Θεωρία 2: Πίεση, όταν το γυαλί ράγισε από μια αόρατη δύναμη - η μέση.
Θεωρία 2: Πίεση, όταν το γυαλί ράγισε από μια αόρατη δύναμη – η μέση.
Μπορεί να μην είμαι ικανή να εκφράσω,
το βάθος της αγάπης που νιώθω για εσένα,
αλλά ένας συγγραφέας το είπε πολύ ωραία,
όταν ήταν μακριά από αυτή που αγαπούσε,
έκατσε κάτω και έγραψε αυτές τις λέξεις...
-Diana Ross, Ain't No Mountain High Enough.
Η δεύτερη θεωρία της ξεκινούσε με ένα τραγούδι. Ήταν η επανάληψη ενός προηγούμενου, πάντα όμως αυτό το έβαζε να παίζει περισσότερο. Η προσμονή για λίγο πριν το τέλος με τις δυνατές φωνές της τραγουδίστριας και τις χιλιάδες εκδοχές της μίας σκηνής που η φαντασία της δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Η playlist της αν είχε ένα τραγούδι που έπαιζε περισσότερο, θα ήταν αυτό. Γιατί ήταν η μέση.
Λάτρευε τη μέση. Περίεργο, κάθε πράγμα στη ζωή της έφτανε μέχρι το τέλος, φιλίες, διαγωνίσματα, εξεταστικές, σχέσεις αλλά το τέλος δεν το ευχαριστιόταν τόσο όσο θα νόμιζε κανείς. Η μέση ήταν όλο το ταξίδι. Εκεί που ανέβαινε η ένταση, το συναίσθημα, όλα ήταν αιχμηρά και αν κοβόσουν γελούσες. Και λίγο πριν το τέλος, λίγα τραγούδια που έμεναν για να κοιμηθεί, εκεί, χαμογελούσε. Γιατί είχε περάσει τα πάντα. Και πλέον μπορούσε να κλείσει τα μάτια της.
Η δεύτερη θεωρία της ήταν η δύναμη, που με σθένος, έσπαγε τα εμπόδια, την γυάλινη οροφή. Θυμάσαι που στο είχε πει αγαπημένε αναγνώστη;
Κοιμήθηκε, πολλές ώρες. Η Νίνα τη ξύπνησε με φώτα και φωνές. Η Ήβη έκρυψε το κεφάλι της κάτω από το λεπτό σεντόνι που είχε για να σκεπάζεται, χτυπώντας το κουνούπι και κόβοντας τα φτερά του. Κοιτούσε κουκουλωμένη και το ένα πόδι να κρέμεται πάνω από το στρώμα, τη Νίνα να ψάχνει μέσα στα ρούχα της, ξεμαλλιασμένη και με χρώματα στα μούτρα της. Δοκίμαζε τι ταίριαζε περισσότερο στα μάτια της. Λες και δεν ξέρουν όλοι ότι θα ξεβάψει το eyeliner από το σεξ.
Η Μίνα μπήκε μέσα, από πίσω της η Δανάη, και οι δύο με μούτρα στα πρόσωπά τους, όσο η Νίνα έψαχνε τον εαυτό της στα ρούχα της.
Η Ήβη δεν ήθελε να δει τη μάνα της. Είπε πράγματα που ντρεπόταν πλέον να σκέφτεται. Αλλά τη Δανάη. Αχ!
«Βρε καρδούλα μου, αυτά τι χωράνε μέσα;» η Μίνα κράτησε με δύο δάχτυλα το μαύρο εσώρουχο της Νίνας. Ένα κορδόνι και κάτι να καλύπτει τα ακάλυπτα.
Η Νίνα το τράβηξε γρήγορα. «Για σφεντόνα το έχω να βαράω τις χαζομάρες από πάνω σας.»
«Δεν σε καταλαβαίνω χρυσό μου, στη τελική πάνε γυμνή.» πρότεινε η Δανάη, τα πούπουλα στο πορτοκαλί φόρεμά της.
«Σαν κώνος της τροχαίας είσαι μωρή, βρες κάτι στην άλλη να βάλει που παντρεύεται.» της είπε η Μίνα. Η Ήβη ένιωσε τη μάνα της να έρχεται κατά πάνω της και πριν το καταλάβει, τράβηξε το σεντόνι από πάνω της. «Σήκω και εσύ καλέ, έχεις τι να βάλεις; Σε ξωκλήσι θα πάει το ζωντόβολο αλλά τι να κάνουμε, πρέπει να είμαστε εμφανίσιμοι για τον συμπέθερο.»
«Ο συμπέθερος θα βάλει ριγέ κάλτσες, τις διάλεξε με τον Αχιλλέα.» μουρμούρισε η Ήβη θυμούμενη τον μπαμπά του Αχιλλέα από το πρωί. Έβαλε το χέρι πάνω από τα μάτια της, κρύβοντας το φως. «Και βρήκα φόρεμα.»
Η Νίνα ξάπλωσε δίπλα της με το τρελό μαλλί να χτυπάει τον λαιμό της Ήβης. Φυσικά και την ενόχλησε, είχε κρεβάτι να κάτσει. Φυσικά και δεν είπε τίποτα. «Και εγώ θέλω να βρω κάτι να βάλω.»
«Αν με άφηνες ποτέ σου να μιλήσω-»
«Δεν θέλω τα ρούχα σου μαμά. Εσύ έχεις στήθος. Εγώ είμαι πλάκα.» τη διέκοψε η Νίνα, κλαψουρίζοντας. Η Ήβη άρπαξε το μαξιλάρι της και έχωσε το κεφάλι της από κάτω. «Θέλω κάτι απλό, λιτό και απέριττο. Και αν δεν είναι λευκό, σιγά, υπάρχει και το ιβουάρ.»
«Τι είναι το ιβουάρ;» ρώτησε η Μίνα.
«Χρώμα που βάζεις στο όνομα ζώο φυτά και παίρνεις όλους τους πόντους.» απάντησε η Ήβη κάτω από το μαξιλάρι. Να της τελείωνε το οξυγόνο να μη χρειαστεί να σηκωθεί.
«Τέτοιο είχε η Ευανθία.» πετάχτηκε η Δανάη. Η φωνή της βράχνιασε αμέσως. Τσιγάρο. Μάνα μη το συνεχίσεις και εσύ, δες τη γριά. «Κάθε άνοιξη το έβγαζε, τι πέρλες, τι τούλια, η πεθερά της την είχε καλά για τα πρώτα χρόνια μόνο και μόνο για το νυφικό.»
Κάποιος μπήκε στο δωμάτιο. Όλοι μαζεμένοι εκεί; Γιατί; Μήπως γίνεται κανένας γάμος;
Χα, αστειάκι. Από τα κακά.
«Πουλάκι μου, με τη βερμούδα θα εμφανιστείς; Η αδελφή σου παντρεύεται, όχι εσύ.»
Η φωνή του Ανδρέα ακούστηκε βαθιά από την άλλη πλευρά. Αυτός τους έλειπε. «Έχει ζέστη ρε μάνα.»
Η Νίνα πετάχτηκε στο ένα χέρι, σχεδόν αγκαλιά με την Ήβη. «Λέτε να βάλω και εγώ σορτσάκι;»
«Δεν μου λες βρε μάνα, η Ευανθία πού το κουβάλησε τον τόνο όταν την έκλεψε ο Άρης; Βραδιάτικα δεν είχε τι να πετάξει από το παράθυρο και είπε έλα πάρε μου την πέρλα;» ρώτησε η Μίνα, η μαμά της να την κοιτάει απογοητευμένη.
«Την πέρλα της την πήρε πριν τον γάμο. Στα χωράφια, στον Ελαιώνα.» απάντησε η Δανάη. Η πέρλα, η Ήβη κατάλαβε πως μιλούσαν για το σεξ. «Αλλά δεν λέω για το νησί, για τον άλλον γάμο λέω, αυτόν που έγινε και μετά.»
Ο Ανδρέας σήκωσε τα φρύδια του. «Δύο γάμοι;»
«Τους έρρεαν τα χρυσά γλυκό μου, μη βλέπεις εμάς τώρα που τρώμε τα ταπεράκια που είχαν μείνει από τα Χριστούγεννα στην κατάψυξη.» απάντησε η γιαγιά της.
«Πάλι ληγμένα πήραμε;» ρώτησε ανήσυχη η Νίνα.
Η Ήβη ήταν έτοιμη να σκάσει και να ξανακοιμηθεί.
«Η Ευανθία δεν άφησε οδηγίες χρήσης στην κουζίνα πριν πεθάνει, εγώ τι φταίω;» η Μίνα φάνηκε στεναχωρημένη και έκατσε στα πόδια της Ήβης. «Αλλά ωραίο το μοσχαράκι ε; Είχε μια γεύση πτώματος, αλλά καλό ήταν.»
«Ναι μαμά μου, για αυτό το έβγαλα μετά στη τουαλέτα.» παραπονέθηκε η αδελφή της.
«Ακριβή ήταν η τουαλέτα όταν τις αλλάξαμε, από Ιταλία.» σχολίασε η Δανάη. Η Ήβη την φαντάστηκε να φοράει τα μεγάλα λευκά γυαλιά της και να χαζεύει τα δαχτυλίδια με τις ψεύτικες -αληθινές, κλεμμένες όμως- πέτρες που έπαιρνε από τα ταξίδια της. Ή της τα δώριζε κάποιος. «Να' ταν η ζήλεια ψώρα, θα γέμιζε όλο το σπίτι της Καλλιόπης από απέναντι. Μην κάνουμε ανακαίνιση, και αυτή μάρμαρα από εκεί. Τσούπρα.»
Αχ, η κυρία Καλλιόπη.
«Πώς μιλάς έτσι ρε μαμά; Μόλις έχασε τον άνδρα της ή το ξέχασες;» η Μίνα σχεδόν φώναξε. Γύρισε στην Ήβη. «Σήκω πουλάκι μου, σε μια ώρα φεύγουμε.»
«Λες και τα λεφτά της τελευταίας σύνταξης δεν πήγαν για να αλλάξει τοίχους στο σπίτι της Σόνιας. Μέχρι και καινούριο κλουβί για το πουλί της πήρε η αθεόφοβη. Το πήρε και σκούριασε με την πρώτη βροχή. Μετά το πέρασε με χρυσό μαρκαδόρο, από εκείνο που έχουν τα νήπια και βάφουν τα πασχαλινά αβγά.»
Η Ήβη σάλιωσε καταλάθος τη μαξιλαροθήκη. Αλήθεια κοιμόταν ή απλά ξέχασε να λειτουργεί;
Εκεί που δεν το περίμενε, ένιωσε κάποιον να γονατίζει δίπλα της. Από τη μία η Νίνα και η Μίνα, από την άλλη ο Ανδρέας. Ο αδελφός της σήκωσε αργά τη μαξιλαροθήκη. Φως τη τύφλωσε, και ας ήταν απλώς μια μικρή ακτίνα και τίποτε παραπάνω, δεν τη δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Η Ήβη γύρισε το κεφάλι της να τον κοιτάξει, μέσα σε εκείνα τα μπλε μάτια που είχαν όλοι στην οικογένεια, να'ναι καλά ο προπάππους Άρης.
Ρούφηξε τις μύξες της, είχε φτερνιστεί προ λίγου.
«Ηβάκι.» ψιθύρισε ο Ανδρέας.
Είχε βλέμμα μεταμέλειας, κάτι είχε αλλάξει πάνω του. Εκείνη τον έβλεπε πίσω από πατικωμένες μπούκλες που χρειάζονταν επειγόντως μια χτένα να τις χωρίσει. Καταλάβαινε, πριν το πει, ήξερε.
«Ανδρέα.»
Ήθελε να τον χαστουκίσει, ένα μάθημα για τα χθεσινά. Αλλά δεν θα το έκανε, δεν είχε χρόνο για ξύλο με τα αδέλφια της.
«Απλώς χρειάζομαι λίγο χρόνο.» της είπε. Για να συνηθίσει στις νέες καταστάσεις. Για να προσπαθήσει να μάθει εκ νέου τον μπαμπά τους.
«Οκ.» ήταν το μόνο που του είπε.
«Και για όσα είπα για εσένα,» συνέχισε, ακόμη γονατισμένος, «συγνώμη που σε απογοήτευσα.»
Μιλούσε για απογοήτευση. Είχε ζήσει με αυτή, ήταν απογοητευμένος από τα πάντα από μικρός. Από τη μαμά που δεν έλεγε σε τίποτα όχι και δεν έβαζε όρια σε κανέναν, παρά μόνο στον εαυτό της, από τον μπαμπά που προσπαθούσε να τα ξεπεράσει, από τον κόσμο που μισούσε και έμαθε να τον μισεί.
Ο αδελφός της κάποτε ήταν ο αγαπημένος της στρατιώτης. Αν πήγαινε σε μάχη στο σκάκι, θα του έδινε την άδεια να σκοτώσει το πιο δυνατό πιόνι του αντιπάλου. Κάπου στην πορεία, έγινε από τα πρώτα που θα θυσίαζε χωρίς σκέψη.
Και τώρα, όπως και εκείνος, έτσι και η Ήβη, χρειαζόταν χρόνο για να πάει πίσω στα παλιά και στα ωραία. Μπορούσαν να ξεκινήσουν από το τέλος. Μια νέα αρχή.
Η Νίνα αγκάλιασε την Ήβη και έπεσε πάνω της, βγάζοντας ταυτόχρονα το μαξιλάρι από το κεφάλι της. Η μικρή ένιωσε να πνίγεται από την πολλή αγάπη, τη ξαφνική ζέστη και το βάρος της αδελφής της. Η Νίνα δεν ένιωσε τίποτα, απλώς την έσφιξε πάνω της. «Παντρεύομαι.»
«Τυχαίνει.» είπε σιγανά η Ήβη. «Κάποιες φορές πετυχαίνει.»
Η Δανάη κατέβασε τα λευκά γυαλιά της. Ένα μικρό χαμόγελο στα λεπτά χείλη της, η Ήβη δεν μπορούσε να το καταλάβει. Την εκνεύριζε. «Άλλες είναι καλό foreplay.»
Η Μίνα σταύρωσε τα χέρια στα πόδια της. «Παντρεμένος ήταν ο Ιταλός το Πάσχα;»
«Πού να ξέρω, δεν τον πήρα για να στρώνει το κρεβάτι.»
Η Ήβη, κάτω από το σώμα της Νίνας, χασμουρήθηκε. «Για αυτό τον κάλεσες άρον άρον στον γάμο της Νίνας σήμερα;»
Η Δανάη ταίριαξε τα μαλλιά της. «Τουλάχιστον έχω συνοδό. Εσύ χρυσό μου;»
Δεν το είπε για να ξεκινήσει καβγά, όπως νόμιζε η Ήβη. Ήταν αληθινή ερώτηση, του τύπου που έπρεπε να κάνει η Ήβη στον εαυτό της, αποφάσισες τη θα κάνεις στη ζωή σου;
Ο Αχιλλέας θα ήταν ο συνοδός της. Ο κουμπάρος και η κουμπάρα...έλεγαν και έκαναν την Ήβη να ζαλίζεται. Εν τέλη, απάντησε, «Μιας και έχεις την τάση να μπλέκεσαι στη ζωή μου, είμαι σίγουρη πως ξέρεις την απάντηση.»
Η Δανάη έμεινε ήρεμη και της χαμογέλασε με χάρη. Δεν μετάνιωνε για όσα αποκάλυψε στον Ερμή. Για το γεγονός πως αν δεν της ξέφευγε κάτι, ο Ερμής δεν θα την είχε πάρει πέρα βρέχει και η Ήβη δεν θα πληγωνόταν. «Με ρώτησε.»
«Σου ξέφυγε.»
«Δεν έγινε επίτηδες.»
«Ναι ξέρω, από την καλή σου την καρδιά έγινε στη τύχη.» σχολίασε η Ήβη. Σήκωσε το χέρι της Νίνας από πάνω της και ίσιωσε το σώμα της, τώρα την έβλεπε ευθέως, κάθε πούπουλο στο πορτοκαλί φόρεμα της Δανάης έφερνε την ανάγκη για φτέρνισμα. «Αν δεν ήσουν εσύ-»
«Αν δεν ήμουν εγώ τι; Ο Ερμής θα την χώριζε όπως και να είχε.» τη διέκοψε. Ο Ανδρέας τίναξε το κεφάλι του, προσπαθώντας να ακολουθήσει τα νέα δεδομένα για την κατάσταση της αδελφής του. «Κάθε μέρα κουβαλάει πάνω του ένα δαχτυλίδι και φοβάται να το δώσει μήπως και τελειώσει το δικό του όνειρο. Και τέλος πάντων, τώρα έγινε. Αυτός πήρε μια απόφαση. Εσύ πότε θα πάρεις τη δική σου;»
Ο Ανδρέας κοίταξε τη μαμά τους. «Τι γίνεται;»
Η Μίνα φάνηκε το ίδιο μπερδεμένη, αλλά την ένοιαζε λιγότερο. «Δεν ξέρω. Η γιαγιά σου πάντα πετάει διάφορα και αναστατώνει την υφήλιο, καλή καρδιά έχει.»
«Σαπισμένη είναι με τους πνεύμονές της από το τόσο τσιγάρο!» είπε δυνατά η Ήβη. Τώρα είχε ανακαθίσει τελείως. «Και δεν είπε διάφορα. Του είπε για την αποβολή. Κάτι που εμπιστεύτηκα σε εσένα και όμως, εκείνη το ξέρει τόσο καιρό.»
«Την...» σάστισε ο Ανδρέας. «Ο Ερμής είναι ο τύπος που-»
«Μωρό μου, σκάσε.» του είπε η Νίνα. «Έχεις χάσει πολλά από τότε που παντρεύτηκες την οχιά. Άλλη φορά θα στα πούμε.»
Η Μίνα έμεινε στην θέση της, ήρεμη και χαλαρή μπροστά στην Ήβη. «Δεν της είπα τίποτα. Όλοι γνωρίζουμε για την αποβολή και το ξέρεις. Επειδή έτυχε με κάτι άλλο δεν σημαίνει ότι χάθηκε αυτό το γεγονός. Θες να μιλήσεις για αυτό ή όχι; Αν όχι, τελείωσε, δεν ξέρω τι απόφαση λέει η γιαγιά σου να πάρεις, αλλά δεν μπορώ άλλο, τα νεύρα μου!»
Τελικά δεν ήταν τόσο ήρεμη όσο νόμιζε.
«Νόμιζα πως δεν μιλούσαμε για αυτό.» ψιθύρισε ο αδελφός της από το πάτωμα. Σηκώθηκε και έκατσε δίπλα της.
«Δεν το κάνουμε.» του απάντησε η Ήβη.
Η Νίνα σήκωσε το σώμα της από την άλλη πλευρά. «Λοιπόν, νόμιζα πως η επιστροφή του μπαμπά θα ήταν άβολη, αλλά κοίτα να δεις πώς τα φέρνει η ζωή.»
«Η κηδεία του άνδρα της Καλλιόπης από απέναντι ήταν πιο άβολη.» επισήμανε ο Ανδρέας στη Νίνα. «Δεν ξέραμε ούτε το όνομά του.»
Η Ήβη ένωσε τα φρύδια της και μούτρωσε. «Δεν το νομίζω. Η πιο άβολη στιγμή ήταν το πρώτο οικογενειακό τραπέζι με την πρώην συμπεθέρα σου.»
«Ναι, θυμάστε το γκλίτερ από τη λακ στα μαλλιά της; Νόμιζα πως φωσφορίζει στο σκοτάδι.» συμφώνησε η Νίνα. «Είχα εφιάλτες από το φίδι.»
«Τουλάχιστον εσείς την βλέπατε μια φορά τον χρόνο.» ο αδελφός της φάνηκε να τις ζηλεύει. «Εγώ έπρεπε να βλέπω το γκλίτερ τέσσερις φορές τον μήνα.»
«Και μετά το γλέντι, ω Θεέ μου, τι φορούσε.» αηδίασε στη μνήμη η Ήβη.
«Πιέτα, με πέρλες στον λαιμό και στρας στα παπούτσια. Από το Λ.Α. τα πήρε.» η Νίνα έσκυψε κοντά τους μιλώντας περισσότερο για τις αγορές της ΛΑϊκής. «Είχα δει τέτοια φούστα ξανά, με άλλη ετικέτα, σας το λέω.»
Ο Ανδρέας στρίμωξε την Ήβη στη μέση. «Τσιγκουνεύτηκε το φόρεμα, αλλά τους καλεσμένους όχι. Τριακόσια άτομα μόνο από την πλευρά της. Εγώ είχα εσάς.»
«Και τον Φώτη τον λογιστή σου.» συμπλήρωσε η Ήβη. «Το πώς έπιανε το κοτόπουλο με το χέρι έχει χαραχτεί στη μνήμη μου.»
«Ήθελε ταλέντο, όχι αστεία.» ο αδελφός της συμφώνησε. «Ιβουάρ ε;»
Η Νίνα ξίνισε. «Το άκουσες ε; Άλλαξα γνώμη.»
«Γιατί;» ρώτησε η Ήβη.
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν είμαι ο τύπος που παντρεύεται. Είδατε τι τραβήξαμε. Και το κάνουμε όλο αυτό τόσο βιαστικά. Αλλά να...θέλω κάτι λευκό.»
«Αν με αφήνατε να μιλήσω,» τους διέκοψε η Μίνα, «θα σας έλεγα πως ήδη έχουμε κάτι.»
Τα τρία αδέλφια παρακολουθούσαν τις κινήσεις της μαμάς τους περιμένοντας τι θα τους αποκαλύψει. Η Δανάη είχε ένα μικρό χαμόγελο, η έκφρασή της να λέει πως κάτι ξέρει, σαν μάνα και κόρη να τα είχαν συμφωνήσει προ πολλού. Η Μίνα έσκυψε στη βαλίτσα της και έβγαλε μια καλά διπλωμένη θήκη ρούχων με το κρεμαστάρι μέσα. Η Ήβη περίμενε και περίμενε, δαγκώνοντας τα χείλη της. Η Νίνα της έσφιξε το χέρι, αγχωμένη. Σε μια ώρα θα έτρεχε προς ένα εκκλησάκι στην άλλη πλευρά του νησιού, μια ενέργεια που δεν είχε προβλέψει όταν έφυγε κλαίγοντας ένα βράδυ με το αμάξι ψάχνοντας τον έρωτα της ζωής της.
Η Μίνα σηκώθηκε ξανά και άνοιξε τη θήκη σιγά σιγά. Δεν ήταν ιβουάρ, ευτυχώς και δεν είχε στρας, επίσης ευτυχώς. Το φόρεμα που κρατούσε η μαμά της ήταν λευκό, σαν το χιόνι και η Ήβη πίστευε πως τουλάχιστον η πρώτη στρώση υφάσματος, ήταν σατέν. Από το λίγο που έβλεπε, ζήλευε όποια το είχε φορέσει.
«Έχουμε περάσει πολλά μαζί. Και τα ξεπερνάμε όλα με άθλιο μαύρο χιούμορ που δεν κάνει καλό σε κανέναν. Και ίσως χρειαζόμαστε ψυχίατρο σε αυτή τη φάση.» ξεκίνησε η Μίνα και όλοι παρακολουθούσαν την αποκάλυψη του φορέματος. «Και είμαστε όλοι ζωντανοί,» κοίταξε μία την Ήβη, μία τη Δανάη, «στο περίπου.» μια τελευταία παύση πριν το φερμουάρ φτάσει στο τέλος. «Είχαμε αναποδιές, μα είχαμε και πολλές, πολλές ευτυχισμένες στιγμές,» Ερμής, «που με τα μικρά πράγματα έκαναν εμάς τους ίδιους ευτυχισμένους,» Αχιλλέας, «και θα τις γιορτάσουμε όλες.»
Αρραβώνας, γάμος, κηδεία.
Η θήκη έπεσε στο πάτωμα με μια κίνηση της Μίνας. Κρατούσε ψηλά το φόρεμα, ένα περήφανο χαμόγελο στο πρόσωπό της να τονίζει όλα τα όμορφα και ατελή χαρακτηριστικά της. Τις ρυτίδες γέλιου και τα απομεινάρια της ακτινοβολίας του ήλιου, το πρόσωπο που γέρασε και πάντα λάμπει παρά το σκοτάδι που προσπαθεί να τη καταπνίξει. Κοιτώντας το φόρεμα, κάτι τόσο απλό και λιτό που έκανε τη μαμά της χαρούμενη, η Ήβη κατάλαβε κάτι σημαντικό για τη μαμά που τόσο μισούσε με τις ώρες ή τις μέρες ή και ποτέ.
Η χαρά των παιδιών της την έκανε χαρούμενη. Και ήταν καιρός να βρει και εκείνη τη δική της ευτυχία. Πολύ άργησε να αγαπήσει ξανά.
«Μαμά,» η Νίνα σηκώθηκε, μαγεμένη. Υπερβολή ο χαρακτηρισμός. «πού το βρήκες αυτό;»
Η μεγαλύτερη κόρη άγγιξε απαλά το ύφασμα. Δεν ήταν κάτι το σπουδαίο, από κάτω υπήρχε μια λινή βαμβακερή επένδυση. Λεπτές τιράντες και το ύφασμα θα έπεφτε όμορφα πάνω στο στήθος. Σίγουρα δεν υπήρχε χώρος για την Ήβη εκεί μέσα, τι να πρωτοβάλει; Αλλά ήταν όμορφο, πολύ όμορφο. Η πλάτη ήταν ανοιχτή, αλλά διακριτική, ένας σταυρός να ενώνει τις τιράντες με το υπόλοιπο ύφασμα. Από μακριά, η Ήβη δεν μπορούσε να δει τις λεπτομέρειες. Μικρές χαντρίτσες στις τιράντες, ένα διακριτικό σχέδιο με μικρά λουλούδια πάνω στο σατέν. Τελικά δεν ήταν τόσο απλό. Αλλά τα μικρά πράγματα το απογείωναν. Αναστέναξε, ζηλεύοντας την αδελφή της.
Η Μίνα χαμήλωσε το χέρι της με το κρεμαστάρι και το σήκωσε προς τη Νίνα. Ήταν δικό της πλέον. «Κάποτε ήμουν και εγώ πλάκα. Μετά εμφανιστήκατε εσείς.»
Χοροπήδηξε πιάνοντας το φόρεμα και αγκάλιασε τη μαμά. Ο Ανδρέας φίλησε την Ήβη στο μάγουλο πριν σηκωθεί και μετά πήγε στη μαμά, όταν η Νίνα κλειδώθηκε στο μπάνιο. «Να σας αφήσω να ετοιμαστείτε.»
Η Δανάη έβγαλε ένα τσιγάρο από το τσαντάκι της. «Μη μας χάσεις και ξεχάσεις.»
Μαζί του, πήγε και η Μίνα προς την έξοδο. Κοίταξε την Ήβη. «Εσύ πού βρήκες τι θα βάλεις;»
Ω, δεν το βρήκε εκείνη. «Από έναν φίλο.»
Η μαμά της σήκωσε ένα φρύδι. «Θα πρέπει να ανησυχώ;»
«Σου ορκίζομαι,» σήκωσε δύο δάχτυλα, «δεν είναι παράνομο.»
Και αν αυτό δεν της έλεγε τίποτα, η μαμά της δεν είχε λάβει το μήνυμα.
Η Ήβη έμεινε στο κρεβάτι της όταν η Δανάη σηκώθηκε. Σχεδόν δεν ήθελε να την προσέξει που είχε μείνει μόνη μαζί της, αλλά αναγκάστηκε. Δεν ήταν δα και καμιά ήρεμη παρουσία που δεν της έδινε κανείς σημασία, σαν σημαδούρα στη θάλασσα ήταν με πουλιά πάνω της να κουτσουλάνε τον ωκεανό.
Είχε νεύρα μαζί της. Ήλπιζε μια μέρα να της έφευγαν, αλλά σίγουρα δεν ήταν για σήμερα.
Η Δανάη είχε άλλη άποψη.
Κρατώντας στο ένα χέρι το τσιγάρο με το τσαντάκι, στο άλλο τα γυαλιά που πήρε από ένα παζάρι της Ρουμανίας, πλησίασε τη μικρή στο δωμάτιο, ξαφνικά να είναι πάλι η επιβλητική Δανάη Βιλαέτη, που όνομα δεν ακούει, αλλά πάντα ξέρει πως τη βλέπουν.
«Συγνώμη δεν θα ζητήσω, πάει έγινε.» της είπε. «Κάποτε ερχόσουν για όλα σου τα προβλήματα σε εμένα, ήξερα τα περισσότερα μυστικά σου. Τώρα γιατί άλλαξε αυτό;»
Η Ήβη σηκώθηκε από το κρεβάτι της, η νύστα να της έχει περάσει. «Γιατί δεν ήσουν η Δανάη που ήξερα τελευταία.»
«Όλοι θρηνούμε διαφορετικά.»
«Και εσύ είπες να μας πάρεις κάτω μαζί σου.» ανταπέδωσε. «Κοίτα, γιαγιά-»
«-Δανάη-»
«-ό,τι πεις, κοίτα, δεν θα κάτσω να κάνω συζήτηση μαζί σου μόνο και μόνο για να μαλώσουμε.» της είπε, προειδοποιητικά. «Δεν έχω τέτοια όρεξη σήμερα. Και κράτα κάποιες απόψεις σου για εσένα όταν φύγουμε. Ούτε η μαμά είναι εντάξει με τη συμπεριφορά σου και δεν νομίζω η Νίνα να θέλει σπόντες και θυμωμένες φράσεις στον γάμο της.»
Η Δανάη δεν πτοήθηκε από αυτά που της είπε. Η Ήβη είχε βγάλει από μέσα της όσα κρατούσε από τότε που πέθανε η Ευανθία, όσα της φώναζε η Μίνα τον καιρό που ήταν μόνη μαζί της και εκείνη δεν καταλάβαινε. Από τη στιγμή όμως που πάτησε το πόδι της στο νησί, σαν...σαν άλλος άνθρωπος.
Από τη μέρα της κηδείας φορούσε μόνο μαύρα. Σήμερα όχι. Σήμερα ήταν έντονη. Εκρηκτική.
Ήταν η Δανάη.
Η Ήβη έκανε τη κίνηση να πάει να ανοίξει την ντουλάπα όπου είχε κρεμάσει το δικό της φόρεμα, αλλά η Δανάη την έπιασε από το χέρι. Γύρισε το σώμα της αμέσως εκεί, στάχτη να πέφτει πάνω στην πέτρα από το τσιγάρο και την έπιασε από τους ώμους.
«Ο Ερμής δεν θα την παντρευτεί.»
«Σταμάτα!» της φώναξε, ξαφνικά. «Δεν με νοιάζει.»
«Άκου με!»
Η Ήβη κούνησε το κεφάλι της. «Η Astrid έφυγε. Της ζήτησε χρόνο να σκεφτεί λέει. Θα επιστρέψει πίσω. Ας κάνει ότι θέλει. Δεν μπορώ να το σκέφτομαι συνέχεια, με πνίγει και με πιέζετε όλοι σας!»
Η Δανάη δεν την άφησε να φύγει. Την αγκάλιασε σφιχτά, όσο και αν εκείνη ήθελε να ξεφύγει από τα χέρια της, η γιαγιά της έμεινε πάνω της. Η Ήβη ηρέμησε. «Δεν έχει ορισμό αυτό που ψάχνεις Ηβάκι. Μην βασανίζεις τον εαυτό σου. Είναι εντάξει να χάνεις και να χάνεσαι. Κερδίζεις όσα νόμιζες ότι ήταν λάθος και έγιναν σωστά.»
«Δεν καταλαβαίνω.» ψιθύρισε. «Γιατί να μην είναι απλά όλα;»
«Γιατί αλλιώς δεν θα είχε πλάκα.» της είπε. Την άφησε για λίγο, να ρουφήξει τον καπνό και τη κοίταξε. «Και θα πονέσεις, και θα κλάψεις και θα γελάσεις και λίγο παραπάνω θα μείνεις να κοιτάς ακίνητη τα πάντα. Όλα αυτά να τα κάνεις για σένα. Για αυτό που τραβάει η ψυχούλα σου. Ποτέ για κάποιον άλλον, ναι;»
Τη τσίμπησε στο μάγουλο, η Ήβη όμως δεν γελούσε.
«Και ας είναι η λάθος απόφαση,» της είπε στο τέλος, «δες τη μαμά σου. Πήρε λάθος αποφάσεις μια στιγμή και από τότε νομίζει πως όλα πάνε κατά διαόλου. Και σήμερα είναι ευτυχισμένη. Θα είσαι και εσύ αν το θέλεις, απλώς καν' το.»
«Είναι δύσκολο.» της είπε, κοκκινισμένη και έτοιμη να κλάψει χωρίς λόγο και αιτία. «Ο Αχιλλέας...»
«Ο Αχιλλέας θα καταλάβει.» τη διαβεβαίωσε. «Και ο Ερμής θα καταλάβει. Είσαι τυχερή. Έπεσες πάνω σε δύο καλούς άνδρες. Και όμορφους ανθρώπους.»
Η Ήβη την άφησε να τη φιλήσει με τον καπνό στα χείλη και το κόκκινο σημάδι να μένει στο μάγουλό της. Η γιαγιά της φόρεσε τα μεγάλα λευκά γυαλιά, έβαλε το τσιγάρο στα χείλη και πέταξε τα μαλλιά πάνω από τον ώμο της, το γερασμένο σώμα της να χαίρεται τα κακά και τα καλά της ζωής.
Η Νίνα τη φώναξε για βοήθεια. Και η Ήβη ήταν ένα βήμα πριν...πώς το έλεγαν; Μείζων καταθλιπτικό επεισόδιο;
Χρειαζόταν την playlist της να κάνει το χάος πιο έντονο για να βρει την άκρη του νήματος.
Η τελετή στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου ήταν υπέροχη. Αν χρειαζόταν ποτέ να την περιγράψει στα ανίψια της -γιατί παιδιά δικά της, κάπως δύσκολο- θα χρησιμοποιούσε ακριβώς αυτή την πρόταση. Μετά θα συνέχιζε και θα έλεγε πως κάθε στιγμή ήταν όμορφη. Διαφορετική από αυτό που είχε συνηθίσει να βλέπει με τη Μίνα στις ταινίες ή να διαβάζει στα βιβλία αργά το βράδυ. Μοναδική, σαν το ζεύγος.
Από κάθε πλευρά και να το δεις, ήταν ωραία. Όταν έχασαν το ταξί που θα πήγαινε τη Νίνα εκεί, όταν πήραν ένα τουριστικό λεωφορειάκι που θα έκανε τον γύρο του νησιού σε Ινδούς τουρίστες. Καλή ήταν και η σκηνή που έβαλαν μια χάρτινη σακούλα στον Ιάσονα, γιατί Θεός και Θεά φυλάξει, δεν έπρεπε να δει τη νύφη! Τη συγκεκριμένη νύφη, που πριν φύγουν, πήγε να τον βρει στο δωμάτιό του για κανένα μισάωρο, κραγιόν να είναι παντού στο σώμα του.
Αισίως, έφτασαν εκεί που έπρεπε. Αν ήσουν απλός θεατής, θα στεκόσουν όρθιος στο χορτάρι, εκεί στη λεμονιά που κάποτε φύτεψε η Ευανθία μετά τον θάνατο του προπάππου Άρη. Στο μέρος που η Μίνα έκλεψε το φιλί του Μάρκου. Με τον ήλιο να πέφτει και τα γυαλιά ηλίου να σε αποχαιρετούν από τη μύτη με τη βοήθεια του ιδρώτα, θα έλεγες πως όχι, είναι δάκρυα συγκίνησης, αντίθετα με τη σκέψη πως περίμενες πάνω από μία καταραμένη ώρα για να εμφανιστεί μια γριά στα πορτοκαλιά να βρει τον ιερέα να ξεκινήσουν.
Ο γαμπρός, ντυμένος με ένα απλό πουκάμισο, στην τσέπη ένα όμορφο μπλε λουλούδι -που μαράθηκε με το περίμενε- θα στεκόταν στην είσοδο της εκκλησίας. Τίποτα το επίσημο και σούπερ glamourous όπως είχε σχεδιάσει η μαμά του. Από την μια πλευρά, ο μπαμπάς του, που ταξίδεψε άρον άρον για να του φέρει τη χάρη της οικογένειας. Ο μόνος γονιός που θα νόμιζε κανείς ότι νοιαζόταν, από την πλευρά του γαμπρού. Πίσω του, πίνοντας ένα γρήγορο μοχίτο προσέχοντας μη τον δει κανείς, ο κουμπάρος, ο αδελφός του γαμπρού, με ένα χαβανέζικο πουκάμισο σε παστέλ μπλε απόχρωση. Αντάλλαζε ματιές με κάποια που στεκόταν μακριά του και περίμενε κάποιον άλλον, μαζί τσούγκριζαν τα πλαστικά ποτήρια τους στον αέρα, εκείνος αλκοόλ, εκείνη τσάι με λεμόνι.
Η κουμπάρα μετά θα άνοιγε τον χώρο. Όμορφη και εκείνη, αν ποτέ περιέγραφε τον γάμο της Νίνας, η Ήβη θα ανέβαζε πολύ τον εαυτό της όπως τώρα. Σαν θεατής λοιπόν, η κουμπάρα θα νόμιζες πως όταν την έφτιαξε ο Θεός ή ο οποιοσδήποτε άλλος, θα έριξε μισό κιλό φωτός πάνω στο κεφάλι της, σαν κορόνα να στέκεται ψηλά. Τα μαλλιά της έπεφταν στους ώμους της γλυκά, οι μπροστινές μπούκλες να γυρίζουν προς τα πίσω και να πιάνονται με μεγάλη προσπάθεια εκεί, ωστόσο πάλι δεν έβλεπε καλά μπροστά της, τα μαλλιά της δεν ήταν τόσο ασφαλή όσο ήθελε να νομίζει. Χαμογελούσε και το χαμόγελό της ήταν το πιο δυνατό σε όλο το κοινό.
Είχε κοκκινίσει ελαφρώς από τον ήλιο όλο το καλοκαίρι. Ταίριαζε, με το γαλάζιο φόρεμα που φορούσε. Λες και είχε ραφτεί για εκείνη, μα ήξερε πως πριν να το αποκτήσει, ήταν μιας άλλης. Τώρα, ήταν δώρο. Ένα δώρο από έναν άνδρα που δεν ήξερε και εμπιστευόταν. Ο κύριος Ανδρέας της το έδωσε ξανά, όπως τότε με την πρώτη της περιπέτεια που εξέταζε τα όριά της, και η Ήβη το φορούσε με το κεφάλι ψηλά, χάρη στην κόρη του κυρίου Ανδρέα, Μαίρη.
Τα κόκκινα παπούτσια της έσπρωχναν τις πέτρες όσο περπατούσε προς τον γαμπρό. Από πίσω της, η υπόλοιπη συνοδεία, ένας ένας να ακολουθεί και να παίρνει θέση δεξιά, αριστερά ή στο κέντρο. Η μητέρα της νύφης χαμογελώντας και συνοδευόμενη από τον γιο της, έναν ψηλό άνδρα που σκεφτόταν μια κοπέλα, τη κόρη του ιδιοκτήτη του μέρους που διέμεναν. Η Δώρα του είχε δώσει τις ευχές της, «Υπάρχουν και αλλού λεμονιές» του είπε. Ακολούθησε η γιαγιά της νύφης, το χέρι της πλεγμένο στον αγκώνα ενός μαυρισμένου άνδρα, ντυμένο στη τρίχα με κουστούμι που σίγουρα δεν ακολούθησε τη θεματική αυτού του γάμου. Ο Ιταλός, όπως πλέον τον έλεγαν, που είχε χωρίσει τη γυναίκα του για την κυρα-Δανάη.
Μετά από χρόνια, ίσως βρήκε κάποιον που να μπορούσε να την αντέξει. Κάποιον, που επιτέλους, μπορούσε να την αγαπήσει και να τον αγαπήσει όπως μπορούσε.
Οι φίλες τις κουμπάρας με τα αμόρε τους ήταν οι επόμενοι. Η Άννα και η Δώρα χέρι χέρι περπατούσαν, δύο φίλες αχώριστες, εδώ και πάντα, από πίσω ο Γιώργος και ο Βαγγέλης να συζητούν για καλλιέργειες παπαρούνας. Λίγο πιο πίσω, ο Άκης, πλέον πρώην -αν υπήρξε ποτέ νυν- της Δώρας, συνοδευόμενος από μια αρκετά καμένη από τον ήλιο Σοφία, που στα μάτια του βρήκε το υπόλοιπο μισό που της έλειπε εδώ και χρόνια. Ο Αχιλλέας ήταν ελεύθερος, σχολίασε η Ήβη στον αναφερόμενο όταν τον έφτασε.
Ο κύριος Ανδρέας, στάθηκε μόνος κοντά στον Βαγγέλη. Έβγαλε το καπέλο του μόλις είδε την Ήβη, ντυμένη στο φόρεμα της νεκρής κόρης του, έδινε νέα ζωή. Ο ίδιος, δεν είχε κάποιον να μιλήσει, ή κάποιον να συνοδεύσει. Με τα χρόνια, έχασε φίλους και οικογένεια, τη στενή τουλάχιστον, γιατί η Ήβη και ο Αχιλλέας ακόμη θυμούνταν την μπουνιά που έριξε η κοπέλα στον Δανιήλ, τον ανιψιό του κυρίου Ανδρέα και πρώτο πιθανό γκόμενο που πρότεινε ο Αχιλλέας στην ηλιόφωτη. Δεν τον πείραζε ιδιαίτερα, αυτή η μοναξιά. Γιατί τις τελευταίες μέρες έμοιαζε να βρήκε την συντροφιά που έψαχνε.
Το πρωί τα είχαν συμφωνήσει με τον βαφτισιμιό και συνονόματό του, ο ένας δεν θα έλεγε τίποτα για τα δώρα και τις λαμπάδες που δεν του αγόρασε ποτέ κανένας νονός, ο άλλος είχε την ευχή του πρώτη για να κάνει κίνηση.
Της έκλεισε το μάτι. Η Μίνα γύρισε μακριά.
Ω, μα, να'τη! Η πρωταγωνίστρια της βραδιάς, μαγική και ανεπανάληπτη! Τέτοιες και άλλες υπερβολές θα φρόντιζε η Ήβη να πει στα ανίψια της για τη μάνα τους. Γελαστή που εμφανίστηκε, γελαστή συνέχισε, τρέχοντας προς τον Ιάσονα. Αγκαζέ είχε τον Μάρκο, προς έκπληξη ορισμένων. Ο Μάρκος, με ένα ντροπαλό χαμόγελο, την συνόδευσε στον γαμπρό. Η Μίνα ακολουθούσε τον πατέρα και τη κόρη να τρέχουν, ο Ανδρέας το ίδιο και η Ήβη επίσης. Οι τρεις, τέσσερις που στο ήθελαν περισσότερο. Την παρέδωσε, τη φίλησε στο μάγουλο, με τη κόρη να κοκκινίζει, πριν γυρίσει πίσω, στον δικό του φίλο.
Η Σειρήνα από πίσω, να βοηθάει τη Νίνα με το φόρεμα και ο σύζυγός της να περπατάει δίπλα της. Η Ήβη την ευχαρίστησε, νοητά, για όσα έκανε στην αρχή εκείνης της μέρας. Η ευχαρίστηση ήταν όλη δική της.
Πώς η Νίνα έκλεψε την παράσταση, αναμενόμενη η ιστορία. Φορώντας μπλε παπούτσια, τα σταράκια της αδελφής της, για να ταιριάζουν με το λουλούδι του γαμπρού, έφτασε κοντά του, παρά τα βλέμματα του ιερέα για την εμφάνιση σχεδόν όλων στη τελετή. Λαμπερή και καμία λάμψη δεν προήλθε από μακιγιάζ ή κάτι άλλο. Ήταν απλώς η χαρά της που γέμιζε τον κόσμο και με ένα βλέμμα έκανε και τους άλλους να χαμογελούν.
Ένας απρόσμενος για την Ήβη καλεσμένος κατέφθασε. Γκρίζα ονειρικά μάτια που έβλεπαν τα χρώματα σε όλα τα επίπεδα του κόσμου και μπορούσε να τα αγκαλιάσει, μαύρα μαλλιά που κοσμούσαν τον ουρανό της και ένα ευγενικό χαμόγελο πίσω από μπλε λουλούδια που έδωσε στον γαμπρό, όπως του ζητήθηκε, για να προσφέρει στη νύφη. Ο Ερμής τους ευχήθηκε και μετά κρύφτηκε προς τα πίσω, εκεί που όσοι ήταν μόνοι έβρισκαν καλή παρέα. Δίπλα στον κύριο Ανδρέα και στον Μάρκο.
Αυτοί ήταν. Εμείς και εμείς, θα έλεγε η Ευανθία με λύπη, που όσο μεγαλύτερος ο αριθμός τον καλεσμένων, τόσα περισσότερα τα δώρα- ε, δηλαδή, το τζέρτζελο. Μα, ήταν και αυτή εκεί. Πλάι πλάι με τον Άρη, σαν αεράκι να μπαίνουν ανάμεσα στην οικογένειά τους.
Η Ήβη χαμογελούσε γλυκά σε όλη τη διάρκεια, ρουφώντας από το τσάι της όποτε μπορούσε. Είχε βάλει μέσα Αχιλλέα, τραγική ειρωνεία, το φυτό να της προκαλεί ηρεμία, και το άτομο να έχει πονοκέφαλο. Μάζευε τον πόνο των άλλων. Χαιρόταν με τη χαρά τους. Και κάπου κάπου, ζούσε τη δική του ευτυχία. Με το μοχίτο στο χέρι, οι δύο φίλοι πάντρεψαν τα αδέλφια τους.
Μια απλή τελετή. Είχαν και έναν ιερέα που κουτσά στραβά, τους καταλάβαινε.
«Θα πάρεις με αγάπη την Κωνσταντίνα;» ρώτησε ο ιερέας.
«Ναι.» απάντησε ο Ιάσονας.
«Θα πάρεις με αγάπη τον Ιάσονα;» ρώτησε ξανά ο ιερέας.
«Δεν ξέρω.» είπε η Νίνα.
«Πλάκα μου κάνεις;» εκνευρισμένος, είπε ο Ιάσονας.
«Εσύ το ξεκίνησες. Ναι, θα τον πάρω, έναν τον έχουμε.» με ένα χαμόγελο, απάντησε η Νίνα.
«Οι βέρες.» είπε ο ιερέας.
Ο Αχιλλέας ψάρεψε το κουτάκι από τη τσέπη του. Γιατί αντάλλαζαν πάλι βέρες, δεν το ήξερε. Τα παιδιά το είχαν κάνει ήδη μια φορά, μπροστά στη Μίνα και στη Μέδουσα Ελένη, όταν πρωτο-αρραβωνιάστηκαν καιρό πριν. Οι χρυσές βέρες περάστηκαν σιωπηλά, με το ταρακούνημα του ποδιού της Ήβης ο μόνος ήχος και κάτι χαρτομάντιλα να μαλώνουν με τη Μίνα για το ποιος θα κερδίσει, εκείνα ή η μύτη της;
«Φίλα την να πάμε σπίτια μας.» είπε ο ιερέας.
Η Νίνα έδωσε τα λουλούδια στην Ήβη και άρπαξε από το πουκάμισο τον Ιάσονα. Στις μύτες, τύλιξε τα χέρια της γύρω του και εκείνος αγκάλιασε τη μέση της και το σώμα της, σε ένα φιλί όμορφο και γλυκό.
Και όταν όλα τελείωσαν, η ηλιόφωτη κοίταξε τον Αχιλλέα, μοιράστηκαν μια κοινή ευχαρίστηση. Εκείνη, να πιστεύει πως πήρε την απόφασή της. Λύγισε στην προσπάθεια. Τα λουλούδια, ζεστά στο χέρι της, την έκαναν να φτερνιστεί. Στράφηκε προς τον πεσμένο ήλιο για να μη το κάνει.
Της έφυγε αμέσως με ένα μικρό βλέμμα του Ερμή. Εκεί καθόταν. Φυσικά, πού αλλού;
Σε ένα άλλο μέρος, η Ήβη βοήθησε να μαζέψει λεφτά για το ντελίβερι από κοντινή ταβέρνα ως μαγικό και υπέροχο κέτερινγκ του γάμου. Παρέα με τον μπαμπά του Αχιλλέα, που για κάποιο λόγο δεν θυμόταν το όνομά του, περίμεναν. Στο τέλος, εκείνος πλήρωσε.
«Η Ελένη το έκανε, αλήθεια.» της είπε. Η Μέδουσα. Η Ήβη χαμογέλασε και σιωπηλά, τον φίλησε απαλά στο μάγουλο. Ο άνδρας κοκκίνησε.
Ο Μάρκος έβγαλε κρασιά. Ο κύριος Ανδρέας ήταν αυτός που τα έφερε, ένας έμπορος που γνώριζε με ένα τηλεφώνημα τα έστειλε με το μεσημεριανό καράβι. Η χαρά όλη για τους δύο φίλους, κοντά μαζί μετά από χρόνια.
Ο γιος του μπήκε στη κουζίνα. Οι φίλοι έμειναν παγωμένοι για λίγο. Μέχρι που ο Ανδρέας ρώτησε τον μπαμπά του, «Και εσύ;»
Ο Μάρκος έδειξε ένα ποτήρι γεμάτο τσάι, δίπλα σε ένα άλλο, για τη μικρότερη κόρη του. «Είμαι κανονισμένος.»
Ο Ανδρέας, διστακτικά, πλησίασε. «Να σας βοηθήσω.»
Λοιπόν, αυτή και αν ήταν η μεγαλύτερη συζήτηση που είχαν μετά από χρόνια πατέρας και γιος. Ο Ανδρέας να αναρωτιέται αν ο πατέρας του έπινε ακόμα, να φοβάται να τον αντιμετωπίσει. Και ο Μάρκος να χαίρεται που τουλάχιστον ήταν εκεί.
Βγήκαν στην αυλή. Όπως κανόνισαν την προηγούμενη μέρα με την Ήβη, τα φωτάκια κρέμονταν από σχοινιά με μεγάλη επιτυχία, αν έπαιρνε κανένας φωτιά ήταν άλλη ιστορία που έμελλε να ανακαλυφθεί. Δύο Ινδοί ήταν μαζί τους από το τουριστικό λεωφορείο που έκλεψαν, ήθελαν να δουν από κοντά Ελληνικό γάμο. Ποιος ελληνικός γάμος έχει τραγούδια από μια playlist που ξεκινάει χαρούμενα με ξένα, συνεχίζει με καταθλιπτικά ξένα και γίνεται αυτή η εναλλαγή, ποτέ ξανά δεν έγινε. Από την άλλη, δεν έχουν όλοι μια Ήβη να προσθέτει τραγούδια στη λίστα της με τίτλο Tsai me lemoni ανάλογα με τις διαθέσεις της όταν πίνει στο μπαλκόνι της.
Όλα λοιπόν, έγιναν σε διάρκεια τριών τραγουδιών. Μπορεί και παραπάνω, αλλά τρία ήταν αυτά που η Ήβη θα θυμόταν από εκείνη τη βραδιά. Και τρία θα έγραφε σε αυτό το κεφάλαιο. Ο Αχιλλέας, με τη κάμερα αγκαλιά, και κάποιες φορές να τη δίνει σε άλλους, να γυρνάει τα πάντα.
Στο πρώτο τραγούδι, ο Van Morrison τραγουδούσε για την αγάπη και πόσα δεν είπε ή δεν πρόλαβε να πει.
Σαν θεατής, θα έβλεπες την Ήβη να χορεύει, χέρια ενωμένα, με την αδελφή της. Η Ήβη και η Νίνα, μέσα στα σκορπισμένα λουλούδια από την μπλε ανθοδέσμη, συνοδευόμενες από τον αδελφό τους, τα τρία αδέλφια να χοροπηδούν πέρα βρέχει και άστα να πάνε. Δεν την πείραζε το γέλιο του Ανδρέα στα αυτιά της να σπάει τα τύμπανα, ούτε οι αγκαλιές της Νίνας να κολλάνε το μπλε φόρεμα της Ήβης περισσότερο. Δεν την πείραζε που η Μίνα τους ακολουθούσε με το κινητό, φλας ενεργοποιημένο, τυφλωμένους από το φως να τους τραβάει, κλαίγοντας.
Κάπου σε ένα άλλο μέρος, ο Μάρκος κοιτούσε. Στην αρχή ήταν μόνος. Μετά, στο παγκάκι, κάθισε ο Ερμής, ρωτώντας αν μπορούσε να τον συντροφεύσει στη μοναξιά τους. Λίγο πιο πίσω, ο Αχιλλέας, ένα τσιγάρο στο χέρι και δίπλα από τον ιερέα, να τον ρωτάει γιατί τον μάτιαζαν όλοι όπου πήγαινε και του πονούσε το κεφάλι και η κάμερα να καταγράφει τα τρία αδέλφια στη μέση της αυλής.
Να κοιτούν την ηλιαχτίδα, τη Σκάουτ, την ηλιόφωτη μέσα στην ευτυχία της.
Οι άνδρες της Ήβης, έλεγε η Δανάη στον Ιταλό.
Η Δώρα και η Άννα μετρούσαν τα λεφτά στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς. Για το στοίχημα, έλεγαν στα αγόρια τους, μα όλοι ήξεραν πως πραγματικό στοίχημα δεν υπάρχει όταν στοιχηματίζεις στον ίδιο άνθρωπο. Ή τουλάχιστον, στους ίδιους.
Η Δώρα σηκώθηκε και πήρε τον Βαγγέλη από το χέρι. Έφυγαν στα κλεφτά στη κουζίνα μέσα στο σπίτι.
Η Άννα φίλησε τον Γιώργο. Τον παρακάλεσε για έναν χορό, μα εκείνος δεν καταλάβαινε γιατί είχε δάκρυα.
«Δεν είναι ότι θα μου φύγεις ποτέ.» της ψιθύρισε, λες και ήξερε. Λες και θα την ακολουθούσε.
«Συγνώμη.» του έλεγε ξανά και ξανά και ξανά.
Και εκείνος την γυρνούσε, σε όλη την αυλή, το φόρεμά της να μπαίνει ανάμεσά τους. Πάντα ο κύκλος να ξεκινάει στα μάτια του να τελειώνει στα χείλη του. Και αν έφευγε, θα γυρνούσε σε εκείνον. Το ήξεραν και οι δύο πλέον.
Κάποια στιγμή.
Η κάμερα θα βρισκόταν στα χέρια της Μίνας μετά, ακολουθώντας μια αόρατη γραμμή που θα την έβρισκε ακριβώς μπροστά στον Ανδρέα. Μέσα από τον φακό, είδε το βλέμμα του, να την περιμένει να του μιλήσει, επιτέλους. Την κατέβασε, σιγά σιγά και την γύρισε στο πλάι, να κοιτάει και εκείνη την Ήβη. Κέντρο του κόσμου.
«Έδωσες στην μικρή το φόρεμα της Μαίρης.» είπε η Μίνα, καταλαβαίνοντας τι σημασία είχε για αυτόν. «Νόμιζα τα είχες πετάξει όλα.»
Ο Ανδρέας έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού. «Αυτό το κράτησα.»
«Γιατί;»
«Ήθελα να έχω κάτι δικό της.» της απάντησε.
«Το έδωσες όμως στην Ήβη.» ψιθύρισε.
«Το έκανα.»
Η Μίνα θύμωνε. «Μπορείς να μην απαντάς έτσι;»
«Πώς;» τη ρώτησε με ένα μικρό χαμόγελο.
«Με εκνευρίζεις.» του δήλωσε. «Αφάνταστα.»
Ο Ανδρέας ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν κάνει τίποτα.»
«Και πάνω που νόμιζα πως είχες μια τιμή σε όλα.»
«Δεν με γνώρισες έτσι.»
«Δεν σε ξέρω πλέον.»
«Θες να με μάθεις;»
Η Μίνα απάντησε υπερβολικά γρήγορα. Όλος ο θυμός να γίνεται οργή και να γυρίζει πίσω στην ηρεμία. «Ναι.»
Ο Ανδρέας έτεινε το χέρι του. «Είμαι ο Ανδρέας.»
Η Μίνα, τα μάτια της συνέχεια πάνω του, ανταπέδωσε. «Με λένε Μίνα.»
Αστείο, σκέφτηκε. Το ίδιο είχε πει στον έρωτα της ζωής της κάποτε.
Έδωσε τη κάμερα στη Δώρα, που τότε έβγαινε από την πρώτη φάση σεξ της βραδιάς για εκείνη. Χαμογελώντας τράβηξε τη Νίνα και τον Ιάσονα, ο χορός τους ως παντρεμένοι κάτω από τα αστέρια, έστω και τεχνητά, σε έναν σκοτεινό ουρανό. Το ζευγάρι κοιτούσε ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου, κάτι ψιθύριζε ο Ιάσονας, κάτι της έλεγε και η Νίνα γέλαγε, και λίγο πιο πέρα, ο μπαμπάς του Ιάσονα μα μιλάει με τη Δανάη και να κρατάει το φανάρι στον Ιταλό, συζητώντας οι τρεις τους για διάφορα. Συγκεκριμένα, ο μπαμπάς του Ιάσονα τους έλεγε για τις κάλτσες του, παρόμοιες είχε φορέσει και ο Πρωθυπουργός του Καναδά τόσα χρόνια πριν.
Η Δώρα έπεσε πάνω στην Άννα και στον Γιώργο. Αμίλητοι, μαζί τράβηξαν τις επόμενες στιγμές. Χαμογέλασαν οι φίλες όταν είδαν τον Αχιλλέα να πλησιάζει μια μόνη Ήβη. Να την παίρνει από τα χέρια και να τη κρατάει στην αγκαλιά του, η απόσταση αποδεκτή και από τους δύο.
Ο Αχιλλέας την άφησε να ξεκινήσει με το πρώτο βήμα. Την ακολούθησε, όπως θα την ακολουθούσε παντού και όπως εκείνη θα τον ακολουθούσε παντού και πάντα. Το γαλάζιο φόρεμα μπήκε ανάμεσά τους, να φωτίζει τα μάτια της. Και εκείνη χαμογελούσε, βεβιασμένα στην αρχή, σίγουρα στο τέλος.
«Που λες,» ξεκίνησε.
Την διέκοψε, του επέτρεψε. «Τι λέω;»
«Νομίζω πως πήρα μια απόφαση.» του ανακοίνωσε. «Μικρή, και ίσως λίγο χαζή. Αλλά δεν ξέρω, φαίνεται καλή για αρχή.»
Ο Αχιλλέας της χαμογέλασε. «Τι απόφαση;»
«Θέλω να είμαι ευτυχισμένη. Και οι άνθρωποι γύρω μου να είναι έτσι. Και...» σταμάτησε και σκέφτηκε.
Ο Αχιλλέας την γύρισε. Τα μάτια του γυάλιζαν. «Και...»
Η Ήβη ήρθε κοντά του, τα δικά της ήταν πλέον κουρασμένα. Μια απόφαση στιγμής. «Θέλω να το κάνω μαζί σου. Να προσπαθήσω.»
Και όπου βγάλει. Δεν έπρεπε να γίνει έτσι.
Την άγγιξε απαλά στα χέρια, η Ήβη έκανε μια στροφή μόνη της. «Είσαι σίγουρη;»
Κούνησε το κεφάλι της. «Αν το μετανιώσω και λιποθυμήσεις, να με σπρώξεις, κυριολεκτικά, προς την σωστή. Μέχρι τότε...»
Ο Αχιλλέας θα πέθαινε για εκείνη.
«...μέχρι τότε πιάσε με.» του ψιθύρισε.
Η Ήβη ήθελε κάποιον που θα ζήσει για εκείνη.
Η κάμερα γύρισε τον φακό αλλού. Για λίγο, έμεινε πάνω σε δύο μελαγχολικούς άνδρες, ο ένας με πράσινα μάτια, ο άλλος με γκρίζα. Δύο άνδρες, με και χωρίς χρώμα, που ζούσαν μέσα στις σκιές και έμαθαν πως το φως μπορεί να σε ταρακουνήσει να προσπαθήσεις να επιβιώσεις. Ο Ερμής άρχισε να μαθαίνει τον πατέρα για τον οποίο κάποτε άκουσε μία φορά και μετά ξεχάστηκε. Εκείνον, που κρατούσε την Σκάουτ του ξύπνια και με ένα άγγιγμα δικό του, ηρεμούσε μέσα στα αναφιλητά της. Ο Μάρκος, γνώρισε επιτέλους, εκείνον τον θεό της, που της έκλεψε το πρώτο φιλί, τον πρώτο έρωτα, τα πρώτα πάντα, εκείνον για τον οποίο έκλαψε και εκείνον που- που τίποτα, σκέφτηκε η Ήβη. Πλέον τίποτα.
Μέσα στην αγκαλιά του Αχιλλέα αναρωτιόταν, τι έκανε εκεί; Γιατί έμεινε; Μπορούσε να φύγει, μακριά από όλους και από όλα, να πάρει τον χρόνο που είπε στην Astrid, ξεχνώντας το δαχτυλίδι που της είχε δώσει μια για πάντα και να κρυφτεί, τόσο ήθελε. Γιατί έμεινε εκεί, να μιλάει με τον άνδρα που αγαπάει περισσότερο, να γελάει με τα άθλια αστεία του, να μαλώνει για το θέατρο και το τσάι με λεμόνι που τόσο μισούσε και αγαπούσε.
Γιατί τον σκεφτόταν; Η Δανάη θα της έλεγε να μην αναρωτιέται για τα πάντα. Να απαντάει μόνη της. Η Ήβη φοβόταν αυτές τις απαντήσεις. Φοβόταν, πως οι αποφάσεις της δεν θα συμφωνούσαν με εκείνες τις απαντήσεις.
Ο Αχιλλέας φίλησε απαλά το κεφάλι της. Εκείνη έκλεισε τα μάτια και τον αγκάλιασε σφιχτά, δεν ήθελε να τον αφήσει ποτέ. Ακόμη και αν αναγκαζόταν.
Ο Μάρκος σηκώθηκε πριν προλάβει να χορτάσει τον Αχιλλέα. Ήρθε, ζήτησε τη κόρη του διστακτικά και την πήρε κοντά του. Ο Αχιλλέας απομακρύνθηκε, δίχως να παίρνει τα μάτια του από πάνω της.
Θα άντεχε, θα άντεχε, θα άντεχε...
Λίγο πριν το τέλος του τραγουδιού, ο μπαμπάς της έκλεισε τα χέρια του γύρω από τα δικά της. Δεν ήταν απλά βήματα όπως πριν με τον Αχιλλέα, ήταν άλματα, από αυτά που παραπατούσες και πατούσες κάποιον άλλον και έσπρωχνες τη Νίνα από τη μέση και με το μπλε φόρεμά σου έκλεβες τα μάτια και τα γέλια. Η Μίνα κοιτούσε χαμογελώντας, χαρούμενη με κάτι που της έλεγε ο κύριος Ανδρέας, και οι δύο να είναι άνετα στη μικρή τους παρέα, λες και έτσι έπρεπε να είναι από την αρχή.
Ο Μάρκος τηη γυρνούσε μέσα στο φόρεμά της, όπως τότε που ήταν μικρό κοριτσάκι. Με το δαχτυλίδι και τις έξι ακτίνες, τη μία σπασμένη, να σφίγγει πλέον το δάχτυλό της, παλιό και καινούριο μαζί. Γελούσε, γελούσε με αυτή τη ζωή.
«Σε ευχαριστώ.» του είπε η Ήβη. «Που...να, ήρθες τελικά.»
«Η Νίνα μου το ζήτησε.» της είπε. «Απρόσμενα, μπορώ να πω.»
Το ήξερε. «Ναι, απλώς, δεν περίμενα όντως να το κάνεις.»
Ο Μάρκος χάιδεψε σε μια στροφή τα μαλλιά της. «Ούτε εγώ.»
«Ξέρεις,» ξεκίνησε και ήρθε πιο κοντά του, «μίλησα πριν με τον ψυχολόγο μου. Λίγο τρελός, νομίζω χρειάζεται και αυτός κάποιον να τον κοιτάξει.»
«Ω αλήθεια;»
«Ναι. Τρελαίνεται κάθε φορά που ακυρώνω τα ραντεβού μας για κάποιο ταξίδι, ή περιπέτεια. Τέλος πάντων.» κούνησε το κεφάλι της. «Και, η κατάθλιψη θεραπεύεται. Μας το είπε αυτό και μια καθηγήτρια.»
Ο Μάρκος ξαφνιάστηκε. «Ενδιαφέρον θέμα να ανοίξεις τώρα.»
Χμ, ήταν από εκείνα που ήταν εκτός ατμόσφαιρας. «Το σκέφτηκα και...Να, οι τελευταίες μέρες ήταν περίεργες για μένα. Με έκαναν να αναρωτιέμαι τα πάντα, να νιώθω τα πάντα. Τη μια στιγμή ψηλά, την άλλη χαμηλά...»
«Και;» τη ρώτησε. Ήδη ήξερε τι έλεγε, τα ίδια είχε περάσει. Τα ίδια είχε πει ο δικός του ψυχολόγος.
«Είπε πως κάποια στιγμή θα περάσουν τα χρόνια. Και ακόμη και αν είμαι για πολύ καιρό καλά, θα έρθει αυτή η μέρα που θα πάω πίσω, στα άσχημα. Και για κάποιον ηλίθιο λόγο, θα χαμογελάσω που πέρασα τον πόνο.» του είπε, αυτολεξεί. Σήκωσε τα μάτια της. «Εσύ, πέρασες αυτή την μέρα;»
Ο Μάρκος την κράτησε καλά από τη μέση. «Με ρωτάς αν, όντας ίδιοι, θα έρθει και για εσένα αυτή η στιγμή;»
Απάντησε εύκολα και γρήγορα. «Ρωτάω αυτό ακριβώς με έμμεσο τρόπο γιατί ντρέπομαι. Και φοβάμαι.»
Ο Μάρκος της χαμογέλασε. «Και γιατί φοβάσαι; Άσε τη ζωή να κυλήσει και κύλα μαζί της. Όταν σταματήσεις να φοβάσαι, τότε θα αρχίσεις να ζεις μικρή.»
Η Ήβη κόλλησε πάνω του. Δεν χρειαζόταν αποστάσεις. Ήταν ασφαλής.
Και ο Μάρκος την αγκάλιασε, σφιχτά, στα λόγια του Van Morrison.
Υπάρχει αγάπη που είναι θεϊκή,
και είναι δική σου και δική μου,
σαν τον ήλιο.
«Ηλιαχτίδα;» της είπε ψιθυριστά. «Αποφάσισες τι θα κάνεις με τη ψυχή σου;»
Η Ήβη έριξε το κεφάλι της στον ώμο του. Τα μάτια της τη μια στιγμή να ακολουθούν τον Αχιλλέα που περπατούσε προς το μέρος της, την άλλη να αφήνουν το αποτύπωμά τους σε έναν μόνο Ερμή. Για πάντα μόνος.
«Θέλω να ανοίξω το κουτί.» του είπε χαμηλόφωνα. «Να σπάσω το γυαλί.»
Ο μπαμπάς της μύριζε γιασεμί εκείνο το βράδυ, όπως κάθε βράδυ. Μύριζε σπίτι. Τη φίλησε στο μέτωπο και το σήκωσε ψηλά. «Είμαι περήφανος για εσένα μικρή.»
Γιατί κάποιες φορές, ακόμη και εκείνος φοβόταν τα δικά του όνειρα.
Στο δεύτερο τραγούδι, η Diana Ross φώναξε για την αγάπη που ήθελε να γυρίσει πίσω, αυτή που θα συναντούσε σε κάθε ζωή, ή θα τη συναντούσε εκείνη.
«Δώσε και σε μένα!» φώναξε η Άννα. «Θέλω και εγώ.»
«Εσύ θα την χάσεις ή θα την σπάσεις!» της είπε η Δώρα.
«Σε παρακαλώ, πολύ, πολύ, πολύ, πολύ.»
Εκείνη της την έδωσε. «Κάτι τέτοια έκανες και στο δημοτικό και σου έπαιρνα τους μαρκαδόρους.»
Η Άννα έβγαλε έναν ήχο απόκοσμο, παιδικό, σαν να βγήκε από ανάμνηση. Ο Γιώργος, ερωτευμένος, τη βοήθησε να τη σηκώσει. Μαζί, έστρεψαν τη κάμερα. Συνέχισαν να γυρίζουν.
Ο Αχιλλέας βρέθηκε να στέκεται δίπλα στη Δανάη. Ο Ιταλός την είχε παρατήσει για λίγο, την απατούσε κοινωνικώς με τον πατέρα του.
«Έμαθα πως είσαι παλιό φουγάρο.» την χαιρέτησε. «Έχεις τίποτα και για εμένα;»
Αμέσως σήκωσε το ασημένιο τσαντάκι της, τρελή αντίθεση με το πορτοκαλί φόρεμά της. «Εσύ δεν είσαι που έχεις συνέχεια πονοκέφαλο; Δεν κουβαλάω πάνω μου ναρκωτικά. Για τον Ιταλό δεν ξέρω.»
«Ένα τσιγάρο θέλω στα γρήγορα.» της απάντησε και έβγαλε τον αναπτήρα του αμέσως. «Με ηρεμεί.»
«Το τσιγάρο μωρέ; Βλακεία είναι.»
«Βάζει ομίχλη στην καταθλιπτική ζωή μου. Εσύ γιατί το κάνεις;»
«Γιατί δεν προλαβαίνω να κάνω ναρκωτικά στην ηλικία μου.» του απάντησε. Το πακέτο πέρασε από τα χέρια της στα δικά του, σχεδόν άδειο πλέον. «Ένα ε. Να βγάλω τη βραδιά.»
Το δέχτηκε με μεγάλη ευχαρίστηση. «Ένα, αλήθεια. Με τη καλύτερη γιαγιά του κόσμου.»
«Για να με τυραννάτε με έχετε, λες και δεν σας ξέρω.»
Ο Αχιλλέας γέλασε πριν το ανάψει. Ο καπνός τον έπνιξε και άλλες λίγες ώρες ζωής αφαιρέθηκαν από τον λογαριασμό του. Ήξερε πως μια μέρα θα έρθει αντιμέτωπος με τον Θάνατο, τότε θα είναι καμιά κυρα-Δανάη να του δίνει το τελευταίο τσιγάρο πριν αρχίσει να βήχει και εξαφανιστεί και αυτή.
«Και τι παίζει με τον Ιταλό;» τη ρώτησε. «Βλέπουμε στέφανα;»
Η Δανάη γέλασε δυνατά πριν βήξει. «Εγώ; Γάμος; Για ποια με πέρασες;»
«Δεν παντρευτήκατε ποτέ;»
«Εγώ αγόρι μου, με το ζόρι είχα το ίδιο βρακί για πάνω από μία εβδομάδα.» του απάντησε. «Στα νιάτα μου ήμουν χειρότερη. Ευτυχώς πήρε μόνο η Νίνα μας από εμένα και κάπως τα βρήκε αυτή με τον Θεό.»
«Μακάρι να ευτυχήσουν.» είπε και παρακάλεσε όποιο πνεύμα που τον παρακολουθούσε να τον ακούσει σε αυτή την ευχή. Ξαφνικά και χωρίς να το καταλάβει, το μυαλό του πήγε σε έναν άλλον παραλίγο γάμο. Πού ήταν όμως η νύφη; «Η Astrid;»
Η Σειρήνα εμφανίστηκε δίπλα του. Έτσι, στο άσχετο και από το πουθενά. Έπαιζαν τα μάτια του. Η μελαχρινή του έδωσε ένα από εκείνα τα χαμόγελα που κάποτε τον έκαναν να λυγήσει στα πατώματα, μόνο που τώρα είχε μια διαβολική αίσθηση.
«Η σκρόφα πέθανε.»
Το είπε και το εννοούσε.
Ο Αχιλλέας τρόμαξε και η Δανάη μπήκε πάλι στη συζήτηση. «Απλώς έφυγε.»
«Γιατί;» ρώτησε μπερδεμένος. Πίστευε πως τουλάχιστον θα πίεζε τον ψηλό μαλάκα λίγο παραπάνω.
Καλή κοπέλα, αλλά, πώς να το θέσουμε ευγενικά, δεν ήταν για αυτή την παρέα. Κάποιος άλλος στον κόσμο την έψαχνε.
Η Σειρήνα έσφιξε τα χέρια της γύρω από την πλάτη της. «Γιατί είναι σκρόφα και ο Ερμής το κατάλαβε.»
«Γιατί τη χώρισε.» είπε η Δανάη και άναψε το δικό της τσιγάρο. «Και πολύ άργησε.»
Ο Αχιλλέας κοίταξε την ηλιόφωτη. Σχεδόν, σχεδόν, χαρούμενη, στα χέρια του μπαμπά της. Και όμως, κάτι της έλειπε.
Νόμιζε πως της το είχε δώσει.
«Η Ήβη θα μείνει εδώ.» τους είπε. «Σε...σε εμένα.»
Καμία από τις δύο δεν μίλησε. Η Σειρήνα και τα μάτια της είχαν μια έκφραση απορίας, δεν το περίμενε. Έκπληξη και ο Αχιλλέας δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν καλή ή όχι. Η Δανάη, άφησε τη στάχτη να πέσει κοντά στο παπούτσι του, της συνέβαινε συχνά τελευταία, με την ίδια έκπληξη στο δικό της πρόσωπο. Σαν να είχε χάσει κάτι.
«Κρίμα.» ψιθύρισε η γιαγιά. «Και θα μπορούσα να ποντάρω στις αδελφές ψυχές. Θα κέρδιζα.»
Το αστείο ήταν, πως ακόμη και αν ο Αχιλλέας ήθελε τρελά την ηλιόφωτη, δεν ένιωσε ούτε λίγο προσβεβλημένος. Δεν πρόλαβε.
Η ομίχλη του τσιγάρου του μπήκε μπροστά του. Για λίγο, η ανάσα του κόπηκε και ο εγκέφαλός του είχε μια βουή, έναν επαναλαμβανόμενο ήχο που τον ενοχλούσε ιδιαίτερα τελευταία. Όμως δεν ένιωθε άνετα εκεί, ένιωθε περίεργα και...λάθος. Κάποιος τον τραβούσε. Και τα φωτάκια στα σχοινάκια έμοιαζαν να λάμπουν περισσότερο πάνω από το κεφάλι του.
Ψίθυροι στα αυτιά του έφταναν ο ένας μετά τον άλλον. Κάποιοι χαρούμενοι, που τον έσφιγγαν, άλλοι λιγότερο, ανησυχητικοί που προσπαθούσαν να καταλάβουν και οι ίδιοι τι γινόταν. Το κεφάλι του έμοιαζε με ένα κενό, εκεί πάνω κάπου, ένα κομμάτι να έφυγε και να ελευθέρωσε κάτι σαν μπάλα που πιεζόταν. Αν έπεφτε πίσω, δεν θα σηκωνόταν, πώς, δεν είχε καλή ισορροπία, ήταν στην οικογένεια.
Και μετά, εκείνη. Ο έρωτας με τα ξανθά μαλλιά. Να λέει κάτι με τα μάτια της, όχι σε εκείνον, σε άλλον. Η Η από την ταινία, ο Ε από τη ταινία και ο Α, η αρχή των πάντων, να φτάνει στη μέση. Εκεί που ο κακός πέθαινε λίγο πριν το τέλος από την υπερβολική του αγάπη. Και όταν σαν άστρο θα δημιουργούσε έκρηξη, θα απωθούσε τα κομμάτια του παζλ μακριά το ένα από το άλλο, έτη φωτός μακριά.
Και αυτό από την αρχή. Ξανά, και ξανά.
Για αγάπη, ήθελε να μιλήσει. Η καρδιά του άρχισε να σπάει και να χάνεται στους ρυθμούς της πριν απότομα ξανακολλήσει. Ο ταχύς βηματισμός της συνεχίστηκε, στο έπακρο, σε υπερένταση και εκείνος και εκείνη.
Είχε κάνει λάθος.
Ένα πράγμα της ζήτησε. Το σκέφτηκε, τι θα σήμαινε αυτό για εκείνον; Οι ψίθυροι έγιναν πιο δυνατοί, περίπου μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν και για λίγο, χάθηκε η εικόνα του στο σκοτάδι. Φοβόταν, δεν θα την άφηνε, όχι, όχι έτσι. Να νιώθει πως έκανε το μεγαλύτερό της λάθος, να νιώθει ανάξια και να πονάει. Δεν θα την άφηνε να πονέσει και να σπάει ξανά και να πάρει και εκείνον μαζί της, κανείς τους δεν το άξιζε.
Δεν ήταν αυτό ευτυχία. Όχι η ευτυχία που κυνηγούσε η ηλιόφωτη. Όχι η ευτυχία που ποθούσε εκείνος.
Είχε χρόνο. Λίγο ακόμη, προλάβαινε. Και θα την έβρισκε και εκείνος την ευτυχία του. Θα προλάβαινε, θα τα έκανε όλα, λίγο χρόνο μόνο ζητούσε, λίγο....
Και τότε, η εικόνα καθάρισε, τα φωτάκια άστραψαν και ο Αχιλλέας επανήλθε με μια κραυγή της Δανάης.
«Πρόσεχε βρε αγόρι μου, δεν είναι φθηνά αυτά, τη στάχτη είπαμε στην άκρη μωρέ!» του φώναξε. «Δες πώς με έκανες!»
Δεν είχε ώρα για αυτό. Ένιωθε πως κάτι τον πίεζε. «Θα στα πληρώσει η Μέδουσα.»
«Αυτή πολλά έχει να πληρώσει, να δω πού θα τα βρει.» μουρμούρισε. «Πού πας;»
Δεν της απάντησε. Η Σειρήνα στάθηκε δίπλα της, το χαμόγελο μεγάλο. «Δεν είναι ολοφάνερο;»
Η Δανάη έβγαλε τον καπνό από μέσα της. «Και έμεινα με την ξινή. Για να σε πω εσένα, τώρα που σε βρήκα.»
«Για πείτε μου.»
«Από δολοφονίες, πώς τα πηγαίνεις;»
«Τα βασικά. Μένουν στη φαντασία μου.»
«Α, μάλιστα.» έκανε η Δανάη και την έπιασε αγκαζέ. «Γιατί η πρώην του νυν μου τα σπάει λίγο και θέλω βοήθεια και ιδέες. Όλοι οι άλλοι είναι απασχολημένοι. Άκου τι έχω στο μυαλό μου.»
Ο Αχιλλέας περπάτησε γρήγορα, αγνοώντας την Άννα με τη κάμερα να τον ακολουθούν. Έφτασε την Ήβη και τον Μάρκο, πάνω στην ώρα, το λάπτοπ που έπαιζε τη μουσική κόλλησε και κάποιος έβαλε το τραγούδι από την αρχή. Είχε χρόνο.
Η Ήβη ξαφνιάστηκε περισσότερο από τον Μάρκο όταν τους χώρισε. «Αχιλλέα, τι-»
Δεν ήξερε τι έκανε, έβαλε το χέρι του στο στόμα και το δάγκωσε στη βιασύνη να σκεφτεί. «Μου είπες αν κάνεις λάθος να σε πάρω και να σε σπρώξω στη σωστή.»
«Δεν-δεν καταλαβαίνω.»
Πήρε τα χέρια της μέσα στα δικά του. Την έφερε κοντά του, μια τελευταία φορά να δει τα μάτια της. «Έχεις τα πιο ωραία μάτια που έχω δει.»
«Ευχαριστώ;» του είπε. «Αλλά αλήθεια, δεν σε καταλαβαίνω. Είσαι καλά; Φαίνεσαι λίγο χλωμός.»
«Αλλά,» και συνέχισε την πρότασή του, «αλλά δεν είναι για μένα. Εγώ...μου αρέσει το μπλε. Απλώς, δεν το αγαπώ τόσο ώστε να νιώσω και να το κάνω ευτυχισμένο.»
Τα μάτια της γυάλιζαν και δεν ήξερε τι να πει. «Σταμάτα-»
«Ξέρω τι έχεις στο μυαλό σου.» της είπε. «Πάνε. Και, όλα, αυτή τη φορά, θα είναι καλά.»
Και την έσπρωξε προς την σωστή απόφαση. Εκείνη που τη φόβιζε.
Η Δώρα ακολούθησε την Άννα από πίσω με τη κάμερα. «Και το στοίχημα;»
Η Άννα είδε την Ήβη να περπατάει, βαριά και ντροπαλά, όχι και τόσο σίγουρα όσο όταν την έσπρωξε ο Αχιλλέας. Η φίλη τους, χαμένη, κοιτούσε πίσω και μπροστά, ψάχνοντας από κάπου να πιαστεί, κάποιος να την βοηθήσει. Αλλά έπρεπε να αποφασίσει αυτή τη φορά να βοηθήσει τον εαυτό της επιτέλους.
Ανασηκώνοντας τους ώμους της, σταμάτησε να περπατάει, μόνο να τραβάει. «Δεν ξέρω. Νομίζω...νομίζω πως είμαστε ακόμη σωστά.»
Η Δανάη κοίταξε την παλιά κάμερα. «Είσαι σίγουρη πως τραβάει ακόμα; Δεν θέλει αλλαγή φιλμ;»
«Έτσι μου την έδωσαν. Είναι του Αχιλλέα.» της είπε. «Ξέρει τι κάνει.»
Και αυτός και εκείνη.
Η Ήβη στάθηκε αμήχανα μπροστά του. Ο Ερμής κοίταξε ψηλά, δεν περίμενε να είναι εκεί. Κανείς τους δεν περίμενε να είναι εκεί.
Κοίταξε άλλη μια φορά πίσω δαγκώνοντας τα χείλη της. Όλα πήγαιναν αλλιώς από αυτό που είχε προγραμματίσει και αποφασίσει. Ο Αχιλλέας φερόταν ξαφνικά περίεργα, η Ήβη νόμιζε πως έκανε το σωστό. Αυτό που ήθελε. Αλλά δεν την εμπιστεύτηκε. Εκείνη το είχε πει για πλάκα και εκείνος...την έσπρωξε. Από όλα τα πράγματα που μπορούσε να κάνει, την έσπρωξε.
Τα πόδια της έγιναν ζελέ, ίσως και να ήταν πάντα, δεν τα είχε απόλυτα καλά με την ανθρώπινη ανατομία όπως νόμιζε. Ο Ερμής πρώτη φορά δεν ήταν αυτός που μιλούσε, κανείς από τους δυο τους δεν έκανε την κίνηση. Τίποτα δεν θα έλεγε, τίποτα δεν είχε σίγουρο για να πει.
Δεν ήταν η σειρά του. Ήταν η σειρά της.
Άντε όμως, πρέπει να τελειώσει το κεφάλαιο.
Δεν έδωσε πολύ σκέψη. Ο Αχιλλέας πώς κατάλαβε όλα όσα εκείνα δεν ήξερε;
«Κοίτα να δεις τώρα τι γίνεται.» σκέφτηκε ως αρχή. «Όπως είδες με έσπρωξε.»
Της χαμογέλασε. «Κάτι πρόσεξα.»
«Ναι, δεν ξέρω γιατί. Είναι περίεργος. Σαν εμένα. Είναι και αυτός περίεργος και-και, χμ.» το χέρι της έτρεμε, βασικά εκείνη το κουνούσε, ήθελε να το δει να τρέμει και να σταματάει, να κρατήσει τον έλεγχο. Ανάσα. Η μελαγχολία έρχεται αργότερα. «Διάλεξα εκείνον.»
Δεν της είπε απολύτως τίποτα. Απλώς άκουγε. Μόνο θα άκουγε τώρα.
«Για λίγο. Δεν ξέρω τι πάει λάθος στο δικό του μυαλό, το δικό μου είναι συνήθως που δουλεύει υπερωρίες, αλλά το δικό του είναι πνιγμένο στη νικοτίνη. Α, σαν το δικό σου. Λίγο; Κάπως. Και, κάτι του έστριψε, εκεί που ήμουν σίγουρη για τα πάντα,» πήρε μια μικρή ανάσα, «ήρθε και διέλυσε τον κόσμο μου.»
Τώρα; Τώρα είναι καλή στιγμή να πεις κάτι Ερμή. Όχι; Όχι, συνέχισε να τη κοιτάει περιμένοντας κάτι που θα τον πλήγωνε. Κάτι που θα τον χτυπούσε. Κάτι που θα μπορούσε να τον κάνει να σπάσει.
«Αλήθεια δεν ξέρω τι πάει λάθος μαζί του.» συνέχισε και έκατσε δίπλα του. «Είχα ένα πλάνο. Στήθηκε απότομα και χωρίς ιδιαίτερο χρόνο προσοχής, αλλά ήταν ένα πλάνο. Την Παρασκευή δεν θα πετούσα μαζί σου,» το χέρι του απομακρύνθηκε από δίπλα της, «και θα έμενα εδώ. Τουλάχιστον άλλον έναν χρόνο. Να πάρω ένα διάλειμμα.»
Τοποθέτησε το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού του, αμίλητος και ακίνητος δίπλα της.
Η Ήβη ήθελε κάτι. Αλλά μιλούσε πολύ, χωρίς λογική και ο Αχιλλέας της έκανε νόημα να επιταχύνει. Τον είδε να πηγαίνει στο λάπτοπ, να βάζει το προηγούμενο τραγούδι για κάποιον περίεργο λόγο, λες και αυτό που τον ένοιαζε, ήταν το επόμενο να διαρκέσει μια ζωή.
«Και ο μαλάκας πήγε και με έσπρωξε. Εκεί που το πήγαινα αργά και αποφάσισα να το πάω έτσι, με έσπρωξε με μεγάλη ταχύτητα και επιτάχυνση και...υποθέτω με έβαλε τέρμα.» του είπε, γελώντας στις δικές της σκέψεις, μόνη της. «Ο μπαμπάς μου είπε να σπάσω το γυάλινο κουτί μου και νόμιζα πως το είχα κάνει.» κοίταξε το χέρι του στην τσέπη του. «Αλλά μάλλον όχι. Μάλλον το κάνω τώρα;»
Διστακτικά, πήγε να τον αγγίξει. Εκείνος, έμεινε στάσιμος.
«Τι πιστεύεις εσύ;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα.
«Δεν έχω πλέον όλες τις απαντήσεις που ψάχνεις Σκάουτ.» βραχνή η φωνή του. Όμορφη. Θα μπορούσε να την ακούει για πάντα.
«Θέλω να σου θέσω ένα ερώτημα και αν μπορείς να μου απαντήσεις. Το σκεφτόμουν πολύ, όπως ξέρεις, μιας και ο ορισμός του για μένα...απλά ήταν δύσκολο να βρεθεί. Αλλά με νοιάζει, γιατί αν δεν είμαι σίγουρη, πώς θα ξέρω τι να πω και σε ποιον; Μπορώ να το πω στη Νίνα, στη μαμά, νομίζω και στον Αχιλλέα, αλλά σε εσένα, φοβάμαι μήπως και βγω έξω.»
Ήξερε. Δεν χρειαζόταν να το πει.
«Και μετά από τόσο καιρό, τόσους μπελάδες, το σκέφτηκα καλά εκεί, στην αγκαλιά του μπαμπά μου. Ξέρεις, ήταν απών. Σε γιορτές στο σχολείο, σε παραστάσεις θεατρικές, ίσως για αυτό μισώ και το θέατρο. Και πάντα, πάντα, τον αγαπούσα. Σε κάθε γενέθλια που ήταν μεθυσμένος και δεν ήξερε τι έλεγε. Σε κάθε υπόσχεση που θα έσπαγε. Σε κάθε μέρα που δεν θα γυρνούσε σπίτι. Και σε κάθε βράδυ που θα μου έλειπε. Θα τον αγαπούσα.» του είπε, σιγανά. «Και πάλι τον αγαπώ, τώρα που τον μαθαίνω από την αρχή, μπορώ να του το πω. Ευθέως, να του έρθει σαν τούβλο, να, σε αγαπώ, και τα συναφή. Προσπαθούμε να μάθουμε ο ένας από τον άλλον και...με βοηθάει να καταλάβω. Έτσι όπως με κρατούσε, του το είπα, βέβαια δεν το άκουσε. Ή μπορεί και να το άκουσε και τώρα απλώς...δεν ξέρω.»
Οι δυο τους κοίταξαν μπροστά. Κάτω από τα φωτάκια, μερικά να έχουν χαλάσει ήδη γιατί ήταν παλιά, δύο άνθρωποι να χορεύουν αργά, οι υπόλοιποι να παρακολουθούν. Η Νίνα στην αγκαλιά του φαινόταν παιδάκι και τον κοιτούσε τόσο ωραία, τόσο νοσταλγικά. Εκείνος είχε ένα μικρό χαμόγελο, σαν να του είχε λείψει αυτή η αγκαλιά. Και ντρεπόταν να της το πει, πως φοβόταν να της μιλήσει, να της πει το οτιδήποτε. Βήμα βήμα, κάθε βήμα οδηγούσε μέχρι και τον Ανδρέα κοντά.
«Τι σημαίνει αυτό; Δεν μπορώ μια μοναδική απάντηση, μια ή δύο προτάσεις που να καλύπτουν τα πάντα. Σε ρωτάω, τι είναι;» του είπε, σιγανά, μη την ακούσει κανείς πέρα από εκείνον. «Υπάρχουν γιατί και διότι; Αιτίες για κάτι; Είναι μια απλή χημική αντίδραση ή φταίνε οι σκέψεις που δεν μπορώ να σταματήσω να νιώθω έτσι;» τον ρώτησε. «Υπάρχει κάποιου είδους ιστορία; Ένας φραγμός, να σταματήσει να μου σπάει τα νεύρα; Είναι σωτηρία ή μόνο πόνος; Πονάω και κλαίω και γελάω. Πώς μπορεί να μου τα παίρνει όλα αυτά ένα συναίσθημα;» συνέχισε, κάτι να κυλάει αργά στο μάγουλό της. «Είναι αλήθεια ή κάποιου είδους φαντασίωση; Ένα ψέμα; Για πόσο θα διαρκέσει; Πότε θα τελειώσει; Θα ξεκινήσει πάλι; Θα σταματήσει για πάντα;»
Ο Ερμής δεν απάντησε. Δεν κοιτούσε τον χορό. Δεν κοιτούσε εκείνη. Κοιτούσε κάτω, στα χέρια του.
«Αν τη ζωγράφιζε ο Αχιλλέας θα την έκανε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Και μετά θα πετούσε μέσα και άλλα, άσχετα. Έντονα, άτονα, όλα στον ίδιο καμβά. Δεν ξέρω τι μορφή θα είχε, αλλά τα μάτια που θα σχεδίαζε θα είχαν το χρώμα το δικό της, εκείνης που μια μέρα θα αγαπήσει όπως του αξίζει.» του είπε. «Και αν ήταν σαν το θέατρο, για τη ψυχική μου ισορροπία, ελπίζω να είχε τρία μέρη. Αρχή, μέση, τέλος. Και μετά στο τέταρτο μια πρόταση, κάτι να λέει πως αρχίζει από την αρχή, σαν κύκλος, δεν σταματάει ποτέ. Θα είχε πολλούς χαρακτήρες. Ο κάθε ένας διαφορετικός. Και δεν θα ήταν μόνο μιας μορφής. Θα έβλεπες σε κάθε σκηνή και κάτι διαφορετικό. Όταν θα έπεφτε η αυλαία, όλα θα ενώνονταν, όλα όμως, και σαν σύνολο, θα ήταν κάτι μαγικό. Έτσι την φαντάστηκα.»
Δεν τον άφησε να μιλήσει, ακόμη και αν ήθελε.
«Για μένα, κατέληξα, αυτό είναι αγάπη.» ψιθύρισε. «Και σου το λέω με σιγουριά, αυτή τη φορά, χωρίς να φοβάμαι πως θα σε χάσω. Ο Αχιλλέας με έσπρωξε και πλέον δεν ντρέπομαι κοντά σου. Έβαλε εκείνος το χεράκι του. Αλλά πιστεύω πως κάτι έκανα και εγώ.» συνέχισε. «Μετά από χρόνια που σε φοβάμαι μη μου φύγεις, θέλω να στο πω για να μείνεις.»
Μαζί μου, με την ευτυχία μου.
«Τώρα θα πάω να χορέψω με τον πατέρα μου. Και θα ήθελα να με κλέψεις.» τον παρακάλεσε. «Αλλά αν δεν το κάνεις δεν πειράζει. Μπορεί να είναι λίγο αργά,» μακάρι όχι, «όμως ξέρω πως προσπάθησα.»
Σηκώθηκε, αφήνοντάς τον για άλλη μια φορά μόνο του.
Το τραγούδι μπήκε, για μία τελευταία φορά. Εκείνο το δεύτερο, η μέση, λίγο πριν το τέλος.
Ο Αχιλλέας παρακολούθησε από μακριά. Δίπλα του, η Δώρα με την Άννα να τραβούν με τη κάμερά του. Λίγο πιο πίσω του, η Σειρήνα και ο Σταύρος, περίμεναν και εκείνοι να δουν, μαζί με τον Γιώργο και τον Βαγγέλη. Ο μπαμπάς του με τον Ιταλό. Η Δανάη που τελείωσε όλα της τα τσιγάρα. Οι δύο Ινδοί που δεν καταλάβαιναν τίποτα.
Έλα, σήκω.
Η Ήβη περπάτησε προς τον πατέρα της. Τα κόκκινα παπούτσια της χάθηκαν κάτω από το φόρεμά της, αλλά κάπως έβρισκαν τον τρόπο να αποτελούν λεπτομέρεια αγαπημένη. Ο Μάρκος την δέχτηκε στην αγκαλιά του. Εκείνη, χάθηκε στο φως του.
Σε παρακαλώ, ξύπνα.
Την είχε σπρώξει, όπως του είπε, τα υπόλοιπα ήταν στο χέρι της. Τι του είπε; Του είπε αυτά που έπρεπε; Τον έδιωξε μακριά; Τον τράβηξε κοντά; Δεν είχαν χρόνο, δεν θα προλάβαιναν, το τραγούδι θα τελείωνε και το κεφάλι του τον πέθαινε.
Άνοιξε τα μάτια σου.
Ο Αχιλλέας κοίταξε τον Ερμή. Ο ψηλός μαλάκας τράβηξε αργά το χέρι του από την τσέπη του παντελονιού. Το βελούδινο κουτί στα χέρια του ήταν μικρό, πολυανοιγμένο, ξεχασμένο. Το άνοιξε και κοίταξε το δαχτυλίδι που κάποτε έταξε σε εκείνη. Δεν ήταν για γάμο, του είχε πει, ήταν για να μη φύγει η μορφή της από τη μνήμη στη λήθη. Μια υπόσχεση για το για πάντα, όπου και αν ήταν αυτό, όσο και αν κρατούσε.
Και περίμενε. Ο Αχιλλέας απογοητεύτηκε, πολύ, σαν φανατικό που έβλεπε το τέλος του Game of Thrones, όταν ο Ερμής έκλεισε το κουτί, το έβαλε στην τσέπη του και έριξε το σώμα του προς τα πίσω στο παγκάκι.
Ξύπνα μωρό μου, σε εκλιπαρώ.
Αυτό ήταν το τέλος.
Η Δώρα και η Άννα κοιτάχτηκαν. «Κάναμε λάθος.» ψιθύρισε αυτή που κρατούσε τη κάμερα.
«Περίμενε λίγο ακόμα.» της είπε η δεύτερη. Δεν είχε σημασία, είχαν την ίδια φωνή, την ίδια μορφή στο μυαλό του.
Και τους δύο, αυτή ήταν η απόφασή τους. Κάποιος μπορεί να έχει δύο αδελφές ψυχές, το πίστευε, και ήταν σίγουρος πως βρήκε την Ήβη. Και πως εκείνη είχε εκείνον και εκείνον, τον άλλον. Και ίσως έναν τρίτο.
Αυτόν που τη γυρνούσε. Τη γυρνούσε, τη γυρνούσε, τη γυρνούσε, σαν παιδάκι, προσπαθώντας να τη κάνει να χαμογελάσει. Γύρω, ο αέρας να καίει τα πνευμόνια της, εκείνη να χάνεται, να λάμπει και να υπάρχει όμορφη.
Σε παρακαλώ Αχιλλέα, του είπε ο τελευταίος ψίθυρος.
Τώρ-περίμενε! της φώναξε. Μπήκε το κομμάτι στο τραγούδι. Όπως πρέπει. Diana Ross, Ain't No Mountain High Enough, 1:49 στην λίστα της Ήβης στο Spotify. Είμαι σίγουρος. Λίγο ακόμα, περίμενέ με.
Ο Μάρκος τη γύρισε ξανά στον αέρα. Ο Ερμής σηκώθηκε, αποφασισμένος. Οι σβούρες ζάλιζαν την Ήβη, ο Αχιλλέας το έβλεπε στα κλειστά της μάτια. Άνοιξέ τα ηλιόφωτη. Μια τελευταία φορά να τα δω.
Τη σταμάτησε. Ξαφνιασμένη, κοίταξε τον μπαμπά της. Η Ήβη παραπάτησε στο πλάι, δεν περίμενε αυτή τη κίνηση από τον πατέρα της. Μα γιατί, καλά περνούσαν. «Μπαμπά;»
«Έχεις δει ιερέα να πίνει βότκα με λεμόνι σε γάμο;» ρώτησε η Δανάη.
Όλοι της έκαναν νόημα να κάνει ησυχία. Ο Ανδρέας, ο μικρός, της απάντησε. «Όχι. Ο δικός μας γιατί το κάνει;»
«Ησυχία.» τους είπε ευγενικά. «Βουλώστε το.»
Ο Μάρκος άφησε τα χέρια της Ήβης. «Θα σε δω μετά.»
«Μπαμπά, τι λες;»
Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Εκνευρίστηκε με το μικρό του χαμόγελο. Λαχανιασμένη, τον είδε που έκανε ένα βήμα πίσω, λίγο πριν η μουσική αρχίσει να ανεβαίνει με κάθε στίχο της Diana Ross. Θυμωμένη, θα έλεγε κάθε άλλη μέρα.
«Πού πας-» ήθελε να τον ρωτήσει.
Η ερώτησή της θα έμενε μετέωρη. Ίσως και να μη μάθαινε ποτέ την απάντηση. Θα τον έβλεπε ξανά, σύντομα, ήταν σίγουρη για αυτό.
Αλλά δεν την ένοιαζε αυτό.
Ήθελε να χορέψει και να τρέξει, να πηδήξει μα έπρεπε πρώτα να περπατήσει.
Ήρθε σε επαφή με το χέρι του, και την γύρισε να τον κοιτάξει. Η Ήβη είδε δύο γκρι μπίλιες να την χτυπούν, έντονη η ασπρόμαυρη θάλασσα που ήθελε να χαθεί. Ο Ερμής την κράτησε από τα μάγουλα και με τα δύο χέρια. Η Ήβη αναγκάστηκε να σηκωθεί στις μύτες της.
Ο Ερμής χαμογελούσε όταν τη φίλησε.
Ένα φιλί που την έπιασε σε έκπληξη. Το πρώτο τους ήταν απαλό, έκρυβε το μέλλον. Θα ήταν γλυκό, σκέφτηκε, σαν την γεύση στη γλώσσα του. Τώρα, αυτό την έκανε να θέλει να τρέξει, όπως σκεφτόταν. Όμως έμεινε στάσιμη. Πρώτη φορά που της άρεσε η στασιμότητα.
Της έδινε κίνητρο για να τρέξει στην ευτυχία. Σε μία ή τις πολλές στιγμές που θα ανακαλούσε λίγο πριν φύγει, τη ζωή που ήθελε να κάνει.
Η έκρηξη έγινε.
Έκλεισε τα μάτια της και έπεσε στα χέρια του, η αγκαλιά του να ξεκινάει από τη μέση της και εκείνη να αφήνεται στο σώμα του. Τα δάχτυλά της πάνω στο στήθος του, εκεί που κάτω από τη καρδιά του είχε σημαδεμένη μια γραμμή με αστέρια, για εκείνη. Ο Ερμής έβαλε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά της, όπως ακριβώς της άρεσε, να χάνεται στα χέρια του και να βρίσκει τον εαυτό της εκεί.
«Και εγώ, Σκάουτ.» της είπε ψιθυριστά. «Και εγώ σ'αγαπώ.»
Είχε κάποτε ένα όνειρο. Ένα όνειρο που φοβόταν γιατί δεν έφτανε ποτέ στο τέλος. Αλλά θα μπορούσε να σκεφτεί, πως ίσως μια τέτοια ήταν η αρχή του.
Είχε δίκιο, έτσι ήταν η αγάπη. Και μπορεί τα μάτια του να μην είχαν χρώμα. Αλλά ήταν τα πιο χρωματιστά που είχε ονειρευτεί. Και μπορεί να μισούσε εκείνος το τσάι με λεμόνι, εκείνη το θέατρο, να την εκνεύριζε όταν τη φιλούσε σε δημόσιο χώρο, να τον θύμωνε όταν ξεχνούσε εκείνη να πλύνει τα πιάτα από το διάβασμα γιατί δεν έκανε διαλείμματα για να ηρεμήσει. Αλλά αγαπούσε όταν την αγκάλιαζε σφιχτά τα βράδια πάνω του, τον αγαπούσε όταν της διάβαζε το αγαπημένο του θεατρικό, όταν της έβαζε ελληνικά τραγούδια που δεν γνώριζε και την κρατούσε απαλά από τα χέρια για να χορέψει. Την αγαπούσε στα χειρότερα και στα καλύτερά της. Τον αγαπούσε εκεί που έπεφτε και έβρισκε κουράγιο να σηκωθεί ξανά.
Και αν μπορούσε να τολμήσει να το πει, που θα του το πει, θα τον αγαπούσε σε αυτή, στην επόμενη και σε κάθε άλλη ζωή. Χαζό, να σκέφτεσαι έτσι. Αυτή όμως ήταν.
Κόκκινα μάγουλα και κοφτή αναπνοή, κρύφτηκε στον λαιμό του με ένα μικρό χαμόγελο. Ο Αχιλλέας από την άκρη σήκωσε τον αντίχειρά του, θετικό σήμα επίτευξης στόχου.
Σαν τα άστρα που δεν μπορούσε να μετρήσει, ο Ερμής τη φίλησε ξανά και ξανά και ξανά. Δεν θα σταματούσε ποτέ, και αυτή ήταν η αγαπημένη της πρόταση που ξεκινούσε με άρνηση.
«Τι χάσαμε;» ρώτησε η Νίνα ξέπνοη. Από πού εμφανίστηκε και αυτή;
Η Δανάη στένεψε τα μάτια της. «Πού ήσασταν εσείς τόση ώρα;»
«Το κάναμε για πρώτη φορά ως παντρεμένοι.» ενημέρωσε, χωρίς κανείς να το θέλει πραγματικά. «Ευχαριστώ τη μαμά για το νυφικό της, αλλά είναι δύσκολο το μπες βγες.»
Ο Ανδρέας, ο αδελφός της, μόρφασε. «Πολλές πληροφορίες Νίνα. Υπερβολικά πολλές.»
Κάποιος του έδωσε πίσω τη κάμερα. Ο Αχιλλέας απομακρύνθηκε και σκέφτηκε τι θα μπορούσε να είχαν τραβήξει όλοι εκείνο το βράδυ. Ήλπιζε μόνο να μην χάσει και εκείνη τη κασέτα. Μεγάλη θα ήταν, θα ήθελε να τη βλέπει από την αρχή μέχρι να καεί το φιλμ. Τόσα κεφάλαια, συγκεντρωμένα σε ένα.
Μια σκηνή αφιερωμένη στον Μάρκο, στην όμορφη, αγαπημένη Μίνα και στον κατά τα άλλα, παράνομο Ανδρέα. Οι τρεις τους ήταν οι μόνοι που έμειναν μέχρι τέλους. Όπως παλιά, όταν μαζεύονταν κάποιο βράδυ για συζήτηση και για να ξεχάσουν. Είθε τώρα να θυμούνται. Και να ζήσουν, ο Μάρκος να χαμογελάει που τα λάθη του έγιναν σωστά, η Μίνα στην αγκαλιά του Ανδρέα, εκεί που έπρεπε να είναι εξ αρχής, και μαζί, τρεις αδελφές ψυχές από το ίδιο κομμάτι πρώτης αναπνοής.
Μια σκηνή αφιερωμένη στον μικρό Ανδρέα που μεγάλωσε απότομα και έγινε άνδρας πολύ γρήγορα, χάνοντας την αθωότητά του εκεί που έπρεπε να την ανακαλύψει περισσότερο και να την καταλάβει στο έπακρο. Στον Ανδρέα που έχασε τα χρόνια του σε έναν γάμο δίχως νόημα και σε εκείνον που τώρα τόλμησε να προσπαθήσει να μιλήσει με τη κόρη του ιδιοκτήτη του συγκροτήματος ενοικιαζόμενων δωματίων που έμεναν. Μαίρη, ανακάλυψε πως την έλεγαν. Στον Ανδρέα, που λίγο πριν φύγουν όλοι, επιτέλους έφτασε μόνος στον πατέρα του. Συγνώμη, του είπε, μαζί θα προσπαθούσαν από την αρχή.
Μια σκηνή αφιερωμένη στη Δώρα, την εβδομήντα φεύγα που μεγάλωσε μια κόρη γεμάτη στη χαρά και στα γέλια, μόνη και με βοήθεια, αγαπημένη όλων. Στη γυναίκα που πίστευε πως ποτέ δεν θα έβρισκε τον αληθινό έρωτα, την δυνατή αγάπη, πέρα από τα μάτια της οικογένειάς της. Στον Ιταλό που της απέδειξε το αντίθετο, κανόνισαν ήδη ταξίδι, από αυτά που η Δανάη λατρεύει. Γιατί ναι, αν μπορούσε να μιλήσει για τον εαυτό της, πίστευε πως ήταν ερωτευμένη.
Μια σκηνή αφιερωμένη στη Δώρα και στην Άννα, φίλες αχώριστες από την αρχή μέχρι το τέλος, δύο άκρα να συναντιούνται και να ενώνονται. Ίσως η μία ήταν το άλλο μισό της άλλης Στη Δώρα, που ήθελε να ζήσει τη στιγμή με τον Βαγγέλη, από όλους τους άνδρες που θα μπορούσε να έχει, γιατί της θύμιζε πως η ευτυχία ήταν στα μικρά πράγματα. Ανεξάρτητη από την πίεση των γονιών της, ελεύθερη από τα δεσμά τους, θα έλαμπε. Στην Άννα, που ίσως να είπε στον Γιώργο για τη Σκωτία που ήθελε να φύγει και εκείνος ίσως να της είπε να περάσουν τον υπόλοιπο χρόνο τους σαν να μην ήταν ο τελευταίος, να τον απολαύσουν. Στην Άννα που ίσως να ένιωθε πως θα μπορούσε τελικά να είναι μαζί του για πάντα και ίσως, λέμε τώρα, να τον βοήθησε να κλείσει ένα εισιτήριο για τη Σκωτία, να φύγει μαζί της.
Μια σκηνή αφιερωμένη στη Σειρήνα. Και τον Σταύρο της, γιατί χώρια δεν μπορούνε ούτε στο χαρτί ούτε στον αιθέρα. Στη Σειρήνα που έχασε και χάθηκε και βρέθηκε, για λίγο μόνη της όταν πίστευε πως δεν άξιζε, στη συνέχεια με μια κουβερτούρα, όταν την βοήθησε να καταλάβει πως οι άνθρωποι άξιζαν να είναι μαζί στην αλήθεια τους. Στη Σειρήνα και τον Σταύρο, που ευτυχισμένοι στη χαρά τους, συμφώνησαν την επόμενη φορά να κάνουν κάτι με λιγότερο δράμα και τρέξιμο, θα έπρεπε να το πηγαίνουν για λίγο αργά, ένα παιδί ήταν δύσκολη παρέα.
Μια σκηνή αφιερωμένη στη Σοφία και τον Άκη που όλοι τους ξέχασαν γιατί καταλάθος -καταβάθος επίτηδες- χάθηκαν σε κάποιο δωμάτιο του σπιτιού. Τους αξίζει λίγος χρόνος δημοσιότητας.
Μια σκηνή αφιερωμένη στους δύο Ινδούς, που ίσως ήρθε η ώρα να επιστρέψουν σπίτια τους.
Μια σκηνή αφιερωμένη λοιπόν, σε όλους εκείνους τους κομπάρσους του θεάτρου. Τελικά, ήταν πιο σημαντικοί από όσο νόμιζε κανείς.
Ο ιερέας βρέθηκε δίπλα στον Αχιλλέα. Η Δανάη και ο Ανδρέας είχαν δίκιο, όντως έπινε. Τον κοίταξε έκπληκτος. «Δεν ήξερα πως οι ιερείς πίνουν.»
«Δεν ήξερα πως μπορεί κάποιος να είναι τόσο ήρεμος όσο τον πονάει το κεφάλι του.» ανταπέδωσε ο ιερέας.
Πώς το ήξερε;
«Είσαι εδώ;» τον ρώτησε ο ιερέας, αβέβαιη πλέον η μορφή του.
«Φυσικά.»
«Δεν είσαι εδώ Αχιλλέα.» του είπε, μια φωνή να μένει μόνο. «Τώρα, ξύπνα.»
Στο τρίτο τραγούδι, οι Led Zeppelin είπαν ευχαριστώ. Για την αγάπη, για τον έρωτα, που στο τέλος, μετά την έκρηξη, έσπασε τα εμπόδια, ξεπέρασε την γυάλινη οροφή, άνοιξε το κουτί, έσωσε τη ψυχή ενώνοντάς το με το άλλο, έμεινε και ξεκίνησε κάθε τι.
Κάθε κύκλο. Από την αρχή.
Στα όνειρά του, μπορούσε να την αγγίξει. Μπορούσε να την πιάνει από το χέρι και να τη γυρνάει, να τη γυρνάει, να τη γυρνάει, όσο το μπλε φόρεμά της στροβιλίζονταν στο δικό του ρυθμού. Το δέρμα της γυάλιζε και κοκκίνιζε, χαρά, ευτυχία, ίσως το γέλιο της ήταν η αιτία όλων.
Μετά την έφερνε κοντά του, στην αγκαλιά του όλα ήταν γαλήνια. Ήταν εκεί, δική του, το όνειρό του. Μπορούσε να μυρίσει τα μαλλιά της καθώς τον χαϊδεύουν στο πιγούνι, να χαλαρώσει με τα χείλη της στον λαιμό του, να ηρεμήσει με τα χέρια της στο στέρνο του. Τώρα πήγαιναν αργά, σχεδόν βασανιστικά, προσπαθώντας να απολαύσουν και τη τελευταία δόση ευτυχίας τους ως ένα. Και πόσο όμορφη ήταν.
«Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε.
Την κοιτούσε με λατρεία. Ήλπιζε να το καταλάβαινε και εκείνη. «Πως μπορεί να σε χάσω σήμερα. Αλλά θα είσαι εκεί για πάντα.»
«Χθες το βράδυ έχασα το κόσμο και κέρδισα το σύμπαν.» ψιθύρισε. «Δεν θα χαθούμε. Εσύ θα είσαι εδώ. Εγώ θα είμαι εκεί. Μακριά, αλλά κοντά, στο υπόσχομαι.»
Λύγισε τον λαιμό του και τη φίλησε στο μέτωπο. «Και εγώ.»
Ήταν η πραγματικότητά του. Η τελευταία σκηνή του.
Ο Αχιλλέας είδε σκοτάδι πριν τον τυφλώσει το φως.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top