Το φιλί του

Eυλαβούμαι , Ανάγκη 

οτι εσύ έπλασες το συνεχές του κόσμου

το δώς μου ,το δεν έχω του.

Αλλά τον έρωτα όχι, όχι εσύ , Ανάγκη

τον έρωτα τον έπλασε ο θάνατος 

απο άγρια περιέργεια 

να εννοήσει τι είναι η ζωή.

(Κική Δημουλά, Ποιήτρια)

Ο μεσημεριανός ήλιος πύρωνε την επιδερμίδα της Έρικας. Το νησί της μύριζε άσχημα , αιτία το θειάφι. Κάθε τόσο έφερνε στην μύτη της ένα μαντήλι ποτισμένο με έλαιο λεμονιού και εισέπνεε με ένταση προσπαθώντας να αντέξει την οσμή.

"Άιντεν!" κούνησε το χέρι της με ενθουσιασμό. Εκείνος ίσα που φαινόταν στο μέσο του λατομείου. Μια κίτρινη ομίχλη απο θειάφι κάλυπτε τα πάντα. 

Κίτρινα και ζεστά τα πάντα , η ζωή θύμισε σαν στιγμή εν μέσω ονείρου.

"Άιντεν" του φώναξε ξανά και έφερε μηχανικά το μαντήλι της στην μύτη της. Τον είδε με αργά βήματα να πλησιάζει σε εκείνη. Ξεχώριζε ανάμεσα σε όλους τους εργάτες, όχι λόγω των ρούχων του, άλλωστε ήταν απλά ντυμένος αν και πιο καθαρός απ'όλους, αλλά εξαιτίας της σωματικής του διάπλασης. Ο Άιντεν ήταν ένας αντικειμενικά όμορφος και πολύ γοητευτικός άντρας. Ένιωθε τυχερή που η μοίρα της απέδωσε έναν τέτοιο άντρα και δεν είχε πρόβλημα να συμβιβαστεί με όσα δεν της άρεσαν

Είχε παγερά μάτια όταν του έλεγε οτι τον αγαπά, άκαμπτος σαν φώλιαζε στην αγκαλιά του τα βράδια μετά τον έρωτα τους. 

"Έρικα" την πλησίασε και κοίταξε δίπλα της τον εξίσου αναψοκοκκινισμένο Ντέιβιντ. Εκείνος και η Έρικα είχαν ανακαλύψει ως τώρα  δυο κοινά : Αγαπούσαν με πάθος τα ορυκτά και δεν άντεχε το δέρμα τους τον ινδονήσιο ήλιο.

"Ο Ντέιβιντ έχει κάνει διατριβή για τα παγόβουνα, είναι απίστευτο αλλά έζησε πριν έρθει εδώ για καιρό στην Αλάσκα"

Ο Ντέιβιντ κοίταξε διστακτικά τον Άιντεν. Του έκανε εντύπωση πως του εμπιστεύτηκε την μέλλουσα μνηστή του , όταν πριν μέρες ο ίδιος άντρας τον είδε να γίνεται έξαλλος απλά γιατί τον είδε να μιλάει με την προστατευόμενη του.

"Ήμουν σίγουρος πως θα βρίσκατε θέματα συζήτησης" είπε εκείνος αδιάφορα και κοίταξε μηχανικα προς την εξόρυξη. Ύστερα σαν να θυμήθηκε την παρουσία των δυο γύρισε και συμπλήρωσε την φράση του " είχα εκκρεμότητες που έπρεπε να λυθούν, σ'ευχαριστώ Ντέιβιντ που της κράτησες συντροφιά"

"Κανένα πρόβλημα Άιντεν , η μέλλουσα μνηστή σου φαίνεται εξαιρετική " 

"Χαίρομαι" του απάντησε ανέκφραστα και κοίταξε το ρολόι του. "Θα πρέπει να πάμε απο το γραφείο μου Έρικα, δεν είναι μακριά απο εδώ, μερικά τηλέφωνα πρέπει να κάνω και  μετά μπορούμε να γυρίσουμε στο σπίτι"

Ο Ντέιβιντ έβγαλε την ίδια στιγμή το καπέλο του προς την Έρικα και σχεδόν έκανε μια ανεπαίσθητη υπόκλιση σε εκείνη

"χάρηκα εξίσου για την γνωριμία Ντέιβιντ"

Ο νεαρός Αμερικάνος κοίταξε διστακτικά τον  Αιντεν που όμως ήδη είχε προπορευτεί κάνοντας την Έρικα να τρέξει απο πίσω του. 

Το γραφείο του ήταν όντως κοντά στο λατομείο. Είχε ένα γραφείο απο μαόνι και η μυρωδιά απο τα κανελόδεντρα που ήταν φυτεμένα στο προαύλιο χώρο έκανε την ατμόσφαιρα υποφερτή για την ευαίσθητη όσφρηση της. Τον έβλεπε σοβαρό να μιλά κοφτά στο τηλέφωνο, να κανονίζει τις δουλειές του και το μόνο που σκεφτόταν ήταν το χθεσινό τους βράδυ.

Ο Άιντεν ήταν καλός εραστής . Χθες όμως είχε μια ένταση το κορμί του, που την μετέδωσε με άγριο τρόπο σε εκείνη, σχεδόν την πόνεσε , ξανά ποτέ άντρας δεν την είχε αγγίξει ξανά έτσι. Φώναζε και ικέτευε απο κάτω του , καθώς άκουγε και τον ίδιο να αφήνει απο πάνω της ερωτικές ιαχές.

Τα μάγουλα της ανάψαν στην χθεσινή θύμηση. 

Δεν μπορούσε να ξεχάσει το χθεσινό τους βράδυ.

Αργά πήγε προς την πόρτα και γύρισε το κλειδί. Ο Άιντεν που μιλούσε ασταμάτητα στο τηλέφωνο, παρόλο που είδε την κίνηση αυτή δεν έδειξε κάποια αντίδραση. Την είδε να τον πλησιάζει και να ανεβαίνει πάνω στο γραφείο απο μαόνι. 

Την είδε να σηκώνει το φόρεμα της . Τα λευκά πόδια της, ψηλά και καλλίγραμα εμφανίσθηκαν και με μια αργή κίνηση με ένα χαμόγελο παιχνιδιαρικο , αργά άνοιξε τα πόδια της. 

"Θα μιλάς για ώρα?" του είπε σχεδόν αισθησιακά. Τον ήθελε ξανά. Και αυτός θα την θέλει. Κανένας άντρας δεν κάνει έρωτα έτσι σε μια γυναίκα με αυτό τον τρόπο αν δεν την θέλει παράφορα.

Δεν θα πρέπει να αμφιβάλλει για τα αισθήματα του.

Τα μάτια της λαμπύρισαν , πήρε στα χέρια της το αντρικό του χέρι, σκληρό και τραχύ, και έβαλε τον αντίχειρα του στο στόμα της . Το ακούμπησε αργά με την γλώσσα της καθώς ο Άιντεν ενώ την κοιτούσε ,σταμάτησε να μιλάει στο τηλέφωνο. Κάλυψε το ακουστικό με το ένα του χέρι.

"Όχι" 

είπε κοφτά και συνέχισε να μιλάει σαν να μην συνέβη τίποτα. Η Έρικα κάθησε αμήχανα στην καρέκλα δίπλα απο το παράθυρο χωρίς να τον διακόψει ξανά απο τις δουλειές του.



"Άννα...Άννα μου..είναι τρέλα όλο αυτό δεν το βλέπεις?"

Ο Ριζ δεν μπορούσε να καταλαβει την φίλη του. Στα μάτια του την έβλεπε χαμένη, αδύναμη, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεχόταν όλο αυτό , απλά μπορούσε να φύγει , απλά μπορούσε να πάει για σπουδές

"Να κάνεις μια νέα αρχή, να γνωρίσεις μέρη, ανθρώπους"

Έστεκε αμίλητη .

"Δεν πληγώθηκα εγώ Άννα απο τους εραστές μου? Με είδες να τους παρακαλώ? να πέφτω στα πόδια τους? Ούτε που ασχολιόμουν μαζί τους, έλεγα δεν θέλεις εσύ  μια, δεν θέλω εγώ δέκα. Μπορείς εύκολα να αγαπήσεις άλλους δέκα, τι νομίζεις οτι είναι η αγάπη? αγάπη και έρωτας υπάρχουν παντού , σε κάθε γωνιά, άνοιξε τα μάτια σου και δες την αλήθεια"

Έστεκε αμίλητη. 

Ακίνητη. 

Δεν μπορούσε να τον αφήσει. Δεν μπορούσε να προσπεράσει την αγάπη που ένιωθε.



Το βράδυ στο τραπέζι η Άννα σέρβιρε . 

Η Έρικα μιλούσε με ενθουσιασμό για τον Ντέιβιντ .

Η Μαντλεν κάπνιζε. 

Ο Άιντεν δεν κατέβηκε για φαγητό. 

"Αφέντη" του χτύπησε την πόρτα απαλά . Ήταν στο γραφείο κλεισμένος απο την στιγμή που επέστρεψαν με την Έρικα. 

"Τι θέλεις?"

Άνοιξε την πόρτα με το ένα χέρι της και στο άλλο κρατούσε ένα δίσκο. " Σου έφερα να φας στο γραφείο"

"Δεν θέλω" 

Τον παράκουσε. Προχώρησε στο γραφείο του, που ήταν γεμάτο έπιπλα σε αποικιακό στυλ. Στο βάθος η βιβλιοθήκη του που η Άννα συνήθιζε να δανείζεται τα βιβλία του. Μια βιβλιοθήκη φορτωμένη με κάθε είδους βιβλία, μια συλλογή που είχε ξεκινήσει απο τον παππού του Άιντεν , έπειτα απο τον πατέρα του και  κάποια λίγα ήταν του αδερφού του.  

"Τελευταία δεν ακούς καθόλου" μουρμούρισε καθώς την είδε να του παίρνει απο τα χέρια το βιβλίο και να αφήνει το δίσκο. 

"Πρέπει να φας"

"Πρέπει να φύγεις" 

Του χαμογέλασε σαν να της είπε κάποιο αστείο με την γρήγορη αντίδραση του κι εκείνος σαν να βυθίστηκε σε όνειρο αφέθηκε και χαμογέλασε. 

Ένα χαμόγελο περίεργο καθώς τα μάτια του λαμπύριζαν απο την λάμψη της Άννας. Μύριζε λεβάντα έντονα. Σκέφτηκε αν το κορμί της ολάκερο είχε αυτή την μυρωδιά.

"Μυρίζεις όμορφα" σχεδόν της είπε μαγνητισμένος, παρασυρμένος απο μια σκέψη που ήθελε να κόψει αλλά δεν μπορούσε. 

Ήταν σαν να βυθίστηκε σε όνειρο. Σαν να ξέχασε για λίγο ποιά ήταν η γυναίκα που είχε απέναντι του.

"Κι εσύ αφέντη. Πάντα μυρίζεις όμορφα " 

Της χαμογέλασε. Ζεστά . Σχεδόν γοητευτικά. 

Την ίδια στιγμή έκρυψε το πρόσωπο του μέσα στα χέρια του . Έτριψε τους κροτάφους του.

Ήταν δύσκολο. Του ήταν δύσκολο να την έχει μέσα στο σπίτι.

Σηκώθηκε πάνω  και την πλησίασε. Τα χέρια του αργά άγγιξαν τα μαλλιά της που έπεφταν μπροστά στο πρόσωπο της. Τα άγγιξε σαν κάτι εύθραυστο, μαγνητισμένος απο την ίδια του την κίνηση, τα άγγιξε απαλα ξέροντας πως είναι ίσως η τελευταία φορά που τα άγγιζε. Τα τράβηξε προς τα πίσω και το πρόσωπο της στρογγυλο εμφανίστηκε σαν λουλούδι που ανοίγει τα πέταλα του.

"Μυρίζεις τόσο όμορφα Άννα" είπε ξανά χαμένος στα μάτια της, δυο μάτια περίεργα με ένα βλέμμα που όταν ήταν μικρή και τον βρήκε ξαπλωμένο στην παραλία, του είχαν κάνει εντύπωση. Είχε το βλέμμα γυναίκας που κάνει έρωτα, ένα βλέμμα αφύσικο για το μικρό της ηλικίας της.

Μα τώρα τόσο ταιριαστό .

Είχε κορμί γυναίκας. Δεν ήταν πια εκείνο το νεαρό κορίτσι που τον κοιτούσε με μια περίεργη ερωτική αθωότητα.

 Έσκυψε προς το πρόσωπο της.

Τα μάτια της διεστάλθησαν , η καρδιά της χτυπούσε έντονα.

"Θέλω να φύγεις Άννα. Μακριά απο το σπίτι  αυτό" η χροιά του ερωτική ερχόταν σε αντίθεση με την ουσία των λόγων του. Το ένιωθε, το ένιωθε στο κορμί του οτι εκείνη μπορούσε να τον λυγίσει. Να λυγίσει μια απόφαση ζωής.

Στα μάτια της μια περίεργη ηρεμία και θλίψη

"Δεν μπορώ ,σταμάτα να μου το ζητάς, δεν μπορώ να το κάνω αυτό αφέντη, απλά άφησε με να σε υπηρετώ.. άφησε με να φροντίζω εσένα ..και ..και την γυναίκα σου .. τα παιδιά σου και ορκίζομαι, ορκίζομαι στους θεούς της Μάντις πως ξανά ποτέ δεν θα σου πω-"

Η ανάσα του έγινε βραχνή σχεδόν ένιωθε την ανάσα της στα χείλη του , μια ανάσα καυτή που έκαιγε το σώμα του, διέγειρε τον ανδρισμό του, ξεσήκωνε ένα ασίγαστο πάθος που χρόνια τώρα πάλευε να νικήσει

"Σταμάτα να μιλάς Άννα" κοίταξε τα χείλη της

"Σου ορκίζομαι πως δεν θα είμαι βάρος"

Την πλησίασε κι άλλο, η μυρωδιά του σώματος της ήταν εθιστική

"Ορκίζομαι αφέντη να είμαι υπακουη απλα άσε με να μείνω κοντα σου"

Τα χείλη της δυο κόκκινα πέταλα που άνοιγαν μπροστά του προκλητικά

"Ανάθεμα Άννα σταμάτα να μιλάς"

Η Άννα ρίγησε καθώς ένιωσε την ανάσα του,  μυρωδιά σανδαλόξυλου και πράσινου σαπουνιού ,την αγκαλιασαν νοερά, εισχώρησαν απο τους πόρους του δέρματος  της, μια πυρκαγιά ανεξέλεγκτη στα σκέλια , στο νου της ,στην καρδιά της. 

"Α-αφέντη.." τραυλισε 

 ένα ελαφρύ τρίξιμο, ένας βρυχηθμός του ηφαιστείου δόνησε  το σπίτι

 η Άννα τρόμαξε καθώς  εκείνος..εκείνος την έπιασε απο τα μπρατσα δυνατά, πλησίασε τα χείλη της , λίγο ακόμη και θα τα άγγιζε 

"Α..αφέντη" η Άννα ένιωσε να ζαλίζεται ,λίγο ακόμα και τα χείλη τους θα γινόντουσαν ένα

Της δάγκωσε το κάτω χείλος με δύναμη

Αντιστεκόμενος στην ύβρη , πνίγοντας την πυρκαγιά

"Αχ!" αναφώνησε η Άννα χωρίς να κουνηθεί απο την θέση της.

"ΦΥΓΕ ! ΦΥΓΕ ΑΠΟ ΕΔΏ ΤΩΡΑ" της ούρλιαξε καθώς η Άννα τρομαγμένη πισωπάτησε και άρχισε να τρέχει, αλλά όσο και να έτρεχε ο πόνος του παράξενου φιλιού του ήταν εκεί να την καίει. 

Έπεσε στα γόνατα στο μέσο της αυλής, κοίταξε το ηφαίστειο και έφερε τα δάχτυλα της στο σημείο που την πόνεσε.

Ένιωσε μια επωδυνη γλύκα να την κατακλύζει, ένα πάθος που όμοιο του δεν ήξερε αν υπάρχει.

Σε τέσσερις μέρες ήταν ο αρραβώνας. Το πλήρωμα του χρόνου πλησίαζε.

Η Μάντις με ένα αιχμηρό ξύλο μέσα στην νύχτα χάρασσε στην σκονισμένη αυλή σύμβολα προστασίας. Προστασίας απέναντι στο επερχόμενο κακό που σιγόβραζε .

"Μάντις.." το ηφαίστειο ψιθύρισε το όνομα της.

"Δεν θα σε προδώσω "  απάντησε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top