Περί οργής
Οι ρόδες του τζιπ σήκωναν ένα σύννεφο κίτρινης σκόνης στο πέρασμα του.
Ο Άιντεν κοίταξε την Άννα που έπαιζε νευρικά το στρίφωμα του φορέματος της . Απο την στιγμή που κατέβηκαν απο το καράβι την βλέπει πως είναι αγχωμένη ότι και να της πει." Σου είπα οτι δεν υπάρχει λόγος να αγχώνεσαι . Η Μαντλέν θέλει δεν θέλει θα δεχτεί αυτό το γάμο, δεν θα της ζητήσω εξάλλου την συγκατάθεση της εξάλλου, το θέμα είναι τυπικό."
"Δεν αγχώνομαι..απλά ..ξέρω πως δεν θα το περιμένει και μόλις η Έρικα έφυγε απο το σπίτι και τώρα θα της πούμε πως εμείς οι δυο ..δηλαδή..θα καταλαβει οτι είπαμε ψέμματα για το θέμα της σχολής και.."
Σταμάτησε να μιλά. Δεν βοηθούσε κάπου να αγχώνεται. Οτι είναι να γίνει θα γίνει απλά ήταν δύσκολο. Ήταν σίγουρη πως δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι. Την θυμάται ήδη πόσο άσχημα συμπεριφερόταν στην Έρικα.
Κοίταξε στο βάθος το σπίτι που άρχισε να αποκτά πια καθαρά μορφή. Σε λίγα λεπτά θα ήταν μπροστά στην Μαντλέν κάτι που την έκανε να νιώθει νευρική. Δεν θα έπρεπε . Ο Άιντεν της υποσχέθηκε ξανά και ξανά πως δεν θα επέτρεπε στην Μαντλέν να την φέρει σε δύσκολη θέση αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει το σφίξιμο στο στομάχι της.
"Ίσως ..ίσως θα ήταν καλύτερο Άιντεν να με άφηνες στο σπίτι του Ριζ . Εξάλλου θέλω να τον δω πολύ και ..και όσο λείπω θα μπορούσες να της ανακοινώσεις οτι εμείς οι δυο " τον κοίταξε στα μάτια " ξέρεις οτι θα παντρευτούμε"
Το σπίτι τώρα φαινόταν ολοκάθαρα. Η σκονισμένη αυλή καλυμμένη απο την σκόνη του θειαφιού, τα κανελόδεντρα, τα έπιπλα κήπου απο μπαμπού και στην πόρτα μια ακίνητη κόκκινη φιγούρα.
Η Άννα ξεφύσηξε καθώς διέκρινε την Μαντλέν.
Ήταν ντυμένη στα κόκκινα?
Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε ντυμένη με χρώμα.
"Κοίταξε με Άννα"
Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν καθώς άλλαξε ταχύτητα με το χέρι του ο Άιντεν. Επιβράδυνε την ορμή του αυτοκινήτου, δίνοντας τους λίγα λεπτά ακόμη να μείνουν μόνοι τους."Εγώ στο σπίτι αυτό θα μπω με σένα μαζί μου. Θέλω την γυναίκα στο πλευρό μου. Με καταλαβαίνεις? "
"Απλά .."
"Τελείωσε αυτή η συζήτηση.Την κάναμε ήδη πολλές φορές. Ξεκίνα να συμπεριφέρεσαι ως μέλλουσα σύζυγος μου και όχι σαν παιδί που τα βάζει στα πόδια . "
"Καλά" ξεφύσηξε ξανά η Άννα . Δεν ήθελε να κάνει σαν παιδί. Ο Άιντεν είχε δίκιο . Αργά ή γρήγορα εξάλλου πρέπει να την αντιμετωπίσει.
Ακούστηκε το απαλό φρενάρισμα του αυτοκινήτου και αργά το σύννεφο σκόνης άρχισε να επικάθεται πάνω στο καπό του αυτοκινήτου φανερώνοντας ολοκάθαρα την μορφή της Μαντλέν. Ήταν βαμμένη έντονα , με ένα κραγιόν στο χρώμα των άγουρων μούρων, φορούσε ψηλά τακούνια και τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα σε ένα ψηλό περίτεχνο κότσο.
"Φτάσαμε. Όλα καλά θα πάνε , μην έχεις τέτοια έκφραση" επέπληξε μαλακά την Άννα και κατέβηκε απο το αυτοκίνητο πρώτος.
"ΑΙΝΤΕΝ" η φωνή της Μαντλέν μπλεγμένη με αδημονία έφτασε στα αφτιά του . Σήκωσε το χέρι του και της έκανε ένα νεύμα χαιρετισμού απο μακριά καθώς άνοιξε το πορτ μπαγκαζ και έβγαλε έξω τις βαλίτσες τους. Τις πέρασε στον ώμο του και έπειτα πήγε στην πόρτα του συνοδηγού. Έβγαλε τα γυαλιά ηλίου του και το σκούρο βλέμμα του συνάντησε το βλέμμα της Άννας. Με το ελεύθερο χέρι του άνοιξε την πόρτα της.
"Κατέβα αγάπη μου " της είπε ψιθυριστά αλλά αρκετά αυστηρά για να καταλάβει η Άννα πως δεν γινόταν να κρυφτει στο αυτοκίνητο.
"Μην κάνεις σαν μωρό" συμπλήρωσε και την βοήθησε να κατέβει.
"ΑΙΝΤΕΝ" η Μαντλέν έτρεξε προς εκείνον καθώς η ματιά της σάρωσε το κορμί του άπληστα.
Φορούσε ένα λινό παντελόνι και ένα πουκάμισο με τα πρώτα κουμπιά ανοιχτά, φανερώνοντας το μυώδες στέρνο του. Τα χείλη του γεμάτα και καλοσχηματισμένα όπως τα θυμόταν . Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε αργά στο μάγουλο δίνοντας χρόνο στο σώμα της να γεμίσει απο το άρωμα του . Μόνο που τον άγγιζε ένιωθε χαμηλά το σώμα της να λιώνει απο πόθο.
"Αιντεν..μου έλειψες τόσο" του ψιθύρισε και πίεσε το κορμί της πάνω στο δικό του. " Σε σκεφτόμουν συνέχεια" του είπε αυτή την φορά πιο θαραλλέα και πριν περάσει τα χέρια της γύρω απο την μέση του εκείνος τραβήχτηκε αυτόματα.
Όπως εκείνο το βράδυ.
Ένιωσε το στόμα της γύρω απο τον ανδρισμό του. Ήταν ένα αίσθημα αλλόκοτο. Ένιωσε ερεθισμένος σχεδόν αντανακλαστικά αλλά την ίδια στιγμή ένιωσε ένα αίσθημα ναυτίας να μαζεύεται στο στομάχι του.
"Τι σκατά νομίζεις οτι κάνεις?" την έσπρωξε απο κοντά του κι εκείνη έπεσε στο πάτωμα.
Τον κοίταξε φιλήδονα και αντί να σηκωθεί , άνοιξε τα πόδια της.
"Το θέλουμε και οι δυο"
"Αυτό που θέλω είναι να το ξεχάσουμε. Είσαι μπερδεμένη .Φύγε απο το δωμάτιο μου Μαντλέν. Ας κάνουμε οτι δεν συνέβη ποτέ"
"Μαντλέν κουβαλάω βαλίτσες. Άσε τους χαιρετισμούς" την προσπέρασε με μεγάλα βήματα αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια. Πρόφτασε όμως να δει το φόρεμα της .
Ήξερε τι σκεφτόταν η Μαντλέν. Αλλά δεν θα το επέτρεπε να συνεχιστεί. Μετά απο εκείνο το βράδυ αποπειράθηκε ξανά και ξανά με τρόπους διάφορους να τον κάνει να πλαγιάσουν μαζί αλλά πάντα της το είχε αρνηθεί με όλους τους τρόπους. Ίσως είχε έρθει η ώρα να της πει οτι έπρεπε να βρει ένα δικό της σπίτι. Ή καλύτερα να έφευγε απο το νησί. Δεν θα επέτρεπε να συνεχιστεί αυτό. Αρκετά στήριξε την χήρα του αδερφού του. Ας έκανε στην τελική την ζωή της. Ήταν νέα. Μπορεί να μην της άφησε χρήματα ο Έρικ αφού πήρε όλη την κληρονομιά ο ίδιος, αλλά δεν θα την άφηνε έτσι. Θα της έδινε οτι χρειαζόταν για να φύγει μακριά.
Η Μαντλέν κοίταξε την Άννα.
Φορούσε ένα γαλάζιο φόρεμα.
Το ήξερε αυτό το φόρεμα.
Και είχε στα μαλλιά της περασμένη μια γαλάζια κορδέλα.
Τη θυμόταν και αυτήν την κορδέλα.
Την πλησίασε αργά .Την κοίταξε εξονυχιστικά ψάχνοντας να βρει αυτό που διέφευγε απο τα μάτια της.
"Γεια σου Μαντλέν" της είπε με σταθερή φωνή η Άννα καθώς ένιωσε το βλέμμα της Μαντλέν να την περιεργάζεται.
"Κάτι άλλαξε πάνω σου . "
Τα φρύδια της Μαντλέν συνοφρυώθηκαν . Η μικρή είχε πάνω της κάτι διαφορετικό. Αλλά δεν μπορούσε να εντοπίσει τι . Ίσως η στάση του σώματος της.. η μυρωδιά της.. κάτι αδιευκρίνιστο.Φαινόταν πολύ όμορφη.
"Σου έκανε καλό μάλλον ο αέρας της Τζακάρτας . "
"Ναι ..είναι ωραία η Τζακάρτα" είπε σχεδόν αμήχανα η Άννα που σαν αστραπή πέρασε απο μέσα της η θύμηση του Άιντεν να μπαίνει μέσα της βογγώντας το όνομας της.Τα μάγουλα της βάφτηκαν κόκκινα σκεφτόμενη πως η Μαντλέν μπορεί να υποψιάζεται τι έκανε ο Άιντεν στο κορμί της όλες τις μέρες που έλειπαν οι δυο τους.
"Πέρασες ωραία μαζί του?" της είπε σκεφτική. Κάτι την ενοχλούσε πάνω της . Αλλά δεν έβρισκε τι.
"Ήταν καλός πολύ "
"Ναι είναι" απάντησε αινιγματικά και απέσυρε το βλέμμα της απο την Άννα. Ένιωσε πως ήδη είχε ασχοληθεί αρκετά μαζί της.
"ΑΝΝΑ ΕΛΑ" ο Άιντεν άφησε τις βαλίτσες στην εξώπορτα και της έκανε νόημα να έρθει κοντά του.
(..)
"Λοιπόν.." η Μαντλέν μάσησε αργά την μπουκιά της και την κατάπιε. Εδώ και ώρα περιεργαζόταν τον Άιντεν και την Άννα. Είχαν επιλέξει να κάτσουν στο δείπνο μαζί ενώ εκείνη καθόταν απέναντι τους.
"Σε ποιά σχολή αποφάσισες να γραφτείς Άννα?"
Δεν ήταν ανόητη. Παρακολουθούσε εκείνη την μικρή εδώ και ώρα να τρώει με σκυμμένο το κεφάλι. Ούτε μια φορά δεν γύρισε να την κοιτάξει στα μάτια. Πρόσεξε επίσης οτι ο Άιντεν την κοιτούσε και της χαμογέλασε πολλές φορες.
Είδε επίσης το χέρι του να αγγίζει ελαφρα το δικό της , ενώ εκείνη σχεδόν αναστατωμένη το έκρυψε κάτω απο το τραπέζι. Και τώρα μέσα της μια υποψία έπαιζε σαν μια μικρή φλόγα που έκαιγε το μυαλό της. Έτοιμη να αναζωπυρωθεί και να γίνει φωτιά.
Ήταν σχεδόν σίγουρη πως ο Άιντεν την πήδηξε στην Τζακάρτα.
Την είχε υποτιμήσει. Ήταν μια μικρή πόρνη .
Πήρε το μαχαίρι της και το γυρόφερε γύρω απο το κρέας της αναποφάσιστη που πρέπει να το μπήξει.
"Πολύ ησυχία στο τραπέζι" είπε σχεδόν ειρωνικά .
Ο Άιντεν άφησε την λινή πετσέτα του πάνω στο τραπέζι. Δεν θα το καθυστερούσε άλλο.
Έπιασε το χέρι της Άννας.
"Μαντλέν η Άννα δεν θα φύγει για σπουδές"
Τη ίδια στιγμή ένα μικρό χαμόγελο αηδίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της. Η υποψία έγινε βεβαιοτητα. Την έκανε πόρνη του και θα την είχε εδώ μέσα να γυροφέρνει και να την πηδάει . Έχωσε το μαχαίρι της βαθιά μέσα στο κρέας και ξεκίνησε να το κοβει.
"Άρα άδικα πήγες στην Τζακάρτα" δάγκωσε το χείλος της προσπαθώντας να μην σηκωθεί πάνω και να σφαλιαρίσει δυνατά τα κοκκινισμένα μάγουλα της μικρής πόρνης. Ένιωσε αηδία και μίσος. Αλλά δεν θα το άφηνε έτσι. Όπως έφυγε ήδη η Έρικα , το ίδιο γρήγορα θα βαριόταν την νέα πόρνη του.
"Άδικα όχι . " Ο Άιντεν κοίταξε την Άννα που ίσα που ανέπνεε.
Μια φορά μόνο η Άννα γύρισε να κοιταξει την Μαντλέν και τρόμαξε απο το ύφος της. Ήταν σίγουρη πως είχε καταλάβει πως αυτή και ο Άιντεν είχαν κάνει έρωτα.
"Και τι θα την κάνουμε εδώ Άιντεν? Δεν ξέρει καν να κάνει σωστά ένα φαγητό. Θα την κρατήσεις εδώ για να φροντίζει τις προσωπικές σου ανάγκες?"
Η φράση της έσταζε δηλητήριο. Άνοιξε τα χαρτιά της. Δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι. Δεν είναι ηλίθια να την κοροιδεύουν.
"Προσωπικές μου ανάγκες?" γρύλισε εκνευρισμένος ο Άιντεν και άφησε το χέρι της Άννας ίσα για να σχηματίσει με γροθιά που κατέληξε στο τραπέζι, κάνοντας τα σερβίτσια να ταρακουνηθούν.
"Είμαι ηλίθια Άιντεν? Την κουβάλησες πίσω για να είναι η πόρνη σου? Αυτό αποφάσισες? και τι νομίζεις? πως θα δεχτώ να την βάλεις στο σπίτι μας με αυτή την ιδιότητα?"
"Δεν είμαι πόρνη" η Άννα σηκώθηκε πάνω , ένιωσε τα μάτια της να υγραίνονται αλλά δεν ήθελε να κλάψει. Δεν ήθελε να της δώσει την χαρά να δει πως την πλήγωσε η λέξη της.
"Τα άνοιξες όμως τα πόδια σου σε εκείνον έτσι?" η Μαντλέν τώρα κοιτούσε με κακία την Άννα . Σηκώθηκε πάνω ενώ κάρφωσε το μαχαίρι στο κρέας της.
Ένας δυνατός αέρας ακούστηκε έξω απο το σπίτι σαν βουητό κάνοντας την ξύλινη εξώπορτα να ριγήσει. Οι μεντεσέδες ακούστηκαν να στριγγλίζουν καθώς μπλε καπνοί έζωναν περιμετρικά το σπίτι.
"ΔΕΝ ΣΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΩ ΝΑ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΝΑ ΕΤΣΙ"
"ΘΑ ΜΙΛΑΩ ΟΠΩΣ ΘΕΛΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΝΗ ΣΟΥ"
Το ηφαίστειο βρυχήθηκε απο μια συσσωρευμένη λάβα στο εσωτερικό του. Έγλυψε τα τοιχώματα του και χύθηκε καυτή απο τα τοιχώματα του κρατήρα. Οι καπνοί αναζωπυρώθηκαν ξερνώντας μπλε παχύρρευστο καπνό .
"ΔΕΝ .ΥΠΑΡΧΕΙ.ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ.ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΕΔΏ "
Ο Άιντεν γέλασε με νεύρα.
Η Άννα πισωπάτησε . "Άιντεν.."
Την τράβηξε κοντά του. " Μην στεναχωριέσαι αγάπη μου θα το λύσω αυτό σε ένα λεπτό , η Μαντλέν προφανως δεν κατάλαβε κάτι"
Ο αέρας φύσηξε ξανά ορμητικός και αυτή την φορά χτύπησε με μανία την πόρτα . Κανένας όμως δεν γύρισε το βλέμμα του προς τον κρότο.
"ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ?" επανέλαβε η Μαντλεν την φράση του Άιντεν. Ένιωσε ένα τρέμουλο ακατάσχετο στα χέρια της και έσφιξε τα δόντια της. Τόσο πολύ που ήταν έτοιμα να σπάσουν.
"Για να το ξεκαθαρίσουμε Μαντλέν" τράβηξε κοντα του την Άννα , της έπιασε το χέρι μέσα στο δικό του " ζήτησα απο την Άννα να με παντρευτεί"
Ο αέρας φύσηξε ξανά και αυτή την φορά οι μεντεσέδες έσπασαν , μπλε καπνοί ορμητικοί εισέβαλλαν μέσα στο δωματιο, ο αέρας τώρα ακουγόταν σαν ένα ουρλιαχτό καθώς διαπερνούσαν με ταχύτητα μέσα απο τα φυλλώματα των κανελοδεντρων
"Είναι..είναι αστείο αυτό?" η Μαντλέν μουρμούρησε χωρίς να νιώσει τα χείλη της να κινιούνται. Κοίταξε τα ζευγαρωμένα χέρια τους και μια ξαφνική ζάλη την έκανε να συγκρατήσει το κορμί της στο τραπέζι. Θέλησε να κάτσει στην καρέκλα αλλά δεν είχε την δύναμη να κινηθεί.
Η Άννα είχε τα μάτια της χαμηλά.
"Και η Άννα δέχτηκε. " είπε κοφτά ο Άιντεν και η Μαντλέν μισάνοιξε το στόμα της αλλά καμμιά λέξη δεν βγήκε απο εκεί μέσα. Το τρεμουλο του κορμιού της γιγαντώθηκε.
"Τον αγαπώ Μαντλέν" ακούστηκε η φωνή της Άννας και η Μαντλέν την κοιταξε. Τα μάτια της έλαμπαν σαν δυο μαύρους μύδρους . Αλλά η Άννα δεν κατέβασε το βλέμμα.
"Τον αγαπώ με όλη μου την καρδιά " της είπε ξανά αποφασιστικά και η Μαντλέν ξεκάρφωσε το μαχαίρι απο το κρέας. Κοίταξε το στραφτάλισμα της ασημένιας λαβής.
Άκουσε τον Άιντεν να της λέει κάτι χωρίς όμως να μπορεί να συγκεντρωθεί στα λόγια του. Κοίταξε την ασημένια λαβή και πάνω της είδε το είδωλο της να καθρεπτίζεται παραμορφωμένο. Το κεφάλι της έδειχνε αφύσικα μεγάλο και στις κόγχες των ματιών της έστεκαν δυο μαύρες τρύπες.
Η πόρτα χτύπησε με μανία πάνω στο τοίχο δυο φορές απο τον αέρα.
"Μαντλέν ακούς τι σου λέω?" ο Άιντεν την πλησίασε . Της έλεγε κάτι εδώ και ώρα φωνάζοντας.
"Ναι" μουρμούρισε και κοίταξε το κόκκινο της φόρεμα. Ακούμπησε τα χείλη της και είδε το χέρι της να βάφεται κόκκινο. Το κόκκινο χρώμα των άγουρων μούρων.
Και ύστερα γέλασε δυνατά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top