Κεφάλαιο Δέκατο Όγδοοο

Ιανουάριος 2021

«Γύρνα πίσω θα πεθάνω, έχω αρχίσει και τα χάνω!» γκαρίζει ο Αδάμ, φροντίζοντας να ταράξει -απ' τα μαλλιά κιόλας- κάθε φωνήεν που χρειάζεται.

«Αν συνεχίσεις λίγο ακόμα, θα πάω να μείνω στην Κυριακή και θα σε παρατήσω μόνο σου!» τον προειδοποιώ.

Κρύβει το πρόσωπό του μέσα στα μαξιλάρια του καναπέ «Μην το λες αυτό το όνομα!» φωνάζει.

«Αχ, Νίκο, έχετε χωρίσει εδώ και δύο εβδομάδες, για πόσο ακόμα θα κλαις; Με πιάνει η καρδούλα μου...» του λέω γλυκά. Αυτός βγάζει το κεφάλι του απ' τα μαξιλάρια και με κοίταζει με αυτό το κουταβισιο βλέμμα που δεν λέει να αποχωριστεί από εκείνη τη μαύρη ώρα που η αδερφή μου αποφάσισε να τον χωρίσει.

«Μην με λες έτσι, εκείνη με έλεγε έτσι όταν τσακωνομασταν!» στριφογυρίζω τα μάτια μου και αρπάζω το μπουφάν του απ' τον καλόγερο, πετώντας το στη μούρη του. Φοράω το δικό μου και εκείνος με κοίταζει λες και έβγαλα δεύτερο κεφάλι.

«Που πας;» λέει μπερδεμένος.

«Πάμε, εμείς, μαζί!» λέω έξαλλη.

«Που να πάμε μωρέ τρελή;»

«Στο δημαρχείο να άλλαξες όνομα, ξέρω και' γω;! Αφού δεν μπορούμε να σε φωνάζουμε ούτε με το όνομα σου τώρα που χώρισες με την Κικο!» ωρύομαι.

«Αχ, Κούλα!» πετάγεται και ο πατέρας μου απ' το μπάνιο.

«Πείτε τα κυρ πρώην πεθερέ μου! Κωλόπαιδο η Κούλα, ακούτε κυρ Τάσο;» κλαψουρίζει ο μαντράχαλος στον καναπέ μου.

Δεν έχω καν την όρεξη να τον διορθώσω «Μπαμπά, να τον πάω στην μαμά να ησυχάσει το κεφάλι μου;» ο πατέρας μου έρχεται στο σαλόνι, σκουπίζοντας τα χέρια του. Δύο εβδομάδες μένει η καταστροφή η ίδια στο σπίτι μου και έπρεπε να φέρω τον μπαμπά να μου φτιάξει την βρύση, αν ήθελα να κάνω μπάνιο σήμερα!

«Νομίζω ότι έχει αναλάβει να κράζει την Κυριακή, αλλά άμα θέλεις να της τον στείλεις, δεν θα πει όχι.» γελάει ο πατέρας μου.

«Το ότι σε διασκεδάζει όλο αυτό;» μα του γιατρού όλοι μας εδώ μέσα πια;

«Έλα μωρέ, μικρά παιδιά είστε, σε λίγο καιρό θα βρείτε άλλους.» κάνει αδιάφορα.

«Μα καμία άλλη σαν την κόρη σας κύριε Τάσο.» συνεχίζει η Μάρθα Βούρτση το δράμα της. Κοιτάζω τον πατέρα μου και με κοίταζει και εκείνος με το ίδιο μπερδεμένο βλέμμα.

«Για την Κυριακή μιλάμε;» με ρωτάει σχεδόν συνομοτικά.

«Για ποια άλλη να μιλάμε κύριε Τάσο μου; Σάμπως υπάρχει κι άλλη; Όλη μέρα Κυριακή λέει, αχ και βαχ συνεχίζει αμέσως μετά!» λέει απηυδησμένος και ο Άγγελος, βγαίνοντας από την κρεβατοκάμαρά μου.

«Τώρα εγώ να ανησυχώ που ζεις με αυτούς τους δύο μαντράχαλους;» λέει ο πατέρας μου κοιτώντας τους φίλους μου.

«Εγώ την θέλω για κουνιάδα μου.» κλαψουρίζει ο Αδάμ.

«Εγώ πληρώνω το ενοίκιο;» περισσότερο ακούγεται σαν ερώτηση. Τρέχω και αγκαλιάζω τον Άγγελο απ' τους ώμους «Αυτόν τον θέλουμε μπαμπά, τον κρατάμε.» λέω γρήγορα, γνέφοντας καταφατικά συνεχόμενα.

«Καλά ρε, δύο άντρες δύο μέτρα και δεν ξέρετε να αλλάζετε μια βρύση;» μουρμουράει ο κυρ Τάσος της καρδιάς μου.

«Εγώ κύριε Τάσο αμα θέλετε μπορώ να σας πω ακόμη και τι κρασί πηγαίνει με το μοσχάρι κοκκινιστό, τώρα για βρύσες, έχουμε εσάς, τον ήρωά μας!» λέει ο βλαμμένος με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη.

«Εγώ είμαι καταρρακωμένος!» τον κλωτσάω στο πόδι αυθόρμητα κι αυτός τιναζεται «Τι χτυπάς μωρή;» παραπονιέται.

«Σήμερα θα πας σπίτι σου!» του ανακοινώνω, τραβώντας τον απ' τα χέρια για να σηκωθεί. Νομίζω τον ντάντεψα αρκετά και έκανα χειρότερη την κατάσταση!

«Τέτοια είσαι μωρή;» λεει με το μπουφάν στην αγκαλιά του.

«Ναι.» λέω τελεσίδικα «Είχε δίκιο η μάνα σου, όντως χειροτέρεψες!» θα με τρελάνει αν μείνει λίγο ακόμη εδώ μέσα. Έχω παράλληλα και την Κυριακή να γκρινιάζει στα μήνυμα ότι δεν την αγαπάω και πως αντί να τρέχω σε εκείνη, νταντεύω τον φίλο μου.

Το να μην νταντεύω κανέναν μάλλον δεν υπάρχει στο σενάριο, ε;

«Μην την ακούς την μεγαιρα, δεν την συμπαθεί την Κούλα μου.» εν τω μεταξύ τώρα θίγεται και ο πατέρας μου, λες και δεν μου έφταναν όλα.

«Γιατί δεν το συμπαθεί το κορίτσι μου; Εντάξει, είναι λίγο προβληματικό αλλά-»

«Μην λέτε προβληματικό το κορίτσι μου, κύριε Τάσο.» τον διακόπτει ο Αδάμ. Ο ήχος του κουδούνι αυτή τη στιγμή δεν ξέρω αν με ανακουφίζει ή αν χειροτερεύει τον πονοκέφαλο μου. Ο Άγγελος ευτυχώς ανοίγει την πόρτα και η Αλίκη Βουγιουκλάκη στο ναυτικό, κάνει την εμφάνιση της.

«Καλησπέρα και καλή βραδιά!» άκυρο, ο Βασίλης Καρράς ήταν τελικά.

«Βαγγέλη, παιδί μου, είναι δώδεκα το μεσημέρι.» λέει μπερδεμένος ο boomer της παρέας.

«Ακόμη εδώ είναι η Μάρθα;» κάνει αδιάφορα ο Βαγγέλης ενώ στρογγυλοκάθεται στην πολυθρόνα.

Δεν το ζω αυτό!

«Πάλι έξω είσαι Αλίκη;» αντεπιτιθεται ο Αδάμ «Πόσους ναύτες άφησες να σε πηδηξουν και παίρνεις τόσες άδειες;»

«Αι μωρέ τραβά να δεις αν έρχομαι.» λέει αδιάφορα ο άλλος, πληκτρολογώντας κάτι στο κινητό του. Χτυπάει ξανά το κουδούνι και το πήρα απόφαση, έτσι όπως είμαι με το μπουφάν και τις παντόφλες, παίρνω τα κλειδιά απ' το τραπεζάκι, ανοίγοντας την πόρτα.

«Που πας καλέ; Έτσι θα πάμε για περπάτημα;» λέει μπερδεμένη η Αλεξ. Μ' αυτά και μ' αυτά, την ξέχασα κι αυτή.

«Να κάνω μια ερώτηση, lockdown έχουμε ακόμα;» ο κομψός τρόπος του πατέρα μου για να πει ότι εδώ μέσα είναι...μπάτε σκυλοι αλέστε!

«Αφήστε κύριε Τάσο, την βγάζουμε με καφέ στο χέρι, μας έχουν φάει τα πάρκα.» παραπονιέται ο Βαγγέλης.

«Εσύ δεν έπρεπε να ήσουν στο Ναυτικό;» ο πατέρας μου μιλάμε εκτός τόπου και χρόνου.

«Κύριε Τάσο, πως είστε;» το χαιρετάει η κολλητή μου. Άσε μωρή τις χαιρετούρες και πάμε να φύγουμε πριν έρθουν κι άλλοι!

«Καλά κορίτσι μου, ήρθα να φτιάξω την βρύση, για τίποτα δεν κάνουν αυτοί εδώ! Ο Γιάννης να αλλάζει βρύση ξέρει;» ο Γιάννης μια φορά πήγε να αλλάξει λάμπα εν τω μεταξύ και τον χτύπησε το ρεύμα.

Δεν είχε κλείσει τον διακόπτη!

Φαίνεται να μοιραζόμαστε την ίδια σκέψη «Ε, κουτσά στραβά κάτι καταφέρνει.» λέει γρήγορα.

«Τι καταφέρνει καλέ; Αυτός-»

«Τώρα άφησε την Μάρθα Βούρτση και το γύρισε σε Ντάλια Χατζηαλεξάνδρου;» τον κοροϊδεύει ο Βαγγέλης.

Τρέχω σχεδόν στη κρεβατοκάμαρά μου, φοράω φόρμα και ένα φούτερ, στέλνω και το μήνυμά μου και βγαίνω ξανά στο σαλόνι, κάτι παραπάνω από έτοιμη να αποχωριστώ το κλουβί με τις τρελές!

«Που πας;» λέει σαν κουτάβι ξανά ο Αδάμ.

«Να πάρω αέρα!» λέω έξαλλη.

«Πολλά νεύρα έχει αυτή.» παρατηρεί ο Βαγγέλης.

«Μένει μαζί μας ο Αδάμ απ' την μέρα που τον χώρισε η Κυριακή.» του λέει ο Αγγελος.

«Μην μου το θυμίζεις!» παραπονιέται ο Αδάμ. Εν τω μεταξύ πότε το ξέχασε για να του το θυμίσει;

«Την κακόμοιρα...» λέει σοκαρισμένος. Ο Αδάμ διαβάζει κάτι στο κινητό του και φοράει το μπουφάν του προτού φορέσει τα παπούτσια του.

«Δεν σε έχω ανάγκη μωρή, θα πάω στον φίλο μου τον Σύνο!» είχα μια φαγούρα για τον φίλο σου τον μαλάκα...

«Μην με σκας!» είναι αυτό η ντεμέκ έκπληξη με λίγη ειρωνεία και μπόλικο σαρκασμό.

«Δεν θα ρωτήσεις γιατί πάει στον Συνο;» πετάει ο Βαγγέλης.

«Ειλικρινά δεν μου καίγεται καρφάκι, είναι δικό του πρόβλημα τώρα!» λέω ανοίγοντας την πόρτα μου. Χαιρετάμε όπως-όπως τον μπαμπά, ο οποίος την είδε Μπομπ ο μάστορας και θα φτιάξει το πόδι που έχει χαλάσει στο τραπέζι μου, και κατεβαίνω τα σκαλιά με τα παιδιά να με ακολουθούν.

«Ξέρεις ότι το βράδυ θα έρθω να κοιμηθώ σπίτι σου, έτσι;» λέει ο Αδάμ με ένα πονηρό χαμόγελο. Κάνω μύτες και τον αγκαλιάζω, ανακατεύοντας τα μαλλιά του «Προφανώς, βλάκα! Τα λέμε μετά παιδιά!» περπατάω με την Αλεξ μέχρι το σπίτι της για να πάρουμε τον Αλεξ no2 και με αφήνει για λίγο κάτω, οπότε βρίσκω ευκαιρία να πάρω και τη τρελή την αδερφή μου ένα τηλέφωνο.

«Α, μπα, θυμήθηκες ότι έχεις αδερφή; Σε άφησε ο φίλος σου;» μουρμουράει.

«Κυριακή, εσύ χωρίσεις τον Νίκο.» υπενθυμίζω «Μιλάμε συνέχεια, εσύ είπες ότι θες να μείνεις λίγο μόνη σου!»

«Και τι σημαίνει αυτό δηλαδή; Είναι σωστό να παρηγορείς τον άλλον αντί της αδερφής σου;» μιλάμε όλοι είναι ένας κι ένας!

«Κυριακή, δεν αντέχω την γκρίνια σου! Για 'σένα που απ' όλους τους άντρες έπρεπε να πηδήξεις τον φίλο μου δεν θα πούμε τίποτα;» την μαλώνω.

«Σαν την μάνα σου ακούστηκες.» την περίμενα αυτή την απάντηση.

«Δικιά σου μάνα δεν είναι;» προσπαθώ να μην γελάσω. Ξέρω ήδη την συζήτηση που έκαναν μάνα και κόρη.

«Με αποκληρωσε λέει τη στιγμή που τόλμησα να πληγώσω με τέτοιο τρόπο τον Νικόλα!» εμένα μου λες; Τις προάλλες του έφτιαξε το παστίτσιο της που τοοοοσο του αρέσει, την άλλη φορά του έστειλε προφιτερόλ απ' τα χεράκια της και προχθές του έστειλε ένα ταψί μπακλαβά. Διπλός θα φύγει απ' το σπίτι μου Αδάμ. Κυριολεκτικά με ξυπνάει στις 6 το πρωί να πιούμε σφηνάκια και να του φτιάξω καρμπονάρα!

«Που να τον είχες βάλει μαλάκα και στην οικογένεια.» μπορεί ναι μεν να τα είχαν, αλλά η Κυριακή δεν πολύ ήθελε αυτά τα πάρε-δώσε με τις οικογένειες μας. Παρ' όλα αυτά η μάνα μου συμπαθεί χρόνια τον Αδάμ, πολύ πριν τα φτιάξουν, από τότε που ο Αδάμ της έλεγε πόσο όμορφη είναι η κόρη της και πόσο θεξ να την βγάλει έξω για φαγητό.

Αυτά πληρώνουμε τώρα! Αυτά τα γαμησιάτικα, που λέει και η Κυρά Αγάπη!

«Ο Γιώργος δεν ήρθε στην δουλειά σήμερα.» αλλάζει θέμα η νυφίτσα.

«Χέστηκα.» λέω χωρίς δεύτερη σκέψη «Ωστόσο να 'ναι καλά που κάνει baby sitting στον Αδάμ.» απ' τον τόνο της φωνής μου καταλαβαίνει κανείς πως δεν πρόκειται να συζητήσω δευτερόλεπτο παραπάνω για τον Γεώργιο Συνοδινό.

«Μάλιστα, group therapy δηλαδή.»

«Έλα, σε κλείνω, κατέβηκε η Αλεξ με τον Αλεξούκο, φιλιά.» της το κλείνω αμέσως μιας και έτοιμη ήταν να μοιραστεί πληροφορίες που δεν με αφορούν ούτε στο ελάχιστο.

Ο σκύλος της κολλητής μου μόλις με βλέπει αρχίζει να κάνει σαν κατσικάκι, με χαριστική βολή για την Αλεξ, όταν ξαπλώνει στο βρώμικο πεζοδρόμιο για ν ατού χαϊδέψω την κοιλίτσα.

«Γαμω το κέρατο σου για σκυλί!» φωνάζει η κολλητή μου «Χθες σε έκανα μπάνιο ρε κωλόπαιδο!» φωνάζει τραβώντας τον να σηκωθεί. Ωστόσο εκείνος παραμένει πεισματικά ξαπλωμένος ανάσκελα, απολαμβάνοντας τα χάδια μου. «Σταμάτα και εσύ γιατί τον βλέπω να κοιμάται σπίτι σου το βράδυ!» παραπονιέται

«Θα περάσουμε τέλεια, ε, τζουτζούκο μου;» λέω αγκαλιάζοντάς τον. Εκείνος γλείφει το πρόσωπό μου και και ύστερα επικεντρώνεται στην βόλτα του.

«Καλά, γελά εσύ, μόλις απέκτησες σκύλο!» πολλά νεύρα έχουμε σήμερα.

«Έκλεισε!» συνεχίζω εγώ να γελάω.

«Ο Αδάμ πιστεύεις θα συνέλθει ποτέ;» ρωτάει μετά από λίγο «Δεν τον είδα πολύ καλά...»

«Χάλια είναι.» της επιβεβαιώνω «Δεν ξέρω τι να γίνει, το έχει πάρει πολύ βαριά και για να είμαι ειλικρινής δεν το περίμενα...» παραδέχομαι «Εντάξει, και η κουτσή Μαρία ήξερε πως έχει τρελή καψούρα με την Κυριακή, αλλά δεν περίμενα τέτοια χάλια.»

«Με τον άλλον ξαναμίλησες;» με ρωτάει δαγκώνοντας το χείλος της.

«Γιατί; Υπάρχει λόγος;»

«Εεε-»

«Έξι κι έξι δώδεκα ρε Αλεξ!» της λέω έντονα «Δεν θέλω να μιλάω γι' αυτόν, να κάτσει με την γκόμενά του!»

«Μα...» κάνει παράπονο «Καλά, "μαμάκια", ξέρω.» ξεφυσάει.

«Ορίστε! Θα πας μπροστά!» την πειράζω.

«Και η φάση σας που έχει λήξει δηλαδή;» εν τω μεταξύ πρέπει να με έχει ρωτήσει τουλάχιστον πέντε φορές. Ξέρω πολύ καλά τι κάνει, προσπαθεί να με πιάσει ενώ λέω ψέματα, κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί.

«Άφησε την άλλη σπίτι, ήρθε, μου έριξε ένα γλωσσόφιλο, εγώ του έριξα ένα χαστούκι που πάρα πολύ ευχαριστήθηκα και του έκλεισα την πόρτα στα μούτρα.» επαναλαμβάνω για εκατοστή φορά.

«Ούτε μήνυμα; Τίποτα;» ρωτάει με αγνό ενδιαφέρον.

«Σου είπα, του απάντησα ότι είναι καλύτερα να μείνουν έτσι τα πράγματα, του πάτησα μια φραγή, ένα μπλοκ και ηρέμησε η ψυχούλα μου επιτέλους!» απλά, λιτά κι απέριττα.

«Πόσο είσαι μωρέ, δώδεκα;» με τσιγκλάει.

«Βρε δε πα να 'ναι και δύο χρονών, δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Όχι θα κάθομαι να βλέπω τα repost της άλλης και τα σ' αγαπάω καρδούλα μου. Που να ξεράσω; Όχι, πες μου, που;!» η αηδία στην φωνή μου την διασκεδάζει απίστευτα, ωστόσο γρήγορα σταματά να γελά και αλλάζει θέμα, λέγοντάς μου για την αναζήτησή εργασίας της και την εξέλιξη της!

Λίγο μετά τις 14:00 αφήνω την άλλη στο σπίτι της και βαδίζω προς το δικό μου, ακούγοντας την μουρμούρα της Νικολέτας σχετικά με τον επικό χωρισμό των Αδάμ και Κίκο.

Λίγο πριν κλείσουμε ωστόσο, ακούω την κλασική ατάκα.

«Να σου πω κουτσομπολιό για τον κουμπάρο μου;» το όνομα του φυσικά έχει απαγορευτικό πλέον.

«Όχι.» λέω κελαηδιστά.

«Μα θα σκάσω μωρή!» λέει απελπισμένη η κουτσομπόλα της καρδιάς μου.

«Γειά σου Νικόλ!» λέω τραβώντας το 'ο'.

«Καλά, φιλάκια μωρή βούζα, τα λέμε μετά!» κρατάω το σχόλιο μου για την δυσκολία της να με πει "χωματόφρυνο" και τερματίζω την κλήση, αποφασίζοντας πως τώρα που λείπουν όλοι και είναι Κυριακή, είναι καιρός να μαγειρέψω με την ησυχία μου, να κάνω ένα μπάνιο και να χαλαρώσω σαν άνθρωπος!» φτιάχνω γρήγορα τον κιμά και τον αφήνω να σιγοβράζει, αφήνοντας τα μακαρόνια για αργότερα.

Μισή ώρα αργότερα απολαμβάνω ένα ζεστό μπάνιο γεμάτο αφρόλουτρο και άλατα και ξεφυσάω, αφήνοντας το μυαλό μου να χαθεί στις μπερδεμένες του σκέψεις, ενώ στο κινητό μου ηχεί το "Θα 'θελα" της Κατερίνας Τοπάζη, γιατί πάνω απ' όλα είμαι κουλτουριάρα...

"Μέσα στη μνήμη μου εγώ θα σε γυρεύω,
είν' η εικόνα σου μαρτύριο που λατρεύω.
Την ύπαρξή μου όμηρο εσύ κρατάς,
να μ' αγαπάς."

Κοιτάζω το ταβάνι λες και αυτό κάπως θα καταφέρει να μου δώσει λύση στα προβλήματά μου.

Εντάξει, καλά όλα αυτά. Καλά λέω πως δεν θέλω να ξέρω τίποτα που να τον αφορά, με τρομερή επιτυχία τον αποφεύγω και γενικά το πλάνο μου να μην τον ξαναδώ τουλάχιστον μέχρι να βγούμε από την καραντίνα, βαίνει καλώς! Τώρα το αν τον σκέφτομαι κι αν τον έχω ξεπεράσει είναι μια τελείως διαφορετική υπόθεση!

Σκέφτομαι αυτό το φιλί και πόσο ιδανικό το ένιωσα εκείνη τη στιγμή, ωστόσο και πόσο δύσκολα έσκασε αυτό το ροζ συννεφάκι τη στιγμή που απομακρυνθήκαμε και κατάλαβα πόσο λάθος είναι αυτό που συμβαίνει.

Πως κατάφερα να μπλεχτώ μέσα σε μια τόσο περίπλοκη κατάσταση, ακόμη αδυνατώ να το κατανοήσω.

Αυτό που όμως με πονάει περισσότερο είναι το γεγονός ότι ο Γιώργος αφησε μια βαλτωμένη σχέση μόνο και μόνο για να γυρίσει πίσω σε αυτή, παρά τα βήματα που είχαμε κάνει, το ποσό κοντά είχαμε έρθει και την χημεία που είχαμε. Κυριολεκτικά βρισκόμασταν στον ίδιο χώρο και ήταν λες και δεν υπήρχε κανένας άλλος γύρο μας...

Απ' την άλλη εντέλει έτσι ένιωθα μονάχα εγώ κι αυτό δεν είναι θεωρία μου, το αποδεικνύει και η ιστορία εξάλλου!

Είναι τόσο λάθος, κι ας το νιώθω σωστό. Δεν με θέλει, ή αν με θέλει τότε δεν με θέλει αρκετά, όλα αυτά ωστόσο με την προϋπόθεση να ξέρει τι θέλει, γιατί απ' ό,τι φαίνεται δεν ξέρει που πατάει και που βρίσκεται.

Και να φανταστεί κανείς εμείς τόσα χρόνια λέγαμε την Κυριακή "Οπου πάω αγαπάω"... Εν τω μεταξύ τώρα αυτό το τραγούδι είναι του Γιώργου, δεν χωράει αμφιβολία!

Με αυτές τις σκέψεις δεν είναι δύσκολο να με πάρει ο ύπνος με αποτέλεσμα να ξυπνήσω μισή ώρα μέσα και να τουρτουρίζω ενώ απ' το κινητό μου ακούγεται η Πίτσα Παπαδοπούλου που τραγουδάει πως θα τα βροντήξει όλα κάτω και θα φύγει.

Ακόμη κι αυτή θέλει να φύγει απ' το σπίτι μου!

«Βαλίτσα, θα κατουρηθώ πάνω μου αν δεν με αφήσεις να μπω τώρα!» με παρακαλάει ο Άγγελος έξω απ' τη πόρτα του μπάνιου. Δεν έχω ιδέα πόση ώρα χτυπάει, δεν πήρα χαμπάρι!

«Κάνε δύο λεπτά υπομονή μόνο.» εκείνος μουρμουράει κάτι και φεύγει, όχι ιδιαίτερα ευχαριστημένος με την αναμονή. Λουζω τα μαλλιά μου στα γρήγορα και σαπουνίζομαι και πέντε λεπτά αργότερα ανοίγω τη πόρτα του μπάνιου φορώντας τις πετσέτες μου, με τον Άγγελο να με περιμένει σαν κουτάβι απ' έξω.

«Συγγνώμη, με πήρε ο ύπνος.» ζητάω έξω απ' τη πόρτα, μιας κι ο άγγελος ήδη βρίσκεται μέσα στο μπάνιο.

«Το καταλάβαμε, δεν πειράζει.» γελάει ελαφρά. Κλείνομαι στο δωμάτιο μου και ντύνομαι, αποφασίζοντας πως βαριέμαι πολύ να στεγνωσω τα μαλλιά μου. Ψάχνω το κινητό μου αν και ξέρω ήδη πως το έχω αφήσει στο μπάνιο.

«Το ντέρτια είναι αυτά ρε μαλακα!» με πειράζει ο φίλος μου.

Ανοίγω την οθόνη· έπαιζε Πασχάλης Τερζής - Παραστρατημα.

Ασυγχώρητο μου, παραστρατημα, λάθος μου μοιραίο και μεγάλο...

«Το φαγητό!» πετάγομαι όρθια στο ξεκάρφωτο «Θα καούμε ζωντανοί!» ο Άγγελος με σπρώχνει να καθίσω πάλι κάτω, δίνοντάς μου το κοντρόλ της τηλεόρασης.

«Έκλεισα το κιμά και μόλις σούρωσα τα μακαρόνια.»

Βάζω το χέρι μου στην καρδιά μου «Μπορώ να σε παντρευτώ;»

«Γιατί είσαι ελεύθερη;» σηκώνεται πηγαίνοντας προς τη κουζίνα για να βάλει να φάμε, οπότε τον ακολουθώ, ρίχνοντας το σώμα μου σε μια καρέκλα.

«Ξέρω και 'γω, δεν νομίζω πως έχω σχέση.» ο φίλος μου κρυφογελάει στην αδιαφορία μου.

«Τι το παιδεύεις ρε το πιτσιρίκι; Αφού δεν τον θες!» με μαλώνει.

«Έλα μωρέ Άγγελε, αφού ήμουν ξεκάθαρη απ' τη πρώτη στιγμή.» είχα ξεκαθαρίσει εξάλλου στον Ορέστη πως ούτε βλέψεις για σχέσεις έχω, ούτε για τίποτα απ' ό, τι έχει στο κεφάλι του.

«Δεν του έκατσες;» με ρωτάει με αυτό το χαζό-πονηρό του ύφος.

«Υπήρχε περίπτωση;» γελάω ελαφρά «Αν και πήρε προς τα εκεί η φάση 2-3 φορές, αλλά με ξέρεις.»

«Για τον Συνοδινό λέει και τους ηθικούς της φραγμούς που δεν του έκατσε επειδή αυτός είχε γκόμενα;» μπαίνει στο παρεάκι μας και ο Αδάμ, ελαφρώς ανανεωμένος.

«Μπορούμε να μην λέμε αυτό το όνομα σε αυτό το σπίτι;» η έκφραση αηδίας στο πρόσωπό μου τα λέει όλα.

«Πρώτον είπα το επίθετο του και δεύτερον τι διακρίσεις είναι αυτές; Μπορούμε να λέμε το όνομα της άκαρδη αδερφής σου και όχι του ευαισθητούλη φίλου μου;» ο Άγγελος χτυπάει το κούτελό του με την παλάμη του, αγριοκοιτάζοντας τον φίλο μας. Αφήνει δύο πιάτα με μακαρόνια στο τραπέζι και γυρίζει να βάλει και για τον εαυτό του.

«Σκέφτομαι πολλά επίθετα όταν ακούω το όνομα του φίλου σου και όλως παραδόξως κανένα από αυτά δεν έχουν να κάνουν με ευαισθησία.» εντάξει, ένα μικρό αθώο ψεματάκι. Ξέρω πόσο ευαίσθητος είναι ο Γιώργος αλλά ξέρω πόσο μεγαλύτερος μαλάκας μπορεί να γίνει, οπότε δεν είναι πολύ δύσκολο να τα ζυγίσει κανείς!

«Ρε 'συ, Βαλλυ, έχετε σπάσει την παρέα με τις μαλακιες σας!» παραπονιέται. Ο Άγγελος μένει με το πιάτο στο χέρι, κοιτάζοντας τον Αδάμ έκπληκτος. Του σπρώχνει το πιάτο για να φάει «Αδάμ μου, θέλω να σου θυμίσω ότι έκανες σχέση με την αδερφή της Βαλίτσας και αυτή σε χώρισε με αποτελέσματα να κλαις εδώ και δύο εβδομάδες και η παρέα να μην μπορεί να συναντηθεί γιατί κάνετε σαν μωρά και οι δύο.»

«Τώρα αυτό γιατί μου το θύμισες;» ξεφυσάει ο Αδάμ. Στριφογυριζω τα μάτια μου ενώ ο Άγγελος τον χτυπάει φιλικά στον ώμο «Φάε αγόρι μου, φάε πασάκα μου!»

«Θα φάω, Άγγελε, αλλά θα το κάνω για 'σένα!» μουρμουράει, βάζοντας μια μεγάλη πιρουνιά μακαρόνια με κιμά στο στόμα του «Ακαρδες αδερφές Διαμαντοπούλου.»

«Δεν θέλω καν να ξέρω τι σημαίνει αυτό.» τον αγριοκοιτάζω. Εκείνος κάνει πως τρώω αλλά μπορώ σχεδόν να δω τα γρανάζια στο κεφάλι του να γυρίζουν, έτοιμα να πετάξουν την μαλακία που τόσο επεξεργαζονται.

«Τον Ορέστη πότε θα τον σουτάρεις;» ρωτάει, δήθεν αδιάφορα. Την βλέπω εγώ όμως την μαλακία του, χτίζεται.

«Οπότε γουστάρω.» λέω και εγώ δήθεν αθώα.

«Και γιατί δεν του κάθεσαι είπαμε;» άντρες και τα πουλιά τους.

«Αν ήθελα να του κάτσω, δεν θα κάναμε αυτή τη συζήτηση. Έδωσα μια ευκαιρία, τον γνώρισα, δεν μκυ βγαίνει κάτι παραπάνω, τέλος η συζήτηση.» λέω κοφτά.

«Ναι, όμως στον Συνοδινό θα καθόσουν.» λέει με ένα πονηρό χαμόγελο. Πνίγομαι με το σάλιο μου την ώρα που ο Άγγελος πνίγεται με το φαγητό του.

Μόνο στην αναφορά του ακατανομαστου θα μας ξεπαστρέψει!

«Νίκο μου» αρχίζω με ένα άκρως σοβαρό μα ταυτοχρόνως ειρωνικό ύφος «Πες στον φίλο σου πως αν έχει τόσο μεγάλο καημό να πηδηξει, έχει την γκόμενά του στο κρεβάτι του. Τώρα άμα δεν του αρκεί η γκόμενά του, όλο και κάποια αθώα, ανιδεη και απονήρευτη θα βρεθεί στον δρόμο του να την ξελογιάσει και να παίξει μαζί της· εγώ δεν έχω σκοπό να μπω στη διαδικασία αυτή για δέκα πόντους.» αφήνω το πιρούνι μου κάτω, κοιτάζοντας τα μακαρόνια σχεδόν με αηδία. Ο Αδάμ και οι ηλιθιες συζητήσεις του! Για να ξεχάσει τα δικά του, φέρνει στην επιφάνεια των άλλων!

«Εγώ που την έχω δει πάντως, δέκα πόντους δεν τους λέει.» ρουφάει ένα μακαρόνι ηχηρά και ορκίζομαι πως θα του βγάλω τα μάτια με το πιρούνι που κρατάει στα χέρια του.

«Νομίζω πως έχασες το νόημα.» επεμβαίνει πυροσβεστικά ο Άγγελος.

«Μην σκας, Αγγελούκο, απ' τον κολλητό του γύρισε, μάλλον αυτός του έφτιαχνε μακαρόνια στις 6 τα ξημερώματα εδώ και δύο εβδομάδες.» σηκώνομαι και παρατάω το πιάτο μου στον νεροχύτη, με τον Αδάμ να ξυπνάει ξαφνικά, κοιτώντας με σαν θλιμμένο κουτάβι.

«Που πας;» ρωτάει με παράπονο.

«Σαν να μου κόπηκε η όρεξη ξαφνικά.» φεύγω απ' τη κουζίνα και κλείνομαι στο δωμάτιο μου, φροντίζοντας να κλειδώσω την πόρτα μου καθώς και το παντζούρι μιας και ο Αδάμ προσπάθησε να μπει μέσα για να ζητήσει συγγνώμη και απ' τις δύο εισόδους. Μετά πολλά με πήρε ο ύπνος και στις 5 το πρωί κοιτούσα το ταβάνι λες και έτσι θα καταφέρω να κοιμηθώ ξανά. Ακούω για χιλιοστή φορά το απαλό χτύπημα στη πόρτα και ξέρω ήδη ποιος είναι.

«Σε παρακαλώ...συγγνώμη.» ζητάει ξανά. Πετάω τα σκεπάσματα από πάνω μου και ανοίγω τη πόρτα, προσπαθώντας να αγνοήσω την έκπληκτη φάτσα του φίλου μου. Τον προσπερνάω και μπαίνω στη κουζίνα βάζοντας νερό να βράσει σε μια κατσαρόλα και βγάζω το μπέικον απ' το ψυγείο, ξεκινώντας να το κόβω σε κομμάτια. Σε όλη τη διαδικασία ο Αδάμ κάθεται σιωπηλός σε μια καρέκλα στην κουζίνα μου, περιμένοντάς με να κάτσω να πιούμε από ένα ποτήρι ουίσκι. Λίγη ώρα αργότερα αφήνω δύο πιάτα στο τραπέζι και ξεκινάω να τρώω, χωρίς να του δίνω σημασία.

«Φίλοι;» δοκιμάζει.

«Ναι.» μουρμουράω, συνεχίζοντας να τρώω το φαγητό μου.

«Σ' ευχαριστώ, Βαλλυ, για όλα. Συγγνώμη για πριν...» τον κοιτάζω, χαρίζοντάς του ένα μικρό χαμόγελο.

Το πληγωμένο μου κουτάβι...

Στριφογυριζω ωστόσο τα μάτια μου «Ο,τι πεις.» κάνω την αδιάφορη ωστόσο αυτός ξέρει ήδη πως με έχει ρίξει.

«Είσαι το καλύτερο πράγμα που του έχει συμβεί.» λέει μετά από λίγο «Και πίστεψε με, είναι αρκετά έξυπνος για να το ξέρει και ο ίδιος.»

«Όχι πως έχει σημασία...» του χαμογελάω πονηρά.

«Φυσικά, αυτό εξυπακούεται.» γελάω με τον βλακα φίλο μου, σηκωντας το ποτήρι μου για να τσουγκρίσουμε.

Εξάλλου, όπως λέμε εμείς:

Κανένας καυγάς δεν είναι αρκετά σημαντικός αν λύνεται με ένα πιάτο καρμπονάρα!

___________

Από εμενα με τον covid έχετε πολλά φιλιά 🥲💗💖

Περιμένω την γνώμη σας!! 💗💖💝

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top