Μέρος Δεύτερο : Κηδεία

Μέρος Δεύτερο: Κηδεία.

Μέρος Δεύτερο: Κηδεία.

Η Ευανθία δεν έκλαψε όταν η χαρά της ζωής της έκλεισε για τελευταία φορά τα μάτια της. Ο προ-πάππους Άρης της είπε «Σ'αγαπώ» με ένα χαμόγελο. Έκλεισε τα μάτια του και το χαμόγελο έμεινε. Η Μίνα τότε πόσο να ήταν; Δεκαέξι; Δεκαεφτά; Η μητέρα της, Δανάη κόντευε τα σαράντα πέντε. Ήθελε να γυρίσει τον κόσμο και να αγαπήσει τη ζωή, για αυτό και όταν η Μίνα εμφανίστηκε στη κοιλιά της στα τριάντα της χρόνια, η Δανάη χαμογέλασε. Τι και αν δεν ταίριαζαν με τον τότε αγαπημένο της; Τι και αν ο πατέρας της Μίνας δεν ήταν αρκετός, δεν μπορούσε να βοηθήσει και να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του; Η Δανάη είχε αγάπη, είχε ευτυχία και είχε καλοσύνη, τόση που έφτανε για δύο γονείς και ήταν υπεραρκετή για την χαρούμενη μικρή Μίνα. Η γιαγιά της, Ευανθία τα εβδομήντα πέντε όταν πέθανε ο Άρης. Μία ζωή, αγάπησε μόνο έναν άνδρα. Και όμως της ήταν αρκετός. Δεν χρειάστηκε ποτέ κάτι παραπάνω.

Η Ευανθία δεν ήθελε να τον θάψει. Είχε διαφορετικά σχέδια. Τον αποτέφρωσε, τον έβαλε σε ένα όμορφο βάζο από πηλό που είχε φτιάξει κάποτε μικρή, όταν ακόμη ονειρευόταν τον έρωτα, πριν τον νιώσει. Την επομένη της αποτέφρωσης, άφησε τη Δανάη με τη Μίνα πίσω στις Σέρρες, ανέβηκε σε ένα πλοίο και πήγε στο Νησί. Στο Νησί, που τότε παλιά την είχε σύρει ένα βράδι ο Άρης και την παντρεύτηκε κάτω από τον σκούρο ουρανό.

«Και μάρτυς μου τα αστέρια!» της είχε φωνάξει ο Άρης.

Δύο μέρες αργότερα, γύρισε. Δεν είπε σε κανέναν τι έκανε και πού τον έβαλε. Για τρεις μήνες η Μίνα ρωτούσε γιατί τον πήγε εκεί; Και αν ήθελε να τον επισκεφθεί; Ο παππούς Άρης ήταν πάντα καλός ακροατής. Άκουγε τις ανησυχίες της, τα προβλήματά της, υπέμεινε την υπερβολική της χαρά και τα βράδια γελούσαν μαζί για ώρες όταν η Δανάη έλειπε σε ταξίδι. Ήταν ο άνδρας που αγαπούσε, ο μοναδικός άνδρας που αγαπούσε. Και τον ήθελε πίσω, ήθελε κάποια μέρα να γυρίσει πίσω και να γελάσουν μαζί εκείνα τα βράδια που τώρα έκλαιγε μόνη της.

Το καλοκαίρι έκανε την εμφάνισή του μαζί με το δώρο της Ευανθίας για την έφηβη Μίνα. Ένα εισιτήριο για το Νησί και ένα χαμόγελο από την αγαπημένη της γιαγιά.

«Πάνε να τον βρεις.»

Με την ευχή της Δανάης και ταπεράκια από την Ευανθία, η Μίνα ξεκίνησε με ένα σακίδιο προς το Νησί. Χαμογελούσε σε όλη τη διαδρομή και δεν έχασε ποτέ το θάρρος της. Από πού θα ξεκινούσε; Από εκεί που ξεκινούσαν όλα. Από το τίποτα. Πήγαινε με αισιοδοξία και έναν λευκό καμβά στο μυαλό της. Θα ζωγράφιζε, όλα στην ώρα τους. Με τα λεφτά που είχε μαζέψει η Δανάη για τον γύρο της Ευρώπης όταν θα έφτανε στα εβδομήντα της, η Μίνα κατέβηκε από το πλοίο, πάτησε στη στεριά που ενωνόταν με την ατέλειωτη θάλασσα και ήταν έτοιμη να βρει τον αγαπημένο της άνθρωπο στον κόσμο.

Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια.

Πήρε ένα μικρό λεωφορείο χωρίς να δει το πού πάει. Σχεδόν μισή ώρα μετά κατέβηκε από το όχημα και ανακάλυψε πως βρισκόταν στο Πορτιανού Λήμνου, ένα χωριό με μεγάλη ιστορία. Στο πρώτο της βράδυ εκεί, η Μίνα αποφάσισε να βγάλει τον εαυτό της έξω στο να εξερευνήσει το μέρος. Έβαλε το λευκό της φόρεμα και βγήκε έξω σαν άστρο σε μια σκοτεινή βραδιά.

Με το βλέμμα της να παρατηρεί τα πάντα και οι πάντες να παρατηρούν την ξένη, περπατούσε και ύστερα έτρεχε και λίγο πιο μετά πετούσε ανάμεσα στον κόσμο για να βρει αυτό που έψαχνε. Χάθηκε μέσα στα σοκάκια και στους δρόμους με τους ανθρώπους που γλεντούσαν μια νέα αρχή. Βγήκε από το κεντρικό σημείο του χωριού, έχασε τον εαυτό της κοντά στο Παλαιό Ρωσικό Νεκροταφείο και συνέχισε την πορεία της στον στρωμένο δρόμο. Μέσα στο σκοτάδι δεν κατάλαβε πως πλέον ακολουθούσε έναν παράδρομο. Δεν χρειαζόταν κιόλας, η θάλασσα ήταν κοντά της και αυτό την ένοιαζε περισσότερο. Μετά από λίγο δεν είχε μείνει με πολλές επιλογές. Προσεκτικά πατώντας, βάδισε πάνω στο μικρό δρομάκι από πέτρες και ξύλα που τα κύματα της θάλασσας χτυπούσαν και από τις δύο πλευρές. Κοιτούσε κάτω, προσέχοντας να μη πέσει στη θάλασσα με όλη αυτή την ημιμεθυσμένη συμπεριφορά που είχε.

Ήταν ένα δεκαεφτάχρονο κορίτσι, στη μέση του πουθενά, που ακολουθούσε τη γραμμή προς την απομονωμένη εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Ήταν ένα δεκαεφτάχρονο κορίτσι, μόνο στη μέση ενός νησιού, χωρίς κανένα σχέδιο, χωρίς κανέναν προορισμό. Αλλά δεν ήταν όντως μόνη της.

Ένα μικρό καραβάκι επέπλεε λίγα μέτρα πιο μακριά. Ένας άνδρας καθόταν με τα πόδια του στη θάλασσα. Καθόταν με το βλέμμα του χαμένο σε μια σκοτεινή άβυσσο χωρίς τέλος ή αρχή.

Πριν το καταλάβει, η Μίνα είχε κάνει ένα λάθος βήμα, το μοναδικό λάθος βήμα που είχε κάνει ποτέ στη ζωή της. Ένιωσε το σώμα της να πέφτει στα κρύα νερά του Αιγαίου, ξαφνικά δεν πετούσε, έπεσε και προσπαθούσε να παλέψει για τη ζωή.

Τα μάτια της έκλεισαν από την ξαφνική επαφή της με το αλμυρό νερό. Το σώμα της έπεφτε και έπεφτε και η Μίνα δεν ήξερε πώς να σηκωθεί. Θέλησε να κολυμπήσει, αλλά τα χέρια και τα πόδια της δεν υπάκουσαν ποτέ. Το φόρεμά της κουνιόταν μέσα στον ρυθμό των κυμάτων και η ίδια άφησε να χορέψει στο ίδιο τέμπο.

Δεν άκουσε τον ήχο όταν έπεσε μέσα στη θάλασσα για να τη σώσει, δεν είδε τον άνδρα να κολυμπά προς το μέρος της, αλλά τον ένιωσε από την πρώτη στιγμή που βούτηξε στα κρύα νερά για χάρη της. Το σώμα του ήρθε κοντά της, τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση της και μαζί, τους τράβηξε στην επιφάνεια. Τους σήκωσε και πάλι ψηλά.

Πρώτη ανάσα και μετά μια δεύτερη. Η Μίνα άφησε τον καθαρό αέρα να πλημμυρίσει τους πνεύμονές της. Πήρε τα μαλλιά της μακριά από το πρόσωπό της και αμέσως μετά κρατήθηκε με τα χέρια της πάνω στον σωτήρα της νύχτας. Άνοιξε τα μάτια της και ήρθε αντιμέτωπη με ένα πρόσωπο που την κοιτούσε ήδη. Πράσινα μάτια, τα πιο όμορφα πράσινα μάτια. Θα μπορούσε να χαθεί μέσα τους, θα μπορούσε να τον αφήσει να την σπάσει.

«Σε ευχαριστώ.» ψιθύρισε.

Εκείνος δεν μίλησε στην αρχή. Παρατηρούσε κάθε χιλιοστό του προσώπου της, το απομνημόνευε για να μη χαθεί ποτέ από τη μνήμη του.

Ήταν μόνος, ήταν μόνη, αλλά φάνηκε ο ένας να έψαχνε τελικά τον άλλον.

Η Μίνα ερωτεύτηκε. Ίσως τελικά το λάθος βήμα να οδηγεί στο σωστό.

Ίσως πάλι-

Χμ. Θα το δούμε στη συνέχεια.

_______________________________

Α/Ν Καλησπέρα στη νεολαία, γιατί όλοι νέοι είμαστε στη καρδιά (ελπίζω).

Ο πρόλογος του δεύτερου μέρους λοιπόν ήρθε. Το πρώτο κεφάλαιο θα ανεβεί μέσα σε λίγες μέρες. Μέχρι τότε, αυτή θα είναι μια μικρή γεύση του τι μπορεί να γίνει.

Απλή υπενθύμιση: κανένας τραγικός θάνατος. Αυτά είναι σχέδια άλλου βιβλίου.

DL

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top