Κεφάλαιο 5 | Νέο

Το κεφάλαιο δεν έχει κάποια αλλαγή ή διόρθωση, απλά ανέβηκε ξανά γιατί το είχε κατεβάσει η εφαρμογή. Απολαύστε!

_____________________________________________

Δεν θα είσαι ποτέ ευτυχισμένος αν συνεχίσεις να ψάχνεις από το αποτελείται η ευτυχία. Δεν θα ζήσεις ποτέ αν συνεχίσεις να ψάχνεις το νόημα της ζωής.

-Albert Camus.

Το όνειρο ξεκινούσε πάντα το ίδιο.

Η Ήβη ήταν οχτώ, φορούσε ένα λευκό φόρεμα και τα μαλλιά της μόλις είχαν αρχίσει να σχηματίζουν εκείνες τις ακατανόητες μπούκλες. Εκείνος ήταν μεγαλύτερος, φορούσε ένα λευκό πουκάμισο και το μαύρο του παντελόνι είχε γεμίσει με κίτρινα λουλούδια. Ξάπλωναν ο ένας δίπλα στο άλλον πάνω στο λιβάδι με τον ήλιο να τους σκεπάζει. Ησυχία και σιωπή, δεν χρειάζονταν κάτι άλλο. Είχαν ο ένας τον άλλον.

Μύριζε γιασεμί πάντα, άσχετα με το πού βρίσκονταν. Μύριζε γιασεμί και τα μάτια του θύμιζαν πράσινο παράδεισο. Το χαμόγελό του ήταν πάντοτε μεγάλο όταν την έβλεπε. Ηλιαχτίδα τη φώναζε. Ηλιαχτίδα, φως μου. Και εκείνη, εκείνη τον άφηνε πάντα να την αγγίζει, να σκουπίζει τα δάκρυά της, να την αγκαλιάζει. Τον άφηνε πάντα να είναι δίπλα της. Κάποιες φορές ήταν μόνοι τους για μέρες. Μόνοι τους μέσα στην μοναξιά της σιωπής, μόνοι τους μέσα στην ευτυχία τους.

Στο όνειρο θα την αγκάλιαζε και θα έβλεπαν τα σύννεφα να μετακινούνται για ώρες μέχρι να βραδιάσει. Στο όνειρο θα αναζητούσε την αγκαλιά του, θα αναζητούσε αυτή τη γνωστή μυρωδιά που δεν ήθελε ποτέ να αφήσει να φύγει. Στο όνειρο ο ήλιος θα έπεφτε, το φως θα έσβηνε και εκείνος θα έφευγε.

«Ηλιαχτίδα μου, φεύγω.»

Θα έκλεινε σφιχτά τα μάτια της με την πλάτη της σε εκείνον.

«Σ 'αγαπώ πολύ.»

Ένα φιλί για καληνύχτα και το γιασεμί θα εξαφανιζόταν.

Η Ήβη άνοιξε τα μάτια της και βρήκε τον εαυτό της να κοιτάζει έντονα το φως των κεριών. Μπροστά της περπατούσαν άνθρωποι όλων των ηλικιών, με μια λαμπάδα στα χέρια τους και η φωτιά να φωτίζει όλα τα πρόσωπά τους. Η Ήβη, αντίθετα με όλους αυτούς τους ανθρώπους, κρατούσε μόνο την προ-γιαγιά της αγκαζέ που τα τελευταία δέκα λεπτά μιλούσε για την πράσινη τούφα στα μαλλιά της. Κανένας δεν την άκουγε, κανένας δεν την πρόσεχε, ούτε εκείνη ούτε την Ευανθία. Κανένας δεν νοιάστηκε που η Ευανθία κρατούσε ένα μικρό κεράκι από γενέθλια, ή ότι η Ήβη φορούσε μια μπλούζα με τους Iron Maiden, ή αλλιώς -και σύμφωνα με την Μέδουσα Ελένη- πλάσματα του Σατανά.

Η Ευανθία και εκείνη περπατούσαν τουλάχιστον δέκα βήματα πίσω από τους ανθρώπους του χωριού. Μέσα στα στενά, μπροστά από τα σπίτια και γύρω από την εκκλησία στο κέντρο του χωριού, περνούσε ο στολισμένος Επιτάφιος. Μπροστά από τον Επιτάφιο, μπροστά από τους ανθρώπους της εκκλησίας που έψελναν, περπατούσε η Νίνα με ένα λευκό φόρεμα κρατώντας από το χέρι τον Ιάσονα. Η Μέδουσα Ελένη τους έβαλε εκεί, μπροστά από όλους, για να δουν όλοι την νύφη που έπαιρνε ο γιος της. Όχι ότι ήταν περήφανη που έπαιρνε τέτοια νύφη, από τέτοια οικογένεια έλεγε, αλλά ήθελε να την δείξει σε όλους γιατί ήταν το καινούριο κόσμημα της οικογένειας. Για να δουν όλοι ότι η περιφέρειά της δεν ήταν μικρή και θα γεννούσε σύντομα και εύκολα παιδιά. Ότι ο Ιάσονας την είχε βρει τη νύφη, το καλοκαίρι θα την παντρεύονταν και όλοι οι άλλοι του χωριού θα έμεναν στην απέξω. Ζήλια, ζήλια, και πάλι ζήλια.

Η Μίνα είχε μείνει δίπλα στην Νίνα, για ψυχολογική υποστήριξη κατά τη διάρκεια αυτής της παρέλασης των νέων αποκτημάτων της Μέδουσας. Η Ήβη δεν είχε αντίρρηση σε αυτό, η μόνη ψυχολογική υποστήριξη που ήθελε αυτή τη στιγμή ήταν ένα μεγάλο μπολ παγωτό και ένα τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι.

Αλλά όχι, σήμερα δεν είχε τίποτα από αυτά. Μέχρι χθες το πιάτο της γέμιζε από μόνο του. Σήμερα δεν εμφανίστηκε καν πιάτο. Οικογενειακή νηστεία, Μεγάλη Παρασκευή είναι. Η Ήβη ήλπιζε σε θεούς και Σατανάδες για κάτι να μπει στο στομάχι της, κάτι που δεν είναι νερό και βρίσκεται μέσα στην τροφική πυραμίδα.

Ο Αχιλλέας, μαζί με τον πατέρα του και τη γιαγιά του, περπατούσε δίπλα της, μερικά εκατοστά μακριά. Η Ήβη θυμόταν το χθεσινό βλέμμα που της είχε δείξει, ένα βλέμμα που ήθελε να ξεχάσει γιατί την έκανε να θέλει να χτυπήσει τα πόδια της στο πάτωμα να την ακούσει όλο το χωριό και να ανοίξει η γη να την καταπιεί από το πόσο άβολα ένιωθε. Ήταν μόνο φίλοι, αλλά τι ήταν αυτό το πράγμα που έκανε τη καρδιά της να χάνει χτύπους όταν έστρεφε τα μαύρα μάτια του πάνω της; Κάποια κοινωνική αντίδραση την οποία η Ήβη δεν γνώριζε; Κάποια παρενέργεια από όλη αυτή την κοινωνικοποίηση τις τελευταίες μέρες; Ό,τι και να ήταν, την έκανε να το σκέφτεται. Και η Ήβη δεν ήθελε να το σκέφτεται.

Σαν φίλοι που ήταν, όταν την είδε σήμερα το πρωί κουρασμένη και την ρώτησε αν είναι καλά, εκείνη απάντησε όχι και εκείνος την ρώτησε γιατί. Η Ήβη του απάντησε πως δεν μπορούσε να του πει γιατί ήταν φίλοι μόνο τέσσερις μέρες και δεν είχαν ακόμη αναπτύξει τέτοιου είδους ασφαλή δεσμό. Ο Αχιλλέας την ρώτησε τι στο καλό είναι ο ασφαλής δεσμός. Η Ήβη του απάντησε όλα όσα είχε μάθει στα μαθήματα της ψυχολογίας στη σχολή. Ο Αχιλλέας κατάλαβε πως τον είπε νήπιο. Η Ήβη δεν απάντησε. Η συζήτηση έληξε με τον Αχιλλέα και την Ήβη να συζητούν για το νέο χρώμα της τούφας της Ευανθίας.

Τώρα περπατούσαν ο ένας δίπλα στον άλλον. Ο καθένας όμως στις δικές του σκέψεις. Και τι δεν έδινε για να μάθει όσα βρίσκονται μέσα στο μυαλό του. Πολλές φορές τον έχει δει να αφαιρείται, να βρίσκεται κάπου αλλού με κάποιον άλλο. Και εδώ δίπλα της, φορώντας ένα πράσινο πουκάμισο που ερχόταν σε αντίθεση με τις σχεδόν ξεβαμμένες ροζ άκρες των μαλλιών του, σκεφτόταν κάποιον άλλο. Κάποιες φορές τον έβλεπε να μελαγχολεί, άλλες να θυμάται εμπειρίες που ήθελε να ξεχάσει.

Και άλλες τύχαινε εντελώς καρμικά να κοιτούν ο ένας τον άλλον. Ο Αχιλλέας θα της χαμογελούσε με εκείνο το ευγενικό χαμόγελο που την έκανε να θέλει να χαμογελάσει και η ίδια. Ξαφνικά θυμόταν πού ήταν, με ποιον ήταν. Και μάλλον το προτιμούσε από τους εφιάλτες που τυραννούσαν το μυαλό του.

«Και δεν μου λες χρυσό μου, εσύ πότε θα μας πάρεις την Ήβη μας;»

Η Ήβη έκλεισε τα μάτια της σε απόγνωση. Η Ευανθία προσπαθούσε να την παντρέψει σε όποιον αντικειμενικά όμορφο έβλεπε από τότε που ξεκίνησε η παρέλαση της Νίνας. Δηλαδή ο γύρος του Επιταφίου. Η Ήβη δεν μιλούσε, δεν απαντούσε, γινόταν κόκκινη και είχε τάσεις λιποθυμίας και αυτοκτονίας. Την τελευταία φορά που την γνώρισε σε κάποιον, ονόματι Μπάμπη, κοιτούσε την Ήβη με έναν τρόπο που την έκανε να νιώθει άβολα. Όχι Αχιλλέας άβολα, αλλά άβολα όπως λέμε σιχαμένα άβολα. Αυτή τη φορά δεν είχε φύγει ο άνδρας, αντίθετα η Ευανθία τράβηξε την Ήβη μακριά βρίζοντας στα ποντιακά. Τουλάχιστον η Ήβη πίστευε πως ήταν ποντιακά. Μαζί με τα χωράφια του προ-πάππου Άρη στον Ελαιώνα Σερρών δεν είχαν βρει ούτε την πιθανή καταγωγή τους ακόμη.

Αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Η Ήβη δεν ήθελε απλώς να αυτοκτονήσει, ήθελε να σκοτώσει και την Ευανθία. Αλλά δεν της πήγαινε η καρδιά.

Οι τέσσερίς τους σταμάτησαν απότομα. Ο μπαμπάς του Αχιλλέα κοιτούσε μια την Ήβη μια την Ευανθία. Η Ήβη δεν έλεγε να κοιτάξει προς το μέρος τους, κοιτούσε τον ουρανό, τις λαμπάδες που κρατούσαν οι άνθρωποι και απομακρύνονταν, τη Σούλα τη κατσίκα να κόβει βόλτες παρέα με μια φίλη της. Όταν τελικά σήκωσε το κεφάλι της, ο Αχιλλέας άρχισε να γελάει. Η Ήβη ανακουφίστηκε μόλις άκουσε το γέλιο του, τουλάχιστον ένας από αυτούς το θεωρεί γελοίο.

«Με την Ήβη είμαστε μόνο φίλοι.» είπε ο Αχιλλέας όταν τελείωσε το χαρούμενο τραγούδι του.

Η Ευανθία δίπλα της την τράβηξε από το χέρι όταν πήγαν να ξεκινήσουν πάλι. Και τα επόμενα λόγια της έκαναν την Ήβη όχι μόνο να αυτοκτονήσει και να σκοτώσει την Ευανθία, αλλά και όλους τους άλλους για να τους σώσει από αυτό το μαρτύριο.

«Τα λες αυτό γιατί νομίζεις πως το κορίτσι μας δεν είναι έμπειρο;» η Ευανθία πέταξε την πράσινη τούφα προς τα πίσω. «Γιατί η Ήβη μας έχει φιληθεί και το έχει κάνει κιόλας! Εντάξει όχι πολλές φορές, αλλά δεν έχει σημασία αυτό!»

Ναι, μιας και τα θυμόμαστε όλα αυτά, η μία εμπειρία ήταν αρκετή για να καταστρέψει την οποιαδήποτε ιδέα είχα για τον έρωτα.

Σε αυτή την άβολη σιωπή η Ήβη σκέφτηκε δύο πράγματα. Το πρώτο ήταν ότι έπρεπε να στείλει την Ευανθία στη Λήμνο, ή όπως την αποκαλούν όλοι στην οικογένεια, το Νησί. Εκεί θα ηρεμήσει λίγο, θα ξεβάψει και η τούφα, όλα καλά θα είναι. Το δεύτερο πράγμα ήταν πως έπρεπε να πάει μαζί της. Θα ηρεμήσει λίγο, θα ξεβάψει και η ντροπή, όλα πάλι χάλια θα είναι αλλά τουλάχιστον θα είναι στο Νησί.

Ο Αχιλλέας βρέθηκε μπροστά της. «Αλήθεια;»

Τι εννοεί με αυτό; Δεν περίμενε να την έχει πλησιάσει κάποιος του αντίθετου φύλου πέρα από εκείνον; Διότι έγινε και αυτό το ανήκουστο πράγμα. Δεν είχαν καλά ξεμπερδέματα βέβαια με τον ύποπτο, όπως συνήθιζε να της υπενθυμίζει η Νίνα.

Υπάρχει ακόμη ελπίδα, και αυτό η Νίνα το έλεγε. Γενικά όλα τα αστεία, η Νίνα τα έλεγε.

«Ναι.» του απάντησε.

Ο Αχιλλέας την κοιτούσε και δεν μιλούσε. Η ίδια δεν είχε κάτι άλλο να πει. Όμως εκείνος ήθελε να μάθει, ήθελε να μάθει τα πάντα. «Τι, δεν έχεις να πεις κάτι άλλο;»

Η Ήβη τον κοίταξε με ένα ξανθό φρύδι σηκωμένο ψηλά. Πίεζε ένα σπυράκι που απειλούσε να κάνει εμφάνιση. «Σαν τι; Δεν σήμαινε και κάτι.»

«Ω έλα τώρα! Πρέπει να ξέρω. Σαν φίλος σου, θέλω να μάθω!» ο Αχιλλέας έσβησε το κερί του και σταύρωσε τα χέρια του μπροστά από το πράσινο πουκάμισο. Έτσι έκρυψε την πορτοκαλί μπλούζα που φορούσε από κάτω. «Ήταν καλός;»

«Δεν έχω και μέτρο σύγκρισης.» του απάντησε. «Μια φορά έγινε μόνο το κακό.»

Ο Αχιλλέας γέλασε. «Δεν σου άρεσε;»

Η Ήβη το σκέφτηκε για λίγο. «Θεωρώ πως θα μπορούσε να είναι και καλύτερο.»

«Συγνώμη που σας διακόπτω, όμως-»

Ο Αχιλλέας έκανε ένα βήμα κοντά της, κόβοντας τα λόγια του πατέρα του πριν φτάσουν στην επεξεργασία του μυαλού της. «Και τότε γιατί δεν ξαναπροσπαθήσεις;»

«Κατά τη γνώμη μου, δεν υπήρξε κάποιος να μου προκαλέσει αυτή τη σεξουαλική έλξη.» η Ήβη ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω, ίσως ήταν της μιας φοράς.»

«Σεξουαλική έλξη; Το σεξ δεν γίνεται μόνο και μόνο για την ολοκλήρωση. Θέλει και λίγο συναίσθημα.» της είπε κουνώντας το κεφάλι του και τις ροζ άκρες των μαλλιών του.

«Παιδιά καλά τα λέτε, αλλά-»

Η Ήβη άφησε την Ευανθία και σταύρωσε τα χέρια της. «Δεν περίμενα να πεις εσύ κάτι τέτοιο. Από όσο έχω καταλάβει, το αντίθετο φύλο δεν ενδιαφέρεται για συναισθήματα. Και τι στο καλό είναι τα συναισθήματα που χρειάζονται στο σεξ;»

«Δεν είναι όλοι έτσι Ήβη, κάποιοι νοιάζονται για το άλλο άτομο. Εσύ νοιάστηκες; Γιατί αν ρωτάς τι συναισθήματα χρειάζονται στο σεξ, μάλλον έχεις χάσει το εγχειρίδιο.» της απάντησε.

«Ρίξε μια ειρωνεία και εσύ Ήβη, μόλις σε πετσόκοψε κορίτσι μου!» φώναξε η Ευανθία.

«Κυρία Ευανθία μήπως θα θέλατε να καθίσετε καλύτερα;» ρώτησε ο πατέρας του Αχιλλέα.

«Υπάρχει και εγχειρίδιο; Πίστευα πως τα συναισθήματα δεν γράφονται, τα δείχνεις και τα νιώθεις.»

«Δεσποινίς, χρυσό μου. Κυρία να πεις τη μάνα σου, χαλβά.» η Ευανθία όμως κάθισε δίπλα του στο παγκάκι.

Ο Αχιλλέας σήκωσε τα χέρια ψηλά. «Να 'τη και η ειρωνεία! Ίσως τελικά νιώθεις κάτι!»

Η Ήβη ξεροκατάπιε. Αυτό νόμιζε για εκείνη; Πως δεν νιώθει τίποτα; «Νομίζεις πως έχω συναισθηματικό κενό;»

«Ναι την έκανα πάλι πράσινη του τούφα. Νομίζω πως είμαι πάλι του Παναθηναϊκού, αλλά σύντομα θα το αλλάξω. Βγήκε αρκετά σκούρο.»

Ο πατέρας του Αχιλλέα την κοίταξε εντυπωσιασμένος. «Τολμώ να πω πως σας πάει πολύ, Δεσποινίς Ευανθία. Σκεφτήκατε να το βάψετε ολόκληρο;»

«Τι στο διάολο είναι αυτό πάλι;» αναφώνησε ο Αχιλλέας. «Και ναι, υπάρχουν φορές που πιστεύω ότι δεν νιώθεις. Νομίζω πως είσαι-είσαι-»

«Περίεργη; Αυτό θες να πεις; Περίεργη και παράξενη. Δεν είχες με ποιον να κάνεις παρέα και κόλλησες πάνω στην αλλόκοτη.»

Η Ευανθία έπιασε απαλά τα γκρίζα μαλλιά της. «Το σκέφτηκα, αλλά είναι νωρίς ακόμα. Σε λίγο καιρό, να ανοίξει ο ουρανός να με δουν όλοι.»

Η Ήβη περίμενε μια απάντηση. Και όταν την άκουσε, απογοητεύτηκε.

«Ναι. Πιστεύω πως είσαι περίεργη.»

Περίεργη. Έτσι την αποκαλούσαν από μικρή. Έτσι έλεγαν τα παιδιά και απομακρύνονταν από δίπλα της. Περίεργη, περίεργο το μυαλό της, περίεργος ο τρόπος που μιλούσε, περίεργος ο τρόπος που ντυνόταν. Περίεργος ο τρόπος που ζούσε. Και αυτή η περιέργεια την απομόνωσε, γιατί κανείς δεν την καταλάβαινε και λίγοι ήθελαν να μάθουν. Πέρα από την οικογένειά της, είχε τρεις φίλες. Από αυτές, κανείς δεν ήρθε αρκετά κοντά της, όμως προσπάθησαν. Και ακόμη προσπαθούν.

Οι υπόλοιποι φεύγουν.

Και θα έφευγε και εκείνος.

Νόμιζε πως ήταν φίλοι, νόμιζε πως ήταν κάτι παραπάνω. Τέσσερις μέρες πέρασαν, και όμως η Ήβη είχε ξεχάσει τον λόγο που είχε έρθει σε αυτό το χωριό και είχε σταματήσει να το κυνηγάει. Νόμιζε πως βρήκε κάποιον που την καταλάβαινε, έστω και εν μέρη. Νόμιζε ότι βρήκε κάποιον που προσπαθούσε. Αλλά μάλλον και η ίδια δεν προσπάθησε αρκετά για να τον καταλάβει. Μάλλον είδε και πάλι τα πράγματα λάθος.

Κάπου μέσα από τα σπίτια και τα δέντρα ακούστηκαν καμπάνες. Η Ήβη δεν τράβηξε το βλέμμα της από τον Αχιλλέα, και ο Αχιλλέας δεν σταμάτησε να τη κοίτα μέσα στα μάτια. Μέσα στο σκοτάδι τα μάτια του φαίνονταν τεράστια, δεν έβλεπε το τέλος ένιωθε μόνο την αρχή. Η Ήβη ήθελε να φύγει, ήθελε να κρυφτεί από εκείνο το σκοτάδι. Γιατί φοβόταν πως θα την έπιανε κάποια στιγμή, θα την έπιανε και δεν θα μπορούσε πλέον να φύγει.

«Χάσαμε τον Επιτάφιο λοιπόν.» μουρμούρισε ο πατέρας του Αχιλλέα. «Ξανά.»

«Και άλλες φορές το έχετε πάθει;» τον ρώτησε η Ευανθία.

«Τυχαίνει να τον ψάχνουμε μέσα στα χωράφια. Τα ψηλά παπούτσια της Ελένης μας κρατάνε πίσω.»

«Έτσι είναι όταν προσπαθείς να φανείς ανώτερη.» του απάντησε η προ-γιαγιά. «Σου παίρνει ώρα για να τα βάλεις και να τα περπατήσεις, αλλά με ένα φου τσακίζεσαι χάμω.»

«Καλύτερα να πάμε σπίτι.»

Όλοι κοίταξαν την Ήβη. Ο Αχιλλέας δεν κινήθηκε. Η Ευανθία έστρεψε το βλέμμα της πάνω στην δισέγγονη που αγαπούσε τόσο για πρώτη φορά μετά από ώρα. Ο πατέρας του Αχιλλέα δεν τόλμησε να μιλήσει.

Η φωνή της είχε βγει απόλυτη. Δυνατή, με το κεφάλι ψηλά. Ήρθε η ώρα να γυρίσει σπίτι και δεν εννοούσε το σπίτι στο χωριό. Ήρθε η ώρα να τελειώνει αυτό το αστείο και να ξεχάσει ο ένας την ύπαρξη του άλλου μέχρι το μεγάλο γεγονός το καλοκαίρι. Δεν χρειαζόταν να μιλήσουν ξανά. Δεν άξιζε πλέον.

«Χρυσό μου-»

«Εγώ φεύγω.» είπε η Ήβη αγνοώντας την Ευανθία.

Κάνεις δεν την ακολούθησε. Πίστευε πως κανείς δεν θα προσπαθούσε να της μιλήσει, να προσπαθήσει να τη κάνει να γυρίσει. Καθώς ανέβαινε τον δρόμο για το σπίτι πίστευε πως κανείς δεν νοιαζόταν. Τα μάτια της έτσουζαν. Κάνεις δεν νοιαζόταν, κανείς δεν νοιαζόταν, κάνεις δεν νοιαζόταν...

Αν γυρνούσε έστω και μια φορά το κεφάλι της πίσω, θα έβλεπε τον Αχιλλέα να κάνει το πρώτο βήμα προς το μέρος της, να προσπαθεί να την φωνάξει με τα μάτια του να γυρίσει. Είδε όμως πως η Ήβη τα είχε παρατήσει.

Και το δεύτερο βήμα δεν έγινε ποτέ.

Εκείνο το βράδυ, η Ήβη άργησε να κοιμηθεί. Η μητέρα της είχε αφεθεί στο ύπνο δίπλα της με το που έπεσε στο κρεβάτι. Η Ήβη έκλεισε για πρώτη φορά τα μάτια της κοντά στις τρεις, όταν το φεγγάρι χτυπούσε το πρόσωπό της με το φως του μέσα από το ανοιχτό παράθυρο.

Το όνειρο ήταν το ίδιο.

Εκείνος να στέκεται πάνω της, να την καλεί με το βλέμμα του. Η Ήβη, να τα έχει παρατήσει, με δάκρυα στα μάτια να προσπαθούν να φύγουν. Αν είχε γυρίσει και τον έβλεπε, ίσως θα τον είχε πείσει να μείνει. Ίσως θα τον είχε δει να την παρακαλεί, δώσε μου έναν λόγο να μείνω.

«Ηλιαχτίδα μου, φεύγω.»

Ένα φιλί για καληνύχτα.

Η Ήβη ακόμη το ένιωθε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Όπως κοιμόταν τώρα, μπορούσε να νιώσει τα χείλη του να αγγίζουν τα μαλλιά της. Μπορούσε να ακούσει τη φωνή του να τον παρακαλεί. Μπορούσε να ακούσει τη καρδιά της να σπάει.

Τα δάκρυα ελευθερώθηκαν και το επόμενο πρωί είχαν ήδη στεγνώσει αφήνοντας τα ίχνη τους πάνω στο δέρμα της.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top