Τον πρώτο καιρό
Τον πρώτο καιρό
Τον πρώτο καιρό η βροχή δεν έλεγε να κοπάσει. Τα σύννεφα έστεκαν βαριά λίγο πιο πάνω απο την σκεπή του αποικιακού σπιτιού που βρισκόταν στην άλλη άκρη της Τζακάρτας. Κάπου εκεί στο βάθος υπήρχε μια πολύβουη ασταμάτητη ζωή που η Άννα ίσως απο πείσμα και εγωισμό προς εκείνον αρνιόταν να βγει . Έμενε κλεισμένη στο σπίτι και όταν η βροχή σταματούσε έβγαινε έξω στην αυλή που είχε θεριέψει και πρασινίσει και έκανε βόλτες κρατώντας στο κόρφο της το μικρό άγγελο της.
"Μπορείς να βγεις βόλτα ξέρεις στην πόλη. Δεν χρειάζεται να είσαι κλεισμένη εδώ όλη μέρα. Δεν είσαι φυλακισμένη, μην προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω άσχημα γιατί ειλικρινά δεν με νοιάζει τι νιώθεις και τι σκέφτεσαι για εμένα "
Ο Άιντεν την ακολουθούσε με επιτηδευμένο αδιάφορο ύφος έξω στην αυλή ενώ εκείνη εξίσου αδιάφορα σιγοτραγουδούσε στο μωρό ένα νανούρισμα που της έλεγε η Μάντις όταν ήταν μικρή.
"Ανάθεμα, σου μιλάω Άννα. "
"Σε ακούω"
Αλλά το βλέμμα της δεν του το έδινε.
"Έχεις χρήματα, μπορείς να βγεις έξω, υπάρχει οδηγός και αυτοκίνητο να πας όπου θέλεις."
" Σου άρεσε η πόλη καποτε" είπε την τελευταία φράση σχεδόν γρήγορα , θυμίζοντας χωρίς να το θέλει και στους δυο πως ο πρώτος που ξενάγησε την Άννα στην πόλη ήταν εκείνος. Τότε την κρατούσε απο το χέρι και όλα φάνταζαν όμορφα. Ακόμη και όταν ήξερε πως η απλή κίνηση να την κρατά απο το χέρι ήταν ένα κλέψιμο ζωής.
"Δεν είμαι φυλακισμένη? " το αθώο ύφος της έκρυβε ειρωνία
"Όχι δεν είσαι. Ή θέλεις να δείχνεις πως σε έχω φυλακίσει για να μου το καταλογίσεις και αυτό? Μπορείς να πάρεις την Ρεμέδιος αν θέλεις ..να σου δείξει τα μαγαζια αν φοβάσαι πως θα χαθείς"
"Την Ρεμέδιος" τόνισε με στόμφο το όνομα της ερωμένης του νιώθοντας μια αδικαιολόγητη πίκρα στην άκρη της γλώσσας της.
παρατήρησε τα χαρακτηριστικά της να σκληραίνουν ελαφρώς. Και τότε σκέφτηκε πως ίσως δεν θα ήταν πρεπον άλλο αυτή η συμβίωση. Αν και δεν τον ένοιαζε καθόλου πως ένιωθε η Άννα και το ηθικό του πράγματος.Αυτά άλλωστε τα είχε προσπεράσει χρόνια πριν εξαιτίας της.
"Θα φύγω σε λίγες μέρες για το νησί." της δήλωσε κοφτά. Εξάλλου δεν θα καθόταν εκεί περισσότερο απο όσο χρειαζόταν να τακτοποιήσει όλες τις ανάγκες του γιου του.Ήξερε πως η Άννα δεν τον ήθελε κάτω απο την ίδια στέγη με εκείνον.
Σταμάτησε το νανουρισμα στην στιγμή, όπως και το βήμα της. Γύρισε και τον κοιταξε ξαφνιασμένη.
"Και θα μείνω μόνη με το μωρό?μόνη σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι?"
"Θα έχεις την Ρεμέδιος"
Τα μάτια της άστραψαν και άφησε το μωρό στην ψάθινη κούνια δίπλα της
"Αλήθεια Άιντεν? θα την αφήσεις εδώ μαζί μου για να σου λέει όλες τις κινήσεις μου? μήπως φοβάσαι πως θα το σκάσω πάλι?"
Την πλησίασε με βήμα αργό και μεθοδευμένο. Τα γκριζογάλανα μάτια του την κοιταξαν στωικά.
"Δεν πρόκειται να το σκάσεις γιατί θα έχεις καταλάβει ως τώρα οτι όπου και να πας θα σε βρω και θα πάρω πάλι πίσω τον γιο μου"
"Κτήνος!"
Την είδε να ξεχειλίζει απο οργή αλλά δεν ήταν αρκετό για να τον κάνει να αποσώσει τα λόγια του. Δεν τον αφορούσε πως νιώθει, άσε που όλες τις μέρες που είχαν περάσει κάτω απο την ίδια στέγη, η Άννα μόνο ένα βλέμμα του επέστρεφε: ένα οργισμένο βλέμμα .
Όπως το δικό του άλλωστε.
"Θα φροντίσω πριν φύγω τότε να σου βρω μια άλλη γυναίκα να σε βοηθάει με το σπίτι και με το μωρό"
Την είδε να θυμώνει ακόμη περισσότερο και το οτι δεν μπορούσε να ικανοποιήσει με τίποτα αυτό το θυληκό που του τάραζε όλη την ζωή τον θύμωνε ακόμη περισσότερο"ποιό είναι τώρα το πρόβλημα Άννα? δεν θέλεις την Ρεμέδιος, δεκτό. Σου λέω θα σου βρω άλλη γυναίκα και με κοιτάς με μάτια γεμάτα θυμό. Ποιό στα κομμάτια είναι το πρόβλημα τώρα? δεν θα την επιλέξω μόνος θα είσαι στο πλευρό μου, θα την επιλέξουμε μαζί. "
Την είδε να προσπαθεί να κερδίσει μια αυτοκυριαρχία που είχε απωλεσει μέρες πριν . Την είδε να προσπαθεί να μιλήσει, διατηρώντας μια ηρεμία ,κάτι που τον έκανε να του κεντρίσει την προσοχή. Εκείνη δεν είχε κάποιο πρόβλημα άλλωστε να του δείχνει την απέχθεια της στο πρόσωπο του. Τώρα γιατί προσποιείται την ήρεμη?
"Και η Ρεμέδιος ? Θα την απολύσεις?"
Την κοιταξε με περιέργια
"όχι..θα επιστρεψει στα καθήκοντα της."
Την είδε να σηκώνεται πάνω σαν να την εκτόξευσε ελατήριο και διόρθωσε την κουβέρτα του μωρού .. μετά κοιταξε τα μαύρα σύννεφα.
"Και τα καθήκοντα της ..είναι?"
"Να φροντίζει το σπίτι μου. Τι συζήτηση είναι αυτή? απο πότε σε ενδιαφέρουν οι υπάλληλοι μου?" της είπε κοιτώντας το προφιλ της που πεισματικά κοιτούσε τον ουρανό.
Δεν του απάντησε τίποτα, αλλά μια νευρικότητα διαπέρασε το κορμί της. Σχεδόν διέκρινε τα χείλια της να τρεμοπαίζουν
"Σου μιλάω Άννα. Είναι σκηνή ζήλιας όλο αυτό? αφού ξέρουμε και οι δυο πως δεν σου καίγεται καρφί για το τι κάνω"
Χωρίς να τον κοιτάξει σήκωσε το μωρό στην αγκαλιά της ξεχνώντας την μικρή γαλανή κουβέρτα στο χρώμα των ματιών του.
"Είσαι ανυπόφορος " του είπε μέσα απο τα δόντια της, αφήνοντας τον Άιντεν να σκέφτεται αν η Άννα γνώριζε για τον διπλό ρόλο της Ρεμέδιος. Σίγουρα το υποψιαζόταν. Αν και εκείνος δεν είχε δώσει το παραμικρό δικαίωμα . Αλλά όλο αυτό το ξέσπασμα..
Φυσικά ..και κάτι κατάλαβε.Ίσως η Ρεμέδιος να της έδωσε δικαιώματα.. Και θυμώνει τώρα που το παιχνίδι της έχει βρει άλλο ενδιαφερον!
"Να μην σε νοιάζει τι κάνω στην προσωπική μου ζωή!θελησες εσύ καιρό πριν να εξαφανιστείς απο αυτήν"
της φώναξε λίγο πριν μπει στο σπίτι εκείνη κάνοντας την Άννα να χτυπήσει με φόρα την μεγάλη ξύλινη πόρτα πίσω της.
"Δεν με νοιαζει τι κάνεις Αιντεν!"
Αν κάποιος έμπαινε στο σπίτι εκείνο τον πρώτο καιρό θα αντίκρυζε ένα ζευγάρι λιοντάρια. Μόνο αυτή η εικόνα θα μπορούσε να περιγράψει τα ήσυχα δειπνα που μοιράζονταν. Δυο λιοντάρια που κάθε φορά που κοιτάζονταν ήταν μια αναμέτρηση μίσους έτοιμα να χιμήξουν ο ένας στον άλλον. Παρ'όλα αυτά όσο το μωρό ήταν ανάμεσα τους χωρίς να το συζητήσουνε υπήρχε μια άτυπη ανακωχή. Εκείνη μπορεί να τραγουδούσε ή να θήλαζε το μωρό είτε εκείνος να το κρατούσε στην αγκαλιά του μιλώντας του, καθώς η Άννα ξεφύλλιζε τα βιβλία απο την μεγάλη βιβλιοθήκη της σάλας.
Η Ρεμέδιος γυρόφερνε δίπλα τους νιώθωντας μια βαθιά ικανοποίηση . Όχι για τις άτυπες σιωπές τους, την προσωρινή παύση εχθροπραξιών για χάρη του παιδιού, αλλά περισσότερο για τις φωνές και τους καυγάδες που ακουγόντουσαν έπειτα αργά το βράδυ. Μπορεί ο Άιντεν να μην την πλησίαζε ως γυναίκα εκείνες τις μέρες , μα ήξερε σίγουρα πως κι εκείνη την μικρή πλανεύτρα όταν την πλησιαζε δεν ήταν για καλό. Και το αντίστροφο.
"Θα φύγω Άννα αύριο το βράδυ" της είπε μετά απο ένα ακόμη σιωπηλό δείπνο. Είχε στην αγκαλιά του τον γιο του και το μωρό πια τον κοιτούσε με χαμόγελο. Τον είχε μάθει και τον αποζητούσε συχνά με τα χεράκια του απλωμένα , ακόμη και απο τον κόρφο της Άννας. Κάτι που έκανε την Άννα να νιώθει άσχημα.
Είχε κάνει άσχημα που στέρησε απο το μωρό της τον πατέρα του?
Είχε γυρισμένη την πλάτη της και έτσι δεν μπορεσε να δει πως το χείλος της το δάγκωσε επαναληπτικά μη μπορώντας να βρει κάτι να πει.
Εννοείται ήθελε να φύγει εκείνος.
Κοίταξε στην άλλη άκρη την Αμαράντα. Μια γυναίκα που αν και ήταν γύρω στα πενήντα , έδειχνε πιο μεγάλη εξαιτίας των βαθιών ρυτίδων που αυλάκωναν το μέτωπο της. Φορούσε σκουλαρίκι στην μύτη και είχε τατουάζ στα χερια της τα σύμβολα της θρησκείας της . Είχε δυο μεγάλα μαύρα μάτια και θύμιζε στην Άννα την Μάντις. Δεν μιλούσε πολύ αλλά αυτό δεν την πείραζε την Άννα. Το μωρό της κάθε φορά που την αντίκρυζε χαμογελούσε. Ο Άιντεν δεν την ήθελε αλλά η Άννα επέμενε. Ένιωθε σιγουριά μαζί της.
"Έχεις την Αμαράντα δεν θα έχεις κάποιο πρόβλημα να μείνεις μόνη. Αν χρειαστείς κάτι θα το κανονίσω εγώ"
Και πάλι η Άννα δεν είπε τίποτα,.
Είχε την Αμαράντα και δεν τον χρειαζόταν στο ελάχιστο
Τον ένιωσε πως σηκώθηκε και άφησε το μωρό . Αλλά δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Ακούστηκαν τα βήματα του στο πάτωμα και έπειτα μύρισε το άρωμα του . Στεκόταν πίσω της. Έσκυψε μάλλον λίγο προς εκείνη γιατί τώρα μπορούσε να νιωσει την καυτή ανάσα του στην καμπύλη του λαιμού της
"Θα φύγω το πρωι Άννα "της είπε ηρεμα, σαν να της απέδιδε ηττημένος μια νίκη
Όχι ακόμη Άιντεν
Δεν είπε τίποτα εκείνη. Δάγκωσε πάλι το χείλος της και έπλεξε τα δάχτυλα της νευρικά
"Πες κάτι Άννα"
Πες πως δεν θέλεις ακόμη να φύγω. Πες το Άννα.
"Καλό ταξίδι αφέντη " του απάντησε θυμωμένα.
Η λέξη της τον χτύπησε σαν βέλος στοχευμένο στα μηλίγγια. Που πήγε η γλυκιά κοπέλα που γνώριζε και αντικαταστάθηκε τώρα με αυτο.. το ...το..αυθάδη.. εκνευριστικό..θηλυκο που δεν άντεχε να κοιτά λεπτο χωρίς να του φεύγει η διάθεση να την πνίξει
"Με ειρωνεύεσαι?"
Η Άννα κοιταξε το μωρό σαν να του θύμιζε πως δεν είναι ώρα για τετοιες κουβέντες και ο Άιντεν σταμάτησε την κουβέντα αμέσως.
Επέστρεψαν πίσω σε εκείνο, ένας συνδετικός κρίκος ζωής. Η πηγή της ένωσης τους. Στάθηκαν και οι δυο απο πάνω του. Το φορεμα της Άννας ελαφρά άγγιξε το λινο παντελόνι του Άιντεν. Κοίταξαν και οι δυο το αγόρι τους.
Πως κάτι τόσο όμορφο προέκυψε απο κάτι τόσο κακό?
Σκέφτηκε η Άννα καθώς ακόμη μια σκέψη της πέρασε απο το νου.
Πως γίνεται η αγάπη που ένιωσα για εκείνον να είναι ύβρις? η αγάπη μπορεί να είναι καλή και κακή ταυτόχρονα?
Κι έπειτα ήταν τα βράδια εκείνα που τα λιοντάρια γυρόφερναν μέσα στα δωμάτια τους σαν φυλακισμένα θηρία , έτοιμα να γκρεμίσουν τα πάντα για να βρεθούν κοντά στον άλλον. Ήταν τα μάτια που δεν έκλειναν στο σκοτάδι, ήταν τα κορμιά και των δυο που πάλλονταν απο θυμό και έκανε το αίμα στις φλέβες να κυλά ζωντανό , ήταν μια φράση που παίδευε τον άλλον που ειπώθηκε πάνω σε μια φευγαλέα στιγμή σε μια συζήτηση και μέσα στο σκοτάδι , καθώς πάλευαν με τα σεντόνια , η λέξη αποκτούσε σκιές και γινόταν θεριό .
"Με αποκάλεσε αφέντη με ειρωνία. Ποιά νομίζει οτι είναι? μήπως αμφισβητεί πως δεν διαφεντεύω το νησί μου δίκαια? μήπως κι εκει με θεωρεί ανάξιο?"
"Με την Ρεμέδιος..Σίγουρα βιάζεται να φύγει απο το σπίτι για να μείνει μαζί της. Για ποιο λόγο με έσυρε απο την άλλη ακρη της γης? για να αφήσει τον γιο του?
Και κάπως έτσι ..είτε ο ένας ..είτε ο άλλος έκανε το πρώτο βήμα..
..μέσα στο σκοτάδι αναζητούσαν τον άλλον , όταν πια κοιμόταν το μικρό αγόρι, για να ζητήσει ο ένας εξηγήσεις,
ο άλλος να αποδώσει κατηγορίες.
και πάλι να χιμήξουν ο ένας στον άλλον, ίσα για να δώσουν στο σώμα τους αυτό που ο νους δεν μαρτυρούσε ως επιθυμία. Να αγγίξει ο ένας τον άλλον με οποιοδήποτε τρόπο.
Εκείνο το τελευταίο βράδυ βγήκαν και οι δυο απο το δωμάτιο τους την ίδια στιγμή.
Βρεθήκαν στην μέση του σκοτεινού διαδρόμου
και κοιτάχτηκαν.
"Συνέβη κάτι με το γιο μου?" της είπε αναστατωμένος. 'Οπως κάθε φορά.
"Με τον γιο μας"
"επιτέλους !το παραδέχεσαι οτι είναι και δικός μου"
"Δεν είπα ποτέ το αντίθετο!"
"Ναι αλλά αυτό δεν σε εμπόδισε να κρύψεις την υπαρξη του απο τον πατερα του"
"και εσύ τον έκλεψες απο την μητέρα του"
"γιατι πάντα το γυρνάς εκεί? δεν σε αντέχω Άννα"
"ΟΥΤΕ ΕΓΩ"
Ανάσες.
Ανάσες μέσα σε ένα αδιέξοδο θυμό.
"Τελικά θα μου πεις αν ο μικρός είναι καλά ?"
"Μόνο αυτό σε ενδιαφέρει"
"τι νόμιζες οτι θα με ενδιαφέρει? μήπως εσύ?"
Γέλασε ειρωνικά στο σκοτάδι εκείνος . Γέλασε με έπαρση.
Και μετά το ύφος του άλλαξε και αναζήτησε τα μάτια της .
Είδε τα μάτια της Άννας να λαμπυρίζουν απο δάκρυα.
"Τι συμβαίνει?"της είπε αναστατωμένος και την πλησίασε. Έκανε να την αγγίξει και κατέβασε το χέρι πάλι κάτω
"Άννα. Τι συμβαίνει?" επανέλαβε την ερώτηση του με μεγαλύτερη αναστάτωση, αυτό που της είπε σίγουρα δεν την ενόχλησε. Τόσα και άλλα τόσα του εχει πει αυτές τις μέρες, τόσα και αλλα τοσα θα μπορουσε να της πει . Η Άννα τον μισούσε. Είχε ένα αδιαπέραστο τοίχος θυμού.
"Τίποτα που να σε αφορά και στην τελική θα ήσουν ο τελευταίος Άιντεν που θα μοιραζόμουν μαζί του τις σκέψεις μου. Μείνε μακριά μου"
Έσφιξε τα δόντια του." ο μικρός είναι καλά? ακόμη να απαντήσεις"
"Είναι!Eίναι μια χαρά!"
"Τίποτα άλλο δεν με ενδιαφέρει εκτος απο αυτό. Εχεις δικιο " είπε κοφτά μέσα απο τα δόντια του και την άφησε μόνη στο σκοτάδι.
Αλλά το ίδιο βράδυ πήγε δυο φορές ως την κάμαρα της ετοιμος να μπει μέσα και να την ρωτήσει γιατί δάκρυσε και δυο φορές επέστρεψε πίσω στο δωμάτιο του βρίζοντας θεους και δαίμονες.
Την επομένη μέρα θα έδινε το μωρό στην Αμαράντα να το δώσει σε εκείνον για να τον αποχαιρετήσει. Εκείνη θα καθόταν κρυμμένη πίσω απο τις κουρτίνες της κάμαρας της . Θα τον έβλεπε να φυλάει τον γιο τους και να το αφήνει στην αγκαλιά της Αμαράντας.
Θα τον έβλεπε να σκύβει το κεφάλι προς το χώμα .
Θα τον έβλεπε δίχως να σηκώσει το κεφάλι του ούτε μια στιγμή προς το παράθυρο της κάμαρας της, θα τον έβλεπε να μπαίνει μέσα στο μεγάλο μαύρο πολυτελές αυτοκίνητο και να φεύγει.
Έβρεχε όταν έφυγε εκείνος.
Και θα έβρεχε για πολλές μέρες ακόμη .
Θα έβρεχε ενώ εκείνη έμενε άυπνη να τον σκέφτεται.
Πως μπορεί η αγάπη που ένιωσα να είναι κακή?
Σκεφτόταν στα άγρυπνα βράδια της κοιτώντας την αγάπη του Άιντεν και την δική της ζευγαρωμένη στο κορμάκι του μικρού άγγελου της.
Η ύβρις της χαμογελούσε αινιγματικά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top