6. Mr. Tambourine Man - Bob Dylan


6. Mr. Tambourine Man - Bob Dylan

Μετά πάρε με κι εξαφάνισε με μέσα απ' τους καπνούς του μυαλού
Στα ομιχλώδη ερείπια του χρόνου, πολύ πιο πέρα απ' τα παγωμένα φύλλα
Τα στοιχειωμένα, φοβισμένα δέντρα, στη θυελλώδη παραλία
Μακριά απ' τη διαστροφική τρελή θλίψη
Ναι, στο χορό ανάμεσα στο διαμαντένιο ουρανό με το ένα χέρι να ανεμίζει ελεύθερα
Η θάλασσα να καλύπτει τη σκιά σου, περικυκλωμένη απ' τις αμμουδιές του τσίρκου
Με όλες τις αναμνήσεις και τη μοίρα να πνίγονται βαθιά μέσα στα κύματα
Άσε με να ξεχάσω το σήμερα τουλάχιστον μέχρι αύριο.
- Bob Dylan, Mr. Tambourine Man

Γιατί Πάσχα χωρίς τζέρτζελο δεν είναι Πάσχα.

Αυτό σκέφτηκε ο Αχιλλέας όταν πρωτοεμφανίστηκε το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου η θεία Μαρία με τον θείο Παρασκευά και τους πολλούς απογόνους του. Τα έξι παιδιά τους έφεραν και τα δικά τους παιδιά, και όλοι μαζί θα μοιράζονταν το όμορφο πάτωμα του σπιτιού, γιατί πού χώρος;

Μία ώρα αργότερα στο τραπέζι του μεσημεριανού, εμφανίστηκε η ηλιόφωτη. Τα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε δύο ασύμμετρες και ακατάστατες κοτσίδες; Πλεξούδες; Κάπως έτσι τέλος πάντων. Σηκώθηκε να πάει προς το μέρος της. Η Ήβη μόλις είδε τη θεία Μαρία να σηκώνεται και να πηγαίνει να την αγκαλιάσει για καλωσόρισμα, γούρλωσε τα μάτια της και έτρεξε μακριά, γλιστρώντας δύο φορές στην πορεία προς το δωμάτιό της.

Αυτή ήταν η μοναδική φορά που την είδε τις τελευταίες είκοσι τέσσερις ώρες.

Τώρα, δώδεκα παρά κάτι, ακουγόταν ο πάτερ από την Εκκλησία να ψέλνει λίγο πριν το Χριστός Ανέστη. Η μητέρα Μέδουσα μάλωνε με την μελλοντική πεθερά Μίνα για το φαγητό, ποιανού πιάτα θα μπουν πού, ποιος θα κάτσει πού μετά στο τραπέζι, γιατί η δική σου μαγειρίτσα είναι καλύτερη από τη δική μου. Ο Ιάσονας με την Νίνα πραγματοποιούσαν αμαρτίες στο δωμάτιό τους, αμαρτίες που έκαναν τον τοίχο να χτυπάει. Και μεταφερόμαστε στην εκκλησία του χωριού, όπου η προ-γιαγιά Ευανθία τα βρήκε και πάλι με τον πατέρα του και μιλούσαν για τις νέες τάσεις της μόδας και το πόσο χαλβάς είναι ο Παναθηναϊκός. Το υπόλοιπο σόι καθόταν και περίμενε με τις λαμπάδες αναμμένες γιατί το Άγιο φως πάντα αργούσε στο χωριό τους και ήταν ανυπόμονοι.

Ο Αχιλλέας στεκόταν μόνος του με την πλάτη σε ένα δέντρο κοιτώντας την Ήβη να κρατάει σε απόσταση το αναμμένο κεράκι γενεθλίων δίπλα από το παγκάκι που καθόταν ο πατέρας του με την Ευανθία.

Φορούσε μια μπλε φούστα με διαφορετικά χρώματα παπούτσια που όμως ταίριαζαν με κάποιον μαγικό τρόπο όλα μαζί. Η μπλούζα της είχε νεκροκεφαλές και αρκουδάκια και τα δίδυμα παιδιά Στέλλα και Φώτης του χασάπη την κοιτούσαν με δάκρυα στα μάτια. Η Ήβη γύρισε το κεφάλι της προς τα μικρά παιδιά, τους ρώτησε τι έγινε και εκείνα έτρεξαν μακριά -κλαίγοντας πλέον- σαν να ήρθαν αντιμέτωποι με τον Σατανά.

Για μερικά κλάσματα δευτερολέπτου, οι ματιές τους βρήκαν η μία την άλλη. Για μερικά κλάσματα δευτερολέπτου ο Αχιλλέας προσπάθησε να καταλάβει την Ήβη. Ο χρόνος όμως τελείωσε σύντομα όταν εμφανίστηκε η υπόλοιπη οικογένεια. Η Ήβη κοίταξε μακριά σβήνοντας το κεράκι από τα γενέθλια.

Μα γιατί; Γιατί συμπεριφέρεται έτσι; Γιατί δεν του ανοίγεται; Γιατί δεν μιλάει; Βγάλ'το από μέσα σου γαμώτο, θέλει να της φωνάξει. Θέλει να καταλάβει πού έκανε λάθος. Τι της είπε που την έκανε να γυρίσει την πλάτη και να πιάσει κουβέντα με τη Μίνα σηκώνοντας τοίχους στα ουράνια.

Είκοσι τέσσερις ώρες πέρασαν και μόνο εκείνη είχε στο μυαλό του. Κάτι πήγαινε πολύ λάθος.

«Ζεις;»

Ο Αχιλλέας γύρισε με αναστεναγμό το κεφάλι του προς τη Νίνα. Η αρραβωνιαστικιά του αδελφού του τον κοιτούσε με εκείνα τα μπλε μάτια που έχει όλη η οικογένειά της. Του φάνηκε, ή της Ήβης είναι πιο ανοιχτά; Πιο όμορφα. Πιο γλυκά, πιο υπέροχα, έρωτας-

«Μάλλον όχι.» άκουσε τη Νίνα να απαντάει στη δική της ερώτηση.

«Εδώ είμαι, εδώ είμαι.» είπε περισσότερο στον εαυτό του παρά σε εκείνη. «Εσύ, πώς και δεν είσαι πίσω από κανένα δέντρο με τον Ιάσονα;»

Η Νίνα δεν πτοήθηκε από την ειρωνεία του. «Είναι επειδή στέκεσαι εσύ στο δέντρο που θέλαμε.»

«Αν είναι να φύγω.»

«Και να πας πού; Στην Ήβη;» τον ρώτησε. Ο Αχιλλέας δεν απάντησε. «Μου είπε για χθες.»

Γέλασε πίκρα. «Ω αλήθεια; Θες να μου πεις τι σου είπε για να καταλάβω και εγώ τι έκανα;»

Η Νίνα τον κοίταξε για λίγο. Μερικά μέτρα πιο μακριά, ο Ιάσονας τον κοιτούσε επίσης, με λύπη, φόβο, δεν ήξερε. Η Νίνα τον πήρε αγκαζέ και έσβησε τη λαμπάδα της. «Πάμε μια βόλτα.»

Ο Αχιλλέας δεν ήθελε να την ακολουθήσει. Δεν ήθελε καν να της μιλήσει. Η Νίνα ήταν από τις κοπέλες που τα πήγαινες καλά όταν δεν τους μιλούσες. Ίσως επειδή είναι η αρραβωνιαστικιά του αδελφού του, του βγαίνει αυθόρμητα. Ο Αχιλλέας ήθελε να κάτσει σε εκείνο το δέντρο, να βλέπει το ξανθό κορίτσι με τη μπλούζα με τις νεκροκεφαλές, και να ακούσει σε λίγα λεπτά το Χριστός Ανέστη.

Η Νίνα τον πήρε αγκαζέ, όσο και αν προσπάθησε να ξεφύγει. Έτσι έσυρε και τον αδελφό του προς τον γάμο;

Τα δέντρα και η κουκουβάγιες γιαγιάδες του κοιτούσαν καθώς περπατούσαν στον χώρο γύρω από την εκκλησία. Πέρασαν το καπηλειό του Θανάση, ο οποίος καθόταν σε ένα από τα άδεια τραπέζια με ένα κόκκινο αβγό που είχε ζωγραφίσει πάνω του έναν καρχαρία. Ίδιο με το τατουάζ στο χέρι του. Η Νίνα δεν μίλησε μέχρι να φτάσουν στο πλέον κλειστό δημαρχείο με τη μωβ ζωγραφιά του David Bowie να είναι εκεί. Ο τραγουδιστής τον κοιτούσε όπως τον κοίταξε για πρώτη φορά πριν έξι χρόνια που τον ζωγράφιζε. Φαινόταν σαν να έβλεπε μέσα στη ψυχή του, σαν να διάβαζε το μυαλό του. Ο Αχιλλέας όμως δεν ήξερε τι υπήρχε εκεί μέσα. Δεν ήξερε τι ήθελε, τι να σκεφτεί και τι να νιώσει. Χρειαζόταν κάποιον να του δείξει και πάλι τη ψυχή του. Χρειαζόταν εκείνη. Τη μελαχρινή κοπέλα με τα πράσινα μάτια που τον κυνηγούσε ακόμη στους εφιάλτες του.

Η Νίνα στάθηκε δίπλα του και μαζί κοιτούσαν τον Bowie να τους κοίτα με εκείνα τα καταραμένα μάτια. «Γιατί σταμάτησες να ζωγραφίζεις;»

Ο Αχιλλέας ένιωθε τον Bowie να του ξεριζώνει τη καρδιά. «Μάλλον έχασα το πάθος μου.»

«Δεν χάνεται κάτι τέτοιο.»

«Τότε μάλλον έφυγε.»

Την άκουσε να αναστενάζει. «Λίγες μέρες έμειναν. Ακόμη να τη ξεχάσεις;»

«Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς.»

«Σε ξέρω δύο χρόνια, Αχιλλέα.» η Νίνα έκανε ένα βήμα μπροστά. Τα δάχτυλά της άγγιξαν τη ζωγραφιά που κάποτε εκείνος είχε χρωματίσει. Τώρα ξέφτιζε. «Εσένα και εκείνη. Προχώρησε. Ίσως πρέπει να προσωρήσεις και εσύ.»

«Προσπαθώ και το ξέρεις.»

Τα λόγια του βγήκαν σκληρά και απότομα, χωρίς την χαζή απαλότητα που έχουν συνήθως. Η Νίνα δεν κουνήθηκε από τη θέση της, τουλάχιστον δεν κουνήθηκε να τρέξει να τον αφήσει μόνο του όπως ήθελε. Αν δεν έπιασε αυτό, μάλλον θα πρέπει να τη σύρει ο ίδιος πίσω από εκεί που ήρθε.

«Σε παρακαλώ, μην προσπαθήσεις με την Ήβη.»

Ο Αχιλλέας πήγε να πει πως δεν προσπαθεί να προχωρήσει με την Ήβη, αλλά μετά τη σκέφτηκε και δεν μίλησε. Σκέφτηκε τα μάτια της, σκέφτηκε τον ήλιο πάνω στα μαλλιά της, σκέφτηκε τον τρόπο που τα δάχτυλά της άγγιζαν τις ροζ τούφες του, σκέφτηκε το ποσό πολύ λάθος είναι όλα αυτά που σκεφτόταν. Γιατί τα σκεφτόταν; Τη γνώριζε τόσο λίγο, ήταν φίλοι, στο περίπου, δεν θα έπρεπε να σκέφτεται έτσι.

Και όμως σκέφτεται και αυτό τον μπερδεύει κάθε δευτερόλεπτο της ημέρας.

«Η Ήβη δεν είναι Σοφία, Αχιλλέα.» είπε η Νίνα χωρίς να τον κοιτάει. «Η Ήβη δεν είναι το άτομο το οποίο θες να ερωτευτείς εσύ.»

Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού του. Έρωτας; Πολύ μακριά το πάει. «Και γιατί αυτό;»

«Γιατί θα την πληγώσεις.»

Ωραία, τώρα άρχισε να νευριάζει. Αν η Νίνα γυρνούσε το κάστανο κεφάλι της θα έβλεπε τα αυτιά του Αχιλλέα να έχουν το ίδιο χρώμα με τις άκρες των μαλλιών του.

«Αυτό νομίζεις έγινε και με τη Σοφία;» τη ρώτησε, η φωνή του ελαφρώς υψωμένη. «Με τη Σοφία χωρίσαμε επειδή εκείνη με άφησε. Με άφησε για τον φλώρο!»

«Η Σοφία σε άφησε επειδή την έδιωξες μακριά.» τα νεύρα στη φωνή της φαίνονταν από μίλια μακριά. «Και μη πεις ότι δεν έχω δίκιο. Θυμάμαι κάθε βράδυ που ερχόταν σε εμένα γιατί εσύ σκεφτόσουν ακόμη εκείνη.»

Για λίγο δεν μίλησαν. Ο Αχιλλέας δεν μπορούσε να πει κάτι. Γιατί η Νίνα είχε δίκιο. Είχε πάντα δίκιο και αυτό τον πονούσε πολύ.

Η Σοφία ήταν η πρώην κοπέλα του, πρώην τουλάχιστον εδώ και δύο μήνες. Ήταν μια κοκκινομάλλα κοπέλα με λεπτό και ψηλό σώμα που για λίγους μήνες τον έκανε να πετάει στα σύννεφα. Αλλά το παραμύθι τελείωσε νωρίς, γιατί ο Αχιλλέας δεν μπορούσε να μη σκέφτεται άλλη. Ακόμη τη σκέφτεται. Ακόμη τη βλέπει στα όνειρά του. Ακόμη τον κυνηγάει τα βράδια.

«Παντρεύεται.» ψιθύρισε.

Η Νίνα ένευσε θετικά. «Το ξέρω. Είμαι καλεσμένη. Καθαρά λόγω της Σοφίας.»

Ο Αχιλλέας ήταν σίγουρο για αυτό. Η Σοφία και η Νίνα γνωρίστηκαν στη Θεσσαλονίκη στη σχολή. Η Νίνα τον έφερε σε εκείνον ως μια προσπάθεια να τον κάνει να ξεχαστεί. Αλλά δεν πέτυχε και η Νίνα από τότε είχε πάντα νεύρα όταν τον έβλεπε. Γιατί κατέστρεφε τη φίλη της ενώ σκεφτόταν άλλη.

Και τώρα η Σοφία παίρνει εκδίκηση με το να είναι η κουμπάρα στον γάμο της άλλης.

«Θέλω να τη δω, μια τελευταία φορά.»

Κάθε φορά που το σκεφτόταν, κάθε φορά που το έλεγε, η μέρα πλησίαζε όλο και περισσότερο και ο πόνος γινόταν όλο και μεγαλύτερος. Η Σοφία ευτυχώς είχε ανοιχτό το προφίλ της στο Instagram. Από εκείνη μάθαινε ό,τι μπορούσε για την κοπέλα που δεν τον αφήνει σε ησυχία. Εν μέρη, όσο και αν πλήγωσε τη Σοφία, αν δεν ήταν εκείνη τώρα ο Αχιλλέας θα είχε τρελαθεί από την άγνοια για το πώς είναι εκείνη. Εκείνη, γιατί το όνομά της δεν τολμάει να το πει, δεν τολμάει να το σκεφτεί, δεν τολμάει να το ψιθυρίσει στα όνειρα του.

Εκείνη που για δύο καλοκαίρια κυνηγούσε στα χωράφια με της λεβάντες.

Εκείνη που για δύο καλοκαίρια να τον έκανε τρελό στον έρωτα.

Εκείνη που μετά έφυγε. Έφυγε γιατί από ότι φαίνεται, δεν της ήταν αρκετός.

Εκείνη, που λέει και ο Charles Aznavour στο ομώνυμο τραγούδι ακουγόταν μέσα στο αυτοκίνητο όσο την έψαχνε στους δρόμους.

Εκείνη που τον κατέστρεψε.

«Η Ήβη είναι περίεργη.» είπε η Νίνα μετά από λίγη ώρα. «Είναι περίεργη, αλλόκοτη, παράξενη. Μιλάει πολύ ορισμένες φορές γιατί πιστεύει πως αυτό είναι το κοινωνικά αποδεκτό. Μιλάει καθόλου όταν θέλει να κλειστεί στον εαυτό της. Βλέπει κάποιες καταστάσεις υπερβολικά και αντιβράει με τον ίδιο τρόπο. Η Ήβη είναι η αρνητικοτητα και η απαισιοδοξία προσωποποιημενη. Ζει με βάση ένα ηλίθιο πρόγραμμα γιατί φοβάται τι σκιά της και τι θα φέρει το επόμενο λεπτό. Φοβάται να πράξει, γιατί δεν γνωρίζει τις αντιδράσεις των άλλων. Φοβάται να μιλήσει, φοβάται να αγγίξει. Η Μίνα και εγώ έχουμε να την αγκαλιάσουμε χρόνια γιατί η Ήβη είναι η παράξενη της οικογένειας και δεν μπορεί να την πιάσει κανείς.»

Ο Αχιλλέας σήκωσε το κεφάλι του και ήρθε αντιμέτωπος με δύο άγριες θάλασσες να τον κοιτούν.

«Η Ήβη είναι αδελφή μου. Έχει χίλια δύο κακά. Και δεν θα άλλαζα τίποτα πάνω της.»

Η Νίνα έκανε ένα βήμα κοντά του. Ο Αχιλλέας κατάλαβε πως αυτό δεν θα ήταν το τέλος.

«Η Ήβη έχει ένα...ψυχολογικό πρόβλημα. Ψυχοκοινωνικό καλύτερα. Όχι σε βαριά μορφή, αλλά αυτό επηρεάζει τη ζωή της καθοριστικά.»

Ο Αχιλλέας δεν ήξερε τι ήταν αυτό.

«Ένας άνθρωπος έπιασε τη καρδιά της μια φορά λόγω αυτής της γαμημένης διαταραχής.»

Η Νίνα δεν έβριζε σχεδόν ποτέ. Ο Αχιλλέας έμεινε στη θέση του παγωμένος.

«Και όταν έφυγε, πέρασαν σχεδόν δύο χρόνια μέχρι να μας μιλήσει.»

Δύο χρόνια;

«Γι'αυτό βαλ'το καλά στο μυαλό σου. Μακριά της. Γιατί θα την πληγώσεις. Η Ήβη δεν είναι Σοφία.»

Η Νίνα τώρα βρισκόταν χιλιοστά μακριά του.

«Η Ήβη δεν θα επιστρέψει.»

Ο Αχιλλέας κοιτούσε τη Νίνα να περπατάει μακριά του, την ώρα που από τα μεγάφωνα ο πάτερ της εκκλησίας είπε το «Χριστός Ανέστη». Περπάτησε μέχρι εκεί λίγο πιο πίσω από τη Νίνα με τα πυροτεχνήματα να φωτίζουν τον ουρανό. Ο Αχιλλέας δεν σκεφτόταν, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα τη στιγμή που στάθηκε στο ίδιο δέντρο με πριν. Οι γονείς του ήρθαν και τον αγκάλιασαν, ο αδελφός του επίσης. Η Μίνα, η Νίνα και η Ευανθία αγκαλιάστηκαν και λίγο πιο δίπλα η Ήβη στεκόταν, με εκείνη τη μπλούζα με τις νεκροκεφαλές, τα μαλλιά της να παίρνουν τα χρώματα των πυροτεχνημάτων και να κάνει μπουνίτσες με την οικογένειά της αντί για αγκαλιές.

Την κοιτούσε να δαγκώνει τα χείλη της. Την κοιτούσε να παίρνει ένα μικρό χαμόγελο όταν τα μαλλιά της Ευανθίας παραλίγο να πάρουν φωτιά. Την κοιτούσε που τους έβλεπε όλους, έναν έναν ξεχωριστά, να τους παρατηρεί και να σημειώνει αντιδράσεις.

Την κοιτούσε όταν τα μάτια της έπεσαν στα δικά του, όταν έψαχνε μέσα τη ψυχή του, όταν κυνηγούσε να δει τι τρέχει πίσω από το σκοτάδι του. Την κοιτούσε εκείνο το βράδυ. Μα κανείς δεν έκανε κίνηση ούτε μπρος ούτε πίσω. Στάσιμοι στον χρόνο και στη στιγμή. Οι μόνοι στάσιμοι σε εκείνο το μέρος απλώς να κοιτούν ο ένας τον άλλον με νόημα μεταφέροντας αδιάβαστα μηνύματα.

Η Νίνα είχε δίκιο. Η Ήβη ήταν διαφορετική. Όχι μόνο από τη Σοφία. Αλλά και από εκείνη.

Μία ώρα αργότερα, οι περισσότεροι κάθονταν έξω στο τραπέζι. Ο Αχιλλέας είχε φάει, είχε πιει, αλλά δεν είχε ξεχαστεί. Στο μυαλό του ήταν η Ήβη, που καθόταν στο μπαλκόνι του δωματίου της και κοιτούσε κάτι ψηλά στον ουρανό. Δεν κατέβηκε για φαγητό «γιατί μετά τις έξι το απόγευμα ο οργανισμός δεν μπορεί να μεταβολήσει τη τροφή. Αλλά θα φάω ένα παϊδάκι, ευχαριστώ πολύ. Δύο; Εντάξει.»

Ψυχοκοινωνική διαταραχή. Ώστε αυτή ήταν η αιτία για τη συμπεριφορά της. Στο μυαλό της η οποιαδήποτε φιλία τους είχε και ημερομηνία λήξης, γιατί η επόμενη μέρα θα έφερνε νέες απαισιόδοξες σκέψεις στο μυαλό της. Γιατί πίστευε πως δεν ήταν αρκετή, δεν ήταν αξία, δεν ήταν κάτι. Γιατί δεν ήταν το ίδιο κοινωνική με αυτόν. Γιατί δεν μπορούσε να είναι το ίδιο κοινωνική με αυτόν. Γιατί δεν μπορούσε να εκφράσει αυτά που νιώθει, να πει αυτό που σκέφτεται, να του δείξει αυτά που κρύβονται βαθιά μέσα της, γιατί φοβάται και ο Αχιλλέας πλέον φοβάται μαζί της. Ψυχοκοινωνική διαταραχή.

Και όμως αυτό δεν άλλαξε τίποτα μέσα του. Ένιωθε το ίδιο με πριν, μόνο τώρα είχε περισσότερο ενδιαφέρον πάνω της.

Και στη τελική, τι ξέρει ένας γιατρός για εκείνη; Ο Αχιλλέας ξέρει πως το αγαπημένο της χρώμα είναι το μπλε, πως φοράει διαφορετικά χρώματα στα παπούτσια και στις κάλτσες επειδή της προκαλεί ενδιαφέρον, πως έχει αλλεργία στη σοκολάτα και πως κρυφά ακούει Elton John. Καμία ψυχοκοινωνική διαταραχή δεν θα του άλλαζε το μυαλό.

Ο Αχιλλέας σηκώθηκε απότομα ρίχνοντας τη καρέκλα πίσω του. Οι φωνές σταμάτησαν και τα πρόσωπα της οικογένειας τον κοιτούσαν με απορία. Η Νίνα με ένα προειδοποιητικό βλέμμα. Η Ευανθία με ένα χαμόγελο.

«Φέρε μου και το μπουκάλι με το τσίπουρο σαν έρθεις πίσω.» του είπε. «Αν έρθεις.»

Θα έρθει. Απλώς όχι σε αυτούς. Και όχι μόνος.

Μπήκε μέσα στο σπίτι και μέσα στο σκοτάδι προσπάθησε να βρει τις σκάλες. Ανέβηκε με προσοχή τα σκαλοπάτια, με τη μέρα που έπεσε από πάνω μέχρι κάτω στο μυαλό του και είχε κάνει δεκατρία ράμματα στο κεφάλι του. Η πόρτα του δωματίου της ήταν μισάνοιχτη και όταν μπήκε μέσα, το μόνο φως που έμπαινε ήταν από το μπαλκόνι. Η Ήβη είχε τα πόδια της πάνω στα κάγκελα με τις φούξια κάλτσες της να φαίνονται μέσα από τα αταίριαστα παπούτσια της. Στο χέρι της κρατούσε ένα ποτήρι, ο Αχιλλέας ήταν σίγουρος πως ήταν τσάι με λεμόνι. Χα, τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι. Σαν το τραγούδι; Ήταν επίσης σίγουρος πως η ηλιόφωτη δεν το ήξερε το άσμα.

Το πιάτο με τα απομεινάρια από τα παϊδάκια απομακρύνθηκε από τη διπλανή καρέκλα, όταν ο Αχιλλέας το σήκωσε για να κάτσει. Ένιωσε τα μάτια της πάνω του, βλέποντας την κάθε κίνησή του μέχρι να κάτσει. Σήκωσε λίγο το σώμα της, τόσο ώστε πλέον να μη ξαπλώνει πάνω στη καρέκλα αλλά τα πόδια της ακόμη να βρίσκονται πάνω στα κάγκελα. Είδε το λεμόνι στο ποτήρι της, να επιπλέει μέσα στο πράσινο υγρό. Είχε δίκιο λοιπόν.

«Τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι.» είπε με τραγουδιστή φωνή.

Η Ήβη προφανώς και δεν έπιασε το νόημα. «Ναι. Λίγο αργά, αλλά το ψυγείο εκτός από νερό είχε μόνο τσίπουρο και κρασί.»

Πότε θα βρεθούμε οι δυο μας μόνοι, είπε ο Δάκης. Ε και βρεθήκαμε. Τώρα;

«Είναι τραγούδι, ξέρεις.» ο Αχιλλέας άφησε το πιάτο στο έδαφος. Θυμάται στο ίδιο μπαλκόνι είχε βάλει τη Σούλα τη κατσίκα να κοιμηθεί το πρώτο βράδυ μετά την αρπαγή. Αποφάσισε εν τέλη να κρατήσει το πιάτο.

«Το γνωρίζω.» άκουσε τη φωνή της Ήβης να λέει. «Ενός ματάκια που κοιτάει κοπέλες από κλειστά παράθυρα. Απαίσιο αν με ρωτάς.»

Και μετά από αυτό ο Αχιλλέας ήταν σίγουρος για ένα πράγμα. Η Ήβη του μιλούσε. Του μιλούσε και δεν είχε προτιμήσει την αλαλία, όπως είχε προτιμήσει παλαιότερα σε άλλους. Καλό σημάδι αυτό, έτσι;

«Ήταν ερωτευμένος.»

Το είχε κάνει και ο Αχιλλέας αυτό. Με εκείνη.

«Αν είναι αυτό έρωτας, δεν θα πάρω.»

Από το κακό στο χειρότερο.

Ο Αχιλλέας επέλεξε να αφήσει τελικά κάτω το πιάτο. Τι και αν έκανε την ανάγκη της εκεί η Σούλα; Είχε περάσει καιρός, τόση χλωρίνη έτριψε σαν τιμωρία από τη μητέρα Μέδουσα. «Νομίζω πως θέλω να πω κάτι.»

Η Ήβη ήπιε από το τσάι της. «Σχετικά με τι;»

«Σχετικά με εχθές.»

Η ηλιόφωτη δεν τον κοίταξε. «Καλύτερα να το ξεχάσουμε. Υπερέβαλλα. Ξέφυγα από τη κατάσταση και το έκανα ένα τραγικό γεγονός.»

Ο Αχιλλέας την κοιτούσε με όλο του το σώμα στραμμένο σε εκείνη. Κοίταξέ με, της φώναζε. Γύρνα σε παρακαλώ. Όμως δεν γυρνούσε. Το τσάι με λεμόνι ήταν πιο ενδιαφέρον για εκείνη. Μα για αυτόν η Ήβη ήταν το κέντρο του ενδιαφέροντος του τώρα. Γύρνα.

«Ήβη.»

Γύρισε. Τα γαλανά της μάτια τον κοίταξαν όπως πριν. Ντουγρού μέσα και δεξιά στη ψυχή του. Ήθελε να την κάνει να του χαμογελάσει. Να του δείξει τι στο καλό σκέφτεται, πώς το σκέφτεται, γιατί το σκέφτεται. Ήθελε να την ανοίξει και να δει από τι αποτελείται.

Και θα την έπειθε να το κάνει. Για αυτό καθόταν τώρα δίπλα της.

«Είσαι το πιο παράξενο πλάσμα που έχω γνωρίσει.»

Η Ήβη σήκωσε το φρύδι της. «Αν είναι να συνεχίσεις έτσι, καλύτερα φύγε.»

«Άσε με να τελειώσω. Το σκεφτόμουν μια ώρα όλο αυτό, το έκανα πρόβα στην Ευανθία.»

Η Ήβη έκλεισε το στόμα της και τον κοιτούσε περιμένοντας. Σωστά, έπρεπε να πει κάτι εδώ.

Άντε να δούμε.

«Όπως είπα είσαι το πιο περίεργο και παράξενο πλάσμα που έχω γνωρίσει ποτέ-»

«Βασικά είπες περίεργο, μόνο.»

«-και δεν περίμενα να σε γνωρίσω ποτέ. Όταν γνώρισα πρώτη φορά τη Νίνα, ήταν η κοπέλα που τάραξε τον κόσμο του αδελφού μου και τον έβαλε σε σκέψεις για πολλά πράγματα. Για τη ζωή, για τη φιλία, για τον έρωτα. Σύντομα είχε αρχίσει να τρώει γεμιστά, εκεί που ούτε από μακριά δεν ήθελε να τα βλέπει. Τότε κατάλαβα πως κάτι πήγαινε λάθος μαζί του. Ή μάλλον καλύτερα, πως κάποιος μπήκε στη ζωή του και τον έκανε να θέλει να προσπαθήσει κάτι καινούριο. Κάτι που έως τότε θεωρούσε περίεργο και παράξενο.»

«Τα γεμιστά δεν είναι περίεργα και παράξενα. Εκτός και αν βάζεις μέσα κιμά.» με το πρόσωπό της έδειξε την αηδία που ένιωθε.

Ο Αχιλλέας ένιωθε το ίδιο. Τα γεμιστά με κιμά ήταν όντως περίεργα. Αλλά δεν το σχολίασε αυτό, είχε άλλα πράγματα να πει που σε λίγα λεπτά θα τα ξεχνούσε.

«Και λοιπόν το προσπάθησε αυτό το παράξενο και περίεργο. Πήγε με τη Νίνα για ορειβασίες και μαζί ήπιαν στη κορυφή του βουνού σκέτη βότκα σαν τους Ρώσους. Η Νίνα τον κρατούσε όσο έκανε εμετό. Ο Ιάσονας όμως δεν σταμάτησε, ακόμη και μετά από αυτή την άσχημη εμπειρία. Συνέχισε.»

Η Ήβη ήπιε από το τσάι της και άλλο. «Η Νίνα είναι αρκετά πιεστική.»

«Την επόμενη φορά δεν έκανε εμετό. Την επόμενη φορά ο Ιάσονας ήταν αυτός που την έσυρε στα βουνά και στα λαγκάδια. Αυτός ήταν που την έπεισε να πάνε για ελεύθερη πτώση. Τσίριζε σε όλη τη κάθοδο και η Νίνα γελούσε με ευτυχία. Όταν βρήκε το έδαφος, τη ζήτησε σε γάμο. Και να'μαστε στο σήμερα.»

Η Ήβη συνέχισε να τον κοίτα. Περίμενε κάποιο συμπέρασμα, η ίδια τα ήξερε ήδη όλα αυτά. Περίμενε το επόμενο βήμα.

«Είσαι περίεργη, παράξενη και μετά από πέντε μέρες στη ζωή μου, νομίζω πως είσαι η μόνη που δεν με ξέρει για αυτό που ήμουν αλλά με γνωρίζει για αυτό που είμαι τώρα, εδώ, μαζί σου.»

Η Ήβη δεν μιλούσε. Ποιο τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι, ποιο πιάτο με αποφάγια από παϊδάκια, τίποτε από αυτά δεν ξεπερνούσε τις επόμενες λέξεις που έβγαλε από το στόμα του ο Αχιλλέας.

«Θέλω μια περιπέτεια. Τη θέλω μαζί σου. Λοιπόν, τι λες;»

Από κάτω άκουγες γέλια και μουσική. Τα ποτήρια γέμιζαν, το φαγητό δεν σταματούσε. Οι συζητήσεις δεν έληγαν, η χαρά δεν έλειπε. Από τα δίπλα χωριά άκουγες ακόμη τα πυροτεχνήματα. Στα μάτια της Ήβης καθρευτίζονταν οι ροζ, οι πράσινες και οι κίτρινες σπίθες. Στα μάτια του Αχιλλέα έβλεπες εκείνη, το πρόσωπό της, την εκφρασή της, τα συναισθήματα της.

Δεν άκουσε κανείς την απάντησή της εκτός από τον Αχιλλέα, ένα κοινό μυστικό που μόνο οι δύο τους θα γνώριζαν.

_____________________________

Α/Ν Δεν θα ανεβαζα σήμερα. Θα ανεβαζα μετά από δύο εβδομάδες. Αλλά είμαι πολύ χαρούμενη και το μόνο που ήθελα να κάνω είναι να λιώσω στο wattpad σήμερα από τη χαρά μου.

Γιατί; Γιατί ήρθαν επιτέλους όλα τα βιβλία της σχολής. Όλα. Κανείς δεν είναι ποτέ χαρούμενος με κάτι που έχει σχέση με τη σχολή του, αλλά πρώτη φορά χάρηκα τόσο πολύ. Τώρα το μόνο που μένει είναι να διαβάσω 1.000+ σελίδες μέσα σε μια εβδομάδα για το κάθε μάθημα. Σιγά.

Δεν έχω να πω πολλά, πέρα από ένα τεράστιο ΕΥΧΑΡΙΣΤΏ. Όπως έχω ξαναπεί, είστε πολύ ξεχωριστοί για εμένα και με συγκινεί το γεγονός πως ακόμη είστε εδώ.

Δεν το λέω συχνά, αλλά σας αγαπώ (είμαι ΤΟΣΟ χαρούμενη).

DL

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top