Το αντίτιμο
Έξι μέρες πριν τους αρραβώνες-
Η Έρικα άπλωσε μαρμελάδα πάνω στην βάφλα της έχοντας στα χείλη της ένα αδιόρατο χαμόγελο πληρότητας.
Η Μαντλέν απέναντι της κάπνιζε χωρίς να αγγίζει το πρωινό της.
"Καλημέρα"
Ο Άιντεν παρουσιάστηκε στην σάλα και κατευθύνθηκε κατευθείαν στην Έρικα. "Ξύπνησες πριν απο εμένα" της φίλησε το μέτωπο και έκατσε δίπλα της.
"Κοιμόσουν βαριά και λυπήθηκα να σε ξυπνήσω " του χαμογέλασε διάπλατα , σαν μια υπόνοια της αιτίας κούρασης του και η Μαντλέν φύσηξε τον καπνό πάνω τους.
"Θα ξεράσω"
"Να το κάνεις αλλού" ο Άιντεν της απάντησε αδιάφορα . Κοίταξε την άδεια θέση της Άννας.
Σήκωσε τα μανίκια του . Ένιωθε νευρικότητα . Ένιωθε πως όλα του φταίνε.
"Που είναι?" ρώτησε την Μάντις που έστεκε ακίνητη σαν άγαλμα δίπλα απο το σβηστό τζάκι
"Δεν θα κατέβει για πρωινό δεν νιώθει καλά"
Η μπουνιά του σχηματίστηκε σχεδόν αμέσως, την έκρυψε κάτω απο το τραπέζι.
"Τι έπαθες Άιντεν μου? Δείχνεις αναστατωμένος"
"Δεν θα της περάσει αυτό" μουρμούρισε περισσότερο προς το μέρος της Μάντις.
"Ασφαλώς και θα της περάσει, η Άννα είναι η αγαπημένη προστατευόμενη σου Άιντεν μου" τόνισε το μου η Μαντλέν με νεύρα , αναπαριστώντας την μειλίχια φωνή της Έρικα που κοιτούσε αμήχανη την σκηνή που διαδραματιζόταν μπροστά τους.
"Πες της να κατέβει τώρα για πρωινό. Πες της πως την διατάζω"
Η Μαντις αργά κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και χάθηκε προς τις σκάλες.
"Τι σε έπιασε εσένα σήμερα?" είπε η Μαντλέν που ξεχάστηκε και ξεκίνησε να τρώει μια βάφλα γεμάτη απο μαρμελάδα .
"Τι εννοείς?" της γρύλισε σιγανά και ξεκίνησε να τρώει μεγάλες μπουκιές απο το πρωινό που ετοίμασε η Έρικα.
"Που θα με πας σήμερα Άιντεν?" του χάιδεψε το χέρι αλλά εκείνος κοίταξε μασώντας μια μεγάλη μπουκιά τις σκάλες.
"Μήπως να μου δείξεις την λίμνη με τα τυρκουάζ νερά? Τέτοια ώρα δεν θα έχει αναθυμιάσεις και θα ήθελα να την επισκεφτώ"
Συνέχισε να μιλάει ενώ ο Άιντεν αφουγκράστηκε το σιγανό βηματισμό της Μάντις στα τελευταία ξύλινα σκαλοπάτια.
"Που είναι?" της είπε με συγκρατημένη οργή.
"Δεν θα κατέβει , δεν νιώθει καλά"
Η μπουνιά του ακούστηκε σαν υπόκωφος γδούπος πάνω στο ξύλο του τραπεζιού. Η Έρικα τον κοίταξε αναστατωμένα, η Μαντλέν με απορία.
"Θα κατέβει θέλει δεν θέλει"
"Άσε το κορίτσι να ξεκουραστεί Άιντεν μου αφού και χθες είχε πυρε-" δεν τελείωσε την φράση της καθώς ο Άιντεν σηκώθηκε βιαστικά απο την θέση του και κατευθύνθηκε προς τις σκάλες. Απο πίσω με ελάχιστα δευτερόλεπτα αντίδρασης η Μαντλεν σηκώθηκε και τον ακολούθησε , ήταν σαν να παρακολουθεί ένα παράξενο θέαμα.
Θα ορκιζόταν πως ο Άιντεν ήταν αληθινά θυμωμένος με την αγαπημένη του Άννα.
Ποτέ δεν της θύμωνε για τίποτα.
Η Μαντλέν σχεδόν έτρεξε στα σκαλοπάτια για να τον προλάβει, εκείνος τα ανέβαινε δυο δυο, η ανάσα του έβγαινε γρήγορη απο τα στήθη του αδικαιολόγητα .
Τον είδε να ανοίγει την πόρτα της με κρότο, λίγο ακόμη και θα εσπαγε την πόρτα της.
"Τι συμβαίνει?" ψιθύρισε έκπληκτη η Μαντλέν και έτρεξε στο άνοιγμα του δωματίου.
Ο Άιντεν την βρήκε κουλουριασμένη κάτω απο τα σκεπάσματα. Την αιφνιδίασε. Τα μάτια της ήταν κόκκινα.
"Σήκω"
"Όχι"
"Θα κατέβεις τώρα για πρωινό"
"Όχι"
"Δεν θα δείξεις ασέβεια στην γυναίκα μου, με ακούς? Είσαι στο σπίτι μου και θα σέβεσαι τους κανόνες μου. Είπες δεν θα φύγεις, άρα θα κάνεις αυτό που διατάζω"
"Αφέντη!" είπε σχεδόν απελπισμένα η Άννα , στο μπράτσο της είχε κόκκινες αμυχές απο τα νύχια της που έχωνε βαθιά στο δέρμα της το προηγούμενο βράδυ για να αντέξει τον πόνο .
"ΣΗΚΩ ΤΩΡΑ ΣΕ ΔΙΑΤΑΖΩ" την τράβηξε με φόρα τα σκεπάσματα και την έπιασε απο το μπράτσο.
"Θα γίνει τότε με το άγριο αφού δεν υπακούς τον αφέντη σου"
Την τράβηξε , σχεδόν θα την έριχνε στο πάτωμα αν η Άννα δεν συνεργαζόταν, ηταν έτοιμος να την συρει στα σκαλοπάτια και να την βάλει με βια να κάτσει απέναντι τους στο τραπέζι.
"Τι συμβαίνει?" ψέλλισε η Μαντλέν " γιατί της φέρεσαι έτσι?" δεν καταλάβαινε τίποτα, ήταν όλα παράξενα
Είδε την Άννα να την σέρνει, να την τραβολογά απο τον καρπό και να την πειθαναγκάζει να τον ακολουθήσει. Φορούσε το λευκό μακρύ της νυχτικό, τα μαλλιά της ήταν ξέπλεκα και ανάστατα, η Έρικα γούρλωσε τα μάτια όταν τους είδε.
"Άιντεν!" αναφώνησε χωρίς να πει κάτι άλλο. Τον είδε να την βάζει στην θέση της , να σέρνει ένα πιάτο άδειο μπροστά της. "Και τώρα φάε!"
Η Άννα δάγκωσε τα χείλη της να μην κλάψει. Κοίταξε το άδειο πιάτο της. Κανείς δεν μιλούσε , ούτε η Μαντλεν.
Ο αφέντης ξεκίνησε να τρώει πρώτος, κάνοντας θόρυβο με το πιρούνι και το μαχαίρι του. Γύρισε και κοίταξε τις γυναίκες που τον κοιτούσαν αμήχανα
-εκτός την Άννα
"Θα φάτε ? Τι πρέπει να κάνω σε αυτό το σπίτι για να έχουμε ένα κανονικό πρωινό?"
Ξεκίνησαν και οι δυο να τρώνε . Ασταμάτητα.
Η Άννα δεν σάλευε.
"Θα φας επιτέλους?"
Δεν του απάντησε τίποτα.
"Νομίζεις πως θα κάτσεις σπίτι μου και θα κάνεις οτι θέλεις? αν δεν θέλεις σπουδές τότε θα μάθεις να υπακούς και να δουλεύεις"
"ΑΑΑ! " αναφώνησε σχεδόν ευχαριστημένη η Μαντλεν που έδωσε λύση στο μυστήριο
"Αρνείται να φύγει για σπουδές? ε καλά της κάνεις"
"Βγάλε τον σκασμό Μαντλεν" της γρύλισε και την ίδια στιγμή σηκώθηκε πάνω.
"Μάζεψε τα πιάτα τώρα, καθάρισε και πλύνε και απο αυτή την στιγμή σε θέλω να κάνεις εδώ μέσα τα πάντα. Με ακούς? αν δεν σπουδάσεις σε θέλω χρήσιμη εδώ , όχι κάποια που κάθεται στο σπίτι μου και τρώει τα λεφτά μου" ταρακούνησε την Άννα που έστεκε ασάλευτη
Η Μαντλέν χειροκρότησε αυθόρμητα και γέλασε με ένα γέλιο που χρόνια είχε να ακούσει και η ίδια
"Επιτέλους να μπούνε τα πράγματα στην θέση τους!"
Η Έρικα έστεκε με ντροπή, χωρίς να τρώει, χωρίς να καταλαβαίνει.
Η Άννα σηκώθηκε πάνω . Ξεκίνησε με χέρια που έτρεμαν να μαζεύει τα πιάτα.
Τα μάτια του Άιντεν έλαμψαν απο οργή. Της τράβηξε απο τα χέρια τα πιάτα και τα έσπασε με φόρα μπροστά της.
"ΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ"
Τον κοίταξε.
Τον κοίταξε αργά , με μάτια ήρεμα.
"Δεν μπορώ αφέντη να το κάνω αυτό"
Έσκυψε το κεφάλι του και πέρασε νευρικά το χέρι του μέσα απο τα μαλλιά του. Ξεφύσηξε.
Πάλεψε μέσα του να βρει μια αυτοκυριαρχία που ένιωθε πως την χάνει. Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια μεγάλη ανάσα.
Και όταν τα άνοιξε η ματιά του ήταν πάγος.
Την κοίταξε σταθερά.
"Ετοιμάσου τότε να πληρώσεις την διαμονή σου στο σπίτι μου"
Το ηφαίστειο έστεκε ήρεμο . Οι καπνοί στο φως της μέρας ήταν καλά κρυμμένοι στο εσωτερικό του. Αλλά μέσα βαθιά στα έγκατα της γης , στις ρίζες του , η λάβα , μια καυτή αργή λάβα απο λιωμένα ορυκτά κόχλαζε .
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top