Να με άγγιζες έτσι

Είχε ώρα πια πολύ απο την στιγμή που ο Ριζ έφυγε απο τον δωμάτιο της, αλλά η Άννα ήταν ακόμη αναποφάσιστη για το τι θα έπρεπε να κάνει. Μέσα της καθαρά φωτιζόταν η εξομολόγηση στον αφέντη της ως η μόνη λύση για να διασωθεί η αξιοπρέπεια της και όμως δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της να στέκεται μπροστά του και να του ξεστομίζει τον έρωτα που έτρεφε για εκείνον. 

Περιπλανήθηκε μέσα στο δωμάτιο σαν να πήγαινε βόλτα στα χωμάτινα μονοπάτια του νησιού, δεξιά αριστερά , σε κύκλους  κι έπειτα καθόταν πλάι στο κρεβάτι της κοιτώντας τον ορίζοντα απο το μικρό παράθυρο της. 

Ήταν μάταιο. Ήταν δειλή. Ντρεπόταν. Ήταν αδύνατο να του μιλήσει.

Σηκώθηκε για ακόμη μια φορά και περιπλανήθηκε στο δωμάτιο της, μη μπορώντας να βρει ηρεμία στους τέσσερις τοίχους που ολοένα γινόντουσαν μικρότεροι και την πλάκωναν. Μια τολμηρή ιδέα που ψιθυριζε μεσα της να πλυθεί, να ντυθεί όμορφα και να πάει να τον βρει στο ορυχείο, την έπνιγε την ίδια στιγμή. 

Φυλλομέτρησε ένα παλιο βιβλίο με σημειώσεις του Da Vinci , διάβασε για τις ιδιότητες του αμέθυστου ενώ τα μάτια της ήταν προσηλωμένα για ώρα στην ίδια αράδα , έπειτα κοίταξε για ώρα αφηρημένη την γκραβούρα μιας φρεγάτας σε θαλασσοταραχη που ήταν κρεμασμένη πάνω απο το ξύλινο γραφείο της. 

Ο ήλιος έκαιγε έξω, ενώ έδειχνε σημάδια πως σε λίγο θα βασίλευε. Δεν μπορούσε να πάρει απόφαση.

"Σε λίγο θα επιστρέψει" μουρμούρισε στον εαυτό της νιώθοντας το άγχος να την κατακλύζει. Το βράδυ παντα γευμάτιζαν μαζί. Ο χρόνος τελείωνε κάτι έπρεπε να κάνει. Μια απόφαση. Κάτι. Πως θα τον αντιμετώπιζε?

Κοίταξε τον ορίζοντα καθώς ο ήλιος αργά φώλιαζε τις αχτίνες του πίσω απο την κορυφογραμμή του βουνού. Όταν θα κρυβόταν και η τελευταία ακτίνα ηλίου  ο αφέντης θα ερχόταν σπίτι. Δάγκωσε τα χείλη της τόσο πολύ που ένιωσε την μεταλλική γεύση του αίματος της. 

Τον θυμήθηκε να γονατίζει μπροστά της και να της γλύφει το αίμα απο την πληγή.

Ένα περίεργο μυρμήγκιασμα απλώθηκε στο σώμα της . Ξάπλωσε στο κρεβάτι νιώθοντας έξαψη, έναν περίεργο πυρετό που δεν έλεγε να κοπάσει. Ένιωθε την έξαψη να μαζεύεται , να συσπυρώνεται κάτω χαμηλά ανάμεσα στα πόδια της.

"Θέλεις να το αγγίξεις?"

Η φωνή του αφέντη της , βραχνή, ήρεμη, ερχόταν σαν κύμα θάλασσας σταθερά ξανά και ξανά στα αφτιά της, καθώς η έξαψη στα πόδια της μεγάλωνε. Τον ήθελε με τρόπους που δεν μπορούσε ούτε η ίδια να καταλαβει. 

Ένιωσε την φλόγα του πυρετού πιο δυνατή, σκεφτόμενη τα χέρια του , μεγάλα και στοιβαρά.Τα σκέφτηκε να την αγγίζουν εκεί. 

Χαμήλωσε το χέρι της και άγγιξε το σημείο που ένιωθε τον πυρετό , φαντάστηκε πως το χέρι της δεν ήταν δικό της , αλλά τα δικά του και τώρα καθώς το χέρι της χαμήλωνε στο κρυφό μέρος του σώματος της, αρχισε να χαιδεύει απαλά τον εαυτό της . Ένιωσε να την κατακλύζει μια γλύκα σαν μέλι παχύρευστο και μουρμουρισε  το όνομα του ξανά και ξανά.

"Άιντεν .. Άιντεν.." 

επαναλάμβανε με ολοένα μεγαλύτερη δύναμη το όνομα του , το νυχτικό της ψηλά στην μέση τραβηγμένο, τα πόδια της ανοιχτά σε εκείνον, στον αφέντη της , έκλεισε τα μάτια της και τον ονειρευτηκε να της χαιδεύει το σώμα , ένιωθε την ύβρις και τον πόθο να την κατακλύζουν, δεν ήξερε τι έκανε αλλά ήταν τόσο ωραίο ,τόσο εθιστικό αυτό, άνοιξε το στόμα της και απο μέσα της ξεπήδησαν φωνές απαλές κι έπειτα σκλήρηναν σαν να πνίγονταν απο ένα υγρό πόθο, ένιωσε σαν μουσικό όργανο που ο αφέντης το έπαιζε και απο μέσα της έβγαινε μια παράδοξη μελωδία .

Στην κορύφωση άκουσε τον εαυτό της να φωνάζει το όνομα του.

"Άιντεν.. !"

"Άννα" 

Το  σώμα της παρέλυσε. 

Η φωνή του αφέντη.

"Άννα είσαι καλά?" 

Ήταν εκείνος.  Η φωνή του ακούστηκε έξω απο την πόρτα της .

Κάλυψε το σώμα της με την νυχτικιά της , ανασηκώθηκε αναψοκοκκινισμένη πάνω στο κρεβάτι της, μηχανικά έφτιαξε τα μαλλιά της.

Η ανάσα της έβγαινε ακόμη ακανόνιστη.

"Ε..ναι?"

"Να περάσω?"

"Ναι.."

Η πόρτα άνοιξε απαλά και απο το άνοιγμα είδε να ξεπροβάλλει εκείνος.

Την κοίταξε στα μάτια έντονα. Δεν της μίλησε.

"Κοιμόμουν" είπε σχεδόν ενοχικά καθώς η ντροπή πρέπει να φαινόταν στα κόκκινα μάγουλά της.

"Είσαι καλά? Η Μάντις είπε οτι το πρωι ήσουν αδιάθετη"

"Είμαι καλά"

Τον είδε να κάνει ένα αναποφάσιστο βήμα προς το εσωτερικό του δωματίου της.  Την περιεργάστηκε. 

Το δωμάτιο μύρισε απο το άρωμα του, σανδαλόξυλο , πράσινο σαπούνι και καπνό απο πούρο.

"Θα κατέβεις στο δείπνο?"

"Ναι"

"Θα ήθελα να συζητήσουμε μετά Άννα"

Οι κόρες της διεστάλθησαν . 

Έσκυψε το κεφάλι.

"Μην ντρέπεσαι" της ψιθύρισε καθώς πήγε κοντά της . Αργά της σήκωσε το πηγούνι. Ένιωσε το δέρμα της ζεστό.

"Μην ντρέπεσαι. Όλα καλά" της είπε ήρεμα σαν να ήταν μια σκέψη που δουλεύτηκε πολύ ώρα στο νου του πριν την ξεστομίσει. 

"Δεν..δηλαδή..εγώ"

Έσκυψε ξανά το κεφάλι της.

Υποτίθεται πως θα διεκδικήσει αυτόν τον άντρα? Πως θα του πει έστω την αλήθεια? 

"Ετοιμάσου , σε περιμένουμε. Μην αργήσεις, ξέρεις πόσο η Μαντλέν εκνευρίζεται"

Προσπάθησε να αλλάξει τον τόνο της φωνής του αλλά υπήρχε στο δωμάτιο μια αδιόρατη ένταση.

"Ναι αφέντη"

Έστρεψε το σώμα του προς την πόρτα , άγγιξε το χερούλι της πόρτας και ξαφνικά σταμάτησε. Σταμάτησε και κοίταξε το ξύλο της πόρτας δίνοντας του τον χρόνο να σκεφτεί αν θα έπρεπε να πει αυτό που τα τελευταία λεπτά ήθελε να την ρωτήσει.

"Άννα" 

Το όνομα της ακούστηκε απο τα χείλη του υπέροχο. 

"Ναι?" 

Δεν γύρισε να την κοιτάξει. 

"Έβλεπες όνειρο πριν έρθω στο δωμάτιο σου?"

"Όνειρο?" απαντησε εκείνη μπερδεμένη " όχι απλώς καθόμουν στο κρεββατι και-"

Σταμάτησε τον εαυτό της την ίδια στιγμή.

Τον είδε να γυρνά και να την κοιτάζει έντονα. Σχεδόν έβλεπε το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει έντονα.

"Δηλαδή.. εγώ.."

Του είπε πριν  οτι κοιμόταν.

Την άκουσε.

Την άκουσε να φωνάζει το όνομα του.

Έσκυψε το κεφάλι της.

Ήθελε να κλαψει απο την αμηχανία.

"Ναι όνειρο δηλαδή έβλεπα..αφέντη και τώρα ξύπνησα"

Τον ειδε να σκύβει το κεφάλι του. Τα γένια του ήταν σκληρά , τα χέρια του αιφνίδια τα έκρυψε μέσα στις τσέπες του παντελονιού του.

"Φώναζες ..στον ύπνο σου "

"Ναι"

Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της.

"Θα τα πούμε κάτω" είπε μετά απο μια παρατεταμένη στιγμή ησυχίας και μετά άκουσε την πόρτα να κλείνει.

Την ίδια στιγμή η Άννα τράβηξε το σκέπασμα και κρύφτηκε απο κάτω .

Η ντροπή που ένιωθε δεν είχε όριο. Ήθελε να πεθάνει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top