Θεωρία 3: Η έκρηξη, όταν έγινε στον ουρανό το δικό της Big Bang - το τέλος.

Θεωρία 3: Η έκρηξη, όταν έγινε στον ουρανό το δικό της Big Bang – το τέλος. 

Μικρές στάλες βροχής ψιθυρίζουν για τον πόνο,
δάκρυα εραστών χαμένων στις μέρες που πέρασαν.
Η αγάπη μου είναι δυνατή.
Μαζί να πάμε μέχρι να πεθάνουμε.

-Led Zeppelin, Thank You.

Η τρίτη θεωρία της ήταν η πιο κοντινή στην πραγματικότητα. Αποτέλεσμα της πρώτης και της δεύτερης θεωρίας, αυτή ήταν δυνατή. Ήταν το τέλος ενός ταξιδιού και η αρχή ενός άλλου. Η μετάβαση πίσω στο ξεκίνημα, όπου όλα είναι πιο έντονα και πιο θολά ταυτόχρονα. Ήταν το χάος, όπου και αν κοιτούσες έβλεπες κάτι μετά από έκρηξη, μύριζες περισσότερο, άκουγες περισσότερο, έβλεπες περισσότερο, ένιωθες τα πάντα καλύτερα. Ήταν ένα βήμα πριν το αληθινό, εκείνο που κάποιες φορές σε σέρνει από τα πόδια για να αντικρίσεις όλα όσα φοβάσαι μιας και είχε έρθει η ώρα να σταθείς επιτέλους στα πόδια σου. Μετά την πίεση, η πράξη. Όχι τα λόγια ενός κειμένου, αλλά το κλάμα και το γέλιο, οι σκέψεις να επεξεργάζονται και να μεταφράζονται, να βγαίνουν στην επιφάνεια της μεγάλης θάλασσας.

Η τρίτη θεωρία της ήταν το όνειρό της. Εκεί που επιτέλους έφτασε.

Ο Αχιλλέας αν μπορούσε να τα γράψει όλα αυτά, έτσι θα το έκανε. Ευτυχώς για όλους, δεν ήταν κανένα συγγραφικό πνεύμα, το χέρι του μπορούσε να τραβήξει μερικές γραμμές αλλά το ταλέντο πήγαινε μέχρι εκεί. Ήξερε να συνδέει χρώματα, να σχεδιάζει αλήθειες, αλλά δεν μπορούσε να τις γράψει, να κάνει κάποιον να τις διαβάσει. Θα το ζωγράφιζε, έβαλε στόχο όταν του έβγαζαν τα σωληνάκια από μέσα του -και ήταν πολλά- θα ζωγράφιζε. Τα όσα είχε ζήσει, ήθελε κάποιος να τα δει. Ήλπιζε έτσι, πως θα μπορούσε να τα νιώσει.

Να διαβάσει μέσα από τον καμβά του το βιβλίο της.

Ημέρα Πρώτη.

Πίστευε πως ήταν η χειρότερη. Δεν ήξερε πως θα έρχονταν και ακόμη χειρότερες από αυτή. Και ίσως μετά θα έρχονταν καλύτερες και πάλι χειρότερες και πάλι καλύτερες και θα ήταν εντάξει. Έτσι του έλεγαν, πως θα ήταν εντάξει. Ψίθυροι και μουρμουρητά για το θαύμα που έγινε, που επιτέλους άνοιξε τα μάτια του. Θα ήταν καλά, του έλεγαν, να μην ανησυχεί.

Δεν ήταν σίγουρος για ποιο πράγμα έπρεπε να ανησυχήσει περισσότερο, για το γεγονός ότι δεν καταλάβαινε ακριβώς τι συμβαίνει ή για το ότι ήξερε κάθε λεπτομέρεια και απλώς αρνούνταν να την πιστέψει;

Ο γιατρός είχε τελειώσει με τις βασικές εξετάσεις του Αχιλλέα πριν λίγη ώρα. Έφυγε, προσπαθώντας να αγνοήσει τα απαίσια αστεία του ασθενή, μιας και το χιούμορ του ήταν πλέον σπασμένο. Μαύρο και κάπου συχνά πυκνά έβαζε τον θάνατο μέσα, για πλάκα μπας και κρύψει τον πόνο του.

Μια νοσοκόμα άνοιξε την πόρτα. Δεν το περίμενε, αλλά η μαμά του μπήκε μέσα. Ελένη, χωρίς το Μέδουσα. Το όνομά της του θύμιζε μια άλλη γυναίκα που νόμιζε πως είχε ονειρευτεί, μια γυναίκα που πέθανε μαζί με τη κόρη της, τη γυναίκα κάποιου παράνομου άνδρα με μεγάλη αγάπη για τους γύρω του.

Κοφτή η ανάσα του όταν την είδε να του χαμογελάει. Η μαμά του είχε μείνει όπως την θυμόταν, κοντή και λιγνή μιας και έτσι ήθελε, αλλά με ένα γλυκό χαμόγελο, έτσι κατάφερε να ρίξει τον μπαμπά της. Μπορεί να είχαν συγκρούσεις, μπορεί οι κεραυνοί στη σχέση μάνας γιου να ήταν πολλοί, αλλά όλα αυτά ξεχάστηκαν με μια αγκαλιά.

Ο Αχιλλέας έκλεισε τα μάτια του. Η μαμά του έκλαιγε. Ένιωθε σαν να μην έχασε ούτε μια μέρα από κοντά της, αλλά του είχε λείψει. Πολύ. Η γκρίνια της και οι φωνές της. Και η αγάπη της, αυτή του είχε λείψει παραπάνω.

«Μαμά, μη κλαις.» της ψιθύρισε. Διψούσε, πάλι.

Η Ελένη δεν τον άφησε εύκολα. Είχε περάσει όλες της τις νύχτες κοντά του, μα αυτός κοιμόταν, δεν το ήξερε. Έσυρε μια καρέκλα και έκατσε δίπλα του, αρκετά κοντά ώστε να τον πνίξει το άρωμα λεβάντας από τα αρωματικά λάδια που έκαναν στο χωριό.

«Άσε με να κλαίω τώρα που μπορώ.» του είπε. Έσφιξε το χέρι του μέσα στα δικά της, το φίλησε. «Πώς είσαι; Πονάς;»

Ο Αχιλλέας είχε μια φαγούρα αλλά ντρεπόταν να το πει. «Με ενοχλεί λίγο το κεφάλι μου. Τι έγινε;»

«Μη-μη το πιάνεις, έχεις επίδεσμο.» του είπε όταν σήκωσε το χέρι του.

«Επίδεσμο;»

«Ναι. Και, πώς να το πω για να μη ταραχτείς, σε έχουν και σε τόσα μηχανήματα.» η μαμά του κατέβασε το χέρι του πίσω στα δικά της. «Ξύρισαν τα μαλλιά σου.»

Ο Αχιλλέας θα λιποθυμούσε. «Τα μαλλιά μου;»

«Ναι, πάνε.» του είπε. «Όλα. Έφυγε και η ψαλίδα επιτέλους.»

Το μηχάνημα που μετρούσε τη καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Αυτό ήταν, θα πέθαινε.

Η μαμά όμως έμεινε ατάραχη. «Ξέρεις, αυτό μου το έκανες και όταν ήσουν σε κώμα, δεν θα πιάσει τώρα μικρέ.»

«Τα μαλλιά μου!» φώναξε. «Δεν μπορώ μαμά χωρίς αυτά, το ξέρεις!»

«Θα σου πάρω περούκα.» του είπε. «Αχ το μωρό μου.» μουρμούρισε και άρχισε πάλι να κλαίει.

Τι αμαρτίες πληρώνει;

Ο γιατρός που τον τύφλωνε κάθε τρεις και λίγο μπήκε πάλι μέσα. «Βλέπω είμαστε μια χαρά.»

Ακολούθησε ο Ιάσονας και ο μπαμπάς του. Χάρηκε που τον είδε, ήθελε να τους ρωτήσει για τη Νίνα, πώς ήταν και αν μπορούσε να φέρει και την Ήβη μαζί της. Ο αδελφός του του χαμογέλασε, ψηλός με μελαγχολικά μάτια, τώρα οι ίριδες να έχουν χάσει τη λάμψη τους, ήταν λίγο πιο θολός από όσο τον θυμόταν.

Αλλά ο μπαμπάς του, εκεί, τις ίδιες κάλτσες όπως πάντα.

«Δεν είμαστε καλά.» είπε ο Αχιλλέας στον γιατρό. «Τα μαλλιά μου.»

Ο Ιάσονας κοίταξε κωμικά τη μαμά του. «Νόμιζα θα του λέγαμε για τις τρίχες πιο μετά. Ό,τι δεν βλέπει δεν τον σκοτώνει για μια μέρα.»

«Γιατρέ, τον φαγουρίζει η πληγή. Είναι ευαίσθητο παιδί.» είπε η Ελένη. «Τι μπορούμε να κάνουμε για αυτό; Θα πέσει από το μπαλκόνι πάλι όπως όταν ήταν τριών και άντε τότε, έκανε ράμματα. Τώρα δεν κάθεται ούτε το χάπι του να πάρει.»

Ο Αχιλλέας τη κοίταξε σοκαρισμένος. «Τι εξποζέ ήταν αυτό;»

Ο μπαμπάς του έκατσε από την άλλη πλευρά. «Όλο το νοσοκομείο σε έμαθε. Η μάνα σου σε όποιον δει λέει για σένα.»

Μα τι καλά.

«Γιατρέ, τι έγινε; Γιατί μου πήρατε τη χαίτη μου;»

Ο γιατρός του γέλασε. Τον βοηθήσει να ανακαθίσει προσεκτικά στο κρεβάτι και σήκωσε τα μαξιλάρια του για να είναι πιο άνετα. Πονούσε όμως, τίποτα για αυτό μπορούσε να πάρει;

«Αχιλλέα,» ξεκίνησε και άφησε τη μαμά να επιστρέψει στο πλευρό του. «ήσουν σε κώμα.»

Το είχε πει και η Ελενίτσα αλλά δεν την πίστεψε.

«Κατευθείαν στο ψητό ε;» ρώτησε σαρκαστικά.

Κανείς δεν γέλασε. Κάποτε είχε πολύ πλάκα, τώρα η σιωπή τους τον εκνεύριζε.

«Και γιατί ήμουν σε κώμα;»

Ο γιατρός σήκωσε την καρτέλα και άνοιξε το στυλό του. «Τι θυμάσαι;»

Ο Αχιλλέας ένιωσε τη μαμά του να κολλάει πάλι πάνω του, φοβούμενη μη τον χάσει. Εκείνος όμως ζεσταινόταν. Ήταν καλοκαίρι; Όχι, έβρεχε. Φθινόπωρο; «Τη μια στιγμή ήμουν στον γάμο, την άλλη ο ιερέας μου μιλούσε και σαν καλό παιδί τον άκουγα. Και...πίσω εδώ, όπου και αν είναι το εδώ τέλος πάντων.»

«Έγινες θρήσκος όσο ήσουν σε κώμα;» τον ρώτησε η μαμά.

«Έπινε βότκα.» τον ενημέρωσε. «Δεν νομίζω να ήταν κανονικός ιερέας.»

Ο μπαμπάς του κάτι θυμήθηκε. «Σαν τον ιερέα που σε βάφτισε.»

«Το ήξερα πως κάτι θα πήγαινε λάθος στο παιδί μου εξαιτίας του.» μουρμούρισε η Ελένη.

Ο Ιάσονας στάθηκε στην άκρη του δωματίου και κοιτούσε από μακριά. «Ποιον γάμο;»

«Τον δικό σου.» απάντησε αμέσως. «Με τη Νίνα. Πού είναι η Νίνα;»

Οι γονείς του κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, σιωπηλά. Ο Ιάσονας ήταν μπερδεμένος. Ο Αχιλλέας απλώς ήθελε να φάει μια λεμονόπιτα.

«Θα ήθελα λίγο χαρτί και ένα στυλό.» είπε στον γιατρό. «Πρέπει να γράψω κάτι μη τα ξεχάσω. Τόσα έγιναν.»

Ο γιατρός απόρησε, «Δεν κάναμε ακόμη τεστ γνώσεων και κινήσεων.»

«Καλά, φέρε τώρα εσύ και άσε τις εξετάσεις για κανέναν παππού.» άπλωσε το χέρι του. «Θα τα ξεχάσω, άντε.»

Διστακτικά, ο γιατρός ακολούθησε τις οδηγίες του. Του έδωσε το μπλοκάκι του και ένα στυλ μπλε χρώματος, το αγαπημένο του χρώμα μαζί με το γκρι και το πράσινο. Άρχισε να σημειώνει, έπρεπε να βάλει σε μια τάξη το κεφάλι του γιατί πολλά ξεχνούσε τελευταία. Άραγε τις κασέτες ποιος από όλους να τις είχε; Ήθελε να τις δείξει στην Ήβη, θα της άρεσαν. Έχουμε και λέμε, η Δώρα χώρισε τον Άκη, πήγε με τον Βαγγέλη. Αυτοί πού ήταν τώρα; Σε κανένα κρεβάτι σίγουρα. Όπως και η Σοφία με τον Άκη, τα ίδια σκατά όλοι τους. Η Άννα με τον Γιώργο είχαν τελευταίοι τη κάμερα. Ή μήπως ήταν η Σειρήνα με τον Σταύρο, τους σημείωσε και αυτούς. Σίγουρα δεν την είχαν ο Ερμής με την Ήβη, μα αυτούς τραβούσαμε. Τι να κάνουμε που η νύφη και ο γαμπρός πήγαν να κάνουν σεξ, βρήκαμε άλλους πρωταγωνιστές.

Τα έγραφε όλα στο χαρτί, τα βελάκια ένωναν έναν άνθρωπο με μια ιδιότητα και σκέφτηκε να τους συνδέσει με χρώματα, θα τα θυμόταν όλα καλύτερα όταν θα έψαχνε τις κασέτες. Κάπου μπορεί να ήταν και η Μίνα με τον κύριο Ανδρέα, ο Μάρκος με τον μικρό Ανδρέα. Άραγε η Δανάη έφυγε κιόλας με τον Ιταλό ή θα τους προλάβαινε;

Ο γιατρός πήρε τους γονείς του λίγο πιο πέρα να τους μιλήσει. «Πλήρης συντονισμός των κινήσεων. Τα γράμματά του δεν είναι ιδιαίτερα καθαρά, αλλά για κάποιον που τώρα άρχισε να χρησιμοποιεί τον εγκέφαλό του από την αρχή, είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο το τι κάνει.»

«Δεν το περιμέναμε.» είπε η Ελένη. «Νόμιζα πως δεν θα ξυπνούσε ποτέ.»

Ο γιατρός την έπιασε από το χέρι. «Κυρία Δυοβουνιώτη, ξέρω πως σας πιέσαμε να τον...αφήσατε. Και ζητώ συγνώμη για αυτό. Αλλά πήρατε τη σωστή απόφαση να τον αφήσετε.»

Ο μπαμπάς του ακούστηκε ανήσυχος. «Τώρα όλα αυτά που λέει πως θυμάται, τι μπορεί να είναι;»

«Είχαμε ένα περιστατικό στην Αθήνα. Ο ασθενής ξύπνησε με πλήρη διαύγεια των γύρω του, το μόνο πρόβλημα ήταν πως θυμόταν πράγματα που δεν έγιναν ποτέ. Η ψυχολογική του εξέταση έδειξε πως είχε δημιουργήσει μια συνέχεια στο μυαλό του από τη στιγμή που έπεσε σε κώμα, κάποιου είδους φαντασίωση για να τον βοηθήσει να μείνει εν ζωή.» ο γιατρός γέλασε. «Δεν τα πιστεύω αυτά. Αλλά...είναι από τα θαύματα της ζωής. Ξύπνησε μετά από ενάμιση περίπου χρόνο. Ποιος ξέρει τι έγινε εκεί μέσα;» και έδειξε το κεφάλι του. «Περίεργα παιχνίδια παίζει ο εγκέφαλος.»

Η μαμά του σταύρωσε τα χέρια της. «Πόσο θα τον κρατήσετε;»

«Θέλω πλήρη παρακολούθηση για τις επόμενες μέρες. Τον βλέπουμε τώρα σταθερό αλλά μέχρι να μπορέσει να σηκωθεί από το κρεβάτι χωρίς τα μηχανήματα...» άφησε την πρόταση μετέωρη.

«Και θα μπορεί να γυρίσει σπίτι;» ρώτησε η Ελένη. «Παραλίγο να τον χάσουμε δύο φορές.» ψιθύρισε, η μνήμη την τρόμαζε. Είχε σπάσει η δική του η καρδιά τότε και η δική της μαζί. «Φοβάμαι.»

«Θα είναι σίγουρα εδώ για πέντε μέρες. Πιστεύουμε στην έναρξη των δοκιμασιών όσο το δυνατό γρηγορότερα μετά το ξύπνημα. Να ενεργοποιηθεί όλος ο εγκέφαλος αμέσως.» τους ενημέρωσε. «Θα είναι καλά. Μην ανησυχείτε.»

Η μαμά ήταν όμως ανήσυχη. Γυρνούσε στον λαιμό της το κρεμαστό της, φοβόταν. Ο μπαμπάς την αγκάλιασε και πήγαν να καθίσουν πάλι κοντά τους.

Ο Ιάσονας στεκόταν πάνω από το κεφάλι του. Παρακολουθούσε την κάθε κίνηση του αδελφού του και έβλεπε στα σκισμένα χαρτάκια τι έγραφε. Ο Αχιλλέας πρόσεχε μη του μπερδέψει τίποτα. «Όλα με τη σειρά άφησέ τα.»

Συνέχισε να γράφει.

Ο αδελφός του μελέτησε ένα σκισμένο χαρτάκι, ένα από τα πρώτα. Μουτζούρες στα ονόματα που εκνεύρισαν τον Αχιλλέα, αλλά δεν πείραζε, τώρα έγινε. Γραμμές και σημειώσεις στις υποσημειώσεις του.

Στάθηκε σε ένα όνομα.

«Αχιλλέα,» τον ρώτησε ψιθυριστά, «από πού ξέρεις την Ήβη;»

«Τι εννοείς;» δεν μπορούσε να τον έχει να τον μπερδεύει. «Είναι φίλη μου.»

«Η Ήβη;» τον πίεσε. «Είσαι σίγουρος;»

Ο Αχιλλέας άρπαξε το χαρτάκι από τα χέρια του. «Απόλυτα. Λες και δεν το ξέρεις, ανταλλάζετε βιβλία οι ψυχούλες.»

«Την Ήβη την έχω δει ίσα με τρεις φορές στη ζωή μου Αχιλλέα.»

Οι λέξεις του έκαναν τον Αχιλλέα να γελάσει. «Χάζεψες;»

Ο Ιάσονας γύρισε στους γονείς του. Ο γιατρός του είχε πει να το πάρουν ήρεμα μα...ζούσε σε έναν φανταστικό κόσμο. Πώς θα γυρνούσε πίσω σε αυτούς αν τον άφηναν να συνεχίσει έτσι;

Ο αδελφός του μάζεψε τα χαρτάκια, προσέχοντας να είναι στη σωστή σειρά, όπως έκαναν πάντα. Ο Αχιλλέας παραξενευμένος, τον άφησε να κάτσει στο κρεβάτι μπροστά του, να του πάρει το μπλοκάκι και το στυλό και να τον κυκλώσουν οι γονείς του.

«Άκουσες τι είπε ο γιατρός;» τον ρώτησε απαλά. «Ήσουν εκτός για ενάμιση χρόνο.»

Ο Αχιλλέας έτριψε το μέτωπό του. Ο επίδεσμος έφτανε μέχρι εκεί περίπου. «Ναι, το άκουσα. Δεν νομίζω να είναι τόσο βέβαια. Θα είχα ξεχάσει τον γάμο σας.»

Όλοι παρατήρησαν πως το πήρε πολύ καλά αυτό το κομμάτι, με τον χρόνο. Έφταιγε πως σταμάτησε να τον νοιάζει ο χρόνος. Είχε προλάβει. Από εκεί και μετά δεν τον ένοιαζε τίπτοα.

«Ίσως και να μη τον θυμόσουν ποτέ.» του είπε. «Μιας και δεν παντρεύτηκα ποτέ τη Νίνα.»

«Όχι, όχι, μα-» κόλλησε για λίγο, «-ήμουν εκεί.»

Η μαμά στάθηκε δίπλα του, ένα χέρι στον ώμο του. «Ήταν ένας άθλιος χειμώνας, θυμάσαι; Δεν ήταν λίγες φορές που έχανες τον κόσμο κάτω από τα πόδια σου. Κανείς μας δεν έχει καλή ισορροπία αλλά εσύ τελευταία είχες πολλά ατυχήματα. Θυμάσαι;»

Ο Αχιλλέας δεν μπορούσε να το σκεφτεί. Τον πονούσε το κεφάλι μόλις έκανε την προσπάθεια. Κάπου πίσω, σε μια πληγή που δεν μπορούσε να φτάσει ακόμα. «Όχι.»

«Είχαμε πάει στον γιατρό μια φορά μέσα στον Ιανουάριο, συνέβησαν τόσα εκείνη την περίοδο και νομίζαμε, ακόμη και εσύ πως για αυτό είχες συχνούς πονοκεφάλους. Δεν μπορούσες να συγκεντρωθείς στα μαθήματα, μα ποιος να μπορούσε, τόσα που άκουγες να γίνονται γύρω σου.» συνέχισε η μαμά του. «Κάποια στιγμή λιποθύμησες και τότε καταλάβαμε πως ήταν σημαντικό.»

Σήκωσε αργά το κεφάλι του. «Γιατί; Τι είχε γίνει;»

Ο Ιάσονας ήταν αυτός που του απάντησε. Του έδωσε πίσω το χαρτάκι, κλείνοντάς το στη χούφτα του. «Θυμάσαι τα Χριστούγεννα; Που πήγαμε για φαγητό στην Άννα; Με τη Νίνα είχαμε αργήσει ήδη.»

«Αλλά δεν ήρθατε ποτέ.» είπε, αν και θυμόταν πως εν τέλη, ήταν εκεί.

«Δεν μπορούσαμε Αχιλλέα. Ήμασταν στο νοσοκομείο.» του είπε. «Σε ένα δωμάτιο λίγο πιο κάτω από αυτόν τον διάδρομο.»

Ανοιγόκλεισε τα μάτια του γρήγορα. Ήξερε τι έλεγε. Ήξερε τα πάντα, δεν ήθελε να τα ακούσει. Γιατί τότε θα ήταν αληθινά. «Γιατί;»

«Ίσως δεν πρέπει. Ο γιατρός είπε να μη τον κουράζουμε από την πρώτη μέρα.» διέκοψε ο μπαμπάς του.

Όπως ο Αχιλλέας ήταν ήδη κουρασμένος. Τελειωμένος. «Πες μου.»

Μη το πεις. Σε παρακαλώ.

«Η αδελφή της Νίνας, ήθελε να βάλει τέλος στη ζωή της. Είχε μια αποβολή και,» σταμάτησε για να μαζέψει τα λόγια του, «είχε αρκετές επιπλοκές.»

Αν το έλεγε, θα ήταν αλήθεια.

«Πέθανε στις 3 Ιανουαρίου.»

Όχι, σκέφτηκε ο Αχιλλέας. Τα λόγια της στο μυαλό του τον τρόμαζαν, τότε θα πήγαινε στον Ερμή, στη Σκωτία, όπως είχαν σχεδιάσει την πρώτη φορά. Τότε θα πήγαινε να τον βρει, να είναι καλά μαζί. Δεν το έκανε στο όνειρό του. Δεν το έκανε ούτε στην πραγματική ζωή;

Μα πρόσεχε. Και μετά τα διόρθωσε όλα. Τα βρήκαν και έζησαν ευτυχισμένοι, τα είχαν καταφέρει. Δεν ήθελε τον εφιάλτη που του έλεγαν. Η Ήβη δεν πέθανε. Την Ήβη την έζησε, γέλασαν και έκλαψαν μαζί, πήγαν και βρήκαν τον μπαμπά της μαζί, της έδωσε την ευτυχία της, δεν μπορούσε να-να...

Κούνησε το κεφάλι του και τα χέρια του, δεν ήθελε να τον κρατάνε, δεν ήταν αλήθεια. Η ηλιόφωτή του, όχι, όχι, όχι. Γύρω του άκουσε πάλι φωνές, μα έκλεισε τα μάτια του. Ήλπιζε να γυρίσει πίσω, εκεί που η Ήβη γυρνούσε μέσα στο μπλε φόρεμά της ευτυχισμένη. Εκείνη ήταν η αλήθεια του.

Δεν γύρισε πίσω στο όνειρο.

Τα μηχανήματα σταμάτησαν να κάνουν θόρυβο και ο Αχιλλέας ηρέμησε μέσα στον ύπνο του. Για λίγο, να χαλαρώσει.

Ο Ιάσονας ήξερε πως είχε πει πολλά, περισσότερα από όσα έπρεπε και μετάνιωνε που έβλεπε τον αδελφό του έτσι. Έκανε το λάθος να τον ακούσει και να του μιλήσει, δεν έπρεπε. Φοβόταν όμως μη τον χάσει τελείως. Δεν μπορούσε να χάσει και εκείνον.

Έστειλε ένα μήνυμα στον Γιώργο. Ξύπνησε.

Και μετά, πήρε μια απόφαση. Για τη κοπέλα που αγάπησε και δεν πρόλαβε να τη ζήσει. Ο Ιάσονας δεν είχε καλέσει ποτέ τη Νίνα μετά τη κηδεία της Ήβης. Ήταν εκεί, με τον Αχιλλέα, όταν του ζήτησε να χωρίσουν. Και με το δίκιο της. Δεν μπορούσε ούτε να τον βλέπει, δεν ήθελε να βλέπει ακόμη και τον εαυτό της.

Την άφησε.

Μέχρι τώρα. Ο μικρός είχε ονειρευτεί την Ήβη, χωρίς να τη ξέρει καν. Και αν η Νίνα μπορούσε κάπως να τον βοηθήσει, όλοι να τον βοηθήσουν, θα έκανε τα πάντα.

«Δεν ξέρω κατά πόσο θες να με ακούσεις. Και ίσως σου έρχεται σαν έκπληξη αυτό. Ο Ιάσονας είμαι, αν αναρωτιέσαι.» είπε στον αυτόματο τηλεφωνητή της. «Και, να, ο μικρός...ο Αχιλλέας ξύπνησε. Θα ήθελα να έρθεις αν μπορείς.» την παρακάλεσε. «Πάρε με τηλέφωνο, Νίνα.»

Θα τον έπαιρνε. Το ήξερε.

Ο Ιάσονας κοίταξε το χαρτί με τα γράμματα του Αχιλλέα. Είχε να κάνει πολλά τηλέφωνα.

Ημέρα Δεύτερη.

Θα του ήταν δύσκολο, αλλά είχε στόχο. Ήταν τελειομανής, βλέπετε. Οι γιατροί του είπαν για αρχή να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του. Μετά, θα προσπαθούσαν για να φτάσει στη καρέκλα. Ο Αχιλλέας ήθελε να το κάνει όλο αυτό την ίδια μέρα. Ήθελε να τα καταφέρει.

Ο γιατρός με τη βοήθεια της νοσοκόμας προσπάθησαν να τον σηκώσουν. Πονούσε πολύ, περισσότερο από χθες. Το να σταθεί στα πόδια του ήταν εξαιρετικά δύσκολο, ποια καρέκλα σκεφτόταν να φτάσει; Τίποτα δεν μπορούσε να κάνει.

Όταν ξάπλωσε, ο γιατρός και η νοσοκόμα τον έκαναν να νιώσει άνετα στο μικρό του δωμάτιο. «Ο εγκέφαλός σου μαθαίνει από την αρχή. Χθες μπορούσες να γράψεις, σήμερα όχι καλά. Αυτό δεν μας πειράζει. Σταθερά, θα τα καταφέρεις.»

«Θα προσπαθήσουμε ξανά αργότερα;»

Δεν του απάντησε αμέσως. «Αύριο-»

«Το απόγευμα.» του είπε. «Μπορώ, αλήθεια.»

Ο γιατρός τον χτύπησε στον ώμο απαλά. «Θα δούμε.» του είπε. «Αύριο θα βγάλουμε από το κεφάλι σου τον μεγάλο επίδεσμο. Η πληγή θεραπεύεται σταθερά, πρόσεχε όμως το κεφάλι σου.»

«Γιατρέ, ο όγκος,» το κομμάτι που του έλειπε, «έφυγε όλος;»

Η νοσοκόμα τακτοποίησε το μαξιλάρι από πίσω και τον έβαλε να ξαπλώσει καλά. Ο γιατρός τον κοίταξε με θλίψη. «Είμαστε βέβαιοι πως δεν θα έχεις κάποιο πρόβλημα στο μέλλον.»

Αυτό δεν ήταν απάντηση.

«Άρα δεν τον βγάλατε όλο.»

«Ήταν σε σημείο που δεν μπορούσαμε.» του είπε. «Το πλάνο των εξετάσεων όμως θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε αν αρχίσει πάλι το μικρό κομμάτι να μεγαλώνει, πότε θα μπορέσουμε να το εξουδετερώσουμε. Θα το πετύχουμε με την πρώτη αυτή τη φορά. Μην ανησυχείς.»

Μα, δεν ήθελε να βγει. Εκείνο το μικρό κομματάκι, έπρεπε να μείνει. Κρατούσε τα πάντα ενωμένα μέσα του. Ήταν όλα σε τάξη.

«Θα σε αφήσω για τώρα.» του είπε. «Έχεις επισκέψεις.»

Να και κάτι ωραίο σήμερα.

«Ποιος βλάκας νομίζει πως έχω όρεξη να τον δω;» τον ρώτησε.

Ο τύπος ήταν ήδη μέσα. «Αυτός ο βλάκας.» του είπε η γνωστή φωνή.

Κάτι τέτοιες στιγμές καταριόταν τη μέρα που έπεσε σε κώμα. Ο κολλητός του μπήκε μέσα με φόρα και έπεσε πάνω του, λιγότερο προσεκτικά από το επιθυμητό. Ο Αχιλλέας γέλασε με τον Γιώργο, ήταν ο άνθρωπος που σίγουρα ήθελε να έχει κάθε μέρα δίπλα του.

«Μου έλειψες αδελφέ.» του είπε. «Άργησες να συνέλθεις.»

Ο Αχιλλέας σήκωσε το χέρι του και τον χτύπησε στην πλάτη. «Είχα ατελείωτες δουλειές, τι να πω.»

Ευχάριστη ήταν και η παρουσία της κοπέλας του εκεί. «Ελπίζω να τις τελείωσες.»

Μόνο αν ήξερε. «Δεν ξέρω. Στους γιατρούς λέω πως δεν θυμάμαι πλέον. Λες και ήταν όνειρο.»

Η Άννα γέλασε σιγανά. Ο Αχιλλέας έσφιξε το χέρι του Γιώργου και η κοπέλα ήρθε και έκατσε δίπλα του. Δεν το περίμενε ο ένας να αντέξει τον άλλον και άλλο στις ζωές τους. Τα κατάφεραν όμως, να και ένα κομμάτι του ονείρου που βρήκε χώρο στην πραγματικότητα. Χαιρόταν πάρα πολύ. Υπερβολικά, σκέφτηκε.

«Πώς είσαι;» ρώτησε ο Γιώργος.

«Να, πονάει η μέση από την πολλή ξάπλα, αλλά τουλάχιστον φυσάει το παράθυρο στη σωστή γωνία και ξεχνιέμαι.» απάντησε. «Έχω και έναν πονοκέφαλο.»

Η Άννα σήμανε συναγερμό. «Θες τον γιατρό;»

Ο Αχιλλέας κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, ήταν...ένα κακό αστείο.»

«Φίλε, στη κατάστασή σου δεν θα έκανα τέτοια αστεία.» του πρότεινε ο Γιώργος.

«Κάπως πρέπει να περάσει η ώρα.» ήταν η δικαιολογία του. «Εσείς, πώς είστε;»

Η Άννα ήταν αυτή που απάντησε, μάτια κάτω, χέρια ενωμένα. «Καλά.»

«Λείπω ενάμιση χρόνο και έχεις να μου πεις μόνο αυτό;»

«Περισσότερο ήταν κάτι σαν δύο χρόνια, αλλά είπαμε να μη σοκαριστείς με την πρώτη.» είπε αστειευόμενος ο Γιώργος.

Η Άννα γέλασε απαλά. «Πήραμε πτυχία και οι δύο. Εγώ φέτος, ο Γιώργος πέρσι. Κάνουμε άλλα σχέδια τώρα. Αυτά.»

Πόσα είχε χάσει τέλος πάντων; Είχε κάνει το ίδιο λάθος και στους χρόνους στα όνειρά του; Δεν ήταν καλός στα μαθηματικά, μπερδευόταν πολύ εύκολα.

«Η Δώρα;» ρώτησε την Άννα.

Εκείνη ξαφνιάστηκε με την ερώτησή του. Ο Αχιλλέας δεν είχε γνωρίσει ποτέ τη Δώρα, άντε να την είχε δει μερικές φορές σε πάρτι και εξόδους, μέχρι εκεί. Η Άννα όμως δεν ήξερε πως στο όνειρό του νόμιζε πως είχε δει τα πάντα.

«Η Δώρα έβαψε τα μαλλιά της πράσινα πριν μια εβδομάδα. Δίνει αστρολογικές προβλέψεις στην φοιτητική εφημερίδα της ιατρικής, παρά τα όσα της έχουν πει οι καθηγητές της.» τον ενημέρωσε. «Συγκατοικεί τελευταία με τη κοπέλα της. Όμορφη πολύ. Σοβάρεψε.»

Ο Αχιλλέας δεν κρατήθηκε. «Με τους γονείς της; Πώς είναι;»

Η Άννα συνέχισε να εκπλήσσεται. Απάντησε όμως σε όλες τις ερωτήσεις του. «Ειρηνικά μετά από πολύ καιρό. Υπάρχει χώρος για εξέλιξη βέβαια.»

«Μόνο μη δώσετε το δηλητήριο του παππού σου.» της είπε, γελώντας.

«Και αυτό το ξέρεις;» ρώτησε σοκαρισμένη. «Είναι μυστικό.»

«Μου το είπε μια φίλη.» της απάντησε. «Θα μου κάνεις μια χάρη;»

«Ό,τι θες.»

«Γιώργο, σε αγαπώ και σε εκτιμώ,» είπε στον κολλητό του, «αλλά μπορείς να μας αφήσεις για λίγο μόνους;»

Ο Γιώργος σήκωσε ένα φρύδι σε απορία αλλά δεν εξέφρασε τίποτα. Η Άννα του έδωσε το οκ για να φύγει, θα ήταν εντάξει μόνη της. Και ο σύντροφός της φίλησε τον κολλητό του παιχνιδιάρικα στο μέτωπο πριν εξαφανιστεί.

«Έφυγε.» του είπε. «Τι θα ήθελες;»

Ο Αχιλλέας την έβαλε να κάτσει στο κρεβάτι δίπλα του. «Θέλω να μου μιλήσεις για εκείνη.»

«Ποια;»

«Την Ήβη.»

Η Άννα πάγωσε στη θέση της. Ίσως και να ένιωθε άβολα. «Δεν νομίζω να είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για αυτό.»

«Δεν νομίζω πως έκανα τυχαία την ερώτηση σε εσένα.» της είπε. «Δεν θα μου έλεγες ποτέ ψέματα. Έχει κολλήσει το μυαλό μου και δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα.»

Η κοπέλα μπροστά του δάγκωσε τα χείλη της, αβέβαιη για το τι θα μπορούσε να του πει. «Τι θες να μάθεις;»

Ο Αχιλλέας ανακάθισε, με τη βοήθειά της. «Μου έχουν πει πως δεν την έχω δει ποτέ. Αλλά την έχω ονειρευτεί. Και...ήταν ολοζώντανη εκεί. Την ξέρεις καλύτερα από όλους. Ήσουν εκεί συνέχεια μαζί της.»

«Όχι για πάντα.» ψιθύρισε. Όχι μετά τον Ερμή.

«Πιο πριν.» της είπε. «Την έχω δει ποτέ; Έστω και για λίγο;»

Η Άννα έκλεισε τα μάτια της σε σκέψη. «Δεν ξέρω Αχιλλέα.»

«Ξέρεις.» την πίεσε. «Απλώς...σκέψου.»

Η κοπέλα αναστέναξε. Ανασήκωσε κάποια στιγμή τους ώμους της, περίεργος ο Αχιλλέας να την ακούσει. «Αλήθεια, δεν θυμάμαι κάποια στιγμή. Ίσως στα γενέθλιά της, εκεί που γνωριστήκατε με τη Σειρήνα; Όταν βγήκατε ήμασταν στην κουζίνα, η Ήβη είχε...ίσως περάσατε από εκεί και σε πέτυχε. Δεν ξέρω Αχιλλέα.»

Σκέφτηκε. Ναι, είχε δίκιο. «Μόλις είχε χτυπήσει τον Ερμή.»

«Θυμάσαι τον Ερμή;»

«Δεν θα θυμάμαι τον Ερμή που κοιμόταν με την Σειρήνα όσο ήμουν μαζί της και εκείνος ήταν ερωτευμένος με την Ήβη, αλλά εσύ δεν ενέκρινες κάποια στιγμή και σπάσατε φιλίες;» τη ρώτησε δίχως να πάρει ανάσα. «Για σε παρακαλώ. Τι πράγματα είναι αυτά;»

Η Άννα ήταν στα όρια του γέλιου και του κλάματος. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της γρήγορα, για να μη πέσουν δάκρυα. «Ακούγεσαι λες και τη ξέρεις χρόνια.»

«Ξέρω πως περάσατε δύσκολα.» της είπε χαμηλόφωνα. «Κάποια στιγμή δεν μιλούσατε καθόλου. Μετά, δεν θυμάμαι.»

Πικρό το γέλιο της. «Μετά δεν έγινε τίποτα.» του είπε. «Δεν πρόλαβα να ζητήσω ποτέ συγνώμη.»

«Ήσουν όμως εκεί όταν πέθανε. Πήγες στο νοσοκομείο, σωστά;» την πίεσε.

Η Άννα σηκώθηκε απότομα. «Καταλαβαίνεις τι με ρωτάς;»

«Προσπαθώ να διαχωρίσω τη φαντασία από την πραγματικότητα Άννα.» της είπε και την τράβηξε πάλι κοντά του. «Βοήθησέ με.»

«Δεν μπορώ.» είπε, ξέπνοη.

Ο Αχιλλέας θύμωνε. «Θέλω να ξέρω τι ζω! Δεν ξέρεις πώς είναι να-»

«Να τη χάνεις ξαφνικά χωρίς να ξέρεις πώς σου έφυγε μέσα από τα χέρια; Νομίζω πως ξέρω.» η Άννα απομακρύνθηκε. «Η Ήβη πέθανε και όλοι είχαμε κάνει τις λάθος επιλογές. Και εκείνη όταν προσπάθησε να το διορθώσει ήταν πολύ αργά. Ναι, ήμουν εκεί, μαζί με τη Δώρα. Είχε προσπαθήσει να κόψει τις φλέβες της και το παράτησε στα μισά. Ήταν γεμάτη αίματα. Η τελευταία εικόνα που έχω από εκείνη είναι τα χέρια της γεμάτα αίματα. Αυτή είναι η πραγματικότητα.»

Ήταν η σειρά του Αχιλλέα να σταματήσει να κινείται και να μη ξέρει τι να πει. Τότε κατάλαβε πως και εκείνος έκανε λάθος. Για εγωιστικούς λόγους, να μάθει να αναγνωρίζει πότε βλέπει ένα φάντασμα και πότε όχι, όταν οι υπόλοιποι είδαν το πτώμα.

«Συγνώμη Άννα.» ψιθύρισε.

Μετανιωμένη και εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Εγώ συγνώμη. Τότε δεν πρόλαβα, αλλά ζητώ σε εσένα.»

Μάζεψε τα πράγματά της πριν προλάβει ο Γιώργος να μπει μέσα. Η Άννα του υποσχέθηκε κάποια στιγμή να επιστρέψει.

Το απόγευμα προσπάθησε ξανά. Δεν τα κατάφερε. Για λίγα δευτερόλεπτα έμεινε όρθιος πριν τα πόδια του τον παρατήσουν και πέσει στο κρεβάτι.

«Αρκετά για σήμερα.» του είπε ο γιατρός. Του έδινε στα νεύρα. «Αύριο πάλι.»

Ό,τι και να του έλεγε είχε δίκιο. Ξάπλωσε.

Περιμένοντας κάποιον να έρθει να του κάνει παρέα, για λίγο νόμιζε πως είδε μια γνωστή φυσιογνωμία. Έναν, να δεις πώς τον έλεγαν, Γιάννη; Ο τύπος ήταν ο γιατρός της ηλιόφωτης, θυμόταν. Ήθελε να γελάσει, ούτε που τον ήξερε.

Ο Ιάσονας μπήκε στο δωμάτιο χλωμός, προσπάθησε το χαμόγελό του να ήταν αληθινό, αλλά δεν χρειαζόταν να υποκρίνεται για τον Αχιλλέα. Έμαθε για την επίσκεψη της Άννας, δεν συμφωνούσε με ό,τι έγινε, αλλά δεν είχε λόγο σε αυτό πλέον. Έπρεπε να μάθει τα πάντα. Τώρα, που μπορούσε να θυμάται την αλήθεια όπως ήταν. Σε περίπτωση που το καταραμένο κομματάκι μεγάλωνε και πάλι έμπαινε σε έναν φανταστικό κόσμο ύστερα από επόμενο κώμα. Μπορούσε να γίνει δύο φορές αυτό;

Η Ήβη θα ήξερε την απάντηση. Ήξερε τα πάντα.

Λίγες ώρες εδώ και ήδη μισούσε αυτή την πραγματικότητα.

Πίσω του ήταν μια κοπέλα. Τον ακολούθησε μέσα διστακτικά. Για λίγο νόμιζε πως τον κορόιδευαν. Ξανθά μαλλιά, σαν τον ήλιο, μάτια γαλανά σαν τη πρωινή θάλασσα. Από τα μάτια, από εκεί κατάλαβε το ψέμα. Της ηλιόφωτης ήταν ανοιχτές χάντρες του μπλε. Ένα μπλε που δεν έπιανε κανένας. Και δεν είχε ούτε η Νίνα.

«Αχιλλέα,» είπε σιωπηλά προχωρώντας κοντά του, «πόσο χαίρομαι που σε βλέπω.»

Ο Ιάσονας και εκείνη ήρθαν και κάθισαν δίπλα του, αντικριστά. Πριν μπουν στο δωμάτιο μίλησαν άραγε καθόλου; Ο Ιάσονας ντρεπόταν στην αρχή της σχέσης του, τώρα θα είχε γίνει χειρότερα. Ήθελε να γελάσει με τα χάλια του, ο τύπος έπρεπε να κάνει κίνηση να τη κερδίσει ξανά αμέσως.

«Θα έλεγα το ίδιο.» της απάντησε. «Αλλά μέχρι και στα όνειρά μου ήσουν μια συχνή ενοχλητική παρουσία.»

Ο Ιάσονας ξεφύσησε. «Δεν άλλαξε τίποτα.»

Εκείνη τη στιγμή ο Αχιλλέας αποφάσισε να μη του πει για το όνειρο. Εκεί που η Νίνα και εκείνος βρίσκονταν σε ένα κρεβάτι, οδηγήθηκε η κοπέλα στην έκτρωση και μετά έγινε το έλα να δεις με τα νεύρα και των δύο. Όχι, δεν πείραζε να κρατούσε και κάτι κρυφό.

«Κάτι άλλαξε.» παρατήρησε η Νίνα. «Λιγότερα μαλλιά.»

«Μη μου το θυμίζεις.» μουρμούρισε ο Αχιλλέας. «Δεν ξέρω πως θα βγω έτσι στη κοινωνία.»

«Θα αργήσεις για λίγο. Θα προλάβουν να βγουν μερικές τρίχες, μην αγχώνεσαι.» τον διαβεβαίωσε. Ύστερα, έσκυψε κοντά του. «Έμαθα πως έχεις κόλλημα με τη μικρή.»

Ο Αχιλλέας της χάρισε ένα μικρό χαμόγελο. «Δεν περίμενα να το εκφράσεις τόσο άμεσα.»

«Δεν έχω πολύ χρόνο δυστυχώς. Θα μείνω για λίγο σήμερα.» του είπε. «Οπότε δεν θα κλάψουμε και δεν θα κάνουμε πρόλογο που θα σκουπίζουμε η μία τα δάκρυα της άλλης, όπως ήθελε ο Ιάσονας.» και οι δύο κοίταξαν τον αδελφό του. Ο Ιάσονας σήκωσε τα χέρια ψηλά σε ήττα. Έλα μωρέ, είχε χιούμορ τελικά, ή απλώς του άρεσε η Νίνα να τον πειράζει. Και φαινόταν τόσο άβολα στην αρχή. «Οπότε, ρώτα.»

«Με άγχωσες και δεν τα πάω καλά υπό πίεση, είδες τι έγινε όταν ο όγκος πίεζε τον εγκέφαλό μου. Μπαμ και κάτω.» προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να τη κάνει να χαμογελάσει. Τη κοίταξε από πάνω έως κάτω. Φαινόταν αλλιώς. Η Νίνα που ήξερε ήταν μονίμως κουρασμένη γιατί της άρεσε να ζει. Η Νίνα μπροστά του φαινόταν κουρασμένη και ταυτόχρονα σε υπερένταση, ήθελε να δουλέψει δίχως αύριο. «Πώς είσαι;»

Στην καρέκλα της, χαλάρωσε την πλάτη της. Ο Ιάσονας τη κοιτούσε διακριτικά, ο τύπος την είχε πατήσει από την αρχή μαζί της. Η Νίνα, περίεργο, ντρεπόταν να κοιτάξει προς τα εκεί. «Η Σειρήνα, η Σοφία και εγώ κατεβήκαμε στην Αθήνα μετά το πτυχίο. Η Σειρήνα ήθελε να μείνει, δεν είχες ξυπνήσει ακόμη από το χειρουργείο, αλλά πέθανε και ο μπαμπάς της και δεν τη σήκωνε άλλο ο τόπος. Οπότε η Σοφία μας τράβηξε όλες κάτω για μια αλλαγή στις παραστάσεις.»

Ο Αχιλλέας γέλασε. «Η Σειρήνα πάντα ήθελε να πάει στην Αθήνα.»

«Μας έκανε όλες καλό. Η Δανάη παντρεύτηκε έναν Ιταλό μέσα στο καλοκαίρι, είναι εκεί τώρα. Βέβαια δεν ακολούθησαν όλοι το παράδειγμά μας περί αλλαγή τοπίου.» του είπε. Ο Αχιλλέας αναστέναξε, περιμένοντας τη συνέχεια. Το πρόσωπό της έπεσε. «Η Μίνα δεν ήταν πολύ καλά. Ακόμη δεν είναι. Ο Ανδρέας πήρε διαζύγιο από μια οχιά που είχε παντρευτεί, επιτέλους, αλλά έχει πέσει στη δουλειά και σπάνια τον βλέπει η μαμά. Τουλάχιστον η Ευανθία τη ζαλίζει στο σπίτι και έχει με κάποιον να μαλώνει και να παίζει χαρτάκι να ξεχνιέται.»

Ήταν έτοιμος να φωνάξει. «Η Ευανθία ζει ακόμα;»

«Εκατόν τέσσερα και συνεχίζουμε να μετράμε.» του είπε με ένα γέλιο. «Δεν ξέρω τι ξέρεις για αυτήν, αλλά η γυναίκα θα μας θάψει όλους όπως το πάει. Είναι η μόνη που κάποιες φορές μας αναγκάζει να πηγαίνουμε στις Σέρρες. Η μαμά αρνείται κατηγορηματικά και δεν ακολουθεί αλλά,» ρούφηξε τη μύτη της, «η τρελή γριά μας κρατάει ακόμα ενωμένους.»

Συγκινήθηκε ή ήταν ιδέα του; Ξαφνική ήταν η χαρά του, τόση που της χαμογέλασε δίχως προσπάθεια. «Και ο Μάρκος;» ήθελε να ακούσει και για τη δική του χαρά.

Εκεί η Νίνα δεν του χαμογέλασε. Κατάλαβε πως τα πράγματα δεν ήταν όπως νόμιζε. «Ο μπαμπάς πέθανε πριν μερικά χρόνια. Ένας φίλος του πήρε την Ευανθία τηλέφωνο, κρατούσαν επαφές υποθέτω; Δεν ξέρω, δεν ήξερα τίποτα από αυτά.»

«Από τι;» τόλμησε να ρωτήσει. Στα δεκαέξι της, η Ήβη του είχε πει πως προσπάθησε να αυτοκτονήσει με τον ίδιο τρόπο που το έκανε ο πατέρας της.

Τότε ράγισε το δαχτυλίδι που τόσο αγαπούσε.

«Καρκίνος στο συκώτι.» του είπε. «Ήταν καθαρός για καιρό, μας είπαν, αλλά δεν αρκούσε αυτό από ότι φαίνεται. Ήταν ήρεμος στο τέλος.» συνέχισε. «Μόνο εγώ πήγα στη κηδεία, μαζί με την Ευανθία. Η μαμά ήθελε να...να προσέχει την Ήβη. Ήταν μια δύσκολη περίοδος για εκείνη.»

Του ήταν δύσκολο να πιστέψει πως ο Μάρκος δεν τα κατάφερε. Δεν την είδε ποτέ ξανά.

Ο Αχιλλέας ένευσε. «Ήταν με την πρώτη της απόπειρα.»

Η Νίνα έκλεισε τα μάτια της. «Τουλάχιστον είχες κάποιες αλήθειες μέσα στο όνειρό σου.»

«Είχε ένα χαρούμενο τέλος, στο υπόσχομαι.» της είπε. «Δεν ξέρω για εσένα, αλλά εγώ θα μπορούσα τώρα να κλάψω.»

Ο Ιάσονας σηκώθηκε και η Νίνα γέλασε χαμηλόφωνα. Ο αδελφός του άνοιξε ένα συρτάρι και έβγαλε ένα κουτί γεμάτο χαρτομάντιλα. Όπως του είπε, ο Ιάσονας έφερε μαζί του και κάποια από τα χαρτιά που του ζήτησε ο Αχιλλέας. Φύσηξε τη μύτη του, στέλνοντας ένα μικρό κύμα πόνου στο κεφάλι του και το σώμα του, πριν αρχίσει να ψάχνει για το σωστό.

«Τι είναι αυτά;» τον ρώτησε η Νίνα.

«Κάποια πράγματα για να θυμάμαι.» της είπε. «Χμ, ναι, νομίζω αυτό είναι. Ορίστε.»

Η Νίνα κοίταξε τον Ιάσονα και μετά γύρισε πίσω στον Αχιλλέα. «Δεν καταλαβαίνω.»

Ο Αχιλλέας της έδειξε το όνομα και τον αριθμό. «Θα πάρεις αυτό το τηλέφωνο. Θα ζητήσεις τον κύριο Ανδρέα. Αν σε ρωτήσει γιατί ενδιαφέρεσαι να μάθεις για αυτόν, μην πετάξεις κανένα αστείο, ο τύπος είναι λίγο στον κόσμο του. Πες κατευθείαν ποια είσαι.»

«Και εγώ πώς ξέρω ποιος είναι αυτός ο Ανδρέας;» τον ρώτησε. «Ξέρω μόνο τον αδελφό μου με αυτό το όνομα.»

Αν τα λέμε όλα, ε ας πούμε και αυτό. «Αυτός είναι που έδωσε το όνομα στον αδελφό σου.»

Σιωπηλή η Νίνα προσπαθούσε να παρακολουθήσει τον Αχιλλέα. Λάθος κίνηση, κατάλαβε, απλώς έπρεπε να πάει βήμα βήμα τις οδηγίες του. Να τον εμπιστευτεί.

«Νομίζω πως,» της είπε με μεγάλη πίστη στον εαυτό του, «θα μπορέσει να βοηθήσει τη Μίνα.»

Ο Ιάσονας τους άκουγε αμίλητος στην άκρη. Χαμογέλασε στον αδελφό του για αυτή την πράξη. Η Νίνα δίπλωσε το χαρτάκι και το έβαλε στην τσέπη του παντελονιού της, υποσχόμενη πως θα προσπαθούσε να τον βρει.

Τον εμπιστεύτηκε.

Και ο Αχιλλέας έπρεπε να κάνει τη κίνηση και να εμπιστευτεί τον εαυτό του.

Ημέρα Τρίτη.

Όταν ο γιατρός τον ρώτησε πώς ήταν εκείνη την μέρα, δεν είχε λέξεις να το περιγράψει. Ήταν οργισμένος, ο θυμός για τον εαυτό του και την προσπάθεια που έκανε δεν ήταν αρκετός για να τον σηκώσει επιτέλους και να είναι εντάξει. Μα καλά, τι περίμενε, να τρέξει στυλ Σουμάχερ από τα πρώτα λεπτά; Ε, τέτοιος ήταν ο Αχιλλέας. Ήθελε τα πράγματα να γίνονται γρήγορα.

Η μαμά του τον είχε αφήσει μόλις πριν δέκα λεπτά. Η γυναίκα μέρα βράδυ, ήταν εκεί το πρώτο και το τελευταίο πρόσωπο που θα έβλεπε. Τον σκέπαζε, του έστρωνε καλά τα μαξιλάρια, τον τάιζε όταν εκείνος ένιωθε κουρασμένος, του διάβαζε τα νέα της ημέρας για να έρθει σε επαφή με τα τωρινά δεδομένα. Κάποια στιγμή σήμερα του έφερε ένα μπλοκ ζωγραφικής. Της ζήτησε να μη το φέρει ξανά.

Ο γιατρός έλεγε πως βλέπει πρόοδο, αν και ήταν μόνο μια μέρα. Βράδυ τώρα και του είπε να το πάρουν πιο σιγά, ο Αχιλλέας ήθελε να το πάει τέρμα. Ήθελε να σηκωθεί, να περπατήσει και να φύγει από εκεί μέσα. Τέσσερις τοίχοι γεμάτοι κενό, χρειαζόταν τον αέρα να του φυσήσει το πρόσωπο, τον Θεό να τον φτύσει με βροχή, κάτι να νιώσει, κάτι να μυρίσει, κάτι να γευτεί. Βαρέθηκε.

Σήκωσε το σεντόνι του με ευκολία. Ήταν σίγουρος πως μπορούσε πάλι να γράψει, κύκλους τέλειους φυσικά δεν θα έκανε, αλλά το μολυβάκι στο χεράκι θα του ήταν μια χαρά. Έξω για άλλη μια φορά έβρεχε και αναστατωνόταν περισσότερο όταν ο πρωινός ήλιος της νέας ημέρας ήταν παγωμένος και σκοτεινός. Μια όμορφη μέρα, αυτό χρειαζόταν πραγματικά.

Το είχε αποφασίσει. Δεν ήταν πολύ αργά. Κατέβασε τα πόδια του και αγνόησε τις προειδοποιήσεις του οργανισμού του για ξεκούραση. Η πληγή κάτω από τη γάζα ήταν ευαίσθητη και αν η καρδιά μπορούσε να στείλει εκεί πάνω τους χτύπους της, θα το έκανε. Ήταν σαν να τους άκουγε εκεί πάνω, το ντραμς τους να τον εκνευρίζει. Τουλάχιστον τώρα δεν τον φαγούριζε η περιοχή, του είχαν βγάλει τον μεγάλο επίδεσμο και η καράφλα του ήταν μελαγχολική, σαν τα μαύρα μάτια του όταν κοίταξε τον καθρέφτη.

Αν θα μακρύνουν ξανά θα έβαφε τις άκρες ροζ. Ένα απαλό ροζ. Έμαθε πως τα έντονα χρώματα ήταν μπελάς.

Εισπνοή, εκπνοή, ήξερε την πορεία, τώρα έπρεπε να το κάνει. Γρήγορα, πριν έρθει καμιά νοσοκόμα και τον φωνάξει πάλι.

Ωραία, πάμε.

Οι πατούσες του ήταν μουδιασμένες και ευχαριστημένες ένιωθαν το κρύο του πατώματος. Ο Αχιλλέας ξεροκατάπιε και έριξε όλο του το βάρος εκεί. Με τη βοήθεια των χεριών του απομάκρυνε λίγο το σώμα του από το στρώμα. Κάθε βασανιστικό δευτερόλεπτο και λίγα χιλιοστά που έγιναν εκατοστά. Σειρά είχε η μέση, έπρεπε να την ισιώσει για να μην συγκρουστεί με το κεφάλι στο πάτωμα και μετά τον γυρνάνε πίσω στα μηχανήματα που έβλεπαν τη δραστηριότητα του εγκεφάλου του. Πονούσε τώρα, πονούσε πολύ, τόσο που έκλεισε δακρύζοντας τα μάτια του.

Έπεσε κάτω πριν το καταλάβει. Με τον κώλο στο λερωμένο πάτωμα, ο κώλος του ήταν ο πρώτος που χτύπησε. Τουλάχιστον μπόρεσε να γυρίσει το σώμα του για να μη καταστρέψει ένα κατά τα δεδομένα όμορφο προσωπάκι μοντέλου.

«Σε ξύρισαν και μαζί με τον όγκο πήραν και την λογική σου.» κάποιος είπε.

Ο Αχιλλέας σήκωσε το βλέμμα του, χάρηκε που δεν ήταν κάποιος γιατρός, δεν περίμενε όμως τόσο σύντομα αυτή την επίσκεψη. «Θα μπορούσες να κάνεις μια καλή κίνηση και να βοηθήσεις έναν συνάνθρωπο;»

«Έναν χαζό συνάνθρωπο.» συνέχισε η κοπέλα θυμωμένη. Πέταξε τα πράγματά της σε μια καρέκλα και έσκυψε από πάνω του, σηκώνοντάς τον από τις μασχάλες και μετά από τη μέση. «Έναν ηλίθιο συνάνθρωπο που δεν ακούει τις οδηγίες του γιατρού και είναι μαλάκας με τον εαυτό του.»

Τον έριξε στο κρεβάτι. Κάποτε αυτό ήταν το ξεκίνημα μιας περιπετειώδους νύχτας γεμάτης ιδρώτα και φωνές ευχαρίστησης. Τώρα ο Αχιλλέας φοβόταν μη τον σκοτώσει.

«Είσαι βλαμμένο παιδάκι μου;» τον ρώτησε. Ρητορικά, υπέθεσε, μιας και η απάντηση ήταν γνωστή προς όλους. Σήκωσε τα πόδια του στο κρεβάτι και άτσαλα τον βοήθησε να ξαπλώσει πάλι άνετα στα μαξιλάρια του. «Είσαι. Και βλαμμένο. Και ηλίθιο. Και δεν πας καθόλου καλά. Έχεις χάσει τα μυαλά σου.»

«Ε καλά, αυτό μου το είπαν και άλλοι.»

«Αχιλλέα!»

Της χαμογέλασε. «Ναι, Σειρήνα;»

Τον κοίταξε μέσα από τα πράσινα μάτια της γεμάτα χαρά και στεναχώρια μαζί. «Άκου αυτά που σου λένε και θα βγεις σε χρόνο ντε τε. Σε παρακαλώ, πρόσεχε λίγο.»

Ο Αχιλλέας της έκλεισε το μάτι. «Ήρθες να παίξουμε τον γιατρό;»

«Δεν μπορώ.» του είπε και έκατσε δίπλα του. Σήκωσε το χέρι της και του έδειξε το δαχτυλίδι. «Άργησες να ξυπνήσεις και πήγα αλλού.»

Εκείνος χάρηκε, σαν πεντάχρονο και τράβηξε το χέρι της κοντά του να δει καλύτερα το δαχτυλίδι. «Καλός γκόμενος.»

«Του αρέσει η κουβερτούρα οπότε δεν ξέρω, πιστεύω τα έχει και αυτός λίγο χαμένα, αλλά μου αρέσει.» του είπε. Η Σειρήνα τον έκανε να τη κοιτάξει. «Μου έλλειψες.»

«Είσαι η μόνη πρώην μου που θα το έλεγε αυτό.» της απάντησε.

«Είμαι η μόνη πρώην σου που θα απαντούσε σε τηλεφώνημα του αδελφού σου χωρίς να πει κάτι αρνητικό για σένα.» η Σειρήνα τον φίλησε στο μάγουλο. «Κάποιος νοιάζεται έναν διάολο πολύ για σένα.»

Ο Ιάσονας προσπαθούσε αρκετά και για τους δύο. «Θα τον πληρώσω σε είδος όταν μπορέσω.»

«Τι είδος;»

«Θα του πάρω κουβερτούρες από τον άνδρα σου. Μα καλά, είκοσι τέσσερα και πήδηξες το στεφάνι; Δεν το περίμενα αυτό από εσένα.» οι δυο τους γέλασαν, κανείς τους δεν το περίμενε. «Πώς είναι η Αθήνα;»

«Χαοτική. Όμορφη το βράδυ. Δεν θα μπορούσες να ζήσεις εκεί, θα σε ψάχναμε στα πεζοδρόμια.» χαμογέλασε απαλά. «Πώς είναι ο φανταστικός σου κόσμος; Πέρασες καλά χωρίς εμάς;»

Ο Αχιλλέας ξεφύσησε και κούνησε ένα χέρι. «Ω, σε παρακαλώ. Ήταν τέλειο.»

«Το φαντάζομαι. Λίγο πριν το Πάσχα μας παράτησες.» του είπε. «Πρώτη Απριλίου. Το θυμάμαι.»

Η αρχή του τέταρτου μήνα. Μια ανωμαλία στα όνειρά του. Κοντά στα γενέθλια της Ήβης.

«Μακάρι να μη ξυπνούσα ποτέ.»

Η κοπέλα τον κοίταξε σοβαρά. «Το εννοείς;»

Δεν ήταν τόσο αστείο πλέον. «Ήμουν λίγο πιο χαρούμενος εκεί. Μου λείπουν κάποιοι που δεν γνώρισα ποτέ.»

Δάγκωσε τα χείλη της, κόκκινα, σαν κάθε μέρα που αγαπούσε κάποιον λίγο παραπάνω. «Και αυτοί που τους γνώρισες;»

«Είστε λίγο διαφορετικοί από κοντά. Η Μέδουσα δεν είναι Μέδουσα, το ήξερες αυτό;» τη ρώτησε γελώντας. «Και κάποιοι που έκαναν τη μέρα τους τέτοια ώστε να γελάνε συνέχεια, τώρα είναι μέσα στο σκοτάδι και τη ρουτίνα.» είπε, μιλώντας για τη Μίνα.

Ήλπιζε να την έβλεπε κάποια στιγμή.

«Αυτή η ρουτίνα έφαγε πολλούς.» του είπε αινιγματικά. «Κάποιους περισσότερο από όσο μπορούν πραγματικά να αντέξουν.»

Ο Αχιλλέας ταίριαξε το μαξιλάρι του και τη κοίταξε καλύτερα. «Όπως;»

Η Σειρήνα στράφηκε μακριά για λίγο. «Όταν με πήρε ο Ιάσονας να μου πει ότι όχι μόνο ζεις, αλλά τόλμησες να πετάξεις μακάβρια αστεία με το που ξύπνησες, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα να κάνω ήταν να έρθω. Μετά μου είπε και κάτι άλλο, για μια ηλιόφωτη;»

Ήταν η σειρά του να αποφύγει το βλέμμα της. «Η Ήβη.»

«Και τον πήρα τηλέφωνο. Δεν ξέρω γιατί. Είχα να ακούσω το όνομά της καιρό, αλλά κάθε φορά που το σκεφτόμουν, στο μυαλό μου ερχόταν εκείνος.» του εκμυστηρεύτηκε. «Να και κάτι που δεν ήταν στο όνειρό σου, σύμφωνα με τον Ιάσονα. Δεν κρατήσαμε επαφή. Ποτέ δεν πήγα στη Σκωτία για διακοπές να τον δω. Ποτέ δεν γύρισε πίσω στην Ελλάδα. Απλώς, χάθηκε.»

Δεν περίμενε μια τέτοια συνέχεια στη ζωή του. Νόμιζε πως τουλάχιστον εκείνος θα κρατούσε επαφή. Θα γυρνούσε για τη κηδεία. «Απάντησε στο τηλεφώνημα;»

«Του είπα σε μια πρόταση πως ένας κάποτε μαλάκας είδε μια κοπέλα στα όνειρά του και μου το έκλεισε στη μούρη.» του είπε. «Ο Ερμής δεν είναι άνθρωπος που δέχεται πλάκα και αστεία πλέον.»

Ο ουρανός ήταν σκοτεινός και δίχως άστρα έξω. Θα έβρεχε όλο το βράδυ.

«Στο όνειρο γύρισε για εκείνη.» της είπε σιγανά. «Επειδή πήρε την απόφαση να πάει επιτέλους στη Σκωτία. Και γύρισε για να τη βοηθήσει, να πάνε μαζί.»

Η Σειρήνα κούνησε το κεφάλι της, παίρνοντας μερικές αναπνοές. «Πώς είσαι;»

«Καλά είμαι.»

«Έχασες κάποιον για τον οποίο νοιαζόσουν.»

Ο Αχιλλέας χαμογέλασε αχνά. «Ποιος είπε ότι την έχασα;»

«Να ανησυχήσω;»

«Όχι ακόμα.» την είδε που κοιτούσε συνέχεια το ρολόι της. «Πρέπει να φύγεις;»

«Οι ώρες επισκεπτηρίου τελειώνουν σε λίγο. Δεν μου αρέσει να με φωνάζουν οι γιατροί.»

«Μείνε λίγο ακόμα.» ψιθύρισε. «Σε παρακαλώ.»

Η Σειρήνα ίσιωσε την πλάτη της. «Τι με θες Αχιλλέα Δυοβουνιώτη;»

Με τα χέρια του, σήκωσε το σώμα του και της έκανε άκρη. «Πες για το γκομενάκι σου. Φέρε το δαχτυλίδι να το δω.»

Η κοπέλα γέλασε μα τον υπάκουσε. Έβγαλε τα παπούτσια της και χώθηκε κάτω από το σεντόνι του με το δαχτυλίδι να βγαίνει και να πέφτει στα χέρια του Αχιλλέα. «Τον λένε Σταύρο. Είναι ξανθός. Σκορπιός, αλλά καμία σχέση με τους Σκορπιούς που ξέρω. Και του αρέσει πολύ, όταν σου λέω πολύ εννοώ υπερβολικά πολύ, η κουβερτούρα με...»

Ημέρα Τέταρτη.

Ο Αχιλλέας έβλεπε ξαπλωμένος τι γινόταν έξω από το δωμάτιό του. Η δύναμή του τον απατούσε με την αποτυχία τελευταία. Δεν μπορούσε να σηκωθεί, του είπαν, η μελανιά από τη χθεσινή πτώση να πιέζεται αισθητά στο στρώμα. Νόμιζε πως ίδρωνε κάτω από την ιατρική ενδυμασία του και η βρωμιά που έβγαινε από τους πόρους του ήταν αρκετή για να τον κάνει να μισήσει τον εαυτό του.

Σε πέντε μέρες το ελάχιστο θα ήταν εντάξει, είχε πει ο γιατρός. Και τότε γιατί ήταν σκατά;

Δεν μπορούσε ούτε να το σκέφτεται, η συνεχόμενη βροχή πλέον τον εκνεύριζε και δεν είχε κανέναν να του πει «Σήκω και προσπάθησε γιατί...». Όλοι έλεγαν να το κάνει για τον εαυτό του, αλλά ο εαυτός του είχε μείνει λειψός, ένα κομμάτι του έλειπε και δεν μπορούσε να το βρει σε καμία προσπάθεια για να κουνήσει τα πόδια του. Η απογοήτευση τον έτρωγε ώρα με την ώρα και την επόμενη ώρα θα ήταν περισσότερο απογοητευμένος από την προηγούμενη, λιγότερο δυστυχής από την επόμενη.

Άλλη μια μέρα που η Νίνα ήταν εκεί. Δεν έμπαινε ποτέ μέσα, προσπαθούσε να αποφύγει την μαμά του όσο το δυνατόν περισσότερο. Ίσως και να ήταν λίγο Μέδουσα τελικά, έτσι και αλλιώς, όντως δεν συμπαθούσε στο έπακρο τη Νίνα. Κάποια στιγμή, ίσως ήταν σήμερα, βγήκε και της είπε ευχαριστώ. Γιατί; Γιατί εκείνη ήξερε. Της απάντησε παρακαλώ, αν και δεν το έκανε για τη Μέδουσα Ελένη. Το έκανε για τη δική της ευτυχία.

Το να βλέπει τον Ιάσονα. Να του μιλάει ήρεμα σαν δυο παλιοί καλοί φίλοι. Με έναν καφέ στο χέρι, να κοιτιούνται ακόμη...Ο Αχιλλέας αδυνατούσε να πει τα πάντα. Αλλά μπορούσε αυτό να δει με σιγουριά, κάποιου είδους έρωτα, μια σπίθα πριν τη φωτιά, να πλανιέται στον αιθέρα. Ίσως το τέλος τους δεν ήταν ποτέ τέλος.

Άλλωστε, δεν είχαν πει ποτέ αντίο.

Θα μπορούσε να πιει λίγο νερό τώρα, αν είναι εύκολο. Στόμα είχε, μιλιά δεν είχε. Δεν έλεγε τίποτα σε κανέναν από το πρωί. Η νοσοκόμα μπήκε το πρωί και τον βρήκε σκεπασμένο μέχρι πάνω, δεν ήθελε να δει εκείνη τη μέρα που ξημέρωσε. Ήταν και εκείνη σκοτεινή και βροχερή, δεν θα τολμούσε να κοιτάξει έξω τις στάλες μοναξιάς. Όχι, δεν τολμούσε να κάνει τίποτα πλέον.

Αν χτυπούσε με δύναμη το κεφάλι του στο κρεβάτι και άνοιγε πάλι η πληγή, του είπαν πως θα έπρεπε να τον χειρουργήσουν ξανά. Ο εγκέφαλός του ήταν εκτεθειμένος, για λίγο ακόμα. Αν γινόταν κάτι σε αυτές τις μέρες, θα έχανε. Ήθελε να χάσει. Είχε σχεδόν χάσει.

Μια νίκη εμφανίστηκε σύντομα.

Τα μάτια του ήταν πάνω στον αδελφό του και τη Νίνα, χαμόγελα στη συζήτηση, έπεσαν μόλις είδαν τη γυναίκα να περπατάει γρήγορα στον διάδρομο. Η Νίνα πήγε να τη σταματήσει, φωνάζοντάς τη με το όνομά της, αλλά εκείνη, είχε δύναμη, κρυμμένη, σε αντίθεση με τον Αχιλλέα και με ευκολία την απώθησε από πάνω της.

Η Μίνα σήμερα και κάθε άλλη μέρα φορούσε μαύρα. Αγνόησε τον γιατρό και τον νοσοκόμο που πήγαν να τη σταματήσουν από το να μπει στο δωμάτιό του και η γυναίκα έσπρωξε τα πάντα για να βρεθεί μπροστά του. Η μαμά του ταράχτηκε, ζήτησε να φύγει ή έστω να περιμένει έξω. Δεν την άκουσε. Δεν την αφορούσε.

Αυτό ήταν μεταξύ της Μίνας και του Αχιλλέα.

Στα μάτια του, η γυναίκα που έζησε τα πάντα είχε πεθάνει. Ένα κομμάτι της έμεινε, να κρατάει δυνατό το φως, αλλά τίποτε άλλο. Μια μάνα που έχασε τη ζωή της με το χτύπημα των δαχτύλων πριν το προσέξει.

Παθητικά, την κοίταξε. Προχθές ήθελε να τη δει. Σήμερα έφερνε πονοκέφαλο.

«Εσύ είσαι αυτός ε;» τον ρώτησε. «Πες μου.»

«Κυρία Βιλαέτη, σας παρακαλώ, ο γιος μου-»

Η Μίνα έσκυψε από πάνω τους. Ο Αχιλλέας δεν φοβόταν πλέον. «Πες μου τα πάντα για εκείνη.»

Η Νίνα μπήκε αμέσως στο δωμάτιο. «Μαμά, ήταν απλώς μια παραίσθηση. Άσε τον!»

«Έζησε τρεις περιπέτειες.» της είπε ο Αχιλλέας σιγανά. «Στη μία ερωτεύτηκε. Στην άλλη προσπάθησε να βρει τον εαυτό της. Στην τρίτη αγάπησε.»

«Αχιλλέα.» η φωνή του Ιάσονα ακούστηκε απόκοσμη. Μόνο σε εκείνον τα είχε πει. Ποιος άλλος ήθελε να ακούσει το ψέμα;

Η μάνα που έχασε το παιδί της και δεν το ξεπέρασε ποτέ. Αυτή που δεν πρόλαβε να της πει ποτέ αντίο. Δεν ήταν εκεί.

«Τι άλλο;» τον ρώτησε.

«Είχε τρεις άνδρες. Ο κάθε ένας της έδωσε από κάτι, της πήραν από κάτι. Ο ένας ήταν ο τελικός της προορισμός, δεύτερος το ταξίδι της, ο τρίτος ο τελευταίος της σταθμός.» της είπε σε συνέχεια. «Τους αγάπησε και τους τρεις.» ακόμη και εμένα. «Μόνο ένας της έδωσε τα πάντα. Του έδωσε τα πάντα, όλα της τα όνειρα. Νομίζω πως ήταν-νομίζω πως είναι η αδελφή ψυχή της.» μουρμούρισε. «Μία εξ αυτών τέλος πάντων.»

«Συνέχισε.»

«Έζησε σε τρία μέρη. Αρραβώνας, κηδεία, γάμος, όλα όσα έχουν σπάσει και έχουν κολλήσει την οικογένειά σας. Τα σεβάστηκε και τα πέρασε με επιτυχία.» τα βλέμματα όλων κρέμονταν από τα χείλη του. Η Νίνα έπιασε αυθόρμητα το χέρι του Ιάσονα. Της το κράτησε σφιχτά. Ήξερε για τι πράγμα μιλούσε ο Αχιλλέας. Οι τρεις διαστάσεις της ζωής πάνω στην οποία βασίστηκε η οικογένεια Βιλαέτη. Για κάποιους είναι αστείο, λες και ο γάμος είναι αυτό που κάνει τη ζωή άξια να τη ζεις, λες και εκεί έπρεπε να βασίζονται οι σχέσεις. Δεν ήταν όμως έτσι.

Αρραβώνας, η αρχή της υπόσχεσης. Γάμος, η μέση, εκεί που φαίνεται η δυσκολία, θα με αγαπάς για πάντα; Ακόμη και στον χωρισμό, θα είσαι εκεί; Ακόμη και στα άσχημα, θα μπορέσεις να με βοηθήσεις να σηκωθώ; Θα βοηθήσεις τον εαυτό σου να σηκωθεί; Και τέλος, κηδεία. Όταν τα μάτια κλείνουν να χαμογελάς ξέροντας πως τα είχες καταφέρει. Δεν έμεινες μόνος. Γιατί οικογένεια δεν είναι το αίμα, είναι η φιλία της ψυχής. Και είτε χώρια, είτε μακριά, οι μέρες που μου χάρισες με έκαναν τον ευτυχισμένο άνθρωπο που έζησε. Έζησα για σένα, για εκείνους. Έζησα προ πάντων, για μένα.

Αρραβώνας, γάμος, κηδεία λοιπόν. Τα σημεία που μας κατέστρεψαν και μας έφτιαξαν από το ίδιο ποτήρι κρασί. Η αγάπη σε κάθε της μορφή. Σαν τις αδελφές ψυχές.

Ο Αχιλλέας δεν σταμάτησε. «Πίστευε σε τρεις θεωρίες. Κάθε μία τις συνέδεσε με εσάς, πάντα όλα έκαναν τον κύκλο γύρω από την οικογένεια Βιλαέτη. Μία για κάθε γενιά που τα κατάφερε μετά την Ευανθία. Μία για κάθε άνδρα που αγάπησε μέχρι τέλους. Μία για κάθε διάσταση που νόμιζε πως υπήρχε.» στο τέλος, η φωνή του έτρεμε. «Μία για κάθε αστερισμό στο άλμπουμ που μικρή αγάπησε.»

Η Μίνα έψαχνε τρόπο να αναπνεύσει ήρεμα. «Της άρεσε ο αριθμός τρία. Εκνευριζόταν για το ότι γεννήθηκε Απρίλιο.» τότε φαίνονται καλύτερα οι αστερισμοί στο Πορτιανό. «Έλεγε πως ήταν μια ανωμαλία στη κοσμοθεωρία της. Ένα λάθος ή να δεις πώς αλλιώς, μια ρωγμή στο-»

«-γυάλινο κουτί που φυλούσε το υπόλοιπο της ψυχής της.» συμπλήρωσε ο Αχιλλέας. «Ή κάπως έτσι.»

«Ή κάπως έτσι.» επανέλαβε η γυναίκα. Δεν δάκρυσε, δεν είχε μείνει τίποτα από αυτά. «Και στο τέλος;»

Ο Αχιλλέας σκέφτηκε την αγκαλιά στην οποία την είχε κλείσει. Το δικό του όνειρο. «Ήταν ευτυχισμένη.»

Ίσιωσε το σώμα της, ανέκφραστη. Νόμιζε πως αυτό χρειαζόταν. Πως μόνο αυτό χρειαζόταν. Για αυτό πήγε και να φύγει. Έτσι με το ψέμα, μπορούσε να ζήσει; Ο Αχιλλέας ήξερε την αλήθεια. Ή τουλάχιστον μία πτυχή της. Εκείνη επέλεξε να θυμάται τα άσχημα.

Δεν ήταν μόνο αυτό η ζωή.

«Ήθελε να πεθάνει ξέροντας πως είχε ζήσει όχι μια ευτυχισμένη ζωή, αλλά αρκετές ευτυχισμένες μέρες που κρατούσαν μια αιωνιότητα.» της είπε όταν έφτασε στην πόρτα. Θυμόταν τα λόγια του Ερμή να της τα ψιθυρίζουν. «Και ας ήταν η ζωή της μικρή, η ευτυχία της στο τέλος, η αγάπη, ήταν μεγάλη.»

Αυτό που κυνηγούσε.

Η Μίνα είχε μαλώσει με τον ψυχολόγο μετά τη κηδεία. Τον ρώτησε πώς δεν είχε δει κάτι τέτοιο να έρχεται πάλι; Ο Φίλιππος της απάντησε πως δεν υπήρχε κάτι καινούριο να δει. Η Ήβη πάσχιζε να ενώσει τις γραμμές περί ζωής και θανάτου για χρόνια, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Δεν φοβόταν για τέτοιες επιθυμίες, γιατί η Ήβη δεν του είχε δείξει κάτιαντίστοιχο πρόσφατα. Και στο τέλος, είχε δίκιο. Μια μέρα η Ήβη είπε αρκετά,είχε κουραστεί με τη μαυρίλα. Αν ήθελε, ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Πώς και πού να κόψει. Το είχε μελετήσει από πριν, σίγουρα. Αλλά δεν το έκανε. Έμεινε, για εκείνη και για αυτό που δεν ήξερε ότι υπήρχε μέσα της.

Απλώς ήταν πολύ αργά πλέον.

«Λυπάμαι και για τους τρεις.» ψιθύρισε.

Η Μίνα δεν τον κοίταξε. «Ευχαριστώ.»

Ένα κερί για την Ήβη. Ένα για τον Μάρκο. Ένα για τη δική της αποβολή τόσα χρόνια πριν.

Τώρα θα άναβε ένα τέταρτο. Για αυτό που θα μπορούσε να ήταν αλλά την πήρε μακριά.

Η Νίνα την πήγε σπίτι πριν επιστρέψει ώρες αργότερα. Βρήκε τον Αχιλλέα μόνο, πρώτη φορά την έβλεπε δίχως τον Ιάσονα. Ήθελε να ρωτήσει κάτι που μόνο ένας τρελός θα ήξερε.

«Αυτός ο κύριος Ανδρέας,» ξεκίνησε, «μου είπε πως δεν σε γνώρισε ποτέ. Εσύ πώς...;»

Ο Αχιλλέας απλώς ανασήκωσε τους ώμους του. «Τον θυμόμουν από το όνειρο. Δεν ήμουν σίγουρος πως θα απαντούσε. Γιατί;»

«Γιατί αποφάσισε να αφήσει τα πάντα και να έρθει.» του απάντησε. «Κάναμε χθες μια συζήτηση με τον αδελφό μου, χωρίς τη μαμά. Και θέλουμε να μάθουμε περισσότερα για...για τον μπαμπά τέλος πάντων.»

Της χαμογέλασε. «Είναι ο κατάλληλος άνθρωπος.»

Η Νίνα έμοιαζε απελπισμένη. «Κάπως πρέπει να το πω στη Μίνα.»

«Νομίζεις πως δεν θα πάει καλά αυτό;» τη ρώτησε. «Γιατί έχω την αντίθετη άποψη.»

Η ξανθιά κοπέλα κούνησε το κεφάλι της. «Νομίζω πως με έβαλες σε έναν μπελά που ούτε εσύ θα μπορούσες να ξεφύγεις πέφτοντας σε κώμα.»

«Κάνεις και αστεία.»

«Καληνύχτα Αχιλλέα.» του είπε τελικά. «Να προσέχεις τη ψυχή σου.»

Ημέρα Πέμπτη.

«Ξέρω πως με ακούς.»

Και τότε γιατί τον ενοχλούσε;

«Αλλά μου έχουν πει πως είμαι καλός με τους μεγάλους λόγους.»

Βρε τι μας λες.

«Και αυτή είναι μια άβολη στιγμή, με εσένα να κρύβεσαι κάτω από το σεντόνι.» μπορείς πάντα να φύγεις.

«Είναι περίεργο. Πριν δύο χρόνια πήρα ένα τηλεφώνημα πως έφυγε. Δεν μπορούσα για τον κόσμο όλο να πατήσω το πόδι μου στο αεροπλάνο και να ανέβω να έρθω. Και τώρα, μια σκύλα που είχα ξεχάσει λέει πως μιλάς για την Σκάουτ. Και να' μια εδώ. Ένας ψηλός μαλάκας να επιστρέφει πίσω για έναν τύπο ερωτευμένο με το φάντασμα της αγάπης του άλλου.»

Ένα ωραίο φάντασμα.

«Έχω κάτι στον λαιμό μου. Πώς το λένε; Έναν κόμπο. Όσο το σκέφτομαι τόσο δεν μπορώ να συγκεντρωθώ και να βάλω τις λέξεις μου σε τάξη. Πολλές ήταν οι φορές που από το ένα θέμα πήγαινα στο άλλο και πίσω στο πρώτο για να εξηγήσω τι και πώς. Τελικά να μην είμαι τόσο καλός όσο πίστευα. Αλλά δεν πειράζει, σε πειράζει;»

Ήθελε να φύγει και να μείνει μόνος του. Αντίο;

«Δεν σε πειράζει, οπότε άκου για μένα. Να τι έχει γίνει. Πήρα το διδακτορικό μου. Μένω μόνιμα στη Σκωτία. Πρόσφατα βγήκα το πρώτο μου ραντεβού μετά από καιρό, μια κοπέλα που την λένε Astrid. Έχει...ας πούμε έντονες απόψεις για το θέατρο. Νομίζω πως βγήκα μαζί της γιατί ο χαρακτήρας της μου θύμισε τη Σκάουτ. Αλλά στο τέλος, δεν της είπα πως γύρισα χθες στην Ελλάδα. Πιστεύω πως θα ντραπεί να με ρωτήσει πού χάθηκα. Θα φοβηθώ να της απαντήσω. Είναι περίεργη. Και τη φοβάμαι τόσο πολύ.»

Μπράβο του. Αυτό...αυτό ήταν όντως καλό.

«Λένε πως ονειρεύτηκες την ευτυχία της. Ο αδελφός σου είπε πως του περιέγραψες τόσα πράγματα για εκείνη, αλλά όχι για εσένα μέσα στο όνειρο. Και από τότε ασχολείσαι μόνο με αυτό. Να καταγράψεις όσα θυμάσαι κα να ρωτάς για τα πραγματικά γεγονότα. Θα έλεγα πως είσαι ερωτευμένος. Πιστεύω πως και εκείνη σε ερωτεύτηκε, είχε ένα ευαίσθητο σημείο για το σκοτάδι. Θα λάτρευε τα μάτια σου. Της αρέσει να είναι το φως στη μέση. Της άρεσε.»

Ήταν. Είναι ακόμα. Ηλιόφωτη.

«Όταν την πήγαν στο νοσοκομείο, ήξερες πως της έπεσε το δαχτυλίδι της; Είχε μια ακτίνα ραγισμένη, της είχα πει να πάει να το φτιάξει αλλά πεισματάρα δεν το έκανε ποτέ. Το μάζεψε η Άννα, το κράτησε για εκείνη και αρνείται να το δώσει πουθενά. Όλοι έχουν από κάτι δικό της να θυμούνται. Εγώ ούτε μια φωτογραφία. Αρνούνταν να βγει γιατί δεν είχε βγει ούτε ο πατέρας της, ή τουλάχιστον η Σκάουτ δεν τις είχε δει ποτέ. Και αν ο ένας δεν το έκανε, έπαιρνε τον άλλον η φόρα.»

Αυτό ακούγεται πολύ σαν εκείνη.

«Είναι φορές και μένω ξύπνιος τα βράδια και αναρωτιέμαι τι μπορεί να είχε γίνει αλλιώς. Η Νίνα μου είχε πει πως είτε έμενα είτε έφευγα, εκείνη...ήταν γραφτό να γίνει έτσι. Και κρατούσα το δικό μου δαχτυλίδι για εκείνη, με μια μικρή μπλε πέτρα. Δεν ήταν δικό της αλλά είναι το πιο κοντινό σε εκείνη που έχω. Αυτό και κάποια βιβλία που μου έστειλε τελευταία στιγμή. Είχε γράψει και κάτι δικό της στο ένα, μια αφιέρωση αλλά επέλεξα να μη το διαβάσω. Όταν γυρίσω ξέρω πως θα το κάνω.»

Και αυτό το έκανε. Σε κάθε βιβλίο. Μικρές αφιερώσεις στα άτομα που αγαπούσε, στον εαυτό της στον οποίο αργά άρχισε να πιστεύει.

«Μπαίνω συχνά στην playlist στο Spotify. Είχε μία και την έβαζε κάθε φορά που καθόταν στο μπαλκόνι με το τσάι της. Λεμόνι, το μισώ τόσο πολύ που όταν το βλέπω απλώς τη σκέφτομαι τρελά. Σαν να μην έφυγε ποτέ, περιμένω να προσθέσει κάποιο νέο τραγούδι. Από τα 168, άκουγε συνέχεια τα ίδια 40.»

Να και κάτι περίεργο.

«Μπορείς να φανταστείς την απογοήτευσή μου όταν βλέπω πως το τελευταίο τραγούδι που προστέθηκε ήταν τα Χριστούγεννα εκείνου του έτους. Το τελευταίο, αν πας θα το δεις.»

Μπορεί να το φανταστεί, ναι.

«Και με τη μουσική από πίσω θα διάβαζε κάποιο βιβλίο. Αν η ζωή της ήταν τέτοια, θα είχε σαράντα κεφάλαια. Ένα τραγούδι και ένα κεφάλαιο. Κάπου θα έχωνε και τις θεωρίες της, δεν μπορούσε χωρίς αυτές. Τα κεφάλαια θα ήταν ακανόνιστα, άλλα μεγάλα, άλλα μικρά, ανάλογα με τις διαθέσεις της και τα όσα ζούσε. Θα τα οργάνωνε έτσι ώστε να μπορεί να γυρνάει μέσα στις λέξεις και να βλέπει τον εαυτό της. Και μετά στο τέλος, ίσως, δεν ξέρω, να ήταν ευτυχισμένη.»

Θα ήταν.

«Είχε ένα όνειρο που τη βασάνιζε κάθε βράδυ. Έλεγε πως αν την αγκάλιαζα, οι εφιάλτες θα γίνονταν όνειρα και θα σταματούσαν. Νομίζω πως συνέχιζαν. Απλώς ήταν χαρούμενη πλέον σε αυτά. Όπου και αν είναι, μακάρι να ονειρεύεται. Θα την περιμένω να έρθει στο δικό μου ξανά. Να μείνει.»

Θα ερχόταν, κάθε φορά.

«Μου είπαν πως σταμάτησες να προσπαθείς. Κάθε μέρα που μαθαίνεις κάτι καινούριο για εκείνη, τα παρατάς και λίγο παραπάνω. Αυτό είναι άδικο, ξέρεις. Δεν θα ήθελε να τα παρατήσεις όταν εκείνη προσπάθησε. Ακόμη και στο τέλος, ξέρω πως προσπάθησε. Σήκω.»

Όχι.

Σήκωσε το σεντόνι από πάνω του. «Είπα σήκω. Θα το κάνουμε μαζί.»

Ο άνδρας με τα γκρίζα μάτια έριξε τα πόδια του Αχιλλέα στο έδαφος όταν ο δεύτερος σήκωσε το σώμα του. Δεν πίστευε πως θα το έκανε αλλά έκατσε δίπλα του. Ο Αχιλλέας τύλιξε το χέρι του γύρω από τους ώμους του άνδρα και μαζί, σηκώθηκαν. Ήταν άτσαλη η στάση του μα τον κρατούσε γερά. Έσπρωχνε το ένα πόδι μπροστά μετά το άλλο, αν πατούσε καλά στο έδαφος, ίσως και να περπατούσε. Μα ήταν κουρασμένος, πονούσε πολύ.

Του έδωσε ώθηση ο άλλος. Κίνητρο να συνεχίσει. Και ο Αχιλλέας άρχισε να βάζει το βάρος του μπροστά, να δίνει δύναμη και να προσπαθεί μόνος του, όσο και αν ήθελε να πέσει. Ένα βήμα μετά το άλλο.

Ο στόχος του ήταν η άκρη του κρεβατιού. Τον πήγε μέχρι την καρέκλα. Τον έβαλε να καθίσει αργά και προσεκτικά, να ξεκουραστεί πριν τον γυρίσει πίσω.

Ο άνδρας γονάτισε μπροστά του και του χαμογέλασε. Τα μάτια του ήταν μελαγχολικά για τόσο καιρό. Βλέποντάς τον, φάνταζαν να έχουν μια δόση φωτός μέσα τους.

«Σε ευχαριστώ Αχιλλέα που με άκουσες.»

Είχε ακόμη το δαχτυλίδι πάνω του.

«Δεν κάνει τίποτα.» του ψιθύρισε. «Ερμή.»

Κύριε σοβαρέ ψηλέ μαλάκα.

Ημέρα Έκτη.

Ο ήλιος βγήκε στις εφτά παρά είκοσι. Μπήκε μέσα από το παράθυρό του και η πρώτη ακτίνα έφτασε στο κρεβάτι. Η αλλαγή της μέρας. Κάτι νέο, που πίστευε πως θα τον διατηρούσε νέο.

Ο Αχιλλέας ήταν εντάξει. Και θα ήταν εντάξει για πολύ καιρό.

Μια γυναικεία φωνή στο μυαλό του γέλασε. Αλλά ήταν μόνο εκεί. Του έδωσε ώθηση να σηκωθεί.

Να ζωγραφίσει.

Και ίσως, για κάποιον περίεργο λόγο, να παίξει σκάκι.

Όταν η νοσοκόμα μπήκε στο δωμάτιό του με το πρωινό, ο Αχιλλέας είχε μόνο μία πραγματική επιθυμία.

«Θα ήθελα ένα τσάι με λεμόνι.» της είπε. «Γίνεται να βγω σε κάποιο μπαλκόνι;»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top