Πριν την πτώση
Αποχαιρέτησε τον Ριζ με την υπόσχεση πως δεν θα πήγαινε προς το ηφαίστειο όπως πολλά βράδια συνήθιζε να κάνει στα κρυφά αλλά θα πήγαινε κατευθείαν πάλι στο σπίτι.
"Θα τα πούμε αύριο Άννα"
"Αύριο Ριζ"
Ο Ριζ στάθηκε στο σκοτάδι της αυλής καθώς έβλεπε την φιγούρα της Άννας να βυθίζεται στους μπλε ίσκιους των καπνών. Χρόνια τώρα του μιλούσε για τον αφέντη της, αλλά ποτέ δεν της εξομολογήθηκε οτι νιώθει ιδιαίτερα για εκείνον. Ίσως τώρα που θα πρόκειται να τον χάσει, να το εξομολογηθεί στον εαυτό της, σκέφτηκε καθώς τράβηξε προς το σπίτι του.
Η Άννα έβγαλε τα δερμάτινα σανδάλια της και ένιωσε το ζεστό χώμα κάτω απο τα πόδια της. Η καρδιά της χτυπούσε ακόμη αναστατωμένη. Δεν μπορούσε να βρει ηρεμία. Ναι ήξερε πως πια ήταν μεγάλη. Δεν ήταν πια παιδί και η ζωή έστεκε μπροστά της διεκδικητική: Ήταν μια ώρα αποφάσεων. Τα κορίτσια της ηλικίας της είτε επέλεγαν το γάμο , άλλες έφευγαν στην Τζακάρτα για να βρούνε δουλειά και άλλες -σχεδόν καμία βέβαια δεν είχε τα χρήματα να κάνει κάτι τέτοιο- αλλες έφευγαν για σπουδές. Ο αφέντης ήταν γενναιόδωρος μαζί της. Της έδινε το δικαίωμα να μορφωθεί και όμως εκείνη του φέρθηκε άπρεπα . Θα έπρεπε να τον ευχαριστεί για την καλή του θέληση και όμως εκείνη δεν ήθελε τίποτα απο αυτά.
Τι ήθελε?
Κοίταξε το ηφαίστειο πίσω της . Οι μπλε καπνοί σχημάτιζαν μια παράξενη μορφή που απλωνόταν σε όλο τον ουρανό αργά. Έκλεισε τα μάτια της και στην σιωπή της νύχτας πήρε μια μεγάλη ανάσα αφήνοντας το αέριο να ποτίσει τα πνευμόνια της.
Το φιλί του θεού στάθηκε μέσα της και γιγάντωσε μέσα της πιο καθαρά την επιθυμία που πάλευε να πνίξει με κάθε τρόπο.
Φαντάστηκε να τον αγγίζει.
Εκεί.
Μέσα στο εκτυφλωτικό φως πλάι στην λίμνη .
Άνοιξε τα μάτια της γρήγορα , σχεδόν τρομαγμένα.
Ήταν ντροπή, ήταν τόσο μεγάλη ντροπή να σκέφτεται με αυτόν τον τρόπο εκείνον.
Προσποιήθηκε πως δεν έκανε αυτή την σκέψη.
Έτρεξε γρήγορα, σαν να την κυνηγούσε η ίδια η σκέψη της. Έτρεξε γρήγορα να ξεφύγει απο την σκέψη της και καθως έτρεχε σκόνταψε σε μια πέτρα.
Η φωνή της ακούστηκε πνιχτή και ένιωσε το κάψιμο απο το σκισμένο δέρμα της. Απο το γονατο της έπρεπε να τρέχει αίμα. Το ένιωθε ζεστό, ενώ ενιωσε να έχει και μια άλλη αμυχη ψηλά στο πόδι της . Έβαλε το χέρι της ανάμεσα απο τα πόδια της και μόρφασε απο το πόνο.
Σκούπισε το χέρι της απο τα αίματα στο φόρεμα και συνέχισε χωρίς να τρέχει αυτή την φορά προς το σπίτι.
Το σπίτι στο κέντρο της χωματένιας αυλής έστεκε σαν κοιμισμένος γίγαντας. Μόνο απο το παράθυρο της κουζίνας υπήρχε ένα κίτρινο φως , που απο μακριά ήταν σαν να είχε στην κοιλιά του ένα κίτρινο ήλιο.
"Ο αφέντης είναι ξύπνιος" μουρμούρισε και περπάτησε λιγο πιο γρήγορα ξεχνωντας το κάψιμο της πληγής. Της απαγόρευε το βράδυ να βγαίνει, το ήξερε καλά πως δεν του άρεσε αυτό.
"ΆΝΝΑ"
Η φωνή του αφέντη της ακούστηκε απο το πίσω μέρος της αυλής. Ήταν βαθιά και βραχνή αλλά η χροιά της συνηθισμένης ήρεμης φωνής του είχε αντικατασταθεί με ανησυχία.
"Ο Ριζ είπε οτι έφυγες πριν απο ώρα απο το σπίτι του. Που ήσουν?"
Είχε αργησει τόσο για την επιστροφή?
Η μορφή του εμφανίστηκε μέσα απο την μπλε ομίχλη, τα μάτια του κοίταξαν το σώμα της , σαν να αναζητούσε κάποιο σημάδι οτι κατι δεν πήγαινε καλά. Το πουκάμισο του ήταν τόσο ανοιχτό που μπορούσε να δει τις σκούρες τρίχες του στέρνου του.
Ήταν γοητευτικός . Πολύ γοητευτικός .
Μικρή έλεγε στην Μάντις οτι θα τον παντρευτεί και θα κάνουν πολλά παιδιά. Πρέπει μια φορά να το είπε και στον ίδιο. Της είχε πει πως" αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί ποτέ" ή και ίσως να μην έγινε ποτέ και όλα αυτά να ήταν μια ανάμνηση που επινόησε.
"Πήρα το δρόμο απο την λίμνη"
"Έχει αναθυμιάσεις απο εκεί, το ξέρεις αυτό"
"Το ξέρω, συγνώμη"
Στάθηκε μπροστά της και εκείνη χωρίς να το θέλει χαμήλωσε το κεφάλι της. Τελευταία δεν μπορούσε να τον κοιτά στα μάτια. Όχι τουλάχιστον με όλα αυτά που σκεφτόταν για εκείνον.
Γιατί τον σκεφτόταν έτσι?
ήταν τόσο ανήθικο όλο αυτό. Ποτέ δεν της έδωσε το δικαίωμα να σκεφτεί κάτι τετοιο.
"Θέλεις να το αγγίξεις?" η φωνή της ανάμνησης τρεμόπαιξε μέσα της.
Όχι έκανε λάθος. Δεν θα μπορούσε ο αφεντης να της είχε προτείνει κάτι τόσο άπρεπο. Ήταν μικρή πολύ και εκείνος άντρας. Πάντα άντρας.
"Δεν έπρεπε η Μαντλεν να σου μιλήσει έτσι. Δεν είχε το δικαίωμα το ξέρεις αυτό"
"Ίσως και να είχε δίκιο. Είμαι όντως μεγάλη και πρέπει να αποφασισω τι θα κάνω στην ζωή μου"
"Αυτό είναι αλήθεια"
Η φωνή του μαλακή , το σώμα του την πλησίασε λιγάκι ακόμα χωρίς όμως να την αγγίξει.
Ποτέ δεν την άγγιζε, τι περίεργο σκέφτηκε.
Δεν την είχε αγκαλιάσει ή φιλήσει, δεν είχε παίξει μαζί της όταν ήταν μικρή , ήταν πάντα απόμακρος και όμως το ζεστό ύφος του που την ακολουθούσε σε οτι και αν έκανε, ήταν σαν να της έδινε χιλιάδες φιλιά . Χιλιάδες αγγίγματα.
Είναι όλα στο μυαλό μου
Πειθανάγκασε την σκέψη της να συμμορφωθεί.
"Θέλω να σε ευχαριστήσω αφέντη . Δεν νομίζω να το έκανα ποτέ, δεν ξέρω γιατί πάντα είχα δεδομένο οτι πρεπει να με φροντίζεις. Σ'ε ευχαριστώ και για τα χρήματα που θέλεις να ξοδέψεις για τις σπουδές μου"
Την κοίταξε ήρεμα στα μάτια . Τον κοίταξε κι εκείνη προσπαθώντας το χείλος της να μην τρεμοπαιξει.
Δεν ήθελε να τον αφήσει. Ήθελε να μείνει για πάντα στο σπίτι του. Μονάχα αυτό. Να ζει μαζί του.
"Μην μου λες ευχαριστώ Άννα"
"Εγώ πάντως σ'ευχαριστώ και θέλω να ξέρεις αφέντη πως σε ένα μήνα θα σου πω την απόφαση μου. Σε ένα μήνα απο τώρα θα έχω φύγει"
Τα μάτια του Άιντεν ανεπαισθητα σμίκρυναν.
"Αυτό είναι το σωστό"
"Ναι αυτό είναι το σωστό. Άλλωστε είμαι γυναίκα πια και εσύ ..δηλαδή ..εσύ ..κι εγώ"
Τα μάγουλα της βάφτηκαν σχεδόν κόκκινα. Ήχησε τόσο περίεργα αυτή η φράση . " εγώ κι εσύ " στην ίδια πρόταση.
"Είσαι γυναίκα ..και εγώ? εγω τι είμαι Άννα?"
Ξεροκατάπιε και δάγκωσε το χείλος της. Κούνησε αμήχανα το κεφάλι της.
"Θέλω να πω , πως η Μαντλεν είχε δίκιο. Δεν είμαι παιδί πια και θα ήταν παράξενο να μένουμε στην ίδια στέγη , αφού δεν έχουμε δεσμούς αίματος"
Χαμήλωσε το βλέμμα του .
Ακούστηκε η ανάσα του να σταματά.
"Ναι " τέλος απάντησε και το ύφος του άλλαξε.
"Καλύτερα να πας για ύπνο Άννα"
"Ναι αφέντη " απάντησε κι εκείνη και καθώς έκανε να περπατήσει ο Άιντεν την είδε πως το βήμα της είχε αλλάξει.
"Σε πονά κάτι Άννα? Περπατάς σαν να έχεις χτυπήσει"
"Χτύπησα αφέντη κατα λάθος το πόδι μου στην επιστροφή, πρέπει να έτρεξε αίμα αλλά τώρα νιώθω σαν να έχει σταματήσει"
"Άσε με να δω"
Της έκανε νόημα να σταθεί στο ημίφως της πανσελήνου. Κοίταξε το γόνατο της και είδε πως απο την αμυχή ακόμη ανέβλυζε αίμα.
"Κόπηκες άσχημα , πάμε στην κουζίνα"
Τον υπάκουσε και τον ακολούθησε.
Όταν ήταν μικρή πάντα τον ακολουθούσε. Ήταν σαν μια μικρή ουρά. Τον λάτρευε.
Τον είδε να ανοίγει διάφορα συρτάρια μέχρι που βρήκε ένα μικρό κίτρινο μπουκάλι και γάζες.
"Ανέβα στο τραπέζι να δέσω το τραύμα."
Το ήξερε η Άννα αυτό το κίτρινο μπουκάλι. Στην αρχή ένιωθε ένα τρομερά έντονο τσούξιμο και μετά κάτι ψυχρό. Μισούσε αυτή την αίσθηση.
"Ε..όχι καλύτερα"
"Μην κάνεις σαν παιδί. Δεν θα πονέσεις"
"Δεν κάνω σαν παιδί, απλά δεν θέλω , δεν είναι κάτι θα περάσει"
Στάθηκε αναποφάσιστος για μια στιγμή και έπειτα την έπιασε απο την μέση. Ένιωσε το κορμί του σκληρό πάνω στο δικό του. Ήταν κάτι σαν αγκαλιά. Τον κοίταξε αμήχανα αλλά εκείνος είχε το βλέμμα του αλλού.
"Κάτσε εδώ" την έβαλε πάνω στο ξύλινο τραπέζι σαν να είναι πούπουλο κι εεπιτα σχεδόν γονάτισε μπροστά της.
"Σήκωσε το φόρεμα , να δω την πληγή"
Ανακάθισε μα ανοιχτά πόδια στο τραπέζι . Ο αφέντης έστεκε μπροστά της κρατώντας το κίτρινο μπουκάλι. Έδειχνε σοβαρός και η Άννα ένιωσε μια περίεργη αναστάτωση. Σήκωσε το φόρεμα της ψηλά ως τα γόνατα αποκαλύπτοντας την πληγή.
"Τρέχει αίμα. "
"Είμαι καλά, σε παρακαλώ μην μου βάλεις το υγρό"
"Συνεχίζεις να κάνεις σαν παιδί, αν και αποκαλείς τον εαυτό σου γυναίκα"
Τον κοίταξε σχεδόν θυμωμένα και εκείνος ελαφρά άφησε να φανεί ενα μικρό λοξό χαμόγελο.
Η καρδιά της έχασε ένα χτύπο.
Ήταν τόσο όμορφος.Πως γίνεται να μην έχει παντρευτεί? Ίσως αν είχε μια γυναίκα επιλέξει στο πλευρό της να μην τον σκεφτόταν
"Το οτι με τσούζει υπερβολικά το φάρμακο, δεν μειώνει το γεγονός πως είμαι γυναίκα"
"Καλά οτι πεις"
Την κοίταξε ζεστα μέσα στα μάτια.
Άγγιξε το πόδι της.
Η ανάσα της σταμάτησε.
"Αν δεν βάλω το υγρό τα μικρόβια δεν θα σκοτωθούν"
"Τα παιδιά στο νησί χτυπάνε όλη την ώρα , αλλά δεν παθαίνουν κάτι"
"Γλυφουν τις πληγές τους, το σάλιο κάνει την ίδια δουλειά" έσκυψε μπροστά της και περιεργάστηκε το κόψιμο.
"Δεν θέλω Άιντεν να το βάλεις σου λέω"
Τα μάτια του διεστάλθησαν. Σχεδόν ποτέ δεν τον αποκαλούσε με το όνομα του και τώρα , οι δυο τους μέσα στην κουζίνα , μέσα στην ησυχία της νύχτας, το όνομα του ακούστηκε τόσο παράξενα τρυφερό και οικείο στα αφτιά του.
Κοίταξε μια στάλα ιδρώτα που κατηφόριζε απο το λαιμό της και χανόταν ανάμεσα στα δυο στήθη της.
Μύριζε Άννα.
Δεν επρεπε να το κάνει.
Δεν έπρεπε να το κάνει.
Μην το κάνεις Άιντεν, καλύτερα να σκοτώσεις τον εαυτό σου, μην το κάνεις-
Έκλεισε τα μάτια του αλλά η σκέψη να γονατίζει μπροστά της και να την αγγίζει δεν σταματούσε. Ήθελε να την αγγίξει.
Η πανσέληνος βάφτηκε μπλε απο τις αναθυμιασεις και οι καπνοί του ηφαιστείου αργά εισέβαλλαν απο την χαραμάδα της πόρτας. Μύρισε θειάφι έντονα .
"Άννα.."
Πρόφερε το όνομα της αργά και ύστερα μαγνητισμένος γονάτισε μπροστά στα μισάνοιχτα πόδια της.
"Τι ..τι κάνεις αφέντη?"
η φωνή της τρεμόπαιξε , πήρε μια βαθιά ανάσα χωρίς να θυμηθεί να εκπνεύσει.
"αφού είσαι παιδί Άννα..θα σου φερθώ σαν παιδί"
Τον είδε να σκύβει στο γόνατο της και να την αγγίζει απαλά με τα χείλη του. Τον κοιτούσε μαγνητισμένη. Ένιωσε την γλώσσα του να την αγγίζει στο σημείο της πληγής.
Τα πάντα ζεστά και υγρά
"Α-Άιντεν" ψιθύρισε καθώς ένιωσε μια έκσταση να αναβλύζει ανάμεσα απο τα πόδια της.
Το κορμί της ρίγησε έντονα και το δέρμα της ανατρίχιασε καθώς ένιωσε το ρούφηγμα του αφέντη της πάνω στην πληγή της
Και τότε σήκωσε τα μάτια του.
Κοιτάχτηκαν.
"Όταν ήμουν παιδί πάντα συνήθιζα να το κάνω αυτό, είχα σχεδόν ξεχάσει την μεταλλική γεύση του αίματος"
Μουρμούρισε αμήχανος. Απομακρύνθηκε ελάχιστα απο τα ανοιχτά πόδια της.
Οι καπνοί του ηφαιστείου γέμισαν αργά την κουζίνα, τα μάτια της λαμπύρισαν σαν δυο αχάτες.
Ένιωσε για μια στιγμή όπως όταν ήταν έφηβη και είχαν πάει με τον Ριζ στην πίσω πλευρά του νησιού. Εκεί υπήρχαν οι καταρράκτες και απο ένα σημείο του γκρεμου, οι πιο θαραλέοι ντόπιοι πηδούσαν με ένα άλμα μέσα στο νερό.
Θυμήθηκε την επιθυμία και τον φόβο της. Ήθελε και αυτή να πηδήξει αλλά φοβόταν πολύ. Ένιωθε πως αν το έκανε θα ένιωθε κάτι απίστευτο, που μόνο να το φανταστεί εκείνη την στιγμή μπορούσε.
Ο Ριζ της έλεγε να μην το κάνει, πως ήταν επικίνδυνο και πως ήταν πολύ ψηλά, αλλά όσο και να φοβόταν ένιωθε η επιθυμία της να γιγαντώνεται. Ήθελε να κάνει το άλμα με κάθε κόστος. Θυμόταν με ακρίβεια την καρδιά της να χτυπά γρήγορα καθώς απο κάτω της έστεκε το χάος και κάτω τα ξεθωριασμένα νερα της θάλασσας.
Έκλεισε τα μάτια της και ένιωσε τον αέρα στο πρόσωπο της. Και όσο και αν φοβόταν το έκανε.
Άνοιξε τα μάτια της και πήδηξε στον αέρα. Και όσο ήταν το σώμα της στο κενό , ξεφώνιζε απο έκπληξη , μεθυσμένη απο μια απόλυτη ελευθερία.
Ήταν απο τις λίγες στιγμές που είχε νιώσει τόσο ζωντανή.
Και τώρα καθώς ο αφέντης έστεκε με ύφος δυσανάγνωστο μπροστά στα πόδια της, τα χείλη του είχαν λίγο απο το αίμα της, η καρδιά της σφυροκοπούσε να κάνει αυτό που φοβόταν αλλά ήθελε όσο τίποτα.
"Αφέντη.."
Πήρε μια μεγάλη ανάσα , όπως τότε που καθοταν στην άκρη του γκρεμού, λίγο πριν πηδήξει στο κενό.
Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή.
Άνοιξε ελαφρα τα πόδια της .
Τον είδε να σαστίζει.
Θυμόταν το σώμα της στο κενό. Η αίσθηση οτι τόλμησε κάτι που φοβόταν αλλά ποθούσε τόσο πολύ.
"Θέλεις να το αγγίξεις..αφέντη?"
Ψιθυρισε τρυφερά και άνοιξε κι αλλο τα πόδια της.
Τα μάτια του Άιντεν διεστάλθησαν καθώς είδε το λευκό εσώρουχο της Άννας.
Έπειτα σήκωσε τα μάτια του σε εκείνη.Έμεινε ακίνητος να κοιτά τα μάτια της. Μια στιγμή που φάνηκε και στους δυο ατελείωτη.
Ο Άιντεν έστεκε με την σειρά του στην δική του άκρη του γκρεμού.
Κι έπειτα σηκώθηκε θυμωμένος πάνω.
"Αχ" ακούστηκε απο το στόμα της Άννας , καθώς το χέρι του βρήκε το μάγουλο της.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top