ένα βήμα πριν το τέλος
Πριν πέσει το κορμί της στο χώμα , έξω ακριβώς απο την ανοιχτή πόρτα , ο Άιντεν με μια σβέλτη κίνηση την έπιασε και την σήκωσε στην αγκαλιά του, πριν καλα καλά καταλάβει οτι εκείνη λιποθυμούσε.
"ΆΝΝΑ" φώναξε ξανά και ξανά το όνομα της, με ένταση και τρόμο καθώς ο θυμός που σφυροκοπούσε το αίμα στις φλέβες του δεύτερα πριν , άρχισε να καταλαγιάζει απο το υπερμετρο φόβο πως η Άννα δεν ήταν καλά.
Την ίδια στιγμή ένιωσε σαν να διαλυόταν κάτι μέσα του που δεν ήξερε οτι υπήρχε. Κι όμως τον τύφλωνε .
"Τι έχει το κορίτσι?" η νεαρή κοπέλα που ήταν ήδη μέσα στο σπίτι, κόρη της γυναίκας που καθάριζε το σπίτι του Άιντεν έμεινε ακίνητη ." Να φωνάξω την μαμά μου? έχει λιποθυμήσει?"
"Άννα" εκείνος δεν της απάντησε τίποτα, τα μάτια του ήταν προσηλωμένα στο πρόσωπο της 'Άννας, τα χείλη της ροδινα και τα μάγουλα της κόκκινα έδειχναν να έχουν παραδοθεί σε υψηλό πυρετό. Την άφησε μαλακά στο αποικιακό κρεβάτι , παραμερίζοντας το τούλι που έπεφτε απο το ταβάνι των ξύλινων κιόνων χωρίς να ακουστεί ο παραμικρός τριγμός απο τις παλιές ξύλινες τάβλες.
"Φέρε νερό και πετσέτες." είπε στην κοπέλα χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει και μόνο όταν αντιλήφθηκε πως εκείνη καθόταν ακόμα ακίνητη επανέλαβε την διαταγή του ακόμη πιο επιτακτικά.
"Στο μπάνιο έχει πετσέτες και λεκάνη. Γέμισε νερό και φέρτο. Τώρα."
Άγγιξε μαλακά το μέτωπο της . Έκαιγε.
"Αναθεμα Άννα, δεν ήσουν όντως καλά"
Ανάθεμα το μυαλό σου Άιντεν, γι αυτό δεν κατέβαινε. Μου έλεγε αλήθεια και τώρα..
Έπνιξε την ενοχή που μεγάλωνε μέσα του. Όμως όσο και αν έπνιγε την μικρή αυτή ενοχή, πως την εξώθησε να τον κυνηγήσει, πως της είπε ψέμματα πως θα γυρέψει αλλη γυναίκα, τα υπολοιπα ψέμματα του ή μάλλον η απόκρυψη της μεγάλης αλήθειας, οτι εκείνοι οι δυο δεν ήταν αδέλφια, μια αλήθεια που εκείνος μόνο γνώριζε και σχεδόν σαδίστικα, εγωιστικά και αλλαζονικά την έκρυβε απο εκείνη, γιγαντώθηκε μέσα του.
Ένιωσε ανόητος. Ήταν ένας μεγάλος ανόητος. Τι προσπαθούσε να αποδείξει με όλα αυτά που έκανε?
"Άννα" είπε ξανά πιο μαλακά καθώςείδε τα βλέφαρα της να ανασηκώνονται αργά και με δυσκολία, λες και ο νόμος της βαρύτητας την εξωθούσε να υπακούσει να κλεισει πάλι τα μάτια της.
"Με ακούς Άννα? Λιποθύμησες. Έχεις πυρετό"
"Άιντεν" πρόφερε το όνομα του με δυσκολία καθώς η όραση της άρχισε να ξεθολώνει και οι μορφές μπροστά της να αποκτούν περιγράμματα. Ήταν στο σπίτι, στο σπίτι τους, στο κρεβάτι τους. Παρελθον και παρόν αναδεύτηκαν μέσα της σε ένα ευφάνταστο αμάλγαμα πραγματικότητας.
Ένιωσε μπερδεμένη.
Το κορίτσι έτρεξε κοντά στο κρεβάτι και άφησε την λεκάνη με τις πετσέτες.
"Δεν ξέρω γιατί -" πήγε να πει ο Άιντεν περισσότερο στον εαυτό του παρά στην Άνννα και καθώς έβρεχε την πετσέτα μέσα στην λεκάνη του νερού έκοψε την φράση του. Η Άννα είχε πυρετό. Τα υπόλοιπα θα έβρισκαν δικό τους χρόνο για να φανερωθούν.
Ναι. Ήταν ολοκάθαρο. Ήταν άντρας και εκείνη μια νέα κοπέλα . Τι σκεφτόταν? όφειλε να την προστατευει να την φροντίζει, όχι να την υποβάλλει σε δοκιμασίες , δοκιμάζοντας μια αγάπη που μπορούσε να ανθίσει και σε πιο πρόσφορο έδαφος και όχι σε τόσα αγκάθια που εκείνος σκορπούσε στο δρόμο τους απο έναν ανόητο εγωισμό.
Ένιωσε τα χέρια του να τρέμουν καθώς το λάθος του να εξωθήσει σε μια ύβρις την Άννα τον έκανε ξαφνικά να ντρέπεται. Δεν ήταν μήπως μεγαλύτερη ύβρις να παρασύρεις τον άλλον σε μια ύβρις?
Η Άννα ένιωσε την δροσιά στο μέτωπο της . Ο Άιντεν ακούμπησε προσεχτικά την βρεγμένη πετσέτα πάνω της, στο πρόσωπο της, στα μάγουλα της στο λαιμό της .Κρύες σταγόνες κύλησαν απο το βρεγμένο πανί, διέσχισαν το πρόσωπο της και καθώς κυλούσαν αργά προς το λαιμό της είχαν ήδη πάρει απο την θέρμη του κορμιού της.
"Συγνώμη που σε ακολούθησα . Δεν είχα το δικαίωμα" του είπε προσπαθώντας να ανασηκωθεί, προσπαθώντας να κοιτάξει στα μάτια του αλλά ο Άιντεν ήταν προσηλωμένος σε αυτό που έκανε. Δεν είχε μάτια να την κοιτάξει. Ένιωθε υπεύθυνος για όλο αυτό.
Ανάθεμα..είναι η μητέρα του παιδιού μου..κι εγώ..
Οι τύψεις του ξεπρόβαλλαν η μια μετά την άλλη. Χρειαζόταν μόνο να την νιώσει αδύναμη μια φορά στην αγκαλιά του για να γκρεμιστούν όλα τα προπύργια εγωισμού που έχτισε γύρω απο τον πληγωμένο ερωτά του.
"Μην ζητάς συγνώμη για τίποτα" μουρμούρισε ανάμεσα απο τα σφιχτά χείλη του και κοιταξε την κοπέλα που έστεκε σαν σκιά στο πλευρό του.
"Πάρε το πορτοφόλι μου, πάρε απο το φαρμακείο κάτι για τον πυρετό. Κάνε γρήγορα"
"Ναι αφέντη" έγνεψε η κοπέλα και πήρε στα χέρια της το δερμάτινο πορτοφόλι του Άιντεν.
Η Άννα την κοίταξε ντροπιασμένη.
"Δεν είχα δικαίωμα. "μονολόγησε " μπορείς να συνεχίσεις την ζωή σου κι εγώ-"
"Άννα" το όνομα στα χείλη του ακούστηκε σαν μια μικρή επίπληξη. Περίμενε να κλείσει η πόρτα πίσω του και έπειτα καθώς ξαναβουτούσε την πετσέτα στο κρύο νερό , την κοιταξε λοξα
"Δεν είναι αυτόν που φαντάζεσαι. Την μικρή την ξέρω εδώ και χρόνια είναι-"
"Αυτό δεν θα σε σταματούσε" είπε η Άννα χωρίς να το καλοσκεφτεί. Ναι είχε δικαίωμα να πάει με οποια θέλει, αλλά αυτή η σκέψη δεν μπορούσε να την κάνει να σταματήσει να ζηλεύει.
"Τι εννοείς Άννα? πως το έχω συνήθειο να-" ένιωσε ο θυμός να τον κατακλύζει. Πως μπορούσε να συγκρίνει αυτό που ένιωσε για εκείνη με την οποιαδήποτε?
Προσπαθησε να κυριαρχήσει στο θυμό του. Αυτό που προείχε ήταν να πέσει ο πυρετός της όχι να τσακωθούν.
"Είναι η κόρη της οικιακης βοηθού μου. Την πήρα τηλέφωνο να μου ανοίξει γιατί δεν είχα κλειδί του σπιτιού. Δεν την κάλεσα για να την-" σταμάτησε πάλι την φράση του καθώς η ηρεμία που προσπάθησε να συμπεριλάβει στην πρόταση του , ένιωσε να τον εγκαταλείπει.
Μα τι νόμιζε η Άννα? οτι την πέφτει σε κάθε μικρή που βλέπει μπροστά του? αυτό καταλάβε απο εκείνον?
"Πάντως αν ήθελες-"
"πάντως αν ήθελα τι?" της είπε με συγκρατημένη οργή. Τελικά το μετάνιωσε ? ούτε ζήλεια πια δεν νιώθει για εκείνον?
"Πάντως αν ήθελες είσαι ελεύθερος να κάνεις έρωτα μαζί της. Εχεις το δικαίωμα-"
"Ναι το ξέρω οτι έχω το δικαίωμα . Μου το είπες ξανά. Έχω το δικαίωμα να πάρει ευχή να κάνω έρωτα με όποια θέλω αρκεί να μην είσαι εσύ" την ίδια στιγμή πήρε την πετσέτα και την έριξε με δύναμη πίσω στο νερό κάνοντας μερικές στάλες να εκτοξευτούν και να ακουστούν σαν ηχώ μιας οργής που προσπαθούσε να καταπνίξει.
Η Άννα ανασηκώθηκε πλήρως.
"Δεν θέλω να τσακωθούμε"
"Ούτε εγώ αλλά είμαστε προφανώς πολύ καλοί σε αυτό. Καλύτερα να μην μιλάμε. Είμαστε κακό δίδυμο σε αυτό. Προέχει να πέσει ο πυρετός σου"
"Πιστεύεις οτι ήμαστε κακό δίδυμο οι δυο μάς ?" είπε πληγωμένα η Άννα.
Στάθηκε όρθιος απεναντί της. Τα μάτια τους στο ημίφως ζευγάρωσαν . Ο χρόνος έμοιασε να επιβραδύνεται και να ξαποσταίνει σε μια ακίνητη στιγμή. Όλες οι μνήμες του έρωτα τους αναδύθηκαν απο την λήθη. Τίναξαν την κίτρινη σκόνη απο πάνω τους και φάνταξαν μπροστά στα μάτια τους λαμπερες όπως όταν τις έζησαν.
Το μπάνιο στην λίμνη..η αγκαλιά τους κάτω απο τα πολύχρωμα αστέρια..το πρώτο φιλί..η παθιασμένη αναζήτηση της ηδονής των κορμιών τους ..η ζεστή Τζακάρτα γύρω τους έτοιμη να την εξερευνήσουν..και μνημες απο αισθηματα..αισθηματα που ξεπηδούσαν απο το χώμα της ψυχής τους σαν ορυκτά που φωσφόριζαν στο σκοτάδι. Απτά. Μπορούσαν να τα ψηλαφίσουν. Να τα αγγίξουν. Μπορούσαν μονάχα με αυτά να ζήσουν το υπολοιπο βιο τους χορτασμένοι απο την σκέψη οτι αγάπησαν και αγαπήθηκαν πολύ σε αυτή την μικρή ζωή που τους δόθηκε απο μια άγνωστη δύναμη.
Είχαν ερωτευτει , αγαπηθεί, είχαν ένα δικό τους παιδί.
"Άννα δεν ήμασταν ποτε κακό δίδυμο οι δυο μας. Τίποτα κακό δεν είχαμε οι δυο μας , εμείς..θέλω να ξέρεις Άννα..θέλω να σου πω οτι-"
"Άιντεν"
Και σε μια στιγμή δεν υπήρχε πια υβρις. Υπήρχε μόνο μια αγάπη που έστεκε παραπονεμένη γιατί δεν της δόθηκε χρόνος , μια αγάπη που ασφυκτυούσε να αναδυθεί στην επιφάνεια.
"Δεν είμαστε αδέρφια Άννα"
η φωνή του Άιντεν ακούστηκε επικαλλυμένη απο την φωνή της Άννας. Την ίδια στιγμή πάνω στην απολογία του ακούστηκε και η δική της φραση
"Δεν με ενδιαφέρει αν είμαστε αδέρφια"
Κι έπειτα σιωπή
"Τι εννοείς?" είπαν μαζί και οι δυο έπειτα απο ένα κενό χρόνου γεμάτο αμηχανία
Ο Άιντεν έμεινε σιωπηλός.
"Τι εννοείς ?" της ξαναείπε σαν να μην μπορούσε να περιμένει ούτε λεπτό
"Δεν..δεν με νοιαζει οτι είμαστε αδερφια. Θέλω να γίνουμε οικογένεια. Εγώ, εσύ και ο Ματίας. Αν θα ήθελες να γίνουμε οικογένεια..και ..εγώ κι εσύ να αγαπιόμαστε ..να με αγαπάς δηλαδή ως άντρας και εγώ ως γυναίκα..εγώ δέχομαι..αν το θελεις κι εσύ ..με καταλαβαίνεις?δέχομαι Άιντεν " η ανάσα της έβγαίνε γρήγορη " να ξεχάσουμε οτι ..δεν με ενδιαφέρει απο που προήλθαμε. Με ενδιαφέρει μόνο που πάμε. Και θέλω όπου μας πάει η ζωή να το κάνουμε μαζί. Ενωμένοι. Σαν αντρόγυνο. Νιώθω πως δεν υπάρχει άλλη επιλογη. Δεν θέλω να υπάρχει άλλη επιλογή"
Ο Άιντεν έμεινε ακίνητος . Τα χείλη του μισάνοιξαν χωρίς να αρθρώσει κουβέντα.Η καρδιά του σφυροκοπούσε μανιασμένα στο στέρνο του. Ένιωσε μια αλλόκοτη ευτυχία πλυμμηρισμένη απο ντροπή. Σαν να κέρδισε κάτι βρώμικα. Κάτι που δεν άξιζε να ακούσει. Κάτι που δεν έπρεπε να ακούσει και η Άννα δεν έπρεπε να φτασει στο σημείο να το πει.΄
Η φράση που περίμενε τόσο καιρό τώρα που είπωθηκε τον γέμιζε ντροπή. Την είχε εξωθήσει να πηδήξει απο το γκρεμό της λόγικής, της ηθικής ,μονάχα για να τον ανταμώσει. Δεν έπρεπε να την φέρει σε αυτό το σημείο. Έκανε ένα βήμα προς εκείνη.
"Άννα ακουσες εγώ τι σου είπα?" η φωνή του έτρεμε
"Εσύ ακουσες τι σου είπα?" είπε εκείνη αποφασιστικά. ΄΄Εκανε να σηκωθεί αλλά ένιωσε να ζαλίζεται.
"Μείνε ξαπλωμένη σε παρακαλώ" με μια μεγάλη δρασκελιά την πλησίασε και έκατσε στο κρεβάτι δίπλα της. Της έπιασε τα χέρια, τα έκρυψε μέσα στα δικά του.
Κοιτάξε βαθιά στα μάτια της.
Ξεφύσηξε. Ένιωσε λίγος. Ένιωσε πως η δεύτερη αλήθεια που της έκρυψε ήταν μεγαλύτερη απο την πρώτη. Δεν της είπε οτι ήταν αδέρφια τυφλωμένος απο έρωτα. Και αυτό μέσα του μπορεσε να το συγχωρέσει. Δεν έιχε ζητήσει να νιώσει έρωτα. Έτσι τα έφερε η ζωή. Δεν ήξερε για ποια ένοιωσε ποθο παρα μόνο όταν ήταν πια αργά.Κι επειτα δεν της είπε οτι δεν είναι αδέρφια απο τυφλωμένο εγωισμό. Αυτό πως μπορούσε να το συγχωρέσει μέσα του? η ύβρις απο εγωισμό έστεκε υπερμετρα μεγάλη για να την συρρικνώσει μέσα του. Ήταν αδικαιολόγητος.Της είχε κλέψει τον Ματίας..για όνομα..τι σκεφτόταν?
"Δεν είμαστε αδέρφια Άννα, ο Μανού με διαβεβαιωσε. Δεν είμαστε αδέρφια. Δεν έχουμε το ίδιο αίμα. Όλα ήταν ένα μεγάλο λάθος. Δεν ξέρω γιατί ο αδερφός μου πίστευε κάτι τετοιο, αλλά έκανε λάθος. Λάθος Άννα!"
Της είπε ξανά αυτή την φορά αποφασιστικά
Η Άννα χαμογέλασε αμήχανα.
Κι έπειτα σιώπησε. Σαν να ήταν κάτι πολύ μεγάλο για να το χωρέσει στο νου της.
"Τι εννοείς?" του είπε μπερδεμένη. Ίσως είναι απο τον πυρετό, ίσως κάτι να την μπερδεύει, ίσως οι λέξεις να παίζουν παιχνίδια μαζί της. Δεν γίνεται να μην είναι αδέρφια. Πήδηξε ένα γκρεμό λογικής για να τον συναντήσει. Μισήσε τον εαυτό της , πολέμησε με το νου της μέχρι να απελευθερωθεί απο την λέξη αδέρφια. Πως μπορεί να της λέει κάτι τέτοιο?
"Τι εννοείς Άιντεν?" είπε ξανά αυτή την φορά πιο ανυπόμονα και είδε τον Άιντεν να σκύβει το κεφάλι.
"ΕΦΕΡΑ ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΑ" ακούστηκε η τσιριχτή φωνή της κοπέλας στην πόρτα .
ο Άιντεν έκανε να σηκωθέι αλλά αστραπιαία η Άννα τον έπιασε με τα δυο χέρια της γύρω απο το λαιμό του . Η άνασα της καυτή βρήκε το πρόσωπο του που δεν έλεγε τωρα να σηκώσει.
"Τι εννοείς Άιντεν οταν λες οτι δεν είμαστε αδέλφια?"
"Μια αλήθεια υπαρχει σε αυτή την πρόταση. Και την καταλαβαίνεις"
Τώρα το αίμα της σφυροκοπούσε μανιασμένα στις φλέβες της και ο πυρετός ερχόταν κατα πάνω της σαν έξαψη που την γέμιζε με μια περίεργη μανιασμένη δύναμη. Ένιωσε στο χείλος ενος μεγάλου θυμού.
"Απο πότε το ξέρεις" του είπε αυστηρά και ο Άιντεν σήκωσε το κεφάλι .
"ΑΦΕΝΤΗ ΜΕ ΑΚΟΥΣ?ΕΦΕΡΑ ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΑ. ΑΝΟΙΞΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ"
"Σου μιλάω Άιντεν. Απο πότε το ξέρεις?"
Η ώρα της αλήθειας.
"Εδώ και μήνες Άννα."
"Είσαι-" έκοψε την φράση της καθώς η λέξη ήταν πιο αργή απο το χέρι της που τον χτυπούσε με όλη της την δύναμη.
.................................
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top