όμορφη μέρα

"Καλημέρα όμορφη" 

Η Άννα άνοιξε τα μάτια της καθώς το πρωινό φως βίαια έκανε  τα μάτια της να ξανακλείσουν . Τα έτριψε  και τα άνοιξε και πάλι σιγά σιγά, ίσα για να δει τον Άιντεν να την κοιτά χαμογελαστός δίπλα της και ντυμένο με ένα μαύρο πουκάμισο και ένα λινό παντελόνι. Μύριζε σαπούνι και η οσμή του πούρου και του αλκοολ είχε χαθεί απο πάνω του. Είχε τα μαλλιά του χτενισμένα και φαινόταν υπέροχα γοητευτικός.

 Στο κομοδίνο μύριζε  το πρωινό που μόλις αγόρασε απο την υπαίθρια αγορά.

"Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω , κοιμόσουν βαθιά όμορφη" της έδωσε  ένα φιλί απαλό στα χείλη .

"Όμορφη?" του είπε  σχεδόν με ντροπή και έφτιαξε βιαστικά  τα μαλλιά της που καταλάβαινε οτι πετάνε άναρχα.

"Η πιο όμορφη" την ξαναφίλησε " πανέμορφη" 

Το χαμόγελο της Άννας εμφανίστηκε διάπλατο . Σίγουρα είχε λόγους να χαμογελά. Δεν την είχε αποκαλέσει έτσι ποτέ και κυρίως ένιωθε πως ο Άιντεν δείχνει ήρεμος και οτι η χθεσινή του κακή διάθεση είχε κάνει φτερά.

"Ε..ευχαριστώ" σχεδόν έκρυψε το μισό της πρόσωπο κάτω απο το σκέπασμα. " Πάω να πλυθώ ..και έρχομαι"

Της κατέβασε  το σκέπασμα απο το πρόσωπο , παρατηρώντας τα χαρακτηριστικά της.Έσκυψε τέλος και την φίλησε ξανά απαλά στα χείλη.

"Εντάξει πανέμορφη"

Χωρίς να το θέλει η Άννα άφησε  ένα μικρό γέλιο. 

Ήταν σίγουρα μια όμορφη μέρα.



Πετάχτηκε πάνω και πήγε στο μπάνιο , κοίταξε το είδωλο της στον καθρέπτη ευτυχισμένα. Το αποτύπωμα του μαξιλαριού διαγραφόταν έντονα στο δεξί της μάγουλο.

"Πανέμορφη?"

Του φώναξε ντροπιασμένη   μέσα απο το μπάνιο ίσα για να ακούσει το γέλιο του.

"Η πιο όμορφη! Και κάνε γρήγορα θα κρυώσει το πρωινό"

"Η πιο όμορφη.." ψιθύρισε στο είδωλο της χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει ένα χαμόγελο στα χείλη της. Η χθεσινή μνήμη του καυγά τους είχε ήδη ξεθωριάσει στο νου της. Ήταν ένα όμορφο πρωινό, ο Άιντεν την περίμενε να φάνε μαζί, ήταν στην Τζακάρτα και εκείνος της θεωρούσε πανέμορφη. Θα μπορούσε να πεθάνει  εκείνη την ίδια στιγμή και θα ήξερε πως είχε γευτεί την απόλυτη ευτυχία στην ζωή της.

"Ο Άιντεν..το αγόρι μου" είπε χαμογελαστά στο καθρέπτη. 

Έριξε νερό στο πρόσωπο της " ο Άιντεν..ο άντρας μου!" είπε και δάγκωσε τα χείλη της για να μην γελάσει απο ευτυχία .

"Τι μουρμουρίζεις?" 

γύρισε ξαφνικά τρομαγμένη και τον είδε να κάθεται στο κάσωμα της πόρτας. Είχε τα χέρια του στις τσέπες και της χαμογελούσε αμυδρά.

"Τίποτα" είπε με ντροπή γι αυτο που μόλις είχε ξεστομίσει. Την πλησίασε αργά και στρίμωξε το σώμα της στο νεροχύτη. Έφερε τα χέρια του στην μέση της.

"Πες το ξανά" της είπε σοβαρός.

"Ε.."

"Άσε τα ε ..και πες ξανά τι είπες"

"Είπα..είπα ο Άιντεν ..ο άντρας μου" και κατέβασε το κεφάλι απο ντροπή. 

Την πλησίασε κι άλλο τόσο που ένιωθε την ανάσα του πάνω της .

"Ξανά"της σήκωσε το πηγούνι και οι ματιές τους διασταυρώθηκαν.

"Ο άντρας μου.. ο Άιντεν"του είπε πιο αποφασιστικά αν και δειλά. Ντράπηκε που την άκουσε να τον αποκαλεί έτσι. Τι θα σκεφτόταν  για εκείνη? οτι ονειρεύεται γάμο? Αν και θα το ήθελε τόσο αλλά ακόμη ήταν  νωρίς για να κάνει τόσο τρελά όνειρα. Είχε εξάλλου μια μνηστή που τον περίμενε στο νησί. 

Τα μάτια του την κοίταξαν αινιγματικά.

"Είμαι ο άντρας σου. Δεν θα κάνω πίσω"

Του χαμογέλασε. Ο Άιντεν καμιά φορά ήταν περίεργος, εκεί που γελούσε σοβάρευε και δεν μπορούσε να τον καταλάβει.

"Ε..μην κάνεις πίσω τότε " του είπε αν και δεν καταλάβαινε τι λένε.

"Δεν θα κάνω ..γιατί είσαι η γυναίκα μου Άννα"

"Είμαι?" τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα.

"Είσαι . Πες το ."

Πέρασε τα χέρια του μέσα απο τα μαλλιά της.

"Είμαι..είμαι η γυναίκα σου Άιντ-"

Και πριν προφτάσει να ολοκληρώσει την φράση της την φίλησε βαθιά. " η γυναίκα μου" της ψιθύρισε ανάμεσα στα φιλιά του. " το κορίτσι μου" την φίλησε ξανά πιέζοντας άθελα του μια αντανακλαστική στύση που πάντα πάθαινε όταν άγγιζε με αυτό τον τρόπο τα χείλη της  " οτι πιο όμορφο έχω στην ζωή μου"

Όταν απομακρύνθηκε απο τα χείλη  της , άφησε την Άννα ξέπνοη και ευτυχισμένη.

Ήθελε να τσιρίξει απο ευτυχία. Ήταν σίγουρα η  καλύτερη μέρα της ζωής της. 

..



"Μαντλέν θα γυρίσουμε όταν το θελήσω. "

Περπατούσαν για ώρα στους δρόμους της Τζακάρτας με τα χέρια τους ενωμένα. 

Της άφησε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα , τόσο πεταχτό ίσα για να μην ακουστεί στο τηλέφωνο.

"Η πόρνη που άφησες στο σπίτι πηδιέται με τον υπάλληλο σου εκείνο τον Ντέιβιντ, κάθε μέρα εξαφανίζονται σε βόλτες και μια φορά δεν με κάλεσαν μαζί τους. Την παίρνει κάθε πρωί και έρχονται πίσω βράδυ. Τι κάνουν τόσες ώρες?  Σε έχει ρεζιλέψει σε όλο το νησί, έλα πίσω να την βάλεις στην θέση της, φοράει την βέρα σου και ξεφτιλίζει το σπίτι μας όσο εσύ νταντεύεις την κόρη της πλύστρας ενώ έχεις μια επιχείρηση εδώ και την γυναίκα του αδερφού σου απροστάτευτη σε ένα σπίτι χωρίς άντρα"

Στο βάθος της πλατείας ήταν μαζεμένο πλήθος και η Άννα τον τράβηξε προς το μέρος τους για να δούνε κι εκείνοι τι κοιτάζουν όλοι. Ακουγόταν μουσική απο μεταλλικά όργανα και φωνές σαν να γίνεται γιορτή. Της έκανε νόημα να προχωρήσει μόνη της μέχρι να τελειώσει το τηλέφωνο.

"Μαντλέν δεν είναι στιγμή να σου εξηγήσω αλλά εγώ και η Έρικα έχουμε διαλύσει τον αρραβώνα, μένει εκεί για τυπικούς λόγους, αν θέλει να κάνει βόλτες είναι δικαίωμα της. "

Είδε την Άννα να του αφήνει το χέρι και να να μπαίνει στο πλήθος. Την ακολούθησε με αργά βήματα ενώ η Μαντλέν άφησε μια κραυγή στο αφτί του που τον έκανε να απομακρύνει το τηλέφωνο απο το αφτί του.

"Καλέ μου..! Το ήξερα ..το είχα υποψιαστεί!"

"Τέλοσπάντων κλείνω έχω δουλειά Μαντλέν"

 της είπε βιαστικά  και αναζήτησε στο πλήθος την Άννα, είδε την φιγούρα της να ξεπροβάλλει και με το χέρι του έκανε χώρο να περάσει ανάμεσα στο πλήθος.

"Ήξερα πως όλο αυτό ήταν λάθος και αργά ή γρήγορα θα καταλάβαινες πως δεν χρειάζεσαι άλλη γυναίκα. Η γυναίκα του σπιτιού είμαι  εγώ και σου υπόσχομαι Άιντεν..σου ορκίζομαι δηλαδή οτι-"

"Κλείνω τα λέμε"

"Καλά ! μείνε όσο θέλεις στην Τζακάρτα εγώ θα σε περιμένω και θα φροντίζω το σπίτι μας!"

Έβαλε το κινητό στην τσέπη του. Στο κέντρο υπήρχαν τσιγγάνοι , νομάδες που περιπλανιόντουσαν σε όλη την χώρα. Φορούσαν έντονα χρώματα και τα μικρά κορίτσια ήταν ντυμένα με μακριά φορέματα κεντητά με χάντρες . Καθώς χόρευαν στο ρυθμό της μουσικής οι χάντρες κουδούνιζαν και κάποιοι απο το πλήθος χειροκροτούσαν ενθουσιασμένα. Μια μικρή τσιγγάνα πέρασε απο δίπλα του κρατώντας ένα ντέφι στο οποίο ήδη είχε μερικά κέρματα. Έβγαλε μερικές ρούπιες και της άφησε στο ντέφι του κοριτσιού όταν είδε μια μεγαλόσωμη τσιγγάνα με καλυμμένο κεφάλι και νύχια βαμμένα στο χρώμα του ροδονίτη να τραβά την Άννα που χειροκροτούσε χαρούμενη . 

Τα μάτια τους διασταυρώθηκαν και η Άννα τον κοίταξε χαμογελαστά. 

Ακολούθησε την τσιγγάνα στο κέντρο της πλατείας και την παρέσυρε μαζί της σε ένα χορό που θύμιζε χορό της μέσης ανατολής  αλλά και μπερδεμένο με το ρυθμικό χορό των βεδουίνων που συνήθιζαν να χορεύουν στις ερήμους της Ασίας. Οι άντρες γυρόφερναν σαν δερβίσιδες λες και είχαν πέσει σε έκσταση και τα μικρά κορίτσια χοροπηδούσαν ίσα για να ακούγονται οι χάντρες τους πιο δυνατά.

Ήταν ένας χορός μπερδεμένος , κομμάτια απο διάφορες κουλτούρες που είχαν γνωρίσει απο την αέναη περιπλάνηση τους πάνω στη γη. Ο κόσμος παρατηρούσε χαμογελαστός αυτή την ξέφρενη έκσταση. Ήταν σαν να χόρευε συγχρόνως όλη η ανθρωπότητα σε εκείνο το χορό και το πλήθος κοινωνούσε την έκσταση του χορού σαν ένα δικό τους κομμάτι.

Ο Άιντεν κοιτούσε την Άννα που τώρα την είχαν πιάσει απο τα χέρια μικρές τσιγγάνες και την γυρόφερναν και γελούσαν όλες μαζί χωρίς να λένε κάτι.

Την παρατηρούσε να γελά καθώς συνέχεια αναζητούσε το βλέμμα του , φαινόταν οτι ντρέπεται αλλά και να διασκεδάζει και δεν μπορούσε να ξεκολλησει την ματιά  του απο πάνω της.

Και τότε η σκέψη που είχε κάνει εκείνο το ίδιο πρωι ξαναγύρισε έντονη μέσα του. Ήθελε να της το πει τώρα. 

Την ώρα που γελούσε και χόρευε. 

Δεν ήθελε να περιμένει άλλο. Ένιωσε μια σιγουριά στην καρδιά του πως μετά απο αυτό, θα ήταν ένας δρόμος χωρίς επιστροφή και πως δεν θα μπορούσε να κάνει πίσω. 

Η Άννα ήταν η γυναίκα του. Δεν θα έκανε πίσω.

Προχώρησε μέσα απο το πλήθος και την βρήκε στην μέση της πλατείας. Μια μικρή τσιγγάνα με μάτια στο χρώμα του οψιδιανού την γυρόφερνε σαν παιχνίδι και αναγκάστηκε να την διεκδικήσει απο εκείνο το μικρό πλάσμα.

"Θα χορέψεις ?" του είπε ξαφνιασμένα.

Την κοίταξε σοβαρός και πήρε μια μεγάλη ανάσα. 

Ήταν η στιγμή τους. Απρόσμενη, αλλά σίγουρη. Ήταν βέβαιος. Του άνηκε και ήθελε να το ξέρουν όλοι.

"Άννα παντρέψου με . Γίνε αληθινή γυναίκα μου" 

Η Άννα. Την βρήκα επιτέλους , έτσι είναι στο νου μου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top