Η άλλη γυναίκα
Tην Έρικα την γνώρισε ένα βράδυ στην Τζακάρτα. Ήταν καλεσμένος απο ένα φίλο που τον γνώριζε απο τις σπουδές του και κατέληξε σε μια μεγάλη παρέα ανάμεσα σε διάφορα άτομα που ακόμη και σήμερα δεν μπορούσε να θυμηθεί επακριβως ποιοι ήταν. Μιλούσαν όλοι για διάφορα θέματα κι εκείνος σε μια άκρη του τραπεζιου τους κοιτούσε σοβαρός χωρίς διάθεση για πολλές κουβέντες. Μέσα σε αυτά τα άτομα ήταν και η Έρικα.
Για λόγους που δεν κατάλαβε , ίσως γιατί το όνομα της έμοιαζε τόσο με το όνομα του αδερφου του, συγκράτησε το όνομα και την μορφή της. Ήταν μια γυναίκα νέα και όμορφη, ομιλητική, πολύ ομιλητική.
Μιλούσε συνέχεια για τον Νίφα τον Οψιδιανό και ύστερα για άλλα ορυκτά με πάθος πλαι σε άτομα που δεν έδειχναν ενδιαφέρον γι αυτά που έλεγε.
Εκείνος όμως αργά και σταθερά ξεκίνησε να την ακούει.
Αυτό ήθελε και η Έρικα, που ήξερε ποιος ήταν ο άντρας που καθόταν απέναντι της. Ο ιδιοκτήτης ενός ολάκερου νησιού , πλησίον της Τζακάρτα, είχε δικό του ένα ηφαίστειο και ένα λατομείο. Και όμως αυτό δεν ήταν τόσο που την κέντρισε παρά μόνο η κορμοστασιά του, τα χέρια και η ματιά του. Ήταν ένας άντρας που ενέπνεε πόθο. Απο την πρώτη στιγμή.
Ασταμάτητα μιλούσε για ορυκτά, προσπαθώντας να του αποσπάσει το ενδιαφέρον. Ήταν κλειστος τύπος αλλά τον είδε πως κανα δυο φορές του προκάλεσε το βλέμμα.
Σαν έφυγαν οι περισσότεροι, έμειναν μόνοι. Ίσως να έμειναν και αλλοι, δεν είχε σημασία. Είχε κατορθώσει να της μιλήσει. Της μίλησε για το θειάφι που εξόρυσσε απο το λατομείο του και εκείνη του έκανε επίδειξη όλων των γνώσεων που είχε για το θειάφι. Το λόμπι του ξενοδοχείου άδειαζε απο κόσμο ολοένα και περισσότερο όταν έμειναν για τα καλά οι δυο τους.
"Λοιπόν είναι αργά πια υποθέτω" του είπε με νάζι και του χαμογέλασε .
Του άγγιξε το πόδι. Ελαφρά . Λίγο πιο πάνω απο το γόνατο.
"Έχω νομίζω ένα μπουκάλι κρασί στο δωμάτιο μου" της είπε .
Έκαναν έρωτα ως το πρωί.
Με πάθος. Ένα πάθος που και η ίδια ένιωθε πως δεν του είχε εμπνεύσει.
"Ένιωσα σαν να σκεφτόσουν μια άλλη γυναίκα " του είπε και εκείνος δεν απάντησε τίποτα.
Για ένα χρόνο βρισκόντουσαν σε εκείνο το ξενοδοχείο κάθε φορά που ο Άιντεν πήγαινε στην Τζακάρτα. Καμία ερώτηση για το χρόνο που ξόδευαν ο ένας μακριά απο τον άλλον. Κανένα τηλέφωνο έστω τυπικό.
Δεν ήταν τετοιος άντρας ο Άιντεν, ή έστω δεν της άφησε περιθώριο να σκεφτεί πως θα μπορούσε να της προσφέρει κάτι άλλο, εκτός απο εκείνα τα βράδια τα γεμάτα πνιχτό πόθο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου.
Η πρόταση του την βρήκε απροετοίμαστη. Δεν το περίμενε.
"και φυσικά θέλω να σε παντρευτω Άιντεν " του απάντησε με χαμόγελο χωρίς να διστάσει μια στιγμή.
Ναι και φυσικά το ήθελε. Τον ήθελε. Πολύ.
"Ποιός ετοίμασε το πρωινό? τι είναι όλα αυτά? " η Μαντλέν κεραυνοβόλησε με
το βλέμμα της την Μάντις που επέστρεψε το βλέμμα σε εκείνη ανέκφραστα
"Εγώ το ετοίμασα" πετάχτηκε με χαμόγελο απο πίσω της η Έρικα κρατώντας ένα τσαγιερό και πολλές βάφλες σε ένα πιάτο.
"Αγγλικό σήμερα το πρωινό, ένα μικρό ευχαριστώ για την χθεσινή ζεστή υποδοχή"
"Εγώ δεν πεινάω" μουρμούρισε η Μαντλέν και απομακρύνθηκε απο κοντά της.
"Κάτσε κάτω τώρα" της είπε σχεδόν αμέσως ο Άιντεν που μπήκε μέσα στην σάλα. "Κάποιες συνήθειες σε αυτό το σπίτι θα αλλάξουν και κανόνισε να τις δεχτείς" της μουρμούρισε και πλησίασε την Έρικα. Φίλησε το μέτωπο της φευγαλέα ενώ η Άννα έσκυψε και σέρβιρε το ζεστό εγγλέζικο τσάι.
" Άιντεν είμαι τόσο ενθουσιασμένη"
"Χαίρομαι" της απάντησε στωικά και πήρε μια βάφλα στο πιάτο του.
"Ο ξενώνας τόσο όμορφος και τα λουλούδια απλά υπέροχα"
"Η Άννα τα έκοψε για εσένα"
"Ναι" απάντησε μηχανικά εκείνη και έσκυψε το κεφάλι της. Ήθελε να φύγει απο κοντά τους. Ήθελε να φύγει απο κοντά τους. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα.
"Είσαι τόσο καλή Άννα" της χαμογέλασε εγκάρδια και έβαλε στο στόμα της την πρωτη ζεστή βάφλα . " Άιντεν θέλω να δω το λατομείο, ανυπομονώ να μου το δείξεις"
"Ο Άιντεν δεν επιτρέπει επισκέψεις-" η Μαντλεν δεν απόσωσε την φράση της.
"Εννοείται. Σήμερα θα είναι μια μέρα ξενάγησης στο νησί"
Ο Άιντεν σοβαρός παραμέρισε το πιάτο του. Μισούσε τις βάφλες.
"Είμαι τόσο ευτυχισμένη " είπε χαμογελαστα η Έρικα και του έπιασε το χέρι.
"Κι εγώ" της χαμογέλασε αμυδρά και κοίταξε την Άννα.
Είχε σταματήσει να τρώει.
Όλη την ημέρα έλειπαν.
"Που είναι τόσες ώρες?" είπε για πολλοστή φορά η Μαντλεν. Σε λίγο θα σκοτείνιαζε.
"Δεν ξέρω" απάντησε η Άννα για πολλοστή φορά. " Θα πάω για ύπνο νιώθω πως έχω πυρετό"
Καιγόταν. Καιγόταν. Το δέρμα της την πονούσε .
Ήταν αργά το βράδυ όταν ο Άιντεν άνοιξε την πόρτα και απο πίσω ακολουθούσε η Έρικα. Μυριζαν αλκοολ .
"Μαζευτήκατε?"
"Μαντλέν" ο Άιντεν την επέπληξε με σταθερό ύφος .
"Το νησί είναι υπέροχο" η Έρικα συμπλήρωσε και στάθηκε κοντά στον Άιντεν.
"Η Άννα? " ρώτησε εκείνος σχεδόν αδιάφορα. Η Έρικα άφησε την εσάρπα της στο τραπέζι και κάθησε στην πολυθρόνα δίπλα απο το τζάκι που πάντα έστεκε σβησμένο.
Ήταν μια όμορφη μέρα. Ο Άιντεν ήταν συγκρατημένος στις εκδηλώσεις του όπως πάντα, αλλα η είχε πάντα μια φυσική ευγένεια που την έκανε να νιώθει ξεχωριστά. Επίσης ήταν ο καλύτερος εραστής που είχε σε όλη της την ζωή. Μόνο γι αυτό τον συγχωρούσε που ήταν λιγομίλητος μπροστα στις δικές της δηλώσεις έρωτα.
"Είπε πως είχε πυρετό ή κάτι τέτοιο"
"Αλήθεια?" ο Άιντεν ανυπόκριτα έδειξε την αναστάτωση του.
"Με βλέπεις να έχω όρεξη Άιντεν να κάνω πλάκα?"
"Μήπως θέλει βοήθεια σε κάτι?" είπε ευγενικά η Έρικα. "ϊσως θα ήταν φρόνιμο να πάω μια στιγμή να την δω"
"ΟΧΙ"
Το ύφος του Άιντεν την εξέπληξε. Ήταν απότομο. Προσποιήθηκε πως δεν το κατάλαβε.
"Δηλαδή είναι ευγενικό εκ μέρους σου έρικα" προσπαθησε να το διορθώσει το στιγμιαίο λαθος του " ίσως καλύτερα να πάω να την δω εγώ"
Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες , γρήγορα διέσχισε τον διάδρομο, προσπέρασε την κάμαρα του, το δωμάτιο της Άννας ακριβώς δίπλα απο το δικό του
Δίστασε.
Σταμάτησε ακίνητος μπροστά απο την πόρτα
"Άννα"
Καμία απάντηση
"Άννα κοιμάσαι? Η Μαντλεν είπε πως έχεις πυρετό"
Καμία απάντηση
"Ανάθεμα" μουρμούρισε μέσα απο τα σφιγμένα του δόντια και άνοιξε την πόρτα της. Τα πάντα σκοτεινά εκτός απο μια δεσμίδα φωτός που διέσχιζε το δωμάτιο. Στο φεγγαρόφωτο εμφανίστηκε η μορφή της . Ξαπλωμένη με τα χέρια στο πρόσωπο.
Έκλαιγε.
"Άννα"
Καμία απάντηση.
"ΆΝΝΑ" σχεδόν το όνομα της ακούστηκε σαν να την μαλώνει αλλά εκείνη έκρυψε κι άλλο το πρόσωπο της στο μαξιλάρι.
"Ανάθεμα σε γυναίκα" μουρμούρισε και πλησίασε το κρεβατι της
"Έχεις πυρετό? Μίλα "
"Φύγε" ακούστηκε η φωνή της σαν κερί που τρεμοσβήνει στον αέρα
"Μην κάνει σαν παιδί , πες μου αν έχεις κάτι"
Πήγε να της αγγίξει το μέτωπο και εκείνη κατευθείαν τραβήχτηκε , σηκώθηκε σαν ελατήριο
"Τι θέλεις αφέντη?"
"Να δω αν είσαι καλά"
Τα μάτια τους δυο λάβες απο αντικριστούς κρατήρες, ζεμάταγαν απο πυρκαγιά
"Είμαι καλά φύγε" το είπε έντονα , τα πάντα ήταν έντονα σε εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο
"Αυτό έχεις να πεις σε αυτό που σε ρωτάω?" ο Άιντεν έκανε ένα βήμα σε εκείνη και την ίδια στιγμή ένιωσε σαν να καίγεται απο μια φλόγα. Να καίγεται απο την πυρκαγιά της. Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες αμήχανος , τρομαγμένος για το πόσο εύκολα θα μπορούσε να -
"Τι θέλεις να σου πω?"
"Τίποτα, μην πεις τίποτα" σχεδόν την ικέτεψε. Ήταν λάθος να έρθει στο δωματιο της.
"Δεν φεύγω αφέντη, δεν προκειται να φύγω"
"Τι εννοείς?" δεν ήθελε εκείνος να το σκεφτεί, δεν ήθελε ούτε να το φανταστεί.
"Δεν προκειται να φύγω , το αποφάσισα , θα κάτσω εδώ εκτός αν με διώξεις."
Έπεσε μια ησυχία και όμως ήταν μια ησυχία απο εκείνες που σε πονούν τα αφτιά.
"Σε παρακαλώ Άννα τι είναι αυτά που λες? Απο πού προέκυψε αυτό?"
προσπαθησε να μην του απαντήσει. Προσπαθησε να μην κλαψει. Αλήθεια το προσπάθησε πολύ. Με μεγάλο κόπο.
Το είχε αποφασίσει. Ας την παντρευόταν . Ας έκανε μαζί της παιδιά. Αυτή δεν θα τον άφηνε. Θα έμενε να τον υπηρετεί.
"Δεν ..δεν μπορώ να σ 'αφήσω Άιντεν"
Τον αγαπούσε . Τόσο πολύ.
Το όνομα του ακούστηκε τόσο τρυφερά που ένιωσε πως θα λυγίσει.
"Ανάθεμα σε γυναίκα θέλεις να γίνεις ο θάνατος μου αλλά υπογράφεις τον δικό σου θάνατο και δεν το βλέπεις μπροστά σου"
"Μιλας σαν την Μάντις"
Έσφιξε τις μπουνιές του.
"Μέχρι το τέλος του μήνα θα έχεις φύγει για σπουδές"
Τα μάτια του έκαιγαν. Την έκαιγαν. Ο ίσκιος του κορμιού του την αγκαλιαζε επωδυνα.
"Δεν θα φύγω. Σ'αγαπάω Άιντεν, δεν θα φύγω"
Ξέσπασε. Το κύμα που κρατούσε μέσα της ήταν έτοιμο να ξεχυθεί και να σαρώσει τα πάντα.
"Σταμάτα να μιλάς "
"Σ'αγαπώ, θα πεθαινα για σενα, αν αυτός είναι ο θάνατος μου να σε βλέπω κάθε μέρα μαζί της, θα το αντέξω, δεν θα αντέξω όμως να σε χάσω Άιντεν"
"Σταμάτα να με αποκαλείς με το όνομα μου" της έπιασε με δύναμη τα χέρια απο τους καρπούς την ταρακούνησε, τα χείλη της δυο ανάσες μακριά
"Σάγαπώ Άιντεν "
"Σταμάτα ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΤΟ ΛΕΣ"
Την ταρακούνησε δυνατά , την έριξε στο κρεβάτι και μια σκέψη μετέωρη-
"ΟΧΙ"
είπε εκείνος χωρίς να μιλά σε εκείνη
"θα φύγεις. Δεν θα σου αφήσω το περιθώριο να πράξεις διαφορετικά, με καταλαβαίνεις Άννα? Σε διώχνω δεν σε θέλω σε αυτό το σπίτι πια "
Έφυγε με νευρικά βήματα απο κοντά της . Έφυγε με θολωμένο νου. Ήταν τόσο κοντά να την-
Το φεγγάρι έλαμπε με ένα μπλε θαμπό φως.
Το ηφαίστειο ξυπνούσε .
Η Άννα κοιτούσε το φεγγάρι.
Όταν απο την δίπλα κάμαρα ξεκίνησε να ακούγεται ο θόρυβος.
Ένας πνιχτός θόρυβος, που όμοιο του η Άννα δεν είχε ακούσει.
Πρώτα άκουσε την φωνή της Έρικας.
Ύστερα του αφέντη .
Έπειτα ένιωσε τον θάνατο μέσα της να σαλεύει .
Της έκανε έρωτα.
Ο αφέντης έκανε έρωτα στην γυναίκα του λίγα μέτρα μακριά απο εκείνη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top