Σε μια καρδιά
"Είστε σίγουρη οτι προσγειώθηκε?"
Η υπάλληλος του αεροδρομίου τον βεβαίωσε για ακόμη μια φορά με υπομονή. Η πτήση είχε έλθει στο προορισμό της εδώ και μια ώρα. Που ειναι? Επρεπε ως τώρα να είχε φτάσει σπίτι. Έπρεπε να παει ο ίδιος να την παραλάβει.
Έκλεισε το τηλέφωνο προσπαθώντας να ανακτήσει την αυτοκυρίαρχια του. Ξαναπήρε τον υπάλληλο που του είχε εμπιστευθεί να συνοδεύσει εκείνη. Και όμως το τηλέφωνο ήταν και πάλι κλειστό.
Τα σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό της Τζακάρτας εμποδίζοντας το ηλιοβασίλεμα να προβάλλει. Τα πάντα ήταν σκοτεινά, μια άισθηση πως σε λίγο θα ξεσπούσε καταιγίδα και όμως ούτε μια σταγόνα δεν έλεγε να πέσει. Τα σύννεφα βαριά κοίτονταν λίγο πιο πάνω απο την πόλη.
Η σκέψη πως ίσως είχαν κάποιο ατύχημα με το αυτοκίνητο στην διαδρομή τους προς το σπίτι τον έκανε να ριγήσει.
Σκεφτόταν ανοησίες. Μπορεί να ξέχασε να ενεργοποιήσει το κινητό του. Μπορεί να πετύχαν κίνηση . Μπορεί..
Μπορεί να είναι κάπου εκεί έξω και να έχει πρόβλημα.
"Ανάθεμα!" έβαλε το σακάκι του βιαστικά καθώς η φωνη της λογικής του έλεγε πως δεν θα κέρδιζε κάτι αν την έψαχνε με το αυτοκίνητο του στους δρόμους της Τζακάρτας.
Πάρ'όλα αυτά με αποφασισμένα βήματα , μην μπορώντας να διαχειριστει την σκέψη πως κάτι της είχε συμβεί και καθόταν εκείνος άπραγος , έτρεξε στην πόρτα και -
"Αχ!"
Ήταν το πρώτο που άκουσε να βγαίνει απο τα κόκκινα χείλη της. Τον κοίταξε ξαφνιασμένη, αλαφιασμένη απο το απροσδόκητο της συνάντησης. Ήταν έτοιμη να χτυπήσει την πόρτα ή καθόταν ακίνητη πίσω απο την πόρτα προσπαθώντας να αποφασίσει αν έχει την δύναμη να χτυπήσει. Ίσως μια ακόμη ανάσα πριν δει τον άντρα που σημάδεψε την ζωή της.
Τα μάτια του την κοίταξαν εξίσου ξαφνιασμένα.
Ένας χρόνος . Ειχε περάσει ένας χρόνος.
Την κοιταξε απο πάνω ως κάτω. Και μετά αναζήτησε τα ματια της.
Άννα..μια λέξη μικρή στα χείλη . Μια λέξη ιερή.
Άννα ..μια πικρή γεύση στα χείλη του.
Η ανάσα και των δυο έγινε ελαφρώς πιο κοφτή, σαν να έπαιρναν πιο γρήγορα ανάσα.
Του φάνηκε πως είχε αδυνατίσει, πως τα μάτια της ήταν κουρασμένα.
"Άννα.." ψιθυρισε το όνομα της στο νου του ξανά, αργά ,σταθερά, σαν άνθρωπος χαμένος σε έρημο που έβλεπε τα πράσινα δέντρα της όασης, ένα παραδεισο επι της γης μέσα σε μια κόλαση
"Γιατί αργήσατε?έπαιρνα τηλέφωνο ήταν κλειστό" της είπε με βραχνη φωνή που πάλευε για αυτοκυριαρχια
Φορούσε φόρμες και ήταν ατημέλητη. Είδε το βλέμμα της να τον διαπερνά και να κοιτά πίσω του σαν να έψαχνε κάτι και μετά τα γαλανά μάτια της βρήκαν τα δικά του, σαν να ξεστράτισαν μονάχα σε ένα άλλο μονοπάτι σκέψης για να επιστρέψουν στο δρόμο που πρέπει να έχουν.
"Δεν ξέρω για το κινητό κάτι. Είχε κίνηση"
Στάθηκε αμήχανος μπροστά της.
Έβαλε τα χέρια μέσα στις τσέπες του παντελονιού του ίσα απο έναν φόβο πως εκείνα έτρεμαν .
"Μπορείς να περάσεις" της είπε και έκανε ένα βήμα προς τα μέσα , φανερώνοντας στο κενό του σώματος του μια μεγάλα σάλα διακοσμημένη με παλιά αποικιακά έπιπλα.
Την είδε να μπαίνει μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω του καταλαβαίνοντας πως η καρδια του χτυπούσε γρηγορα.
Είχε ένα χρόνο να την δει . Και τώρα ήταν εδώ. Σαν να είχε βγει απο ένα όνειρο, όπως αυτά που έβλεπε τα βράδια και ξυπνούσε κάθιδρος αναζητώντας την στο πλευρό του. Και δεν ήταν ποτέ εκεί. Μπορούσε όμως τώρα να την αγγίξει, μπορούσε να πέσει στα πόδια της και να της τα φιλήσει να της ζητήσει συγνώμη
Αλλά ..
"Είχες καλή πτήση?" της είπε σχεδόν ευγενικά με ένα ανέκφραστο ύφος.
Η Άννα κοιταξε γύρω της .
Κι έπειτα προχώρησε προς το εσωτερικό του σπιτιού με αποφασιστικά βήματα. Μπήκε στο σαλόνι. Οι διαθλάσεις απο τα κρύσταλλα του πολυελαίου στιγματιζαν τους σαμπανί τοίχους επιτεινοντας την αίσθηση του ονείρου. Ήταν εξωπραγματικό. Αλλά αληθινό. Η Άννα ήταν μπροστά του.
έσφιξε τις γροθιές του, θυμωμενος με την αδυναμια της σκέψης του. Δεν θα ολίσθηνε σε μονοπάτια που εκεινος σφάλισε ερμητικά. Δεν θα ξευτελιζόταν για μια γυναίκα που ήταν πολύ λίγη μπροστά στην αγάπη που της έδωσε.
"Σε ρώτησα κάτι." της είπε σχεδόν θυμωμένα
Το βλέμμα της που περιεργαζόταν το χώρο , ένα βλέμμα ουδόλως άσκοπο, γύρισε με ορμή στα δικό του.
"Τι με ρώτησες Άιντεν" ήταν μια πρόταση χτισμένη πάνω σε μια χροιά θυμού που κόχλαζε.
"Αν είχες καλή πτήση" της απάντησε εξίσου κοφτά.
Πήγε κοντά του .
Τα σύννεφα έγυραν το βάρος τους μερικά εκατοστά πιο κάτω . Ο αέρας τα κουνούσε τόσο σιγανά σαν να φοβόταν μήπως ξυπνήσει την δύναμη τους.
"Πήγαινε με στο μωρό μου"η φωνή της κοφτή. Ήταν διαταγή. Ναι! η Άννα τον διέταζε.
Είχε μεγαλώσει. Φαινόταν πιο ώριμη..ίσως η μητρότητα να αλλαζει την γυναίκα..το κορμί της και το βλέμμα της φαινόταν διαφορετικό. Ήταν κουρασμένη, αυπνη.
Και Όμορφη σαν όνειρο. Αβάσταχτα όμορφη. Είχε κάνει μια μικρή ..πολύ μικρή..ρυτίδα στο δεξί μάτι της. Και μια μικρή ουλή κάτω απο το χείλος της. Τα χείλη της..
"Είναι και δικό μου παιδί. Όλο το ξεχνας αυτό"της είπε σφίγγοντας το σαγόνι του
"Το παιδί είναι δικό μου. Κι εσύ μου το έκλεψες" του απάντησε κατευθειαν
"δεν μπορώ να κλέψω κάτι που μου ανήκει! "
"Είσαι ένα άθλιο κάθαρμα Άιντεν . Αυτό είσαι" του είπε κάνοντας τον να μισανοίξει το στόμα του απο έκπληξη και μετά να το κλέισει με οργή
"ΠΩΣ. ΤΟΛΜΑΣ "
Πήγε να την πιάσει απο το καρπο του χέριου της αλλά εκείνη τον έσπρωξε χωρίς να καταφέρει να τον μετατοπίσει απο την θέση του
"Που είναι" του είπε και έφυγε απο το δωμάτιο. Την είδε να μπαινοβγαίνει στα δωμάτια , ανοίγοντας τις πόρτες με φόρα
"κοιμάται. θα τον δεις όταν ξυπνήσει "
"δεν θα μου πεις εμένα πότε θα δω το παιδί μου Άιντεν. " γύρισε και τον κοιταξε με πύρινα μάτια
"Δεν είσαι χαρούμενος για την νίκη σου? μήπως δεν άφησα όλη μου την ζωή για να επιστρέψω εδώ σε αυτό το σπίτι?μήπως έχεις διάθεση να με αφήσεις να τον πάρω και να επιστρέψω?"
"Ποτε !" η φράση βγήκε με πάθος απο τα χείλη του
"ποτέ δεν θα πάρεις το γιο μου. Μείνε εδώ. Μείνε μακριά μου αν νομίζεις πως-" σταμάτησε την φράση του " θα έρχομαι να τον βλέπω όσο πιο συχνά μπορώ. Είναι δικαιωμα μου. Αλλά το παιδί θα μεγαλώσει όπως του αξίζει. Θα έχει την ζωή που του αρμόζει και όχι την ζωή που του επιφύλλασε μια ανόητη που-"
Την ίδια στιγμή το χέρι της βρήκε το μάγουλο του.
Έσφιξε τις μπουνιές του και ένιωσε να καιει το δέρμα που τον άγγιξε
"μην, με.αγγιξεις.ξανα. Όχι με αυτό τον τρόπο" η φράση του ακούστηκε λάθος. Πήγε να ανοίξει το στόμα του, να ξεπηδησει μια φράση διορθωσης αλλά χάθηκε την ίδια στιγμή.
"Το παιδι μου που είναι"
"Πάνω. Κοιμάται σου είπα."
" Μπορούμε να μιλήσουμε?" πρόφερε σχεδόν πιο μειλήχια την τελευταία φραση αν και είχε την επιθυμια να την πνιξει με τα ίδια του τα χέρια. Και πήρε τον γιο του μακριά του και τώρα τον αποκαλούσε κάθαρμα
Την είδε να βγαίνει στην κεντρική σάλα και απο εκεί να ανεβάινει την σκάλα τρέχοντας. Την ακολούθησε με βιαστικά βήματα. Δεν πρόφταινε καν να επεξεργαστεί τι του συμβαίνει. Την μια ήθελε να την πνίξει και την άλλη-
Άκουσε ξαφνικό ένα κλάμμα. Ή μάλλον ένα πνιχτό λυγμό.
Την βρήκε πάνω απο την κούνια του γιου του.
Την είδε να παραμερίζει την κουνουπιερα και να σκύβει με ανυπομονησία πάνω απο το σώμα του μωρού.
Ένιωσε κάτι πρωτόγνωρο μέσα του.
"Θα τον ξυπνήσεις" της μουρμούρησε ίσα για να πεί κάτι . Ένιωθε μαγνητισμένος απο την εικόνα τους. Την είδε να παίρνει αγκαλιά τον γιο τους και ήταν σαν δυο παζλ να ενώνονται σε πλήρη αρμονία. Ήταν σαν πίνακας αναγεννησιακός απο εκείνους που οι καθολικοί αρέσκονταν να διακοσμούν τους ασβεστωμένους τοίχους των εκκλησιων τους. Ήταν γυρισμένη προφίλ , καθώς είδε τα χαρακτηριστικά που μέχρι πρότινος ήταν αγριεμένα καθώς τον κοιτούσαν, να ηρεμούν και να βουλιάζουν σε ένα αίσθημα γαλήνης και πλήρωσης.
Την άκουσε να μιλά στο μωρό που 'ανοιξε τα μάτια του και αν και συνήθως όταν τον είχε η Ρεμέδιος έκλαιγε γοερά σαν ξυπνούσε, τώρα παρατηρούσε πως ο γιος του γαλήνιος κοιτούσε στα μάτια την Άννα.
"Δεν θα σου το συγχωρέσω ποτέ οτι τον πήρες. " άκουσε την φωνή της αλλά όσο μένος και να έκρυβε η φραση της , η φωνή της παρέμενε βελούδινη σαν να μην ήθελε να αναστατώσει το μικρό άγγελο που κρατούσε στα χέρια τους.
Είχε γεννήσει τον γιο τους. Η Άννα έφερε στον κόσμο τους δυο τους σε ένα κορμί. Θα μπορούσε να τον είχε ρίξει. Αλλά εκείνη τον γέννησε. Και τώρα ήταν οι δυο τους μέσα σε μια καρδιά, η καρδιά του χτυπούσε μέσα σε αυτο το κορμάκι, υπενθυμίζοντας πως ήταν ο καρπος του έρωτα τους.
Έσφιξε τα δόντια του . Δεν έπρεπε να αφήσει αυτές τις σκέψεις να τον λυγίσουν. Ήταν μια φθηνή προδότρια και δεν θα την συγχωρούσε ποτέ. Την μισούσε. Την μισούσε το ένιωθε. Ήθελε να την συντρίψει ήθελε να την πονέσει να την πληγώσει ήθελε-
Την είδε να αφήνει το μωρό και να βγάζει την μπλούζα της. Η καμπύλη του λαιμού της κατέληγε στον γυμνό ώμο της. Τα κόκκαλα της σπονδυλικής της έστεκαν σαν ένα μονοπάτι φτιαγμένο για χάδι.
Ένιωσε κρύο ιδρώτα να δροσίζει το καυτό μέτωπο του
Πήρε το μωρό αγκαλιά και κρατώντας το , έγυρε ελαφρά το κεφάλι της , παρουσιάζοντας το προφίλ της. Τα χείλη της μισανοιξαν .
"Θα μείνεις να κοιτάς ?"
"Ορίστε?" είπε αποσυντονισμένος
"θέλω να τον θηλάσω Άιντεν" του είπε καθώς είδε με έκπληξη ο γιος του να αγγιζει την θυλή της Άννας και να την ρουφά ρυθμικά.
Έμεινε άφωνος.
"Δεν έχεις ξαναδεί να θηλάζουν?" του είπε ενοχλημένη απο το εντονο βλέμμα του.
"Ε..ναι"
Αλλά όχι την Άννα. Όχι ποτέ δεν είδε την Άννα να θηλάζει το γιο τους. Τον δικό τους γιο.
Έκρυψε τα χέρια του μέσα στις τσέπες του παντελονιού του.
"Θα στείλω την Ρεμέδιος να σου δείξει που θα κοιμηθείς. Ξεκουράσου και ..και αύριο συζητάμε"
της είπε προσπαθώντας να ξεκολλησει το βλεμμα του απο την εικόνα τους. Ήταν σαν την παναγία που κρατούσε το θειο βρεφος. Ήταν ένα θαυμα.
"Θα συζητήσουμε κιολας? νομιζα πως εσύ διατάζεις κι εγώ υπακουω Άιντεν" του είπε σιγανά αλλά με τέτοιο ύφος που τον έκανε να σφίξει τις γροθιές του μέσα στις τσέπες του παντελονιού του
"Είσαι-" πήγε να πει κάτι αλλα το έκοψε. Ο γιος του είχε κλείσει τα μάτια του ενώ θήλαζε την μητέρα του.
"Παρομοίως" του απάντησε , ίσα για να δει τον Άιντεν ξαφνιασμένο και πλήρως αποσυντονισμένο.
.....................
Το βράδυ τα σύννεφα κυλήσαν απο την θέση τους μια πιθαμή πιο κάτω και τώρα απο μακριά αν κάποιος κοιτούσε τον ορίζοντα θα νόμιζε πως οι ουρανοξύστες της Τζακάρτα έγδερναν τους πόρους των συννέφων.
Στο βάθος της πόλης θα φανερωνόταν ένα φως. Κάποια αστραπή επέτρεψε να φανερωθεί σε ελάχιστα μάτια που ονειροπόλα κοιτούσαν τον ουρανό, αλλά ο ήχος της βροντής δεν έφτασε στα αφτιά κανενός.
"Ευχαριστώ Ρεμέδιος, αλλά ξέρω πως να το κάνω. Μπορείς να πηγαίνεις" της είπε κοφτά η Άννα καθώς για δεύτερη φορά εκείνη επιχείρησε να της πάρει το μωρό απο τα χέρια
"είσαι κουρασμένη και θέλει παιχνίδι. Πάντα το βράδυ γίνεται ζωηρό και θέλει παιχνίδι" της είπε η γυναίκα κάνοντας την Άννα να την κοιτάξει με ένα βλέμμα θυμού.
Ήταν κουρασμένη. Και..
"Δεν θα μου πεις πως συμπεριφέρεται το παιδί μου Ρεμέδιος. Είμαι η μητέρα του και-"
Το βλέμμα της έγυρε προς τα κάτω κουρασμένο. Πήρε μια μεγάλη ανάσα.
Ήταν κουρασμενη και συνέβησαν τόσα αυτες τις μέρες. Δεν είχε κοιμηθεί λεπτό, δεν της έφταιγε η Ρεμέδιος. Δεν έπρεπε να ξεσπά σε εκείνη.
Της έπιασε το χέρι
"Ρεμέδιος " της είπε με ζεστή φωνή " σε ευχαριστώ που φρόντισες τον γιο μου. Να με συγχωρεις για το ύφος μου, νιώθω κουρασμένη πολύ και νυστάζω αλλά για τίποτα στον κόσμο δεν θα έκλεινα τα μάτια μου πριν γεμίσει η καρδια μου απο την εικόνα του γιού μου. Πήγαινε να κοιμηθείς "
Η Ρεμέδιος της χαμογελάσε και τράβηξε το χέρι της απαλά απο το χέρι της Άννας. Κοιταξε το μωρό
"Είναι όμορφος σαν τον Άιντεν. Έχει τα μάτια του νομίζω"
Η Άννα χαμογέλασε κουρασμένα. Κοιταξε το μωρο της που έπαιζε με τα μαλλιά της.Και μετά μέσα στο βλέμμα της ξεπήδησε μια σπίθα.
Τον αποκάλεσε Άιντεν. όχι αφέντη.
Τότε ένιωσε το χέρι της Ρεμέδιος στον ώμο της.
Κοιταξε την Ρεμέδιος που την κοιτούσε αινιγματικά.
"Ήταν πολύ λυπημένος για πολύ καιρό. Ήταν θλιβερο να βλέπεις έναν άντρα τόσο δυνατό να τον έχει ρημάξει ο έρωτας"
Ήταν ο Άιντεν.τόσο ..λυπημένος..? δεν ήθελε να..
"Αλλά μετά ..όσο περνούσε ο χρόνος η λύπη έφευγε απο την καρδιά του. Όλα φεύγουν και σβήνονται με το χρόνο. Θέλω να πιστεύω πως ..βοήθησα.. κι εγώ σε αυτό"
της είπε και το βλέμμα της Ρεμέδιος σκοτείνιασε
"Δεν σε θελει για γυναίκα του . Μου το είπε. Δεν θα επιτρέψω να τον πληγώσεις ξανά"
Η Άννα σηκώθηκε πάνω αναστατωμένη
Ο αέρας φύσηξε δυνατά τραντάζοντας τα σύννεφα. Η κορφή ενός κτιρίου έσκισε την υφή του σύννεφου και μια δόνηση βροντής που απορρόφησε το χώμα διαπέρασε το ξύλινο πάτωμα
"Μπορείς να φύγεις Ρεμέδιος. Δεν θα σε χρειαστώ άλλο" είπε κοφτά η Άννα χωρίς να δείξει κάποια αναστάτωση.
Την είδε να φεύγει απο το δωμάτιο ψιθυρίζοντας μια γλυκια καληνύχτα στο παιδί της .
Κοιταξε τον γιο της και του χαμογέλασε. Έσβησε τα φώτα και άφησε μόνο το φως απο το λαμπατέρ. Μπροστά απο το φώς κινούσε το χέρι της σχηματίζοντας φιγούρες ζώων στον τοίχο. Τα γαλανά ματια του αγοριού κοιτούσαν μαγεμένα τα μάυρα ζώα που χόρευαν στον τοίχο.
Της έκανε έρωτα ? αυτο εννοούσε?είναι ζευγάρι? έδωσε τον γιο μου στην ερωμένη του?
Τα μάτια του μωρού αργά τρεμοπαιξαν προσπαθώντας να μείνουν ανοιχτά. Κοιταξε το είδωλο της μαμάς του και μετά ήρεμο άφησε τα βλέφαρα του να κλείσουν. Η Άννα κουλουριάστηκε δίπλα του καθώς το δωμάτιο λούστηκε στο φως.
Σηκώθηκε να κλείσει το παράθυρο του δωματίου.
Στάθηκε όρθια, Τα πέλματα της ένιωσαν τις δονήσεις της αστραπής.
Κοιταξε το κουρασμένο είδωλο της στο καθρέπτη.
Της φέρθηκε τόσο τυπικά..είχε ένα χρόνο να την δει..είχε φέρει στον κόσμο το παιδί τους..και όμως...ήταν απότομος και ..ήταν ένας διαφορετικός άντρας. Δεν την κοιτούσε πια όπως παλιά.
Και αυτό ήταν το σωστό.
Αυτό ήταν το σωστό. Ήταν αδέρφια και είχε δώσει όρκο σε όλους τους θεούς της Μάντις πως δεν θα υπέκυπτε στην υβρις.
"Είμαστε αδέρφια"ξαναείπε θέλοντας να ακούσει την φωνή της να της το λέει.
Έφερε στο νου της το πρόσωπο του. Ήταν τόσο γοητευτικός και..μύριζε το ακριβό άρωμα του, σανδαλόξυλο και εκέινη την μυρωδιά πούρου και..
Ήταν ένας άθλιος που την κορόιδεψε ενώ ήξερε την αλήθεια..την παραπλάνησε..την εξαπάτησε...και στο τελος όταν εκανε τα πάντα για να γλυτώσει την ύβρις , της πήρε το μονο που είχε δικό της, τον γιο της.
Και όλα αυτά όσο η Ρεμέδιος του έπαιρνε την λύπη.
Δάγκωσε τα χείλη της νευρικά.
Την είχε σύρει σαν σκυλί απο την προηγούμενη ζωή της και είχε το θράσσος να της πει ήρεμος πως θα συζητήσουν αύριο?
Περπάτησε νευρικά μέσα στο δωματιο, ένιωσε να βυθίζεται σε μια δίνη συναισθημάτων. Τα φαντάσματα που κάθε βράδυ νικούσε μακριά από εκείνον, ένα χρόνο τώρα , γυρνούσαν όλα σαν κύματα ορμητικά και την έπνιγαν.
Και τώρα..κοιμάται στο δωμάτιο με την Ρεμέδιος?
"Είναι ένα άρρωστο κάθαρμα " μουρμούρησε και χωρίς να το σκεφτεί βγήκε στο διάδρομο ξυπόλητη . Το άσπρο νυχτικό της διαγραφόταν σαν νυφικό πέπλο στο φως της κάθε αστραπής.
Άνοιξε ανυπόμονα μια μια τις πόρτες.
Ένιωσε ο θυμός της να την κατακλύζει
Ήθελε συζήτηση ε ?
Θα την έκαναν τώρα. Δεν είναι η μικρή που θυμόταν. Δεν είναι η Άννα που κοροιδεψε για να ικανοποιήσει το πάθος του. Της είχε παρει το παιδί της δόλια και δεν θα το άφηνε έτσι ευκολά να περάσει αυτό.
Στην πέμπτη πόρτα που γύρισε τον πόμολο στάθηκε έκπληκτη. Ο Άιντεν γυμνός στην μέση του δωματίου, με μια πετσετα λευκή γύρω απο την μέση την κοιτούσε ξαφνιασμένος. Είχε αφρο στο πρόσωπο του
"Θα ξυριζόμουν" είπε σχεδόν έκπληκτος. Δεν την περίμενε. Δεν ήταν έτοιμος να την δει.
Και μετα το ύφος του άλλαξε.
"έπαθε κάτι ο γιος.." έκοψε την φράση και την συνέχισε μουδιασμένος " ο γιος μας?" πήγε κοντά της και την κοιταξε αναστατωμένος. Απο τα βρεγμένα μαλλιά του κυλούσαν σταγόνες στο ανοιχτό μυώδες στέρνο του.
Η Άννα απέσυρε το βλέμμα αποφασιστικά και τον κοιταξε με θυμό καθώς για δεύτερη φορά μεσα σε λίγες ώρες σήκωσε το χέρι να τον χτυπήσει.
"Κλέφτη! Κάθαρμα! Άθλιε!"
Αλλά αυτή την φορά δεν θα τα κατάφερνε να τον χτυπήσει.
Ο ήχος της βροντής ακούστηκε καθαρά και ταυτόχρονα ακούστηκε το βίαιο ράπισμα της βροχής στα γυάλινα παράθυρα του σπιτιού. Η καταιγίδα είχε μόλις ξεκινήσει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top