όλα θα γίνουν

Στο πλοίο έκατσαν στην γωνία μιας σάλας μεγάλης ,πάνω σε ένα δερμάτινο φθαρμένο καναπέ αρκετά μικρό για να δικαιολογεί στους ντόπιους την σωματική εγγύτητα τους. Στον τοίχο κρεμασμένο ακριβώς πάνω από το κεφάλι της Άννας δέσποζε ένα κιτρινισμένο πορτρέτο ενός άντρα γύρω στα τριάντα με επιβλητικό ύφος και ένα καπέλο σαν φέσι που χρόνια πριν ήταν κόκκινο αλλά κάτω απο τον θαλασσινό ήλιο είχε ξεθωριάσει σε μια καφέ απόχρωση όπως ο καναπές που έστεκε απο κάτω του.

"Γιατί δεν τρως ??" του πρόσφερε ευγενικά ένα κομμάτι παραγινωμένου μάνγκου και εκείνος αρνήθηκε. Την είδε να το βουτάει απαλά σε ένα πιατάκι γεμάτο αλάτι και να το φέρνει στα χείλη της. Την είδε να βγάζει ελαφριά την γλώσσα της δοκιμάζοντας πρώτα την αλμύρα κι έπειτα να πιπιλάει στο στόμα της το κομμάτι φρούτου χωρίς να έχει διάθεση ακόμη να το μασήσει.

Ένιωσε το κορμί του να σκληραίνει σε μια σκέψη πάθους και έτριψε τον αυχένα του αμήχανα. 

"Τι σκέφτεσαι και σοβάρεψες τόσο?" του είπε και ξαναέβαλε το κομμάτι φρούτου στο στόμα της , ακόμη πιο βαθιά και μετά το έβγαλε πάλι, το αλάτισε και το ξαναέγλυψε.

"Τίποτα το ιδιαίτερο. " κοίταξε το πλήθος γύρω του κι έπειτα το πορτρέτο του νέου άντρα που κοιτούσε το πλήθος, αποφεύγοντας να την κοιτάξει παραπάνω. " ξέρεις ποιός είναι αυτός?" της έδειξε με το χέρι του το πορτρέτο , σε μια προσπάθεια να αλλάξει τις σκέψεις του.

"Ποιός είναι?" εκείνη κοίταξε ψηλά την ξεθωριασμένη φωτογραφία και ξαναέβαλε το φρούτο στο στόμα της πιπιλώντας το δυνατά ,απομυζώντας του τους χυμούς του.

Ο Άιντεν ξεφύσηξε .

"Λοιπόν..είναι ο πρώτος πρόεδρος της Ινδονησίας , ο Σουκάρνο, πέθανε το 1970 πολλά χρόνια πριν γεννηθούμε εμείς οι δυο. Παρολαυτά οι Ινδονήσιοι τον λατρεύουν ακόμη και σήμερα σαν πνευματικό ηγέτη.

Κοίταξε τα χείλια της. Ήταν κόκκινα και λίγο αλάτι έστεκε στην άκρη των χειλιών της. Είχε την επιθυμία να σκύψει και να γλύψει την αλμύρα των χειλιών της αλλά ο κόσμος γύρω του- κάθε τόσο κάποιος τον χαιρετούσε- τον έκανε προσεκτικό.

"Πολύ ενδιαφέρον" του είπε και γυρόφερε στο στόμα της το κομμάτι φρούτο υγραίνοντας το κατά μήκος.

Ξεκίνησε να της λέει , κοιτώντας απο το φινιστρίνι την θάλασσα, για την ιστορία της Ινδονησίας, για τους πρώτους ευρωπαίους που είχαν έρθει στο νησιωτικό κράτος το 1512 , για τον Φρανσίσκο Σερράο και το επιχειρηματικό του δαιμόνιο να μονοπωλήσει το εμπόριο γαρύφαλλου και σε λίγη ώρα είχε εξιστορήσει ακόμη και την κατοχή της Ινδονησίας απο την Ιαπωνία.

Τέλος την κοίταξε. Είχε ένα κομμάτι μικρό φρούτου ανάμεσα στα χείλη της.

"Ανάθεμα..μάσησε το και κατάπιε το" της είπε χωρίς η Άννα να καταλάβει γιατί θύμωσε μαζί της.

"Κατάπιε" την διέταξε ξανά και εκείνη υπάκουσε. 

Το έβαλε όλο στο στόμα της υπάκουα και το κατάπιε γρήγορα όπως της ζήτησε.

Έμεινε λίγα δεύτερα να την κοιτά ανέκφραστος.

"Ανάθεμα" είπε στο τέλος  και σηκώθηκε πάνω. "πάω να ρίξω νερό στο πρόσωπο μου" της είπε και έφυγε αφήνοντας την μόνη με τα δυο τελευταία κομμάτια μάνγκο.



Ήταν αργά το απόγευμα όταν αποβιβάστηκαν απο το πλοίο. Ανέβηκαν στο τζιπ  και απομακρύνθηκαν απο το λιμάνι με ταχύτητα. Η Άννα κοιτούσε γύρω της την Τζακάρτα. Το πρώτο πράγμα που ένιωσε ήταν η μυρωδιά του μέρους. Μύριζε πολλά και διαφορετικά πράγματα. Κατέβασε το παράθυρο και έκλεισε τα μάτια εισπνέοντας τον απογευματινό αέρα της Τζακάρτα.

"Είσαι καλά? ζαλίστηκες απο το ταξίδι?" της έπιασε το χέρι και άνοιξε τα μάτια της" είμαι καλά , απλά μαθαίνω το μέρος..με τον τρόπο μου" της χαμογέλασε , " θέλουμε μιάμιση  ώρα  για να φτάσουμε σπίτι , κοιμήσου"

Ο Άιντεν συνήθως όταν πήγαινε στην Τζακάρτα για δουλειές έμενε πάντα σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο , στο οποίο συνήθως στο λόμπι πετύχαινε πολλούς και απο τους εμπόρους που  έκλεινε τις δουλειές του. Ήταν ένας καλός χώρος γνωριμίας και συζήτησης για νέες επενδύσεις.

"έχεις δικό σου σπίτι?" του είπε με απορία

"ναι, τίποτα το ιδιαίτερο"

"είμαι σίγουρη πως θα μου αρέσει"

Όμως όταν έκανε βόλτες στις κακόφημες συνοικίες της Τζακάρτας , αναζητώντας ερωτική συντροφιά, επέλεγε να μην τις πάει στο ξενοδοχείο. Γι αυτό το λόγο είχε αγοράσει ένα μικρό σπίτι, νότια της Τζακάρτας, πολύ μακριά απο τους ουρανοξύστες της πόλης και το κυκλοφοριακό. Ήταν ένα ισόγειο σπίτι , σε ένα πολυσύχναστο δρόμο. Κάθε Τρίτη υπήρχε εκεί αγορά με κάθε είδους πράγματα, μπαχαρικά, φρούτα ακόμη και φαγητά που πουλούσαν οι πλανόδιοι. Το βράδυ όμως τα πάντα αλλάζαν στο δρόμο. Υπήρχε ένα μαγαζί με μουσική για καραόκε, πεταλούδες της νύχτας έστεκαν απέξω με πρόστυχο δυτικό ντύσιμο, μουσικοί έπαιζαν χάλκινα στα πεζοδρόμια για λίγες ρούπιες. 

Ήταν ένα μέρος που για πολλούς λόγους του άρεσε.

Όταν κανόνιζε την επίσκεψη τους , ζήτησε απο την γυναίκα που του καθάριζε το σπίτι να αγοράσει νέα σεντόνια και ένα καινούριο στρώμα. Εκείνη είχε γελάσει και μετά ζήτησε βιαστικά συγνώμη. 

Όταν άνοιξε τα μάτια της η Άννα, ο ουρανός απο το παράθυρο του αυτοκινήτου δεν φαινόταν.

"Δεν φαίνεται ο ουρανός" τεντώθηκε και έτριψε τα χέρια της καθώς ο καιρός είχε γίνει πια δροσερός .

Ο Άιντεν πάτησε ένα κουμπί απο το ταμπλό του αυτοκινήτου και ζεστός αέρας μπερδεμένος με τον αέρα της Τζακάρτας πλημμύρησε το αυτοκίνητο.

"Εδώ είναι απο τις ακριβές συνοικίες, γι αυτο και έχει τόσους ουρανοξύστες, στο μέρος που μένω όμως ο ουρανός φαίνεται, τα σπίτια εκεί έχουν το πολύ δυο ορόφους"

Στο δρόμο υπήρχε κίνηση, απο αυτοκίνητα, μηχανάκια , στα δεξιά ένα μικρό κάρο στολισμένο με πολύχρωμα υφάσματα, ένας μπερδεμένος πολιτισμός.

"Εδώ είναι το σπίτι σου ?" είπε σε λίγο ανυπόμονα.

Της χαμογέλασε. " όχι εδώ , θα φτασουμε σε λίγο "

Της χάιδεψε απαλά το πόδι.

"Έλα εδώ" της είπε αρκετά τρυφερά αν και κοφτά

"οδηγείς!" τα μάτια της Άννας άνοιξαν διάπλατα

Την τράβηξε απο το μπράτσο και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα, την κράτησε κοντά του κι εκείνη έγυρε σχεδόν στο μπράτσο του προσπαθώντας να μην τον εμποδίζει στην οδήγηση

"πεινάς?"

"πολύ"

"θα αφήσουμε τα πράγματα , να κάνουμε ένα ντουζ και πάμε για φαγητό, εκεί κοντά στο σπίτι έχει το καλύτερο Tempe όλης της Τζακάρτας. 

"Ανυπομονώ " του είπε ενθουσιασμένα και κοίταξε έξω την πολύβουη πόλη.

"Κι εγώ ανυπομονώ Άννα" της είπε καθώς άφησε το μοχλό του αυτοκινήτου και το έβαλε ανάμεσα στα γόνατα της. 



Το σπίτι ήταν μικρό , είχε σίτες απο ψάθα και μια πόρτα βαριά με τρεις μεταλλικές κλειδαριές. Ήταν ένας ενιαίος χώρος που το μόνο έπιπλο που δέσποζε ήταν ένα μεγάλο κρεβάτι σε αποικιακό στύλ, απο εκείνα που είχαν περιμετρικά τέσσερις στύλους με ξυλογλυπτα λουλούδια , σαν γαρύφαλλα, και στήριζαν έναν ουρανό με τούλι  άσπρο , μαζεμένο όλο σχολαστικά στον έναν στύλο.

Ο Άιντεν ακούμπησε τα δυο σακίδια κάτω και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν πως η φιγούρα της Άννας ήταν σαν ένα μικρό θαύμα μέσα σε αυτό το σπίτι. 

Στο σπίτι που είχε πληρώσει γυναίκες που της έμοιαζαν ελάχιστα, να τον κάνουν να ξεχάσει. Και τώρα εκείνη ήταν εδώ. Έμεινε ανέκφραστος να την κοιτά να επεξεργάζεται το σπίτι. Ένιωσε ελαφρά να ιδρώνει και κάθησε στην μοναδική καρέκλα του σπιτιού , μια παλιά με βενετσιάνικη ψάθα και κίτρινα λουλούδια στο ξύλο της.

"Το μπάνιο?" του είπε και της έδειξε σοβαρός την μοναδική πόρτα του σπιτιού. Την  είδε να μπαίνει μέσα και να αναφωνεί. Υπήρχε μια μπανιέρα απο λευκό μάρμαρο που στηριζόταν σε τέσσερα μπρούτζινα πόδια λιονταριού. 

"Είναι ωραία" έβγαλε το κεφάλι της απο την πόρτα και του χαμογέλασε.

Τον κοίταξε.

"Είσαι καλα?"

"Πολύ καλά Άννα"

Πήρε μια μεγάλη ανάσα και απόδιωξε την σκέψη αν όλο αυτό ήταν σωστό, αν σε λίγο θα έκανε το μεγαλύτερο λάθος της ζωής του. Την έδιωξε μακριά και δεν επέτρεψε να το ξανασκεφτεί.

"Να κάνω μπάνιο πρώτη εγώ ή εσύ?" του είπε χαμογελαστά.

Δάγκωσε τα χείλη του στην σκέψη να την γδύσει αργά ,πρώτα να της βγάλει τα σκουλαρίκια, την μπλε κορδέλα απο τα μαλλιά,  να ανοίξει ένα ένα τα  χρυσά κουμπιά απο το φόρεμα της, έπειτα να της κατεβάσει το εσώρουχο ,  να την αφήσει μπροστά του γυμνή τελείως και έπειτα να την βάλει στην μπανιέρα και να την πλύνει.

"Μπορείς να κάνεις μπάνιο πρώτη" της είπε και πήρε μια μεγάλη ανάσα. 

"όλα θα γίνουν" είπε σιγανά στον εαυτό του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top