Εκ-δίκη-ση

Άκουγε με προσοχή τα λόγια που γλιστρούσαν απο το στόμα του Μανού. Του ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί παρόλαυτα  στις λέξεις του ηλικιωμένου άντρα. Το πρόσωπο του Άιντεν παρέμενε ανέκφραστο καθώς η καρδιά του χτυπούσε ολοένα πιο γρήγορα. 

Ο Μανού κάθε τόσο σκούπιζε το μέτωπο του με ένα φαρδύ μαντήλι κι έπειτα το έχωνε στην τσεπη του παντελονιού του. Κοιτούσε προσεκτικά τις ρυτίδες του που τρεμόπαιζαν καθώς μιλούσε . Κοιτούσε τα χέρια του μαυρισμένα και σκληρά να ανταμώνουν με αμηχανία το ένα με το άλλο."Καταλαβαίνεις?"Του είπε τέλος ξεψυχισμένα και ο Άιντεν ένιωσε  το αλκοολ να εξατμίζεται μέσα στις φλέβες του .

"Δηλαδή εσύ και ο πατέρας μου .."

"Ναι"

Έτριψε το πηγούνι του ελαφρά. Δεν ανέφερε το όνομα του Έρικ. Πώς θα μπορούσε να κρίνει άνθρωπο σε αυτό τον κόσμο που δεν συγκράτησε το φρούριο της ηθικής του μπροστά στο πάθος?

"Να βγούμε έξω..θέλω ..θέλω να πάρω αέρα"

Ο Άιντεν βγήκε πρώτος ξεκουμπώνοντας τα πρώτα κουμπιά του πουκαμίσου του. Ένιωσε κάτω απο τις σόλες του παπουτσιού του να σπάει η άνυδρη γη , άκουσε τους ήχους της γιορτής, ήχους απο δοξάρι ανακατεμένοι με τον αέρα . Μυρωδιά κανέλας και θειαφιού.

Έκλεισε τα μάτια του και σκέφτηκε την μορφή του πατέρα του. Ήταν ένας άντρας απόμακρος, πειθαρχημένος, έδειχνε πάντα προσηλωμένος σε ένα στόχο, σχεδόν έδινε πάντα μονολεκτικες απαντήσεις και μόνο όταν η συζήτηση ερχόταν σε θέματα δουλειάς ξαφνικά τα μάτια του έλαμπαν και ξεκινούσε με ρητορική πυγμή να αναλύει τα ίδια και τα ίδια θέματα.

Άκουσε τα βήματα του Μανού πίσω του. Ένα βήμα σταθερό που σταμάτησε δυο βήματα ακριβώς πριν απο εκείνον, άνοιξε τα μάτια και η γαλαζωπή ομίχλη τον τύλιξε ανέκφραστα.

"Απο πότε ..πότε γίνατε εραστές?"

κοίταξε λοξά τον Μανού καθώς ξεκίνησε να περπατά προς  τα κανελόδεντρα .Το βουητό του ηφαιστείου ακούστηκε υπόκωφα.

"Εραστές" επανέλαβε ο Μανού σχεδόν προσποιητά την λέξη , σαν να μην τον εξέφραζε το συναισθηματικό φορτίο της λέξης.

"Δεν ήμασταν εραστές , τουλάχιστον όχι όσο ήμασταν μικροί. Το ξέρεις πως μεγαλώσαμε μαζί,μαζί μάθαμε τα πάντα στην ζωή , πλάι πλάι πολεμήσαμε στο Μακόντο. Ο πατέρας σου κι εγώ μαζί πήγαμε σε σπίτι με γυναίκες. Ήμασταν 14 ετών . Η Ούρσουλα καλή της ώρα ..κάναμε χίλιες δουλειές στους πατεράδες μας ίσα για να βρούμε χρήματα για να πάμε να την βρούμε"

Για ώρα περιέγραφε μετά την Ούρσουλα, την άσπρη πλαδαρή κοιλιά της και τα στήθη της που όταν ανέβαινε πάνω στο κορμί του κρεμόντουσαν σαν μαστάρια βίσωνα και χοροπηδούσαν πάντα με ανόμοιο τρόπο. Έπειτα του μίλησε για την πρώτη του γυναίκα , εκείνη που δυο χρόνια μετά θα πέθαινε απο μια παράξενη ασθένεια κι έπειτα του μίλησε για το Μακόντο.

"Εκεί που πήγατε να πολεμήσετε? "

"Ναι εκεί γίναμε αυτό εσύ που λες εραστές.. αλλά εγώ θα σου πω Άιντεν πως μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχα νιώσει πόθο για τον πατέρα σου ούτε πιστεύω εκείνος για εμένα. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζαμε . Δεν έχει τόση σημασία αυτό εξάλλου για την ιστορία σου, παρά μόνο έχω να σου πω ,πως το βράδυ μετά την μάχη ο ουρανός ποτέ δεν είχε αστέρια , πως έτρεμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και κάθε πρωι βλέπαμε πάλι τους  συμπολεμιστές μας, εικοσάχρονα παιδιά σαν εμάς τους δυο ,να κοίτονται στο χώμα με ανοιχτά μάτια. Και έπειτα πάλι βράδιαζε, σαν ένας κύκλος ατέρμονου θανάτου που δεν τελειώνει ποτέ.Ζούσαμε το παράλογο του ανθρώπου. Ήμασταν κτήνη. Σκοτώναμε ο ένας τον άλλο, χωρίς πια να έχουμε κατα νου το σκοπό, παρά μόνο το ότι έπρεπε να σταθούμε ζωντανοί, να ξυπνήσουμε και πάλι το πρωί"

Ο Άιντεν έκατσε σε μια μεγάλη πέτρα  και έκοψε ένα κλαδί κανελόδεντρου. Έμπηξε την ξύλινη αιχμή του κλαριού στο χώμα και ξεκίνησε να σπάει την άνυδρη γη και να την κάνει σκόνη.

"Στην αγκαλιά του άλλου ανάμεσα στα δάκρυα που δεν έβγαιναν και στα λόγια που δεν ξεπηδούσαν, εκεί μέσα στον κύκλο του θανάτου ξορκίσαμε με έρωτα κάθε κακό που φώλιαζε στην καρδιά μας. Ήταν κάτι ιερό , ήταν σαν να γεννιόμασταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, δεν υπήρχε τίποτα κακό γύρω μας τις στιγμές εκείνες"

Ο Άιντεν έσκυψε το κεφάλι. Ο αέρας εισχώρησε ορμητικά μέσα στην γαλαζωπή ομίχλη και εκείνος έγυρε το κεφάλι πίσω του ακουμπώντας το στο φλοιό του δέντρου.

"Και η μητέρα μου?η μητέρα μου τα ήξερε όλα?"

"Η μητέρα σου ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος την οποία αγάπησε η ο πατέρας σου πολύ. Και την σεβάστηκε μέχρι τέλους. Όταν γυρίσαμε απο τον πόλεμο με τον Ματίας , λίγο μετά παντρεύτηκε και έκανε το πρώτο του παιδί τον Έρικ. Εγώ έμελλε δυο χρόνια να μείνω παντρεμένος και έπειτα να χηρέψω κι έπειτα την δεύτερη γυναίκα μου την ξέρεις..καλή γυναίκα και εκείνη"

"Συνεχίζατε να είστε εραστές λοιπόν και ενώ ήσασταν παντρεμένοι?"

Ο Μανού έσκυψε κοντά του και κάθησε στο πλευρό του. Έβγαλε και πάλι το μαντήλι του και σκούπισε το μέτωπο του.

"Ποτε όσο η μητέρα σου ζούσε. Ούτε ήταν ένα θέμα που συζητούσαμε. Ήταν κάτι δικό μας , κάτι που πέρασε, κάτι που με τα χρόνια είχε γίνει όνειρο, όπως οι νεκροί με τα ανοιχτά μάτια και ο ουρανός χωρίς αστέρια στο Μακόντο"

"Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την Άννα?"

Έβγαλε ξανά το μαντήλι του και σκούπισε το μέτωπο του αν και δεν ήταν ιδρωμένος. Αφουγκράστηκε την ξαφνική ησυχία στον αέρα.

"Τα δοξάρια σίγησαν, η γιορτή τελείωσε" του είπε και έγυρε το κορμί του κι εκείνος πάνω στο φλοιό του κανελόδεντρου.

"Ύστερα η μητέρα σου πέθανε ..λίγο καιρό αφού σου έδωσε ζωή. Κι έμεινε μόνος. "

"Εσύ παντρεμένος όμως"

"Ναι. Παντρεμένος αλλά εκείνος μόνος. Κι εγώ..με την γυναίκα μου.." σταμάτησε σκεφτόμενος την γυναίκα του. Αλλά επέλεξε να σταματήσει να το κάνει. Και μετά η σκέψη του ολίσθησε στον Ματίας, σε εκείνο το ζεστό απόγευμα πλάι στο ηφαίστειο. Η λίμνη ήταν καταγάλανη σαν διαμάντι, ο ουρανός βαφόταν κόκκινος και ο Ματίας του είπε πως υπέφερε απο θλίψη, πως ένιωθε μοναξιά ασήκωτη και μετά τον κοίταξε αργά μέσα στα μάτια. Τα χέρια του ξεκίνησαν να τρέμουν ελαφρά και ο Μανού τα πήρε μέσα στα δικά του χέρια και του τα φίλησε αργά, πρώτα το ένα και μετά το άλλο, όπως όταν ήταν στρατιώτες κάτω απο εκείνο τον ουρανό χωρίς αστέρια.

"Τότε ναι, μετά το θάνατο της μητέρας σου γίναμε εραστές. Αγαπηθήκαμε ως άντρες, ως φίλοι ως τέλους. Συμπολεμήσαμε ενάντια στη ζωή, ξορκίσαμε την μοναξιά . "

Ο Άιντεν τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. 

"Η ζωή είναι πολύ όμορφη αλλά τόσο θλιβερή" του είπε ο Μανού σαν να του έριχνε την ύστατη δικαιολογία του "  ο πατέρας σου δεν είχε ερωτικές σχέσεις με την μητερα της Άννας. Ήμουν ο εραστής , ο μοναδικός εραστής του πατέρα σου, ήταν αφοσιωμένος σε εμένα ακόμη και που ήξερε πως με μοιράζεται με μια γυναίκα. Αλλά εκείνος ήταν πάντα πιστός . "

Ο Άιντεν ξεφύσηξε. "Και στον Έρικ τότε γιατί να πει ένα τέτοιο ψέμμα? Γιατί να του πει πως η Άννα ήταν κόρη του? ίσως να ήταν παιδί μιας επιπόλαιας βραδιάς, που ούτε και εσύ να μην γνωρίζεις"

"Ο πατέρας σου δεν υπήρξε επιπόλαιος , παρά μόνο φοβισμένος , φοβόταν τον εαυτό του και τα στόματα του νησιού"

Κοιταχτήκαν . Ο άερας φύσηξε ορμητικά κουνώντας τα κλαδιά του δέντρου . Η οσμή της κανέλας στριφογύρισε μέσα στην ομίχλη.

"Φοβόταν. Για τον Έρικ. Ήξερε πως ήταν ..γυναικωτός..απο αυτούς που αγαπάνε μόνο άντρες, ακόμη και σε σπίτι τον πήγε αλλά εκείνος δεν ήθελε. Ο πατέρας σου φοβόταν πως ευθύνεται κάπως για όλο αυτό, ξέρω πως όταν τον έπαιρνε μαζί του απο μικρό στο ορυχείο  επιδεικτικά του μιλούσε για τα κατορθώματα του με τις άλλες γυναίκες, ένιωθε πως έτσι τον αντρίωνε, κατά βάθος όμως φοβόταν , ίσως φοβόταν κι έτσι άλλοτε καμάρωνε για γυναίκες μιλώντας του σχεδόν χυδαία και άλλοτε του πιπιλούσε το μυαλό πως άντρας άκληρος είναι άντρας χωρίς τιμή. Μαλώναμε με τον Ματίας γι αυτό αλλά ήταν ανένδοτος. Έλεγε πως με το καμτσίκι το άλογο βρίσκει τον δρόμο "

Ο Άιντεν ανασηκώθηκε πάνω

"Για όνομα Μανού! Για να τον αντριώσει και να του δείξει πόσο φοβερός άντρας ήταν κάθησε και του αράδιασε ψέμματα για την Άννα?γιατί φοβόταν πως ο Έρικ δεν θα έκανε οικογένεια? "

"Είμαι σίγουρος πως το έκανε αυτό. Άφηνε ακομη επίτηδες φήμες στο χωριό πως η Άννα ήταν δική του. Ναι..ο πατέρας της Άννας πέθανε ακόμη όταν εκείνη ήταν στην κοιλιά της μάνας της, έπειτα την μάζεψε σπίτι του κι εκείνη και το μωρό και πάντα την μεγάλωνε απο μικρή χωρίς να κάνει διάκριση απο εσάς. Ήταν το άλλοθι του. Κανένας δεν σχολίαζε την στενή φιλία μας , κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε για εμάς τίποτα, όλοι όμως σχολίαζαν πως ο Ματίας Μπουενδία έχει μπάσταρδο. Ή νομίζεις πως στο νησί δεν είπαν πίσω απο τις πλάτες σας πως θα παντρευτείτε ενώ είστε αδέρφια? Μα νόμιζα πως αυτά πρώτος ήξερες πως ήταν ανοησίες. Ποτέ δεν μου πέρασε απο το μυαλό πως ο Ματίας έφτασε στο σημείο να πει με το ίδιο του το στόμα το ψέμμα που άφηνε να φανεί σαν ένδειξη, στο ίδιο του το παιδί ,μόνο για να τον πιεσει, να συγκαλύψει τον φόβο του οτι δεν ήταν αρκετά άντρας για να του δείξει το σωστό δρόμο. Υπήρξε ανόητος ."

"Η Άννα δεν είναι αδερφή μου" είπε ανέκφραστος ο Άιντεν. Τα μάτια του απέκτησαν μια απλανή λάμψη.

"Γιατί απλά δεν έκανες μια εξέταση Άιντεν? πως πίστεψες κάτι τέτοιο τόσο επιπόλαια? ένα ψέμμα ?"

"το είπε ο Έρικ.." ψέλλισε σαστισμένος. Το είπε ο αδερφός του, του ούρλιαξε στο γκρεμό πως δεν ήταν καλύτερος απο εκείνον, πως αν ο ίδιος απιστούσε στην γυναίκα του , εκείνος ένιωθε πόθο για την αδερφή του. Δεν αμφέβαλλε ποτέ. Δεν θα του έλεγε ψέμματα ποτέ ο Έρικ. Το είδε στα μάτια του καθώς το ξεστόμισε. "Ο πατέρας μας πηδούσε την πλύστρα , τι δεν καταλαβαίνεις?" του ούρλιαζε πάνω απο το κεφάλι του κι έπειτα ο Άιντεν έφυγε, έφυγε χωρίς να ρωτήσει κάτι άλλο , ένιωσε ντροπή, μεγάλη ντροπή και μετά έτρεξε δίνοντας όρκο στον εαυτό του πως ποτέ ξανά δεν θα την σκεφτεί. Όχι τουλάχιστον με τον τρόπο που τα βράδια την έφερνε στο νου του.

Ο Άιντεν ανασηκώθηκε. 

Αν άκουγε τα λόγια αυτά πριν ένα χρόνο..

Αν ήξερε  εκείνη πως δεν ήταν αδέρφια, πως δεν διέπρατταν καμία ύβρις..

Αλλά τώρα...

Το γεγονός πως εκείνος ακόμη και μπροστά στο γεγονός πως το αίμα τους ήταν ίδιο, εκείνος επέμενε και πολέμησε να την κερδίσει,  θυσίασε τον εαυτό του στις ερινύες μόνο και μόνο για να την αγαπήσει ως άντρας  χωρίς δισταγμό κι εκείνη τον εγκατέλειψε χωρίς μια κουβέντα μια λέξη..

Προς έκπληξη του δεν λειτουργησε μέσα του θετικά το γεγονός  πως δεν ήταν αδέρφια. Η προδοσία της δεν έμοιαζε λιγότερη. Τον είχε εγκαταλείψει, τον οδήγησε στην απελπισία . Του είχε επιστρεψει όλα τα γράμματα του. Υπήρξε σκληρή και τελικά του απέδειξε πως ο δικός της έρωτας , η δική της αγάπη ήταν πολυ μικρή μπροστά στην δική του. Και αυτό δεν αλλάζει επειδή δεν είναι αδέρφια. Τον πρόδωσε.

Αλλά της όφειλε να της πει την αλήθεια. Ήταν σίγουρος πως εκείνη ίσως αηδίαζε σκεφτόμενη το κορμί του.

 Ίσως να είχε τέτοιες σκέψεις. Σίγουρα έχει.

"Φεύγω" είπε απότομα ο Άιντεν και πριν πει το οτιδήποτε ο Μανού έφυγε με γρήγορα βήματα. 

Κατηφόρισε το μεγάλο δρόμο, χωρίς να πάρει αυτοκίνητο ίσα για να δώσει χώρο στις σκέψεις του . Ένιωθε μια περιεργη απάθεια και ένα τρεμουλο στα χέρια του ξεκίνησε να κινεί νευρικά το κορμί του σαν μαριονέτα: η οργή έπαιρνε τα ηνία. Σκέφτηκε όλη την απελπισία που ένιωσε άδικα και το άδικο εκείνο φάνταζε μικρότερο απο την αδικία εκείνης να τον αφήσει χωρίς μια λέξη. Ήταν ασυγχώρητο. Και ανάμεσα στα πιο ασυγχώρετα αυτού του κόσμου, είναι αυτά για τα οποία δεν ζητήθηκαν καν συγνώμη. Δεν μπορούσε να συγχωρέσει κάποια που δεν ένιωσε την ανάγκη να του πει ένα λόγο ..μια λέξη. Ήξερε οτι την αγαπούσε. Ήξερε πως θα πέθαινε για εκείνη.

Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του χωρίς να ανάψει το φως. Κατευθύνθηκε στο κομοδίνο πλαι στο τζακι και άναψε το μικρό φωτιστικό. Το κίτρινο φως φανέρωσε την μικρή μπρούτζινη κλειδαριά. Γύρισε το κλειδί και έσυρε το συρτάρι προς τα έξω.

Το γράμμα του ιδιωτικού ντετέκτιβ ξεπρόβαλλε, ερμητικά κλεισμένο. Τα στοιχεία της , ο τόπος διαμονής της, η δουλειά που έκανε, ο χρόνος που πέρασε μακριά του, ήταν όλα εκεί.

Θα της έλεγε την αλήθεια. Αλλά δεν ήθελε να την ξαναδει. Δεν θα άντεχε να ξαναδεί την γυναίκα που του προκάλεσε τόσο πόνο.

Έσκισε προσεκτικά το φάκελο και ξεδίπλωσε το χαρτί στα χέρια του. Είδε λέξεις διάσπαρτες.

Τα μάτια του έγιναν υγρά καθώς για πρώτη φορά μετά απο ένα χρόνο μάθαινε κάτι για εκείνη. Έσφιξε τα χείλη του και έπνιξε κάθε αίσθημα. Δεν ήθελε να νιώθει τίποτα για εκείνη. Εκείνη τελείωσε την ημέρα που πήρε το διαμάντι και έφυγε χωρίς αντίο.

Τα μάτια του έπεσαν πάνω στις λέξεις..Άννα..Αμερική..και έπειτα σκάλωσαν πάνω σε δυο λέξεις. 

Τις κοιταξε ξανά και ξανά. 

Μια αναμέτρηση με το χάος που σε λίγο θα σάρωνε τα πάντα.

Ένιωσε το τρέμουλο των χεριών του να αυξάνεται, το χαρτί κουνιέται  τόσο νευρικά που τα γράμματα θύμιζαν  σαν  μικρές βάρκες  σε τρικυμισμένη θάλασσα.

Έκλεισε τα μάτια του . Πήρε μια μεγάλη ανάσα προσπαθώντας να πνίξει το αίσθημα οργής και να προσπαθήσει να ηρεμήσει πριν ανοίξει τα μάτια και δει τα γράμματα να παίζουν νευρικά ξανά μπροστά του.

Τα άνοιξε. Η ανάσα του τώρα έκανε το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει γρήγορα , έσφιξε τα δόντια του δυνατα καθώς κοίταξε ξανά τις δυο λέξεις

"Άρρεν βρέφος"

Η λέξη προδοσία ξεπήδησε  απο την καρδια του. Πως μπορεσε να του κρύψει κατι τετοιο? Πως του στέρησε το δικαιωμα του στο ιδιο του το παιδι? Ναι ..ήταν καθαρμα που δεν κρατησε τον ερωτα του μακριά απο εκείνη, αλλά .. ένα παιδί? το παιδί του? θα τον άφηνε στο σκοτάδι ? Η γροθιά του βρέθηκε με ορμή να γκρεμίζει τα πάντα στο διάβα του. Μόνο μια σκέψη τον ηρεμούσε: Αυτή της εκδίκησης.

Και της βιαιης διεκδικησης.

"Όπως πρωτα εσύ αποφασισες βιαια να μου τον στερήσεις"

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top