οι κακοί οιωνοί
"Mην δειλιάζεις, οτι έγινε έγινε ας δούμε απο εδώ και στο εξής τι θα κάνουμε" της είπε κοφτά και της έκανε νόημα να περπατήσει δίπλα του. Επιτάχυνε το διστακτικό της βήμα και βρέθηκε να περπατά δίπλα του.
Την είχε φιλήσει με πάθος, την είχε φιλήσει τόσο δυνατά που της πόνεσε τα χείλη, δεν ήταν όνειρο, μήπως ήταν? τα χείλη της ακόμη πονούσαν , το κορμί της δεν μπορούσε να ηρεμήσει, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, να τον κοιτάξει στα μάτια δεν μπορούσε
"Δεν είναι οτι δειλιάζω αλλά-" προσπάθησε να ακουστεί φυσιολογική , την στιγμή που ο κόσμος της είχε συγκλονιστεί. Ο αφέντης την είχε αγγίξει ως γυναίκα, την είχε αγγίξει ερωτικά .
Η Άννα κοίταξε τα αναμμένα φώτα του σπιτιού, φωνές ανθρώπων ακουγόντουσαν καθαρά, ήταν πολλοί στην αυλή και περίμεναν τον ερχομό τους.
Όλοι ήταν ανάστατοι με τα λόγια της γριάς και πολλοί καλοθελητές ήταν εκείνοι που μετέφεραν στους άγγλους ιστορίες για εκείνη την γριά με τα θολά τα μάτια. Τις άκουγαν έντρομοι και γοητευμένοι μαζεμένοι σε μικρές παρέες.
"Έχει χάρισμα , όταν ήταν μικρή είχε προβλέψει και άλλο θάνατο" ακουγόταν απο τα χείλη των ντόπιων καθώς διάνθιζαν τις ιστορίες τους με υπερβολές κάνοντας τα μάτια των καλεσμένων να γουρλώνουν απο δέος.
"Που ήξερες οτι θα ..που ήξερες τι θα έκανα?" είπε διστακτικά η Άννα, μια απο τις ερωτήσεις τις πολλές που στοιβάζονταν στο νου της .
Ήθελε να τον ρωτήσει επίσης απο πότε ένιωσε για εκείνη ερωτικό ενδιαφέρον..
αν ήταν αλήθεια όσα της είπε στο γκρεμό..
μήπως..μήπως ήταν μια πράξη ελέους, μήπως εκβιαστικά τον έκανε να της πει πως θα γινει γυναίκα του?
Δάγκωσε τα χείλια της δυνατά απο ντροπή. Ήταν ολοκάθαρο ξαφνικά μέσα της. Τον εκβίασε οτι θα αυτοκτονήσει αν δεν την έκανε γυναίκα του, και ο αφέντης της είπε ναι , πως θα διαλύσει τον αρραβώνα του αρκεί να μην έπεφτε απο το γκρεμό.
Τότε κατάλαβε. Ήταν ένα ψέμμα όλο αυτό, το φιλί..αυτό το υπέροχο φιλί.. η υπόσχεση πως θα άφηνε την Έρικα.. όλα τα είπε για να μην αυτοκτονήσει, θα της έλεγε το οτιδήποτε αρκεί να μην το έκανε.
"Η Μάντις είπε οτι θα το κάνεις "
Δαγκώθηκε ξανά απο την ντροπή. Και για δεύτερη φορά της ήρθε να πεθάνει επι τόπου, σχεδόν προσευχήθηκε νοερά να γινόταν ένα θαύμα και η καρδιά της να σταματήσει να χτυπά, ο αφέντης νόμιζε πως όλα ήταν σχέδιο εκ μέρους της για να του χαλάσει την βραδιά
"Σου ορκίζομαι πως δεν της είπα κάτι, δεν ξέρω πως το κατάλαβε, δηλαδή η Μάντις διαβάζει τις σκέψεις και βλέπει το μέλλον και .." δαγκωσε ακόμη περισσότερο τα χείλια της. Οι δικαιολογίες της ακουγόντουσαν ανόητες. Αν και η ίδια ήξερε καλά πως δεν είχε πει τίποτα στην Μάντις και πως η γριά όντως είχε μαντικές δυνάμεις.
Την είχε προστατέψει , αν δεν το προφήτευε τώρα θα ήταν νεκρή
Κοντοστάθηκε. Σταμάτησε να περπατά.
Γύρισε και την κοίταξε.
"Σου είπα να μην δειλιάζεις"
"Δεν θέλω να μπω στο σπίτι..τι θα σκέφτονται για εμένα?"
"Να σε ενδιαφέρει μόνο τι σκέφτομαι εγώ για σένα" της είπε έντονα και το ύφος της την μπέρδεψε. Ήταν θυμωμένος μαζί της? νόμιζε πως όλα αυτά λοιπόν ήταν καπρίτσιο?
Μέσα της βεβαιώθηκε. Ένιωσε πως την μάλωνε σαν παιδί που έκανε αταξία. Ναι ..σίγουρα εκείνος σκεφτόταν τα χειρότερα. Ποτέ δεν την είδε ως γυναίκα. Εκείνο το φιλί, εκείνα τα λόγια του, ήταν όλα ψέμμα. Πως γίνεται ο αφέντης της απο την μια στιγμή στην άλλη να την πόθησε ως γυναίκα?
"Άιντεν"
η φωνή της Έρικας ακούστηκε μέσα στην νύχτα και σύντομα ξεπρόβαλλε η μορφή της
"Αγάπη μου είσαι καλά? Άννα είσαι καλά? τι έγινε? είμαστε όλοι ανάστατοι"
Η Άννα κατέβασε το κεφάλι ακόμη περισσότερο ντροπιασμένη. Ένιωσε μια φτηνή γυναίκα που εισέβαλλε στην ευτυχία ενός ζευγαριού , πως με δόλιο τρόπο προσπάθησε να τους χωρίσει. Πως τα είχε κάνει όλα έτσι? θα μπορούσε να είχε φύγει, αλλά όχι όλα πήγαν στραβά. Είχε καταστρέψει την γιορτή τους και ο αφέντης τώρα θα την μισούσε για όλο αυτό.
"Η Άννα είναι καλά. Είχε πάει μια βόλτα, τίποτα το ανησυχητικό, η Μάντις είναι πολύ γριά και μάλλον έχει αρχίσει να τα χάνει, κακώς έδωσα κι εγώ βάση στα λόγια της κι έτρεξα να την βρω"
Προσπαθησε εκείνος να δικαιολογήσει την κατάσταση, δεν ήθελε στο νησί να μαθευτεί τι πηγε να κάνει η Άννα. Όπως επίσης δεν ήθελε να μάθει κανείς για ποιο λόγο θα χώριζε την Έρικα. Έπρεπε να τα χειριστεί όλα με προσοχή. Το νησί ήταν μικρό και οι φήμες και οι ιστορίες θα εξαπλωνόντουσαν σαν φωτιά. Και δεν ήθελε κανείς να μιλάει για την Άννα.
Έπρεπε να δώσει χρόνο. Να ξεχαστει ο αρραβώνας πρώτα.
Κι έπειτα θα την έκανε δική του.
"Πρέπει να σου μιλήσω Έρικα"
Έβαλε το χέρι του στον ώμο της. Ήξερε πως την αδικεί. Το φεγγαρόφωτο διέγραψε το σχήμα των δαχτύλων του.
"Εγώ..εγώ πάω μέσα. Χίλια συγνώμη για όλα" ψέλλισε η Άννα και στους δυο και έτρεξε προς τα μέσα . Ο Άιντεν δεν έκανε κίνηση να την σταματήσει. Ήταν το καλύτερο να μην είναι μπροστά άλλωστε.
"Τι συμβαίνει?" ρώτησε ανάστατη η Έρικα, η γυναικεία της διαίσθηση αναβόσβηνε στο κόκκινο , όταν τα μάτια της πρόσεξαν τα δάχτυλα του Άιντεν.
Η χρυσή βέρα έλειπε απο το δάχτυλο του.
"Τι συμβαίνει Άιντεν?" η φωνή της σκληρηνε.
Ο Ντέιβιντ είχε δίκιο. Είχε απο την αρχή δίκιο. Ο Άιντεν και η μικρή είχαν ερωτική σχέση. Ήταν ανόητη που δεν τον άκουσε. Νόμιζε απλά πως ζήλευε γιατί τον είχε παρατήσει για τον Άιντεν. Η μικρή πρεπει να ζήλεψε και του έκανε σκηνή και εκείνος έτρεξε κατευθείαν απο πίσω της.
"Θέλω να μιλήσουμε για εμάς..για όλο αυτό.. αλλά προφανώς δεν είναι στιγμή αυτή"
Του κατέβασε με φόρα το χέρι του απο πάνω της.
"Περίμενες πρώτα να με αρραβωνιαστείς , να καλέσω την οικογένεια μου εδώ για να θυμηθείς πως έχεις κάτι να μου πεις?"
Την κοίταξε ευθεία στα μάτια.
"Οτι και να πεις , θα έχεις δίκιο"
Η Έρικα ένιωσε πως δέχτηκε ένα βίαιο ράπισμα στο μάγουλο της.
"Κάθαρμα" ψέλλισε και εκείνη την στιγμή κραυγές ακούστηκαν απο το βάθος. Και οι δυο κοιταξαν προς τα εκεί καθώς ο Άιντεν ξεκίνησε να τρέχει αναστατωμένος ανάμεσα απο το πλήθος της αυλής που κοιτούσε σαστισμένο οτι συνέβαινε.
Στην μέση της αυλής η Μαντλεν. Είχε πια ανέκφραστο ύφος σαν να μην ούρλιαξε δεύτερα πριν .
"Είναι νεκρή" είπε μόνο και κατέβασε το μαύρο βέλο της στο πρόσωπο της.
Το σώμα του Άιντεν παρέλυσε. Δεν μπορούσε να ανοίξει το στόμα του να μιλήσει. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
"Άιντεν"
Ο Μανού απο πίσω έτρεχε λαχανιασμένος μαζί με τους δυο γιούς του.
Στην επιστροφή απο το ηφαίστειο είχε βρει την Μάντις νεκρή . Απο πάνω της έστεκε ακίνητη η Μαντλεν.
"Σύνελθε Άιντεν" του είπε εκείνος τρομαγμένος. Το πρόσωπο του είχε χλωμιάσει.
"Η Μάντις .. Η Μάντις είναι νεκρή"
Το πλήθος στιγμιαία έμεινε ακίνητο και σε λίγα δεύτερα ζωντάνεψε συλλογικα με ψίθυρους που ολοένα αυξάνονταν.
Ο Άιντεν πέρασε το χέρι του μέσα απο τα μαλλιά του.
"Ανάθεμα " ψέλλισε χωρίς να ξέρει αν αναθεμάτιζε την μέρα, το βράδυ εκείνο, την τύχη του, ή την ζωή του ολόκληρη.
"Άιντεν" η Μαντλέν έπεσε αιφνίδια στην αγκαλια του κλαίγοντας " η καλή μας Μάντις πέθανε..σαν μάνα την είχα" τον έσφιξε πάνω της
"κι εσείς τι κοιτάτε όλοι? δεν βλέπετε πως έχουμε πένθος ? τι περιμένετε όλοι πια εδώ? τι θέλετε ?"
"Μανού " την έσπρωξε απο την αγκαλιά του αναστατωμένος " πάρε άντρες να την μεταφέρουν σπίτι"
"Το έκανα ήδη αφέντη , την φέρνουν σπίτι , σε λίγο θα είναι εδώ"
Έσπρωξε την Μαντλέν απο πάνω του καθώς η Έρικα με σιγανά βήματα στάθηκε δίπλα της. Αναζήτησε με το βλέμμα της τον Ντέιβιντ.
"Κακός οιωνός να πεθαίνουν στους αρραβώνες σου άνθρωποι" της ψιθύρισε σχεδόν τρυφερά η Μαντλέν καθώς σκούπιζε τα δάκρυα της.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top