Κεφάλαιο 9 | Νέο
Το κεφάλαιο δεν έχει κάποια αλλαγή ή διόρθωση, απλά ανέβηκε ξανά γιατί το είχε κατεβάσει η εφαρμογή. Απολαύστε!
________________________________
Η φιλία...γεννιέται τη στιγμή όταν ένας άνθρωπος λέει στον άλλον «Ορίστε! Και εσύ; Νόμιζα κανένας πέρα από τον εαυτό μου...»
- C.S. Lewis, The Four Loves.
Στα εννιά της μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη. Η Ευανθία κουνούσε πεισματικά το κεφάλι της με αυτή την ανακοίνωση, ήθελε να μείνει στις Σέρρες, στο μέρος που μεγάλωσε, στο μέρος που ερωτεύτηκε, στο μέρος που η ζωή της είχε νόημα. Ήταν άνθρωπος που δεν τα πήγαινε καλά με τις αλλαγές, εξ' ου και τα διαφορετικά χρώματα που ζωγραφίζουν τα μαλλιά της κάθε μήνα. Μα το κυριότερο, η προ-γιαγιά της δεν ήθελε οι απόγονοι της να είναι τόσο μακριά.
«Η Θεσσαλονίκη είναι μια ώρα απόσταση.» της έλεγε η εγγονή της, Μίνα.
«Και η Σελήνη δεκαεννιά ώρες με το αυτοκίνητο, αλλά κάθε μήνα απομακρύνεται όλο και περισσότερο.» της απαντούσε η γριά γυναίκα. Γριά, τρόπος του λέγειν.
Η κόρη της, Δανάη δεν πήρε ποτέ μέρος σε αυτή τη διαμάχη μεταξύ των δύο γενεών. Από τη μία, συμφωνούσε με τη μητέρα της, μια τέτοια αλλαγή, όταν έχεις τρία παιδιά, μόνη σε μια άγνωστη πόλη, χωρίς δουλειά, χωρίς τίποτα, ήταν μια τρύπα στο νερό.
Όμως σκεφτόταν πως η κόρη της χρειαζόταν αυτή την αλλαγή. Το ίδιο και τα παιδιά.
Ο Ανδρέας, ο μεγαλύτερος των τριών, όλο το καλοκαίρι της μετακόμισης βοηθούσε τη μητέρα του στα πάντα. Αγορές για τα απαραίτητα του σπιτιού; Εκείνος. Βοήθεια στον ηλεκτρονικό υπολογιστή; Εκείνος. Παιχνίδια με τα κορίτσια για να ξεχνιούνται και να μη ψάχνουν τη μητέρα τους όσο εκείνη έκλαιγε στο μπάνιο; Εκείνος. Ανέλαβε χρέη παππού, πατέρα, υιού και αδελφού, και στους ώμους του σχεδόν δεκαπεντάχρονου αγοριού έπεφταν βαριές πέτρες που δεν σηκώνονταν εύκολα.
Η Νίνα, κάπου κοντά στα δώδεκα, ή δεκατρία -η Ήβη ποτέ δεν κατάλαβε πώς μετρούσαν τα χρόνια, αλλά αυτό ήταν άλλη ιστορία- ήταν η πιο ήρεμη από τους τρεις. Ήρεμη, από την άποψη ότι είχε ένα χαμόγελο στα χείλη, έλεγε ναι στο να πλύνει τα πιάτα χωρίς μούτρα και ήταν η μόνη που βρήκε φίλους από την πρώτη μέρα στην μεγάλη για τα δεδομένα τους πόλη.
Η Ήβη, ένα εννιάχρονο κορίτσι, ήταν σαν την Ευανθία. Οι αλλαγές την τρόμαζαν. Βέβαια δεν άλλαζε χρώμα τα μαλλιά της κάθε τρεις και λίγο, όπως έκανε η προ-γιαγιά της. Ήταν όμως μια μεγάλη αλλαγή αυτή, νέο σπίτι, νέα γειτονιά, νέες συνήθειες ζωής. Τους τελευταίους μήνες δεν μιλούσε καθόλου, κάθε φορά που έβλεπε τη μητέρα της, απομακρυνόταν από κοντά της και εξαφανιζόταν στο νέο της δωμάτιο.
Νέο δωμάτιο. Τέσσερις τοίχοι, λευκοί σαν το γιασεμί του.
Νέο δωμάτιο, μόνη της αυτή τη φορά. Το βράδια δεν κοιμάται. Φοβάται τις σκιές που δεν φαίνονται στο σκοτάδι. Φοβάται που δεν ξέρει πού βρίσκονται, πώς κινούνται, αν την κοιτούν. Πηγαίνει στο δωμάτιο του Ανδρέα σέρνοντας το μικρό της μαξιλάρι με ένα χέρι που δεν μπορεί να πιάσει σωστά το μολύβι ακόμα και κοιμάται στο πάτωμα. Το πρωί ο Ανδρέας την έχει σηκώσει στο κρεβάτι του όσο εκείνη κοιμόταν, την είχε σκεπάσει με μια κουβέρτα και ο ίδιος είχε πάρει τη θέση της στο πάτωμα.
Το καλοκαίρι πέρασε, η Μίνα βρήκε δουλειά δημιουργικής απασχόλησης στην Παιδιατρική πτέρυγα κάποιου νοσοκομείου που η Ήβη δεν θυμόταν ποτέ. Πόσα πράγματα ξεχνάει. Η Δανάη τους επισκέπτονταν συχνά όταν είχε ρεπό από την εταιρία που δούλευε. Έλεγε και έλεγε ότι σε λίγα χρόνια θα κάνει ταξίδια και τις τριακόσιες εξήντα και πέντε ημέρες του χρόνου, και όχι μόνο τις δεκαπέντε που της δίνουν το καλοκαίρι. Η Ευανθία κρατούσε επικοινωνία μόνο μέσω τηλεφώνου. Κάποιες φορές μιλούσε στην Ήβη τα βράδια, χωρίς να περιμένει απάντηση. Της μιλούσε και εκείνη έκλεινε τα κουρασμένα της μάτια και κοιμόταν στο πάτωμα του Ανδρέα.
Η πρώτη μέρα στο σχολείο έφτασε ακριβώς όπως έλεγε το πρόγραμμα. Η Νίνα περπατούσε δίπλα της στο σχολείο και στα διαλείμματα ήταν μαζί. Ο κύριος στον οποίο την πήγαινε η μητέρα της κάθε Παρασκευή είπε πως καλό θα ήταν να είναι με κάποιον γνωστό της, δεδομένου της κατάστασης στην οποία βρίσκεται. Η Μίνα κοίταξε την Ήβη και αναστέναξε εκείνη την τελευταία Παρασκευή, το ξανθό κοριτσάκι όμως αναρωτιόταν τι εννοούσε εκείνος ο κύριος που την κοιτούσε εξεταστικά κάθε Παρασκευή.
Με βαριά βήματα και σφίγγοντας την τσάντα της με τα μικρά της χέρια, η Ήβη μπήκε στη τάξη όταν και το τελευταίο άτομο κάθισε. Η Νίνα, θυσιάζοντας ώρα από το μάθημά της, πήγε μαζί με την Ήβη στην δασκάλα που τις κοιτούσε χαμογελαστή. Της έδωσε ένα χαρτί και η γυναίκα κούνησε θετικά το κεφάλι της.
«Μάλιστα, το θυμάμαι.» είπε και διπλώσει το χαρτί. «Μπορείς να πηγαίνεις Νίνα. Και καλώς ήρθες στο σχολείο μας.»
Η Ήβη ένιωσε τον πανικό και τα δάκρυα να εμφανίζονται. Ήξερε πως τα μάγουλά της, εκείνα που λαχταρούσε η Δανάη να τσιμπάει, είχαν πάρει το κόκκινο χρώμα που κάποιες φορές μισούσε. Ένιωθε τα βλέμματα όλων των παιδιών πάνω της. Την κοιτούσαν, ήταν η καινούρια, η καινούρια, η περίεργη που έκλαιγε από την πρώτη μέρα.
«Όλα θα πάνε καλά.» της ψιθύρισε η Νίνα. «Θα είμαι στο τέλος του διαδρόμου. Τρέξε εκεί ή πες το στη δασκάλα σου. Η μαμά θα έρθει αμέσως να σε πάρει.»
Η Ήβη έκλεισε τα μάτια της, περισσότερα δάκρυα, τα άνοιξε και η Νίνα την κοιτούσε με τα δικά της δάκρυα. Η αδελφή της δάγκωσε τα χείλη της και μετά την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Οι διαφορετικές αποχρώσεις του μπλε που είχαν και τα τρία αδέλφια, πάντα έκανε το μικρό κορίτσι να νιώθει καλύτερα.
«Θα είμαι έξω από την πόρτα μόλις χτυπήσει το κουδούνι για διάλειμμα.»
Η Ήβη έβλεπε την αδελφή της να βγαίνει από την αίθουσα με αργά βήματα. Μάλλον ούτε εκείνη ήθελε να βρίσκεται εκεί πέρα.
Ένιωσε ένα ελαφρύ σκούντημα στον ώμο της. Τινάχτηκε σχεδόν στον αέρα, κανένας δεν την άγγιζε. Η επαφή κράτησε πολύ λίγο και η δασκάλα απομάκρυνε το χέρι της αμέσως. Της έδειξε μια άδεια θέση και την οδήγησε προς τα εκεί.
Ανάμεσα στα θρανία περπατούσε, τα κόκκινα παπούτσια της με τα κίτρινα κορδόνια έκαναν τους μοναδικούς θορύβους στην αίθουσα. Η Ήβη μέτρησε τους συμμαθητές της, πάντα την ηρεμούσε αυτό το πράγμα, να ξέρει τα πάντα γύρω της. Δέκα κορίτσια και οχτώ αγόρια, τρεις ξανθοί μαζί με εκείνη, οι υπόλοιποι διαφορετικές αποχρώσεις του καφέ στα μαλλιά. Γυαλιά φορούσε εκείνη και ένα αγόρι το οποίο ήδη είχε προσπεράσει, καθόταν με ένα ξανθό φίλο του στο πρώτο θρανίο. Τι άλλο; Σκέψου Ήβη. Σκέψου κάτι άλλο, σκέψου, σκέψου, σκέψου...
«Εδώ θα είναι η θέση σου. Αν το επιθυμείς μπορείς να επιλέξεις μία άλλη.» άκουσε τη φωνή της δασκάλας. Το θρανίο βρισκόταν πίσω πίσω, στη γωνία δίπλα από το παράθυρο. Η Ήβη ήταν ευχαριστημένη με αυτό, δεν θα την τρόμαζε τίποτα νέο, μπορούσε να δει τα πάντα από εκεί.
Κάθισε στην καρέκλα δίπλα ακριβώς από το παράθυρο, αφήνοντας την άλλη κενή. Έβγαλε το αγαπημένο της μολύβι και περίμενε τι θα τους πει η δασκάλα για την πρώτη μέρα. Η γυναίκα ξεκίνησε να μιλάει, τι μαθήματα θα έκαναν φέτος, τι τετράδια ήθελαν, θα χρησιμοποιούσαν και χάρακες αυτή τη χρονιά. Τι συναρπαστικό!
Η πόρτα της αίθουσας χτύπησε και η Ήβη γούρλωσε τα μάτια της. Δεν περίμενε να έρθει κάποιος άλλος, όλοι οι μαθητές έπρεπε να είναι στο σχολείο συγκεκριμένη ώρα, σωστά;
Και όμως, εκείνη δεν ήταν. Εκείνη, το κοριτσάκι με τα μαύρα μαλλιά που ήταν αργοπορημένη από την πρώτη της ημέρα στο σχολείο, μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα σχεδόν αθόρυβα. Σήκωσε το χέρι της σαν καλημέρα στην δασκάλα, η οποία της είπε κάποια πράγματα που η Ήβη δεν άκουσε μέσα στον πανικό μέσα της και με την μπλε φούστα της να ανεμίζει προχώρησε προς τη μοναδική θέση που ήταν ελεύθερη.
Το μελαχρινό κορίτσι με τα σχιστά μάτια άφησε την τσάντα του στο πάτωμα και κάθισε δίπλα στην πρωταγωνίστρια μας. Η Ήβη τραβήχτηκε στην άκρη της καρέκλας της, αλλά το κορίτσι φάνηκε να αδιαφορεί. Έπρεπε να κρατήσουν μεριές, έπρεπε να ζητήσει από την δασκάλα ένα καινούριο θρανίο, κάπου να κάθεται μόνη της. Στο παλιό της σχολείο ήταν διαφορετικά τα πράγματα, ήξερε το άτομο με το οποίο θα καθόταν, αλλά τώρα, μια άγνωστη; Και αν...αν της ζητούσαν να γίνουν...φίλες;
Ανοιγόκλεισε τα μάτια της γρήγορα για να μην βγουν και άλλα δάκρυα.
Την στιγμή που άνοιξε τα μάτια της ένα άτομο τη κοιτούσε. Το κορίτσι από το μπροστινό θρανίο είχε γυρίσει προς το μέρος τους.
Ήταν το τρίτο και τελευταίο ξανθό παιδί της τάξης. Όχι τόσο ξανθό όσο εκείνη, αλλά με βαριά καρδιά συγκαταλεγόταν στους ανθρώπους με αυτό το χρώμα μαλλιά. Είχε μεγάλα κάστανα μάτια τα οποία φάνταζαν να τρυπούν μέσα της. Η Ήβη ξεροκατάπιε όταν της χαμογέλασε.
«Με λένε Άννα, εσένα; Καλώς ήρθε στο σχολείο μας. Είσαι καινούρια; Από πού ήρθες; Θα σου αρέσει πολύ εδώ πέρα! Η δασκάλα της μουσικής θα αρχίσει φέτος να μας μαθαίνει φλογέρα, δεν είναι υπέροχο; Και η δασκάλα αυτή που έχουμε τώρα, είναι πολύ καλή! Την είχε και ο αδελφός μου πέρσι, έκαναν πολλές ζωγραφιές και ζήλευαν γιατί η περσινή δασκάλα δεν μας άφηνε ούτε να μιλάμε, καθόλου δίκαιο αυτό!»
Τόσες ερωτήσεις, τόσες λέξεις, τόσος ήχος. Η Ήβη ήθελε να τρέξει στην πόρτα, να πάει να βρει την αδελφή της. Και θα το έκανε, είχε ήδη πιάσει την τσάντα της. Αλλά κάτι τη σταμάτησε.
«Και η φετινή θα έπρεπε να το κάνει αυτό.» είπε το μελαχρινό κορίτσι από δίπλα της. «Ίσως έτσι σταματούσες να τρομάζεις τους πάντες!»
Οι αναπνοές της έβγαιναν γρήγορες όσο μιλούσαν τα δύο κορίτσια. Η Ήβη τις κοιτούσε, πότε τη μια, πότε την άλλη, είχε ζαλιστεί και ο αέρας δεν έβγαινε εύκολα από μέσα της ή δεν έμπαινε καλά εξ αρχής.
Δεν ήταν σίγουρη για αυτό.
«Νυμφαδώρα, δεν σου επιτρέπω!»
Το μελαχρινό κορίτσι δίπλα της έκλεισε σχεδόν απειλητικά τα μάτια του προς το κορίτσι από το μπροστινό θρανίο. Η Ήβη πλέον δεν μπορούσε να δει καθόλου τις μαύρες χάντρες που είχε στα μάτια της, εκπληκτικό! «Εγώ δεν σε έβρισα!»
Η Αννούλα σταύρωσε τα χέρια της. «Αυτό είναι το όνομα σου, αυτό, αυτό, αυτό!»
«Ακόμη έχω τους μαρκαδόρους σου.»
Η Άννα άνοιξε το στόμα της με τρόμο.
«Τους καλούς μαρκαδόρους σου.» συνέχισε η Νυμφαδώρα.
Η Άννα πλέον άρχισε να κλαίει. Η Νυμφαδώρα -μα καλά, τι όνομα είναι αυτό;- έψαξε στη τσάντα της και έβγαλε ένα πακέτο χαρτομάντιλα. Η Άννα φύσηξε τη μύτη της δυνατά, ο διπλανός της ξύπνησε από το όνειρο στο οποίο βρισκόταν από τη στιγμή που πάτησε η Ήβη το πόδι της στην αίθουσα. Η ίδια έσπρωξε απαλά τη καρέκλα της προς τα πίσω, λίγο πιο μακριά από την Άννα που φύσηξε πάλι τη μύτη της, ακόμη πιο δυνατά. Ο Ανδρέας λέει πως άσχετα αν χρησιμοποιούμε χαρτομάντιλα, τα μικρόβια πάλι πετάνε γύρω μας. Η Ήβη ήθελε να εξαφανιστεί, τώρα.
Η μελαχρινή κοπέλα όμως δεν την άφησε. Γύρισε προς το μέρος της Ήβης όσο η Άννα σκούπιζε τα δάκρυα της, ο τρόμος δεν κράτησε πολύ και ξαφνικά τα δύο κορίτσια ήταν πάλι φίλες. Τουλάχιστον αυτό νόμιζε η Ήβη.
«Με λένε Δώρα, εσένα;» τη ρώτησε.
Η Ήβη ξεροκατάπιε. Κοιτούσε το χέρι που είχε βγάλει προς το μέρος της η Νυμφαδώρα -Δώρα- και δεν ήξερε τι να κάνει. Μέχρι τώρα η μητέρα της προκαλούσε την κοινωνικοποίηση της, εκείνη έλεγε πώς την είχαν ονομάσει, εκείνη της έλεγε «Σφίξε το χέρι του παιδιού Ήβη. Αν θες.»
Η μητέρα της το προκάλεσε όλο αυτό, εκείνη τα κατέστρεψε όλα!
«Δεν μιλάς ε;» τη ρώτησε το μελαχρινό κορίτσι με τα σχιστά μάτια. «Έχεις κάποιο πρόβλημα;»
Η Ήβη κούνησε θετικά το κεφάλι της.
Η Άννα μπήκε στη συζήτηση. «Ε καλά, πού θα πάει θα σε κάνουμε να μιλήσεις. Τόσο γλωσσού που είμαι όπως λέει και ο μπαμπάς, κάτι θα κάνουμε!»
«Μπορεί να μη θέλει να είναι φίλη μας.» ψιθύρισε η Δώρα.
«Μπορεί και να θέλει, τη ρώτησες;»
«Τη ρώτησες εσύ;»
«Εσύ;»
«Μαρκαδόροι Άννα, μαρκαδόροι.» η Άννα άρχισε πάλι να κλαίει, η Δώρα κίνησε κοντά στην Ήβη. Η Ήβη κόλλησε στο παράθυρο. «Η μαμά είπε αυτό να της λέω όταν γίνεται ενοχλητική. Ένα χρόνο τώρα πιάνει. Οπότε να ξέρεις, αν την πιάσει η χαζομάρα της, χρησιμοποίησε τους μαρκαδόρους.»
Η Ήβη κούνησε θετικά το κεφάλι της.
«Καλώς ήρθες στην παρέα μας.»
Η Άννα φύσηξε τη μύτη της. «Χαιρόμαστε για το νέο μέλος!»
Όσα χρόνια και αν περάσουν, η πρώτη της ανάμνηση από δημιουργία φιλίας με κάποιον άλλον, έπαιζε σαν χαλασμένη κασέτα στο μυαλό της εκείνες τις φορές που μπορεί να ένιωθε μόνη. Και τώρα, τώρα κατάφερε για άλλη μια φορά να έρθει σε επαφή με ένα ακόμη ανθρώπινο ον.
Αν και ήταν προορισμένη για κάτι άλλο.
«Θα ήθελα μια Βελγική βάφλα με παγωτό bueno, σιρόπι φράουλας και κομμάτια λευκής σοκολάτας. Α, και κομματάκια oreo.»
Η Ήβη δάγκωσε τα χείλη της. Πώς μπορούσε ο Αχιλλέας να φάει...όλο αυτό τέλος πάντων, για πρωινό; Ένιωσε το στομάχι της να πηγαίνει πάνω κάτω όπως τα τρενάκια στα πανηγύρια και το λεωφορείο 45 του ΟΑΣΘ προς το εμπορικό κέντρο COSMOS. Σε λίγο οι μπουγάτσες της προηγούμενης μέρας θα έκαναν εμφάνιση πάνω -μετά από εξονυχιστικό τρίψιμο με τα υγρά μαντηλάκια της- στο λευκό τραπέζι και στα λουλούδια που κοσμούσαν τις χαρτοπετσέτες.
«Υπέροχα.» απάντησε με ένα τεράστιο χαμόγελο η κοκκινομάλλα κοπέλα. Το μπούστο της έβγαινε πάνω από το λευκό μπλουζάκι που φορούσε και το κόκκινο εσώρουχό της ήταν μάλλον καθαρά διακοσμητικό. Μετά γύρισε τα κάστανα μάτια της στην Ήβη. Το χαμόγελο έπεσε. «Εσύ;»
Φυσικά και δεν θα έπαιρνε τίποτα. Οτιδήποτε που δεν ήταν φτιαγμένο από τα χέρια της Ευανθίας και της Μίνας, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και της Δανάης, ποτέ της Νίνας, δεν το εμπιστευόταν. Φαγητό, χυμό, νερό, αέρα που ανέπνεε. Ευτυχώς οι δύο του κάθονταν σε ένα τραπέζι κοντά στην έξοδο και ο αιθέρας ανακυκλωνόταν γρήγορα.
«Η φίλη μου,» είπε ο Αχιλλέας και της έπιασε το χέρι. Ακούμπησε τόσα πράγματα σήμερα το πρωί, καμία ένδειξη υγιεινής ζωής αυτό το άτομο; Η Ήβη το τράβηξε, αλλά εκείνος το έσφιξε. «Η φίλη μου θα πάρει μια λεμονόπιτα. Με σαντιγί. Και ένα τσάι με λεμόνι.»
Η κοπέλα κοίταξε ξανά τον Αχιλλέα. Μετά τα ενωμένα χέρια τους. Και η Ήβη ένιωθε άβολα, αλλά αυτή η κοπέλα, η σερβιτόρα που τους έτυχε και δεν πέτυχε, τους κοιτούσε το ίδιο άβολα. Μα τι την είχε πιάσει εκείνη; Μάλλον κατάλαβε για τις τάσεις υγιεινής του Αχιλλέα.
Μικρόβια, τόσα μικρόβια.
«Ευχαριστούμε.» της είπε ο άνδρας με τα μαύρα μάτια, δίνοντας της τους ροζ καταλόγους.
Η κοπέλα τους πήρε σκύβοντας μπροστά του και έφυγε με αργά βήματα. Η Ήβη παρατήρησε πως κουνούσε περίεργα τους γοφούς της, έδινε αρκετή ένταση σε αυτό στο περπάτημα της και φαινόταν σαν καρτούν. Περίεργοι άνθρωποι που κυκλοφορούν εδώ πέρα. Αν ήταν εδώ η Δώρα θα έλεγε το ίδιο.
«Τώρα που το θυμήθηκα!» αναφώνησε έκπληκτη με τη σκέψη της. «Παρατήρησα κάτι περίεργο και δεν μπορώ παρά να το μοιραστώ μαζί σου.»
Ο Αχιλλέας σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι, με το ανοσοποιητικό του σύστημα να τρεμοπαίζει, και έβαλε το κεφάλι του πάνω. Την κοιτούσε με μάτια που γυάλιζαν, τη κοιτούσε προσοχή και κρεμόταν από τα χείλη της.
Βρε κάτι έχει αυτός.
Η Ήβη προσπέρασε αυτή τη συμπεριφορά και χτύπησε τα χέρια της μια φορά. «Από τη στιγμή που σε γνώρισα, δεν έχω μιλήσει ούτε μια φορά στις φίλες μου.»
Σήκωσε το κεφάλι του ανοιγοκλείνοντας αργά τα μάτια. «Ναι;»
Δεν ήξερε πώς να το περιγράψει ή πώς να το εξηγήσει. Οπότε τα είπε με τις λέξεις που της έρχονταν στο μυαλό εκείνη τη στιγμή. «Νομίζω πως είναι η κατάλληλη στιγμή να σου πω πως οι όποιες πράξεις σου θα επηρεάζουν τις σκέψεις και τις δικές μου αποφάσεις. Η φιλία μας φαίνεται να έχει γερές βάσεις και το γεγονός ότι δεν έχω επικοινωνήσει με τα άτομα που εμπιστεύομαι με τη ζωή μου, ενώ αντίθετα περνάω όλη μου τη μέρα μαζί σου, σε μια υποτιθέμενη περιπέτεια, σημαίνει κάτι.»
«Τι;» τη ρώτησε, ενδιαφέρον στο βλέμμα του.
«Θα σου απαντούσα, αλλά πέταξες το σημειωματάριο μου. Είμαι αρκετά σίγουρη πως υπήρχε εκεί κάτι γραμμένο περί του θέματος.»
Η Ήβη ξύπνησε τη δεύτερη φορά όταν η ώρα έφτασε εφτά και δεκατρία λεπτά. Άνοιξε τα μάτια της αυθόρμητα, όπως και κάθε άλλη μέρα, χωρίς να τη ξυπνήσει κάποιος ή κάτι -όπως έγινε πριν, αλλά αυτό είναι ιστορία που δεν ήθελε να σκέφτεται για την ώρα. Ο Αχιλλέας κοιμόταν στη θέση του με σταυρωμένα τα χέρια, το στόμα του μισάνοιχτο και κάτι σαν σάλιο να ρέει προς το πιγούνι του. Στην ίδια θέση τον είχε βρει και πιο πριν, μάλλον είχε βολευτεί για τα καλά.
Ύστερα έβαλε το χέρι της στο στόμα, το μύρισε και την έπιασε κρίση πανικού.
«Δεν φταίω εγώ για το σημειω-»
«Μισό λεπτό, δεν ολοκλήρωσα τη σκέψη μου.»
Πού ήμασταν; Α ναι! Κρίση πανικού.
Ένιωθε μια γεύση λες και κάποια στιγμή έκανε εμετό, ήταν σίγουρη πως δεν έκανε, άσχετα αν περπατάει στον ύπνο της κάποιες φορές, και τινάχτηκε στα πίσω καθίσματα όταν κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να το σώσει αυτό σύντομα. Ήταν τόσο καλά οργανωμένοι, που η οδοντόβουρτσα και η οδοντόκρεμα ήταν πράγματα εξωγήινα για τη ζωή τους.
Όταν σταμάτησε να πονάει το κεφάλι της από το χτύπημα, ξεκλείδωσε το αυτοκίνητο και βγήκε από το κόκκινο μηχάνημα προσεκτικά και αθόρυβα, προσπαθώντας να μη ξυπνήσει τον άνδρα που της προκάλεσε όλες αυτές τις αναποδιές. Ήταν ακόμη νωρίς το πρωί, αλλά δεν άντεχε άλλο. Έπρεπε να το συζητήσει επιτέλους με τον μόνο άνθρωπο που θα έδινε μια απάντηση στα ερωτήματα της.
Όσο περίμενε να απαντήσει στο τηλέφωνο η γριά γυναίκα, σκέφτηκε πως στην Ιταλία βρίσκονταν μια ώρα πίσω. Άρα εκεί θα ήταν έξι. Οπότε μπορεί, υποθέσεις έκανε, μάλλον η γυναίκα θα τη σκοτώσει μέσω τηλεφώνου και μετά θα θάψει το πτώμα της σε μια λακκούβα κοντά στα χωράφια του προ-πάππου Άρη.
«Θα σε σκοτώσω.» ήταν το πρώτο πράγμα που άκουσε. «Και μετά θα σε θάψω κάπου. Δεν ξέρω πού, μάλλον στα χωριά του μπαμπά μου.»
Η γιαγιά Δανάη ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Έρωτας, αν και τόσο αντίθετα πλάσματα τα δύο τους, γιατί έβλεπε τα πράγματα με μια διαφορετική οπτική και έβαζε τη κοσμοθεωρία της Ήβης πάντα σε τεστ. Η Δανάη ήταν εκείνη που εμπλούτιζε τις γνώσεις της ξανθιάς κοπέλας, ήταν εκείνη που τα βράδια χάιδευε τα μαλλιά της και ήταν εκείνη που ήξερε όλα, μα όλα τα κρυμμένα μυστικά της.
Ακόμα και εκείνα που ήθελε να ξεχάσει.
«Δανάη, έκανα κάτι κακό.» της είπε ψιθυρίζοντας.
Μέσα από το τηλέφωνο ακούστηκε μια πόρτα να κλείνει, μια άλλη να ανοίγει, και ο αναστεναγμός της γιαγιάς της όταν επιτέλους κάθεται μετά από μια δύσκολη μέρα. Αφού τώρα ξύπνησε, γιατί είναι κουρασμένη; Τέλος πάντων, δεν ήταν αυτό το θέμα της.
«Τα ξέρω όλα.» της είπε η γριά γυναίκα. «Όλο μου το σόι έχει το κακό συνήθειο να με παίρνει τηλέφωνο τις πιο ακατάλληλες ώρες.»
«Σε πήρε η μαμά;» η ερώτηση βγήκε αβίαστα από τα χείλη της. Το περίμενε πως θα γινόταν κάτι τέτοιο.
Η Δανάη ακούστηκε να αφήνει κάτι με δύναμη πάνω σε ένα τραπέζι. «Όλως παραδόξως, όχι. Με πήρε η δική μου μητέρα. Αλλά έτσι είναι όλες οι μητέρες, μας κόβουν στο καλύτερο φέρνοντας άσχημα νέα.»
«Δανάη τι πήγα και έκανα; Πώς μπορούσα να είμαι τόσο αφελής; Εμπιστεύτηκα κάποιον άγνωστο!»
«Μη φωνάζεις να χαρείς, το κεφάλι μου.» μια μικρή σιωπή και μετά συνέχισε. «Και για πες, από κοιλιακούς πώς πάει; Τέσσερις ή έξι;»
Η Ήβη ένωσε τα φρύδια της σε σκέψη. «Δεν...δεν γνωρίζω. Δεν είναι έτσι.»
«Τι δηλαδή; Θες να μου πεις πως είστε φίλοι;»
«Ναι.»
Αυτή τη φορά η σιωπή δεν ήταν μικρή. Ήταν μεγάλη, κράτησε σχεδόν μισό λεπτό και πέρα για πέρα άβολη. Η Δανάη ήταν εκεί όταν παραλίγο να αφήσει τον εαυτό της να πέσει για άλλη μια φορά, τη βοήθησε να σηκωθεί και στην πορεία της σκούπισε τα δάκρυα. Ήξερε πως δεν ήθελε να πληγωθεί έτσι ξανά, ούτε να πληγώσει τον εαυτό της. Αλλά οι φίλοι είναι περίεργα πλάσματα και όταν δεν τους έχεις συνηθίσει σε τρομοκρατούν τα βράδια παρέα με τα τέρατα του παρελθόντος.
Και έφυγες μαζί του, έτσι ξαφνικά, χωρίς να πεις τίποτα.» μουρμούρισε επιτέλους η γιαγιά της. «Μάλιστα. Συνέχισε.»
«Τελειώνεις με αυτή τη σκέψη σύντομα; Θα έρθουν και τα φαγητά. Πεινάω, δεν μου αρέσει να τρώω μόνος.»
«Ναι, θέλω άλλα δύο λεπτά.»
«Δύο λεπτά. Ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω.»
«Ναι το έκανα.» της απάντησε χαμηλόφωνα. Στήριξε το σώμα της στον τοίχο, άφησε το κεφάλι της να πέσει πάνω του σαν βαρύ σακίδιο. «Και δεν ξέρω γιατί.»
Η Δανάη ήπιε λίγο από αυτό που η Ήβη νόμιζε -ήλπιζε- να ήταν τσάι. «Γιατι, γιατί, γιατί. Πάντα αυτή η ερώτηση.»
Φοβάμαι πως κάτι έκανα λάθος.» εκμυστηρεύτηκε. «Μου διέλυσε το σημειωματάριο πάνω στη κρίση άγχους μου. Και εγώ; Δεν λιποθύμησα, δεν φώναξα, δεν έκανα τίποτα. Σαν να μη με πείραξε. Αλλά με πείραξε. Αλλά...δεν ξέρω.»
«Μου φαίνεσαι μπερδεμένη γλυκό μου.» άκουσε τη γλυκιά φωνή της γιαγιάς της από το ακουστικό. Πλέον δεν ήθελε να τη σκοτώσει που τη ξύπνησε. «Ένα τέτοιο γιατί και πώς βασάνιζε και τη μητέρα σου κάποτε.»
Η Μίνα; Η πέρα πάσης ηρεμίας μητέρα της; Η γυναίκα που είναι με ένα χαμόγελο στα χείλη και ποτέ δεν αφήνει τον θυμό και τα αρνητικά συναισθήματα να τη καταβάλουν;
Η Μίνα της;
«Η Μίνα μας;»
Η γιαγιά της γέλασε. «Ναι, η Μίνα μας. Ήταν μικρότερη από εσένα και μια στιγμή στη ζωή της ένιωσε πως έχασε τον άνθρωπο της. Οπότε, με την προτροπή της Ευανθίας και τη μισή ευχή μου, έκανε κάτι που δεν τόλμησε ποτέ ξανά στη ζωή της.»
«Τι;» ρώτησε. Αν και πίστευε πως ήξερε βαθιά μέσα της.
«Πήγε σε ένα άγνωστο μέρος, μια περιπέτεια μόνη της, χωρίς κανέναν και τίποτα να τη βοηθάει, και έψαξε αυτό το γιατί.»
Η Ήβη δάγκωσε τα χείλη της περιμένοντας για τη συνέχεια.
«Στην αρχή νόμιζε πως βρήκε κάτι άλλο, τελείως άσχετο που απλά έτυχε και μπήκε στη ζωή της.» η Δανάη ήπιε και άλλο από το τσάι της. «Της πήρε λίγο για να καταλάβει πως αυτό ήταν το γιατί που έψαχνε και το μικρό πράγμα που άλλαξε τη ζωή της.»
«Αυτό δεν ακούγεται σαν τη μαμά μου.»
Μόλις είπα ότι άλλαξε τη ζωή της, μόνη μου μιλάω;»
Μια ανδρική φωνή ακούστηκε μέσα από το ακουστικό. Στα αυτιά της Ήβης έφτασαν λέξεις όπως «Amore.», «Περιμένω γυμνός τόση ώρα.» και τη γιαγιά της να λέει «Προετοιμάσου και έρχομαι.»
Τα μάγουλα της ξανθιάς κοπέλας πήραν το χρώμα της φωτιάς, δεν το ένιωθε αλλά όταν έβαλε το χέρι της σε εκείνο το σημείο, ζεστάθηκε πολύ. Η γιαγιά της και το σεξ δεν χωρίζονταν εύκολα. Στα εβδομήντα πόσο της χρόνια και δεν έκανε ούτε μία σταθερή σχέση. Ακόμη και ο παππούς της, ο μπαμπάς της Μίνας, δεν κράτησε πολύ. Μόλις η Δανάη έμαθε ότι ήταν έγκυος έψαχνε τον πατέρα. Απογοητεύτηκε όταν κατάλαβε ποιος ήταν βέβαια.
«Χρυσό μου, πρέπει να φύγω, με καλεί η φύση.» ναι, η Ήβη το κατάλαβε αυτό, πολύ καλά. «Αυτό που ήθελα να σου πω είναι πως τα "γιατί" που ψάχνεις τώρα, θα αλλάξουν αύριο. Η περιπέτεια δεν έχει ερωτήσεις. Για να είπες ναι εξ αρχής, ο άνδρας αυτός πρέπει να το αξίζει.»
Ένα πιάτο με κάτι που έμοιαζε με τάρτα εμφανίστηκε μπροστά της. Η κοκκινομάλλα σερβιτόρα το άφησε με δύναμη χωρίς να τη βλέπει. Αυτό ήταν η υποτιθέμενη λεμονόπιτα; Στη Θεσσαλονίκη έχει πιο ωραίες. Η Ήβη παρακολούθησε στη συνέχεια μια περίεργη σκηνή η οποία στο μυαλό της δεν έβγαζε απόλυτο νόημα.
Η κοκκινομάλλα σερβιτόρα χαμογέλασε στον Αχιλλέα όταν του έδωσε το ροζ πιάτο του με το έκτρωμα βάφλας που είχε παραγγείλει. Ύστερα η κοπέλα απομακρύνθηκε κάνοντας πάλι εκείνη την περίεργη κίνηση με τους γοφούς της.
Ταυτόχρονα, ο Αχιλλέας βρήκε ένα χαρτάκι κάτω από το πιάτο του. Μάλλον το άφησε η σερβιτόρα. Το διάβασε για μερικά δευτερόλεπτα και στη συνέχεια σήκωσε το χέρι του και τη φώναξε.
Εκείνη εμφανίστηκε σχεδόν τρέχοντας στο τραπέζι τους. Το ίδιο μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπο της, το κόκκινο κραγιόν της την έκανε να μοιάζει με τον Joker.
«Παρακαλώ;»
«Ξέχασες κάτι.» της είπε ο άνδρας δίνοντας πάλι το χαρτάκι σε εκείνη.
Η Ήβη είδε το χαμόγελο της κοπέλας να τρέμει. «Δεν νομίζω.»
Ο Αχιλλέας άνοιξε το χέρι της, τοποθέτησε το μυστήριο χαρτάκι στο δέρμα της και το έκλεισε. «Εγώ νομίζω πως ναι.»
Ω μα τι γινόταν εκεί πέρα; Η Ήβη είδε τη κοπέλα να γυρνάει και να φεύγει με το βλέμμα της καρφωμένο στο χέρι που κρατούσε το χαρτάκι. Κανένα κούνημα στους γοφούς, κανένα χαμόγελο. Τώρα ήταν ένας λυπημένος Joker.
«Τι έγραφε το χαρτί;» τον ρώτησε η Ήβη.
Ο Αχιλλέας ανασηκώσει τους ώμους τρώγοντας μια μπουκιά από το υπερβολικό πρωινό του. «Τίποτα το σημαντικό.». Στην Τρίτη μπουκιά, γιατί κάπου εκεί φάνηκε να νοιάζεται πάλι μόνο για το φαγητό, σήκωσε το κεφάλι του και τη κοίταξε. «Λοιπόν; Ποιο το συμπέρασμα της σκέψης;»
Η Ήβη τον κοίταξε σε ερώτηση για λίγο πριν θυμηθεί τι έλεγαν προηγουμένως. Οι λέξεις βγήκαν δύσκολα από τα χείλη της, ντρεπόταν και ένιωθε μια κάποια νευρικότητα για αυτό. Αλλά ήθελε να το πει, ήθελε ο Αχιλλέας να γνωρίζει.
Αυτό που ήθελα να πω είναι πως φοβάμαι τι θα ακολουθήσει.» του εκμυστηρεύτηκε. «Αλλά σε εμπιστεύομαι οπότε σε παρακαλώ, αν πέσω ποτέ, πιάσε με.»
Το χαμόγελο του Αχιλλέα έκανε την εμφάνιση του ξανά. Έτσι με τη λευκή σοκολάτα και τα κομματάκια από τα Oreo που είχαν δημιουργήσει κύκλους στο στόμα του, ήταν ακόμη πιο τρομακτικό. «Η πρώτη σου μεταφορά!»
«Στην κυριολεξία το έλεγα. Με έχεις δει πώς περπατάω.» του εξήγησε. «Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω διαφορετικά για να το καταλάβεις. Είναι περίεργο αυτό το πράγμα. Περίμενες εσύ να ακολουθήσεις έτσι στο άγνωστο κάποιον που είδες για πρώτη φορά στη ζωή σου μια εβδομάδα πριν; Και να περνάς όλη σου τη μέρα με αυτόν χωρίς την ανάγκη να επικοινωνήσεις με κάποιον άλλον; Ούτε τα άτομα με τα οποία νόμιζες πως θα πίνετε μόνοι τσάι με λεμόνι μέχρι τον θάνατο;»
Ο Αχιλλέας την κοίταξε με ένα βλέμμα που η Ήβη δεν μπορούσε να ερμηνεύσει στο μυαλό της. Σχεδόν ξαφνικά, το χαμόγελο χάθηκε, τα μάτια του έβλεπαν τα δικά της με μια σοβαρότητα όμως ήταν λες και ο ίδιος δεν την έβλεπε. Σαν να συνειδητοποίησε κάτι εκείνη τη στιγμή.
Άφησε ήρεμα το πιρούνι του πάνω στο πιάτο του. «Συνέχισε.»
Η Ήβη δεν είχε κάτι άλλο να πει. Ένιωθε πως είπε ήδη αρκετά. «Με ενοχλεί το στομάχι μου. Όπως με τις Πανελλήνιες ένα πράγμα, αλλά όχι έτσι. Τότε χρειάστηκε να πάω στο νοσοκομείο.». Ξανασκέφτηκε τα λόγια της καθώς ο Αχιλλέας συνέχισε να κοιτάει το άγνωστο. «Νιώθω σαν να σε ξέρω χρόνια και πως είσαι ο άνθρωπος που θα μπορούσα άνετα να αφήσω να με σκοτώσει.»
Αυτή τη φορά φάνηκε ο Αχιλλέας να την προσέχει. «Συγνώμη, τι;»
Η Ήβη έπλεξε τα χέρια της. «Θα προτιμούσα να πεθάνω από τα χέρια σου παρά ας πούμε από τα χέρια της Δώρας. Μία από τις δυο φίλες μου. Ξέρω πως ας πούμε αν πάθω τίποτα και χρειαστώ ευθανασία θα ακολουθήσεις την επιθυμία μου και θα με αφήσεις να πεθάνω.»
Ο άνδρας απέναντι της σκούπισε το στόμα του, κάποια δάκρυα που έπεσαν αλλά η Ήβη δεν ήξερε γιατί, τα χέρια του και μετά ψιθύρισε. «Και εγώ.»
Δάγκωσε το εσωτερικό από το μάγουλο της σε νευρικότητα. Δεν περίμενε αυτή την απάντηση. Αν το συζητούσε με κάποιον άλλον θα την κοιτούσαν σαν να είπε κάτι εξαιρετικά τρομακτικό και ότι ήταν τρελή. Η Μίνα σε μια τέτοια συζήτηση της φώναξε να εξαφανιστεί από μπροστά της, είχε γίνει κατακόκκινη και άρχισε να κλαίει. Η Ήβη δεν καταλάβαινε το γιατί. Και όταν ρώτησε την Ευανθία, η προ-γιαγιά της είπε πως δωδεκάχρονα κορίτσια, δωδεκάχρονα ανθρώπινα πλάσματα, δεν κάνουν ποτέ τέτοιες σκέψεις και συζητήσεις με τη μητέρα τους. Μπορεί να κάνουν άλλες συζητήσεις.
Κάτι με μέλη του σώματος και προβλήματα με τις φωνητικές χορδές είχε καταλάβει η Ήβη.
Δεν χρειάστηκε να πουν κάτι άλλο. Η Ήβη του χαμογέλασε τελικά, λίγο, όσο μπορούσε τουλάχιστον και μετά έσπασαν την αχρείαστη οπτική επαφή. Μία σκέψη με μεταφορική σημασία πέρασε από το μυαλό της εκείνη τη στιγμή.
Τα μεγάλα πνεύματα συναντιούνται. Αλλά για πόσο; Η Ήβη το σκεφτόταν αυτό πολλές μέρες. Ο Αχιλλέας είναι από τους ανθρώπους που η κοινωνική τους ζωή είναι στο εκατό, η Ήβη βρίσκεται λίγο πιο κάτω από το μηδέν. Ο Αχιλλέας λέει αυτά που σκέφτεται χωρίς να χάνει ευκαιρία, η Ήβη της πήρε μέρες για να σκεφτεί τον προηγούμενο διάλογο. Και αν έκανε κάτι λάθος τώρα; Αν ο Αχιλλέας βαρεθεί και ύστερα από αυτό δεν ξαναμιλήσουν ποτέ;
Οι φιλίες για την Ήβη είναι παντοτινές, διαλέγει προσεκτικά τους ανθρώπους με τους οποίους μοιράζεται κοινό αέρα. Κάποιες φορές φοβάται πως αυτή η φιλία δεν θα διαρκέσει αρκετά. Και αν είναι να τον χάσει, τουλάχιστον ας γίνει τώρα, πριν αρχίσει να του λέει μυστικά που δεν μπορεί να βρει το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών των Η.Π.Α..
Ο Αχιλλέας ανακάθισε στη καρέκλα του και άρχισε πάλι να τρώει. «Για πες μου τώρα για χθες το βράδυ.»
Η αλήθεια είναι πως χάρηκε που άλλαξε η συζήτηση. Χάρηκε επειδή δεν χρειαζόταν να νιώθει άβολα και αμήχανα μαζί του. Δεν χρειαζόταν να μετράει αναπνοές πλέον.
Μόλις σκέφτηκε τα λόγια του, γούρλωσε τα μάτια της. «Ακόμη δεν το πιστεύω πως δεν άκουσες κάτι.»
Κοιμάμαι βαριά.»
Και άρχισε να του λέει. Σήκωνε τα χέρια ψηλά ή ύψωνε τη φωνή της όσο του περιέγραφε τι συνέβη από τη στιγμή που ξύπνησε από έναν δυνατό ήχο στις τέσσερις και τρία λεπτά χθες το βράδυ. Ήταν άραγε κάποιος δυνατός κρότος; Στο μυαλό της πίστευε πως ήταν πυροβολισμός. Και αυτές τις σκέψεις τόνωσε το γεγονός ότι με μάτια που μπορεί στον ήλιο να μη βλέπουν, αλλά στο σκοτάδι είναι κουκουβάγια, είδε δύο σιλουέτες αρκετά μέτρα μακριά τους. Η μία έμοιαζε να ξαπλώνει στην άσφαλτο, η άλλη την κοίταξε για λίγο πριν βάλει κάτι στη τσέπη του και αρχίσει να απομακρύνεται. Μετά τα φώτα από ένα αυτοκίνητο και ήχος μιας μηχανής να φεύγει προς το άγνωστο, η καρδιά της Ήβης χτυπούσε τόσο δυνατά που μπορεί να ξυπνούσε και τον Αχιλλέα.
Ο άνδρας μπροστά της τσίμπησε από τη λεμονόπιτα που η Ήβη κοιτούσε με μισό μάτι. «Και νομίζεις πως είναι η μαφία; Αλήθεια;»
«Γιατί δεν με πιστεύεις;» η φωνή της μπορεί να ανέβηκε μερικές οκτάβες, αλλά δεν είναι και σίγουρη. «Η Ελληνική Μαφία δρα κυρίως στην επαρχία, πέρα της Αθήνας. Πολλές δουλειές τους λαμβάνουν χώρα σε πόλεις όπως αυτή.»
Ο Αχιλλέας συνέχισε να τρώει, και άλλο, να κάπου ανάμεσα στις γεμάτες μπουκιές του, η Ήβη κατάλαβε μερικές λέξεις. «Το ίντερνετ δεν λέει πάντα την αλήθεια.»
Η ξανθιά κοπέλα σταύρωσε τα χέρια της. «Δεν το διάβασα μόνο στο ίντερνετ. Αλλά αν είχα τις σημειώσεις μου, είμαι σίγουρη πως-»
«Κάτι θα είχες γραμμένο εκεί, είμαι σίγουρος.» τη διέκοψε. Για πρώτη φορά άφησε το πιρούνι του και έσπρωξε προς το μέρος της το ποτήρι με το αμφιλεγόμενης προέλευσης τσάι με λεμόνι. «Νομίζω πως αυτό το θέμα σε κάνει λίγο νευρική.»
Πλέον ανοιγόκλεινε γρήγορα τα μάτια της με τις σκέψεις να τρέχουν μέσα στο μεγάλο μυαλό της. «Θα μπορούσαμε άνετα να είμαστε τα επόμενα θύματα. Έχω διαβάσει από έγκυρες πηγές -όχι του διαδικτύου- πως το οργανωμένο έγκλημα της Ελλάδας ασχολείται πρωτίστως με το λαθρεμπόριο. Χρησιμοποιεί επιχειρήσεις για αυτό τον σκοπό. Μισό! Μπορεί να ξέρουν ποιος είσαι!»
Ο Αχιλλέας την κοίταξε μπερδεμένος. «Ποιος είμαι;»
«Ο Αχιλλέας Δυοβουνιώτης. Η οικογένεια σου έχει επιχείρηση με αιθέρια έλαια και τέτοια, σωστά;» η Ήβη έβαλε το χέρι της μπροστά από το στόμα της όταν κατάλαβε τι είπε. Κοίταξε δεξιά και αριστερά, ευτυχώς δεν είχε πολύ κόσμο το περίεργα χαρούμενο αυτό μέρος. «Ίσως πρέπει να φύγουμε από εδώ πέρα. Μπορεί να σε έχουν βάλει ήδη στόχο.»
«Νομίζω πως υπερβάλεις.»
Ήπιε από το τσάι της. Και ύστερα το έφτυσε πίσω στο ποτήρι. «Το ελπίζω. Αλλά σου λέω, κάποιος πέθανε χθες το βράδυ. Το πρωί το σώμα του δεν ήταν εκεί, αλλά νομίζω πως είχε κάποιες κηλίδες αίματος στην άσφαλτο.»
Μπορεί να ήταν μπογιά.»
«Και οι άνθρωποι;»
Μπορεί να έπαιζε κάπως το φως.» τα μάτια του έλαμψαν. Άρχισε να κουνάει μπροστά στα μάτια της τα χέρια του. Τι νομίζει πως κάνει; «Ήταν ένα όνειρο, μια ψευδαίσθηση. Όλα ένα ψέμα, χειραγώγηση από τους εξωγήινους.»
Το βλέμμα απαξίωσης που του έριξε θύμιζε μια ωραία φωτογραφία ενός αγοριού που έβλεπε στα μηνύματα της με τη Δώρα συχνά.
Ο Αχιλλέας απλώς χαμογέλασε, με τη λεμονόπιτα να φαίνεται πίσω από τα δόντια του.
«Να σας φέρω κάτι άλλο;»
Το πότε εμφανίστηκε πάλι η κοκκινομάλλα σερβιτόρα, η Ήβη δεν το πρόσεξε. Μάλλον ούτε ο Αχιλλέας, κρίνοντας από την έκπληξη στα μάτια του. Εκείνος ήταν που της έδωσε απάντηση. «Θα ήθελα αν γίνεται ένα ποτήρι νερό. Νομίζω πως έφαγα πολύ γλυκό.»
Του χαμογέλασε, λίγο. Όχι όπως πριν βέβαια.
«Και τι θα κάνουμε μετά;» τον ρώτησε η Ήβη. «Τώρα που τέλειωσες το πρωινό σου και για τους δυο μας.»
Ο Αχιλλέας σκούπισε το στόμα του και άφησε το κεφάλι του να ακουμπήσει στα χέρια του πάνω στο τραπέζι. «Λίγο περπάτημα μέσα στην πόλη, να δούμε ποιο σουπερμάρκετ έχει τις περισσότερες περίεργες γιαγιάδες, και μετά για μεσημεριανό το πιο άθλιο σουβλάκι της περιοχής. Πώς σου φαίνεται;»
«Σαν εφιάλτης.»
«Υπέροχα!»
Η σερβιτόρα έφτασε με το νερό του Αχιλλέα. Για άλλη μια φορά γύρισε πλάτη στην Ήβη, τώρα έβαλε το χέρι της πάνω στο τραπέζι κρύβοντας τον Αχιλλέα από το οπτικό πεδίο της ξανθιάς κοπέλας. «Θα σου δώσω άλλη μια φορά το τηλέφωνο μου. Θα το δεχτείς.»
Ο Αχιλλέας σήκωσε το σώμα του από το τραπέζι. Η Ήβη απομάκρυνε τη καρέκλα της, φαινόταν λες και ήταν περιττή σε αυτή τη συζήτηση. Οπότε θα κρυφάκουγε, διακριτικά.
Κοίτα, δεν ενδιαφέρομαι.» ο Αχιλλέας της απάντησε, μια δόση ειλικρίνειας στη φωνή του. «Βλέπεις, έχω παρέα.»
Η κοκκινομάλλα γύρισε το πρόσωπο της προς την Ήβη. Η ξανθιά κοπέλα ήθελε να φάει τα μαλλιά της και να εξαφανιστεί. «Ποια; Αυτή;»
Ακούστηκε σαν μια από εκείνες τις προσβολές που η Ήβη δεν θα καταλάβαινε ποτέ. Και ήταν, σύμφωνα με τα επόμενα λόγια του Αχιλλέα.
«Ναι αυτή. Τουλάχιστον η Ήβη ξέρει πότε της λένε όχι.» ο Αχιλλέας φαινόταν εκνευρισμένος. Η Ήβη ήταν κατακόκκινη. «Και τώρα, θα θέλαμε τον λογαριασμό.»
Η σερβιτόρα πήρε το χέρι της από το τραπέζι και του χαμογέλασε. «Όπως θες.»
Μόλις απομακρύνθηκε αρκετά, η Ήβη έφερε πάλι την καρέκλα της στη θέση που ήταν πριν. «Δεν είμαι ειδική στη ψυχολογία των ανθρώπων, αλλά νομίζω πως είναι εκνευρισμένη μαζί σου.»
Θα της περάσει.» ο Αχιλλέας ήπιε όλο το νερό του. «Λοιπόν, προς ποια κατεύθυνση θες να-»
«Ε, εσύ!»
Οι δύο φίλοι γύρισαν απότομα τα κεφάλια τους προς την βαριά ανδρική φωνή. Ένας άνδρας γύρω στα πενήντα, κόκκινος στο πρόσωπο και μάλλον στον λαιμό -ήταν ένα μεγάλο μέρος του σώματος όλο αυτό- τους κοιτούσε πίσω από το ταμείο. Σε μια πόρτα πιο μακριά, στεκόταν η σερβιτόρα με σταυρωμένα τα χέρια και ένα περίεργο βλέμμα να τους καίει. Η Ήβη δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο πίσω από αυτό, αλλά η κοπέλα έμοιαζε σαν κάποιος να τη χτύπησε στο καλάμι και να κρατιέται για να μη φωνάξει.
Ο Αχιλλέας όρθωσε το σώμα του και τον κοίταξε σοβαρά. «Παρακαλώ;»
«Τσακίσου και έλα εδώ αμέσως.» η φωνή του άνδρα σίγουρα δεν ακουγόταν χαρούμενη. «Και φέρε και τη Στρουμφίτα μαζί σου.»
Η Ήβη κοίταξε γύρω της. Δεν υπήρχε κάποιο κουκλάκι από το γνωστή εκπομπή κινουμένων σχεδίων.
«Θα μπορούσα να ρωτήσω γιατί;» ο Αχιλλέας σηκώθηκε αργά από τη θέση του.
«Θα μπορούσες, αλλά μέχρι να έρθεις εδώ πίσω δεν θα σου απαντήσω.»
«Μάλιστα.»
Η Ήβη δεν καταλάβαινε τίποτα. Δεν κατάλαβε γιατί ο Αχιλλέας την πήρε από το χέρι ή γιατί περπατούσαν γρήγορα προς την κατεύθυνση που κάποτε στεκόταν ο άνδρας. Δεν κατάλαβε γιατί την κοιτούσε με εκείνο το τρελό βλέμμα η σερβιτόρα όταν πέρασε από μπροστά τους, ή γιατί ο Αχιλλέας έσφιξε το χέρι της δυνατά τρεις φορές, και μετά άλλη μια και ύστερα ξανά μια τελευταία.
Αυτό που η Ήβη δεν κατάλαβε όμως περισσότερο, ήταν γιατί στεκόταν μπροστά σε έξι άνδρες, που κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι γεμάτο σπόρια και κάτι που φαινόταν σαν ούρα σε μπουκάλι, φορώντας άθλια πουκάμισα και έχοντας ο καθένας στο χέρι του από ένα....έλα Όντιν και οι Δώδεκα Θεοί του Ολύμπου, ήταν αυτά πιστόλια;
Η Ήβη ανοιγόκλεισε τα μάτια της τρεις φορές, πριν ο πανικός για την εμφάνιση της μπροστά στην υποτιθέμενη μαφία που μάλλον δεν υπάρχει γιατί το είπε ο Αχιλλέας, την έκανε να λιποθυμήσει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top