Πώς μπόρεσες?
To βράδυ πριν την μέρα της δυστυχίας της άργησε η Άννα να κλείσει τα μάτια της. Ένιωθε μια αναστάτωση στην καρδιά της για ένα επερχόμενο κακό που δεν μπορούσε να ψηλαφίσει με την λογική της. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της προσποιούμενη πως η διαίσθηση της σφάλλει και αφέθηκε σε ένα περίεργο ύπνο .
Στον ύπνο της είδε ξανά την λίμνη του νησιού της. Ήταν τυρκουάζ , φωσφόριζε μέσα στο σκοτάδι. Περπάτησε προς τα νερά που ήταν ακίνητα λες και λαξεύτηκαν απο μάρμαρο. Και τότε το φεγγάρι ολόγιομο και ασημένιο λαμπύρισε στον ουρανό και μια αχτίδα σαν κορδέλα , σαν χέρι χλωμό άγγιξε τα νερά και ένα κύμα τεράστιο μαρμάρινο, παγερό ,σηκώθηκε ως τον ουρανό κι έπειτα κίνησε ορμητικό κατα πάνω της έτοιμο να την πνίξει.
Ξύπνησε κάθιδρη .
Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και κοίταξε με αγωνία το πρόσωπο του μωρού της. Κοιμόταν ήσυχο στο πλευρό της .
Η επόμενη μέρα θα έμενε στην μνήμη της σαν θραύσμα ονείρου.
Θα θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια πως φίλησε τα χέρια του μωρού της πριν το αφήσει στην αγκαλιά της τροφού στο ίδρυμα. Θα θυμόταν με ακρίβεια την διαδρομή ως την σχολή της . Θα θυμόταν πως λίγα δευτερόλεπτα πριν ο κόσμος της γίνει συντρίμμια καθόταν στην αίθουσα της σχολής και κοιτούσε αφηρημένα έξω απο το παράθυρο. Υπήρχε ένα δέντρο σε όλη την αυλή . Και απο εκεί ξαφνικά είδε να ξεπηδάνε κίτρινες πεταλούδες. Ένα χρώμα κίτρινο χλωμό και δυσοίωνο. Και τότε η πόρτα άνοιξε της αίθουσας. Άκουσε ψιθύρους . Είδε έναν άντρα να μιλά στην δασκάλα της και μετά να την πλησιάζει. Να στέκεται στο στασίδι της. Θυμάται τα χέρια της να πιάνουν τα δικά της. Θυμάται τις πρώτες κουβέντες της. Θυμάται τα χέρια της δασκάλας να τρέμουν και να πιάνουν τα δικά της. Μήπως τα δικά της έτρεμαν τόσο?
"Λυπάμαι κορίτσι μου τόσο πολύ. Τι συμφορά σε βρήκε"
Το είχε πει αυτό?
Κοιτούσε το στόμα της αλλά αδυνατούσε να κατανοήσει τα λόγια της. Τα άφηνε στην επιφάνεια του αέρα να επιπλέουν σαν επερχόμενη καταιγίδα αρνούμενη να τα χωρέσει στο μυαλό της.
Και μετά όλα ένα όνειρο.
Δεν πήρε το αστικό για να πάει στο ίδρυμα. Δεν το σκέφτηκε αυτό. Έτρεξε στους πολύβουους δρόμους , δυο χιλιόμετρα μακριά. Όταν θα θυμόταν εκείνη την μέρα δεν θα μπορούσε να θυμηθεί πως έφτασε στο ίδρυμα .
Ήταν έξω απο το κτίριο που κάθε πρωί άφηνε το μωρό της. Το ήξερε καλά το κτίριο αλλά τώρα καθώς το αντίκριζε δεν μπορούσε να βρει την είσοδο να μπει μέσα. Σταμάτησε ένας κύριος και την ρώτησε αν θέλει βοήθεια.
"Ναι..σας παρακαλώ" ψέλλισε πρώτα στην γλώσσα της και μετά στα αγγλικά.
"Δεν μπορώ να βρω την είσοδο"
Ο κύριος σήκωσε το χέρι και της έδειξε κάτι στο κτίριο. Όμως το κύμα της λίμνης την είχε πνίξει και δεν μπορούσε να σηκώσει το κεφάλι απο την τρικυμία που την είχε καταβάλλει.
"Δεν μπορώ να δω την πόρτα , δεν μπορώ" ψέλλισε ξανά και ξανά σαν άνθρωπος που συνειδητοποιεί πως μόλις έχασε την όραση του. Την πήρε τότε απο το χέρι σαν να ήταν παιδί και την οδήγησε στην είσοδο , δυο μέτρα μακριά.
Εκεί άντρες με κουστούμια την πλησίασαν. Θα θυμόταν την λέξη απαγωγή , λύτρα, την λέξη συγνώμη απο την τροφό που έκλαιγε καθώς την κοιτούσε απελπισμένη.
Η Άννα δεν έκλαιγε. Αρνιόταν .
Πήρε στα χέρια της την μικρή κουβέρτα του μωρού της. Την μύρισε.
Κοίταξε την τροφό.
"Σας έφερα το μωρό μου το πρωί. Με θυμάστε? Θυμάστε το μωρό μου? Μπορώ να κοιτάξω μέσα στο δωμάτιο? σίγουρα είναι εκεί. Είναι ένα γλυκό μωράκι , ποτέ δεν κλαίει. Έχει γαλανά μάτια. "
"Λυπάμαι τόσο δεσποινίς Άννα"
Θυμάται την τροφό να κλαίει καθώς η Άννα έτρεξε μακριά τους και μπήκε στο δωμάτιο με τα μωρά. Τα κοίταξε όλα ένα ένα.
"Το μωρό μου δεν είναι εδώ" είπε καθώς κοίταξε στο κενό χαμένη.
Ο αστυνομικός την πλησίασε.
"Λυπάμαι. Θα κάνουμε τα πάντα για να το βρούμε"
"Δεν καταλαβαίνω" ψέλλισε και μετά όλα σιώπησαν. Για ώρα δεν θα θυμόταν πια τίποτα. Θα πνιγόταν κάτω απο το κύμα της δυστυχίας της.
Στην απόλυτη δυστυχία θα ανακάλυπτε πως δεν υπάρχει πόνος. Υπάρχει μόνο σιωπή. Σαν να πεθαίνεις ζωντανός καθώς όλοι συνεχίζουν γύρω σου να ζούνε.
Αργά το ίδιο βράδυ επέστρεψε στο σπίτι της. Το σπίτι ήταν άδειο. Κάθησε στην άκρη του κρεβατιού της . Κοίταξε την κούνια του μωρού της.
Κοίταξε τα χέρια της. Απογυμνωμένα απο το παιδί της. Βίαια στερημένα απο την μυρωδιά του. Το στήθος της βαρύ . Το έπιασε . Εκείνο τώρα θα πεινούσε . Θα το έβαζε στο στήθος της να πιει γάλα.
Σιωπή.
Δεν έκλαψε. Όχι δεν έπρεπε να κλάψει. Έπρεπε να σκεφτεί. Να σκεφτεί.
Πήρε στα χέρια της το τηλέφωνο και σχημάτισε το νούμερο του Ριζ αλλά μετά γρήγορα το έκλεισε.
Δεν θα μπορούσε να την βοηθήσει.
Ένιωσε ένα κύμα θλίψης να βεβηλώνει κάθε λογική. Έμπηξε τα νύχια της δυνατά στην σάρκα του μπράτσου της και μετά αφού δεν ένιωσε πόνο , δάγκωσε δυνατά το χέρι της. Το δάγκωσε τόσο μέχρι να νιώσει ένα αόριστο πόνο ίσα να πνίξει το κλάμμα εκείνο που αν ερχόταν δεν θα σταματούσε ποτέ.
"Απλά σκέψου Άννα"
Και τότε απο όλες τις μπερδεμένες σκέψεις σωτηρίας ένα πρόσωπο της ήρθε στο νου.
Το δικό του.
Εκείνος..εκείνος είχε δύναμη και χρήματα. Εκείνος θα μπορούσε να πληρώσει ανθρώπους να βρούνε το μωρό της. Εκείνος θα το έβρισκε. Οτι και αν έγινε μεταξύ τους, εκείνος θα την βοηθούσε. Ναι θα την βοηθούσε. Είχε τα χρήματα θα την βοηθούσε. Και όλα θα πήγαιναν καλά.
"Ναι όλα θα πάνε καλά. Θα το βρω. Ο Άιντεν θα με βοηθήσει. Θα με βοηθήσει έχει χρήματα πολλά και θα το βρει. Θα βρει το μωρό μου"
Το είπε ξανά και ξανά σαν προσευχή και κοίταξε το κινητό της.
Η σκέψη οτι δεν του αποκάλυψε την ύπαρξη του, η σκέψη οτι έφυγε χωρίς αντίο φάνταζαν τώρα τόσο μικρά. Το μωρό της ήταν κάπου εκεί έξω και η σκέψη αυτή προσπερνούσε τις υπόλοιπες. "θα το νιώσει κι εκείνος. Τώρα αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το μωρό μου"
Η λογική της έλαμψε σαν μεγαλειώδης νίκη κατά της παράνοιας που της χαμογελούσε με σαθρό χαμόγελο κρυμμένο στα σκοτάδια.
"Θα με βοηθήσεις Άιντεν. Θα με βοηθήσεις το ξέρω"
Σχημάτισε αποφασιστικά το νούμερο του στο τηλέφωνο της. Δεν είχε αποφασίσει τι θα του πει. Τα λόγια του νου της χύνονταν όλα στην ίδια κοίτη ποταμού. Μια φράση υπήρχε μόνο: Βοήθησε με.
Το τηλέφωνο χτύπησε σταθερά αρκετές φορές. Σχεδόν ένιωθε πως η καρδιά της είχε συστρατευθεί στον ίδιο ρυθμό με αυτό του τηλεφώνου.
Και μετά άκουσε την φωνή του.
Μετά απο ένα χρόνο.
Ένα χρόνο μετά άκουγε την φωνή του.
Ένιωσε το ίδιο ρίγος στην καρδιά της.
Το έπνιξε μαζί με τις άλλες σκέψεις.
Τα μάτια του μωρού της εμφανίστηκαν στο σκοτάδι .Ήταν ανοιχτά και την κοιτούσαν. Θα την αναζητούσαν. Αυτό πρέπει να σκέφτεται.
"Γειά σου Άννα"
Η φωνή του σταθερή , ήρεμη , σαν να είχαν μιλήσει ένα λεπτό πριν, σαν να μην είχαν κάνει ένα χρόνο να βρεθούν, σαν να περίμενε το τηλέφωνο αυτό.
"Άιντεν" ψέλλισε με κόπο.
"Εγώ..δεν ξέρω πως να ..αλλά ..Άιντεν" είπε ξανά το όνομα του σαν επίκληση, σαν ικεσία και βαθιά μέσα της σαν ένα ξαφνικό απρόσμενο δώρο. Σαν ένα δικαίωμα που είχε χάσει και τώρα αναπάντεχα μπορούσε να ξανα έχει. Να προφέρει το όνομά του.
"Άιντεν ξέρω πως έχουμε καιρό να μιλήσουμε αλλά-"
"Άννα. Είναι εδώ. Μαζί μου"
Άφησε μια σιωπή μεγάλη να πέσει. Προσπάθησε να καταλάβει τα λόγια του που μόνο μια ερμηνεία είχαν αλλά η καρδιά της δεν μπορούσε να κατανοήσει.
Και τότε για πρώτη φορά έκλαψε. Έκλαψε κρατώντας σφιχτά το τηλέφωνο , έκλαψε με λυγμούς χωρίς να ακούει τίποτα άλλο εκτός απο την ανάσα του. Και μέσα στο κλάμμα μπόρεσε επιτέλους να αρθρώσει την πρώτη φράση που την ταλάνιζε σαν καυτό σίδερο.
"Πως μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό Άιντεν?"του είπε με παράπονο , σαν παιδί που του έβαλαν να υποστεί μια άδικη σκληρή τιμωρία.
"Το ίδιο ακριβώς θα σε ρωτούσα. Πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό Άννα?"
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top