Η διαθήκη

Άνοιξε την ντουλάπα της καθώς τα χέρια της έτρεμαν. Κοίταξε την ντουλάπα της με τα μαύρα ρούχα . Με την πρώτη ευκαιρία θα αγόραζε άλλα ρούχα και θα ήταν όλα χρωματιστά και θα άφηνε τα μαλλιά της κάτω να κυματίζουν στον αέρα, θα έβρισκε μια δουλειά, θα έκανε φίλους , θα ήταν ευτυχισμένη

"Θα γίνω ευτυχισμένη μαμά, θα το δεις , θα γίνω ευτυχισμένη" πέταξε στο πάτωμα με μανία τα ρούχα της και κοίταξε γύρω της, δεν είχε βαλίτσα

"Δεν έχω κάπου να τα βάλω "

Δεν έχεις χρήματα ηλίθια

Η λευκή φάλαινα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της 

"Δεν έχω χρήματα " μουρμούρισε η Μαντλέν και κοίταξε πάλι γύρω της λες και θα ανακάλυπτε χρήματα, χρήματα όμως που δεν είχε, δεν είχε τίποτα, ποτέ δική της περιουσία, πάντα κάποιος είχε αναλάβει να τη ταιζει και να την φροντίζει

"Πρέπει να βρω χρήματα και να φύγω απο εδώ" περπάτησε αναστατωμένη πάνω κάτω , ένιωθε το μυαλό της να γυρίζει με ταχύτητα , η φάλαινα έπαιζε με το κολιέ της

"Πού θα πας? Δεν μπορείς να φύγεις , κανένας ποτέ δεν θα σε αγαπήσει, κοίτα πως είσαι , ούτε ο πατέρας σου δεν σε ήθελε , δεν μπορούσε να σε κοιτά στα μάτια του έφερνες αηδία,. Ήξερε τι βρωμιά έκανε στο κορμί μου για να σε φέρει στην ζωή"

Πέρασε τα χέρια της μέσα απο τα μαλλιά της, τα τράβηξε και χάλασε τον σφιχτό κότσο της , έτριψε το κεφάλι της, οι φωνές δεν σταματούσαν

"Με αγαπούσε εσύ δεν με ήθελες"

"Συχαινόταν  να σε αγγίζει " 

Η φωνή της φάλαινας της διαπερνούσε το κρανίο 

"Σταμάτα να μιλάς" της είπε με σφιχτά δόντια και γύρισε προς το μέρος της , η φάλαινα άνοιξε το στόμα της και απο μέσα εμφανίστηκε μια μαύρη τρύπα σαν δίνη που μεγάλωνε ολοένα περισσότερο, μύριζε άσχημα και την έκανε να μην παίρνει ανάσα, πλησίασε το κρεβάτι της , η τρύπα άνοιγε ολοένα περισσότερο, θα την κατέπινε, θα την έπαιρνε μαζί της στην άβυσσο

"Σταμάτα να μιλάς μαμά , ακούς?" γρύλισε και πήρε το μαξιλάρι στα χέρια της  , κοίταξε αποφασιστικά  την μαύρη τρύπα 

"Δεν με αγάπησες ποτέ σου μαμά " πήρε το μαξιλάρι αποφασιστικά και το έβαλε μέσα στην τρύπα που μεγάλωνε ,το πίεσε μέσα στους καπνούς , το πίεσε δυνατά

"Σταμάτα να παίζεις με το μυαλό μου , με την ζωή μου μαμά, σταμάτα να υπάρχεις" πίεσε με δύναμη το μαξιλάρι πάνω στο στόμα της μορφής, είδε την φάλαινα να σπαράζει απο κάτω της και το πίεσε με δύναμη ακόμη περισσότερο, η μορφή της φάλαινας εξαφανίστηκε καθώς ασταμάτητα πίεζε το μαξιλάρι 

Όπως τότε

"Θα φύγω με τον Έρικ, θα φύγω και εσύ θα μείνεις μόνη, μόνη μαμά "

Η φώνη της την τάραξε, μπέρδευε το παρελθόν με το παρόν

Οι καπνοί φανερώθηκαν μπερδεμένοι στο κρεβάτι, η μορφή της μητέρας της είχε εξαφανιστεί, ίσιωσε το κορμί της και πισωπάτησε.

"Δεν είναι εδώ Μαντλέν, δεν είναι εδώ, παίζει με το μυαλό σου" πισωπάτησε και τα τακούνια της μπερδεύτηκαν πάνω στα μαύρα ρούχα της , μπερδεμένα πάνω στο πάτωμα, έπεσε κάτω , το πόδι της γύρισε, " δεν υπάρχεις μαμά δεν με νοιάζει τι λες, είμαι ελεύθερη" 

Διόρθωσε τα μαλλιά της , πέρασε τα δάχτυλα της ανάμεσα απο τις τρίχες της και κοίταξε γύρω της

"Χρήματα. Πρέπει να βρω χρήματα"

Έκλεισε τα μάτια της και σκέφτηκε, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, η φιγούρα της μητέρας της είχε εξαφανιστεί αλλά η μυρωδιά της ήταν παντού γύρω της , την έπνιγε, όσο και να την έπνιγε η Μαντλέν η μυρωδιά της μορφής ζωντάνευε

"Θα φύγω μακριά" νανούρισε με την φράση το μυαλό της , δάγκωσε τα χείλη της , προσπάθησε να ηρεμήσει να σκεφτεί λογικα.

"Σκέψου λογικά, ο Άιντεν κάπου θα έχει χρήματα"

Το χρηματοκιβώτιο.

"Ναι " απάντησε στην φωνή του νου της, στο χρηματοκιβώτιο. Εκεί είχε δει τον Άιντεν να βάζει πράγματα , στο γραφείο του, πίσω απο τον πίνακα, κρεμασμενο στον τοίχο, μέσα στο χρηματοκιβώτιο θα είχε λεφτά, θα τα έπαιρνε, θα τα έπαιρνε όλα, θα έφευγε απο το σπίτι, θα περπατούσε ως το λιμάνι μέσα στην νύχτα. Έσπρωξε με τα πόδια της τα μαύρα ρούχα, δεν θα έπαιρνε μαζί της τίποτα.

"Τίποτα δεν θα πάρω"

Σηκώθηκε πάνω νιώθοντας έξαψη, την φανταστηκε να περιμένει το καράβι στο λιμάνι, θα το έβλεπε να διασχίζει τα ήρεμα νερά του νησιού, θα έμπαινε μέσα και θα ήταν μετά ελεύθερη, δεν είχε ταξιδέψει, δεν είχε πάει πουθενά, κανείς δεν την έπαιρνε ποτέ μαζί του.

"Θα σου έκανα παιδιά Έρικ θα σε αγαπούσα με έφερες  σε αυτό το καταραμένο μέρος μόνο για να με κοροιδέψεις , η μαμά είχε δίκιο" πήγε να κλάψει

ΟΧΙ.

Σηκώθηκε πάνω. Θα έφευγε με το καράβι, θα πήγαινε στην Τζακάρτα, θα έπαιρνε το αεροπλάνο. Ίσως να πήγαινε στο αεροδρόμιο και να έπαιρνε την πρώτη πτήση που θα έβλεπε.

Πήγε σχεδόν τρέχοντας στο διάδρομο, το σπίτι ήταν ήσυχο.Περπάτησε ως το δωμάτιο του Άιντεν.

Κοίταξε τα γυμνά κορμιά μπλεγμένα μεταξύ τους να κοιμούνται ήσυχα.

Κοίταξε το διάδρομο. Κανείς δεν θα την καταλάβαινε . Απλά θα έπαιρνε τα χρήματα και θα έφευγε μακριά.

Πήγε στο γραφείο με ήρεμα βήματα και γύρισε το πόμολο, στο βάθος είδε τον πίνακα . 

Πήγε κοντά του και  προσεκτικά το ξεκρέμασε οπως πολλές φορές είδε τον Αιντεν να το κάνει. 

Δεν είχε κωδικό. Ποτέ δεν έκανε τίποτα εκείνος απλά το άνοιγε .

Επανέλαβε τις κινήσεις του και  εύκολα ακούστηκε το κλικ.

Ανοιξε το κουτί. 

Ψαχούλεψε στο ημίφως , είχε χαρτιά

"Που είναι τα λεφτά καταραμένε Μπουενδία? που τα έχεις? " τα χέρια της νευρικά τώρα πετούσαν κάτω τα χαρτιά, τίτλους ιδιοκτησίας , ομόλογα

"Που είναι τα λεφτά?" είπε απελπισμένα , η μορφή της φάλαινας εμφανίστηκε πίσω της

"Δεν θα  πας πουθενά ηλίθια θα μείνεις για πάντα εδώ μαζί μου"

"Ίσως τα χαρτιά να έχουν αξία " τα κοίταξε με προσοχή, τα μάτια της γλιστρούσαν πάνω στις αράδες, ίσως κάποια απο αυτά να ήταν μια επιταγή, κάτι που μπορούσε να δώσει και να πάρει χρήματα, θα έφευγε, έπρεπε να φύγει, 

"Δεν ήθελα να κάνω τίποτα απο αυτά που έπραξα, ήθελα να είμαι μόνο ευτυχισμένη" είπε στην μαμά της που της χάιδευε τα μαλλιά 

Ξεκίνησε να κλαίει. Δεν είχε λεφτά. Ποτε δεν θα έφευγε

"Μόνο εγώ σ'αγαπάω" 

Ένιωσε το φιλί της μαύρης τρύπας στο κρανίο της , ξεκίνησε να κλαίει με λυγμούς, πνιγόταν έπρεπε να φύγει 

Πήρε στα χέρια της το τελευταίο χαρτί 

Τελευταία ευκαιρία, 

"Κύριε ελεήμων βοήθησε με , δώσε μου ένα σημάδι, κάνε να έχει χρήματα εδώ, και εγώ θα καταλάβω το θέλημα σου, θα σε προσκυνώ όλη μου την ζωή για να με συγχωρέσεις για όλες τις αμαρτίες που διέπραξα  Κύριε, θα είμαι καλή..Κύριε η δούλη σου θα είναι καλή απο εδώ και στο εξής, σου το ορκίζομαι"

Ναι ο Κύριος θα την βοηθούσε. Οι μοναχές πάντα έλεγαν οτι ο Κύριος ακούει τους ανθρώπους σε ανάγκη κι εκείνη είχε ανάγκη ο Κύριος να την αγαπήσει και να την συγχωρέσει για όλα τα κακά που είχε κάνει. 

"Φανέρωσε μου το σημάδι σου, δείξε μου την αγάπη σου Κύριε" 

Τα χέρια της έτρεμαν καθώς άνοιγε το τελευταίο χαρτί , τα χέρια της μητέρας της την τύλιξαν απο την μέση και ένιωσε στο δέρμα της τα γαμψά νύχια της, 

"Διαθήκη του Άιντεν Μπουενδία" μουρμούρισε καθώς ένιωσε τα γόνατα της να λυγίζουν..δεν είχε χρήματα ..δεν είχε τίποτα..έπεσε κάτω στο πάτωμα κρατώντας το χαρτί

Ο Κύριος την εγκατέλειψε. Κοίταξε το χαρτί απελπισμένη όταν τα μάτια της έπεσαν σε ένα όνομα

"Άννα Μπεσί" 

Το βλέμμα της συνοφρυώθηκε , το έφερε μπροστά της και διάβασε την παράγραφο.

Στην αρχή ο νους της αρνιόταν να καταλάβει.

Ξαναδιάβασε το χαρτί, οι λέξεις χοροπηδούσαν μπροστά της.

"Η Άννα ..ο Άιντεν.."

Ξαναδιάβασε το χαρτί . Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και έφερε το χέρι της στο στόμα της για να μην φωνάξει απο έκπληξη.

"Ύβρις..είναι ύβρις προς τον Κύριο" είπε έντρομα ξανά και ξανά " σε ατίμασαν Κύριε"

Ανασηκώθηκε καθώς κρατήθηκε απο το γραφείο.

Πήγε ως το παράθυρο.

Κοίταξε ήρεμα το ηφαίστειο. Η καρδιά της όμως χτυπούσε ξέφρενα.

"Ευχαριστώ Κύριε που αποκάλυψες στην δούλη σου τις βουλές σου. Ξέρω τι θέλεις απο εμένα"

Και την ίδια στιγμή μέσα της εμφανίστηκε καθαρά ο προορισμός της ζωής της.

Δεν θα έφευγε ποτέ απο το νησί. Η μήτρα της δεν θα γεννούσε παιδιά. 

Ο Κύριος όμως της αποκάλυψε το θέλημα Του.

Κανείς σε αυτό το σπίτι δεν έπρεπε να κάνει παιδιά.

"Θα αποτρέψω την ύβρις Κύριε" ορκίστηκε κοιτώντας το ηφαίστειο.



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top