γκρινιάρα όταν ξυπνάει, δεν είναι κάτι.» προσπαθεί να με υπερασπιστεί η Κυριακή, γελώντας κάπως άβολα.
«Δεν θα το 'λεγα...» γέρνει μπροστά, μπλέκοντας τα δάχτυλά του. Τα φέρνει στο πρόσωπό του, ένα πονηρό χαμόγελο αχνοφαίνεται στα χείλη του. Είμαι έτοιμη να τον βρίσω, ειλικρινά κάνω ένα βήμα μπροστά, όμως ευτυχώς για εκείνον, δεν είμαστε μόνοι μας!
«Πήγαινε πλύσου λίγο και θα βάλω εγώ την καφετιέρα, να τον έχεις έτοιμο.» πετάγεται η αδερφή μου, κοιτώντας με απολογητικά.
Σάμπως φταίει κι αυτή; Ήταν μια έκπληξη και για τις δυο μας ο ερχομός του. Τώρα ευχάριστη, δυσάρεστη, θα φανεί στο χειροκρότημα!
Χαμογελάω άκρως ξινισμένα στον άνδρα απέναντί μου και ευχαριστώ την αδερφή μου, προτού κλειστώ στο μπάνιο. Κοιτάζομαι στο καθρέφτη και κάπως ανατριχιάζω, σαφέστατα δυσάρεστα, στην όψη μου. Το ανεξίτηλο κραγίον καλά κρατεί στο περίγραμμα των χειλιών μου, η μασκάρα μου έχει τρέξει από τα μάτια μου, το ίδιο και η σκιά μου, κυριολεκτικά μοιάζω σαν ένα πάντα με κραγιόν! Κουνάω το κεφάλι μου πέρα-δώθε, ντρέπομαι λίγο που με είδε σε τέτοια χάλια, αλλά αμέσως θυμάμαι πως είχε την επιλογή να είναι μαζί μας χθες, και δεν το έκανε.
Ας έστελνε, ας ερχόταν! Καλά τα λέει ο Βαγγέλης, περιέργως...
Σκύβω, ρίχνω πολλές φορές νερό στο πρόσωπό μου πριν βάλω λίγο καθαριστικό γαλάκτωμα και κάνω λίγο μασάζ, για να απομακρύνω όλο αυτό το χάος από το πρόσωπό μου. Ξεπλένομαι, πλένω τα δόντια μου, όμως δεν μοιάζω να έχω ξυπνήσει ούτε στο ελάχιστο. Αποφασίζω λοιπόν να κάνω ένα γρήγορο μπάνιο. Ίσως, αν είμαι λίγο τυχερή, όταν βγω, ο Γιώργος θα έχει φύγει...
Τυλίγω τα μαλλιά μου με μια πετσέτα και φοράω τα ρούχα μου κάτι ρούχα της Κυριακής. Πιάνω σφιχτά το χερούλι και βγαίνω έξω, ελπίζοντας να μην δω την φάτσα του. Ωστόσο όταν βγαίνω, ο κύριος γέρνει μπροστά και ακούει προσεκτικά κάτι που του λέει η Κυριακή, κοιτώντας κάτι φωτογραφίες στο κινητό της.
«Καλώς την.» λέει ο Γιώργος με ένα μικρό χαμόγελο. Αν νομίζει ότι με ένα μπάνιο μου πέρασαν τα νεύρα μου, είναι γελασμένος!
«Ωραία ρούχα.» σχολιάζει η αδερφή μου.
«Ευχαριστώ, δικά σου είναι.» μου βγάζει τη γλώσσα, όμως αμέσως γυρίζει για να παρατηρήσει τον Γιώργο. Εγώ απ' την άλλη, τον αγνοώ παντελώς και βαδίζω με βαριεστημένα βήματα προς τη κουζίνα, για να βάλω να πιω καφέ.
Δεν προλαβαίνω καν να βρίσω την αδερφή μου που η καφετιέρα είναι άδεια, άκουσα τα βήματά του πίσω μου. Παριστάνω για λίγο πως δεν υπάρχει στο χώρο, κάνοντας μύτες για να φτάσω τον καφέ και την ζάχαρη. Δεν προλαβαίνω καν να τα αγγίξω, το σώμα του κολλάει πίσω μου, γέρνοντας μπροστά ώστε να πιάσει τον καφέ και την ζάχαρη, μαζί με ένα καινούργιο φίλτρο. Φέρνω τα χέρια μου στη μέση μου και κοιτάζω τα πόδια μου, παίρνοντας απανωτές βαθιές ανάσες, σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να συγκρατήσω τα νεύρα μου. Με παραγκωνίζει, ξεκινώντας να φτιάχνει τον καφέ μου.
«Έχω χέρια, ξέρεις.» δεν μπορώ με τίποτα να μαζέψω την ειρωνεία μου.
Με κοιτάζει για λίγο «Συγχαρητήρια;» γυρίζει ξανά στη καφετιέρα, βάζοντας το φίλτρο.
«Δεν ξέρεις καν πως τον πίνω.» με κοιτάζει κι αυτός ειρωνικά με τη σειρά του, βάζοντας δυο κουταλιές της σούπας καφέ και 4 ζάχαρη. «Πολύ γλυκό όπως πάντα και βαρύ γιατί τον χρειάζεσαι επειγόντως.» πέφτει μέσα, όπως είναι αναμενόμενο. Ξεφυσάω και ανεβαίνω στον πάγκο, προσπαθώντας να αγνοήσω την παρουσία του. Εκείνος στέκεται απέναντί μου, γέρνοντας στον τοίχο.
«Τι έγινε; Δεν πέρασες καλά χθες;» ακόμη και ένα μωρό παιδί θα μπορούσε να διακρίνει τον σαρκασμό πίσω από την τάχα χαλαρή του ερώτηση.
«Πέρασα πάρα πολύ ωραία, το μόνο πρόβλημα είναι πως δεν ήπια αρκετά ώστε να ξυπνήσω το απόγευμα.» απαντάω στον ίδιο τόνο. Μένουμε για λίγο σιωπηλοί, κοιτώντας όμως ο ένας τον άλλον έντονα. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική, κάνοντας έτσι τον ήχο της καφετιέρας όταν σβήνει, να ηχεί σαν μελωδία στα αυτιά μου. Κατεβαίνω αμέσως από τον μπάγκο, παίρνω μια κούπα από τα πλυμένα και την γεμίζω με καφέ και φεύγω από την κουζίνα, αφήνοντας τον άντρα πίσω μου να με κοιτάζει δαγκώνοντας το κάτω χείλος του.
Περνάω από το σαλόνι και ψιθυρίζω στην Κυριακή πως θέλω να τον σκοτώσω, συνεχίζοντας την διαδρομή μου προς τη κρεβατοκάμαρα, ακούγοντας τα βήματα του πίσω μου. Παίρνω το κινητό μου και για λίγο φλερτάρω με το να σκουντήξω τον Αδάμ ώστε να μαζευτεί και να ξαπλώσω δίπλα του.
«Αδάμ;» ψιθυρίζω. Εκείνος ούτε καν πεταρίζει τα μάτια του «Γλυκέ μου Αδαμόπουλε;» προσπαθώ ξανά.
«Σε αγνοώ.» με πληροφορεί. Ξεφυσάω και τον αφήνω να κοιμηθεί ξανά, κλείνοντας τη πόρτα πίσω μου. Δεν μου φταίει σε τίποτα ο κακομοίρης, δουλεύει το βράδυ.
Έτσι, κάνω την καρδιά μου πέτρα και κάθομαι στον καναπέ που κάθεται και εκείνος, φροντίζοντας να κρατήσω όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση γίνεται.
«Καλύτερα τώρα;» ρωτάει εκείνος, εμφανώς πιο ήρεμος, χωρίς καμία ειρωνεία ή σαρκασμό.
«Τον έκανες χάλια.» απαντάω κοφτά, χαζεύοντας κάτι στο κινητό μου. Εκείνος κρυφογελάει, γνωρίζοντας ήδη πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει, ενώ αδερφή μου μας κοιτάζει περίεργα, όμως δεν σχολιάζει κάτι.
Φυσικά θα το κάνει μόλις μείνουμε οι δυο μας!
«Θες να δεις τον στολισμό που διαλέξαμε;» γνέφω καταφατικά και παίρνω θέση στο μπράτσο της πολυθρόνας της, κοιτάζοντας τον όμορφο στολισμό με τα μωβ6 λουλούδια. «Κυριακάτικα εσύ δεν είχες καλύτερη δουλειά να κάνεις;» σχολιάζω πικρόχολα. Η Κυριακή τσιμπάει το μπράτσο μου διακριτικά για να το βουλώσω, δεν με έχει συνηθίσει τόσο κακιά μάλλον.
«Έχουν μια διαδικασία αυτά, Βαλέρια! Και πολύ αργήσαμε να το κλείσουμε! Αύριο θα πάμε στην εκκλησία και μετά είναι πολύ μικρές λεπτομέρειες που θα μείνουν.» στριφογυρίζω τα μάτια μου στο πως προσπαθεί να τον δικαιολογήσει, γνωρίζοντας πολύ καλά πως εκείνος με βλέπει. Έχουν κανονίσει τα πάντα μέσω Messenger και τηλεφώνου και τώρα τον πήρε ο πόνος για το αν θα βάλουν τον στολισμό με τα μωβ τριαντάφυλλα που θέλει η Νικολέτα, ενώ τις προάλλες έλεγε πως τα λεφτά δεν είναι θέμα και να διαλέξουν ό,τι θέλουν και να του πουν το κόστος.
Ποιον πας να δουλέψεις ρε Συνοδινέ;
«Έχει δίκιο η αδερφή σου.» σχολιάζει απλά ο βλαμμένος. Φαίνεται να το διασκεδάζει απίστευτα και αμέσως σιχτιρίζω τον εαυτό μου που του έκανα φανερή την ενόχλησή μου...
Ούτε ένα μήνυμα και ήρθες στην Κυριακή με τέτοια γελοία αφορμή; Να ήξερε άραγε πως έμεινα εδώ;
Κάθομαι πίσω στη θέση μου με το σώμα μου πλήρως γυρισμένο προς το μέρος του «Συγγνώμη, απλώς είπε ο Κωστής πως πνιγόσουν στην δουλειά αυτό το τριήμερο, γι' αυτό το είπα περισσότερο.» πεταρίζω και τις βλεφαρίδες για να κάνω ξεκάθαρο τον υπαινιγμό μου. Εκείνος φαίνεται να το καταλαβαίνει, μιας και το χαμόγελό του πέφτει αμέσως και ανακάθεται, γυρίζοντας προς το μέρος μου «Είχα όντως πολύ δουλειά, παρ' όλα αυτά είναι πράγματα που πρέπει να γίνουν.» κάπως μπερδεύομαι, κάτι στο βλέμμα του μου λέει πως δεν αναφέρεται στον στολισμό και τις λαμπάδες.
«Α, γι' αυτό πήρε και άδεια από την δουλειά; Μου το είπε η Μαρία στην υποδοχή, σε έψαχνε η Βίκυ.» ιδέα δεν έχω για το ποια είναι η Μαρία και ποια η Βίκυ, όμως το ευχαριστιέμαι φρικτά που εκνευρίζεται τώρα και η αδερφή μου με τα ψέματα του και τον ξεμπροστιάζει τόσο ''αθώα''.
«Ναι, δεν γινόταν αλλιώς δουλειά.» σηκώνεται όρθιος και αμέσως σηκώνεται και η Κυριακή για να τον χαιρετήσει «Πρέπει να σας αφήσω κορίτσια, το βράδυ έχω του κουμπάρους και πρέπει να μαγειρέψω και να συνεχίσω μετά λίγο την δουλειά μου.» απολογείται. Η ανακούφιση που νιώθω που επιτέλους θα απαλλαγεί ο χώρος από την τόση ένταση, δεν περιγράφεται!
Σηκώνομαι και εγώ όρθια για να πάω την κούπα μου στην κουζίνα «Ναι, μην σε κρατάμε, καλή συνέχεια.» προσπαθώ να ακουστώ όσο το δυνατόν πιο ευγενική γίνεται. Εκείνος με κοιτάζει με ένα πονηρό χαμόγελο και ψάχνει τις τσέπες του.
«Βάλλυ, έρχεσαι ρε 'συ μια μέχρι το αμάξι να σου δώσω τα λεφτά; Γιατί αύριο δεν θα βρεθώ λογικά με την Κυριακή και θα την συναντήσω κατευθείαν στην εκκλησία.» ζητάει άκρως ευγενικά. Καταπίνω με βαριά καρδιά την δικαιολογία του και γνέφω καταφατικά, προσπαθώντας να αγνοήσω το πονηρό βλέμμα της αδερφής μου. Κατεβαίνουμε σιωπηλά τη σκάλα και προς στιγμήν πιστεύω πως όντως με κατεβάζει κάτω μόνο για τα χρήματα του στολισμού.
Ωστόσο όταν φτάνουμε στην είσοδο, αντί να συνεχίσει ευθεία προς την έξοδο, με τραβάει από το χέρι δεξιά, στην γωνίτσα κάτω από την σκάλα. Κολλάει το σώμα μου στον τοίχο και στέκεται μπροστά μου, σε απόσταση αναπνοής.
Μάλλον δεν έχει ιδέα για το ότι αν πλησιάσει λίγο ακόμα, θα του ρίξω κουτουλιά!
«Ξεσάλωσες χθες.» λέει απλά. Το χέρι του στηρίζεται χαλαρά δεξιά από το κεφάλι μου και με κοιτάζει τόσο ''αδιάφορα'' λες και συζητάμε για το τι θα φάμε το μεσημέρι.
«Άσε, χαμός έγινε, έχασες, ο Βαγγέλης ερωτεύτηκε.» απαντάω και εγώ στο ίδιο ύφος.
«Ναι το ξέρω, είδα τα story σας. Και εσύ, από ο,τι φαίνεται.» ο λόγος του είναι απόλυτα ήρεμος, σε αντίθεση με το βλέμμα του. Έχει κάνει περίεργο, κάτι που με μπερδεύει. Ωστόσο γρήγορα αποφασίζω πως απλώς πετάει άδεια για να πιάσει γεμάτα.
«Ο Ορέστης; Ναι, πολύ καλό παιδί, πολύ πλάκα.» στην πραγματικότητα θυμάμαι μόνο πως ήταν ομορφουλης και είχε πλάκα.
Ήπια πολύ χθες.
«Καυλακι ήταν, μην ντρέπεσαι.» δεν μπορώ παρά να μορφασω στο πως τον αποκαλεί, τόσο χαλαρά κι αδιάφορα.
«Λες να χωθώ;» συνεχίζω το τροπάριο του. Βλέπω το σαγόνι του να σφίγγεται, παρ' όλα αυτά γνέφει καταφατικά «Ναι, γιατί όχι; Αν το θες και τα βρίσκετε.» τον κοιτάζω σαν να έβγαλε δεύτερο κεφάλι.
Αυτός τώρα είναι 32 χρόνων;
«Πόσο είσαι; 12;» λέω απηυδησμένη. Πάει να μιλήσει, όμως τον διακόπτω «Θες να μου πεις την αλήθεια να τελειώνουμε να ανέβω πάνω ή θα συνεχίσεις για πολύ ακόμα τις μαλακιες και τις υπεκφυγές;» λέω έξαλλη. Κατεβάζω ωστόσο τον τόνο της φωνής μου, γνωρίζοντας πως ίσως ενοχλούμε.
«Είπα, Βαλερια, ήρθα να κανονίσουμε με την Κυριακή τα του γάμου.» κοίτα τον πως γίνομαι ξαφνικά Βαλερία επειδή του σπάω τα νεύρα.
«Ωραία, αφού ήρθες γι' αυτά, πάμε να μου δώσεις τα χρήματα να τελειώνουμε να ανέβω πάνω και να γυρίσω σπίτι μου.» με κοίταζει έντονα, μια τα μάτια και μια τα χείλη μου προτού απομακρυνθεί απρόθυμα. Περπατάει έξω από την πολυκατοικία, μα με σταματάει πριν βγω έξω, βγάζοντας το πορτοφόλι από την πίσω τσέπη του τζιν του.
«Κοίτα τώρα ε, τελικά το είχα στη κωλότσεπη.» τον αγριοκοιτάζω, όμως αποφασίζω πως δεν αξίζει να χαλάσω κι άλλο τα νεύρα μου.
Πήγαν από το μηδέν μέχρι το δέκα από το πουθενά...
Βγάζει μερικά 50αρικα και μου τα δίνει, φροντίζοντας να χαιδεψει τα δάχτυλά μου καθώς το κάνει.
«Πες στην Κυριακή ο,τι προκύψει να με πάρει τηλέφωνο.» γνέφω καταφατικά και κάνω να φύγω, όμως με γυρίζει και τυλίγει τα χέρια του γύρω μου σε μια σφιχτή αγκαλιά. Ανταποδίδω αυθόρμητα, χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω τα χέρια μου.
Αφήνει ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού μου και σκύβει στο αυτί μου «Να περνάς καλά αλλά να προσέχεις.» λέει απλώς. Με αφήνει, απρόθυμα θα έλεγε κανείς, και βγαίνει από την πολυκατοικία, αφήνοντας με συξυλη να αναρωτιέμαι τι έγινε μόλις...
Ανεβαίνω την σκάλα ακόμη μπερδεμένη με τα όσα έγιναν. Στο σαλόνι δεν βρίσκω κανέναν, οπότε φαντάζομαι πως η αδερφή μου με περιμένει ήδη στην κουζίνα. Με επιβεβαιώνει φυσικά όταν μπαίνω στη και με περιμένει με μια κούπα καφέ στο χέρι και με μια ακόμη να περιμένει εμένα.
«Τι ήθελε;» ρωτάει τρυφερά η μεγάλη μου αδερφή. Αφήνω τα χρήματα στο τραπέζι της κουζίνας και κάθομαι σε μια καρέκλα, παίρνοντας την κούπα στα χέρια μου και διπλωνοντας τα πόδια μου πάνω στην καρέκλα και στην αγκαλιά μου. Πίνω μια γουλιά από τον καφέ μου και κουνάω το κεφάλι μου, ανήμπορη να καταλάβω τι έγινε μόλις...
«Επί της ουσίας ήθελε να μάθει για χθες και έχει φάει σκάλωμα με τον Ορέστη.» κάνω μια περίληψη. «Μετά με αγκάλιασε, φίλησε το κεφάλι μου και είπε να περνάω καλά, όμως να προσέχω και έφυγε. Ποιο είναι το πρόβλημά του, μου λες;! Σου είπα ότι είναι 32, έτσι; Βασικά τα κλείνει σε δύο μήνες.» παραμιλαω μόνη μου.
«Πρώτον, μου έχεις αναφέρει την ηλικία του δεκάδες φορές από όταν την έμαθες. Δεύτερον, δεν τον αδικώ όσον αφορά τον Ορέστη...» δαγκώνει τα χείλη της, έτοιμη για ένα ξέσπασμα μου. Ωστόσο δεν είναι αυτή η πηγή του εκνευρισμού μου.
«Γιατί όμως;» λέω μπερδεμένη.
«Δες το κινητό σου.» με προτρέπει. Αφήνω την κούπα στο τραπέζι και βγάζω το κινητό από την τσέπη μου, μπαίνοντας απευθείας στην εφαρμογή του 'κακού'.
«Γιατί με αφήσατε να τα ανεβάσω όλα αυτά;» μουρμουράω μόλις βλέπω τα, τουλάχιστον δέκα, stories. Προσπερνάω τα πρώτα χαλαρά τραγουδάκια που ανέβασα στο κρασαδικο και έφτασα σε αυτά που έβγαζα από τα κινητά των παιδιών. Του Φανή είναι αυτό με την μούντζα, στου Αδάμ τον έχω αγκαλιά και τον φιλαω στο μάγουλο, στης αδερφής μου κάνω χειρονομίες σε boomerang, στου Κωστή κρατάω ένα τσιγάρο που είμαι πεπεισμένη πως δεν είναι καν δικό μου.
«Γιατί κρατάω τσιγάρο;» λέω μπερδεμένη.
«Έλα ντε; Απλώς το βουτήξες από το χέρι του Ορέστη, έβγαλες φωτογραφία και έδωσες το κινητό πίσω στον Κώστα.» ένας θεός ξέρει τι έκανα πάλι χθες...
«Φαίνεται ότι δεν το ανέβασα εγώ, έχει γραψει τον αριθμό μου ο ηλιθιος και έχει αφήσει δύο ψηφία ενδιάμεσα κενά και το αφήνει να το βρουν...» στριφογυριζω τα μάτια μου προτού το διαγράψω, στέλνοντας του πως είναι μαλακας και να το σβήσει αμέσως. Προχωράω στο επόμενο story, αυτό της Νικολέτας που τραγουδάμε μια παλιά επιτυχία του Κιαμου και προχωράω στο επόμενο, αυτό στο κινητού του Βαγγέλη που είμαι εγώ με τον Ορέστη και γράφει 'ΑΣ ΈΣΤΕΛΝΕ'.
«Ωραίος ο Ορέστης.» παρατηρώ ωστόσο.
«Πήγαινε στο επόμενο...» κάνω όπως λέει και βλέπω εμένα με μια πετσέτα, πιθανότατα από το bar, να την κρατάω με τον Ορέστη και να χορεύουμε νησιώτικα.
«Καθόλου δεν με συμπαθείτε πια;» κλαψουρίζω «Λες να τα είδε;» δαγκώνω το κάτω χείλος μου· ντρέπομαι πάρα πολύ, παρ' όλο που έχω ιδιωτικό λογαριασμό και αφήνω συγκεκριμένα άτομα να με ακολουθούν.
Με μισή καρδιά πατάω να δω ποιος είδε τα story μου και βλέπω το όνομα του πρώτο-πρώτο να με κοροϊδεύει μες τα μούτρα μου. Της το δείχνω, μα εκείνη γνέφει καταφατικά, μιας και το είχε μαντέψει ήδη πολύ σωστά.
«Να σου πω κάτι όμως;» αρχίζω να διαγράφω τα περισσότερα, αγανακτησμένη με τον εαυτό μου «Δεν με νοιάζει, δεν έχει λόγο να κάνει έτσι, φίλοι είμαστε κι αυτό οριακά.» ίσα-ίσα, νευρίασα περισσότερο τώρα.
Εμ κάνει την εμφάνιση του έτσι ξαφνικά, πιθανότατα τον έτρωγε το τι κάνω σε εκείνο το κλαμπ, αλλιώς σιγά μην τα έβλεπε, εμ εμφανίζεται από το πουθενά και μου κάνει και σκηνή με έναν μοναδικά δικό του τρόπο...
«Κοπέλα μου, είσαι σοβαρή; Δεν είστε φίλοι!»
«Και τι είμαστε, Κυριακή;» την στήνω στον τοίχο «Πες μου, εσύ που λογικά ξέρεις καλύτερα. Είμαστε γνωστοί; Φίλοι; Γιατί σχέση ή κάποιο ερωτικό ενδιαφέρον δεν έχουμε σίγουρα.» υποστηρίζω πεισματάρικα.
«Ρε κουκλί μου, μάλλον είναι μπερδεμένος, τι να σου πω και εγώ... Είναι ξεκάθαρο πως ήρθε για εσένα! Κυριολεκτικά τον στολισμό τον κλείσαμε πριν ένα μήνα! Μια αλλαγή έκανε που ήταν τέρμα ανούσια, απλώς έπρεπε να βρει μια αφορμή για να έρθει...» ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό μου και αμέσως το σκουπιζω, έξαλλη με τον εαυτό μου που τον αφήνω να παίζει έτσι μαζί μου.
«Ήσουν πολύ επιθετική μαζί του σήμερα, όμως τον έβαλες στην θέση του πολλές φορές, μπράβο σου.» μπορώ να δω το ''αλλά'' που ακολουθεί την πρόταση της αυτή, από χιλιόμετρα μακριά.
«Πες το...»
«Πρέπει να κάτσετε να μιλήσετε σαν ενήλικες για το τι συμβαίνει μεταξύ σας, ώστε να ξέρεις και εσύ τι να περιμένεις... Θέλει να είστε φίλοι; Καλώς. Θέλει να το δείτε πως θα πάει; Κι αυτό δεκτό, όμως πρέπει να το συζητήσετε. Γιατί μια φορά, αυτή φιλική συμπεριφορά δεν ήταν, εκνευρισε ακόμη και εμένα. Δεν είναι ότι ήταν κακός, απλώς το έπαιζε υπερβολικά χαζός για κάποιον τόσο έξυπνο... Υποτιμούσε με έναν τρόπο την νοημοσύνη σου καθώς κρυβόταν πίσω από το δάχτυλο του, βολικά ακολουθώντας ο,τι εξυπηρετεί το συμφέρον του.»
«Πότε μεγάλωσες εσύ έτσι ξαφνικά;» εκείνη με στραβοκοιτάζει, είναι περιττό εξάλλου να μου υπενθυμίσει πως ειναι δύο χρόνια μεγαλύτερη μου! «Θα το δω λίγο πως θα πάει και θα τον πιάσω να του μιλήσω, αλήθεια...» φαίνεται να με πιστεύει για την ώρα, οπότε κάθεται απέναντι μου, πίνοντας λίγο από τον καφέ της.
«Με πήρε η μαμά να με κράξει που σε άφησα να πιεις τόσο. Την είχα κάνει απόκρυψη από τα δικά σου για παν ενδεχόμενο, όμως είδε κάποια από τα παιδιά, ευτυχώς τα λιγότερο τρελά.» μου δίνει μια μικρή ιδέα για τον εξαψαλμο που με περιμένει.
Παίρνω μια πονεμένη έκφραση στο πρόσωπό μου καθώς βλέπω τα μηνύματα της στο instagram, ωστόσο αποφασίζω πως θα την αντιμετωπίσω αργότερα. Βλέπω όμως μέσα σε όλα και ένα μήνυμα από τον Ορέστη...
orestis_tou_evripidi
Καλημέρα, πως νιώθεις;
Με πιάνει απευθείας νευρικό στο όνομα χρήστη που έχει επιλέξει ο Ορέστης. Το δείχνω στην Κυριακή, αφού γελάω ακόμη με κομμένη την ανάσα. Ο Αδάμ μπαίνει στη κουζίνα, κοιτώντας μας περίεργα. Αφήνει από ένα φιλί στα κεφάλια μας και μάλλον αποφασίζει να μας αγνοήσει για λίγο. Βάζει μια κούπα καφέ και παίρνει το κινητό μου από το χέρι μου για να καταλάβει γιατί γελάμε.
«Εσύ τι γελάς μωρέ; Αφού το σχολιάσαμε στον γυρισμό.» λέει στην αδερφή μου με δυσκολία, μιας και παλεύει ακόμα την νύστα του.
«Άσε με, ήταν γαματο!» γελάμε για λίγο ακόμα, με τον Αδάμ να μας αγνοεί παντελώς καθώς χαζεύει κάτι στο κινητό του και παράλληλα χαϊδεύει το χέρι της Κυριακής αφηρημένα.
«Σας αφήνω, πιτσουνάκια. Πάω σπίτι μου να παραγγείλω και να προετοιμαστω ψυχολογικά για το αυριανό.» πονάω ήδη στη σκέψη, παρόλο που μου έχουν λείψει τα παιδιά μου.
«Αρχίζουν τα σχολεία, αντίο τεμπελιά.» τραγουδάνε παραφωνα και οι δύο μαζί.
Αν δεν ταίριαζαν, λένε...
Μαζεύωυα πράγματα μου, μα μόλις φτάνω στη πόρτα, η Κυριακή με σταματάει.
«Τα ρούχα μου, μωρή.» με πειράζει.
«Όλοι ξέρουμε πως είναι δικά μου, οπότε απλώς επιστρέφουν στον ιδιοκτήτη τους!» μου λένε να προσέχω και να τους στείλω αργότερα, και τους αφήνω, με το μυαλό μου να ταλανιζει μονάχα μια σκέψη...
Τι σκατά έγινε πριν με τον Γιώργο;
Πάλι;!
________________
«Έλα!» φωνάζω άθελά μου, περίμενα πως δεν θα προλάβω την κλήση της. Στερεώνω το κινητό μου ανάμεσα στο αυτί και τον ώμο μου και αφήνω τις σακούλες με τα ψώνια μου κάτω, βγάζοντας τα κλειδιά από την τσάντα μου.
«Που είσαι;» με ρωτάει η Νικολέτα.
«Κάναμε τον αγιασμό στο φροντιστήριο και πήγα λίγο μέχρι το σουπερμάρκετ, τώρα μπαίνω σπίτι. Τι έγινε;» μου ακούγεται περίεργη...
«Έρχομαι από εκεί.» μου ανακοινώνει, τερματίζει την κλήση χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση μου. Κλείνω στα τύφλα με το πόδι μου την πόρτα του σπιτιού μου και όντως μέχρι να τακτοποιήσω τα πράγματά που αγόρασα και να κάνω ένα ντουζ, χτυπούσε το κουδούνι μου. Της ανοίγω, χτενιζοντας τα μαλλιά μου παράλληλα.
«Έφερα καφέ.» λέει μπαίνοντας μέσα σαν σιφουνας. Μου δίνει τον ένα και κάθεται αμέσως στον καναπέ, κάνοντάς μου νόημα να κάτσω δίπλα της. Το κάνω, ακόμη μπερδεμένη με την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της.
«Πήγαμε χθες στον Γιώργο για φαγητό.» ξεκινάει ανυπόμονα.
«Ναι, το ξέρω. Που είναι το κακό;» δεν μ' αρέσει το που πηγαίνει αυτό...
«Ήταν και η άλλη εκεί, Βαλεριάκι. Τα έχουν βρει εδώ και μέρες...»
Και κάπως έτσι ενώνονται τα κομμάτια του παζλ...
_____
Γειά σαςςςς
Ε, τώρα τι να πω; Τα λόγια είναι περιττά...
Γιώργο τον λένε, παιδιά, μην περιμένετε και πολλά, δεν κάνουν για τίποτα...
Τι λέτε να γίνει στην συνέχεια;
Μάλλον δεν ξέρει που έχει μπλέξει ο Συνοδινος...
Θα μετανιώνει την ώρα και την στιγμή...
😇😇😇
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top