Η πρόταση

Δέκα μέρες μετά

"Θα ήταν προτιμότερο Άιντεν να ταξιδέψεις στην Νέα Υόρκη και να διαπραγματευτείς απο κοντά την συμφωνία"

Χθες βράδυ..χθες βράδυ πάλι ήμουν αδύναμος. Όλα είναι δύσκολα. 

"Αιντεν ακούς τι λέω ? Δείχνεις εδώ και μέρες οτι είσαι απορροφημένος σε άλλες σκέψεις"

Βλέπω τον Μανού να κλείνει το λαπτοπ και με κοιτά προβληματισμένος.

"Ξέρω πως είμαι ίσως ο τελευταίος που θα μπορούσε να σου το πει αυτό αλλά υπήρξα καλός φίλος του πατέρα σου και όσο ειρωνικό κι αν σου φαίνεται του είχα ορκισθεί πριν τον θάνατο του πως θα σας πρόσεχα και εσένα και τον Έρικ"

"Μανού" τον κόβω αυστηρά γιατί δεν μπορώ να κάνω αυτή την συζήτηση τώρα. Έχω να σκεφτώ χίλια πράγματα γύρω απο την δουλειά και ειλικρινά μου είναι δύσκολο. Ακόμη και στο γραφείο κλεισμένος το μόνο που σκέφτομαι είναι εκείνη. Νιώθω πως χάνω κάθε έλεγχο. 

"Ξέρω τι σκέφτεσαι για μένα και ξέρεις κάτι? Όσον αφορά τον Έρικ δεν έχω να απολογηθώ τουλάχιστον σε σένα τίποτα. "

"Τότε προς τι όλο αυτό Μανού?"

Ξεφυσά και σηκώνεται όρθιος. Βάζει τα χέρια στις τσέπες και με κοιτά σκεφτικός.

"Ξέρω πως είσαι κλειστός άντρας , πως δεν έχεις φίλους και ξέρω πως κάτι συμβαίνει στην ζωή σου κάτι σοβαρό και δεν έχει να κάνει με τον θάνατο της Μαντλέν. Σε ξέρω απο παιδί. Κάτι σου συμβαίνει. Αφορά την Άννα? Αφορά τον γάμο σας? Μπορείς να μου μιλήσεις, να μου πεις το οτιδήποτε. Μπορεί να μην έχω λύση αλλά πολλές φορές ένα πρόβλημα γίνεται μικρότερο όταν τον μοιράζεσαι με κάποιον."

Ανοίγω τον υπολογιστή. Αποφεύγω να τον κοιτάξω.

"Όλα καλά" μουρμουρίζω καθώς κοιτάω φευγαλέα τα διαγράμματα με τις φορτώσεις θειαφιού. Όλα μου φαίνονται βουνό. Στην περίπτωση μου η δουλειά δεν βοηθάει. Έρχομαι στο γραφείο κάθε μέρα με την πρόθεση να αφοσιωθώ στην δουλειά και καταλήγω να παίρνω τηλέφωνα στο σπίτι για να μιλήσω στην Άννα. Η οποια φυσικά και δεν μου το σηκώνει και καθε τόσο καταλήγω να μιλάω στην Ρεμέδιος η οποία με έχει μάθει και πριν την ρωτήσω με διαβεβαιώνει πως η Άννα είναι καλά. 

"Δεν φαίνεσαι καλά"

"Απλά αφησέ το Μανού"

"Εγώ πάντως είμαι εδώ για εσένα "

"Καλά θα το έχω υπόψιν μου" του λέω μηχανικά και κλείνω τον υπολογιστή. 

Έχω να μιλήσω δυο ώρες στην Ρεμέδιος και να δω την Άννα απο χθες βράδυ.

Χθες βράδυ..

"Μπορείς να φύγεις Μανού"

Μου γνέφει θετικά και με αφήνει μόνο στο γραφείο. Κατεβάζω τα ρολά και κλειδώνω για να μην μπει κανείς άλλος. Κάθομαι στην θέση του γραφείου. Βάζω ένα ποτό , δυο γουλιές ίσα για να ηρεμήσω. 

Και σκέφτομαι. 

Είναι όλα απρόβλεπτα και προβλεπόμενα συγχρόνως. Μια τρέλα. 

Με την Άννα..

Με την Άννα προσπάθησα να της δώσω διέξοδο.

"Θέλεις να φύγεις απο εμένα? Θα σου δώσω χρήματα να φύγεις, να πας όπου θέλεις "

"Είσαι κάθαρμα"

Εκείνο το απόγευμα κατέληξε να με χτυπάει. Είχε ορμήσει πάνω μου και με χτυπούσε με τις μικρές μπουνιές της. Μου έλεγε ξανά και ξανά πως την εκμεταλλεύτηκα πως αν ήξερε την αλήθεια ποτέ δεν θα γινόταν δική μου. 

"Δεν θα σε αγγίξω ξανά, θα σου δώσω χρήματα να φύγεις να φτιάξεις την ζωή σου , θα τα διορθώσω όλα"

Την άφησα να με χτυπήσει, να με βρίσει ενώ της υποσχόμουν οτι μπορούσε να ξεφύγει, οτι μπορούσε να γίνει ευτυχισμένη. 

Αν το εννοούσα?

Ναι.

Αν το ήθελα όλο αυτό για εμάς?

Ανάθεμα όχι! 

Κατέληξε ο καυγάς με τα χείλη της πάνω στα δικά μου. Πρώτα αυτή ενώ με χτυπούσε με φίλησε. Αυτή αναζήτησε το σώμα μου. Την   έγδυσα και την έκανα δική μου τρυφερά στο πάτωμα του γραφείου . Και ενώ της έκανα έρωτα μου είπε πως θα έφευγε τελικά  και θόλωσα. Της κράτησα τα χέρια , την πήδηξα άγρια .. τελειώσαμε μαζί ενώ ο ένας κατέληξε στην αγκαλιά του άλλου. Γυμνοί στο πάτωμα. Λαχανιασμένοι. Ηττημένοι.

Έπειτα σηκώθηκε , μάζεψε τα ρούχα της και έκλεισε με δύναμη την πόρτα του γραφείου. Το βράδυ βρήκα την πόρτα της κλειδωμένη. Λες και θα έμπαινα μέσα ξανά αν δεν το ήθελε. Στην τελική εγώ της έφτιαξα την πόρτα της. 

"Ρεμέδιος "

"Αφέντη η Άννα βγήκε βόλτα"

Περνάω το χέρι μου μέσα απο τα μαλλιά.

"Πριν πόση ώρα?"

"Έχει μια ώρα ήδη"

"Καλά. Ευχαριστώ "

Δεν ξέρω τι να κάνω. 

Τρεις μέρες πριν της ορκίστηκα πως δεν θα την άγγιζα ξανά. Την πήρα απο το χέρι και την οδήγησα στο γραφείο. Της ορκίστηκα στα πορτρετα της μητέρας και του πατέρα μου ..τον πατέρα μας..οτι δεν θα την άγγιζα ξανά. Της ορκίστηκα σε όλους τους θεούς πως δεν θα τολμούσα ερωτικά ξανά να την αγγίξω. Πως θα διέγραφα οτι συνέβη μεταξύ μας. Πως θα ήμουν για εκείνη αδελφός. Αν αυτό ήθελε. 

Δεν είπε κάτι.

Το βράδυ φάγαμε μαζί. 

Της έλεγα αδιάφορα τα νέα της δουλειάς. 

Ρώτησα για την μέρα της. 

Όλα πήγαιναν καλά. 

Μπορώ να υποκριθώ τα πάντα αν το θέλει.

Σηκώθηκε να φύγει απότομα. Ήταν βουρκωμένη. Της έπιασα το χέρι. Την πήρα στην αγκαλιά μου. Την φίλησα στα μαλλιά.

"Άσε με Άιντεν" μουρμούρισε και της είπα πως δεν κάναμε κάτι κακό. Πως ακόμη και τα αδέρφια αγαπιούνται και φροντίζουν ο ένας τον άλλον. Πως θα μάθουμε να αγαπιόμαστε έτσι.

 Δεν το πίστευα , τίποτα δεν πίστευα απο αυτά αλλά πίστεψα πως ίσως το θέλει εκείνη. Θα μάθαινα να υποκρίνομαι αν το ήθελε. 

Με χτύπησε . 

Κι εγώ τότε την φίλησα.

Και με χτύπησε ξανά.

Και μετά με φίλησε. 

Την ξάπλωσα στο τραπέζι  και της έγλυψα και της ρούφηξα απο άκρη σε άκρη το σώμα της. Έπειτα μπήκα μεσα της με μια δυνατή ανυπόμονη ώθηση.

Δεν το είχα σχεδιάσει. Αλήθεια δεν θα την άγγιζα ξανά. Απλά δεν είναι αδερφή μου. Είναι το κορίτσι μου, η γυναίκα μου, την θέλω. Την θέλω τόσο που πονάω.

Μετά έκλαιγε. Ένιωσα απαίσια.

Της είπα πως θα αυτοκτονούσα . Αν το ήθελε θα εξαφανιζόμουν. Αλήθεια μπορώ να το κάνω .

Με χτύπησε ξανά. Και μετά θύμωσα, Και ούρλιαζα πως κι εγώ πονάω και δεν το σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή. 

Και έκλαψα.

Έκρυψα το πρόσωπο μου με τα χέρια μου και έκλαψα ηττημένος.

Με πήρε στην αγκαλιά της. Με φίλησε. Φίλησε τα  δάκρυα μου. Φίλησε μετά το γυμνό σώμα μου.  Απλά δεν έκανα τίποτα. Είχα μουδιάσει. Δεν ξέρω πως να φερθώ. Με φίλησε παντού στο σώμα μου. Και μετά της έκανα αργό έρωτα ως το πρωί.

Είναι τόσο δύσκολο όλο αυτό.

Η πόρτα του γραφείου χτυπάει. Με βγάζει απο τις σκέψεις μου.

"Όχι τώρα" φωνάζω και την ίδια στιγμή ακούω την φωνή της Άννας.

"Άιντεν"

Σηκώνομαι πάνω και βιαστικά ξεκλειδώνω την πόρτα.

"Άννα" χαμογελάω .

Είναι όμορφα ντυμένη, τα γαλάζια μάτια της με κοιτάζουν διστακτικά.

"Είσαι καλά?" της λέω ξαφνικά αναστατωμένος. Δεν ήρθε για καλό.

"Ήθελα να μιλήσουμε σε ουδέτερο μέρος"

"Μάλιστα" αποφεύγω να σχολιάσω την λέξη ουδέτερο.

"πέρασε"

Την βλέπω να με προσπερνά με το αέρινο βήμα της, φοράει το γαλάζιο φόρεμα της , τα μαλλιά της έχουν ελάχιστα μακρύνει. Τα μάτια μου σαρώνουν την μορφή της αλλά όταν γυρίζει απότομα και με κοιτά αποφασιστικά της ανταποδίδω το βλέμμα. 

"Ακούω" της λέω και της κάνω νόημα να κάτσουμε στον καναπέ.

"Καλύτερα όρθια. Δεν θα κάτσω ώρα . Ήθελα να σου πω τι αποφάσισα"

Το στομάχι μου σφίγγεται.

"Σε ακούω" 

Πάω καρφί και μου βάζω ένα ποτό. Την βλέπω οτι με κοιτάζει σκοτεινιασμένα.

"Το πρώτο για σήμερα " το κατεβάζω με την μια.

Κάθομαι όρθιος απέναντι της. Πλέκω τα χέρια μου πίσω απο την πλάτη μου σαν να μου τα έχει δέσει κάποιος.

Με κοιτά με μια σιγουριά αφύσικη. Είμαι σίγουρος πως το σκέφτηκε πολύ πριν έρθει εδώ.

"οτι και να αποφάσισες το δέχομαι" της λέω και θυμώνει.

Γιατί θυμώνει?

"Αποφάσισα να φύγω. Όχι στην Τζακάρτα. Στο εξωτερικό. Θα πάω να σπουδάσω. Θέλω να με βοηθήσεις σε αυτό"

Στηρίζομαι στο γραφείο . 

Με κοιτάζει ευθεία μέσα στα μάτια. Το εννοεί. Θα φύγει.

"Γιατί όχι στην Τζακάρτα?" είναι το μόνο που βρίσκω δύναμη να πω.

"Ξέρεις γιατί"

Φυσικά και ξέρω. Βάζει χιλιόμετρα ανάμεσα μας.

"Όλο αυτό είναι λάθος και δεν θέλω να συνεχιστεί Άιντεν"

"ναι ..ασφαλώς" 

Γνέφω το κεφάλι μου, τρίβω τον αυχένα μου μηχανικά και καταλήγω να κρύψω τα χέρια μου που τρέμουν μέσα στις τσέπες του παντελονιού μου.

"ΑΙΝΤΕΝ" ο Μανού ανοίγει την πόρτα λαχανιασμένος

μας κοιτά και τους δυο 

"ΦΥΓΕ"

"Συγνώμη" ψελλίζει αμήχανος και ξανακλείνει την πόρτα.

Μένουμε οι δυο μας πάλι. Δεν μιλάει. Με κοιτάζει.

Δεν μπορώ να τη κοιτάξω.

"Πότε υπολογίζεις να φύγεις?"

"άμεσα"

Δεν πρόλαβα καν να διατυπώσω την ερώτηση μου

"Δικαιούσαι την μισή περιουσία θα σου κάνω μεταβίβαση " λέω αμήχανα .νιώθω πως πεθαίνω. Φεύγει?

"Δεν θέλω τα λεφτά ενός ανθρώπου που ποτέ δεν θέλησε να είναι πατέρας μου"

Δεν λέω κάτι. Αδυνατώ να μιλήσω.

Δεν μπορώ να την κοιτάξω. Νιώθω οτι με προδίδει. Μας προδίδει.

"Εμείς?" την κοιτάζω διστακτικά 

"Δεν υπάρχει εμείς. Θα φύγω" 

Γνέφω θετικά.

Νιώθω ένα οξύ πόνο στην καρδιά μου. Διαπερνά το μυαλό μου, παραλύει τα πόδια μου.

"Αυτό είναι το σωστό. Θα σε υποστηρίξω σου το είπα ξανά αυτό"

Πέφτει σιωπή . Δεν μπορώ να της μιλήσω άλλο.

"Μπορείς να φύγεις Άννα? Έχω δουλειές"

Της λέω κοφτά και πάω στην καρέκλα του γραφείου μου ,κάθομαι εκεί και ανοίγω τον υπολογιστή. Τα διαγράμματα του θειαφιού εμφανίζονται μπροστά μου. Αλλά θολά. Τα μάτια μου είναι υγρά.

"Φύγε σε παρακαλώ "

Λέω ξανά χωρίς να σηκώσω το βλέμμα μου σε εκείνη και μετά απο λίγο ακούω την πόρτα να κλείνει.

Σηκώνω το βλέμμα μου.

Το γραφείο είναι άδειο.

Κρύβω το πρόσωπο μου με τα χέρια μου.

Κλείνω τα μάτια μου.

 Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εκείνη. 

Νιώθω σαν να πέφτω σε μια άβυσσο. Δεν νιώθω τίποτα σταθερό κάτω στα πόδια μου.

Είναι μια δειλή.

Θέλω να την μισήσω..αλλά δεν μπορώ ούτε αυτό. Έχει δίκιο. Που δεν με θέλει. Ποιά θα ήθελε ένα κάθαρμα?

Νιώθω το χέρι της στο γόνατο μου.

Ανασηκώνω το κεφάλι μου έκπληκτος.

"Άννα?"

Με κοιτά κλαμμένη. Γύρισε πίσω.

"Πρέπει να φύγω Άιντεν αυτό είναι το σωστό "

"Ναι" της λέω και δαγκώνω το χείλος μου .

"Φυσικά Άννα. Εγώ..θα σε βοηθήσω να φύγεις..σου το είπα."

Μένουμε ακίνητοι κοιτώντας ο ένας τον άλλον.

Δεν αντέχω. Την τραβάω πάνω μου, την βάζω να κάτσει πάνω μου στην καρέκλα .

Την αγκαλιάζω. Κλαίει με λυγμούς.

"Μην κλαίς αγάπη μου" της ψιθυρίζω 

Και έπειτα ..έπειτα νιώθω αδύναμος ή πολύ δυνατός ..δεν ξέρω τι αίσθημα είναι αυτό. 

"Θα μπορούσαμε.." την σφίγγω πάνω μου .." θα μπορούσαμε να φύγουμε μαζί ..να εξαφανιστούμε Άννα απο το νησί .." της ψιθυρίζω στο αφτί σαν μυστικό " θα παντρευτούμε..θα σε κάνω ευτυχισμένη το ορκίζομαι..και παιδιά Άννα..θα έχουμε παιδιά ..πολλά παιδιά εκεί έξω περιμένουν εμένα και εσένα να έχουν για γονείς ..θα τους δώσουμε την αγάπη μας..θα είμαστε μια οικογένεια..δεν με νοιάζει αν το αίμα μας είναι ίδιο..μπορούμε να τα καταφέρουμε.."

Την φιλάω στην καμπύλη του λαιμού της και γέρνει πίσω

"Θα ξυπνάμε το πρωί , θα τρώμε μαζί πρωινο..θα σπουδάσεις οτι θέλεις ..έχω επιχειρήσεις στην Αμερική..μπορούμε να πάμε εκεί..θα κάνουμε φίλους και θα τους καλούμε σπίτι...θα είμαστε όπως όλα τα ζευγάρια..θα επιλέξεις τα ονόματα των παιδιών μας..θα κάνουμε βόλτες ..διακοπές στην θάλασσα..τα βράδια θα σου κάνω έρωτα..θα σε δω να γερνάς ..θα σου κρατάω το χέρι στα δύσκολα ..στα εύκολα..θα σε αγαπάω μέχρι τελευταίας πνοής..μπορούμε να το έχουμε αυτό . Πες ναι και θα τα κάνω όλα αυτά πραγματικότητα . Απο αύριο. Απο τώρα Άννα"

"Αιντεν.."

ενώνω τα μέτωπα μας 

 " θα είμαστε ένα φυσιολογικό ζευγάρι..ήδη είμαστε..απλά πίστεψε το"

Κλαίει και κρύβει το πρόσωπο της στο στήθος μου

Της χαιδεύω τα μαλλιά , τη πλάτη

"Μόνο εσένα έχω στον κόσμο..σ'αγαπάω Άννα..μην φύγεις"

Της ανασηκώνω το φόρεμα ..την χαιδεύω ανάμεσα στα πόδια..την φιλάω στο λαιμό..κατεβάζω την τιράντα του φορέματος της..την γλύφω .." σε αγαπάω ..είσαι η ανάσα μου ..είσαι το κορίτσι μου ..το δικό μου κορίτσι" κατεβάζω το φερμουαρ μου βγάζω το ανδρισμό μου έξω 

"κι εγώ Άννα έχω ένα σώμα και μια καρδιά έτοιμα για σένα να τα χρησιμοποιήσεις όπως θέλεις για όσο θέλεις..δεν έχω ικετέψει γυναίκα..αλλά Άννα..εσένα σε ικετεύω"

Της παραμερίζω το εσώρουχο , την ανασηκώνω σαν πούπουλο , ανοίγει τα πόδια της και την βάζω να κάτσει ξανά πάνω μου ενώ το κορμί της με παίρνει μέσα της, γινόμαστε ένα όπως είναι το σωστό

"Αυτό είναι το σωστό..δεν το νιώθεις?"

Μπαινοβγαίνω αργά μέσα της καθώς η χορευτρια μου αρχίζει να λικνίζεται δειλά στο ρυθμό μου, με κοιτά στα μάτια ,την φιλάω 

"Μ'αγαπάς κι εσύ Άννα?Αν με αγαπάς έστω το μισό απ'οσο εγώ θα τα καταφέρουμε" 

Με αγκαλιάζει , κινείται αργά πάνω μου , κρύβει το πρόσωπο της στο λαιμό μου, νιώθω την ανάσα της, την υγρασία της, την καρδιά της να χτυπά πάνω στην δική μου. Την αγκαλιάζω σφιχτά . Δυνατά. 

Είναι η γυναίκα μου. Το κορίτσι  μου. Δεν μπορώ να την αφήσω .

"Πες ναι Άννα"

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top