Ο ερχομός

Μια εβδομάδα μετά

"Ούτε οι στρατιώτες του να ήμασταν, όλοι στη σειρά να υποδεχτούμε την πόρνη του" άκουσε την Μαντλέν να λέει ψιθυριστά με βλέμμα απλανές στο κενό και για μια στιγμή πίστεψε η Άννα πως ίσως να τα έλεγε στην ίδια.

Όλοι εκείνη την μέρα φορούσαν τα καλά τους, η Άννα φορούσε ένα άσπρο φόρεμα, η Μαντλέν φορούσε μαύρα , ακόμη και βέλο που κάλυπτε τα μάτια της και γάντια και εσάρπα -κι ας είχε ζέστη πολύ- και απο πίσω απο τις γυναίκες, στη σειρά ήταν η Μάντις , ο Μανού και τα πέντε  του παιδιά, ο κηπουρός , ακόμη και μια παραδουλεύτρα που είχε η Μάντις για να κάνει την φασίνα. 

Ήταν όλοι εκεί. 

Ο Ριζ κοιτούσε την Άννα και της χαμογελούσε θλιμμένα, η Άννα καθόταν ανέκφραστη.

Αν το θέλημα του αφέντη της , ήταν να υποδεχτούν την μέλλουσα γυναίκα του με τιμή και σεβασμό, θα το έκανε, ήταν το ελάχιστο που θα μπορούσε να προσφέρει στον αφέντη της. 

Κι ας πέθαινε.

"Ποιός ξέρει η βρωμιάρα πόρνη με πόσους τραβήχτηκε πριν μπει στο σπίτι μας. Θα το βρωμίσει"

Ο Μανού έβηξε διακριτικά κάνοντας την Μαντλεν να γυρίσει προς το μέρος του. 

Σήκωσε το βέλος της με θυμό και τον κοίταξε ίσα στα μάτια. Εκείνος τα κατέβασε αμέσως.

Πάντα τα κατέβαζε, πάντα ένιωθε ένοχος για οτι είχε γίνει. Είχε πάρει στους ώμους του όλο το φταίξιμο. Ένοχος έγραψε στην ψυχή του με μεγάλα κόκκινα γράμματα και απο τότε σαν περπατούσε ελαφρά καμπούριαζε, σαν να ήταν η ενοχή του ένα βαρύ φορτίο στις πλάτες του.

"Έχεις και ηθικά προβλήματα γι αυτά που λέω μήπως?" κάγχασε η Μαντλεν στα μούτρα του και γύρισε και πάλι νευριασμένη να κοιτάξει το τέλος του ερημωμένου δρόμου, απο εκεί που σε λίγο θα κατέφθανε ο αφέντης με την νέα γυναίκα του , που σε εφτά μέρες απο εκείνη την στιγμή θα της χάριζε το δαχτυλίδι των αρραβώνων . 

Η Άννα έβαλε το χέρι της μπροστά απο τα μάτια της για να καλύψει το εκτυφλωτικό φως και μέσα στην αμορφία της λάμψης διέκρινε ξαφνικά μια αντανάκλαση  πάνω σε γυαλί που στραφτάλιζε και χόρευε μπροστά στα μάτια της.

Το αυτοκίνητο

Είχαν φτάσει

Ο αφέντης και η νέα γυναίκα του

Ακούστηκε πια καθαρά η μηχανή του αυτοκινήτου.

Τα πάντα ήταν έτοιμα. Το σπίτι το καθάριζαν για μέρες, γυαλίσαν τα ασημικά, έπλυναν τα χαλιά, " σαν να είναι γιορτή" είπε ο αφέντης " το σπίτι να θυμίζει όπως στις γιορτές , έχουμε χαρά" είχε χτυπήσει το χέρι με δύναμη και το είχε προστάξει.

Ζήτησε να στολίσουν με λουλούδια τον ξενώνα. "Σε εφτά μέρες όμως τα πράγματα της θα πάνε στο δωμάτιο μου. Για λόγους εθιμοτυπικούς ας κοιμηθεί ξέχωρα απο εμένα τα πρώτα βράδια. "Το είπε σχεδόν αδιάφορα στην Μάντις. Δίπλα της καθόταν η Άννα με σκυμμένο κεφάλι. Δεν τον κοιτούσε, δεν του μιλούσε, δεν ανέπνεε.

Η Άννα έβαλε τα λουλούδια στα ανθοδοχεία του ξενώνα. Έκοψε τα ωραιότερα λουλούδια.

"Να είναι ευτυχισμένη η γυναίκα του αφέντη, να τον αγαπά και να τον προσέχει" μουρμούριζε με μια περίεργη ηρεμία καθώς στόλιζε το δωμάτιο.

"Πουτάνα " μουρμούρισε ξανά η Μαντλέν πιο δυνατά αυτή την φορά και κανείς δεν έκανε τον κόπο ούτε να βλεφαριάσει. 

Η μέλλουσα γυναίκα του δεν ήταν πόρνη.

Δεν ήταν τίποτα απο όσα ήλπιζε η Μαντλέν και το ήξερε καλά και η ίδια, καθώς ήδη γνώριζε την υπαρξη της στην ζωή του Άιντεν. 

Ήταν μια αγγλίδα ορυκτολόγος, κάτοικος της Τζακάρτα εδώ και ένα χρόνο. Άγνωστο πως γνώρισε τον Άιντεν, ίσως στα πολλά ταξίδια του στο μέρος αυτό, δεν ήθελε πολύ σκέψη να φανταστείς πως ταίριαξαν αυτοί οι δυο ανθρωποι. Είχαν κοινο τα ορυκτά, η Άννα σκεφτόταν τον αφέντη σε κάποιο λόμπι ξενοδοχείου να την γνωρίζει, ίσως να μιλήσαν πολύ πριν την ανεβάσει στο δωμάτιο του, θα την βρήκε σίγουρα έξυπνη και καλή, καμιά άλλη δεν θα άντεχε δίπλα του. 

Θα είναι έξυπνη και καλή, θα είναι η καλύτερη για τον αφέντη μου.

Ναι προσευχόταν το καλύτερο για εκείνον, γιατί πάνω απ'ολα τον αγαπούσε. Του άξιζαν όλα.

Το αυτοκίνητο μπήκε στην αυλή και πρώτος κατέβηκε απο την θέση του οδηγού ο Άιντεν. Φορούσε το καλό κουστούμι του και γραβάτα , πράγμα που δεν συνήθιζε σχεδόν ποτέ και με μια κίνηση πήγε στην άλλη άκρη και άνοιξε την πόρτα.

Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε η Άννα , ήταν το πολύ λευκό δέρμα της κοπέλας. Θα ήταν γύρω στα 25 έτη, δεν ήταν αδύνατη, αλλά είχε ένα καλλίγραμμο πληθωρικό κορμί, απο εκείνα που όταν τα βλέπεις τα φαντάζεσαι σχεδόν μητρικά, να σέρνονται απο πάνω τους παιδιά μικρά ζητώντας γάλα. Είχε πράσινα μάτια, κόκκινα χείλη, φυσική ομορφιά και δυο έξυπνα μάτια.

Φαινόταν συμπαθητική και καλή. Χαμογελασε εγκάρδια σε όλους.

"Καλώς σας βρήκα"

Κούνησε τον χέρι σχεδόν παιδικά και για κάποιο λόγο γέλασε. Ο Άιντεν προχωρούσε δίπλα της με ύφος ανέκφραστο.

Κοιτούσε την Άννα. Κάρφωνε με το βλέμμα του την Άννα αλλά εκείνη μαγεμένη κοιτούσε την κοπέλα.

Φαινόταν καλή, συμπαθητική, η Άννα σχεδόν ηρέμησε, ο αφέντης θα είχε μια καλή μοίρα, σκέφτηκε καθώς την ίδια στιγμή απόρησε πως συγκρατούσε μέσα της έναν κυκεώνα δακρύων.

Όχι ακόμη Άννα. Συγκρατήσου, είναι η μέρα του, συγκρατήσου για εκείνον, μην το κάνεις, μην τον στεναχωρήσεις.

"Εσύ είσαι η Μαντλέν" αναφώνησε με χαρά η κοκκινομάλλα με το λευκό δέρμα και έπιασε απο τους ώμους την Μαντλέν την έσφιξε πάνω της και την φίλησε πάνω απο το βέλο.

"Χάρηκα, είμαι η Έρικα, είμαι τόσο χαρούμενη που είμαι εδώ"

"Μμ..ναι" ακούστηκε ένας βρυχηθμός, ένα περίεργο φώνημα ακατανόητο απο το στόμα της Μαντλέν, σαν παιδί που προσπαθεί να πρωτομιλήσει.

Έπειτα στάθηκε μπροστά απο την Άννα.

"Άννα" της είπε χαμογελαστα και εγκάρδια "μου έχει μιλήσει ο Άιντεν για εσένα "

Την αγκαλιασε σφιχτά πάνω της, παρατεταμένα " θα είμαστε σαν αδερφές " της είπε και η Άννα μύρισε πάνω της κάτι σαν ζεστό γάλα και κάτι άλλο. 

Την μυρωδιά του Άιντεν.

Είχε πάνω της την μυρωδιά του Άιντεν.

Ένιωσε τα χέρια της να μουδιάζουν, τα πάντα να σβήνουν, ήθελε να λιποθυμήσει.

Είχε την μυρωδιά του άντρα της , του Άιντεν, του αφέντη πάνω της αυτή η γυναίκα.

Την μίσησε και την ζήλεψε.

 Κι ένιωσε την ίδια στιγμή ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου.

"Θα σε αγαπήσω πολύ, στο υπόσχομαι, στο υπόσχομαι Έρικα"

Δάκρυσε και σκούπισε τα μάτια της. Ο Άιντεν έσκυψε το κεφάλι. Έκανε πως δεν είδε τα δακρυσμένα μάτια της Άννας. Έβαλε αμήχανα τα χέρια του στις τσέπες.

"Συγκινήθηκε η Άννα" είπε με εγκάρδιο τόνο ο Μανού καθώς ο Ριζ τον χτύπησε με τον αγκώνα του διακριτικά να σταματήσει να μιλά.

"Όλοι θα μάθουμε να την αγαπάμε Άννα" είπε τέλος ο Άιντεν και τους έκανε νόημα να μπούνε όλοι στο σπίτι.

--------------------







Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top