Επίλογος: Η Μπαλάντα του Ούρι - Σωκράτης Μάλαμας, Μάρθα Φριντζήλα (Τα Σκέτα).

Επίλογος: Η Μπαλάντα του Ούρι – Σωκράτης Μάλαμας, Μάρθα Φριντζήλα (Τα Σκέτα).

Θα βρεθούμε σε άλλη ζωή, θα βρεθούμε στον αέρα, εγώ και εσύ.

-Sylvia Plath, Lesbos.

Η λίστα τραγουδιών στο Spotify με τον τίτλο Tsai me lemoni ξεκίνησε να παίζει το επόμενο ξένο τραγούδι της. Κάποιο γαλλικό, νόμιζε, μια ροκ μπαλάντα που ο Αχιλλέας δεν καταλάβαινε τίποτα. Το αστείο με αυτή τη λίστα ήταν πως ξεκινούσε και τελείωνε με ελληνικά τραγούδια, μισούσε τα ελληνικά άσματα και όμως, αυτά τα αγαπούσε με όλη της την ψυχή. Ο κύκλος ξεκινούσε και έκλεινε με αυτά.

Ένα από αυτά άκουγε και τώρα.

Στο κίτρινο σημειωματάριό του κρατούσε με μικρά γράμματα τα πράγματα που τον ευχαριστούσαν τελευταία. Ήταν χωρισμένο σε ημέρες και είχε ενότητες και βαθμίδες, από αυτό που του άρεσε περισσότερο μέχρι αυτό που θα σταματούσε την επόμενη μέρα. Τελευταία, είχε αρχίσει το σκάκι. Αρκετά για σήμερα όμως, το παράτησε και έπιασε πάλι τις μπογιές. 

Η κοπέλα στον καμβά του φορούσε ένα μπλε φόρεμα, κομμένο και ραμμένο για εκείνη. Είχε τα μαλλιά της μπούκλες φυσικές, να πέφτουν στην πλάτη της καρέκλας, με τη ζέστη να τη σκοτώνει. Στα πόδια της φορούσε κόκκινα σταράκια με πράσινους κύβους, τα είχε βάλει στα κάγκελα του μπαλκονιού για να βολευτεί καλύτερα. Οι γείτονες της πολυκατοικίας απέναντι τη κοιτούσαν να διαβάζει το βιβλίο της ατάραχη, να γυρνάει τις σελίδες χωρίς να τη νοιάζει. Αν και εκείνος ήταν σε νησί, στο Νησί, ήθελε νααποτυπώσει την πολυκοσμία της πόλης με την οποία η κοπέλα είχε μεγαλώσει. Τοίδιο στενός ο κύκλος γύρω της, τι εδώ, τι εκεί. Και δίπλα στο τραπεζάκι, ένα ποτήρι με τσάι με λεμόνι, το αγαπημένο της.

Η κοπέλα που καθόταν για εκείνον να ζωγραφίσει αναστέναζε κάθε τρεις και λίγο και άλλαζε θέση στο τσάι συνέχεια. Νευρόσπαστο, σκέφτηκε ο Αχιλλέας.

«Θα μείνεις στη θέση σου επιτέλους;» της φώναξε μέσα από το σπίτι. «Μου έχεις αλλάξει θέση τα πόδια δέκα φορές.»

Εκείνη ακούστηκε ενοχλημένη. «Δεν με εμπνέει το άσμα να μείνω ήσυχη.»

«Ο Δάκης;» τη ρώτησε. «Τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι και η αγωνία μου φουντώνει, το τραγούδι σου.»

«Το τραγούδι μου;» δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά της. «Ο τύπος ομολογεί σε παρακολούθηση της γειτόνισσάς του!»

Ο Αχιλλέας τράβηξε τη τελευταία μπλε γραμμή για το φόρεμά της. «Ίσως ήταν ερωτευμένος μαζί της. Ίσως να ήταν και εκείνη μαζί του. Και ίσως, αυτό να ήταν το παιχνίδι τους.»

«Δεν το ξέρεις αυτό.»

«Ούτε εσύ.» ήταν ανώφελο να μαλώνει μαζί της. Ας της έκανε το χατίρι τουλάχιστον. «Σήκω να διαλέξεις άλλο τραγούδι.»

«Επιτέλους.» μουρμούρισε.

Ο Αχιλλέας άφησε κάτω το πινέλο του. Την ακολούθησε με τα μάτια του, να κατεβάζει τα πόδια της και να κλείνει το βιβλίο, αφήνοντάς το δίπλα από το τσάι της. Η κοπέλα του χαμογέλασε με πραγματική ευτυχία να ξεχειλίζει από τα μάτια της, γαλανά, λες και όλη η θάλασσα μπήκε μέσα της. Πολλές φορές του έλεγε πως αυτή η σκέψη είναι λάθος, η θάλασσα, όπως και ο ουρανός, δεν έχουν χρώμα, αλλά φαίνονται έτσι λόγω των αερίων στην ατμόσφαιρα. Όλα είναι μια παραίσθηση. Κάτι ήξερε και εκείνη από αυτά.

Μπήκε μέσα και πήγε αμέσως στο λάπτοπ κοντά στο τραπεζάκι του σαλονιού. Προσπέρασε με ευκολία τις κασέτες στο πάτωμα, οΑχιλλέας είχε αγοράσει μια παλιά βιντεοκάμερα και τραβούσε τον εαυτό του ναμιλάει. Σαν ημερολόγιο, να τις βλέπει και να καταλαβαίνει πότε χάνει την μπάλα.Έσκυψε πάνω από το λάπτοπ  και μελέτησε καλά τη λίστα. Εκατόν εξήντα οχτώ τραγούδια ήταν αυτά, δεν θα ήταν εύκολο. Ο Αχιλλέας γονάτισε δίπλα της, πήρε το ποντίκι και έκανε ό,τι του έλεγε.

«Κατέβα.» μουρμούρισε. «Και άλλο.» διέταξε. «Δεν σου είπα να σταματήσεις Αχιλλέα. Συνέχισε.»

Την άκουσε. Θα έκανε τα πάντα για εκείνη.

«Όχι.» επέλεξε τελικά. «Θέλω να μου πεις τα πάντα ξανά.»

Η κοπέλα γέλασε, ο ήχος σαν το πρώτο αεράκι της αυγής. «Πάλι; Τα έχεις ακούσει πολλές φορές.»

«Και κάθε φορά μου έρχεσαι εδώ μπροστά και τα λες αλλιώς.» της είπε. «Δεν θα συνεχίσω μέχρι να μου πεις.»

Αναστέναξε. «Ωραία λοιπόν. Τι θες να μάθεις.»

Το σκέφτηκε για λίγο. «Για αρχή, πού είσαι;»

«Πού να είμαι βρε Αχιλλέα μου;» τον ρώτησε γλυκά. «Εκεί που πρέπει να είμαι.»

«Περιέγραψέ το.»

«Ωραία. Είναι ένα χωράφι γεμάτο χρυσά χόρτα. Κάπου βλέπεις γιασεμί. Και δεν έχει τέλος.» του είπε σιγανά, σκυμμένη από πάνω του. «Και είναι εκεί ξαπλωμένος ο μπαμπάς, νεός. Η μικρή μου έρχεται τρέχοντας.»

Ο Αχιλλέας την άκουγε με προσήλωση. «Και έχει τα μάτια του Ερμή.»

«Έχει το δικό μου σπουδαίο ταπεραμέντο.»

«Πόσο είναι αυτή τη φορά;» τη ρώτησε.

Εκείνη το σκέφτηκε. «Γύρω στα τέσσερα. Στην πιο γλυκιά ηλικία.»

«Εκεί, είσαι ευτυχισμένη;»

Γέλασε. «Δεν φαίνεται;»

«Μου λες αλήθεια ή ψέματα;»

«Δεν μπορώ να πω ψέματα Αχιλλέα.» του υπενθύμισε. «Ποτέ δεν ήμουν καλή σε αυτό.»

«Και αν,» η τελευταία του ερώτηση, «αν ξεκινούσες μια νέα ζωή, τι θα έκανες;»

Η ηλιόφωτη τον κοίταξε με αγάπη. «Θα επέλεγα για πάντα εκείνον. Σε κάθε ζωή.»

«Πάλι στην απέξω με έχεις.» αστειεύτηκε ο Αχιλλέας.

«Εσύ μπορείς να με δεις.» του απάντησε. «Εκείνος όχι. Δεν αφήνω κανέναν σας στην απέξω.»

Όχι, δεν άφηνε. Μια φορά του είχε πει πως επισκέπτονταν τον Ερμή. Για τον Αχιλλέα, του είχε στοιχήσει πολύ η σκέψη πως η Ήβη πάλεψε για λίγο, μέχρι τις 2 Ιανουαρίου, ενώ στο μυαλό του η Ήβη του είχε πει πως απλώς είχε σταματήσει να μιλάει, έπρεπε να το είχε καταλάβει. Ο Ερμής ίσως δεν το έμαθε ποτέ αυτό, το ότι ο Αχιλλέας ακόμη μπερδευόταν. Και η Ήβη τον άγγιζε τα βράδια όταν κοιμόταν, να ηρεμήσει τα όνειρά του. Της χαμογελούσε, λες και την ένιωθε αλλά δεν την έβλεπε ποτέ. Η Astrid δεν το έμαθε ποτέ, βέβαια ήταν και πολύ διαφορετική από αυτή των ονείρων οπότε δεν ήξερε τίποτα για εκείνη. Δεν ήταν μαζί, αλλά ήταν καλοί φίλοι. Αυτή η Astridκαταλάβαινε τον Ερμή. Τον βοηθούσε. Ο Ερμής φοβόταν μη νομίζει πως είναι τρελός. Οπότε κρατούσε το μυστικό μόνο για εκείνον. Τα γλυκά όνειρα που έκαναν τις μέρες του λίγο καλύτερες. Είχε μόνο την ανάμνησή της μαζί του και ένα δαχτυλίδι. Κάθε βράδυ, κοιμόταν μία ώρα παραπάνω από το προηγούμενο, σε περίπτωση που θα μπορούσε να την δει λίγο περισσότερο.

Ο Αχιλλέας την έβλεπε όποτε ήθελε, μπορούσε να τη χορτάσει. Βέβαια, εκείνος ήταν όντως τρελός. 

«Άρα επιλέγεις και τους δύο;» τη ρώτησε.

«Το στοίχημα της Δώρας και της Άννας αυτό δεν έλεγε;» γέλασε και μετά σταμάτησε, κοιτώντας τον απαλά. «Σας αγαπάω για διαφορετικούς λόγους.»

Ο Αχιλλέας δεν μπορούσε παρά να τολμήσει να ξεπεράσει και άλλο το όριο των ερωτήσεων. «Και σε κάθε ζωή, θα είσαι ξανά ερωτευμένη μαζί του;»

Το Σύμπαν έτσι θα ξεκινούσε κάθε κύκλο.

«Ναι.»

«Και εγώ θα είμαι ο φίλος σου. Σε κάθε πραγματικότητα.» το μόνο που της ζητούσε.

«Ναι.»

«Αλλά;»

«Αλλά τι;» τον ρώτησε μπερδεμένη.

«Η αληθινή Ήβη θα έλεγε "αλλά" και θα ανέλυε κάθε περίπτωση αυτής της πρότασης.» της απάντησε.

«Ξέρω πως είμαι μόνο ένα δημιούργημα της φαντασίας σου, αλλά,» τον κορόιδεψε με αυτό πριν τον κάνει να τη δει σοβαρά, «μήπως πρέπει να σταματήσεις να ακυρώνεις τα ραντεβού σου με τον γιατρό;»

Ο Αχιλλέας στράφηκε πίσω στο λάπτοπ. «Εσύ δεν ήσουν αυτή που ακύρωνε συνέχεια τον ψυχολόγο της;»

«Και δες πού έφτασα.» θα έπαιζε το δικό του παιχνίδι. «Τουλάχιστον εγώ δεν έχω πάλι έναν όγκο στο κεφάλι να μεγαλώνει απειλητικά γρήγορα.»

«Δεν έχω πονοκεφάλους.»

«Μόνο όταν έχεις με βλέπεις.» του είπε. «Και έχεις κάθε μέρα.»

Την αγνόησε. «Πού σταματάω;»

Η κοπέλα ξεφύσησε, εκνευρισμένη που δεν πρόσεχε τον εαυτό του. Κοίταξε την οθόνη και ο Αχιλλέας κατέβαινε και άλλο και άλλο και άλλο χωρίς σταματημό. «Στο τέλος.»

Το τραγούδι που άκουγε όταν ήταν με τον Ερμή. Ο γείτονας είχε μετακομίσει μετά από αρκετό καιρό. Αλλά ο Αχιλλέας έβαζε συχνά πυκνά να το ακούει. Μια όμορφη Μπαλάντα. Άρεσε πολύ στην ηλιόφωτη. Το λάτρευε.

«Θα πάω αύριο.» της υποσχέθηκε.

Χτύπησε τα χέρια της δυνατά, ξανά χαρούμενη. «Καιρός ήταν να κοιταχτείς.»

Ο Αχιλλέας δεν μοιραζόταν την ίδια χαρά. Σηκώθηκε από το πάτωμα και την ακολούθησε έξω στο μπαλκόνι, μαγεμένος πίσω από το δικό της φάντασμα. Τις τελευταίες μέρες έπινε τσάι. Μια στο τόσο έβαζε το βότανο με το όνομά του. Για να μπορεί να κοιμηθεί τα βράδια. Τον ηρεμούσε αλλά την έπαιρνε μακριά.

Τον έβαλε να κάτσει δίπλα της. «Απλώς δεν θέλω να φύγεις ξανά.»

Αν ο γιατρός έλεγε κάτι για χειρουργείο.

Η Ήβη ταίριαξε τη καρέκλα της και πήρε στα χέρια το τσάι της. «Ποιος είπε ότι θα το κάνω;»

Ακολούθησε το παράδειγμά της. Έριξε το σώμα του πίσω και έβαλε τα πόδια του στα κάγκελα. Μπροστά του απλωνόταν η απέραντη θάλασσα του καλοκαιριού. Ήταν ίσως μόνος στην περιοχή. Κανένας να τον κρίνει για την τρέλα του. Για το ότι μιλούσε στον αέρα. Για εκείνον, απλώς μιλούσε σε μια λεμονιά που έβλεπε από μακριά, εκεί στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Το μικρό δεντράκι ήταν κάτω από τη σκιά ενός άλλου, μεγαλύτερου. Οι στάχτες του προ-πάππου Άρη και της Ήβης μαζί. Και λίγο πιο πέρα, κάποιος είχε φυτεύσει γιασεμί. Για τον Μάρκο.

Ο Αχιλλέας τους είχε όλους κοντά του.

«Τι μέρα είναι σήμερα;»

«Τετάρτη.» απάντησε η ηλιόφωτη με ένα χαμόγελο. «Μια όμορφη Τετάρτη.»

Λάτρευε τις Τετάρτες. Περισσότερο από τις Τρίτες πλέον. Τότε την έβλεπε περισσότερο.

Ο Αχιλλέας και εκείνη τσούγκρισαν τα ποτήρια τους. Αυτός όμως δεν ήπιε αμέσως. «Και τι νομίζεις για τον πίνακα; Σου αρέσει;»

Να θυμηθεί αύριο να πάρει ξανά τηλέφωνο τη Μίνα. Είχε περάσει μια εβδομάδα από το ταξίδι της με τον σύζυγό της, Ανδρέα. Της υποσχέθηκε στο τέλος να την καλέσει, όπως κάθε Πέμπτη μέρα της εβδομάδας, να μιλήσουν. Όπως κάθε φορά, θα της έστελνε και αυτόν τον πίνακα. Αλλά χρειαζόταν την έγκριση της κόρης της.

Ο γιος της, Ανδρέας, πήρε τον προηγούμενο. Αυτός θα πήγαινε στη Νίνα, να διακοσμήσει έναν μεγάλο τοίχο με τον Ιάσονα, λίγες μέρες πριν γεννήσει το δικό της κοριτσάκι. Συνέχισε την κληρονομιά. Θα είχε τις πιο όμορφες νονές, τη Δώρα και την Άννα, να απειλούν κόσμο και να τη προστατεύσουν από τα πάντα. Θα έβαζε το χεράκι της και η Δανάη, λίγο χαρτάκι η Ευανθία και μια δόση τρόπων δολοφονίας η Σειρήνα.

Η ηλιόφωτη άκουσε τις σκέψεις του με μικρή ευτυχία. Χαιρόταν που αν και επέλεξε να φύγει μακριά από όλους και από όλα, δεν έμεινε ποτέ πραγματικά μόνος του. 

«Μου αρέσει τι έκανες με το λευκό, στον πίνακα και που το φοράς τόσο τελευταία. Φωτίζει τα μάτια σου. Και μοιάζεις λίγο παραπάνω χαρούμενος. Λες και ξεκίνησες να προσέχεις τη ψυχή σου.» η Ήβη του χαμογέλασε αληθινά, λαμπερά. Όσο για τον πίνακα, «Ένα αριστούργημα.»

-είπε κάποτε κάποιος.

ΤΕΛΟΣ.

________________________

Α/Ν Δεν θα σας κρατήσω πολύ, θα γίνει πολύ μελό και θα αρχίσω να κλαίω.

Αυτό ήταν το τέλος λοιπόν. Κάποια αναπάντητα ερωτήματα, τελικά η "φανταστική" Ήβη θα φύγει ή όχι; Ας δώσει ο καθένας τη δική του απάντηση, με μια γλυκόπικρη διάθεση. Κάπως ολοκληρώθηκε ο κύκλος, αλλά έγινε πραγματικά; Γιατί βλέπω μια μικρή απόσταση και αρχή με τέλος δεν φαίνεται να έχουν ενωθεί.

Ένα χρόνο πριν η ιστορία ήρθε στο μυαλό από ένα εξώφυλλο και την ανάγκη για ήρεμες διακοπές, σε ένα νησί, με ένα τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι. Στην πραγματικότητα θα ήταν τεκίλα με λικέρ λεμονιού και μέντα αλλά δεν μπορούσα να το χωρέσω όλο αυτό στον τίτλο. Δεν υπήρχε κάποια ιστορία, θα έμενε στα drafts μιας και θα έγραφα για τα νεύρα μου με τη σχολή. Σιγά σιγά, δημιουργήθηκε η Ήβη, μια κοπέλα που αν και μου μοιάζει, είμαστε τόσο διαφορετικές και ταυτόχρονα τόσο ίδιες. Από ένα άλλο μέρος του εαυτού μου, ο Αχιλλέας, με το απαίσιο χιούμορ και αίσθηση του στυλ ήρθε να την συνοδεύσει μέσα στις λέξεις των προτάσεων. Λίγο μια λίστα μουσικής με επιρροές από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, λίγο ένα χαλαρό καλοκαίρι με εξόδους και μπάνια σε παραλίες απομακρυσμένες, κρασί, καλή παρέα και φυσικά, τσάι με λεμόνι σε ένα αγαπημένο μπαλκόνι με θέα όλη την πόλη. Στην αρχή αυτό ήταν. Μετά, μπήκε η ψυχή.

Και ήρθε το τέλος. Ένα, κατά τη γνώμη μου, όμορφο τέλος που άξιζε (ή και όχι) στους χαρακτήρες. Ο καθένας το σκέφτεται όπως το θέλει, αλλά κρυφές ερμηνείες υπάρχουν πάντα κάτω από τις λέξεις. Θα ήθελα λοιπόν να μου πείτε στα σχόλια, ή σε μήνυμα, τι σας έκανε να σκέφτεστε. Πώς ερμηνεύετε την αρχή και το τέλος και τελικά, η μέση μήπως πρέπει να έχει λίγη περισσότερη αγάπη; Για εσάς, τι είναι η ευτυχία; Ένα καλό βιβλίο αγκαλιάζοντας τη στιγμή, ή η επιτυχία μετά κόπων και βασάνων σε κάτι σημαντικό για εσάς; Γνωρίσατε την Ήβη και τον Αχιλλέα. Ξέρετε τους εαυτούς σας;

Κάποια στιγμή αυτό το βιβλίο, όπως και τα άλλα, ίσως πάρουν τον δρόμο τους για τη διόρθωση. Προσοχή, όχι για έκδοση, κάτι τέτοιο δεν βρίσκεται στο μυαλό μου μέχρι να νιώσω άνετα με αυτό που θα δει η μαμά μου. Για αυτό τον λόγο, θα ήθελα να μου αφήσετε επίσης κάποια πράγματα που σας άρεσαν, άλλα στοιχεία που δεν σας άρεσαν, ώστε να αναθεωρήσω κάποιες ιδέες και εγώ η ίδια και μετά στη διόρθωση να είμαι όσο πιο πολύ αντικειμενική γίνεται.

Σας ευχαριστώ άλλη μια φορά από καρδιάς. Στο προφίλ μου στο instagram (@__universum) θα ανεβάσω ένα QnA για το βιβλίο και για εμένα, αν έχετε ερωτήσεις ή γενικώς κάτι να πείτε για το βιβλίο κλπ, μπορείτε πέρα από τα σχόλια/μηνύματα, να τις υποβάλλετε και εκεί.

Επίσημο τέλος στα drafts, 7 Ιουνίου 2021, γύρω στις 3 το πρωί.

Με αγάπη, λίγο έρωτα, και όλες τις πτυχές της ευτυχίας, για εσάς, 525 σελίδες και 294.517 λέξεις, περίπου.

DL

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top