ο αποχαιρετισμός

To βράδυ των αρραβώνων

Η Άννα γονάτισε μπροστά απο το ξύλινο μπαούλο της μητέρας της. Ένα μπαούλο που ήταν πάντα δίπλα απο το κρεβάτι της , κλειστό σαν δώρο χριστουγέννων που ήταν σε αναμονή να ανοιχτεί απο εκείνη.

Όλη την ημέρα δεν είχε κατέβει , δεν είχε βγει απο το δωμάτιο της. Μονάχα η Μάντις την γύρεψε κι εκείνη σαν την είδε δεν μίλησε . Της κράτησε σφιχτά μόνο τα χέρια και της είπε 

"Μην το κάνεις Άννα. "

Την αγκάλιασε σφιχτά και της είπε πως την αγαπά και πως στη  θέση της καρδιάς της θα ήταν πάντα σαν μια δεύτερη μητέρα για εκείνην. 

Και τώρα γονατισμένη μπροστά απο το μπαούλο, ήταν ολοκάθαρο μέσα της πως ήρθε η στιγμή να το ανοίξει. 

Απο το κάτω όροφο ακουγόντουσαν οι φωνές απο ένα πλήθος μαζεμένο, έφταναν σαν ένα συνοθύλλευμα ήχων ως το δωμάτιο της, φωνές και τσουγκρίσματα ποτηριών και γέλια, ένα μπερδεμένο συνοθύλλευμα, σαν σύννεφο στάθηκε πάνω απο το κεφάλι της. Όλα έμοιαζαν σαν μια μέρα με συννεφιά. Ήρεμη, σε παύση λίγο πριν απο την καταιγίδα, πήρε μια βαθιά ανάσα.

Άνοιξε με κόπο το βαρύ καπάκι του μπαούλου και απο μέσα ξεπετάχθηκε η αμυδρή μυρωδιά της μητέρας της. Και μέσα εκεί, τακτοποιημένα, διπλωμένα με φροντίδα τα προικιά της, που ένα ένα κέντησε η μητέρα της για όταν γινόταν νύφη. Τα έβγαλε με προσοχή , τα μύρισε ένα  ένα , τα έφερε στον κόρφο της σαν να αγκάλιαζε την μητέρα της,την μητέρα της  που η καρδιά της την πρόδωσε τόσο απότομα μια μέρα με ήλιο. Κανείς δεν περίμενε τον θάνατο εκείνο.

Στο πάτο του μπαούλου, δυο ζακετάκια πλεγμένα μωρουδιακά, το ένα με μπλε κορδέλα και το άλλο με ροζ. 

Τα κοίταξε με χαμόγελο. 

Εικόνες απο μια ζωή που θα μπορούσε να έχει, και όμως δεν θα αποκτούσε ποτέ. Εικόνες απο ένα όνειρο ήταν όλα. 

Στο τέλος ήταν το φόρεμα.

Το φόρεμα που κράτησε η μητέρα της για εκείνη. Δεν ήξερε γιατί. Ίσως γιατί ήταν το φόρεμα που η μητέρα της φορουσε πάντα σε κάθε γιορτή, την θυμόταν να το φοράει, ήταν όμορφη τόσο με αυτό το φόρεμα,απολάμβανε να τρίβεται πάνω της, να την αγκαλιάζει, η αίσθηση του μεταξιού ήταν εκεί. 

"Είσαι όμορφη μαμά" λόγια πλεγμένα με το παρόν, φαντάσματα και όνειρα  και φωνές εγγλέζων μπλεγμένα όλα στο ίδιο όνειρο.

'Το έβγαλε με προσοχή και στάθηκε μαζί του στο καθρέπτη. Το φόρεμα είχε το χρωμα της αιθάλης, όπως πάντα το μετάξι γινόταν μετά απο την  πολύ χρήση, σχεδόν είχε λιώσει, ήταν πολύ απαλό, πολύ λεπτό, ένα φάντασμα του παρελθόντος. Γδύθηκε και το φόρεσε με προσοχή. 

Στα μαλλιά της τα κοντά, τα άσχημα κουρεμένα , κάρφωσε ένα μικρό λουλούδι λεβάντας. 

Χαμογέλασε. 



Ο Άιντεν καθόταν όρθιος σε μια παρέα ανθρώπων που δεν θυμόταν καλά καλά τα ονόματα τους. Όλοι έδειχναν χαρούμενοι, γελαστοί και εγκάρδιοι, του έπιαναν το χέρι, του ζητούσαν την προσοχή, του μιλούσαν για λεφτά και επιχειρήσεις, για επενδύσεις κερδοφόρες κι  ευχές .. ευχές πολλές. Η Έρικα στριφογύριζε λαμπερή ανάμεσα τους. Ήταν η βραδιά της, η πρωταγωνίστρια όλων.

Τα είχε καταφέρει. Τα είχαν καταφέρει.

Η Μαντλέν έπινε ένα βαρύ ποτό. Ήταν ντυμένη στα μαύρα και όποιος την πλησίαζε , έλεγε πως πενθεί και πως να την συγχωρούν που δεν μπορούσε να συμμετέχει στην χαρά του σπιτιού.

"Ο άντρας μου βρέθηκε πνιγμένος πριν πέντε χρόνια στην λίμνη, μια λίμνη τοξική , δεν ξέρω αν αυτοκτόνησε ή αν τον έριξαν απο εκεί. Σημασία έχει πως πενθώ"

Σε μερικούς που την κοιτούσαν με συμπόνοια , έμπαινε και σε περιγραφές.

"Έχεις δει ποτέ πνιγμένο άνθρωπο?Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα , το πρόσωπο του ήταν τρομαγμένο, ήταν ημίγυμνος, το πουκάμισο που φορούσε εκείνο το βράδυ δεν το βρήκαμε ποτέ. Με αγαπούσε ξέρεις . Πολύ."

Κοιτούσε τον Άιντεν να κουνά το κεφάλι του συγκαταβατικά. Ένιωθε ηττημένη , χωρίς πολύ θυμό. Ένιωθε μονάχα μια πικρή γεύση στο στόμα της . Υπήρξε μαζί του ερωτευμένη. Πολύ πριν χαθεί ο άντρας της, πριν βρεθεί πνιγμένος στην λίμνη με μάτια ανοιχτά , χωρίς πουκάμισο.

"Ήταν καλός , αυτό θυμάμαι, ευγενικός ο άντρας μου. Με αγαπούσε. Πολύ. Ήμασταν παντρεμένοι έξι μήνες. Τον γνώρισα στην Τζακάρτα. Ξέρεις μου ζήτησε να παντρευτούμε μέσα σε μια εβδομάδα γνωριμίας. Τόσο πολύ ένιωσε έρωτα για μένα"

Σχεδόν μονολογούσε. Και έπινε. Η πικρη γεύση στο στόμα της ήταν εκεί, την κατέτρωγε. Κοίταξε έντονα τον Άιντεν. Εκείνος κοιτούσε προς την σκάλα. Ήταν αφοσιωμένος να κοιτά την σκάλα.

Γύρισε και την κοίταξε και η ίδια. Και τότε όλοι , όχι μαζί την ίδια στιγμή, αλλά αργά και σταθερά όλοι γυρισαν τα κεφάλια στο κεφαλόσκαλο: θα έβλεπαν μια νεαρή γυναίκα, με μάτια περίεργα, με όψη αλλοπρόσαλλη, μαλλιά κοντοκουρεμένα, με ένα φόρεμα σαν αερικό που κάλυπτε το σώμα της, λουλούδι στα μαλλιά της, να τους κοιτά σαν να τους έβλεπε μέσα απο ένα σπασμένο καλειδοσκόπιο.

Ήταν όμορφη σαν όνειρο, σαν το πρώτο ξημέρωμα μέσα στην νύχτα.

"Άννα" μουρμούρισε ο Άιντεν μαγνητισμένος απο την μορφή της, άφησε την παρέα του, προσπέρασε την Έρικα, την γιαγιά της, έναν τύπο που μιλούσε συνέχεια για διαμάντια, ήταν σαν να ήταν όλοι ένα ποτάμι και τα ύδατα ανοιξαν μεμιάς  και ένα μονοπάτι σχηματίστηκε που οδηγούσε προς εκείνη. Πήγε κοντά της.

"Τα μαλλιά σου..τι έκανες στα μαλλιά σου?" την κοίταξε αναστατωμένα.

Τον κοίταξε με χαμόγελο.

Φορούσε ένα κασμιρένιο κουστούμι, χωρίς γραβάτα, με μισάνοιχτο το πουκάμισο. Τα μαλλιά του ήταν αυστηρά χτενισμένα, οι έντονες γωνίες του προσώπου του καλυμμένες με ένα κοντο μούσι, περιποιημένο και αυτό, σχεδόν μιας μέρας.

"Έπρεπε να ξυριστείς" του είπε σαν να μην παρατηρούσε το έντονο βλέμμα του.

"Τι έχεις πάθει?"

Πήγε να την αγγίξει και το χέρι του έμεινε μετέωρο. Ήταν όμορφη, αλλοπρόσαλλη, ήταν μια γυναίκα μπροστά του απερίγραπτη , ήταν η Άννα και δεν ήταν. Το βλέμμα της έστεκε περίεργο. Ήθελε ξαφνικά να την πάρει μακριά απο εκεί, μακριά απο όλους, ήθελε να φωνάξει τους πάντες να σταματήσουν τις ευχές , τις μουσικές, τις συζητήσεις, ήθελε να μείνει μόνος του μαζι της.  

Η Άννα και αυτός. 

Όλο το κορμί του φώναζε πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

"Πότε έκοψες τα μαλλιά σου? τι έπαθες?" είπε ξανά

" Πάσχω απο έρωτα" του χαμογέλασε.

Χαμήλωσε το βλέμμα του και έπειτα το στήλωσε με θάρρος στα δικά της

"Μην μιλάς έτσι. Αρραβωνιάζομαι Άννα. Είναι η γυναίκα μου δυο μέτρα μακριά μας"

"Το ξέρω . Ζητώ συγνώμη, ορκίζομαι πως δεν θα σου δημιουργήσω πρόβλημα άλλο κανένα"

"Μην μιλάς έτσι" την μάλωσε, της έπιασε το χέρι αποτομα

"Είσαι όμορφη, η ομορφότερη όλων" 

"Μην μιλάς έτσι " τον μάλωσε με την σειρά του.

Ήταν ένα παράδοξο θέατρο, το ένιωθαν και οι δυο

"Συγχαρητήρια λοιπόν αγαπημένε μου, σου εύχομαι μέσα απο την καρδιά μου ευτυχία, αγάπη "

"Μην με κοτάς έτσι Άννα"

Τα μάτια της λαμπύριζαν στα όρια της ήσυχης τρέλας, του πόνου, της αποδοχής.

"Αγκαλιασέ με αφέντη, αγκαλιασέ με μια τελευταία φορά να σου πω ευχές , να σε φιλήσω για το καλό"

Την κοίταξε ταραγμένος

Την άγγιξε απαλά. 'Ενιωσε το μετάξι του φορέματος της πάνω στο κορμί του.

"Φίλα με . Φίλα με μια τελευταία φορά για να σου ευχηθώ, το θέλει το έθιμο, να φιλάμε τους ανθρώπους στην μεγάλη τους χαρά"

"Άννα" την έσφιξε απαλά πάνω του

Ένιωσε τα γένια του στο μάγουλο της καθώς του άγγιξε το δέρμα. Τον φίλησε αργά, σαν προσκύνημα.

"Σ'αγαπώ να το θυμάσαι"

"Μην μιλας Άννα, είσαι μικρή θα βρεις την αγάπη την αληθινή σε άλλους άντρες. Όλα θα πάνε καλά για σένα, σου το ορκίζομαι, θα έχεις τα πάντα στην ζωή σου, οτι ποθήσεις θα το έχεις, δεν θα σου λείψουν χρήματα ποτέ"

Τον έσφιξε πάνω της. " μην ανησυχείς αφέντη και το αποφάσισα να φύγω απο εδώ. Απο αυτό το σπίτι. Απο εσένα. Να θυμάσαι οτι σε αγαπώ"

"Μην μιλάς ..μην το λες αυτό Άννα..είναι ένα ξεμυάλισμα, δεν με αγαπάς. Να φύγεις Άννα , να φύγεις μακριά"

την έσφιξε πιο δυνατά πάνω του, έκλεισε τα μάτια του" δεν με αγαπάς, ακούς? ποτέ δεν με αγάπησες ως άντρα. Δεν συνέβη ποτέ..ποτέ αυτό" την έσφιξε πάνω του κι άλλο, σχεδόν την πονούσε " ναι ..αφέντη μου ..αφού έτσι το θέλεις..θα σου το πω και αυτό..ποτέ δεν σε αγάπησα, ηρέμησε , ηρέμησε αγαπημένε μου"

Προσπαθησε να μην κλάψει. 

Μύρισε την μυρωδιά του , προσπαθησε να κλείσει μέσα της αυτή την ανάμνηση.

"Άννα.." η βραχνή φωνή του φανέρωνε πόνο.

"Άιντεν."

Η φωνή της Έρικας σχεδόν παράξενα αυστηρή τους ξύπνησε απο το όνειρο.

"Θα έρθεις ? οι καλεσμένοι σε ζητάνε"

Η Έρικα κοίταξε αινιγματικά την Άννα

"Υπέροχο μαλλί " της είπε και της χαμογέλασε γλυκά.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top