7. Me & Magdalena - The Monkees

7. Me & Magdalena - The Monkees

Και τώρα, Χάρι, ας κυνηγήσουμε μες στη νύχτα αυτή την άπιαστη γητεύτρα, την περιπέτεια!

- J. K. Rowiling, Ο Χάρι Πότερ και ο Ημίαιμος Πρίγκιψ

Η Ήβη έγλειψε λίγο από το παγωτό της. Ο εγκέφαλός της πάγωσε σχεδόν αυτόματα, μα η ευτυχία του γλυκού ξεπέρασε τον πόνο αμέσως. Λεμόνι. Υπέροχο παγωτό λεμόνι. Με κλειστά τα μάτια, έγλειψε και άλλο. Και ύστερα και άλλο. Μέχρι να φτάσει στο ενοχλητικό σημείο που εμφανίζεται το χωνάκι. Θα μπορούσε να ζήσει και χωρίς αυτό. Δεν ήταν καν απαραίτητο.

Ο ήλιος θα έδυε σε λίγο, και οι δύο τους κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλον πάνω στο καπό του αυτοκινήτου της Νίνας. Ο καθένας με ένα παγωτό στο χέρι, εκείνη λεμόνι, εκείνος σοκολάτα, κοιτούσαν τον ήλιο να πέφτει και να εξαφανίζεται σιγά σιγά το φως. Η Παρασκευή τελείωνε, και το φως το φεγγαριού θα έφερνε μια νέα μέρα. Όμως η περιπέτειά τους είχε ξεκινήσει μέρες πριν.

Άρχισε στις έξι το πρωί, όταν όλοι βρίσκονταν στο έβδομο όνειρο. Τρίτη του Πάσχα και ακόμη χώνευαν όλοι τα φαγητά των προηγούμενων ημερών. Η Ήβη είχε ετοιμάσει τα πράγματά της εδώ κι μία ώρα, και μόλις είχε τελειώσει το σημείωμα προς τη μητέρα της που κοιμόταν με το στόμα ανοιχτό.
Ο Αχιλλέας χτύπησε δύο φορές πριν μπει, όπως ακριβώς είχαν συμφωνήσει.

«Έτοιμη;» τη ρώτησε ψιθυριστά.

«Μισό λεπτό.» του απάντησε.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η περιπέτειά του θα είχε αρχή, μέση και τέλος. Αρχικά θα έφευγαν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, γιατί πρέπει να υπάρχει σασπένς. Μετά θα πήγαιναν σε ένα από τα γύρω χωριά, με σκοπό να κόψει κίνηση για τον μελλοντικό γαμπρό της. Γιατί ο Αχιλλέας το έβαλε σκοπό της ζωής του, μαζί με την Ευανθία να της βρουν τον έναν και μοναδικό. Και στο τέλος…ε μέχρι εκεί δεν το είχε σκεφτεί.

Ήταν πολύ αργά για να το μετανιώσει τώρα. Ο Αχιλλέας ήρθε δίπλα της και κοιτούσε τις τέσσερις σελίδες χαρτί που κρατούσε η Ήβη στα χέρια της. Πάνω στο γραφείο βρήκε έναν πορτοκάλι φωσφορούχο μαρκαδόρο. Το σημείωμα έφυγε από τα χέρια της και ο Αχιλλέας άρπαξε μια νέα λευκή σελίδα. Όταν τελείωσε τα έδωσε πίσω στην Ήβη με ένα χαμόγελο. Πάνω στο χαρτί έγραφε κάτι, γύρω από πορτοκάλι καρδούλες και την υπογραφή του Αχιλλέα στη κάτω δεξιά γωνία.

«ΜΑΝΑ, ΞΕΡΩ ΌΤΙ ΘΑ ΣΟΥ ΛΕΙΨΩ..»

Η Ήβη έμεινε παγωμένη στη θέση της. Ο Αχιλλέας μόλις κατέστρεψε το έργο της, και έβαλε και την υπογραφή του πάνω, λες και κανείς δεν θα καταλάβαινε ότι το έκανε πραγματικά εκείνος. Το σημείωμα της ήταν τέλεια γραμμένο, αρχή μέχρι τέλος, και ήρθε αυτός ο άνθρωπος να τη το χαλάσει.

Έτσι θα ήταν και η «περιπέτειά» τους; Ένα ανοργάνωτο παιχνίδι χωρίς κανόνες;

Μαζί κατέβηκαν τις σκάλες σιγά σιγά. Ο Αχιλλέας δηλαδή, γιατί η Ήβη τον κοιτούσε να περπατάει στα τέσσερα και κρατιόταν για να μη γελάσει. Το αυτοκίνητο της Νίνας το βρήκαν λίγα μέτρα μετά την αυλή, το έντονο κόκκινο χρώμα του να τους τραβάει σαν μαγνήτες.

«Δεν μου είπες, πώς πήρες τα κλειδιά;» τον ρώτησε.

Ο Αχιλλέας άνοιξε την πόρτα για τα πίσω καθίσματα και πέταξε εκεί τα πράγματα τους. «Είναι ένα μυστήριο που θα μάθεις κάποια άλλη στιγμή.»

«Και αν θέλω να μάθω τώρα;»

Αγνοώντας την ερώτηση της, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και την έκανε νόημα να μπει μέσα. «Εμπιστεύσου το σύστημα.»

Το σύστημα ήταν λανθασμένο και χωρίς σχέδιο για το μέλλον. Η αμφιβολία και ο φόβος για την πιθανή επιβίωση τους χωρίς σχέδιο τρομοκρατούσε μυαλό και ψυχή, παρ'όλα αυτά όμως, με βαριά καρδιά, μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο. Ο Αχιλλέας κάθισε δίπλα του στη θέση του οδηγού και προσπάθησε να ξεκινήσει το αμάξι. Έβαλε το κλειδί στη μίζα και αυτό ήρθε στη ζωή σαν ένα τέρας από την πιο καλοφτιαγμένη ταινία του σινεμά. Ο Αχιλλέας κοιτούσε τα εξαρτήματα, κουμπιά και το τιμόνι με μπερδεμένο ύφος, σαν να μην ήξερε ποιο είναι το επόμενο βήμα.

Μάλλον η περιπέτειά τους τελείωσε από τώρα.

«Ξέρεις να οδηγείς;» τον ρώτησε. Θα πεθάνουν, αν οδηγήσει αυτός, θα πεθάνουν και θα βρουν το πτώμα της στα βράχια του γκρεμού γιατί αν δεν πεθάνουν από κάποια σύγκρουση, θα πέσει από τον συγκεκριμένο γκρεμό και θα βρει το βιβλίο που θυσίασε η Μίνα σχεδόν μια εβδομάδα πριν.

«Φυσικά και ξέρω.» της απάντησε ακουμπώντας προσεκτικά το τιμόνι. «Πέρασα τα σήματα. Απλώς δεν τόλμησαν να μου δώσουν το δίπλωμα.»

Θα πεθάνουν, θα πεθάνουν, θα πεθάνουν.

«Τι εννοείς δεν τόλμησαν να σου δώσουν το δίπλωμα;» ο τρόμος στη φωνή της ήταν εμφανής, τουλάχιστον αυτό ήλπιζε.

«Ας πούμε πως δεν με πέρασαν.» έπιασε κάτι που η Ήβη δεν ήξερε τι ήταν και ούτε πρόκειται να μάθει, και το αυτοκίνητο έβγαλε άλλον έναν ήχο, πιο δυνατό. Ο Αχιλλέας χαμογέλασε. «Α! Είδες; Όλα καλά θα πάνε.»

Η Ήβη δεν το πίστευε και δεν θα το πίστευε για αρκετή ώρα ακόμη.

Ο Αχιλλέας οδηγούσε ακούγοντας το ραδιόφωνο, η Ήβη κοιμόταν για άλλο τόσο. Ο ήλιος ανέβαινε και ταξίδευε μαζί τους, μέσα στους δρόμους χωρίς πινακίδες. Όσο οδηγούσε ο άνδρας δίπλα της, τόσο ο ουρανός άλλαζε χρώματα και τα αστέρια έσβηναν. Ώρες αργότερα, η Ήβη αποφάσισε πως ήταν καιρός να ξυπνήσει και να παρακολουθήσει την πρόοδο της κατάστασης. Φτάνουν πουθενά; Κατά προτίμηση κάπου με ανθρώπους;

Τρεις φορές πέρασαν από σπίτι με σκούρο πράσινο τοίχους και κίτρινα παράθυρα. Μετά από κάθε σπίτι ακολούθησε ένα χωράφι με καλαμπόκια το οποίο μετά χανόταν όταν το αυτοκίνητο ακολουθούσε τη στροφή και δεν πήγαινε ευθεία. Ο Αχιλλέας έστριβε συνέχεια το τιμόνι. Τη τέταρτη φορά που η Ήβη είδε το σπίτι, σήκωσε το κεφάλι της και ένιωσε να ξυπνάει για τα καλά.

«Αχιλλέα, νομίζω ότι κάνουμε κύκλους.»

Ο Αχιλλέας συνέχισε να οδηγεί, με μια μαεστρία που…βασικά καμία μαεστρία. «Τι λες; Είμαι αρκετά σίγουρος πως ξέρω αυτά τα μέρη καλύτερα από εσένα.»

Το δέντρο που είχε ζωγραφισμένο κόκκινο τον κορμό του δίπλα από το χωράφι με τα καλαμπόκια εμφανίστηκε, και μαζί του εμφανίστηκε η αγανάκτηση στο μυαλό της Ήβης.

«Είμαι σίγουρη πως δεν ξέρεις πού πάμε.» του είπε και ανακάθισε στη θέση της. Η ζώνη την έσφιγγε στο στήθος, αλλά έτσι όπως οδηγούσε ο Αχιλλέας, ήταν αναγκαίο κακό. «Μη στρίψεις-»

Και έστριψε.

«Μεγάλωσα εδώ πέρα ηλιόφωτη. Έτρεχα γυμνός σε αυτά τα μέρη από τότε που γεννήθηκα.» της είπε ακολουθώντας τη στροφή. Είχαν ξεκινήσει πάλι καινούριο κύκλο.

Η Ήβη προσπέρασε το γεγονός ότι ο Αχιλλέας κυκλοφορούσε γυμνός σε μέρη που υπάρχουν φίδια και προσπάθησε να επικεντρωθεί εκεί που άξιζε. «Τις τελευταίες τρεις ώρες κάνουμε γύρους!»

«Φυσικά και όχι!»

Η Ήβη περίμενε. Και περίμενε. Και σχεδόν μισή ώρα αργότερα, βρήκε την ευκαιρία. «Αυτή είναι η πέμπτη φορά που βλέπουμε το πράσινο σπίτι. Κοίτα!»

Ο Αχιλλέας δίπλα της κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Υπάρχουν πολλά τέτοια σπίτια.»

«Ακολουθεί το χωράφι με τα καλαμπόκια.» η Ήβη χαιρέτησε το χωράφι. «Και το δέντρο με τον κόκκινο κορμό.»

Ο Αχιλλέας άρχισε να επιβραδύνει κοιτώντας γύρω του. Έβλεπε το χωράφι και το όμορφο δέντρο να περνούν από δίπλα τους. Το στόμα του ήταν μισάνοιχτο, τα μαύρα μάτια του γουρλωμένα, το πρόσωπό του δυστυχισμένο. «Που να με πάρει.»

Η Ήβη σήκωσε το φρύδι της. «Πού να σε πάρει; Ποιος; Θα έχουμε παρέα;»

Το γέλιο του Αχιλλέα ακουγόταν για πολύ ώρα. Είχε ακολουθήσει την ευθεία και δεν είχε στρίψει, το αυτοκίνητο κύλησε ανώμαλα στην κατηφόρα, όταν το γέλιο του κόπηκε καρφί και ο απόκοσμος ήχος του τρόμου βγήκε από μέσα του. Η ίδια, ένιωθε το ίδιο βλέποντας πως ο Αχιλλέας δεν μπορούσε να κρατήσει το αυτοκίνητο σε ευθεία πορεία και την κολώνα της ΔΕΗ να τους κοιτάει κατάματα. Η Ήβη ήταν πλέον βέβαιη: είχε μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή που του είπε ναι σε αυτή την περιπέτεια.

Έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να αποδεχτεί το μέλλον που την περίμενε. Θα πέθαιναν. Και το χειρότερο; Δεν ήξεραν πού βρισκόταν. Η Μίνα δεν θα είχε πτώμα να θάψει. Δεν θα μάθαινε ποτέ πού στο καλό ήταν τα χωράφια του προ-πάππου Άρη. Ούτε τι γεύση είχε η σοκολάτα.

Και αυτό ήταν δηλαδή; Δεν θα έπαιρνε το πτυχίο; Τόσα χρόνια βασανισμού από ηλίθιους καθηγητές και πλάσματα που ονομάζονται παιδιά, τόση κοινωνικοποίηση στις αίθουσες με συμφοιτητές που την κοιτούσαν περίεργα, τόσο κόπος να πάει χαμένος;
Έβλεπε τη ζωή να περνάει. Και να σταματάει απότομα.

Όπως το κόκκινο αυτοκίνητο.

Συγνώμη τι;

Η Ήβη άνοιξε τα μάτια της. Ο παράδεισος έμοιαζε υπερβολικά πολύ με τη Γη.

Ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να βεβαιωθεί πως η κολώνα της ΔΕΗ ήταν στη θέση της και δεν είχε καταστρέψει το όμορφο αμάξι της αδελφής της. Όχι τίποτα, αλλά μετά η Ήβη θα πλήρωνε της ζημιές.

Ο Αχιλλέας δίπλα της κοιτούσε τη κολώνα με μισόκλειστα μάτια και το στόμα ανοιχτό. Σαν να έψαχνε κάτι μέσα στο σοκ από την αδρεναλίνη. Τα χέρια του είχαν ασπρίσει από τη δύναμη με την οποία κρατούσε το τιμόνι. Το πρόσωπο του είχε κοκκινίσει σαν ντομάτα. Ύστερα την κοίταξε, με εκείνα τα μαύρα μάτια που δεν καταλαβαίνεις τι κρυβόταν πίσω τους.

«Νομίζω πως είμαι ένας τέλειος οδηγός.»

Η Ήβη δεν μπορούσε να απαντήσει σε αυτό. Όμως είπε αυτό που σκεφτόταν πολύ τις τελευταίες μέρες.

«Ήξερες πως όταν λέμε αλλεργία στη σοκολάτα, μπορεί να εννοούμε αλλεργία σε ένα εκατομμύριο πράγματα;»

Ο Αχιλλέας την κοιτούσε με το ίδιο βλέμμα που κοίταξε τη κολώνα λίγα δευτερόλεπτα πριν.

«Και όμως ισχύει!» αναφώνησε εκείνη. «Η σοκολάτα αποτελείται από πολλά και διαφορετικά συστατικά, ένα από τα οποία μπορεί να δημιουργεί την αλλεργία. Εγώ προσωπικά έχω στη βανιλίνη που χρησιμοποιείται αντί της βανίλιας, αλλά μέχρι να το μάθουμε αυτό, η Μίνα με έβαζε να καταναλώνω τα συστατικά που έγραφε στο χαρτάκι της ΙΟΝ για έναν χρόνο. Για αυτό προτιμώ τις Toblerone. Δεν έχουν αυτή την αρωματική ουσία.»

Ο Αχιλλέας ξεροκατάπιε. «Ήβη, είμαι ένας τέλειος οδηγός.»

Η Ήβη έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο της. «Παραλίγο να πεθάνουμε και το μόνο που σκέφτομαι είναι η σοκολάτα.»

Ο Αχιλλέας χαμογέλασε. «Δεν είμαι απλά τέλειος. Είμαι και γαμώ τους οδηγούς.»

Η Ήβη άκουσε τον Αχιλλέα να ξεκινάει και πάλι το αυτοκίνητο. Η ίδια ήθελε να φύγει από εκεί, ήθελε να τρέξει στη μαμά της και να κλειστεί στο δωμάτιό της για μέρες ολόκληρες. Η ζώνη την έσφιγγε, ο αέρας φαινόταν όλο και λιγότερους, τα μάτια της απειλούσαν να δακρύσουν. Δεν ήταν κρίση πανικού αυτό, ήταν νεύρα. Νεύρα επειδή δεν ήξερε τι άλλο τους φύλαγε αυτή η μέρα.

Δαγκώνοντας το κάτω χείλος της από φόβο μη φύγει μπροστά, πίσω, ή διαγώνια, ελευθέρωσε τη ζώνη από πάνω της. Με γρήγορες κινήσεις, γύρισε προς τις πίσω θέσεις του αυτοκινήτου και άρπαξε τη τσάντα που φύλαγε τα απαραίτητα. Μέσα στο βραδινό χάος, δεν ήξερε καν τι είχε πάρει μαζί της. Όχι δεν ήθελε υγρά μαντηλάκια. Στο τρίτο πακέτο ήταν σίγουρη για αυτό. Μπανάνα; Είχε μαυρίσει, είχε το ίδιο χρώμα με τα μάτια του Αχιλλέα. Α, να' το! Το υπέρτατο όπλο της απέναντι στον κόσμο!

Με ένα χαμόγελο, η Ήβη έκατσε και πάλι στη θέση της, με το σημειωματάριο να που τόσο αγαπούσε να βρίσκεται και πάλι στα χέρια της. Το άνοιξε και βρήκε μέσα το μικρό μολύβι, όσο ο Αχιλλέας μουρμούριζε για το πόσο Θεός ήταν. Η Ήβη βρήκε την προτελευταία σελίδα. Με ένα χαμόγελο που έφτανε μέχρι τα αυτιά, έγραψε ακριβώς αυτό που σκεφτόταν.

«Θα πεθάνουμε.»

Διαβάζοντας αυτή την πρόταση, το χαμόγελο έπεσε και η κρίση που δεν εμφανίστηκε πριν, απειλούσε να κάνει είσοδο τώρα. Δάγκωσε τα χείλη της από το άγχος. Δεν το είχε σκεφτεί όλο αυτό. Η αδρεναλίνη για την υποτιθέμενη περιπέτεια τη συνεπήρε, όταν έπρεπε να είχε κάνει τουλάχιστον τη λίστα με τα προτερήματα και τα μειονεκτήματα. Το μυαλό της βούιζε, έκλεισε τα μάτια της για μια στιγμή και η φωνή του Αχιλλέα δεν έφτανε πλέον το σε εκείνη.

Ο Αχιλλέας δεν είχε δίπλωμα για κάποιο λόγο. Τώρα έζησαν καθαρά από τύχη, την επόμενη φορά όμως; Και τι θα γίνει αν τους πιάσει η αστυνομία; Θα βάλουν και εκείνη φυλακή; Ο Αχιλλέας έφταιγε για όλα! Πού θα κοιμηθούν; Πού πηγαίνουν χωρίς χάρτη; Χωρίς λεφτά για επιβίωση. Χωρίς τις βασικές γνώσεις για να βγάλεις τη νύχτα σε δάσος;

Ήθελε να φωνάξει και να χτυπήσει κάτι. Ήθελε να επιστρέψει σπίτι, όχι στο ηλίθιο χωριό που την έσυραν, εκεί πίσω στη Θεσσαλονίκη όπου έμεναν όλοι οικογενειακώς τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ήθελε να κουλουριαστεί στο κρεβάτι της και να κοιτάει το ταβάνι με τις ώρες χωρίς να την παίρνει ο ύπνος από τους εφιάλτες. Ήθελε να γυρίσει πίσω στη δική της φυσιολογική ζωή.
Ήθελε να μείνει μόνη.

«Σταμάτα το αυτοκίνητο.»

Ο Αχιλλέας συνέχισε να μιλάει μόνος του. Η Ήβη άνοιξε τα μάτια της, έκλεισε το ραδιόφωνο που είχε ανοίξει εκείνος όταν η Ήβη δεν πρόσεχε. Αυτό τράβηξε την προσοχή του. Γύρισε να τη κοιτάξει ενοχλημένος. «Το άκουγα αυτό.»

«Άκουγες μόνο τον εαυτό σου.» του απάντησε με θυμό. «Είπα σταματά το αυτοκίνητο.»

Ο Αχιλλέας κοιτούσε μια το δρόμο, μια εκείνη. «Τι; Γιατί; Μήπως σου έρχεται αναγούλα; Δεν είναι δικό μου το αυτοκίνητο, αλλά σαν εκδίκηση προς τη Νίνα θα ήθελα να βγάλεις τα έντερα σου πάνω στις δερμάτινες θέσεις.»

«Αχιλλέα είπα σταμάτα!»

Και σταμάτησε.

Η απότομη παύση της κίνησής τους την έκανε τα πέσει με δύναμη μπροστά. Αντανακλαστικά έβαλε τα χέρια της μπροστά και προστάτεψε το σώμα της από μια άσχημη σύγκρουση με το ταμπλό του αυτοκινήτου. Η μικρή κουνιστή κουκλίτσα που χόρευε σε έναν Χαβανέζικο ρυθμό με τη βοήθεια ελατηρίου, έπεσε στο χαλί που κάποτε είχε διακοσμήσει με μωβ στρας η Νίνα. Η Ήβη δεν έχασε λεπτό, πήρε το σημειωματάριό της, το μοναδικό πράγμα για το οποίο νοιαζόταν, άνοιξε την πόρτα και βγήκε από εκείνη τη θύελλα αβεβαιότητας που την έπνιγε.

Κοίταξε γύρω της τον δρόμο που βρισκόταν. Λίγα μέτρα μακριά είχε ένα βενζινάδικο με επιγραφή «ΔΕΚΑ ΓΕΎΣΕΙΣ ΠΑΓΩΤΟΥ! ΕΠΙΛΕΞΤΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΣΑΣ ΔΩΡΕΑΝ ΜΕ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΛΙΤΡΟ DIESEL». Από την άλλη πλευρά υπήρχε μόνο δρόμος με μια πινακίδα που  τους ενημέρωνε για το ανώτερο όριο ταχύτητας που μπορούσαν να οδηγήσουν. Αυτά να τα βλέπει ο Αχιλλέας, που νιώθει πως πρέπει να τρέχει με εβδομήντα όλη την ώρα. Το ρολόι στο χέρι της έδειχνε μία το μεσημέρι. Εφτά ώρες τη βασάνιζε;

Έσφιξε το σημειωματάριο στο στήθος της. Μόνο αυτό την καταλάβαινε. Μόνο αυτό έβγαζε νόημα. Μόνο αυτό είχε οργάνωση. Ενότητες, κάθε ενότητα με διαφορετικό χρώμα. Υποενότητες, με διαφορετικά σύμβολα για να καταλαβαίνει το πόσο σοβαρές ή μη είναι. Σχόλια σε κάθε υποενότητα. Ένα μεγάλο σχόλιο σε κάθε ενότητα. Με την προσθήκη νέας πληροφορίας, υπήρχε και νέος τίτλος στα περιεχόμενα με τη σελίδα γραμμένη δίπλα. Οργάνωση της ζωής της ακριβώς όπως πρέπει. Χωρίς αβεβαιότητες. Ήξερε πού περπατούσε με αυτό το σημειωματάριο. Ήξερε πού πήγαινε.

Τα μάτια της παρατήρησαν το μέρος γύρω της. Προσπέρασε το βενζινάδικο γρήγορα, με τον Αχιλλέα να φωνάζει το όνομα της. Να βρίζει τη τύχη του και μετά να μπαίνει στο αυτοκίνητο και να το παρκάρει λίγο πιο πέρα. Η Ήβη δάγκωνε τα χείλη της με κάθε νέα πληροφορία. Ένα μεγάλο σουπερμάρκετ δεκαπέντε μέτρα και είκοσι δύο εκατοστά αργότερα. Δεν ήταν σίγουρη, μπορεί να ήταν και παραπάνω.

Πεινούσε.

«Ήβη, μην περπατάς τόσο γρήγορα! Δεν είμαι κανένας γυμνασμένος που μπορείς να σέρνεις από πίσω σου!»

Η Ήβη αγνόησε τον Αχιλλέα και τις φωνές του. Με στόχο το κατάστημα πώλησης τροφίμων και οικιακών προϊόντων -σύμφωμα με την σελίδα είκοσι δύο από το πράσινο σημειωματάριο της ηλικίας των οχτώ- πέρασε τον δρόμο αποφεύγοντας με μεγάλη δυσκολία τα κινούμενα οχήματα. Μετά βίας κατάφερε να φτάσει στη μέση του δρόμου. Είχε και ήλιο σήμερα, τη τύφλωνε χωρίς έλεος. Από το πρωί φαίνεται η καταστροφή.

Η νταλίκα με τα γαλακτοκομικά προϊόντα γνωστής μάρκας σταμάτησε μπροστά από το κατάστημα που θα έτρεφε την Ήβη σε λίγο. Πίσω της, ο Αχιλλέας απέφευγε με θάρρος και συνάμα τρόμο το μπλε μηχανάκι, προσέχοντας να πετάει τις βρισιές του ευγενικά. Η Ήβη συνέχισε να περπατάει ευθεία μπροστά, το κάθε βήμα της να μην απέχει από το προηγούμενο πάνω από δέκα εκατοστά. Άκουσε κάποιον να τη χαρακτηρίζει με όμορφα χρώματα, εκείνη ανέβηκε το πεζοδρόμιο με τον Αχιλλέα να αποκαλεί μπάμια τον τύπο που της έδωσε τόσο κόσμια επίθετα.

«Μίλα μου Ήβη.» άκουσε τον Αχιλλέα να φτάνει κοντά της. Η φωνή του έβγαινε βαριά, οι ανάσες του δύσκολα.

Η Ήβη δεν γύρισε το κεφάλι της ούτε μια στιγμή. Ανέβηκε τα σκαλιά του καταστήματος και είδε τις προσφορές στο φυλλάδιο που ήταν κολλημένο στο τζάμι. «Νόμιζα πως έκανες κάποιου είδους άθληση πριν τη νηστεία. Δεν θα έπρεπε να έχεις προβλήματα αναπνοής με ένα απλό περπάτημα.»

«Συγνώμη αλλά τα μπράτσα μου τα έχεις δει; Σπάνε ακόμη και πάγο.» Οι πόρτες άνοιξαν με την Ήβη να κοιτάει το γυαλί να μετακινείται προς τις δύο άκρες. Έκανε ένα μεγάλο βήμα μέσα. Ο Αχιλλέας την ακολούθησε. «Και αυτό δεν ήταν περπάτημα. Μαραθώνιος Αθηνών ήταν.»

Η Ήβη έκανε στην άκρη για να περάσουν δύο άνθρωποι ντυμένοι στα μπλε. Μάλλον υπάλληλοι. Προσπάθησε να αποφύγει τον κόσμο με αρκετά επιδέξιες κινήσεις. Φρούτα και λαχανικά στον πρώτο διάδρομο δεξιά, αρτοπαρασκευάσματα και λιχουδιές από φούρνο στα αριστερά. Θερμίδες ή υγεία. Νους υγιής εν σώματι υγιή έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Μωρέ έπρεπε να είχε πάει θεωρητική κατεύθυνση στο λύκειο, τουλάχιστον τώρα θα είχε περάσει στη σχολή Σλαβικών σπουδών που κάποτε της είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον.

«Ήβη, μίλα μου σε παρακαλώ. Τι σε έπιασε έτσι ξαφνικά;» η φωνή του της έσπαγε τα νεύρα.

Θερμίδες λοιπόν.

Πέρασε το κοριτσάκι που το έσερνε η μαμά του από τον αγκώνα και έφτασε στο μέρος που μύριζε βούτυρο και λιπαρά. Στο φυλλάδιο έξω έλεγε κάτι για ντόνατ, αλλά όλα ήταν γεμάτα σοκολάτα. Κάτι απλό, χωρίς πολλές υπερβολές δεν έχει; Κρουασάν, με σοκολάτα. Κουλουράκια, με σοκολάτα. Τσουρέκι, με σοκολάτα. Σοκολάτα με σοκολάτα και λίγη ακόμη σοκολάτα γιατί δεν μας φτάνει η σοκολάτα!

«Εσύ έχεις κοκκινίσει.» άκουσε τον Αχιλλέα να ψιθυρίζει. «Ήβη, τρέμεις.»

Όντως έτρεμε.

Προχώρησε μακριά του προσπαθώντας να αγνοήσει τη φωνή του και τις ερωτήσεις του. Είσαι καλά; Έκανα κάτι; Θες καφέ, νομίζω πως σου δίνουν σε τέτοια μέρη. Α κοίτα βρε, έχει μπανάνες με πενήντα λεπτά!

Η φωνή του. Αυτή η φωνή που χθες το βράδυ της ψιθύριζε γλυκά και όμορφα. Μια μελωδία στη ψυχή της. Τώρα ήταν θόρυβος, θόρυβος άσχημος που δεν άντεχε για πολύ ακόμη.

Τυρόπιτες. Πίτες με σπανάκι. Πίτες με λουκάνικο-λουκάνικο; Ακόμη νηστεία δεν έχουν; Έκανε μια νοητή σημειώσει να ψάξει πόσο κρατάει η νηστεία. Πίτες με κολοκύθι, γλυκό, αλμυρό, μπεζ και πράσινο. Πίτες με-

Μπουγάτσα.

Με κρέμα. Μα πού ήσουν κρυμμένη τόση ώρα έρωτα μου;

Η Ήβη άρπαξε μία για πρωινό που δεν έφαγε, μια για μεσημεριανό και μια για βραδινό που δεν θα έβρισκε γιατί ο Αχιλλέας και εκείνη ήταν άχρηστοι. Δεν μπορούσε να κρατήσει καλά το σημειωματάριο της και το έδωσε στον Αχιλλέα, με απαλές κινήσεις, να το κρατήσει. Εκείνος το έπιασε από τη μια άκρη σαν να ήταν κάτι γυάλινο ή φτιαγμένο από πορσελάνη. Η Ήβη τον ευχαρίστησε με ένα νεύμα.

«Για αυτό είπες να σταματήσουμε στη μέση του δρόμου;» τη ρώτησε όταν την πρόλαβε στο ταμείο. «Επειδή έχεις λιγούρες;»

«Ο επόμενος!» φώναξε η ταμίας.
Μια γιαγιά με ένα χωριάτικο γιαούρτι προσπάθησε να μπει μπροστά. Η Ήβη την προσπέρασε, προσέχοντας να μη την αγγίξει. Η γιαγιά γύρισε να τη κοιτάξει. «Δεν θα δώσεις τη θέση σου σε μια γριά γυναίκα σαν εμένα;»

Η Ήβη άφησε τις μπουγάτσες στο ταμείο. «Φυσικά και όχι. Είναι η δική μου σειρά. Υπάρχει ένα σύστημα για κάποιο λόγο.»

«Ήβη, είναι ηλικιωμένη. Δες τη την γλυκούλα.»

Η γλυκούλα όπως την αποκάλεσε ο Αχιλλέας, κοπάνησε με δύναμη το γιαούρτι πάνω στο ταμείο. «Ποια νομίζεις πως είσαι κοπελιά που θα μπεις και μπροστά; Αν ήμουν η γιαγιά σου τα ίδια θα έκανες;»

«Μη μπλέξεις, μη μπλέξεις, μη μπλέξεις.» ψιθύριζε ο Αχιλλέας.

«Η Δανάη, η γιαγιά μου, γυρνάει την Ιταλία πίνοντας κρασί και τρώγοντας τυριά με το νέο αίσθημα.» είπε η Ήβη με ψηλά το κεφάλι. Έκανε μπροστά τα πράγματα της και η ταμίας άρχισε να τα χτυπάει. «Ενώ εσύ προσπαθείς να κλέβεις θέσεις και να αποδιοργανώνεις το σύστημα. Η εγγονή σου τα ίδια κάνει;»

«Δύο ευρώ και σαράντα λεπτά παρακαλώ.» άκουσε τη φωνή της κοπέλας στο ταμείο.

Η Ήβη έκανε νόημα στον Αχιλλέα. Όταν βγήκε από το αυτοκίνητο πήρε μόνο το σημειωματάριο της και το κινητό που βρισκόταν στη σίγαση τόσες ώρες στο πίσω μέρος του τζιν της. Ο Αχιλλέας έβγαλε ένα μικρό πορτοφολάκι από τη τσέπη του, μαύρο με τη σημαία γνωστής ομάδας ποδοσφαίρου που θα σκότωνε την Ευανθία αν το έβλεπε. Πλήρωσε με μια κίτρινη κάρτα. Η ταμίας την πήρε με όλο χάρη και ένα χαμόγελο στα χείλη. Όταν του την έδωσε πίσω, η κοπέλα άγγιξε το χέρι του. Τα μάγουλα της κοκκίνισαν, μα ο Αχιλλέας δεν την κοιτούσε καν. Κοιτούσε την Ήβη.

Αφήνοντας τη γιαγιά πίσω της να την χαρακτηρίζει και αυτή με όμορφα επίθετα, πήρε τις μπουγάτσες της, προσπέρασε τον Αχιλλέα και βγήκε από εκεί μέσα όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κατέβηκε τα σκαλιά με τον Αχιλλέα να την ακολουθεί, αργά. Το μυαλό της όμως δούλευε γοργά, κάθε βήμα ήταν και μία σκέψη. Η φωνή του Αχιλλέα όμως την αποσπούσε. Όπως την αποσπούσε από τη ζωή της.

Η μία σκέψη αντικαθιστούσε την άλλη με ταχύτητα που τη ζαλίζει. Πού θα πήγαινε τώρα; Τι είχε κάνει; Γιατί του είπε να σταματήσει; Τόσες πολλές σκέψεις, τόσες πολλές αμφιβολίες, τόσα πολλά πράγματα που δεν είχε σκεφτεί. Γιατί είχε πει ναι; Γιατί τον άκουσε; Γιατί, γιατί, γιατί. Αναπάντητα ερωτήματα που έπρεπε να είχαν απαντηθεί.

Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα, πιο γρήγορα από όσο ήθελε. Τα βήματα της αυξήθηκαν, η ταχύτητα ακολουθούσε τη ροή της σκέψης της. Η φωνή του Αχιλλέα και τα βήματα του προσπαθούσαν να την φτάσουν. Η Ήβη κρατούσε το σημειωματάριο κοντά στη ψυχή της, οι μπουγάτσες πάλευαν για επιβίωση στην αγκαλιά της. Περπατούσε προς το αυτοκίνητο, ήθελε να την πάει πίσω στη μαμά της. Ήθελε κάποιον γνωστό, κάποιον να της πει να σταματήσει να τρέχει, γιατί η ζωή δεν τρέχει μαζί της.

«Μη βιάζεσαι να μεγαλώσεις, ηλιαχτίδα μου.» της είχε πει ο άνδρας που κάποτε αγαπούσε. «Θα σταματήσεις κάποια στιγμή και θα κοιτάξεις πίσω. Άραγε θα είσαι περήφανη που έτρεχες και δεν έζησες;»

Περπάτησε στον δρόμο χωρίς να κοιτάει ξανά. Δύο κόρνες και ανδρικές φωνές να τη φωνάζουν και να σφυρίζουν αργότερα, η Ήβη περπατούσε στη μέση του δρόμου, εκεί που οι λωρίδες τρέχουν μαζί της παράλληλα. Δεν πέρασε τον υπόλοιπο δρόμο για το πεζοδρόμιο. Μαγεμένη από την απλότητα και ταυτόχρονα τη πολυπλοκότητα αυτών των δύο γραμμών, ακολούθησε κάθε σταγόνα της μπογιάς που τις δημιούργησε. Άραγε θα είχε τέλος; Άραγε θα ενώνονταν κάπου; Άραγε θα έβρισκε κάποιον που να την καταλάβαινε; Νόμιζε πως είχε βρει τον Αχιλλέα. Αλλά έκανε λάθος.

«Ήβη θα μας πατήσουν!» της φώναζε.

Περπάτησε πιο γρήγορα. «Τότε σταμάτα να με ακολουθείς!»

Τον ένιωθε πίσω της, ακόμη και αν δεν τον έβλεπε. Βαθιά μέσα της ήξερε πως ο άνδρας με το λαχανί πουκάμισο και τη ροζ βερμούδα ακολουθούσε το κορίτσι που φορούσε διαφορετικά ζευγάρια παπούτσια και κάλτσες. Εξωτερικά έμοιαζαν. Εσωτερικά ήταν σαν αυτές τις παράλληλες γραμμές που δεν έμοιαζαν να βρίσκουν τέλος. Ποτέ δεν έβρισκε τέλος με κάποιον. Όλοι ήταν διαφορετικοί, όλοι ήταν φυσιολογικοί και εκείνη ήταν μόνη της, ήταν η αλλόκοτη που κανένας δεν έκανε παρέα γιατί δεν μιλούσε, γιατί τους κοίταζε, γιατί ήταν η έξυπνη της τάξης, γιατί είχε μόνο δύο φίλους, γιατί κανένας-

«Ήβη!»

Κάποιος άθλιος οδηγός που είχε παρκάρει στη λάθος μεριά του δρόμου, είχε γυρίσει το αυτοκίνητο του για να βρεθεί στη σωστή. Η Νίνα το έκανε συχνά αυτό, ήταν παράνομο. Το αυτοκίνητο πέρασε ξυστά από μπροστά της, μπορούσε να δει τον οδηγό να δαγκώνει τα χείλη του από το άγχος μη την πατήσει καθώς έκανε αυτή την παράνομη στροφή. Θα την πατούσε, αν δεν σταματούσε αυτό το αυτοκίνητο θα την πατούσε. Και εκείνη δεν θα είχε καταλάβει τίποτα.

Της πήρε μερικά δευτερόλεπτα να καταλάβει πως τα χέρια του Αχιλλέα ήταν στη μέση της, τραβώντας την πάνω του και μακριά από το θανατηφόρο παράνομο οδηγό. Θα του έκανε μήνυση, αν μάθαινε πού ήταν το αστυνομικό τμήμα. Να το ψάξει και αυτό μαζί με τη νηστεία.

Και τότε ο Αχιλλέας, όπως μπήκε στη ζωή της απότομα, έσπασε τον ιστό από σκέψεις της με τον ίδιο τρόπο.

«Είσαι καλά;»

Δεν κατάλαβε ότι είχε λαχανιάσει. Ο ήλιος με τη ζέστη του δεν έκανε καλύτερα τα πράγματα. Γύρισε προς το μέρος του άνδρα που τόλμησε να έρθει στη ζωή της, να μπει και να την κάνει άνω κάτω μέσα σε μια εβδομάδα. Ήρθε αντιμέτωπη με την σκοτεινή μάτια του. Την κοιτούσε με ανησυχία. «Όχι Αχιλλέα, δεν είμαι καλά. Και εσύ φταις για αυτό.»

Ένα φορτηγό ταχυμεταφορών τους προσπέρασε. Ο Αχιλλέας πήρε τα χέρια του από πάνω της, προσπάθησε να την ανακούφιση παίρνοντας κάποια πράγματα από πάνω της. Η Ήβη έσφιξε τις μπουγάτσες και το σημειωματάριο πάνω της. Ο Αχιλλέας δεν ξαναπροσπάθησε. «Θέλεις να μου πεις πώς ακριβώς φταίω; Γιατί τόση ώρα τρέχω από πίσω σου, το μυαλό μου έχει γίνει ένας μυς.»

Ώστε θέλει να του εξηγήσει κιόλας; Δεν είχε καταλάβει ακόμη τίποτα; «Φταις εσύ, γιατί με έβαλες να συμφωνήσω και να έρθω σε αυτή την ηλίθια “περιπέτεια”, η οποία από τότε που ξεκίνησε μόνο το χάος και την καταστροφή έχει φέρει. Εσύ φταις γιατί με έπεισες να συμμετέχω σε αυτό το χάος!». Τρεις μηχανές τους πέρασαν, οι οδηγοί τους φώναξαν «Κορμάρα μου εσύ!» προς τον Αχιλλέα. Ή την ίδια, δεν ήταν σίγουρη. «Φταις εσύ, γιατί με οδηγείς κάπου που δεν έχει τέλος. Δεν ξέρω τι θα συμβεί το επόμενο λεπτό, δεν μπορώ να το προβλέψω. Δεν υπάρχει πρόγραμμα, διάολε, ξέρεις πού είμαστε;»

«Όχι.» της απάντησε σιγανά.

«Ούτε εγώ!» η φωνή της ακούστηκε πάνω από την νταλίκα που τους προσπέρασε αργά. Η Ήβη άφησε τις μπουγάτσες να πέσουν στην άσφαλτο. Άνοιξε γρήγορα το σημειωματάριο και έψαχνε μέσα στις σελίδες κάτι που θα την βοηθήσει να αντιμετωπίσει και αυτή τη κοινωνική περίπτωση ηλιθιότητας της ζωής.

«Φτάνει επιτέλους με αυτό το γαμημένο πράγμα!»

Το όμορφο σημειωματάριο της εξαφανίστηκε από τα χέρια της. Ο Αχιλλέας το είχε πάρει, το έσκισε στα δύο -τελικά ίσως και να γυμνάζεται- και μαζί με το μολύβι το πέταξε και όπου το πάρει ο αέρας. Η Ήβη είδε τις λευκές σελίδες με τα χρώματα και τα γράμματα της να πετούν στον αέρα και να χτυπούν αυτοκίνητα, αθώους ανθρώπους, πουλιά και μύγες. Το μυαλό της είχε σταματήσει να λειτουργεί. Οι σκέψεις δεν έρχονταν με ταχύτητα που μπορούσαν να τη κάνουν να εκραγεί. Η παλμοί της μειώθηκαν, η αναπνοή της έβγαινε και πάλι κανονικά. Έβλεπε αυτές τις σελίδες που τόσο αγαπούσε να φεύγουν μακριά.

Ξαφνικά, σταμάτησε να τρέχει. Δεν προσπάθησε να πιάσει τα κομμάτια που ο Αχιλλέας μόλις πέταξε.

«Το σημειωματάριο μου.» ψιθύρισε. «Το πρόγραμμα μου. Πέταξες το πρόγραμμα της ζωής μου.»

Ο Αχιλλέας έβλεπε και εκείνος τις σημειώσεις που τη βοηθούσαν να αντιμετωπίσει την φυσιολογική ζωή, να τρέχουν μακριά τους. «Και πολύ άργησα.»

«Αχιλλέα,  αυτό ήταν όλη η οργάνωση της ζωής μου.» του είπε σιγανά. Όμως πάνω από την κίνηση και τα αυτοκίνητα που τους κόρναραν, φάνηκε η φωνή της να ήταν το μόνο που ακουγόταν. «Ήταν αυτό που με βοηθούσε να καταλάβω τη φυσιολογική ζωή.»

Ο Αχιλλέας την κοίταξε στα μάτια. «Δεν υπάρχει φυσιολογική ζωή, ηλιόφωτη. Δεν χρειάζεσαι σημειώσεις για να μπορέσεις να ζήσεις.»

«Εγώ ναι! Νιώθω-»

Με ένα χέρι της έκλεισε το στόμα. «Μόλις είπες τη μαγική λέξη. Νιώθεις. Χωρίς αυτό.» η Ήβη προσπάθησε να απομακρυνθεί, ο Αχιλλέας την τράβηξε πάλι κοντά του, προσέχοντας να μην πατήσει τις μπουγάτσες ή να μην την ακουμπάει περισσότερο από όσο πρέπει. «Συμφώνησες σε αυτή την “ηλίθια περιπέτεια” γιατί ήθελες να δεις την “φυσιολογική” ζωή. Ε λοιπόν, καλώς ήρθες!»

Δεν της άρεσε αυτή η ζωή. Δεν είχε οργάνωση, επικρατούσε ένα χάος. Και αυτή η ζωή που της παρουσίαζε ο Αχιλλέας ήταν ακόμη χειρότερη. Επικρατούσε ένα χάος που την έκανε να νιώθει-

Να νιώθει τι;

«Ωραία δεν είναι;»

Δεν του απάντησε. Τον είδε να μαζεύει τις μπουγάτσες από την άσφαλτο καθώς περνούσαν από δίπλα τους τα αυτοκίνητα. Ήθελε να κρυφτεί κάπου και να αρχίσει να κλαίει. Όλες τις οι σημειώσεις με υποσημειώσεις και σχόλια είχαν εξαφανιστεί, οι οδηγίες για επιβίωση σε έναν κόσμο διαφορετικό από εκείνη είχαν σβηστεί από το μυαλό της. Ο Αχιλλέας φάνηκε να ήξερε τι έκανε όταν πέταξε εκείνο το όπλο της απέναντι στην πραγματικότητα. Δεν ένιωθε μετανιωμένος για τίποτα. Όταν μάζεψε το φαγητό της, ο Αχιλλέας της χαμογέλασε. Της έδωσε μια από τις μπουγάτσες.

«Δεν είναι σαν αυτές που έχετε στις Σέρρες, αλλά κάτι κάνει.»

Η Ήβη πήρε το φαγητό και άνοιξε τη συσκευασία. Δάγκωσε μια γωνιά με το φύλλο και τη κρέμα να ομορφαίνουν τον εσωτερικό της κόσμο.

Περπάτησαν δίπλα δίπλα τρώγοντας τις θερμίδες που δεν θα έκαιγαν για πολύ καιρό. Περπατούσαν ο ένας δίπλα στον άλλον, σαν τις παράλληλες γραμμές που τους χαρακτήριζαν.

Η Ήβη κατάλαβε πως αυτές οι δύο γραμμές κάποτε θα ενωθούν. Και όταν έρθει εκείνη η ώρα, δεν θα χρειάζεται κανένα σημειωματάριο για να της δείξει τι θα κάνει.

Πάνω στο καπό του αυτοκινήτου που κάθονταν τώρα το βράδυ, η Ήβη χαμογελούσε με το παγωτό της να φτάνει στο τέλος. Ο Αχιλλέας κοιτούσε μαγεμένος το κύπελλο με την μπάλα παγωτό σοκολάτα που είχε τελειώσει εδώ και ώρα.

«Αυτά της είπες δηλαδή;» την ρώτησε.

Η Ήβη ένευσε καταφατικά. «Γιατί; Είναι ψέματα;»

«Όχι.» της απάντησε ο άνδρας. «Απλώς τώρα θα θέλει ενημέρωση για τι έγινε μετά. Και θα τη θέλει από εμένα.»

Πάνω στην ώρα, το κινητό της άρχισε να κινείται πίσω της από τη δόνηση. Η Μίνα, πάλι. Η Ήβη χαμογέλασε. Ο Αχιλλέας φαινόταν έτοιμος να κλάψει.

«Και τι θα της πω;»

«Ακριβώς αυτά που έγιναν μετά.» του είπε δίνοντας το κινητό στον Αχιλλέα. «Με κάθε λεπτομέρεια.»

Ο Αχιλλέας αναστέναξε. «Αν αυτό ήταν βιβλίο, θα το διαβάζαμε σε επόμενο κεφάλαιο. Γιατί να μη της τα πούμε αύριο;»

Η Ήβη έγλυψε ό,τι είχε απομείνει από το παγωτό λεμόνι της. «Γιατί τα βιβλία γίνονται ταινίες. Και στις ταινίες δεν έχει κεφάλαια. Άντε λοιπόν, θα ανησυχεί.»

Ο Αχιλλέας πάτησε το κουμπί για απάντηση κλήσης. Έβαλε το μεταλλικό πράγμα στο αυτί του. Κοιτώντας την Ήβη, ξεκίνησε την περιγραφή της υπόλοιπης περιπέτειάς τους.

«Και που λες Μίνα, πού είχαμε σταματήσει;»

_________________________________

Α/Ν Επέστρεψα για δύο λεπτά να ανεβάσω αυτό το κεφάλαιο γιατί πολύ απλά δεν άντεξα και πολύ. Σας ευχαριστώ πολύ για τις ευχές στο προφίλ μου και με τη σειρά μου, ελπίζω να είστε όλοι και όλες καλά.

Σας αγαπώ ταμάλα και να ξαναλέμε...ε κάποια στιγμή.

[Συγνώμη για οποιαδήποτε λάθος δείτε, το κεφάλαιο (όπως και όλα τα υπόλοιπα) δεν είναι διορθωμένα.]

DL









Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top