Το ταξίδι
Τις επόμενες μέρες το σπίτι ήταν πλημμυρισμένο απο μια αναστάτωση και έναν αναβρασμό. Μια ένταση που ο καθένας απο εκείνους που έμεναν στο σπίτι την ένιωθαν μέσα τους διαφορετικά. Για την Μαντλέν το νέο πως ο Άιντεν θα έφευγε στην Τζακάρτα μαζί με την μικρή την γέμιζε απογοήτευση
"δεν με πήρες ποτέ μαζί σου σε ένα απο τα ταξίδια σου, έχω χρόνια πια να βγω απο αυτό το νησί"
"σου το είπα ξανά Μαντλέν θα πάμε να την γράψω σε μια σχολή , εσύ τι θα κάνεις όλη μέρα στην Τζακάρτα?"
ήταν επίσης ο θυμός της Έρικας, που καταλάβαινε πως η δικαιολογία για την σχολή ίσως ήταν ένα πρόσχημα για να φύγουνε μαζί οι δυο εραστές και μετά ήταν η αμφιβολία, ίσως να ήθελε απλά να ξεφορτωθεί την Άννα, να την διώξει μακριά απο το νησί και να γυρίσει πίσω σ'εκείνη και να προσπαθήσουν να ξαναβρούν το λίγο που είχαν με τον Άιντεν και να κάνουν πάλι το λίγο σε πολύ.
Ήταν και ο Ντέιβιντ, που πλέον τις τελευταίες μέρες ολοένα συχνότερα ερχόταν στο μεγάλο αποικιακό σπίτι με την σκονισμένη αυλή
"σε ευχαριστώ που ήρθες , είχα ανάγκη μια βόλτα, έναν φίλο" του έλεγε η Έρικα και τον έπιανε απο το μπράτσο και πηγαίναν μεγάλες βόλτες και μόνο δυο φορές απο μεγάλη αδυναμία του επέτρεψε να την φιλήσει " είναι λάθος όλο αυτό" του είπε και τις δυο φορές αλλά πάλι την επόμενη μέρα τον καλούσε σπίτι να την πάει βόλτα στο ηφαίστειο ή στην λίμνη και να θυμηθούν τα παλιά, τις κοινές μνήμες τους απο τότε που είχαν ερωτικές σχέσεις στην Τζακάρτα . Σπάνια αναφέρονταν στο γεγονός πως εκείνη τον είχε αφήσει ξαφνικά για χάρη του Άιντεν.
Κι έπειτα ήταν η γλυκιά αναστάτωση ανάμεσα στο ζευγάρι, στον Άιντεν και την Άννα, που ακόμη κάτω απο εκείνο το σπίτι έπρεπε να κρύβονται και να προσέχουν, αλλά η καρδιά και των δυο γέμιζε γλυκιά προσμονή καθώς μετρούσαν τις μέρες που θα έφευγαν και θα ήταν ζευγάρι ελεύθερο στο φως της Τζακάρτας.
Ήταν τόση η προσμονή που τα βράδια στις κάμαρες τους ο ύπνος δεν τους ζύγωνε, έμεναν άυπνοι κοιτώντας το ταβάνι είτε τον βραδυνό ουρανό και η σκέψη πως ο άλλος ήταν στο διπλανό δωμάτιο χωρίς να αγγίζονται τους έκανε να νιώθουν την φωτιά ακόμη μεγαλύτερη της προσμονής.
Ήταν και τα αγγίγματα.
"Άννα δώσε μου το ψωμί"
Τα χέρια καθώς ελαφρά αγγίζονταν, το δέρμα του ενός πάνω στο άλλο, μια στιγμιαία έκρηξη, μια αναστάτωση, ένα ρίγος του κορμιού που μονο εκείνοι οι δυο καταλάβαιναν .
"Ευχαριστώ Άννα"
Ήταν και τα χαμόγελα τα κλεφτά τα γοητευτικά του Άιντεν που έκανε την καρδιά της να σφυροκοπά σαν τρελή και εκείνα τα χαμόγελα τα αμυδρά της Άννας γεμάτα συστολή όταν η ματιά τους διασταυρωνόταν και ο Άιντεν σοβάρευε ξαφνικά και την κοιτούσε επίμονα , το κοκκινισμα στα μάγουλα της και τότε χίλιες σκέψεις πόθου τον κατέκλυζαν.
"Να προσέχεις , να με παίρνεις τηλέφωνο κάθε μέρα" του είπε εκείνο το πρωί μπροστά απο το αυτοκίνητο του η Μαντλέν και έσκυψε να τον φιλήσει αλλά ο Άιντεν τελευταία στιγμή τραβήχτηκε κάνοντας πως δεν την είδε
"να επιμένεις να γραφτεί σε μια σχολή, να μην την επιστρέψεις"
"Μαντλέν. Σταμάτα"
"Να προσέχετε. Πολύ" η ματιά της Έρικας μια προειδοποίηση προς την Άννα
"Ευχαριστούμε"
Βεβιασμένα έβαλαν δυο μικρά σακίδια στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, ο Άιντεν ζήτησε απο την Άννα να μην πάρει πολλά ρούχα μαζί της
"θα σου τα αγοράσω όλα απο την αρχή, θέλω να σε κακομάθω" της είπε και έβγαλε τα μισά ρούχα που είχε διπλώσει σε μια μικρή βαλίτσα. Ήξερε ο Άιντεν πως στην Τζακάρτα οι γυναίκες ντύνονταν διαφορετικά, πιο μοντέρνα και πως η Άννα γρήγορα θα ένιωθε την διαφορά ανάμεσα σε εκείνη και τις άλλες. Δεν είχε βγει ποτέ απο το αποικιακό νησί τους και θα την ξάφνιαζε ο τρόπος ζωής στην Ινδονησία.
"Είσαι έτοιμη?" τέλος της είπε στο αυτοκίνητο καθώς γυρνούσε το κλειδί, ο θορυβος της μηχανής ήταν το σήμα της απελευθέρωσης τους. Θα ζούσαν ελεύθερα τον έρωτα τους για λίγο διάστημα και εκεί θα συζητούσε ο Άιντεν πως σκεφτόταν να πορευθούν απο εκεί και πέρα.
"Έτοιμη" του χαμογέλασε ανυπόμονα, σχεδόν με άγχος
-ήξερε τι σημαίνει το ταξίδι στην Τζακάρτα και ήξερε πως σε εκείνο το ταξίδι ο Άιντεν θα την έκανε γυναίκα, το ήξεραν και οι δυο και ας μην μιλήσαν ποτέ γι αυτό
Έπαιξε το στρίφωμα του φορέματος της, τα χρυσά κουμπάκια στραφτάλισαν στο φως , ήταν το καλό της φόρεμα . Φορούσε και τα χαμηλά παπούτσια της που τα φορούσε μόνο όταν πήγαιναν στην λειτουργία των καθολικών. Είχε χτενίσει τα μαλλιά της και φόρεσε μια μπλε κορδέλα. Φόρεσε τα σκουλαρίκια της απο αχάτη και άλειψε το σώμα της με έλαιο λεμονιού.
Εκείνος φορούσε ένα τζην και ένα πουκάμισο , που αν το παρατηρούσες καλά , δεν είχε κουμπωθεί σωστά.
"Ανυπομονώ" της είπε και γκάζωσε το αυτοκίνητο.
Η Άννα κοίταξε απο τον καθρέπτη τις δυο γυναίκες. Μια μαύρη φιγούρα -η Μαντλέν -έτρεχε απο πίσω απο το αυτοκίνητο κουνώντας το χέρι, η Έρικα έμεινε πίσω ασάλευτη.
Κι έπειτα τυλίχθηκαν οι φιγούρες σε μια ομίχλη κίτρινης σκόνης, σε λίγο δεν θα φαινόταν ούτε το σπίτι.
" Σε δέκα λεπτά θα είμαστε στο λιμάνι, τρεις ώρες ταξίδι με το καράβι και μετά ..Τζακάρτα" την κοίταξε λοξά καθώς την είδε να παίζει το στρίφωμα του φορέματος της .
Της έπιασε το χέρι.
Το έφερε στα χείλη του και το φίλησε.
"Μην αγχώνεσαι " σχεδόν την διέταξε
Η Άννα ξεφύσηξε.
"Δεν αγχώνομαι" σχεδόν απάντησε απολογητικά
"Ωραία"
"Ωραία"
Χαμογέλασαν και οι δυο.
Έμειναν μέσα στο αυτοκίνητο κοιτώντας την θάλασσα. Απο μακριά φαινόταν το άσπρο καράβι να έρχεται προς το λιμάνι.
"Έρχεται"
της είπε και της χάιδεψε το χέρι, της χάιδεψε έπειτα το πόδι, σχεδόν της σήκωσε ψηλα το φόρεμα, το άγγιγμα του δυνατό, μαρτυρούσε έναν πόθο που ήταν λίγο πριν την έκρηξη,την ήθελε σαν τρελός να την κάνει δική του, τα βράδια έφερνε στο νου του τις μικρές φωνές της την στιγμή του οργασμού της καθώς την χάιδευε και κάθε φορά σκεφτόταν εκείνος να είναι μέσα της και να της το προκαλεί.
Η Άννα κοίταξε το πλήθος γύρω τους. Πολλοί ντόπιοι απο το νησί είχαν μαζευτεί για να ταξιδέψουν. Πολλοί αναγνώριζαν το αυτοκίνητο του Άιντεν και με σεβασμό έβγαζαν το ψάθινο καπέλο τους και τον χαιρετούσαν με μια απαλή κίνηση του κεφαλιού τους προς τα κάτω.
"Άιντεν.." του τράβηξε το χέρι απο το πόδι της. Σχεδόν η φωνή της τον μάλωνε.
"Όχι ακόμη Άιντεν" του είπε διστακτικά.
κι εκείνος γέλασε. "Δεν θα έκανα κάτι, τι νόμισες?"
Εκείνη κοκκίνισε τόσο απο ντροπή που άρχισε να παίζει νευρικά και πάλι το στρίφωμα απο το φόρεμα της.
Μετά σοβάρεψε και κατέβασε το παράθυρο του αυτοκινήτου. Ο αέρας απαλός και ζεστός δεν του απαλυνε την σκέψη, ούτε το κορμί.
"Όχι ακόμη" επανέλαβε τα λόγια της και μετά έβγαλε απο το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου ένα πούρο .
"Πάω να καπνίσω έξω "
"Καλά"
"Έλα κι εσύ έξω. " της είπε και έκλεισε την πόρτα ακούγοντας σε λίγο τα βήματα της Άννας να τον ακολουθούν.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top