Ερωτικές αναμνήσεις
Η μηχανή του πλοίου άφριζε την θάλασσα καθώς σήκωνε κύματα σαν άλογα που καλπάζουν. Στον ορίζοντα ακόμη φαινόταν η Τζακάρτα . Έμοιαζε ήδη με ένα μακρινό όνειρο που κράτησε λίγο.
"Ήταν όμορφα δεν θα ξεχάσω ποτέ την Τζακάρτα" είπε η Άννα κοιτάζοντας την θάλασσα. Ήταν και οι δυο στην κουπαστή και κοιτούσαν τον ορίζοντα. Την έπιασε σφιχτά απο την μέση κάνοντας την να αγγίξει το κορμί του. Ο αέρας δυνατός και το φόρεμα της έμοιαζε απο μακριά σαν θαλασσοπούλι παρασυρμένο στον άνεμο.
"Ήταν όμορφα " της χάιδεψε την μέση " αλλά ήρθε η ώρα να φτιάξουμε πιο όμορφες αναμνήσεις" ο Άιντεν κοίταξε στο βάθος την Τζακάρτα που χανόταν. Νωρίς το πρωί άφησε την Άννα να τακτοποιήσει τα πράγματα τους κι εκείνος επέστρεψε στην τράπεζα της Τζακάρτας. Αυτή την φορά όμως δεν άνοιξε την θυρίδα με τα κοσμήματα που μέσα ήταν καλά φυλαγμένο το διαμάντι εξέλσιορ που είχε χαρίσει στην Άννα. Άνοιξε με το κλειδί του την διπλανή θυρίδα, τράβηξε απο μέσα την διαθήκη του και χωρίς να την κοιτάξει την έσκισε σε πολλά κομμάτια. Έπειτα πήρε τα χαρτιά και τα έχωσε βιαστικά στην τσέπη του. Λίγο πριν φτάσει σπίτι έβγαλε τα χαρτιά και τα έκαψε .
Όμως εδώ και ώρα μια σκέψη του τριβέλιζε το νου . Ήταν στην αρχή μια υποψία αλλά συνέχιζε να περνά απο το μυαλό του ξαφνικά σαν βεβαιότητα. Ο συμβολαιογράφος του είχε αποστείλει αντίγραφο της διαθήκης? Την είχε τακτοποιήσει μηχανικά μέσα στο χρηματοκιβώτιο του γραφείου του?
"Πότε θα πούμε για τον γάμο μας στην Μαντλέν?" η φωνή της Άννας έσπασε τις σκέψεις του. " Όταν πάμε θα της ανακοινώσουμε τον γάμο" της είπε κοφτά σαν να είναι το τελευταίο πράγμα που θα έπρεπε να τους νοιάζει.
"Δεν θα της αρέσει. Θα καταλάβει οτι είπαμε ψέμματα οτι ήμασταν στην Τζακάρτα για να βρούμε σχολή..και αντί για σχολή.."
Ήξερε η Άννα πως η Μαντλέν δεν την συμπαθούσε. Ίσως το ρήμα συμπαθώ δεν άρμοζε καν στην σχέση τους . Η Μαντλέν δεν είχε κάποιο αίσθημα προς την Άννα. Απλά πάντα την αγνοούσε . Χωρις κάποια υποψία κακίας ή απέχθειας. Απλά θεωρούσε πως δεν ήταν άξια λόγου η Άννα να ασχοληθεί περισσότερο με εκείνην. "Την κόρη της πλύστρας" όπως συνήθιζε να την αποκαλεί και όχι με το όνομα της. Και τώρα ? πως θα αντιδρούσε σε αυτον τον επικείμενο γάμο? θα την αποδεχόταν?
"Φοβάμαι πως θ'αντιδράσει. Δεν θα με δεχτεί ως κυρία του σπιτιού"
"Δεν με ενδιαφέρει τι θέλει η Μαντλέν"
"Παρόλαυτα θα μένουμε μαζί και εμένα με ενδιαφέρει τι σκέφτεται για εμένα. "
Ο Άιντεν την κοίταξε σκεφτικός." Να σε ενδιαφέρει τι σκέφτομαι εγώ για σένα Άννα. Και η συζήτηση εδώ τελειώνει. Είσαι η γυναίκα μου και δεν πρόκειται να παίζω μαζί σου στα κρυφά κάτω απο το ίδιο σπίτι. Σε θέλω στο κρεβάτι μου απο το πρώτο βράδυ "
Η Άννα δάγκωσε τα χείλη της.
"καλά"
Κι εκείνη το ήθελε.
Ο Άιντεν σκέφτηκε την Μαντλέν. Της ανακοίνωσε πως επιστρέφουν και μαζί με αυτό της είπε πως είχε να της πει κάτι σοβαρό. Και χαρούμενο για το σπίτι τους.
Έτριψε τους κροτάφους του.
Ήξερε καλά πως η Μαντλέν δεν θα της άρεσε η ιδέα να γίνει η Άννα γυναίκα του. Ξέρει καλά τι νιώθει εκείνη γι αυτόν. Αλλά αν έλεγε το παραμικρό ήταν αποφασισμένος να την διώξει απο το σπίτι . Ή θα το δεχόταν και θα έμενε μαζί τους ως η χήρα του αδερφού του ή τίποτα.
Ο νους του κύλησε αργά πίσω στο σ'εκείνο το βράδυ. Ήταν δυο μέρες που είχαν θάψει τον Έρικ.
Το σώμα του δεν θα είχε λιώσει καν.
Ήταν αργά το βράδυ , είχε δυσκολευτεί να κοιμηθεί. Είχε πνίξει τις ενοχές του για τον θάνατο του Έρικ μέσα στο αλκοολ και στο τέλος είχε απλά πέσει στο κρεβάτι με τα ρούχα σαν κώμα σε ένα βαθυ ύπνο.
Δεν την είχε καταλάβει.
Στην αρχή νόμισε πως ήταν όνειρο , δεν μπορούσε να κουνήσει τα χέρια του παρά μόνο τα βλέφαρα του κι επειτα σε μια στιγμή τινάχτηκε πάνω γκρεμίζοντας άθελα του απο το κορμί του το γυμνό κορμί της Μαντλέν.
"Τι νομίζεις οτι κάνεις?" της ούρλιαξε , της φώναξε δυνατά .
Η Μαντλέν ήταν γυμνή , βαμμένη προσεκτικά. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα με προσοχή σε ένα περίεργο κότσο.
"Άσε με να πάρω την θλίψη μακριά" του είπε και συρθηκε σαν φίδι στα πόδια του. Την κοίταξε αμήχανος , προσπαθώντας να διώξει την έντονη ζάλη απο το ποτο. Πέρασε το χέρι της αναμεσα απο τα πόδια του. Άγγιξε τον ανδρισμό του.
"Έτσι πρέπει να γίνει. Το βλέπω καθαρά τώρα αγαπημένε μου. Όλα αυτά έγιναν για να έρθει αυτή η στιγμή. "
Έσκυψε πάνω του και δάγκωσε ελαφρά το ύφασμα του παντελονιού του. Πάνω ακριβώς στο φύλο του.
"Και ο Έρικ θα το ήθελε αυτό..το δικαιούμαι" του είπε καθώς του κατέβασε το φερμουάρ αργά , έβγαλε τον ανδρισμό του έξω και το έκρυψε στο στόμα της καθώς τον κοιτούσε στα μάτια.
"Τι σκέφτεσαι?" η Άννα πρόσεξε το απλανές βλέμμα του Άιντεν.
Γύρισε και την κοίταξε.
Ίσως η Μαντλέν να τους δημιουργούσε πρόβλημα. Αλλά δεν θα επέτρεπε η Άννα να πληγωθεί απο κανέναν. Δεν θα επέτρεπε στην Μαντλέν να της πει το οτιδήποτε.
"Τίποτα το ιδιαίτερο"
της είπε και έσκυψε και την φίλησε απαλά.
Η Μαντλέν στάθηκε γυμνή μπροστά απο την ντουλάπα της. Την άνοιξε με αδημονία και παραμέρισε τα μαύρα φορέματα της. Στο τέλος της ράγας υπήρχε ένα ρούχο φυλαγμένο μέσα σε μια πλαστική θήκη.
Το πήρε στα χέρια της . Έτρεμε.
Άνοιξε το φερμουαρ αργά και απο μέσα εμφανίστηκε το κόκκινο μετάξι. Μύριζε ναφθαλίνη.
Το τράβηξε προσεκτικά απο μέσα και το άγγιξε πάνω της. Πήγε στο καθρέπτη και κοιτάχτηκε .
Το κόκκινο φόρεμα έκανε το χλωμό δέρμα της να φαίνεται πιο ζωντανό. Ένιωσε την καρδιά της να ξυπνά.
Μαζί και οι αναμνήσεις.
Ήταν ένας μήνας ήδη παντρεμένη με τον Έρικ.
Τον καιρό που ήταν αρραβωνιασμένη ήταν η ομορφότερη περίοδος της ζωής της. Φυσικά δεν είχε τον χρόνο να τον βλέπει πολύ γιατί είχε να φροντίζει την μητέρα της.
Μετά όμως απο τον ξαφνικό χαμό της..
Ο Έρικ της συμπαραστάθηκε . 'Ηταν γλυκός.Πολύ γλυκός. Είχε πολύ όμορφους τρόπους, ήταν απο τους άντρες που πάντα τραβούσαν την καρέκλα για να κάτσει η γυναίκα πρώτη, πάντα άκουγε με προσοχή τι του έλεγε.
Την σεβάστηκε. Την σεβάστηκε ως γυναίκα καθ'όλη την διάρκεια του αρραβώνα δίνοντας της μόνο γλυκά φιλιά στο στόμα. Έπειτα σαν πέθανε η μητέρα της την σεβάστηκε εξίσου.
Αυτό ήταν το σωστό. Ήταν σε πένθος.
Και ύστερα..ήταν απίστευτο το πάθος που την κυρίευε ξέροντας πως ο γάμος πλησίαζε όπως και η πρωτη νύχτα του γάμου.
Αν ο Έρικ είχε κάνει κίνηση να την κάνει δική του , θα το έκανε. Αλλά ο Έρικ δεν ήταν σαν όλους τους άντρες. Ήταν ευγενικός και τρυφερός, ποτέ δεν θα την έφερνε σε δύσκολη θέση.
Μα τώρα..ένα μήνα παντρεμένοι ήταν σαφές πια πως κάτι περίεργο συμβαίνει. Παρέμενε ανέγγιχτη.
Είχαν μείνει γυμνοί στο κρεβάτι, είχε πιάσει το φύλο του, το μάλαξε , το θήλασε , όπως της είπε, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Οτι και να έκανε εκείνος δεν είχε τον ανδρισμό να την κάνει γυναίκα.
Τέλος πήγε σε μια ντόπια του νησιού που καταγινόταν με ξόρκια και βοτάνια. Εξασκούσε ακόμη την αρχαία λατρεία του ανιμισμού και οι ντόπιοι την συμβουλευόντουσαν σαν γιατρό.
Της είπε το πρόβλημα της .
Της έδωσε σταγόνες απο μανδραγόρα να του βάζει στο πρωινό τσάι , φύλλα καρκαντέ για αφέψημα απογευματινό και της έστριψε τσιγάρα απο χασίς. Πριν φύγει της είπε πως ίσως έπρεπε να δοκιμάσουν να την κάνει γυναίκα ανάποδα πρώτα.
Τα δοκίμασε όλα . Μα ποτέ ο ανδρισμός του Έρικ δεν ξυπνούσε. Και όχι μόνο αυτό αλλά τα βράδια εξαφανιζόταν ξαφνικά σε μεγάλες βόλτες αφήνοντας την μόνη.
Είχαν πλήρως αποξενωθεί.
"Γυρνάς με τα μαύρα όλη μέρα πως θέλεις να σε γαμήσω?" της είπε ο Έρικ ένα βράδυ που μάταια προσπαθούσε να ξυπνήσει στο στόμα της τον ανδρισμό της.
Τέλος αγόρασε ένα κόκκινο φόρεμα.
Το στήθος της μέσα στο φόρεμα προέβαλλε γεμάτο.
Τον περίμενε στο κρεβάτι. Ήταν προκλητική και όμορφη. Σαν κόκκινος χυμώδης καρπός ,ώριμος ,έτοιμος να κοπεί.
Ήταν το βράδυ που ο Έρικ παραιτημένος απο την προσπάθεια θα έκλαιγε σαν μωρό παιδί στην αγκαλιά της.
"Συγνώμη..ήταν λάθος ο γάμος αυτός" της είπε κι εκείνη σηκώθηκε πάνω φορώντας το κόκκινο φόρεμα και αμίλητη τράβηξε προς το ηφαίστειο. Περπάτησε για ώρα προσπαθώντας να καταλάβει τι έγινε. Που έκανε λάθος.
Όταν επέστρεψε το σπίτι ήταν ήσυχο. Προσπέρασε το δωμάτιο του Άιντεν. Ο μικρός αδερφός του Έρικ .
Η πόρτα του δωματίου του ήταν μισάνοιχτη.Μια μικρή χαραμάδα . Και όμως απο εκεί μπορούσε καθαρά να δει την κόλαση.
Το φως του φεγγαριού έλουζε το κρεβάτι του και πάνω του ήταν απλωμένο το κορμί του μικρού αδερφού.
Ήταν γυμνός.
Έπρεπε να φύγει μα τα πόδια της δεν μπορούσαν να κινηθούν.
Ήταν γυμνός και οι μύες του γραμμωμένοι έλαμπαν στο φως προκλητικά.
Το χέρι του ήταν στο φύλο του.
Ήταν μεγάλο.
Επιβλητικό.
Έπρεπε να φύγει. Αλλά τα πόδια της δεν μπορούσε να τα κινήσει.
Τον είδε να πηγαινοφέρνει με δύναμη το χέρι του πάνω στο φύλο του.
Μισάνοιξε το στόμα της αναστατωμένη .
Σαν γύρισε στο πλευρό του Έρικ δεν μπόρεσε να κλείσει τα μάτια της όλο το βράδυ.
Δάγκωσε το μαξιλάρι της και έμπηξε τα νύχια της στο δέρμα της για να ησυχάσει τον πόθο.Τέλος έκλαψε με λυγμούς.
Η Μαντλέν φόρεσε το κόκκινο φόρεμα.
Χαμογέλασε στο είδωλο της.
"Άιντεν.." ψιθύρισε το όνομα του ηδονικά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top