Θέλεις να το αγγίξεις?

"Αφέντη ακούς?"

Ο Άιντεν άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στο ζεστό μεσημεριάτικο ήλιο. Στο βάθος έστεκε επιβλητική η μορφή του ηφαιστείου. Όταν ήταν μέρα τα πάντα στο νησί είχαν το χρώμα της άμμου . Ο ζεστός αέρας σήκωνε πάντα σκόνη και μύριζε θειάφι. Μια μυρωδιά που θύμιζε ιδρώτα κορμιού και τηγανισμένου αβγού. Ήταν η ξεχωριστή μυρωδιά του νησιού τους. Μια μυρωδιά που πότιζε τα ρούχα τους , τα βραδυνά σκεπάσματα τους, το σώμα τους.

"Ναι ακούω. Η εξόρυξη του θειαφιού θα συνεχιστεί ,να το αποστείλετε ακατέργαστο, δεν είναι ώρα ακόμη για τίποτα παραπάνω"

Το σκούρο βλέμμα του Άιντεν περιπλανήθηκε σχεδόν διακριτικά πάνω απο τους ώμους του Μανού, του άντρα που τα τελευταία είκοσι χρόνια ήταν υπεύθυνος για τα μεταλλεία της οικογένειας. Παρόλαυτα δεν θα μπορούσε κανείς να πει πως είχε ακούσει τους δυο άντρες να μοιράζονται μια φιλική κουβέντα. Ο αφέντης του νησιού ήταν πάντα απόμακρος, χωρίς όμως κάποια διάθεση σνομπισμού. Το ύφος του πάντα ήταν ζεστό χωρίς ποτέ να χαμογελά. Δίκαιος με τους εργάτες, σκληρός με την ατιμία , υπηρετούσε κατά γράμμα το σύστημα ηθικών αξιών του πατέρα του.

"Αν διέθετες ένα μικρό κεφάλαιο θα μπορούσες το θειάφι να το πουλήσεις κατευθείαν ως λίπασμα. Τα χρήματα θα ήταν-"

"Όχι ακόμη Μανού"

Ο Μανού ένας άντρας γύρω στα εξήντα , με δυο γάμους στο ενεργητικό του και πέντε παιδιά συνολικά έγειρε στο κάθισμα πίσω του.

"Εντάξει αφέντη εσύ ξέρεις καλύτερα"

Ο Μανού γνώριζε τον Άιντεν απο μικρό παιδί. Τον είδε να ανδρώνεται πλάι στον πατέρα του , τον είδε να γίνεται άντρας, να στέκεται δίπλα απο τον ανοιχτό τάφο του αδελφού του χωρίς δάκρυα, τον είδε να αναλαμβάνει την επιχείρηση . Ήταν ένας συνετός άντρας.

Μοναχικός.

Στο νησί οι ντόπιες πάντα τον καλοέβλεπαν. Ήταν ένας άντρας γίηνος , χωρίς κάποια εντυπωσιακή ομορφιά και όμως το ψηλό δεμένο κορμί του, τα κοντά αξύριστα γένια του και το σθένος της προσωπικότητας του πάντα γοήτευε τις γυναίκες. Ήταν απο τους άντρες που προκαλούσαν πόθο αβίαστα.

Παρόλαυτα κανείς ποτέ δεν του καταλόγισε κάποια ερωτική σχέση.

Κάποιοι θεωρούσαν πως ήταν ομοφυλόφιλος. Θα μπορούσε. Κανείς άντρας δεν αντέχει χωρίς γυναίκα στο κρεβάτι του.

Και άλλοι , οι περισσότεροι, ψιθυριζαν πως στο κρεβάτι του είχε κάθε βράδυ την μελαχροινή καλλονή του αδερφού του. Και όχι μόνο αυτό. Κάποιοι πολύ ψιθυριστά άφηναν να εννοηθεί πως ίσως ο αδερφός του αυτοκτόνησε γιατί έμαθε πως ο μικρός αδερφός του ανδρώθηκε στα σκέλια της γυναίκας του.

Ίσως. Κανείς δεν ήξερε ποτέ με ακρίβεια τίποτα για εκείνον τον άντρα . Παρα μόνο ένα ήξεραν όλοι με σιγουριά.

"Η δεσποινίς Άννα αποφάσισε που θα πάει για σπουδές?"

Το βλέμμα του Άιντεν ξεπήδησε ξαφνιασμένο απο τον ορίζοντα που είχε προσηλωθεί και κοίταξε τον Μανού.

Όλοι ήξεραν με σιγουριά πως ο αφέντης είχε αδυναμία στην μικρή Άννα. Το ορφανό που είχε υπο την φροντίδα του χρόνια τώρα.

"Όχι δεν αποφάσισε ακόμη. Αλλά είναι θέμα χρόνου να φύγει απο το νησί"

Την ίδια στιγμή η Άννα ξυπόλητη εμφανίστηκε στην χωματένια αυλή.

Φορούσε ένα λευκό φόρεμα μακρύ με χρυσά μικρά κουμπιά. Στο χέρι της κρατούσε ένα ζεστό τσάι σε μια κούπα αμέθυστου.

Δώρο του Άιντεν. Αγαπούσε τα ορυκτά . Να και κάτι άλλο γνωστο για εκείνον. Ήταν λάτρης των ορυκτών.

"Δεσποινίς Άννα"

Ο Μανού ελαφρά έσκυψε το κεφάλι στην νεαρή κοπέλα. Στην κόρη της πλύστρας που κανείς όμως δεν την κατέτασσε στο προσωπικό. Ή Άννα δεν δούλεψε ποτέ. Ο Άιντεν δεν θα το επέτρεπε ποτέ . Ούτε στο σχολείο της Ιάβας πήγε. Πάντα είχε δασκάλους για τα πάντα.

Δασκάλες για την ακρίβεια. Πάντα δασκάλες.

"Μανού" η φωνή της ακούστηκε γλυκιά όπως θα ταίριαζε στο πρόσωπο της. Ανάμεικτη χροιά με έναν ανεπαίσθητο αισθησιασμό, που ταίριαζε στα μάτια της. Το δεξί μάτι της πάντα ελαφρά αλλοιθώριζε χωρίς να ντρέπεται εκείνη γι αυτό. Ίσα ίσα. Οι άντρες πάντα σαν έβλεπαν τα μάτια της πάντα είχαν την ίδια σκέψη. Ήταν ματιά μιας γυναίκας που κάνει έρωτα.

Η Άννα που δεν γνώριζε αυτήν την ικανότητα να εμπνεει πόθο στους άντρες με την ματιά της ποτέ δεν κατέβαζε το βλέμμα της. Αν και ο αφέντης Άιντεν πάντα την συμβούλευε τα μάτια της να τα κρατά χαμηλά όταν ερχόντουσαν οι άντρες στο σπίτι τους.

Ήθελε να της πει να μην κοιτάζει και τον ίδιο αλλά ποτέ δεν απέκτησε την πυγμή να το αποφασίσει.

"Αφέντη" η φωνή της τώρα πήρε μια αλλόκοτη χροιά καθώς κοίταξε τον Άιντεν. Τα μάτια τους διασταυρώθηκαν μονάχα για λίγο.

"Άννα έχω δουλειά . Πήγαινε να-"

Πήγαινε να παίξεις ήθελε να πει. Αλλά το κατάπιε. Δεν ήταν παιδί.

"Έχουμε δουλειά Άννα . Φύγε "

Τα μάτια του συνοφρυώθηκαν σαν να κοιτούσε τον ήλιο.

"Το ξέρω οτι έχεις δουλειά. Ήρθα απλά να χαιρετήσω. Έχω να σε δω απο χθες"

"Το ξέρω"

"Λοιπόν ..γειά "

"Γειά σου Άννα"

Έσφιξε την μπουνιά του κάτω απο το τραπέζι και αυτόματα γύρισε το βλέμμα του στον Μανού που προσπαθούσε να μην χαμογελάσει.

(..)

Έκατσε στον ήλιο. Έκλεισε τα μάτια της και σήκωσε τα πόδια της πάνω στο τραπέζι αφήνοντας το φόρεμα της να γλιστρήσει ψηλά ως πάνω στους μηρούς της.

Στο βάθος ξεχώριζε την φωνή του αφέντη της και του Μανού.

Το μυαλό της γυρόφερνε τελευταία μια ανάμνηση. Μπορεί να ήταν και όνειρο. Να ήταν κάτι που έπλασε η ίδια ή και πάλι να ήταν αλήθεια. Δεν μπορουσε πια να θυμηθεί τι ήταν πλασμένο απο την φαντασία της.

Ήταν μια ανάμνηση που μεγάλωνε μαζί της. Μόνο που τον τελευταίο καιρό μέσα της είχε αλλάξει χρώματα. Είχε πάντα κάτι δυσερμήνευτο σε αυτό που είχε συμβει εκείνο το καλοκαίρι , ανάμεσα στους δυο και τώρα σχεδόν γυναίκα, μέσα της η ανάμνηση άρχιζε να ξεκαθαρίζει.

Αν έγιναν όλα έτσι.

Ήταν καλοκαίρι. Η μητέρα της ζούσε. Σίγουρα ζούσε γιατί στην εκδρομή που είχαν πάει όλοι η μάνα της την μάλωσε για κάτι που είχε ξεχάσει να φέρει η Άννα. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τι ήταν αυτό. Την είχε διώξει και της ζήτησε να γυρίσει σπίτι πίσω. Πράγμα τραγικό για εκείνη γιατί πάντα χαιρόταν τα πικνικ πλαι στην γαλάζια λίμνη.

Η λίμνη ήταν τοξική , κανείς εκεί δεν έκανε μπάνιο αλλά τα νερά της στον ήλιο ήταν εντυπωσιακά τυρκουάζ-

Την είχε παρακούσει. Ήταν οι μέρες που της είχε έρθει η πρώτη περίοδος και ένιωθε πως μέσα της κάτι άλλαζε.

Μπορεί και να άλλαξε μετά απο εκείνο το συμβάν , ούτε αυτό δεν μπορούσε να θυμηθεί. Αλλά θυμόταν πως καθώς περπατούσε ξυπόλητη στο χώμα , είδε απο μακριά τον μικρό αφέντη Άιντεν να είναι ξαπλωμένος πάνω στην κοιλιά του. Τα νερά της λίμνης ήταν τυρκουάζ. Φορούσε μαγιό. Ήταν βρεγμένος.

Όχι αυτό δεν μπορούσε να το είδε απο μακριά.

Ίσως να το πρόσεξε καθώς τον πλησίαζε. Γύρω του δεν ήταν κανείς. Ο μικρός αφέντης ήταν μοναχικός. Είχε γυρίσει μόλις απο τις σπουδές και έμοιαζε να μην βρίσκει την σωστή θέση του στο νησί.

Τον πλησίασε και έκατσε δίπλα του ξαφνιάζοντας τον.

"Τι κάνεις εδώ?"

"Η μαμά με έδιωξε . Μου είπε να γυρίσω σπίτι"

"Δεν γύρισες όμως"

"όχι δεν γύρισα "

Κάθησε ανάσκελα και στήριξε το κεφάλι του πάνω στην μπουνιά του. Είχε ένα ήρεμο ύφος και κάτι άλλο. Κάτι αντρικό δικό του που ξεχώριζε απο τους υπόλοιπους άντρες που ήξερε.

Τον κοίταξε στα μάτια.

Την κοίταξε και αυτός παρατεταμένα χωρίς να μιλάνε. Ο αέρας μύριζε ιδρωμένο κορμί.

Στο χέρι του κρατούσε μια πολύχρωμη πέτρα.

Την πρόσεξε που την κοιτούσε.

"Είναι βισμούθιο, είναι όμορφο ορυκτό αλλά χωρίς αξία"

Κοίταξε την πέτρα και έπειτα η ματιά της περιπλανήθηκε στο σώμα του. Το σώμα του Άιντεν έστεκε αφύσικα γυμνασμένο, αφύσικα μεγαλόσωμο σε συγκριση με τα σώματα των Ινδονησίων. Οι νορβηγικές του καταγωγές τον έκαναν να μοιάζουν σαν βίκινγκ , όπως στους μύθους που αγαπούσε να διαβάζει.

"Το βρήκα εδώ στην λίμνη"

Πρέπει να της είπε και κάτι άλλο αλλά δεν θυμάται τι.

Κοίταξε το μαγιό του. Ήταν βρεγμένο. Ήξερε τι έκρυβε απο κάτω. Δεν είχε δει ποτέ αλλά η μάνα της της είχε πει πως εκεί κρύβεται ο διάολος.

Και τότε είδε κάτι που δεν γνώριζε. Μπορεί ούτε η μητέρα της να το γνώριζε. Ο διάολος στο μαγιο του κουνήθηκε. Ήταν σαν σύσπαση .

Άκουσε την ανάσα του να βγαίνει πιο βραχνή.

"Θέλεις να το αγγίξεις?"

Τον κοίταξε στα μάτια. Την κοιτούσε ήδη σοβαρός . Όπως πάντα ήταν ο αφέντης Άιντεν. Στο χέρι του κρατούσε το μικρό πολύχρωμο ορυκτό.

"Καλύτερα να φύγω" είπε και βιαστικά σηκώθηκε. Ένιωσε ξαφνικά αμήχανη . Αμήχανη για αυτό που το σώμα της ένιωσε.

"Καλύτερα" της απάντησε σοβαρός και έπειτα δεν θυμάται πως έφυγε ή αν είπαν κάτι άλλο.

Αλλά το τελευταίο καιρό σκεφτόταν πολύ εκείνη την ανάμνηση.

"Άννα!"

Η φωνή του αφέντη Άιντεν διέσχισε τον αέρα και έφτασε ως την άλλη άκρη της αυλής που καθόταν η Άννα με ανεβασμένα τα πόδια της πάνω στο τραπέζι.

Δίπλα του δυο άντρες και ο Μανού. Δεν κατάλαβε πότε ήρθαν.

"Κατέβασε τα πόδια σου" της είπε αυστηρά και εκείνη τον υπάκουσε μπερδεμένη. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top