Χόρεψε πάνω μου
Μερικές μέρες μετά
"Και η Έρικα τι σου απάντησε?"
Το μαγαζί που είχαν κάτσει ήταν σε μια μικρή ψαραγορά. Οι ψαράδες ξεφόρτωναν τα δίχτυα τους στην προβλήτα και απο εκεί οι καταστηματάρχες αγόραζαν τα ψάρια τους. Ο Άιντεν προτίμησε να πάει μια μικρή βόλτα και να ελέγξει ο ίδιος τις ψαριές. Στο τέλος επέλεξε πολλά είδη οστράκων και τα πήγε ο ίδιος σε ένα μαγαζί για να τους τα σερβίρουν. Έκατσαν σε ένα τραπέζι δίπλα απο την θάλασσα καθώς ο ήλιος ήταν έτοιμος να κρυφτεί πίσω απο τους πρόποδες του βουνού.
"Ανοίγεις , αλατίζεις , ρίχνεις λεμόνι και ρουφάς" είπε κοφτά ο Άιντεν καθώς άνοιξε πρώτος το όστρακό του.
Το πλησίασε στα χείλη της και εκείνη έσκυψε προς το χέρι του.
"Είναι ωμό"
"Είναι ωραίο. Ρούφα το "
Άνοιξε ελαφρά τα χείλη της και ρούφηξε το εσωτερικό του όστρακου κάνοντας τον Άιντεν να χαμογελάσει.
"Ωραίο?" την είδε να το γυροφέρνει στο στόμα της διερευνητικά κι έπειτα να το καταπίνει.
"Ωραίο"
Οι άκρες των χειλιών της γυάλιζαν απο το λεμόνι.
"Εσύ δεν θα δοκιμάσεις ?"
Έσκυψε πάνω της απροειδοποίητα και της έγλυψε τα χείλη αργά κάνοντας το κορμί της να σκιρτήσει. Έπειτα γλίστρησε την γλώσσα του στο στόμα της βαθαίνοντας το φιλί τους. Όταν απομακρύνθηκε απο κοντά της ,εκείνη τον κοίταξε με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα.
"Έχει υπέροχη γεύση " της είπε και άνοιξε ακόμη ένα όστρακο.
"Η Έρικα θα φύγει σήμερα απο το νησί. Αυτό τακτοποιήθηκε ας μην το συζητήσουμε" το είπε αδιάφορα σαν να ήταν ένα θέμα ελάχιστης σημασίας. Την κοίταξε καθώς ρούφηξε το δικό του όστρακό. Ήθελε να κλείσει αυτή την συζήτηση. Δεν είχε νόημα να μιλάνε για την Έρικα.
"Αύριο επιστρέφουμε στο νησί μας"
"Αύριο?"
Της έγνεψε θετικά καθώς άνοιξε ένα όστρακο και της έκανε νόημα να σκύψει και πάλι προς το μέρος του. Την είδε να το ρουφάει και της χαμογέλασε αινιγματικά.
"Λοιπόν ..έχω πολλές δουλειές στο νησί και επίσης.."
Έβγαλε τα γυαλιά ηλίου του και την κοίταξε σοβαρός" κι εσύ έχεις πολλές ετοιμασίες γάμου"
(..)
Η Έρικα ακούμπησε κάτω τις τρεις βαλίτσες της. Ο Ντέιβιντ σε λίγη ώρα θα περνούσε απο το σπίτι για να την πάει στο λιμάνι.
Η Μαντλέν ήταν μόνη εκείνη την ώρα στο σπίτι. Καθόταν στην καρέκλα του καθιστικού, στην καρέκλα που συνήθιζε ο Άιντεν να κάθεται. Ήταν ντυμένη με ένα εντυπωσιακό μαύρο φόρεμα, πράγμα που πάντα έκανε την Έρικα να απορεί. Η Μαντλέν δεν έφευγε ποτέ απο το σπίτι και όμως κάθε πρωι την έβλεπε με χτενισμένα μαλλιά , προσεκτικά βαμμένη και ρούχα εντυπωσιακά λες και απο στιγμή σε στιγμή θα δεχόταν καλεσμένους σε δεξίωση.
"Φεύγω Μαντλέν"
Η μαυροντυμένη γυναίκα σήκωσε τα μάτια στην Έρικα. Στα γόνατα της ήταν αφημένο ένα άλμπουμ φωτογραφιών. Στο ένα χέρι της υπήρχε ένα τσιγάρο μέντας. Είχε σχεδόν καεί και οι στάχτες έπεφταν αργά πάνω στο ξύλινο δάπεδο .
"Φεύγεις?" της είπε σχεδόν σαν να βγήκε απο όνειρο. Έδειχνε σαν να είχε απορροφηθεί απο τις σκέψεις της.
"Δεν πιστεύω να νιώθεις έκπληξη γι αυτό? Ξέρεις Μαντλέν πως εγω και ο Άιντεν διαλύσαμε τον αρραβώνα μας. Και δεν υπάρχει λόγος να μένω πλέον εδώ. "
Δεν της είπε οτι προηγήθηκε ένα τηλεφώνημα απο τον Άιντεν. Δεν ανέφερε οτι έκλαψε στο τηλέφωνο καθώς ο Άιντεν κοφτά της ζήτησε να φύγει απο το σπίτι. Τον παρακάλεσε και τον ικέτεψε. Χωρίς αποτέλεσμα.
"Ναι..να φύγεις. " της μουρμούρισε ενώ την ίδια στιγμή γύρισε το βλέμμα της πίσω στην φωτογραφία του Έρικ. Την κοιτούσε χαμογελαστος , μαρμαρωμένος σε μια ατελείωτη στιγμή , στο μπράτσο του είχε περασμένο το χέρι της Μαντλέν.
Χαμογελούσε κι εκείνη .Πολύ.
"Κανένας δεν έπρεπε ποτέ να έρθει σε αυτό το σπίτι" είπε τέλος η Μαντλέν και η Έρικα δεν κατάλαβε αν μαυροντυμένη γυναίκα μιλούσε σ'εκείνη ή συζητούσε με τις φωτογραφίες.
Στο βάθος ακούστηκε ο βόμβος ενός αυτοκινήτου , μια αντρική φωνή και μια βαριά πόρτα ξύλινη να κλείνει.
Η Μαντλέν σήκωσε το κεφάλι της ξαφνιασμένα και είδε πως ήταν μόνη.Γύρισε το βλέμμα της στον Έρικ.
"Οι δυο μας μείναμε" του είπε καθώς οι αναμνήσεις χόρευαν μπροστά της.
"Και το όνομα σας?"
Απέναντι της , υπήρχε ο πιο γοητευτικός άντρας που είχε αντικρίσει ποτέ. Φαινόταν πως δεν ήταν Ινδονήσιος . Είχε γαλανά μάτια, φαρδιές πλάτες και κάτω απο την λευκή ρομπα του φαινόταν το ακριβό κουστούμι του.
"Μαντλέν" του απάντησε ταραγμένα και έκανε τιτάνειες προσπάθειες να μην σκύψει το κεφάλι.
Ήταν τριάντα ήδη χρονών και ήταν ανέγγιχτη απο άντρα.
"ΜΑΝΤΛΕΝ"
Η μητέρα της κατάκοιτη τα τελευταία δώδεκα χρόνια έστεκε απλωμένη σαν φάλαινα στον ήλιο.
"Λερώθηκα" της είπε κοφτά και ο Έρικ της έγνευσε συγκαταβατικά.
"Έχω και άλλους ασθενείς να δω"
"Φυσικά"
"Αλλά θα ξαναπεράσω"
Η Μαντλέν χαμογέλασε . Είχε χρόνια να χαμογελάσει έτσι.
"Φυσικά" του απάντησε ενώ η μητέρα της φώναξε για δεύτερη φορά ακόμη πιο απαιτητικά.
Η Μαντλέν μεγάλωσε στο νησί της Ιάβας. Η μητέρα της ήταν γαλλίδα και ο πατέρας της έμπορος μπαχαρικών. Την είδε όταν εκείνη ήταν δώδεκα. Την ζήτησε σε γάμο και οι γονείς της του είπαν πως ακόμη δεν είχε περίοδο και πως θα έπρεπε να περιμένει πρωτα να γίνει γυναίκα.
Πήγαινε στο μικρό κορίτσι μικρές γυαλιστερές χάντρες για δώρα και κούκλες . Καθόταν σε μια γωνιά και την άκουγε να τραγουδά και να παίζει.
Την ήθελε παράφορα. Τα βράδια ανέβαζε πυρετό στην σκέψη της.
Ένα απογευμα μετά απο δυο χρόνια η μικρή δεν εμφανίστηκε στο καθιστικό. Η μητέρα της μπήκε στο σαλόνι και κοίταξε με χαμόγελο τον έμπορο μπαχαρικών που μύριζε πάντα κάρυ και σαφράν.
"Η Αλίσια έγινε γυναίκα"
Σε δυο μήνες την παντρεύτηκε.
Στα δυο χρόνια πάνω η Αλίσια είχε αποκτήσει την πρώτη κόρη τους και το μοναδικό παιδί τους. Ο έμπορος γρήγορα όμως κατάλαβε πως η γυναίκα του ήταν πολύ ανώριμη για να μεγαλώσει την κόρη τους. Την ξεχνούσε και την παραμελούσε. Πολλές φορές δεν την τάιζε.
"Η Μαντλέν θα πάει στις καλόγριες. Θα της μάθουν τρόπους , θα την φροντίζουν" της είπε ένα βράδυ μετά απο πολύ σκέψη ο έμπορος.
Δεν ακούστηκε αντίρρηση. Η Μαντλέν θα κατέληγε σε μια μονή καλογριών , που ξυπνούσαν μέσα στο βράδυ για να δοξολογήσουν τον κύριο. Της φορούσαν μαύρα ρούχα , ένδειξη πένθους για τον χαμό του Κυρίου τους και ήδη όταν ήταν εννιά ετών ήξερε απ'έξω όλους τους ύμνους του Δαυίδ.
Οι γονείς της θα την επισκέφτονταν κάθε σαββατοκύριακο. Ο πατέρας της θα την φιλούσε σταυρωτά και η μητέρα της θα της πήγαινε κάθε φορά δώρο κούκλες και γυαλιστερές χάντρες που στον ήλιο όταν της σήκωνες αποκτούσαν μαγικές διαθλάσεις.
Όταν έγινε 18 ετών , δυο καλόγριες μπήκαν στο κελί της.
"Οι γονείς σου είχαν ατύχημα κορίτσι μου. Ο Κύριος πήρε κοντά του τον πατέρα σου"
Απο το τροχαίο η μητέρα της κατέληξε παράλυτη. Μετά την κηδεία η Μαντλέν επέστρεψε σπίτι .
Ανέλαβε να την φροντίζει. Μια δουλειά σκληρή που απαιτούσε δύναμη. Η μητέρα της έτρωγε τόσο πολύ που κάθε φορά που έπρεπε να την αλλάζει έκανε πάνω απο μια ώρα. Μέχρι που τα χέρια της έγιναν σκληρά. Πολύ σκληρά.
Ήταν ελάχιστες οι στοργικές κουβέντες της μητέρας της σε εκείνη.
"Είσαι τυχερή που δεν θα παντρευτείς. Να ευγνομωνείς την μητέρα σου που σε απάλλαξε απο αυτή την κόλαση" ήταν δεδομένο πως θα την φρόντιζε. Η μητέρα της δεν ήθελε άλλον πέρα απο την κόρη της.
Η Μαντλέν είχε αποδεχτει πως δεν θα παντρευόταν. Ο Κύριος της έδωσε μια ένδοξη ζωή να υπηρετεί την μητέρα της, πράγμα σημαντικό και θεάρεστο όπως της είπαν οι μοναχές .
Χτένιζε την μητέρα της κάθε πρωί. Της φορούσε καλά φορέματα και την έβαφε.
Εκείνη πάλι ήταν ντυμένη στα μαύρα. Συνήθειο απο την μονή που έζησε πλάι στις καλόγριες χρόνια.
Το βράδυ προσευχόταν στον Κύριο. Ένιωθε να αμαρτάνει .
Ένιωθε τις αμαρτίες σαν τρικυμία και εκείνη να βουλιάζει μέσα της.
Ένιωθε το κορμί της να σπαρταρά απο πόθο.
Όταν ο κρεοπωλης έκοβε με φόρα το κρέας.
Όταν τα αγόρια πείραζαν πρόστυχα τις μικρές τσιγγάνες της πάνω γειτονιάς.
Προσευχόταν τότε στον Κύριο να μην έχει αμαρτωλές σκέψεις. Να μην λιποταχτήσει στο θεάρεστο έργο που της έδωσε ο Κύριος της.
Μέχρι που γνώρισε τον Έρικ.
Ήταν τριάντα χρονών. Το κορμί της είχε χάσει ήδη το νεανικό της σφρίγος.
Αλλά ο πόθος..
"Έρικ.." μονολόγησε το όνομα του σαν να έτρωγε σοκολάτα σε μέρες νηστείας.
"Τι μονολογείς εσύ?" της είπε η μητέρα της και η Μαντλέν για πρώτη φορά την κοίταξε θυμωμένα.
Το ίδιο βράδυ δεν θα προσευχόταν. Χάιδεψε τον εαυτό της και σκέφτηκε τον Έρικ να της χαμογελά.
"Έρικ" πρόφερε το όνομα του αργά και χάιδεψε το πρόσωπο του που την κοιτούσε χαμογελαστό στην φωτογραφία.
Ρούφηξε το σβηστό τσιγάρο της .
(...)
"Έχω άγχος πως θα το πούμε στην Μαντλέν?" είπε η Άννα καθώς αναζήτησε την νυχτικιά της.
Ο Άιντεν δεν απάντησε τίποτα. Πήρε κάτω απο το κρεβάτι το κουτί που είχε φυλαγμένο. Το είχε αγοράσει την μέρα των γενεθλιων της .
Έκαστε στην ξύλινη καρέκλα και το περιεργάστηκε.
Πήρε το πούρο του και το άναψε. Άφησε τον καπνό να ξεχυθεί στο μικρό δωμάτιο.
"Μην φορέσεις αυτό" της είπε κοφτά και της έκανε νόημα να πλησιάσει.
"Τι είναι? Για μένα ? δώρο?"
Της χαμογέλασε αινιγματικά.
"Φόρεσε τα κι έλα σ'εμένα"
Η Άννα έσκυψε και πήρε το κουτί στα χέρια της. Πάνω στο χαρτί είχε χρυσά καλλιγραφικά γράμματα και έδειχνε πως έκρυβε κάτι ακριβό.
"Είναι ρούχα?"
"Πήγαινε στο μπάνιο και φόρεσε τα αγάπη μου " ρούφηξε απο το πούρο του και άφησε τον καπνό αργά προς το μέρος της.
Τα μάτια του ήταν σκοτεινά . Έκανε την Άννα να ριγήσει. Ήξερε αυτό το βλέμμα. Ένιωσε έντονη περιέργεια για το εσωτερικό του κουτιού.
"Καλά" ψιθύρισε και έτρεξε στο μπάνιο.
Στήριξε το κουτί στην μπανιέρα και το άνοιξε προσεκτικά.
Υπήρχαν μαλακά αρωματισμένα χαρτιά τα όποια προσεκτικά παραμέρισε. Στο βάθος είδε τακτοποιημένες τις μαύρες δαντέλες. Τις πήρε στα χέρια της. Νόμισε πως ήταν εσώρουχα αλλά..
Γυρόφερε την μαύρη δαντέλα στα χέρια της. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως ακριβώς φοριέται.
Ο στηθόδεσμος ήταν δεμένος με κορδέλες απο μετάξι ..κατέληγαν σε ένα εσώρουχο που..
Το γύρισε ανάποδα χωρίς να καταλαβαίνει πως μπορεί να φορεθεί. Το μικρό εσώρουχο είχε ζαρτιέρες και μέσα στο κουτί είχε μαύρες κάλτσες . Ήταν τόσο απαλές που φοβήθηκε πως θα τις χαλάσει. Στο πάτο του κουτιού υπήρχε ένα δεύτερο κουτί. Το άνοιξε με περιέργεια και είδε μαύρες ψηλές γόβες.
Δάγκωσε τα χείλη της .
Κοίταξε πάλι τα εσώρουχα.
Ο Άιντεν ήθελε να την δει έτσι ντυμένη?
Πήρε μια μεγάλη ανάσα.
Αν αυτό του άρεσε..
Έβγαλε τα άσπρα εσώρουχα της.
Πήρε στα χέρια της το περίεργο ύφασμα και προσπάθησε να καταλάβει πως φοριέται. Είχε πολλά σκοινιά και μικρές τρύπες σε σημεία που δεν έπρεπε.
Τα μάγουλα της κοκκίνισαν.
Θα έστεκε μπροστά του.. ντυμένη έτσι?
Κοίταξε το είδωλο της στο καθρέπτη. Φαινόταν ..
Φόρεσε προσεκτικά τις μακριές κάλτσες και τις έδεσε στις απολήξεις του εσωρούχου της. Τέλος πέρασε στα πόδια της τα ψηλοτάκουνα παπούτσια. Δεν είχε φορέσει ποτέ κάτι αντίστοιχο. Φοβήθηκε πως δεν θα μπορούσε να περπατήσει.
Κοίταξε το κορμί της. Φαινόταν προκλητικό..ένιωσε ξαφνικά σαν να ήταν μια άλλη γυναίκα.
Και ήταν ένα αίσθημα περίεργο.
Ίσιωσε το κορμί της και έκανε μερικά βήματα μέσα στο μπάνιο.
Χαμογέλασε στο είδωλο της.
Έβρισκε το κορμί της πολύ όμορφο με αυτά ..ένιωθε ..
Χτένισε τα μαλλιά της και πήρε μια μεγάλη ανάσα. Άνοιξε την πόρτα.
Μπορεί να τα είχε επιλέξει μόνος του.
Να την είχε φανταστεί να τα φορά.
Αλλά καμία φαντασία δεν τον είχε προετοιμάσει για αυτό το θέαμα.
"Υπέροχη" ψέλλισε καθώς την είδε πάνω στις γόβες της να τον κοιτά σοβαρή λες και περίμενε την έγκρισή του. Οι ρόγες της φαινόταν μέσα απο το διάτρητο ύφασμα. Το μικρό εσώρουχο της έδενε στις ζαρτιέρες και το κορμί της φαινόταν συνταρακτικά ηδονικό . Το κορμί του έσφιξε απο απίστευτο πόθο.
Προσπάθησε να πάρει μια μεγάλη ανάσα. Η Άννα έστεκε μπροστά του προκλητική .
Προσπάθησε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του.
Χωρίς να πάρει τα μάτια του απο το κορμί της ξεκούμπωσε το παντελόνι του με γρήγορες κινήσεις και έβγαλε έξω τον ανδρισμό του.
Χτύπησε το γόνατο του δυο φορές επιτακτικά.
"Έλα και χόρεψε πάνω μου" της είπε κοφτά καθώς η Άννα τον πλησίασε αργά και ανέβηκε πάνω του.
"Κάτσε" της είπε και η φωνή του ακούστηκε σαν διαταγή.
Τα μάτια της έλαμψαν. Σκέφτηκε πως ίσως όλο αυτό να το έκανε και με τις πόρνες που έφερνε σε αυτό το σπίτι. Ζήλεψε. Ζήλεψε ξαφνικά πολύ όλα τα γυναικεία κορμιά που είχε αγγίξει εκείνος. Και θέλησε να είναι για εκείνον η καλύτερη. Να τις ξεχάσει όλες.
Δεν θα έδειχνε ντροπή. Ο Άιντεν ..ο Άιντεν το ήθελε όλο αυτό και θα του το έδινε. Ήταν ο άντρας της.
"Ναι ..αφέντη"
Ο Άιντεν έγυρε πίσω το κεφάλι του καθώς η Άννα τον πήρε μέσα της αργά.
"Ανάθεμα Άννα..με τρελαίνεις"
..............
Στο επόμενο κεφ ξεκινάει το τρίτο μέρος της ιστορίας -
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top