Θεωρία 1: Πριν την έκρηξη, όταν υπήρχε το τίποτα - η αρχή.

Θεωρία 1: Πριν την έκρηξη, όταν υπήρχε το τίποτα – η αρχή.

Υπάρχει αγάπη που είναι θεϊκή,
και είναι δική σου και δική μου,
σαν τον ήλιο.

-Van Morrison, Have I Told You Lately.

Η πρώτη θεωρία της ζωής της ξεκινούσε από το τίποτα. Όλα τα βιβλία που είχε διαβάσει, όλες οι έρευνες, οι επιστήμες, οι αποφάσεις, η ίδια η ζωή, ξεκίνησε από το τίποτα. Ή τουλάχιστον, έτσι έγραψαν κάποιοι, πριν έρθουν κάποιοι άλλοι και πουν πως απλώς αυτό το τίποτα ήταν τα πάντα. Για εκείνη, μια μοναδική οντότητα στο Σύμπαν, το τίποτα το ταύτιζε με την ίδια. Το κενό. Ένα μικρό γυάλινο κουτί.

Και μετά ένα μπουμ, λίγο συναίσθημα, μια δόση δύναμης από την επιστήμη της αγάπης, ένα κομμάτι πρώτης ανάσας και όλα ήταν έτοιμα.

Η πρώτη θεωρία της ήταν ένα μικρό, μικρό, μικρό αστεράκι, σε έναν ουρανό σκοτεινό και μόνο. Φωτιά και πάγος, γέλιο στην ευτυχία, δάκρυ στην πικρία. Χωρίς το ένα, δεν υπήρχε το άλλο. Σαν τις θεωρίες της ένα πράγμα.

Χρειάζονταν μία για αρχή, πριν βρει την άλλη και φτιάξουν την τρίτη. 

Η Δώρα και η Άννα την βρήκαν σε ένα στενό που ούτε η ίδια ήξερε πού έβγαζε. Δεν ήταν άνθρωπος που έπαιρνε αποφάσεις χωρίς να προσδιορίσει το αποτέλεσμα και τρομοκρατημένη, ένιωθε χαμένη στο λάθος που δημιούργησε η ίδια. Κοφτές ανάσες και κάπως χαμηλή αυτοπεποίθηση για να αντιμετωπίσει τον οποιονδήποτε και οτιδήποτε, δεν περίμενε ποτέ να βγει ζωντανή από τον κύκλο.

Όταν τις είδε τις άφησε να την αγκαλιάσουν. Το χρειαζόταν, πολύ, ακόμη και αν η Ήβη δεν ανταπέδωσε αμέσως. Ήθελε κάποιος να την κλείσει μέσα του, να τη σφίξει και να νιώσει κομμάτια της ζωής του και της ζωής της να έχουν ύλη και λόγο ύπαρξης. Η Άννα ήρθε πρώτη και δίχως να το σκεφτεί διπλά, έπεσε πάνω της. Η Δώρα από πίσω, να την αγκαλιάζει λιγότερο σφιχτά, το ίδιο στοργικά. Η Ήβη εισέπνεε από την μύτη, ο αέρας έβγαινε από το στόμα, μέχρι η απόλυτη ηρεμία να βρεθεί. Το κεφάλι της έπεσε βαρύ στον ώμο της Άννας, δάκρυα να τρέχουν αργά και ζεστά πριν τυλίξει τα χέρια της στη μικρόσωμη μορφή της φίλης της.

«Δεν θέλω να πάω πίσω.» ψιθύρισε. «Μη με πάτε πίσω.»

Η Δώρα χτένισε τα μαλλιά της. «Πάμε στην παραλία για λίγο. Τι λες;»

Πήγαν. Η μία δίπλα στην άλλη, τα χέρια ενωμένα, να περπατάνε στο ίδιο βήμα, πριν χαθεί ο ρυθμός τους και πριν ξαναβρεθεί. Μπέρδευαν τα πόδια τους και κοιτούσαν κάτω, αν είχες διαφορετικό βήμα και καλά δεν ήσουν αληθινή φίλη, και όλες τους χοροπηδούσαν για να χάσουν το βήμα γελώντας. Σταμάτησαν στο περίπτερο λίγο αργότερα για μια γρανίτα λεμόνι, από εκείνες που έπρεπε να φας τρεις για να είσαι ικανοποιημένος. Η Ήβη δοκίμασε πρώτη φορά. Παρά το πάγωμα του εγκεφάλου της και το γεγονός ότι ήταν κατευθείαν από το εργοστάσιο, δεν άφησε καμία να πάει χαμένη.

Δεν ήταν το γλυκό που είχε ονειρευτεί, αλλά έβρισκε τελευταία την ευτυχία στα απλά πράγματα.

Οι τρεις κοπέλες έμειναν αμίλητες στην άμμο, η μία να κοιτάει τη θάλασσα, η άλλη τον ουρανό και η τρίτη τη στεριά. Η Ήβη πάντα φοβόταν τη θάλασσα και την άβυσσο στα σκοτεινά νερά της, ήταν απρόβλεπτη και απέραντη, το τι έκρυβε και τι άφηνε να εμφανιστεί την τρόμαζε. Η Δώρα ονειρευόταν μια μέρα να φτάσει εκεί ψηλά, στον ουρανό με τα κατορθώματά της, αλλά οι γονείς της είχαν άλλη άποψη, οπότε και εκείνη, φοβόταν να τον αγγίξει, πάντα τα παρατούσε. Η Άννα δεν ήθελε να βάλει μέσα στην άμμο τα πόδια της, μήπως και χαθούν και χαθεί και εκείνη από την επιφάνεια, μήπως και ξεχαστεί.

Και φοβόντουσαν. Και τρόμαζαν. Και θα χάνονταν.

Η Ήβη θα πνιγεί, η Δώρα θα πέσει, η Άννα θα θαφτεί.

«Τι θα κάνουμε;»

Η Άννα περίμενε πάντα μια έξυπνη και γρήγορη απάντηση από τη Δώρα. Τη Δώρα, που ήθελε να παρατήσει την Ιατρική και το έκρυβε από όλους, μήπως και τους ντροπιάσει. Η Άννα, που αγαπούσε τόσο πολύ τον Γιώργο και για αυτό δεν του είπε για τη δουλειά που της βρήκε ο μπαμπάς στο εξωτερικό, μακριά του, γιατί δεν άντεχε άλλο την πίεση να είναι η καλύτερη στα μάτια του.

Και η Ήβη...που αν δεν ήταν εκείνη, ίσως τα τρία κορίτσια δεν θα έκλειναν τα εισιτήρια για τη Σκωτία για να φύγουν η μία μετά την άλλη, για πάντα.

«Σας χρειάζομαι εκεί.» είπε σιγανά η Ήβη. «Θα είμαι μόνη.»

«Δεν θα είσαι μόνη.» της είπε η Δώρα. «Θα είναι...θα έρθουμε εμείς εκεί.»

Η Άννα απότομα τις κοίταξε. «Από τώρα;»

Έσφιξε το χέρι της γύρω από το δικό της, Δώρα και Άννα πρώτες όπως πάντα. «Ναι από τώρα. Παρασκευή; Παρασκευή.»

Παρασκευή. Και ο Γιώργος; σκέφτηκε η Άννα. «Παρασκευή.» συμφώνησε. «Θα βάλω σταγόνες για να κλάψω, ο μπαμπάς αμέσως θα μας στείλει μακριά.»

Η Ήβη χαμογέλασε ντροπαλά. «Λέτε χαζομάρες.»

«Ε ας τις λέμε, εσένα τι σε κόφτει;» ρώτησε η Δώρα. «Θα είμαστε εντάξει. Αυτό θα κάνουμε.» προς απάντηση για την Άννα.

Η Άννα έβαλε το ένα πόδι πάνω από το άλλο. «Πάντως και Σκωτία να μην πάμε, ταξιδάκια θα κάνουμε ε; Τώρα που συνηθίσαμε.»

«Πού θες να σε πάω;» τη ρώτησε η Δώρα βγάζοντας δύο ευρώ από το σορτσάκι της. «Ιταλία; Ωραία ήταν η Eurovision τους, έχουμε να λέμε.»

«Η επόμενη πού θα είναι;» η Άννα προσπάθησε να θυμηθεί. «Ισπανία; Πορτογαλία;»

«Κάνε το καλύτερα Φινλανδία.» απάντησε η Δώρα. «Εκεί θες;»

«Εκεί θέλω!» αποφάσισε η μικρή ξανθιά. «Δύο ευρώ δεν φτάνουν βέβαια, αλλά κάτι θα βολέψουμε. Εσύ Ήβη;»

Οι φίλες περίμεναν. Η Ήβη τράβηξε το βλέμμα της από τη θάλασσα και έβαλε την Άννα στα μάτια της. Εκείνη που στην αρχή ήταν κατά της σχέσης της με τον Ερμή και που στο τέλος έγινε από τις μεγαλύτερες συμμάχους. «Δεν θα γυρίσει πίσω σε εμένα, έτσι;»

Η Άννα όμως δεν ήξερε τι να απαντήσει. Αν υπήρχε κατάλληλο άτομο για σχέσεις, καμιά τους δεν ήταν αυτό. Και οι τρεις έμαθαν και απέτυχαν και έπεσαν και έκλαψαν και μετά παθητικά δέχτηκαν και παραλίγο να κλάψουν πάλι από την αρχή. Σταθερή, πίστευαν κάποιοι τη σχέση της Άννας. Μόνο εκείνη ξέρει πως είναι στα όρια της αγάπης της: είχε χώρο μόνο για τρία άτομα και ο Γιώργος δεν ήταν κάποιο από αυτά.

Τον εαυτό της, την Ήβη και τη Δωρίτσα της.

Οπότε και απάντησε. «Εσύ θα γυρίσεις;» με μία ερώτηση που η Ήβη δεν μπορούσε να απαντήσει.

Και πάλι η σιωπή τις έφαγε. Μια ευχάριστη σιωπή, που έδειχνε το μέλλον τους, ήταν εκεί και τις περίμενε δυνατές. Ήταν εκεί στα χειρότερα, στον θάνατο και στη ζωή, ήταν εκεί στα καλύτερα, στη χαρά και στο κλάμα και θα ήταν εκεί και στο τέλος, λίγο πριν η αυγή τις πάρει και τις κάψει.

Η ώρα ήταν οχτώ παρά κάτι όταν έφτασαν πίσω στα δωμάτια. Με βήμα βαρύ πέρασαν το κατώφλι της πέτρινης πύλης της αυλής. Είδαν εκεί αίματα, από τότε που ο Βαγγέλης -τελικά- ράγισε τη μύτη του από το χτύπημα του Άκη, απομεινάρια από τσιγάρα της Μίνας, της Δανάης και του Ερμή, ένα χαρτάκι με ένα νούμερο που είχε δώσει η Σοφία σε κάποιον άγνωστο, τσαλακωμένο και πεταμένο στην πέτρα. Μια ψύχρα στην ατμόσφαιρα, λίγο πριν τους φτάσει ο ήλιος και λίγο μετά τους χτυπήσει η ζέστη.

Οι τρεις τους πάτησαν παύση στον βηματισμό λίγο πριν το τραπέζι. Εκεί καθόταν ο Αχιλλέας, κοιμισμένος. Δύο ψάθινες καρέκλες παραλίας δίπλα του και η θήκη της κάμερας γεμάτη με το τρίποδο να περιμένουν εκείνον να ξυπνήσει. Που το έκανε, στον ήχο βημάτων που έσερναν η μία την άλλη μέχρι το σημείο που τον αντιλήφθηκαν.

«Πάτε επάνω.» ψιθύρισε στα κορίτσια η Ήβη. Τις χάρισε ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο. «Ευχαριστώ που με ακολουθήσατε.»

«Μέχρι τον θάνατο.» είπε κοιμισμένη η Δώρα. «Μεταφορικά. Αλλά μέχρι την άλλη ζωή και παραπέρα, σίγουρα.»

Η Άννα τη φίλησε στο μάγουλο. «Μέχρι την άλλη ζωή και παραπέρα, απλώς μη ξεχνάμε πως τα προφυλακτικά-»

«Είσαι βλαμμένο παιδάκι μου;» η Δώρα την έσυρε μακριά. Η Ήβη κοιτούσε διακριτικά μέχρι να χαθούν. «Ο οργασμός δεν έρχεται μόνο με το σεξ και αν ο Αχιλλέας κάνει καλά τη δουλειά του...»

«Το στοίχημα μη ξεχάσουμε να λήξουμε απόψε.» μουρμούρισε η Άννα και η Ήβη σταμάτησε να τις ακούει.

Η Ήβη τον πλησίασε ντροπαλά, τα χέρια της γύρω από το σώμα της. Είχε ένα αεράκι, κάτι που όλο το βράδυ το ξεπέρασε με αγκαλιές με τα κορίτσια αλλά τώρα ήταν αναπόφευκτο. Αυτό την έκανε ακόμη περισσότερο να ντρέπεται τον Αχιλλέα, στο μυαλό της, όπως το αεράκι τη χτυπούσε και θα τη χτυπούσε για πάντα, έτσι φέρθηκε και στον Αχιλλέα χθες. Τότε το συνειδητοποίησε.

Και δεν του άξιζε.

Έσυρε τα πόδια του μπροστά του τη στιγμή που σηκωνόταν. «Νομίζω πρέπει να μιλήσουμε.»

«Θα το κάνουμε.» της είπε και συμπλήρωσε γρήγορα, «Απλώς, πάρε ζακέτα.»

Η Ήβη δεν μπορούσε παρά να ξαφνιαστεί. «Γιατί;»

«Γιατί θα σε πάω βόλτα στη θάλασσα.»

Γέλασε. «Από εκεί έρχομαι.»

Ο Αχιλλέας δεν το περίμενε. «Εκεί ήσασταν όλο το βράδυ;»

Και σε μια ταβέρνα, και μετά πίσω και μετά έψαχναν κάπου για πρωινό. «Στο περίπου.»

«Χμ.» έκανε σκεφτικός πριν πάρει την απόφασή του. «Ε δεν πειράζει. Θα σε πάω πάλι. Άντε, πριν ξυπνήσουν όλοι.»

Περίεργη να μάθει τι είχε στο νου του, ακολούθησε την οδηγία του. Έτρεξε στο δωμάτιό της και άνοιξε αθόρυβα την πόρτα, δεν ήθελε να ξυπνήσει τη Νίνα. Προς έκπληξή της, δεν ήταν εκεί. Ώστε ο Ιάσονας τα κατάφερε. Αλλάζοντας ρούχα, σε ένα φόρεμα πιο καθαρό μετά από ξενύχτι και κλέβοντας μια ζακέτα της αδελφής της, ήλπιζε η Νίνα να ήταν ευτυχισμένη όπου και να ήταν. Το δράμα δεν ήταν ο καλύτερός της φίλος σήμερα και θα το απέφευγε όσο περισσότερο μπορούσε.

Ο Αχιλλέας της έδωσε να κρατάει μια από τις καρέκλες και το τρίποδο, όσο εκείνος είχε τα υπόλοιπα. Για καλή της τύχη, στη τελευταία τους μικρή περιπέτεια, τους συνόδευσε το κόκκινο αυτοκίνητο της Νίνας, με το γκλίτερ να φεύγει από το πάτωμα.

Περιπέτεια, τι αστείο, η Ήβη είχε καταλάβει πλέον πως κάθε φορά που άνοιγε μια πόρτα, το επόμενο βήμα της την οδηγούσε σε μια περιπέτεια. Μικρή, μέχρι να πάει στο περίπτερο να πάρει τσιγάρα για τη Μίνα, μεγάλη, μέχρι να φτάσει στον Πύργο της Παιδαγωγικής ή ακόμα, σε ένα χωριό που τυχαία έκρυβε κάποιον γνωστό να την προστατεύει και ένα νησί που της φύλαγε όσα αναζητούσε. Η Ευανθία παίζοντάς το Θεά, την έστειλε σε εκείνο το μέρος να βρει πάλι τον πατέρα της, έναν άνθρωπο που η Ήβη είχε ξεχασμένο, στη μνήμη πεθαμένο και στη ψυχή τον μόνο που μπορούσε να τη βοηθήσει να τη φτιάξει. Περιπέτεια και αυτό, να γνωρίζει ανθρώπους που κάποτε ήξερε. Να μαθαίνει από την αρχή τον εαυτό της.

Χαιρόταν που δεν ήταν μόνη και σε αυτό το ταξίδι. Στα δέκα λεπτά μέχρι την παραλία.

Ο Αχιλλέας και εκείνη έστησαν τις καρέκλες τους κάπου απομονωμένα, με βράχια και έναν μικρό λόφο να κρύβει το φως του ήλιου. Η Ήβη παστώθηκε στο αντηλιακό προσώπου και ο Αχιλλέας έφτιαξε τη κάμερα μέχρι εκείνη να ετοιμαστεί. Ένα μπουκάλι έτοιμο τσάι και δύο πλαστικά ποτήρια τους έκαναν παρέα.

«Γιατί ήρθαμε εδώ;» τον ρώτησε, ανυπόμονη να μάθει.

Ο Αχιλλέας πατούσε κάτι κουμπιά που η Ήβη ήξερε πως δεν γνώριζε τι έκανε αλλά προσπαθούσε να μη καταστρέψει την καλύτερη αγορά του. Αφοσιωμένος εκεί, δεν σήκωσε τα μάτια του. «Για να γυρίσουμε τη τελευταία μας κασέτα.»

«Τελευταία;» αναρωτήθηκε. «Γιατί;»

Έσκυψε πάνω από το μαραφέτι. «Επειδή φεύγεις την Παρασκευή. Δηλαδή σε...τρεις μέρες; Δύο;»

Η Ήβη δεν μπήκε στον κόπο να μετρήσει. Ήξερε πως σήμερα ήταν Τρίτη αλλά δεν σκέφτηκε το πόσο γρήγορα πέρασαν οι μέρες. Παρασκευή πρωί ήταν η πτήση της με στάση στη Φρανκφούρτη για μίαμιση ώρα. «Ναι, δύο ουσιαστικά.»

«Ορίστε λοιπόν.» της είπε.

«Δηλαδή αυτό τώρα γράφει;» τον ρώτησε. Έφτιαξε τις μπούκλες της και φόρεσε τα γυαλιά ηλίου πάνω στα μαλλιά της. «Γιατί το έχουμε ξαναπροσπαθήσει και δεν βγήκε ρε παιδί μου.»

«Ηλιόφωτη, ξέρω τι κάνω.»

«Ναι αυτά μας τα' παν και άλλοι.»

Ο Αχιλλέας ήρθε και έκατσε δίπλα της. Η παλιά βιντεοκάμερα τραβούσε τους δυο τους να κάθονται σε ψάθινες καρέκλες στην παραλία, λίγο να φυσάει, λίγο να κρυώνουν, λίγο να μη τους νοιάζει. Η θάλασσα ήταν μερικά βήματα μακριά και ο ήλιος τους κοιτούσε με ένα πρωινό χαμόγελο. Έφτιαξε το λαχανί πουκάμισό του και τράβηξε τη καρέκλα κοντά σε αυτή της Ήβης.

«Χαμογέλα στον κόσμο που σε βλέπει.»

Η Ήβη έκλεισε το τζάκετ της καλύτερα. «Ποιον κόσμο; Μόνο κάτι πουλιά μας βλέπουν και πιστεύουν πως είμαστε τρελοί.»

«Και γιατί τρελοί;»

«Γιατί κανείς δεν έρχεται οχτώ το πρωί στη θάλασσα Αχιλλέα. Μετά βίας σε θέλει και ο ήλιος.»

«Αγρίεψες ε; Το νησί δείχνει τον πραγματικό σου εαυτό.»

«Άμα σου 'στράψω μία-

«Έλα έλα, γύρνα τώρα.» την είπε.

Η Ήβη αναστέναξε αλλά τον άκουσε. Το κεφάλι της έστριψε ενενήντα και κάτι μοίρες πριν το εκατόν ογδόντα ώστε ο φακός να βλέπει καλά το προφίλ της. «Τι ιδέα και αυτή να μας τραβάει από πίσω;»

Ο Αχιλλέας χαλάρωσε και χαμογέλασε στον ήλιο πριν γυρίσει και αυτός στη κάμερα. «Είναι μια αρτιστική πινελιά.»

«Ξέρεις πως έτσι μπορείς να πεθάνεις;»

«Κανείς δεν πέθανε όταν πήγε να γυρίσει πίσω.»

«Αυτό να το πεις σε εκείνους που πέθαναν.»

«Εγώ; Εσύ έχεις επαφές με όλο τον υπόκοσμο.»

Η Ήβη έσφιξε το μπουφάν της και απομάκρυνε τις μπούκλες από το πρόσωπό της. «Έχε χάρη αλλιώς...άντε ξεκίνα.»

Ο Αχιλλέας ξερόβηξε και σήκωσε το φρύδι στη κάμερα. «Καλώς ήρθατε στο τελευταίο βίντεο των περιπετειών του Άχι και της Ηλιόφωτης. Παρουσιαστές σας, ο Αχιλλέας Δυοβουνιώτης και η Ήβη Βιλαέτη.»

«Ποιος σε είπε Άχι και σου έμεινε αποθημένο;» τον ρώτησε διακόπτοντας τη ροή της σκέψης του. Θα έβγαινε εκτός κειμένου.

«Η μαμά όταν ήμουν μικρός, ήθελε να δει πώς θα φαίνομαι σε small γιατί λέει σιγά μη με φωνάζουν Αχιλλέα στην Αγγλία.»

«Γιατί να πας στην Αγγλία;»

«Ξέρω 'γω; Ψυχολογικά έχει η τύπισσα.» σήκωσε το ποτήρι του καφέ και ρούφηξε την πίκρα μέσα από το καλαμάκι. «Σειρά σου.»

Η Ήβη άλλο που δεν ήθελε. Σχεδόν πήδηξε για να στρέψει όλο το σώμα της προς τη κάμερα που τη κοιτούσε παθητικά και εκείνη δεν μπορούσε να το αποδεχτεί. Δίχως χαμόγελο γιατί ήταν μέσα στη γκρίνια όπως πάντα, είπε τις λέξεις που της είχε αναθέσει προ λίγου λες και είχε το κείμενο γραμμένο μπροστά της.

«Στο τελευταίο επεισόδιο θα σας παρουσιάσουμε τα γεγονότα που οδήγησαν στη καταστροφή της ψυχικής μου ισορροπίας και στην ανάγκη μου για εκ νέου συνεδρίες με τον ψυχολόγο μου.» έκανε ένα μικρό διάλειμμα και πήρε μια γερή γουλιά από το τσάι της. Έκατσε κάτω στον κώλο της πάλι και συνέχισε. «Ω πώς το τέλος φτάνει. Αλλά ας τα πάρουμε όλα από την αρχή.»

«Πίσω στην αρχή του τέλους.» πρόσθεσε και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους. Ο Αχιλλέας είδε στα τυφλά τη κάμερα κάτω από το φως και της έκλεισε το μάτι. Κάποιος ίσως να το έβλεπε μια μέρα, έπρεπε να τον γοητεύσει. «Πάρε θέση και άκου. Όλα ξεκίνησαν από έναν παραλίγο θάνατο και ένα λεωφορείο...»

Η Ήβη δεν συμφωνούσε απόλυτα με την αρχή της αφήγησής του. «Κάπως μελοδραματική η αρχή σου.»

Ο Αχιλλέας στριφογύρισε τα μάτια του. «Εσύ ξεκίνησες να λες πόσο σου αρέσει πως φτάνει το τέλος. Για να σε δω τώρα.»

«Μια μικρή περίληψη.» σήκωσε το χέρι της με το τσάι προς το αόρατο κοινό από πίσω. «Η Μίνα και η Δανάη σφάζονται για το σπίτι στις Σέρρες. Η Μέδουσα Ελένη προσπαθεί να το παίξει καλή πεθερά στη Νίνα και σκύλα στη Μίνα μου. Ο Ιάσονας είχε την φαεινή ιδέα να μας μαζέψει όλους τους συμπαθητικούς στο νησί σε συνεργασία με τον Μάρκο για να παντρευτεί τη Νίνα...κάποια στιγμή. Τι άλλο;»

Ο Αχιλλέας χαμογέλασε. «Ώστε ήσουν στο κόλπο.»

«Συγνώμη.» του είπε, ειλικρινά. «Μου είπε να μη το πω σε κανέναν.»

«Εκεί ήσουν χθες; Βοηθούσες τον Μάρκο;»

Η Ήβη σκέφτηκε αν μπορούσε να τα αποκαλύψει όλα. Αλλά μάλλον ο Ιάσονας του είπε ήδη τα περισσότερα. «Με τον Μάρκο συγυρίσαμε το σπίτι γιατί ήταν ένα άθλιο χάος, περίεργο για κάποιον που μένει μέσα συνέχεια, εγώ θα είχα χάσει τα λογικά μου στη θέση του. Ο Ιάσονας και εκείνος είπαν αφού είναι τόσο απομονωμένα και γλυκούλικα να γίνει εκεί κάποιο παρτάκι μετά τη τελετή. Κάτι τέτοιο. Αυτό είναι το τσάι.»

Ο Αχιλλέας γέλασε σιγανά στο κακό αστείο της. «Και ο Μάρκος συμφώνησε να είναι εκεί; Με το ζόρι φάνηκε να ήθελε να έρθει χθες σε εμάς.»

«Ο Μάρκος δεν θα είναι εκεί.» απάντησε και κοίταξε κάτω. «Είναι δική του απόφαση, μου έδωσε τα κλειδιά για να ανοίξω εγώ, όταν ο Ιάσονας και η Νίνα αποφασίσουν να παντρευτούν, αν παντρευτούν.»

«Θα γίνει, το έχει βάλει στόχο όσο η μαμά είναι μακριά να το κάνει. Ο μπαμπάς είναι πάντως καλεσμένος, νομίζω.» της είπε. Ο Αχιλλέας της έδωσε ένα μικρό χαμόγελο. «Όλα καλά με τον δικό σου;»

Ξεφύσησε. Ήταν; Μάλλον, ναι. «Μιλήσαμε χθες. Ήταν ευχάριστα, παρά το γεγονός ότι ο ένας ντρεπόταν να επικοινωνήσει με τον άλλον.» χαμογέλασε αχνά. Μετά κοίταξε τον Αχιλλέα. «Πώς ήταν χθες; Νιώθω πως τον παράτησα μόνο του στους λύκους.»

«Ας μιλήσουμε για σένα καλύτερα.» άλλαξε θέμα αμέσως. Ωχ, τι έκανε. «Πώς πέρασες χθες με τον Ερμή;»

Θα ερχόταν, το ήξερε. Δεν το ήθελε ωστόσο. Η Ήβη πίστευε πως αυτό αφορούσε μόνο εκείνη, ο Αχιλλέας δεν είχε κάποια σχέση με το ότι έγινε και η αντίδρασή του σε αυτό ήταν ακατάλληλη. «Είναι ζήλεια αυτό;»

Η ερώτησή της δεν τον έπιασε απροετοίμαστο. Φάνηκε να μετανιώνει αμέσως το τι βγήκε από το στόμα του και ο Αχιλλέας χρησιμοποίησε μια πνοή για να σκεφτεί καλύτερα. «Συγνώμη.» της είπε. Η Ήβη περίμενε τη συνέχεια, θα έλεγε και άλλα, τον ήξερε. Και το έκανε, έστρεψε το κορμί του και έβλεπε την άμμο, αποφεύγοντας το άμεσο βλέμμα της αλλά δεν ντρεπόταν να πει όσα ήθελε. «Κοίτα, ξέρω πως δεν έχω λόγο σε αυτό. Αν και είμαι ερωτευμένος μαζί σου και το κατάλαβες, θαρρώ...»

Η Ήβη ξεροκατάπιε. Η γεύση των χειλιών του είχε ήδη ξεχαστεί και της ήταν δύσκολο να του το πει ευθέως αυτό. Η αίσθηση που της έδωσε ήταν όμορφη, αλλά όχι αρκετή. Το ήθελε, αλήθεια, όμως μόνο για τη στιγμή που πραγματοποιήθηκε. Και τώρα ένιωθε κάτι να την πιέζει για μια απόφαση που δεν θα έπρεπε καν να είχε πέσει στο τραπέζι. «Αχιλλέα.» πρόφερε, προειδοποιητικά και κουρασμένα.

«Ηλιόφωτη.» είπε με ένα γελάκι το όνομά της. Δεν υπήρχε πια η Ήβη. «Σε μπερδεύω; Στο αν θα σε κυνηγήσω ή αν θα σε αφήσω να τρέξεις σε εκείνον; Με δύο φιλιά δεν τα κατάφερα ηλιόφωτη. Και την προηγούμενη φορά, τα παράτησα. Αλλά πες μου, θα πληγωθώ αν συνεχίσω να προσπαθώ;»

Ναι, την μπέρδευε. Γιατί η Ήβη χρειαζόταν τη φιλία του. Οι έρωτες...ήταν δευτερεύον θέμα. Και οι έρωτες με όνομα Αχιλλέας, την έκαναν να θέλει να ξαπλώσει κάπου και να κοπανάει το κεφάλι της.

Έγλειψε τα χείλη της και διστακτικά, του είπε μερικές σκέψεις. «Δεν ξέρω αν θέλω να πάω στη Σκωτία πλέον.»

Ο Αχιλλέας έσκυψε κοντά της, έκπληκτος. Ναι, είχε την ίδια έκπληξη και στο μυαλό της όταν το είπε. «Γιατί; Μόνο για αυτό μιλάς.»

Η Ήβη ανασήκωσε τους ώμους της. «Απλώς δεν με τραβάει το ίδιο αυτή τη στιγμή. Σκέφτομαι πως θα φύγω την Παρασκευή και δεν έχω το άγχος του αποχαιρετισμού. Δεν με νοιάζει καν το γεγονός ότι δεν έχω πακετάρει όλα μου τα ρούχα ακόμα.»

Για λίγο ο φίλος της έμεινε σιωπηλός. Πρώτη φορά η σιωπή του την σκότωνε. «Όταν αποφάσισες να πας στη Σκωτία ήταν για εκείνον ή για εσένα;»

«Για εμένα. Το πρόγραμμα του μεταπτυχιακού είναι υπέροχο.» απάντησε αμέσως. Ήταν μια απάντηση που έδινε συχνά, την είχε μάθει απέξω, σαν το βιβλίο της Βιολογίας για τις Πανελλήνιες και την Αναπτυξιακή Ψυχοπαθολογία για την τέταρτη εξεταστική της. «Γιατί;»

«Γιατί κάτι έγινε χθες και εκεί που το πρόγραμμα είναι υπέροχο ξαφνικά θες να το παρατήσεις.» της είπε. Το χέρι του άγγιξε απαλά το δικό της. «Θέλω να ξέρω πως αν φύγεις, θα είσαι εντάξει. Και αν μείνεις, δεν θα το κάνεις για να αποφύγεις τον Ερμή αλλά επειδή πραγματικά δεν το θέλεις.»

Η Ήβη κοίταξε κάτω, στο ποτήρι με το τσάι της. Το λεμόνι δεν της άρεσε τόσο τώρα.

Ο Αχιλλέας συνέχισε, παρά τη δική της αδυναμία να μιλήσει. Σιγανά, της είπε, «Δεν θέλω να μείνεις εδώ όπως την πρώτη φορά, επειδή φοβόσουν. Γιατί ηλιόφωτη, αν μου επιτρέψεις ποτέ, θα ήθελα να...»

Η φράση του έμεινε εκεί, χωρίς τέλος, μόνο την αρχή και τη μέση. Η Ήβη θα ξεκινούσε την πρόταση στη σκέψη της με μια αρνητική λέξη, από αυτές που της είχε πει να μη το κάνει. Δεν, και το τόνιζε, δεν ήταν σίγουρη αν θα ήθελε κάτι τέτοιο. Η σκέψη πως αν έμενε θα έμενε για τον Αχιλλέα, αν έφευγε θα έφευγε για τον Ερμή την κούραζε. Τι είδους λογική ήταν αυτή, ή τον έναν ή τον άλλον; Η Ήβη ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές της, και μέχρι εκεί. Δεν υπήρχε κάτι για εκείνη στην Ελλάδα, κάτι που θα την οδηγούσε σε μια μονιμότητα σύντομα τουλάχιστον. Αν θα έμενε, θα έμενε για εκείνη.

Ωστόσο...

Η λογική ότι θα έπαιρνε οποιαδήποτε απόφαση για έναν άνδρα την αηδίαζε. Η ερώτηση του Αχιλλέα όμως είχε βάση, της το είπαν και τα κορίτσια. Γιατί ξαφνικά δεν θέλει τη Σκωτία; Επειδή θα είναι και εκείνος εκεί. Επειδή όλα της τα σχέδια τα έκανε με την προϋπόθεση αυτός να είναι εκεί, ένα βήμα πίσω της, ένα μπροστά της, ένα πλάι της, όταν πέφτει να τη βοηθάει να σηκωθεί και να σηκώνεται μόνη της, όταν πετάξει, να μην πέσει αμέσως στην πέτρα, να υπάρχει ένα στρώμα πριν τον θάνατο.

Και αν έμενε...ο Αχιλλέας ήταν ερωτευμένος μαζί της, έμοιαζε σαν να της λέει «επέλεξε», και δεν θα το έκανε. Δεν ήταν ή ο ένας ή ο άλλος. Αλλά δεν ήταν τυχαίες οι πεταλούδες στον χορό τους μέσα στο στομάχι της. Το ταχύ βήμα του χρόνου όταν την είχε φιλήσει. Αν αυτή ήταν η αντίδρασή της σε κάτι, υποτίθεται πως είχε σημασία, σωστά;

Και άλλη αρνητική πρόταση, δεν θα έμενε για τον Αχιλλέα. Θα έμενε για εκείνη, πηγαίνοντάς το αργά αργά, το σχέδιό της για τη κατάκτηση του κόσμου να ξεκινούσε με ένα βήμα. Υπήρχαν μεταπτυχιακά πάνω στη ψυχολογία, τι και αν περίμενε έναν χρόνο; Μπορούσε να παρακολουθήσει σεμινάρια, και άλλα σεμινάρια πάνω σε αυτά που είχε ήδη βρεθεί. Νόμιζε πως είχε ήδη κάνει τα μικρά βήματά της, αλλά μέσα στη σχολή δεν είχε δράσει ποτέ «ελεύθερη». Πάντα υπήρχε το διάβασμα για εκεί, διάβασμα και εργασίες για τον έναν, διάβασμα και εργασίες για τον άλλον, το Word ανοιχτό και να μην κλείνει ποτέ, τα γράμματα στο πληκτρολόγιό της να έχουν χάσει το χρώμα τους από τα πολλά ταπ ταπ ταπ στις 8 το πρωί με 11 το βράδυ. Αν έμενε, θα είχε χρόνο.

Και η Σκωτία μπορούσε να περιμένει.

Ίσως, ο χρόνος ήταν κάτι καλό. Ο Ερμής της είχε πει εκείνο το βράδυ στο σπίτι της να κυνηγήσει τον Αχιλλέα. Λίγες μέρες αργότερα και έγινε το άκρως αντίθετο. Θα μπορούσε να αλλάξει. Θα μπορούσε να προσπαθήσει. Ήθελε να το δοκιμάσει. Σιγά σιγά, ένα βήμα τη φορά. Και ο Αχιλλέας φαινόταν να είναι διατεθειμένος να το κάνει, να περιμένει.

Χωρίς ενοχές, μίλησε. «Δεν είμαι ερωτευμένη μαζί σου.» ψιθυριστά, η αρνητική πρόταση που ο Αχιλλέας τόσο μισούσε. «Τα έχουμε πει πολλές φορές. Είναι κούραση. Αλλά,» και μεγάλο αλλά, «είναι φορές που σκέφτομαι τι στο διάολο μου συμβαίνει και δεν μπορώ να σε χαρώ όπως θες; Απλώς δεν μπορώ Αχιλλέα. Αυτή τη στιγμή σε χρειάζομαι σαν φίλο. Έτσι σε έμαθα.» μουτρωμένη, τον κοίταξε. «Τον αγαπώ.»

Απλώς δεν μπορούσε να το πει κατάμουτρα. Αυτή η μία φράση που αν είχε τα κότσια και την έλεγε, τώρα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Εκείνη θα ήταν διαφορετική, οι σχέσεις της και οι φοβίες της θα ήταν άλλες.

Αν το είχε κατανοήσει πλήρως, η Ήβη ίσως και να μη γνώριζε ποτέ τον Αχιλλέα, ή τουλάχιστον η δυναμική τους να μην ήταν αυτή.

Πόνος στα μαύρα μάτια του, πόσο τα αγαπούσε, με τον δικό της τρόπο. Έτσι γνωρίστηκαν, μέσα σε δύο εβδομάδες κατάφεραν ο ένας να εμπιστευτεί τον άλλον σε στιγμές ζωής και θανάτου για εκείνη. Και ξανά. Και τώρα, άλλη μία φορά. Αν θα ήταν η τελευταία, κανείς από τους δυο τους δεν το ήξερε.

Έσκυψαν ο ένας δίπλα στον άλλον. «Χρειαζόμαστε και οι δύο ψυχολόγο. Αλλά θα είμαι αυτός για σένα τώρα.» της είπε. Της χάρισε ένα μικρό ενθαρρυντικό χαμόγελο, κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που ένιωθε. «Ηλιόφωτη, έφυγες τόσο γρήγορα χθες. Τι έγινε;»

Η Ήβη τώρα ήταν αυτή που πονούσε. «Νομίζω πως η Μίνα είπε για την αποβολή μου στη Δανάη. Η γριά μιλούσε με τον Ερμή ήρεμα και ήσυχα και μετά μπουμ, "Ήσουν έγκυος;". Ναι ήμουν, παρελθοντικός χρόνος, γιατί το κάνουν όλοι θέμα; Και η άλλη, αν την δω μπροστά μου Αχιλλέα, θα τη δώσω στη μάνα σου.» του είπε γρήγορα. Πήρε μια ανάσα και συνέχισε το παραλήρημα. «Και...τέλος πάντων, κάτι κάναμε. Μη με κοιτάς έτσι, και εσένα φίλησα.» του είπε, με το δάχτυλο ψηλά. «Και ήρθε η Astrid, κακό χρόνο να έχει, και αυτός την ακολουθεί με ένα συγνώμη. Ένα συγνώμη! Πώς να πάω στη Σκωτία μετά;»

Ο Αχιλλέας μελέτησε τη κατάσταση στο μυαλό του. Ήξερε κάτι που δεν ήξερε εκείνη; «Και νομίζεις πως θα μείνει μαζί της;»

«Νομίζω πως δεν θα γυρίσει ξανά. Θέλω να κλάψω.» του εκμυστηρεύτηκε. «Και είναι γελοίο γιατί, αχ δεν ξέρω! Κάτι έλεγε πως έχουμε χρόνο, όλο τον χρόνο, σε κάθε ζωή. Δεν υπάρχει όμως η άλλη ζωή ή η μετενσάρκωση, πεθαίνεις, σε τρώνε, τέλος. Και εκνευρίζομαι γιατί...γιατί για λίγο το πίστεψα και εγώ...δεν μπορώ.»

Κατακόκκινη και με θυμό, δέχτηκε τις επόμενες προτάσεις του Αχιλλέα. «Αδελφές ψυχές.»

«Δεν πιστεύω στις αδελφές ψυχές, μόλις προχθές τις έμαθα από εσένα.» του είπε. «Και ο Ερμής σίγουρα δεν είναι η αδελφή ψυχή μου. Πρέπει αυτό το πράμα να σε κάνει να πονάς;»

«Σε κάνει να γελάς;»

«Πολύ.» του είπε. Έπιασε το χέρι του, παγωμένο από το τσάι που κρατούσε τόση ώρα. Του χαμογέλασε. «Το αστείο ξέρεις ποιο ήταν; Ότι για λίγο νόμιζα πως άκουσα τη φωνή σου.»

Ο Αχιλλέας σήκωσε το φρύδι του. «Πού;»

Η Ήβη, τρελή, έδειξε το κεφάλι της. «Εκεί μέσα. Να μου λέει πως έχω χρόνο. Και πιστεύω πως αν το προσπαθήσω,» ρούφηξε τις μύξες της, «θα έχω χρόνο για σένα.»

Την κοίταξε...απερίγραπτα. Τόσες λέξεις το ελληνικό αλφάβητο, με λέξεις με τα ίδια γράμματα και διαφορετικά νοήματα στις προτάσεις, και εκείνη δεν μπορούσε να βρει ούτε μία για να συνθέσει στο μυαλό της. Της είχε πει, σε κάποια ζωή, αυτός και εκείνη ίσως ήταν αδελφές ψυχές. Θα μπορούσε να ισχύει.

Και τότε, τη ρώτησε, «Σε ποιον θα έδινες το βιβλίο σου;»

Αυτό, που μετράμε τη ζωή με κεφάλαια.

Το πρώτο όνομα που της ήρθε στο μυαλό δεν ήταν το δικό του. Ο Αχιλλέας το κατάλαβε.

«Και αν έχω δύο αδελφές ψυχές;» τον ρώτησε σιωπηλά. «Λένε κάτι τέτοιο οι γνώσεις σου;»

«Οι γνώσεις μου φτάνουν σε ένα σημείο ηλιόφωτη.» της είπε. «Γιατί;»

Η Ήβη πήρε μια βαθιά ανάσα. «Κάτι μου λέει πως η Άννα και η Δώρα έβαλαν στοίχημα με ποιον θα καταλήξω. Αλλά αυτές δεν το παίζουν ποτέ ερωτικά, άσχετα αν το σεξ είναι το μόνο που σκέφτονται.»

«Και;»

«Και αν οι δικές μου γνώσεις για εκείνες είναι σωστές,» του είπε, «τότε το στοίχημά τους είναι το ίδιο.»

«Δηλαδή;» τη ρώτησε.

Το είχε σκεφτεί αρκετά μέσα στο βράδυ. Είναι τρελές οι φίλες της, αυτό ήδη το ήξερε. Η Ευανθία τις έμαθε να παίζουν χαρτάκι και να μετράνε τα φύλλα στο πόκερ, να κερδίζουν πάντα τα στοιχήματά τους ελέγχοντας τη πιθανότητα των ζαριών. Ήξεραν το Ηβάκι καλύτερα από όλους. Ίσως λίγο καλύτερα και από την ίδια. Και γνώριζαν τα πάντα, πριν τους τα πει. Το τέλος, ήταν σαν να το είχαν ονειρευτεί. Θα την ακολουθούσαν σε αυτό.

Είχαν βάλει ένα στοίχημα. Δύο θα ήταν η απάντησή τους.

Δεν ήταν ο ένας ή ο άλλος. Ήταν αυτός που χρειαζόταν περισσότερο. Η απάντηση ήταν στις ευτυχισμένες στιγμές της. Και σε αυτές που ήταν αληθινά όμορφες, εκεί που η Ήβη συγκρούστηκε με τον εαυτό της και η έκρηξη έδειξε τον αληθινό της εαυτό στα χειρότερα και στα καλύτερά της.

«Θα μπορούσα να σε ερωτευτώ εδώ και τώρα.» του είπε. «Όμως σε έχω ήδη αγαπήσει.» αλλιώς. Όχι σαν εκείνον.

«Μου προκαλείς πονοκέφαλο όταν δεν βγάζεις λογική ηλιόφωτη.» ο Αχιλλέας έτριψε απαλά το μέτωπό του, πίνοντας παράλληλα δυο γουλιές από το δικό του τσάι. Όλη η συζήτηση δεν έβγαζε λογική. Κάτι της έλεγε πως είναι λάθος, πως δεν θα έπρεπε να ήταν εκεί. «Και είναι συχνός αυτός ο πονοκέφαλος τελευταία.»

Η ανησυχία στο βλέμμα της ήλπιζε να ήταν εμφανής. «Το έχω παρατηρήσει. Μήπως να σε πάμε σε έναν γιατρό;»

«Έλα χαζομάρες, με μάτιαξαν.» της είπε σαν αστείο. Μόνο αστείο δεν ήταν όμως πλέον για εκείνη. «Βλέπουν πόσο ερωτευμένος είμαι με εσένα και με μελέτησαν τα βράδια με μαγεία.»

«Αχιλλέα αλήθεια ανησυχώ.»

«Και εγώ αλήθεια είμαι ερωτευμένος μαζί σου.» της είπε. «Και μιλάς, μιλάς, μιλάς τώρα άκου ηλιόφωτη. Δεν έχω μεγάλο λόγο, φοράω μόνο πουκάμισα με χαζά σχέδια και χρώματα γιατί η Σειρήνα με έβγαλε από το μαύρο που φορούσα συνέχεια. Βέβαια, μετά με άφησε, και με το δίκιο της και συνέχισα να τα φοράω από πείσμα. Δεν ξέρω γιατί το είπα αυτό.» σκυμμένοι όπως ήταν και οι δυο τους, ο Αχιλλέας έριξε το κεφάλι του στο πλάι και η Ήβη τον κοιτούσε από ψηλά. Της χαμογέλασε γλυκά, όμορφα, λες και ό,τι θα έβγαζαν τα χείλη του, θα την έκανε να νιώθει υπέροχα. «Θα δεχτώ που θα δώσεις το βιβλίο στον Ερμή, αν και ξέρω πως εγώ θα είμαι ο επόμενος. Πιστεύω, αγαπητή Ήβη Βιλαέτη, πως δεν γνωριστήκαμε τυχαία. Και πιστεύω στις επόμενες ζωές.»

«Χαζομάρες.» μουρμούρισε.

«Και τέλος,» ψιθύρισε φιλώντας τη στο μάγουλο, «με πονάς και με κάνεις να γελάω και θέλω λεμόνι κάθε πρωί στο τσάι μου. Θα περιμένω. Νομίζω πως δεν με πειράζει.»

Αν μείνει.

«Δεν είμαι όμως τόσο χαζός όπως όταν ήμουν με τη Σειρήνα.» της είπε, σοβαρά αυτή τη φορά. «Και οι δύο ξέρουμε τι θα γίνει αν πας στη Σκωτία.» διστακτικά, τη κοίταξε. «Σου είπα πως θα είμαι πάντα δίπλα σου. Όσο έχω ελπίδα, θα προσπαθώ για το κάτι παραπάνω.»

Πες μου να τα παρατήσω, να κάψω τις ελπίδες μου, προλαβαίνεις, ένας ψίθυρος στο μυαλό της. Ποτέ δεν μιλούσαν για εκείνον, μόνη εκείνη. Ανδρική η φωνή στο μυαλό της, ξένη και οικεία μαζί. Σαν να την παρακαλούσε.

Η Ήβη έκλεισε τα μάτια της. «Τώρα εσύ μου προκαλείς πονοκέφαλο.»

«Τέλεια.» της είπε και γύρισε πίσω στη κάμερα. «Για να απαντήσω στην ερώτησή σου, νομίζω πως ναι, μπορείς να έχεις δύο αδελφές ψυχές.»

Του χαμογέλασε. «Πώς το ξέρεις αυτό;»

«Χθες το βράδυ τις είδα.» της είπε και κάθισε πίσω στη καρέκλα του, ήρεμος. «Δεν είναι όλα ερωτικά εκεί πέρα ξέρεις. Εσύ μου το είπες, η αγάπη έχει πολλές μορφές.»

«Δεν σε ακολουθώ.»

Ο Αχιλλέας σήκωσε το ποτήρι του, ήταν λίγο λιγότερο από το μισό. «Μοιάζεις τόσο στη μαμά σου.»

Η Ήβη σταμάτησε να τα παίρνει όλα περί αστείου. Ίσιωσε το κορμί της, τέλος όλες οι χαζομάρες. «Τι έκανε;»

Ο Αχιλλέας άρχισε να γελάει.

Δεν έκανε τίποτα, αλήθεια.

Η Μίνα άφησε το φλιτζανάκι του καφέ μπροστά του, σκέτος, πικρός, διπλός, τριπλός, ούτε αυτή ήξερε, ζεστός, μέσα στο καλοκαίρι, άχνιζε ακόμα πάνω στο πιατάκι. Χτύπησε στα γρήγορα έναν φραπέ για εκείνη με αρκετή ζάχαρη για να ρίξει διαβητικό σε κώμα και παγάκια που στο τέλος θα τα δάγκωνε για πλάκα και θα πάγωνε ο εγκέφαλός της.

Είναι τώρα αυτές ώριμες σκέψεις ενός ενήλικα; Μπορεί, ναι, αλλά κοντά του, ένιωθε πάλι δεκαεφτά. Νέα, με λίγη κυτταρίτιδα, χαζούλα και με μια τρέλα για την Buffy και τον Spike.

«Συνήθως πίνω τσάι.» μουρμούρισε. «Δηλαδή πάντα. Καιρό έχω να πιώ καφέ.»

Η Μίνα έκατσε απέναντί του στο μικρό τραπεζάκι του μπαλκονιού. «Είναι το ίδιο πικρός με τότε;»

Της χαμογέλασε απαλά. «Είναι τέλειος Μίνα. Ευχαριστώ.»

«Και...σε ευχαριστώ για χθες. Δεν χρειαζόταν.» της είπε. Κάπως μελαγχολικά για τη Μίνα, πρόσθεσε. «Καταλαβαίνω πως είμαι βάρος.»

Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, όχι εύκολα. Άλλη μια μέρα που ο Μάρκος υποτιμούσε τον εαυτό του και η Μίνα ήθελε να του σπάσει το κεφάλι. «Μόνο όταν ξάπλωνες πάνω μου μετά το σεξ, και μου άρεζε αυτό.»

Τι χαζομάρες πετάει;

Ο Μάρκος κατάφερε να κρατήσει τον καφέ μέσα του και να μη τον φτύσει με τα λόγια της. Είχαν και οι δύο άγχος. Πέρασαν το βράδυ μαζί, εκείνη στο ένα κρεβάτι του δωματίου, ο Μάρκος στο άλλο απέναντι, εκεί που θα κοιμόταν η Δανάη αν δεν την έδιωχνε. Τη γιαγιά την έβαλαν στης Ήβης, όσο εκείνη έλειπε, άλλο τόσο έλειπε και η Νίνα -που είχε βολευτεί καλά κάτω από τον Ιάσονα- οπότε η Δανάη είχε τα νεύρα της μόνη της σε ένα δωμάτιο μακριά. Με λίγα λόγια, ήταν κάπου που η Μίνα δεν μπορούσε να τη σκοτώσει.

Για την ώρα.

«Λοιπόν,» ξεκίνησε αμήχανα, «πώς είσαι;»

Χθες δεν είπαν τίποτα. Τον αγκάλιασε, και τον έσυρε στο δωμάτιό της, αποφεύγοντας τον Ανδρέα και τα παιδιά με οποιαδήποτε συζήτηση. Αλήθεια, δεν έγινε τίποτα. Τον παρακάλεσε μόνο να μείνει εκεί το βράδυ, να ξαπλώσει και να κοιμηθεί μαζί της. Μόνο αυτό. Ο Μάρκος, που δεν την χαλούσε ποτέ χατίρι, το δέχτηκε, ιδιαίτερα όταν η Μίνα του είπε με πολύ έντονο τόνο στη φωνή της πως είναι αργά και τζάμπα θα οδηγεί τέτοια ώρα.

Εκείνη βέβαια, δεν κοιμήθηκε καλά. Μόνο λίγο, μερικές ώρες πριν ανεβεί ο ήλιος. Την υπόλοιπη νύχτα την πέρασε με την κάποτε σκληροπυρηνική καρδιά της να ξεχνάει χτύπους. Ο Μάρκος, ευτυχώς, κοιμήθηκε αμέσως. Πήρε κάτι για τον ύπνο, λέγοντας πως συνήθιζε να κοιμάται νωρίτερα ώστε το βράδυ να πηγαίνει για ψάρεμα, αλλά δεν έγινε κάτι τέτοιο χθες. Της έδωσε όση ώρα χρειαζόταν και λίγη παραπάνω για να συνηθίσει τα νέα του χαρακτηριστικά. Μερικές γκρι τουφίτσες εδώ και εκεί να μπλέκονται στα μαλλιά του. Γραμμές γύρω από τα μάτια του και το στόμα του. Κάποια στιγμή χαμογελούσε πολύ στη ζωή του. Ηρεμία στο πρόσωπό του, αυτή την ηρεμία δεν την είχε όταν κοιμόταν μαζί της. Είχε μεγαλώσει, φαινόταν, αλλά έμοιαζε ταυτόχρονα τόσο νέος.

Το αλκοόλ του πήρε τη ζωή, αυτή ήταν η φράση που επαναλάμβανε τόσα χρόνια η Μίνα μέσα της. Σταμάτησε να τον σκέφτεται σε ένα σημείο, στα γενέθλιά του άναβε ένα μικρό κεράκι σαν συνήθεια αλλά δεν έλεγε το όνομά του.

Κυριολεκτικά το αλκοόλ του πήρε τη ζωή. Ένα τηλεφώνημα μέσα στο βράδυ, ημέρα, χμ, ίσως Τρίτη, μπορεί και Τετάρτη, και ο Ανδρέας πανικοβλημένος να λέει πως πήγαινε σε ένα νοσοκομείο στην Αθήνα. Εκεί είχαν τον Μάρκο, πότε λιπόθυμο, πότε ξύπνιο. Η Μίνα δεν έμαθε ποτέ την αιτία. Δεν ρώτησε, δεν ζήτησε ποτέ από τον Ανδρέα εξηγήσεις. Το μόνο που του είπε είναι να την πάρει τηλέφωνο για οποιοδήποτε νεότερο.

Της είπε πως επανήλθε, ήταν καλά. Αλλά μέχρι να γίνει αυτό, ο δικός της κόσμος καταστράφηκε λίγο προς λίγο. Οι ώρες φάνταζαν ατελείωτες, τη μια στιγμή είναι πρωί και λέει στα παιδιά πως ίσως έγινε κάτι με τον μπαμπά τους που είχαν ξεχάσει, την επόμενη έψαχνε μέσα στους διαδρόμους του νοσοκομείου την Ήβη, λιπόθυμη. Στην ίδια κατάσταση με εκείνον, τόσα μίλια μακριά. Ίδιοι στη ζωή και στον θάνατο.

Κάτω από το φως του ήλιου νόμιζε πως την χαμογελούσε. Τα πράσινα μάτια του χάνονταν κάτω από τα μισόκλειστα βλέφαρά του, δεν τα πήγαινε καλά με την έντονη εκπομπή φωτός ενός μεγάλου αστέρα του ηλιακού τους συστήματος. Ίσως την πείραζε και εκείνη λίγο, του χαμογελούσε πίσω από το δικό της φλιτζάνι δίχως να το καταλαβαίνει.

«Είμαι καλά. Εσύ;» της είπε. Μια φράση που κάποτε την άκουγε σαν επαναλαμβανόμενη κασέτα. Αλλά τώρα στα αυτιά της έφτανε σαν κάτι αληθινό. Υπήρχε ζωή στον λόγο του.

Η πρόταση την άφησε να χαμογελάει. Έριξε το κεφάλι της στο πλάι, λες και δεν πίστευε ποιος καθόταν απέναντί της. «Νιώθω λες και είμαι σε όνειρο.»

Ο Μάρκος δάγκωσε το εσωτερικό του μάγουλού του για να μη χαμογελάσει. «Φτάνει με όλα αυτά. Αλήθεια, πώς είσαι Μίνα;»

Ξεφύσησε και κοίταξε έξω. Τι να του έλεγε; Κάθε μέρα δεν ήταν ρουτίνα, ήταν ένα χάος. Της άρεσε όταν γυρνούσε στην ακαταστασία, η Ευανθία τη φώναζε και μετά εκείνη επικαλούμενη τον παππού της, κέρδιζε κάθε μάχη. Η Ευανθία όμως έφυγε και η Μίνα είχε περάσει τα τελευταία χρόνια σαν μικρό παιδί. Ήρθε η ώρα πάλι να μεγαλώσει.

«Τον Οκτώβριο θα ξεκινήσω ένα μεταπτυχιακό. Αρχές Σεπτεμβρίου μαθήματα μαγειρικής για αρχάριους. Πέρσι έκανα μαθήματα κεραμικής αλλά αυτό δεν πήγε καλά. Δουλεύω σε ένα πολύ ωραίο νοσοκομείο, στην παιδιατρική κλινική, κάνοντας μικρά πειράματα Φυσικής σε παιδιά με καρκίνο και άλλες παθήσεις. Βρίζω ασύστολα. Πρόσφατα άρχισα πάλι το κάπνισμα.» είπε, με λίγα λόγια. «Η Ευανθία ήταν εκεί να βοηθάει σε όλα τα υπόλοιπα. Και τώρα...χμ, νομίζω είμαι και εγώ καλά.»

«Τα συλλυπητήρια είναι λίγα για να τα πω τώρα, μετά από έναν μήνα και κάτι.» ψιθύρισε ντροπαλά. «Αλλά ήταν σπουδαία γυναίκα. Και λυπάμαι πολύ, αλήθεια Μίνα.»

Ήταν όντως σπουδαία γυναίκα. Χωρίς εκείνη, μπορεί ο Μάρκος να μην ήταν εδώ τώρα. Είχε σχέδια η γριά. Πάντα έπλεκε τα πράγματα με τέτοιο τρόπο ώστε κάτι να γίνει και τα κομμάτια του παζλ να δεθούν μαζί. Λες και μετά τον θάνατό της, πάλι το έπαιζε Θεά και τους μάζεψε στο ίδιο μέρος.

Σίγουρα έστειλε την Ήβη στην πρώτη της περιπέτεια με τον Αχιλλέα. Δεν την σταμάτησε. Έμαθε, πως εκείνη έδωσε την ιδέα στον μικρό.

Και από εκεί φτάσαμε στο σήμερα.

Ο Μάρκος κοίταξε για λίγο το φλιτζάνι του. Πώς γίνεται δύο σαράντα φεύγα άνθρωποι να φέρονται λες και βγαίνουν τώρα στη κοινωνία; Όχι, ήταν κάτι παραπάνω από αυτό. Ένας ενθουσιασμός στην παρουσία του άλλου, φοβούμενοι όμως και οι δύο μήπως πνιγούν. Η Μίνα κάθε άλλη στιγμή θα ήταν νευριασμένη με την Ήβη που της έκρυψε κάτι τέτοιο, ότι όχι μόνο έτυχε να δει μετά από καιρό τον πατέρα της, αλλά προσπάθησε και να κρατήσει επαφές.

Το είχε ξεπεράσει σε μια στιγμή.

«Πρέπει να έχεις μεγάλη χαρά για τη Νίνα. Ξέρω πόσο βασίζετε πολύ τον γάμο στην λατρευτή οικογένεια Βιλαέτη.» μιλούσε γρήγορα, ντροπαλά.

Η Μίνα έβγαλε ένα μικρό γελάκι, απλώς της ξέφυγε χωρίς λόγο και αιτία. Η αλήθεια ήταν πως ήταν κάτι παραπάνω από χαρούμενη. Δεν ήταν μαζί τους η Μέδουσα, μεγάλο συν. Και η μικρή, το σκατόπαιδο που της έκανε τη ζωή κόλαση με τα τηλεφωνήματα στις έξι το πρωί για να τη μαζέψει από τα κλαμπ, ήταν χαρούμενο. Έλαμπε, χθες. Σήμερα...θα δείξει.

«Νιώθω χαζή να το συζητάω αυτό. Όποιος δεν ξέρει, θα νομίζει πως πιέζουμε τους πάντες να παντρευτούν.» μονολόγησε, κοιτώντας το φλιτζάνι της. «Δεν ξέρουν για τη κατάρα.»

«Μίνα, δεν υπάρχει κατάρα.»

«Και μου πήρε πολύ καιρό για να το καταλάβω.» συνέχισε. Σήκωσε το βλέμμα της ψηλά. «Ο Ανδρέας μόλις πήρε το διαζύγιο. Ή τέλος πάντων, της το έστειλε. Και όλοι ξέραμε πως εκείνος ο γάμος ήταν καταραμένος από την αρχή. Αλλά όταν έφτασε στο τέλος του, έμοιαζε τόσο ευτυχισμένος.»

Ο Μάρκος σήκωσε τον καφέ του, η δεύτερη γουλιά που θα έπινε από αυτό το άθλιο πράγμα. «Και εσύ φαίνεσαι ευτυχισμένη. Χωρίς γάμο.»

Η Μίνα δείλιασε να συνεχίσει. «Απλώς δεν θέλω να είναι μόνοι στο τέλος τους.»

«Και εσύ;»

«Εγώ τι;»

«Η Νίνα παντρεύεται. Θα φύγει από το σπίτι. Ο Ανδρέας είναι εκτός τόσα χρόνια. Η Ευανθία πέθανε. Η Δανάη...η Δανάη δεν είναι ιδιαίτερα εκεί. Και η ηλιαχ- η Ήβη, θα πάει στη Σκωτία.» έκανε περίληψη τα τελευταία δεδομένα. «Εσύ; Θα μείνεις μόνη;»

Ανασήκωσε τους ώμους της. «Είμαι τόσο δραστήρια που δεν θα νιώσω ποτέ μοναξιά. Για πότε θα επιστρέψει η Ήβη από τη Σκωτία κανείς μας δεν θα το καταλάβει.»

Άπαξ και γυρίσει εκείνη, θα έρθουν και οι υπόλοιποι.

«Μετά από τόσα χρόνια...δεν...με κανέναν;» τη ρώτησε.

Τα μάγουλά της κοκκίνησαν. Έπρεπε να φοράει αντηλιακό, η Ήβη της το λέει συνέχεια, «θα καταστρέψει το δέρμα σου ο ήλιος», ε να τώρα που τα μάγουλά της ήταν πιο κόκκινα από όσο έπρεπε. Τη ρωτούσε αυτό που νόμιζε; Ναι, το έκανε. «Δεν είχα χρόνο για λοιπούς άνδρες. Ο Ανδρέας με έσερνε στο γραφείο του λυκειάρχη κάθε τρεις και λίγο. Τη μία ήταν κροτίδες μέσα στην αίθουσα, την άλλη έσκιζαν σελίδες από το απουσιολόγιο για να σβήσουν τις πρώτες ώρες που έλειπαν. Μόνο αυτός ο άνδρας με ενδιέφερε.»

Ο Μάρκος γέλασε απαλά. Ένα όμορφο γέλιο, μικρό, βαθύ. «Η Μίνα χωρίς έρωτα στη ζωή της; Δεν το περίμενα αυτό.»

«Σίγουρα ο φίλος σου και η φίλη σου σε ενημέρωναν για αυτά.» είπε πικρά. Στη σκέψη του μεγάλου Ανδρέα, του άνδρα που απέφευγε όσο τίποτε άλλο στη γη, ανατρίχιασε. «Δεν είναι έκπληξη.»

Ο πρώην σύζυγός της, παντοτινός έρωτάς της, έσκυψε κοντά της. «Φαντάσου λοιπόν την έκπληξή μου τόσο καιρό, που ποτέ, ποτέ, δεν κυνήγησες τη σπίθα που κάποτε σε έκανε να τρέχεις. Τουλάχιστον εμένα με κυνήγησες. Πολύ, έχω να πω.»

Η Μίνα κρύφτηκε πίσω από τον ζαχαρένιο καφέ της. «Δεν ξέρω τι-»

«Ξέρεις πολύ καλά.» τα πράσινα μάτια του τη κοιτούσαν έντονα. Γαμώτο. «Πολύ καλά.»

Άφησε το φλιτζάνι κάτω με δύναμη. «Θα σου άρεζε δηλαδή αν η πρώην γυναίκα σου και ο κουμπάρος σου που τόσα χρόνια σου σώζει τη ζωή, χήρος μπορώ να πω, που διακινεί...δεν ξέρω και εγώ τι, τα έφτιαχναν και ήταν μέσα στα μέλια;»

«Γιατί όχι;» είπε εντελώς σοβαρά. «Τον ήθελες κάποτε.»

Ήθελε να φάει τα νύχια της. «Σταμάτα, λες χαζομάρες.»

Εκείνος γέλασε, πιο δυνατά τώρα. «Για αυτό τον αποφεύγεις;»

Η Μίνα κοίταξε ξαφνικά κάτω. Μια φωνή πρωινή ακούστηκε και η Μίνα είδε έναν άνδρα με σπασμένη μύτη. Βαγγέλης; Βασίλης; Απαίσιο όνομα όποιο και αν είναι. Και λίγο πιο πέρα, να υποδέχεται έναν άλλον, μαυρισμένο με ένα τεράστιο χαμόγελο και έντονο βλέμμα. Αυτόν, αυτόν τον ήξερε καλά.

«Δεν ήθελα να με δουν ξανά να πονάω.» του απάντησε σιγανά. Δεν ήθελε να τους ακούσει ο Ανδρέας από κάτω.

«Αυτό είναι για σένα ο έρωτας; Μόνο πόνος;» την τράβηξε πάλι κατά πάνω του. «Ξέρεις καλύτερα Μίνα.»

Ήρθε αντιμέτωπη με το ήρεμο πρόσωπό του. Πάντα ήρεμος, εκτός από τη τελευταία στιγμή που θα έσπαγε. Το απεχθανόταν αυτό. «Ήταν μόνο φίλος. Και εκεί θα έμενε Μάρκο. Έζησα τη ζωή μου, δεν είμαι σαν τη Δανάη να τρέχει από πίσω της.»

«Ίσως θα έπρεπε.» της είπε σιγανά.

Σήκωσε ένα χέρι ψηλά και κοίταξε κάτω. Η Μίνα ακολούθησε την πράσινη ματιά του να χαιρετάει τον Ανδρέα στην αυλή. Και αχ, γιατί σε εκείνη, από τα άλλα διαμερίσματα εμφανίστηκε ο γιος της, φτυστός ο πατέρας του σε ξανθό, με ίδιο όνομα με τον νονό του. Γιατί όλοι τόσο πρωί; Γιατί τώρα;

Ευανθία το έκανες το θαύμα σου πάλι.

Ο Μάρκος έσκυψε κοντά της. «Δεν νομίζω πως η Ήβη τον γνώρισε τυχαία.»

«Η Ήβη μπορεί να γνωρίσει και τον Πρόεδρο των Η.Π.Α. και να είναι σχεδιασμένο.»

«Και αυτό σχεδιασμένο είναι.» της είπε. «Οι φίλοι δεν φιλάνε τους φίλους.»

Γούρλωσε τα μάτια της και γύρισε αμέσως προς το μέρος του. «Ξέρεις για αυτό;»

Της χαμογέλασε. «Το έμαθα μετά από πολύ καιρό, αλλά ναι.»

«Στο ορκίζομαι μια φορά έγινε. Και...θα μπορούσα να πω καταλάθος.»

«Καταβάθος επίτηδες.» κατάπιε μια γερή γουλιά του καφέ του και χαλάρωσε στη καρέκλα του. «Η Ήβη χθες γιατί είπε πως σε μισεί;»

«Δεν λέω, καλή ιδέα να αλλάξεις θέμα, αλλά καλύτερο θα ήταν για άλλο θέμα.» του είπε και της γέλασε. Η Μίνα τράβηξε τη καρέκλα της μακριά από τα κάγκελα, ο γιος της να κάθεται στο ίδιο τραπέζι της αυλής με τον μεγάλο Ανδρέα, ο Βαγγέλης απλός παρατηρητής και η κόρη του ιδιοκτήτη αυτού του μέρους που την θέλει η Δώρα, να κοιτάει ντροπαλά τον γιο της Μίνας. Ενδιαφέρον. «Πολλά και διάφορα. Σηκώνω στους ώμους μου όλα τα νεύρα της.»

«Έγινε κάτι συγκεκριμένο;» τη ρώτησε, εμφανώς ανήσυχος. «Δηλαδή, ξέρω το ερωτικό της δράμα, αλλά η επίθεση προς εσένα...μου ήταν κάτι καινούριο.»

Πόσα ξέρει τέλος πάντων;

«Εγώ από την άλλη, δεν γνωρίζω τίποτα.» του είπε. «Κάποια στιγμή θα μου πει.»

«Το αφήνεις έτσι;»

Η Μίνα ήπιε τον καφέ της την ίδια στιγμή που χτύπησε η πόρτα από μέσα. «Έχω μάθει να της δίνω χρόνο. Βολεύει και τις δυο μας.»

Σηκώθηκε και περπάτησε μέσα, αφήνοντας τον Μάρκο μόνο στο μπαλκόνι. Είχε πάει σχεδόν δέκα και παρά την ηρεμία που προσπάθησε να δείξει εκεί έξω, μέσα της ήλπιζε να ήταν η Ήβη και να ήρθε να της πει συγνώμη ή τουλάχιστον το πού χάθηκε. Ήξερε πως όπου και να ήταν θα ήταν εντάξει, είχε τη Δώρα και την Άννα μαζί της, έτσι πίστευε από τη τελευταία φορά που την είδε το βράδυ. Όμως δεν μπορούσε παρά να αναρωτηθεί, τι την έκανε να ανοιχτεί τόσο εύκολα στον Μάρκο, έναν άνδρα που της είναι σχεδόν άγνωστος τα τελευταία χρόνια, και όχι στη μάνα της, που την πρήζει να βλέπουν τις ίδιες ταινίες ξανά και ξανά.

Ένα άλλο αστέρι την περίμενε πίσω από την πόρτα.

«Νίνα, μωρό μου, λάμπεις.» της είπε. «Όλοι ακούσαμε τη θεραπεία σου χθες το βράδυ, αν θες κράτα το χαμηλά την επόμενη φορά.»

«Μαμά, ντροπή σου να κρυφακούς.»

Η Νίνα φορτσάτη την προσπέρασε και η Μίνα έμεινε να κοιτάει. Είχε κάνει κάτι στο κεφάλι της, μια προσπάθεια να στρώσει τα μαλλιά της; Και τι φορούσε;

«Αυτό θα βάλεις;» τη ρώτησε και την πήρε από πίσω. «Δεν λέω, ωραίο μωρό μου, αλλά δεν έχεις κάτι άλλο;»

Προχώρησε προς το μπαλκόνι, περνώντας ανάμεσα από τσάντες και παπούτσια, η Μίνα έκρυψε κάτω από τη κουβέρτα το σουτιέν της. Της έλειπε η Ευανθία που ήταν εκείνη που τα μάζευε.

«Δεν ξέρω τι θα βάλω, έχω πανικοβληθεί, αλλά φταίει ο Ιάσονας για αυτό.» της είπε και άνοιξε τη σίτα. «Όσο και αν σε αγαπώ μανούλα όμως, δεν ήρθα για εσένα.»

«Με απατάς και εσύ;» τη ρώτησε αστειευόμενη. «Η ντροπή της οικογένειας έγινα.»

Η Νίνα στριφογύρισε τα μάτια της, ήταν συνηθισμένη στα παιχνίδια της Μίνας. Πέρασε έξω, και στάθηκε δίπλα από τον Μάρκο. Η Μίνα περίμενε να μάθει τι ήθελε, πρώτη φορά την είδε να ενδιαφέρεται να μιλήσει με τον πατέρα της. Ο οποίος, αγχωμένος ως ήταν με τη Μίνα, τώρα δεν μπορούσε ούτε να δει τη κόρη του.

«Θα μας πεις ή θα τελειώσει η μέρα;» τη ρώτησε.

«Με αγχώνεις, πρέπει να είσαι και εσύ εδώ;» η Νίνα φάνηκε να αγχώνεται παραπάνω. Ο Μάρκος δεν ήξερε τι να κάνει, να πέσει από τα κάγκελα ή να προσευχηθεί να ανοίξει η γη να τον καταπιεί; Δεν μίλησε σε οποιαδήποτε περίπτωση. «Ωραία, ορίστε λοιπόν.»

Η μικρή πήρε μια βαθιά ανάσα, όπως πριν πέσει στη θάλασσα γιατί φοβόταν μη μπει το νερό στα πνευμόνια της και τη δηλητηριάσει κάποιο ψάρι -ιδέες της Ήβης από τρομακτικές ιστορίες. Η Μίνα αγχώθηκε, ο Μάρκος αγχώθηκε και κανένας δεν ήταν απόλυτα ήρεμος, εκτός από τον Ανδρέα και τον Ανδρέα κάτω που θα έπρεπε κάποιος να βρει τρόπο να ξεχωρίζει τα ονόματα γιατί οι σκέψεις της ήταν μπερδεμένες.

«Μου φαίνεται ή είναι στα όρια νευρικού κλονισμού;» ρώτησε σιγανά ο Μάρκος.

«Δεν το λένε έτσι πλέον.» του απάντησε η Μίνα. Έβαλε την Ήβη στο μυαλό της. «Είναι λίγο πριν ένα μείζων καταθλιπτικό επεισόδιο.»

«Θα το πω μία στα γρήγορα πριν το μετανιώσω.» ψιθύρισε. Ψηλά το κεφάλι, η Νίνα κοίταξε τον πατέρα της. «Μπαμπά, θέλω να έρθεις στον γάμο μου. Σήμερα.»

Σήμερα; αναρωτήθηκε η Ήβη όταν περπάτησε λίγες ώρες αργότερα μέσα στη κλειστή αυλή. Ο Αχιλλέας έτρεξε στο δωμάτιό του, κατουριόταν και ένα ταξί παραλίγο να τους πατήσει όταν πέρασαν τον δρόμο για να φτάσουν σώοι και αβλαβείς εκεί πέρα. Τελικά το ταξί σταμάτησε έξω από τη μικρή πύλη, περιμένοντας κάποιον και η Ήβη απομνημόνευσε τις πινακίδες σε περίπτωση που είναι κανένας δολοφόνος όπως στο Criminal Minds.

Ο Αχιλλέας την έβαλε μέσα σε όλα. Από αρχή μέχρι τέλους, σε λίγη ώρα θα έφτανε και ο μπαμπάς του στο νησί για το συμβάν. Και τι συμβάν, πόσα έχασε χθες το βράδυ τέλος πάντων;

Η Νίνα παντρεύεται. Και όχι μόνο η Ήβη δεν είχε τι να βάλει. Αλλά εκνευριζόταν που δεν ήταν εκεί να το μάθει όπως όλοι οι άλλοι.

Η Ήβη περπάτησε γρήγορα και ανέβηκε τα σκαλοπάτια ένα ένα πέφτοντας στο προτελευταίο. Σήκωσε το φόρεμά της και κοιτώντας τα πόδια της, σκούπισε το δέρμα χωρίς να βλέπει πού πατάει. Είχε σκιστεί το ύφασμα, ή ήταν ιδέα της; Μακάρι όχι, το είχε αγαπημένο. Έβαλε τις μπούκλες πίσω από το αυτί της και κοίταξε καλύτερα. Σίγουρα είχε λερωθεί και η τρύπα που είχε δημιουργηθεί ήταν τόσο μικρή που μόνο την ένιωθε, δεν την έβλεπε.

Το βάδισμά της σταμάτησε όταν μια πόρτα έκλεισε με δύναμη. Η Ήβη έμεινε ακίνητη λίγα μέτρα πριν μια άλλη ξανθιά κοπέλα που τη κοιτούσε με μια βαλίτσα στο χέρι. Μπροστά της, ντράπηκε για λίγο για την πράσινη ζακέτα που φορούσε πάνω από το λινό φορεματάκι της, αλλά δεν την πείραξε για πολύ. Η σκέψη αυτή έσβησε γρήγορα και η Ήβη έβαλε το ένα πόδι δίπλα από το άλλο, τα κόκκινα σταράκια της να λερώνονται.

Η Astrid προχώρησε με αργό βήμα προς το μέρος της. Η Ήβη την είδε που έφευγε από το δωμάτιο του Ερμή αλλά η βαλίτσα...εκείνη περίμενε το ταξί; Αν την προσπερνούσε θα έφτανε πολύ γρήγορα στο δωμάτιό της, μέχρι που θα έτρεχε κιόλας για να μη την πιάσει.

Τέτοιο απειλητικό βλέμμα είχε.

«Αναρωτιέμαι,» πρόφερε στα αγγλικά η κοπέλα, «τι τον οδήγησε σε αυτή την απόφαση. Σίγουρα θα είχες κάποια ανάμειξη εσύ. Πάντα έχεις.»

Η Ήβη, ανήξερη του τι είχε συμβεί, έκλεισε τα χέρια πίσω από την πλάτη της. «Εγώ πάντως τώρα γύρισα από έξω.»

Η Astrid γέλασε, χωρίς καμία υπόνοια ότι κατάλαβε το αστείο. Ούτε η Ήβη το κατάλαβε, ήταν μια απαίσια προσπάθεια να φανεί αστεία και δίχως αμηχανία, όπως οι αποτυχημένες προσπάθειες για τη χρήση μεταφορών στον λόγο της. Καλά πηγαίνει αυτό, ο Αχιλλέας λέει πως βλέπει πρόοδο και χώρο για λάθος αλλά στην Ήβη άρεσε να λέει αυτές τις χαζομάρες, είχε πλάκα και-

Πάλι χάθηκε.

«Νομίζεις πως είναι αστείο;» τη ρώτησε. «Νομίζεις πως έχει πλάκα;»

Η Ήβη μόρφασε, δεν ήταν θαυμάστρια των έντονων τόνο στις φωνές, ειδικά όταν ήταν και σε άλλη γλώσσα. «Σπάνια έχω πλάκα και σίγουρα δεν καταλαβαίνω το τωρινό αστείο. Έτσι είναι όταν έχεις μαύρο χιούμορ.»

Φώναξε κάτι μεταξύ σκύλας και Χάρυβδης πριν αφήσει τη βαλίτσα της στην μέση και στη φτάσει. Η Ήβη χρειαζόταν ύπνο αλλά έκανε εύκολα ένα βήμα πίσω, ξαφνιασμένη. «Ζήτησε χρόνο μόνος του! Ο Ερμής μου, που θα με ζητούσε σε γάμο! Το ακούς;»

Η Ήβη έτριψε το κεφάλι της. «Ενημερωμένη σε βρίσκω. Αλλά χρόνο γιατί;»

«Γιατί...γιατί!» δεν συνέχισε.

«Και εγώ πού κολλάω;» ρώτησε.

Η Astrid είχε κοκκινίσει περισσότερο από το έγκαυμα της Ήβης. «Σε μισώ! Και εσένα και αυτόν και αυτό το μέρος! Τι σκατά σου βρήκε;»

Θεές του Σκότους σώστε τη, η Ήβη δεν καταλάβαινε τίποτα απολύτως. «Κοίτα, νυστάζω και-»

Η Astrid έπιασε το χέρι της όταν πήγε να φύγει. Η Ήβη μούδιασε στην θέση της, αντιμέτωπη με ένα ζευγάρι ξεθωριασμένα γαλανά μάτια, αναστατωμένα. Φοβόταν.

«Όλα ήταν τέλεια στη Σκωτία.» της είπε με νεύρο. Η Ήβη προσπάθησε να φύγει, αλλά η κοπέλα την έπιανε σφιχτά. «Μέχρι που εμφανίστηκες εσύ. Γιατί να έρθεις εκεί; Τον έχεις στα γόνατα μπροστά σου και μίλια μακριά, γιατί να μου τον πάρεις...εσύ;»

Η Ήβη στένεψε τα μάτια της σε σκέψη. «Σχετικά με αυτό, δεν είμαι απόλυτα σίγουρη για το ταξίδι. Λέω να πάρω χρόνο για τις σπουδές μου, ένα διάλειμμα.» αλλά δεν νόμιζε πως την ένοιαζε αυτό.

«Όλα αυτά και δεν ξέρεις καν τι θέλεις;» της φώναξε. Δεν καταλάβαινε την έκρηξη αυτή. Περίεργα πράγματα, βήματα από πίσω να τις φτάνουν. Η Astrid ήταν στα πρόθυρα να ξεσπάσει σε κλάματα. «Τι παραπάνω έχεις από μένα και σφάζεται για πάρτη σου;»

Α, ώστε περί αυτού είναι. Ο Ερμής ζήτησε την Astrid χρόνο και να φύγει; Δεν ήταν έτοιμη για αυτό.

Δεν αντέδρασε, δεν ήξερε τι να πει, δεν είχε βρεθεί ξανά σε τέτοια κατάσταση. Περίμενε από κάπου να πεταχτεί μια τουφεκιά και μπαμ και κάτω. Κόκκινος ο γάμος της Νίνας, ωραίο χρωματάκι, η Ήβη το έβλεπε συχνά στα όνειρά της.

«Δεν ξέρω τίποτα για σφαγές.» μουρμούρισε. «Ο Ερμής πάντως σε αγαπάει.»

«Α ναι; Για αυτό παραλίγο να σου την βάλει χθες;» ρώτησε σχεδόν φτύνοντας. Μικρόβια. Ξένα μικρόβια. «Ό,τι και αν κάνει, πρώτα σκέφτεται το όνομά σου. Όλα τα προσπάθησα, και πάντα η "ήταν ο μεγάλος μου έρωτας, το πρώτο πράγμα που αγάπησα ήταν το μυαλό της" εκεί είσαι. Πώς τολμάς;»

Η Ήβη όμως έβλεπε αστεράκια και ήθελε να κοιμηθεί.

«Σου αρέσει να χωρίζεις τον κόσμο; Να μπαίνεις ανάμεσα σε ζευγάρια;» τη ρώτησε με δύναμη. Η Ήβη πονούσε. «Γιατί αυτό κάνεις! Μπαίνεις ξαφνικά ανάμεσα σε εμένα και τον Ερμή μου και δεν φαίνεται καν να νοιάζεσαι; Βάζω στοίχημα πως δεν τον αγάπησες ποτέ, κοίτα με! Πες κάτι! Τίποτα δεν κάνεις, τίποτα δεν λες, νιώθεις τίποτα τέλος πάντων; Τον θες μόνο για να τον πονέσεις; Γιατί τον πονάς πονώντας εμένα, δεν το βλέπεις; Σε μισώ!»

Ερμή μου. Δεν ήταν ο Ερμής της.

Κοκκίνησε από τα νεύρα και η Ήβη, το ένιωθε μέχρι τον λαιμό της. Και τι να έκανε; Να φώναζε σαν εκείνη; Δεν έμοιαζε σωστό. Αλλά φοβόταν κιόλας, η Ήβη ήταν άνθρωπος που αν φώναζε, θα φώναζε γιατί ήταν εκτός ελέγχου, συχνό φαινόμενο τελευταία. Ήθελε να πάρει τηλέφωνο τον Φίλιππο, να αυξήσει τα χάπια για τα νεύρα, μήπως και κοιμηθεί κιόλας.

Ευτυχώς για εκείνη, όποιος τις ακολουθούσε, έφτασε επιτέλους στο κατώφλι τους. Η Ήβη θέλησε για μια στιγμή κόλλυβα, με αρκετή κρέμα από πάνω. Άσχετη η σκέψη, αλλά αυτή που έμεινε στο μυαλό της. Στη κηδεία της Ευανθίας δεν είχαν κόλλυβα, η τρελή είχε κανονίσει για τουρτάκια με σοκολάτα και καρύδι, καλοκαίρι ήταν, κάτι δροσερό. Από το κρεβάτι που έβλεπε τον Χάρο και αυτό το είχε προγραμματίσει.

«Σειρήνα!» αναφώνησε η Ήβη ανακουφισμένη. Μετά μπήκε η έκπληξη. Όχι, αυτή. Από όλους μωρή Ευανθία, όχι αυτή. «Σειρήνα.» επανέλαβε, με λιγότερο ενθουσιασμό.

«Ναι, αυτή η τσούλα.» μουρμούρισε η μελαχρινή με τα πράσινα μάτια στα ελληνικά. Αυτή ψηλή ήταν καλέ. Η Σειρήνα κοίταξε την Astrid αλλά μίλησε στην Ήβη. «Σε ενοχλεί το σκατούλι;»

Η Ήβη αναστέναξε. «Λέει πως μπαίνω ανάμεσα σε εκείνη και τον Ερμή.»

«Α τη τσούλα.»

«Μόνο αυτό ξέρεις να λες;»

«Είναι του επιπέδου της βρισιές.»

Η Ήβη σήκωσε ένα φρύδι. «Οι βρισιές έχουν επίπεδα;»

«Ε δεν τα λες και όλα σε μια κοσμικιά της Σκωτίας. Το γυρίζεις σε νταλικέρης.»

«Τι λέτε!»

Η φωνή της Astrid την τρόμαξε. Εκείνη και η Σειρήνα τινάχτηκαν, η άλλη μπροστά τους έμοιαζε με τρελή που θα τις σκότωνε με βόμβα. Άσχημος τρόπος να πεθάνεις, κομματάκια πολλά, άντε να σε μαζεύουν. Χαμός και πολλά αίματα, πώς να τα καθαρίσεις;

«Μάζεψε τα βυζιά σου.» είπε σε τέλεια αγγλικά η Σειρήνα. «Και άσε τη κοπέλα να φύγει.»

Η Astrid γέλασε. «Από πότε είστε φίλες; Αλλά ναι, σωστά, δύο αντροχωρίστρες που το μόνο που ξέρουν είναι να μπλέκονται σε σχέσεις άλλων και να πληγώνουν ανθρώπους, στενή παρέα θα κάνατε.»

«Άκου να σου πω κοπελιά.» ξεκίνησε η Σειρήνα με ένταση στη τελευταία λέξη. Η μελαχρινή που τόσο μισούσε η Ήβη έπιασε το χέρι της Ήβης και το τράβηξε από τα δεσμά της Astrid. Ευχαριστούμε δεσποινίς, να σας έχει καλά ο Διάολος. «Δεν ξέρεις ούτε εμένα ούτε την Ήβη. Πώς τολμάς να μιλάς για εμάς και να φωνάζεις;»

Ναι κοπελιά, τι μιλάς;

«Την υπερασπίζεσαι κιόλας;» ρώτησε η Astrid. «Κάνει τα ίδια με εσένα όταν ήσουν με τον Αχιλλέα. Προσπαθεί να χωθεί στον Ερμή μου! Τόσα κοινά έχετε!»

Η Ήβη μούτρωσε, τα λόγια της Astrid άρχισαν να μπαίνουν καλά στο μυαλό της. Ήταν σκέψεις που τις είχε ξανά στο παρελθόν, δηλαδή τέσσερις, πέντε ώρες πριν και καμιά μέρα πιο παλιά. Κάποιες φορές, ένιωθε έτσι. Η Σειρήνα προσπάθησε να μπει ανάμεσα σε εκείνη και τον Ερμή όταν ήταν με τον Αχιλλέα. Η Ήβη, αν και δεν το έκανε με τέτοια πρόθεση, πίστευε το ίδιο.

Και κάπου στην άκρη, ξεχασμένος ο Αχιλλέας.

Η πληγή στη καρδιά της φάνταζε βαθιά.

Δεν θα έμενε άλλο εκεί πέρα. Βαρέθηκε. Και πίκρανε και άλλο τον εαυτό της. Πριν προλάβει η Astrid να την μπλοκάρει ξανά, η Ήβη πέρασε τη μωβ βαλίτσα της κοπέλας, χρώμα που από εκείνη τη στιγμή και ύστερα θα αντιπαθούσε και με ταχύ βήμα, έφυγε μακριά.

Μέχρι τη γωνία. Εκεί, σταμάτησε. Πήρε βαθιές ανάσες, και προς έκπληξή της, άκουσε.

«Νιώθεις πληγωμένη και προδομένη για κάτι που εσύ ξεκίνησες. Ναι, ξέρω πως εσύ έριξες την ιδέα για τον γάμο στον Ερμή, από εκεί και μετά περίμενες το δαχτυλίδι. Ήταν στην αρχή μια πρόταση αλλά τον πίεσες.» η φωνή της Σειρήνας δεν έδειχνε κανένα συναίσθημα, εκτός από λύπη. Λύπη για εκείνη, λύπη και για την Astrid. «Ο Ερμής ξέρει πότε μια σχέση δεν τον χωράει. Τότε είναι που φεύγει.»

«Έφυγε και από εκείνη. Γιατί γυρνάει πίσω της μου λες;» την ρώτησε, σχεδόν απελπισμένα η Astrid.

«Γιατί δεν έφυγε ποτέ από τη σχέση του με την Ήβη. Εκείνη τον έσπρωξε μακριά.» της εξήγησε. «Ο έρωτας του Ερμή για σένα και για μένα είχε αρχή, μέση και τέλος, όποιο ήταν και αυτό. Ξεκόβει από ανθρώπους που δεν το αξίζουν. Ξέκοψε με τον κολλητό του για αυτόν τον λόγο. Γιατί του πήρε την ευτυχία μακριά.»

Μιλούσε για τον Σωτήρη. Τον ξανθό, Σερραίο Σωτήρη που τώρα, όχι μόνο δεν πήρε ποτέ μια θέση αναπληρωτή καθηγητή στη σχολή, αλλά μοίραζε φυλλάδια του Lidl και κρατούσε τον καφέ του σκηνοθέτη στο θέατρο στις Σέρρες. Πόσο στραβά μπορούν να πάνε τα όνειρα ε;

Αλλά κάποιοι παίρνουν αυτό που τους αξίζουν.

«Δεν καταλαβαίνω τι λες.»

«Δεν χρειάζεται, ξέρω εγώ.» η Σειρήνα χαμήλωσε τη φωνή της. «Απλώς δεν είσαι η ευτυχία του. Την βρήκε και τη συνάντησε για λίγο μέχρι τη μέση. Τώρα θέλει να καταλάβει για λίγο μόνος του το τέλος. Δεν θα πάει κατευθείαν σε εκείνη. Είναι από τους ανθρώπους που δίνουν χρόνο στον εαυτό τους. Αλλά άκου με και πίστεψέ με, δεν θα γυρίσει ούτε σε εσένα.»

Η Astrid τραβήχτηκε μακριά. «Μπορεί να κάνει την ευτυχία του μαζί μου.»

«Δεν το καταλαβαίνεις επειδή πονάς. Κάποτε πόνεσα και εγώ και, όσο σκύλα και αν είσαι, δεν σου αξίζει τέτοιος πόνος.» σταμάτησε για λίγο πριν συνεχίσει. Λες και ήξερε πως η Ήβη άκουγε. «Και σε λίγο θα κλάψεις γιατί διάλεξε κάποια άλλη. Ρώτησες τι παραπάνω έχει από εσένα. Τίποτα. Είναι απλώς άλλος άνθρωπος. Είναι το άκρως αντίθετο του Ερμή. Και έχουν την ίδια γαμημένη ψυχή, πώς να χωρίσεις κάτι τέτοιο;»

«Θα με ζητήσει σε γάμο.» της ψιθύρισε η Astrid.

«Όχι, δεν θα το κάνει ποτέ.» η Σειρήνα γέλασε μελαγχολικά. «Την περίμενε τόσο καιρό. Θα την περιμένει για πάντα.»

Μιλούσε παράλληλα για τον εαυτό της. Όσο η Ήβη καθόταν με την πλάτη στον τοίχο κατάλαβε πως η Σειρήνα ήξερε καλά τι θα περνούσε η Astrid εκείνη τη στιγμή. Το ίδιο είχε περάσει και εκείνη κάποτε. Το στήθος της φάνηκε βαρύ, η Ήβη δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως η Σειρήνα θα ένιωθε...έτσι. Ή πως είχε γενικώς αισθήματα. Όταν ο Αχιλλέας πήγε να χαλάσει τον γάμο της, η Ήβη πίστεψε αργότερα πως τον Σταύρο τον παντρευόταν για κάτι άλλο.

Όταν έμαθε πως η Σειρήνα απέρριψε τον Αχιλλέα, τον άνδρα που έμαθε, με κάποιο τρόπο να αγαπά, μέσα από πόνο για κάποιον άλλον, δεν το κατάλαβε.

Τώρα, το ήξερε. Ήταν στα λόγια της. Έχουν την ίδια ψυχή, είπε. Και για λίγο, πίστεψε πως η Σειρήνα, βρήκε το υπόλοιπο της ψυχής της στον Σταύρο.

Η δική της ψυχή πού ήταν;

Θα την έψαχνε, αν δεν την τρόμαζε ο κύριος Ανδρέας.

«Έτσι τρομάζετε και τους εμπόρους όπλων για έκπτωση στο προϊόν;» ρώτησε απότομα. Οξυγόνο έψαχνε, τίποτα δεν έβρισκε, βούιζε στο μυαλό της τικατακα η καρδιά.

Ο κύριος Ανδρέας φάνηκε προσβεβλημένος. «Φυσικά και όχι. Δεν θα τους άφηνα να ζήσουν.»

«Κάτι τέτοια τα λέμε για αστεία συνήθως.» μουρμούρισε.

«Σαν οικογένεια ξέρω, χαπάκια για τη βιταμίνη C τα έχετε.»

Η Ήβη σταύρωσε τα χέρια της. «Τι με θέλετε κύριε Ανδρέα;»

Της χαμογέλασε. «Σου έχω ένα δώρο.»

Κινούμενη χωρίς τη δική της θέληση, αλλά με μια αόρατη δύναμη να τη σπρώχνει, η Ήβη ακολούθησε, γελώντας.

Σαν κάποιος να της έδωσε ώθηση να προσπαθήσει για κάτι. Να της επιβεβαιώσει, πως τα όνειρά της, δεν ήταν ποτέ εφιάλτες. Και άξιζαν κάθε δάκρυ.

Να μη φοβηθεί όταν ξυπνήσει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top