Ο έρωτας και ο θάνατος
"Άννα.."
Πρώτα ακούστηκε σαν βοή, σαν δυνατός αέρας, σαν να ξεγελάστηκε απο κάποιον που την φώναξε και κοίταξε πίσω της να δει ποιός την καλεί, αλλά όχι. Όλοι κρατούσαν τα ποτήρια τους, είχαν ζωγραφισμένα τα χαμόγελα τους στα χείλη τους, ο Άιντεν κρατούσε την Έρικα και ναι έβλεπε καθαρά να γυαλίζουν οι βέρες τους. Την έκανε γυναίκα του. Αληθινά την έκανε γυναίκα8 του, ένα κομμάτι ορυκτό γυάλιζε στο δαχτυλο της Έρικας, χρυσός
"Χρυσός, ορυκτό χωρίς προσμείξεις"
Δεν ήξερε τι έλεγε , ένιωσε πάντως πως δεν γινόταν άλλο να σκεφτεί, πως στο ποτήρι της ζωής της το υγρό είχε καλύψει και το χείλος του ποτηριού και πως η σταγόνα, εκείνη η ανεπαίσθητη, η ελάχιστη που θα άγγιζε το υγρό της θα ξεχείλιζε το ποτήρι.
"Άννα.."
Η βοή θέριευε, μύριζε την φωνή, ήταν καμωμένη απο θειάφι και είχε χρώμα, ήταν μπλε , αέρινη καπνώδης.
Είδε τον Άιντεν να την φιλά στα χείλη. Απαλά. Στιγμιαία. Να αγγίζει τα χείλη της Έρικας.
Κι επειτα ο Άιντεν έψαξε με την ματιά του κάτι μέσα στην σάλα και σταμάτησε απότομα στο χλωμό πρόσωπο της Άννας.
Η σταγόνα είχε πέσει στο ποτήρι της ζωής : ξεχείλισε ζωή και άρχισε να αδειάζει.
Η Άννα ξεκίνησε να τρέχει-
άκουσε την φωνή του?
Όχι?
Άρχισε να τρέχει, η υπόκωφη φωνή την καλούσε ολοενα πιο δυνατά, το χώμα δονείτο απο την κραυγή του ηφαιστείου, η λάβα πύρωνε την κοιλιά του νησιού, έτοιμη να ξεχυλήσει, να κάψει.
Ένιωσε πως έχασε το ένα της παπούτσι. Το φόρεμα της γαντζώθηκε σε ένα αιχμηρό κλαδί, το τράβηξε με λύσσα, σαν κάποιος να την κρατά απο αυτό που ήταν ταγμένη να κάνει.Το έσκισε. Έτρεξε πιο γρήγορα, με ένα πόδι γυμνό, με φόρεμα σκισμένο, με μαλλιά κομμένα απο ατσάλινο εραστή , η λεβάντα έπεσε απο τα μαλλιά της, ο κρατήρας φαινόταν καθαρά.
"έρχομαι" φώναξε η Άννα μαγνητισμένη απο την απίστευτη δύναμη της θέλησης της.
Δεν φοβόταν να πεθάνει. Φοβόταν όμως να ζήσει έστω και ένα λεπτό ακόμη χωρίς εκείνον.
Θα πέθαινε απο έρωτα, θα σταματούσε την ζωή της, θα έσπρωχνε τον εαυτό της απο το γκρεμό, ίσα στα νερά της τοξικής λίμνης, θα έμπαινε βαθιά μέσα την καρδιά του νησιού
"Άννα"
το ηφαίστειο βούηξε ανυπομονα σαν εραστής που φλέγεται απο επιθυμία
"Έρχομαι" φώναξε και γέλασε μαζί και ένιωσε δάκρυα τα οποία δεν ήξερε αν ήταν απο τα μάτια της ή αν έβρεχε. Έβρεχε?
Οι μπλε καπνοί την βρήκαν και την αγκάλιασαν και μπήκαν μέσα της, οι καπνοί ξεκίνησαν να της φιλούν το σώμα και ένιωσε να παραδίδεται στο αναπόφευκτο.
"ΑΙΝΤΕΝ"
Η φωνή της Μάντις ήχησε μέσα στην σάλα. Όλοι σταμάτησαν ξαφνικά οτι κι αν έκαναν.
Μια γερόντισσα με θολά μάτια, τατουάζ απο χένα στο κορμί, ένα χαλκά περασμένο στην μύτη, αλυχτούσε σαν δαίμονας.
"ΑΙΝΤΕΝ"
Η φωνή της σταθερή
"Μάντις..είναι ύβρις να με παρακούς..είναι δική μου" το ηφαίστειο φύσηξε τα λόγια στο αφτί της.
Ήξερε πως την στιγμή που θα πρόδιδε το θεό του ηφαιστείου η τιμωρία για εκείνη θα ήταν μεγάλη.
"τι συμβαινει?"
Ο Άιντεν έτρεξε κοντά της, σχεδόν έσπρωξε τον κόσμο για να φτάσει την γριά γερόντισσα, που για κάποιο λόγο αν και φαινόταν αδύναμη στο σώμα
-κρατούσε την καρδιά της με το ένα της χερι, έτρεμε το χέρι της και η καρδιά της μετρούσε τους τελευταίους χτύπους της ζωής της-
η φωνή της όμως έσκιζε τον αέρα, υψωνόταν πάνω απο κάθε ομιλία, κάθε φωνή, δυνατή, μια πυθία που ετοιμαζόταν να κάνει την πρόβλεψη της
Μια πρόβλεψη απαγορευμένη.
Όταν ήταν μικρή πρόβλεψε το θάνατο της γυναίκας του ιεραπόστολου και λίγες μέρες μετά οι γονείς της πεθάναν. Είχε ένα ματαιο χάρισμα, φθοροποιό που της δόθηκε απο έναν απαθή θεό. Αλλά τώρα θα μιλούσε. Δεν θα την άφηνε να πάθει κακό. Όχι η Άννα. Όχι την Άννα.
Έβλεπε την Άννα καθαρά να δίνει τέλος στην ζωή της.
"Η Άννα"
"Τι συμβαίνει με την Άννα?ΜΙΛΑ"
Την έπιασε απο τους ώμους ο Άιντεν και ένιωσε στην στιγμή πως η γριά θα του προμήνυε άσχημα νέα, μελλούμενα που πρόκειται να συμβούν. Ήταν μια αίσθηση δεδομένη ίσως εκπορευόμενη απο τις πολλές ιστορίες που είχε ακούσει και ο ίδιος απο μικρός για εκείνη την περίεργη γυναίκα.
"Θα δοθεί στο ηφαίστειο "
"Τι εννοείς?"
Ο κόσμος γύρω τους πλησίασαν ένα βήμα. Γύρω τους ένας ασφυκτικός κλοιός, σαν χορός απο αρχαία τραγωδία
"Η Άννα θα ρίξει τον εαυτό της στο κενό για να πάψει τον έρωτα να την κατατρέχει"
Είδε τον Άιντεν να πισωπατά. Μονάχα μια στιγμή έμεινε ακίνητος. Το βλέμμα του πλανήθηκε στον κόσμο. Την αναζήτησε. Έψαξε μάταια με την ματιά του την Άννα. Δεν ήταν εκεί.
"Είναι τρελή" ακούστηκε η φωνή της Μαντλέν ανάμεσα απο το σούσουρο των φωνών
άλλοι ψιθύριζαν πως η γρια είχε μαντικές δυνάμεις
"ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΤΡΕΞΕ" μόνο ο Μανού φώναξε προς τον Άιντεν τόσο δυνατά που τον έκανε να ξυπνήσει απο το λήθαργο της έκπληξης.
"ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΊΝΕΙΣ?"
Είδε τον Μανού πρώτο να τρέχει προς την πόρτα και τότε σαν να έπεσε αστραπή δυνατή μέσα στην νύχτα καθαρισε ο νους του Άιντεν.
Η Άννα θα αυτοκτονούσε. Τον είχε ήδη αποχαιρετήσει.
Η Άννα θα πέθαινε για εκείνον.
"ΑΝΝΑ"
η φωνή του , μια κραυγή απελπισίας τρόμαξε τα νυχτερινά σμήνη πουλιών.
Ξεκίνησε να τρέχει με δύναμη , με όση δύναμη είχε να προφτάσει τον μοναδικό έρωτα της ζωής του:
Εκείνη. Το μικρό κορίτσι που κατέτρεχε σαν δαίμονας την σκέψη του.
Δεν άκουσε την Έρικα που τον φώναζε και είχε πέσει στην αγκαλια του Ντέιβιντ κλαιγοντας, δεν είχε ακούσει την Μαντλέν να γελά υστερικά άγνωστο για τους υπόλοιπους λόγο, δεν είδε την Μάντις να στέκεται έρημη και μόνη στο μέσο της σκονισμένης αυλής.
Η Μάντις προχώρησε με δυσκολία ακόμη μερικά βήματα και έπειτα κατόρθωσε να κρύψει το σώμα της σε ένα μικρό δασύλλιο πιο πέρα απο το σπίτι γεμάτο σεκόιες , ψηλές σαν άγρυπνοι φρουροί.
"Σε πρόδωσα θεέ απο αγάπη"
Μουρμούρισε καθώς έπεσε στα γόνατα, οι μπλε καπνοί την αγκαλιασαν σφιχτά πολύ σφιχτα
Ήξερε πως αν μιλούσε , αν πρόδιδε το μέλλον, αν επενέβαινε στην ιστορία των ανθρωπων , την ίδια στιγμή θα πέθαινε.
Ένας πόνος πιο οξύς σαν μαχαιριά στην καρδιά της.
Κοίταξε το ηφαίστειο μέσα απο τα θολά της μάτια.
"Μάντις θα σου πάρω μονάχα το σώμα" το ηφαιστειο της ψιθύρισε, η φωτιά έκαιγε μέσα του σαν θεός της φωτιάς , δυο λύκοι , ο ενας εκπορεύτηκε απο τα σπλάχνα του ηφαιστειου και ένας άλλος πιο μικρός γεννήθηκε απο τον αέρα , κοντέψαν το σώμα της .
Ο λύκος του ηφαιστείου στάθηκε απο πάνω της
"Θα ζευγαρώσεις μαζί μου υπηρετώντας την φύση"
Ο μεγάλος λύκος σχεδόν εξαφανίστηκε απο μπροστά της, ο μικρός λύκος ανέβηκε πάνω της.
Και τότε ένιωσε την καρδιά της να ηρεμεί. Χανόταν, γλιστρούσε. Η τελευταία της ανάσα απο τους πνεύμονες της έβγαινε.
Ο μικρός λύκος στάθηκε με τα 4 πόδια του πάνω στο στήθος της, έσκυψε το κεφάλι του προς το στόμα της και πήρε την τελευταία της ανάσα στο σώμα του.
Το πνεύμα της Μάντις έλαμψε μέσα στο σώμα του λύκου.
Για εκείνη μια νέα ιστορία ζωής μόλις είχε ξεκινήσει.
......
Για τις αναγνώστριες που δεν έχουν διαβάσει τις υπόλοιπες ιστορίες μου την Μάντις -σε δευτερεύοντα ρόλο , θα την βρείτε στο παιχνίδι της Λίνας και στο Παίξε με τον λύκο μου-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top