40. I Only Want To Be With You - Dusty Springfield.
Ακολουθεί ένα αρκετά μεγάλο κεφάλαιο. Προτείνω να το διαβάσετε σιγά σιγά.
_____________________________
40. I Only Want To Be With You – Dusty Springfield.
Και δεν υπάρχουν στ' αλήθεια ποτέ τέλη, χαρούμενα και το αντίθετο.
-Erin Morgenstern, The Night Circus.
Η κούραση ίσως ήταν το χειρότερο. Το σύνθημα του Σύμπαντος που της έλεγε «Φτάνει, κλείσε αυτό το κεφάλαιο και ξεκίνα εκ νέου», να τελειώσει την ιστορία, να πάει παρακάτω. Πώς μπορούσε; Με δάκρυα στα μάτια, να κοιτάει τον κόσμο της να διαλύεται γιατί ο πυρήνας του είχε φθαρεί.
Του το είχε φωνάξει. Είχε πει δυνατά εκείνο το βράδυ τις λέξεις που την έσπασαν και εκείνον τον χτύπησαν. Κάθε κομμάτι της έπεσε πάνω του. Τον ξύπνησε -ή τον έβαλε σε έναν βαθύτερο ύπνο, δεν έμαθε ποτέ μέχρι τη στιγμή που ήταν πολύ αργά.
«Ως εδώ Μάρκο! Δεν μπορώ να το κάνω αυτό για πολύ ακόμα, αρκετά άντεξα. Θέλω να φύγεις!»
«Μη λες πράγματα που δεν εννοείς! Και μη φωνάζεις, το κεφάλι μου-»
«Φύγε επιτέλους από τη ζωή μου! Δεν αντέχω άλλο, φύγε!»
Μακριά από εκείνη και μακριά από τα παιδιά της. Τουλάχιστον εκείνη δεν ξεχνούσε τα ονόματά τους και τα γενέθλιά τους.
Εκτός από εκείνα της Ήβης. Ο Μάρκος δεν τα ξεχνούσε ποτέ. Επειδή ήταν η υπόσχεση που αθέτησε.
«Έχεις ένα πρόβλημα.» του ψιθύρισε. «Κάτι που πλέον δεν μπορώ να σε βοηθήσω να ξεπεράσεις, γιατί δεν θες να κάνεις εσύ το πρώτο βήμα.» χαμηλή η φωνή της, ήξερε πως τα παιδιά ήταν ξύπνια. Δεν έπρεπε, δεν έπρεπε να τους δουν έτσι μέσα στα γυαλιά. «Και δεν ξέρω πλέον τι να κάνω. Έχω κουραστεί Μάρκο.»
Ο έρωτας της ζωής της, η λάθος επιλογή που ήταν και η σωστή. Τα μάτια του ενώθηκαν με τα δικά της με λατρεία, πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά της και την έφερε κοντά του. Το αλκοόλ να παίρνει τον θυμό και τη θλίψη και τη χαρά και τη δόση ευτυχίας και για λίγο, για τόσο λίγο, να είναι πάλι το αγόρι που ήθελε να ζήσει τη μεγάλη ζωή όταν η μικρή ήταν το άστρο που επιθυμούσε πραγματικά.
«Όμορφη, αγαπημένη μου Μίνα.» της χαμογέλασε λυπημένα.
Και εκείνη να έχει ένα άγχος, μήπως και δεν τα καταφέρει. Μήπως δεν τα καταφέρουν. Μόνη της με τρία παιδιά, τα φόρτωνε όλα στο Σύμπαν και στην υποτιθέμενη οικογενειακή κατάρα, αλλά ίσως όλα γίνονται για κάποιο λόγο, ίσως έτσι έπρεπε να γίνει και έτσι να είναι η ευτυχία της. Τον έρωτά της τον είχε ζήσει, την αγάπη της είχε παλέψει και είχε νικήσει για να τη κερδίσει και τώρα τα είχε όλα τα υπέρτατα, ήταν ελεύθερη.
Ο Ανδρέας είχε θυμό μέσα του, το αντίο του πονούσε. Η Νίνα έκλαψε, προσπάθησε να μη το κάνει. Η Ήβη έκανε πως κοιμόταν, δεν είπε ποτέ αντίο. Πίστευε πως το αντίο ήταν κάτι οριστικό, όσο και αν προσπαθούσε η Μίνα να της μάθει κάτι άλλο. Νόμιζε πως το αντίο δεν σήμαινε «Θα σε δω ξανά αύριο». Η Μίνα χρειαζόταν να το ακούσει και να το πει. Να γίνει οριστικό, μέχρι μια στιγμή που θα είναι «Γεια σου και πάλι».
Ο Ανδρέας ήταν εκεί για να τον σώσει, όπως κάθε φορά. Τον περίμενε έξω από το αυτοκίνητο, είχε κανονίσει κάτι αλλά εκείνη αρνούνταν να μάθει, δεν ήθελε να ξέρει. Μπορεί να μην επικοινωνούσαν πολύ τα τελευταία χρόνια, να είχε χαθεί από τους πάντες και τα πάντα αλλά η μορφή του ήταν δίπλα της σε κάθε πρόβλημα. Τον εμπιστευόταν στα πάντα, ακόμη και σε αυτό, τέτοια πίστη δεν είχε ποτέ στον ίδιο της τον εαυτό.
Στάθηκαν στην εξώπορτα, εκείνη και ο Μάρκος, μια τελευταία φορά. Ήταν το σημείο που τη φιλούσε βαθιά, αυτός ήταν ο αποχαιρετισμός τους. Τώρα άλλαξαν τα πράγματα και οι μέρες που η Μίνα ήταν μικρή και αφελής της έλειπαν, οι μέρες που μάθαινε να ερωτεύεται και όλα ήταν εντάξει.
Τη φίλησε απαλά στα χείλη. Η Μίνα δεν μπορούσε να τον αγκαλιάσει, φοβόταν πως θα έμενε εκεί για πάντα. «Αντίο.»
«Αντίο.»
Κάτι οριστικό και αμετάκλητο.
Με έναν βαθύ αναστεναγμό λύπης, τύλιξε τη ζακέτα της καλύτερα γύρω από το σώμα της και τον είδε να περπατάει μακριά. Του είπε να μη γυρίσει να τη κοιτάξει, θα έκλαιγε και δεν ήθελε εκείνος να θυμόταν ως τη τελευταία εικόνα της την όμορφη, αγαπημένη του Μίνα με δάκρυα. Αρκετά της προκάλεσε.
Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του, τι θα έκανε τώρα; Πώς θα ζούσε; Και εκείνος; Εκείνος πώς θα ζούσε.
«Πες τους να τον προσέχουν.» ψιθύρισε στον Ανδρέα βιαστικά όταν την πλησίασε για καληνύχτα. «Παίζει σκάκι μόνος του και επιλέγει πάντα τα μαύρα πούλια γιατί κάνουν τη δεύτερη κίνηση, έτσι νιώθει, δεύτερος, αλλά δεν μου αρέσει αυτό και ξέρει να προστατεύει καλά τη βασίλισσά του, ποτέ δεν χάνει. Και να μην τον ρωτήσουν γιατί πλένει τρεις φορές τα χέρια του, το τρία είναι ο αγαπημένος του αριθμός. Θεέ μου, σήμερα είναι Τετάρτη-»
«Όλα θα πάνε καλά.» της είπε αλλά δεν τον άκουγε.
«-και μισεί τις Τετάρτες, λατρεύει τις Τρίτες, το πέρασε και στην μικρή αυτό.» τρέμοντας, πέρασε το χέρι της μέσα από τα μαλλιά της κοιτώντας προς τον Μάρκο, δεν την έβλεπε. «Το τσάι του, να πίνει τσάι. Κάποιος από το νοσοκομείο του είχε δώσει κάτι, Αχιλλέα; Όχι, κάπως αλλιώς, ίσως, δεν ξέρω, δεν θυμάμαι. Να τον προσέχουν, Ανδρέα σε παρακαλώ πολύ.»
Τώρα με δάκρυα στα μάτια τον έβαλε να της το υποσχεθεί. Ο Ανδρέας τη κράτησε από τους ώμους, η πρώτη επαφή που είχαν μετά από καιρό. Είχε μεγαλώσει και αυτός, όπως όλοι τους και τον ένιωθε μακριά, αλλά ήθελε να κλειστεί στην αγκαλιά του, να χαθεί. «Θα τον προσέχω.»
Η Ευανθία μέσα στο νυχτικό της βγήκε με τη νύχτα πίσω της να απλώνεται. Η Μίνα δεν έδωσε σημασία και ας πήγαινε προς τον Μάρκο. Η γριά γυναίκα με τη μωβ τούφα και στο χέρι μια τράπουλα, του χτύπησε το παράθυρο του αυτοκινήτου. Άρχισε να του μιλάει, να γελάει και μετά να τον φιλάει στο μέτωπο. Δεν τον συμπαθούσε. Τον αγαπούσε.
Η Μίνα πέρασε στα χέρια του Ανδρέα έναν κίτρινο φάκελο. «Τα χαρτιά του διαζυγίου.»
Τη κοίταξε ανήσυχος, σαν να ήθελε να την πείσει να μη το κάνει αλλά να ήταν αργά. «Είσαι σίγουρη για αυτό;»
«Ναι.» του είπε και σκούπισε τα μάτια της. «Δεν θέλω να επικοινωνήσει μαζί μου ή με τα παιδιά ποτέ. Τουλάχιστον όχι μέχρι να γίνει...καλά, ή οτιδήποτε.»
«Τα παιδιά ίσως θέλουν να του μιλήσουν.» της είπε απαλά.
Ναι, η Νίνα. Ο Ανδρέας ήθελε να τον ξεχάσει, της το είχε πει αυτό. Και η Ήβη, η ηλιαχτίδα του, δεν μπορούσε να περάσει βράδυ μακριά του. Δεν θα της το έκανε αυτό. «Δεν θέλω να περάσουν τον εφιάλτη. Θα πάει σε κέντρο αποτοξίνωσης, και αν ξανακυλήσει; Θέλω να έχουν όμορφες αναμνήσεις από αυτόν.»
Είχε φωτογραφίες να τους δείξει. Κλειδωμένες σε ένα συρτάρι στο χολ, με το κλειδί να το έχει χάσει.
«Και εσύ;»
Εκείνη ήταν κομμάτια. Θα κολλούσε πάλι, έπρεπε, δεν ήταν μόνη στον κόσμο να χαθεί. «Εγώ τι;»
Ο Ανδρέας κοίταξε διακριτικά τη κοιλιά της. Η Μίνα τη χάιδεψε ασυναίσθητα. «Θα είστε εντάξει;»
«Δεν ξέρω.» του απάντησε ειλικρινά. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση, να το κρατήσει ή να το ρίξει; «Δεν ξέρω τίποτα πλέον.»
«Νομίζω πως πρέπει να μείνω μαζί σου απόψε.» της είπε. Το έβλεπε στα μάτια του, ανησυχούσε. Άκουγε άραγε τη καρδιά της να τρελαίνεται; «Μίνα, μίλα μου.»
«Να προσέχετε στον δρόμο.» του είπε μόνο. «Και...υποθέτω να με πάρεις όταν φτάσετε. Μέχρι εκεί αντέχω.»
Ο Ανδρέας δεν τη πίστευε. «Θα αποκόψεις και από μένα;»
Ούτε εκείνη μπορούσε να πιστέψει τον εαυτό της. «Ναι.»
Αυτό και αν ήταν άδικο. Όλα στη ζωή ήταν άδικα, σκέφτηκε με μίσος.
«Να προσέχεις Μίνα.» της είπε ψιθυριστά και την αγκάλιασε. «Εσένα και τον εαυτό σου, μη ξεχάσεις τον εαυτό σου.»
Κάπου στην πορεία, άρχισε να τον ξαναθυμάται.
Περπάτησε μέσα στο σπίτι χωρίς σκοπό και νόημα. Άκουσε το αυτοκίνητο να ξεκινάει και την Ευανθία να πηγαίνει στο δικό της σπίτι, η πόρτα της που κλείνει να είναι η τελευταία μελωδία μέσα στο σκοτάδι.
Έκλεισε σιγά σιγά την πόρτα των παιδιών, πόσο μεγάλωσαν και αυτά. Ο Ανδρέας είχε γίνει άνδρας. Χαμογέλασε στην όψη τους, ήταν περήφανη για τα πλασματάκια της, τα διαβολάκια και σκατουλάκια που αποκαλούσε κάποτε. Και θα έκανε τα πάντα για να τα βοηθήσει στα όνειρά τους. Θα πήγαιναν κάπου αλλού, ίσως στη Θεσσαλονίκη. Με νέες αναμνήσεις να φτιάξουν μαζί. Η Ήβη θα το πάρει βαριά, δεν της αρέσουν οι απότομες αλλαγές. Ναι αλλά δεν θα χρειάζεται τις σχεδόν εβδομαδιαίες μετακινήσεις για τον παιδοψυχολόγο της.
Και η Μίνα χρειαζόταν έναν τέτοιον τελευταία.
Ίσιωσε τη στοίβα με τα βιβλία στο τραπέζι του σαλονιού και τοποθέτησε τα κεριά το ένα δίπλα στο άλλο ανάλογα με το ύψος τους. Σήκωσε τους χαμένους στρατιώτες και τη λευκή βασίλισσα, η νέα παρτίδα σκάκι έτοιμη για την Ήβη να παίξει. Τα μαξιλάρια ήταν στη θέση τους και όλα έμοιαζαν καθαρά. Κατέβασε το παντζούρι, δεν ήθελε να βλέπει τα άστρα απόψε. Και μετά, έπεσε στα γόνατά της, έσκυψε και τράβηξε το οικογενειακό άλμπουμ φωτογραφιών.
Αγκαλιά το πήρε, ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Μόνη, όπως και κάθε νύχτα που ακολούθησε. Άπλωσε τα χέρια της στη κοιλιά της, κάτι εκεί μέσα μεγάλωνε. Το ήθελε; Δεν ήταν σίγουρη. Ένιωθε μπερδεμένη στο ίδιο της το σώμα, ξεχασμένη ξαφνικά από όλους και από όλα.
Έκλεισε τα μάτια της και ονειρεύτηκε ένα αύριο. Ήταν φωτεινό, είχε ένα χωράφι, τον έρωτα της ζωής της και μια ξανθιά κοπέλα να τρέχει κατά πάνω του. Ένα δεύτερο κοριτσάκι, μικρό που έπεφτε και μπέρδευε τα πόδια της, γελούσε λίγο πιο πέρα. Και όλα ήταν καλά.
Δεν κοιμήθηκε. Φοβόταν για το μέλλον.
Η Δώρα έκανε τον Βαγγέλη να κάτσει στη καρέκλα, εκείνη με σταυρωμένα τα χέρια και το ερωτικό της τετ-α-τετ με ματωμένη μύτη. «Τι πήγες και του είπες;»
Ξαφνικά δεν χαιρόταν για τη γνωριμία αυτή.
«Άρα είναι αλήθεια;» ρώτησε ο Άκης. Κάποιες φορές τον ξεχνούσε αυτόν. Βαρετός, αλλά με προσόντα. Βέβαια τη τέχνη αν δεν τη ξέρεις τι να τα κάνεις τα εργαλεία;
Η Δώρα δεν έχασε χτύπο. «Σιγά καλέ.»
«Τα έχουμε!» φώναξε. Ο Βαγγέλης μούγκρισε στον πόνο. Και το είπε, να μην τον χτυπάνε εκεί, δεν του αρέσει. Τι γλυκός που είναι όμως, κάτω από τα γυαλιά κρύβεται ένα τέρας. Ο Άκης συνέχισε στον δικό του κόσμο. «Λάθος, τα είχαμε. Χωρίζουμε.»
Τώρα αυτό το αστείο περί σχέσης από πού ήρθε; Η Δώρα ήταν Τοξότης, ελεύθερο πνεύμα, εδώ, εκεί, παραπέρα κάθε μέρα. Βέβαια συστήνονταν ως Αιγόκερως, ήταν γεννημένη στη τελευταία μέρα του Τοξότη οπότε τη βόλευε. Είχαν άλλοι κλάση οι Αιγόκεροι, χαζοί μεν, αλλά τρομερό στυλ στα ρούχα, του χειμώνα άτομα οπότε γιατί όχι; Βέβαια στυλ στο σεξ δεν είχαν, έπρεπε να ανοίξουν βιβλίο. Αυτοί ήταν ικανοί να παντρευτούν Κριό. Ενώ Τοξότες σαν τη Νυμφαδώρα με το όνομα σκέφτονταν πώς θα ρίξουν τη κόρη του ιδιοκτήτη από τα ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Μόλις είκοσι τρία, αλλά ντροπαλή φαινόταν. Είχε κάτι για αυτούς τους ανθρώπους, τους λάτρευε. Για αυτό της γυάλισε και ο Βαγγέλης.
Ενώ ο Άκης...της πλήρωσε το κρασί που της παρήγγειλε ο ίδιος. Γιατί ήρθε μαζί της διακοπές, η Δώρα δεν μπορούσε να καταλάβει. Είχε την Άννα για παρέα, μια γκρίνια λιγότερη αν ο Άκης καθόταν στον κώλο του.
Η φίλη της έφερε γρήγορα πάγο μέσα σε χαρτί για τον τραυματισμένο. Νύσταζε, την ήξερε καλά, ήταν η ώρα της σαν τα μωρά, για να ξυπνήσει τρεις και να λιώσει στην τηλεόραση. Κοιτούσε μακριά όταν της έδωσε τα πράγματα και παραλίγο να τα ρίξει. «Περαστικά και καληνύχτα.»
Η Δώρα πίεσε απαλά το χαρτί στο αίμα, ελπίζοντας να μην είχε σπάσει κόκαλο ο άλλος. Ο Βαγγέλης της ήταν ευαισθητούλης, αν πονούσε τόσο δεν θα της το έλεγε; Η Δώρα κοίταξε την Άννα. «Θες μήπως να κάτσεις;»
«Αχ ναι, σε ευχαριστώ πολύ που μου προσφέρεις την θέση σου.» είπε ειρωνικά, το κεφάλι της ακόμη μακριά, χωρίς να προσέχει τον Γιώργο από πίσω να αποφεύγει τη καρέκλα της για να μην τον πατήσει. «Να, εγώ θα κάτσω για λίγο εδώ, μην ενοχλείστε.»
Η Δώρα δεν είχε χρόνο για τα κουτσομπολιά της Άννας, βρέθηκε ξαφνικά μέσα σε ένα ερωτικό τρίγωνο χωρίς να το θέλει. Ο Άκης κοιτούσε από ψηλά τις κινήσεις της, το πόσο νοιάστηκε για τη μύτη του Βαγγέλη και όχι για τις αρθρώσεις του Άκη, που εδώ που τα λέμε τίποτα δεν έπαθαν, μετά βίας χτύπησαν και τον άλλον. Σήκωσε το βλέμμα της με μισόκλειστα μάτια, μέσα στη νύχτα τη χτυπούσε το δυνατό φως της λάμπας στην άκρη.
«Ε αφού το λήξαμε, πάνε σπιτάκι σου.» του είπε. Βλέποντας τον θυμό στα μάτια του, χαμογέλασε. «Βρε, τσουτσούρωσε ο κώλος σου;»
«Τι σημαίνει αυτό;» τη ρώτησε.
Ενώ ο Βαγγέλης, ζαλισμένος της είπε. «Μίλα μου βρώμικα.»
«Δωρίτσα έχει ποπ κορν εδώ πέρα;» ρώτησε η Άννα.
Ο Γιώργος της απάντησε. «Τώρα δεν έφαγες;»
«Άκη μωρό μου, ποτέ δεν είχαμε κάτι, έσπασε ο δονητής μου για αυτό σε πήρα εδώ.» του είπε ειλικρινά. Ήταν ροζ, απαλό, είχε πέντε ταχύτητες και το πάνω μέρος γυρνούσε αν ήθελες, τέλειος. «Τώρα τι να σε κάνω εδώ μωρέ, έχεις και εσύ τη ζωή σου.»
Ο Άκης χαλάρωσε πολύ, υπερβολικά πολύ. Έσκυψε κοντά της, τα μάτια του απειλητικά και αν δεν ήταν εκεί ο Βαγγέλης, ίσως τον έσπρωχνε στο τραπέζι να του δείξει τι πάει να πει Δώρα, βέβαια δεν άξιζε. Όταν εμφανίστηκε το μικρό χαμόγελό του, το βλέμμα του δεν της άρεσε. Δεν ένιωθε άνετα.
Ήξερε τι θα έλεγε. Όλοι της το έλεγαν όταν τελείωνε μαζί τους.
«Τσούλ-»
«Σκουλήκι της κόλασης, ποια πήγες να πεις τσούλα ρε σάπια σαρδέλα;» ο Άκης δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρότασή του πριν η Άννα του ορμήσει. Το κουτσομπολιό δεν είχε την ίδια δύναμη με κάποιον που προσβάλει τη φίλη της και η Άννα σηκώθηκε από την καρέκλα, μικροκαμωμένη ως ήταν και εκείνος σκυφτός, πήρε από τα μαλλιά τον Άκη και τον έριξε στην πέτρα. Βίαιος άνθρωπος το κορίτσι, δεν έπρεπε να κάνει εκείνα τα μαθήματα μποξ μαζί με την Ήβη. «Άνδρας λέγεσαι εσύ όταν πηγαίνεις με όποια θέλεις, αλλά εκείνη δεν μπορεί; Για να σου πω κάτι μικρή τσούλα, γιατί ναι, εσύ είσαι, τη φίλη μου δεν θα την πιάνεις στο στόμα σου, ούτε αυτό δεν της έδωσες, άχρηστε!»
Μια σφαλιάρα ήταν αρκετή για να του φύγει ο φρονιμίτης.
Η Δώρα ήταν ευγνώμων για όλα. Η μαμά της θα έπρεπε να ήταν περήφανη για εκείνη που δεν έστειλε την Άννα καμιά μέρα στο σπίτι να κλέψει τα κόκαλα της γιαγιάς Ai Qing πάνω από το τζάκι. Εκείνη και αν ήξερε για ερωτικά τρίγωνα και την αγάπη, το όνομά της καθρεπτίζεται στη λέξη «αγάπη» όπως την έχουν οι Έλληνες με την έννοια της στοργής. Η γιαγιά της πίστευε στην βαθιά αγάπη και έγραφε για ερωτικά τρίγωνα σε περιοδικά και για την σχέση των παρτενέρ, μια σχέση που μπορεί να πάει πέρα από τη σαρκική.
Θυμόταν της έλεγε πως οι αδελφές ψυχές ήταν πνεύματα Θεών που σε κάθε ζωή θα έβρισκαν ο ένας τον άλλον. Είτε ήταν δύο, είτε ήταν τρεις. Η κόκκινη κλωστή που τους ένωνε δεν έσπαγε ποτέ.
Εκείνη της είπε βέβαια πως και το σεξ σκέτο καλό είναι, αν τα έχεις καλά με τον εαυτό σου και η Δώρα από τότε ψάχνει για την κατάλληλη ράτσα γάτας για σύντροφο ζωής.
Ο Γιώργος ξεφύσησε, συνηθισμένος ο καημένος σε τέτοια περιστατικά βίας της Άννας. Σηκώθηκε βαρύς βαρύς και περπάτησε μέχρι την Άννα, σηκώνοντάς την από τη μέση. Οι φωνές της να τον απειλούν πως θα βαρέσει και εκείνον, αλλά όλοι ήξεραν πως αυτά τα κρατάει για τις κλειστές πόρτες. Η Δώρα κοίταξε τον Άκη, καημένος; Ναι και όχι. Είχε κοκκινήσει το πρόσωπό του και νόμιζε πως έβλεπε μια νυχιά από την Άννα. Βρε την άτιμη, πώς θα τον γυρίσει έτσι στη μάνα του;
Ο Άκης στηρίχθηκε στο αριστερό του χέρι και σκούπισε τον ιδρώτα με το λίγο αίμα από πάνω του. «Όλη η παρέα σας είστε...είστε...»
«Και για πες μωρή τώρα, τι βλέπεις με τόσο ενδιαφέρον;» ρώτησε η Δώρα την Άννα. Πότε σηκώθηκε ο Άκης και έφυγε, κανείς δεν πήρε χαμπάρι.
Η μύτη του Βαγγέλη φαινόταν καλά και η Δώρα τον άφησε να κρατάει μόνος του τον πάγο. Σηκώθηκε από το πάτωμα και έκατσε σε μια καρέκλα δίπλα του, η ξανθιά φίλη της τώρα να βρίσκεται στην αγκαλιά του αγαπημένου της, από την άλλη πλευρά. Η Άννα έπαιξε τα φρύδια της διαβολικά πριν γυρίσει πλάτη στο μωρό της και κάνει νόημα στην Δώρα να σκύψει πάνω από τον Βαγγέλη και να έρθει κοντά.
Αυτό θα ήταν καλό.
«Ήσουν τόσο απασχολημένη να δεις ποιος ήρθε.» της είπε χαμογελώντας. «Και το ποιος μιλάει με ποιον, αλλά αν όλα πάνε καλά, απόψε κάποιος θα χωρίσει.»
Η Δώρα κοίταξε γύρω της. Πριν με τον Βαγγέλη είχε πλάτη στα πάντα και δεν παρακολουθούσε τίποτα. Όμως τώρα, όλοι ήταν σε κοινή θέα. Και τι έβλεπαν τα ματάκια της...η έκφρασή της ήταν το ίδιο διαβολική με αυτή της Άννας. «Καλέ, πότε έγινε αυτό;»
«Πριν πριν, τώρα δες. Εγώ λέω να το χρονομετρήσουμε.» πρότεινε. «Και να στοιχηματίσουμε πάνω σε αυτό.»
«Τι λένε;» ρώτησε ο Βαγγέλης, σχεδόν μουδιασμένος.
Ο Γιώργος άνοιξε ένα μπουκάλι μπύρας με τα δόντια του. «Θεωρίες συνωμοσίας, σχέδια δολοφονίας, προβλέψεις. Βγαίνουν σωστές, κακά τα ψέματα.»
«Πόσο ποντάρεις;» ρώτησε η Δώρα.
«Πόσο ποντάρεις εσύ;» ρώτησε η Άννα.
«Εσύ;»
Έτσι πήγαιναν από μικρές. «Το εισιτήριό μου για τη Σκωτία τον χειμώνα.»
Η Άννα ξαφνιάστηκε, μα το χαμόγελό της δεν έπεσε ούτε στιγμή. «Εγώ το εξοχικό του μπαμπά στην Πάρο. Για ερωτικά ταξίδια, μόνο.»
Η Δώρα έδωσε το χέρι της. «Σύμφωνοι.»
«Σύμφωνοι.»
Εν τω μεταξύ, την ίδια θεωρία είχαν. Όλοι κερδισμένοι, όλοι χαμένοι.
Ο Βαγγέλης δεν άντεχε και με τις δύο μπροστά του. «Δεν καταλαβαίνω.»
«Μην προσπαθήσεις, ταράζεται η καρδιά.» του είπε ο Γιώργος.
«Γιωργάκη, έχεις πάλι παράπονο;» ρώτησε η Άννα, καθόλου απειλητικά.
«Εγώ; Προς Θεού.»
«Ποιανού;» τον ρώτησε η αγαπημένη του. «Μόνο εγώ είμαι η θεά σου.»
Ο Γιώργος της έκλεισε το μάτι. «Να μου το θυμίσεις μετά.»
«Και τώρα μπορώ.»
«Τώρα έχουμε άλλα!» της φώναξε η Δώρα. «Κάτσε καλά και άντε να παρακολουθήσουμε.»
Η Άννα μούτρωσε, άλλη μια φορά που έχανε το σεξ για το κουτσομπολιό. Τουλάχιστον τώρα άξιζε. «Τελικά έχει τίποτα να φάμε;»
«Ήθελα να'ξερα πού τα βάζεις.» μουρμούρισε η Δώρα.
«Στον κώλο.» απάντησε.
«Ναι μωρό μου, λίγο τα πήρες εκεί αλλά θαύματα έκανες.» της είπε η Δώρα. «Κυτταρίτιδα;»
«Λες και δεν τον έχεις δει.» είπε παιχνιδιάρικα η Άννα. «Εκεί είναι, αλλά δεν με πειράζει, είναι γραμμές χαράς.»
Η Δώρα χαμογέλασε. «Είναι είναι!»
«Δώρα πάγωσε η μύτη μου.» γκρίνιαξε ο Βαγγέλης.
«Έλα βγάλ' το.» η Δώρα πήρε από το χέρι του το βρεγμένο χαρτί και στρώθηκε όλο ευθεία. «Τώρα ήσυχα, ξεκινάει.»
«Τι ξεκινάει;» ρώτησε ο Βαγγέλης.
Η Άννα αγκάλιασε τον Γιώργο, κλέβοντάς του την μπύρα και φιλώντας τον στα χείλη. Με ένα απαλό αεράκι και αλλαγή στην ατμόσφαιρα, κάτι όμορφο και σοβαρό, κάτι γλυκό και καλοκαιρινό, όπως μια γιορτή αποχαιρετισμού. Κοίταξε τον Βαγγέλη, πρώτη φορά ήρεμα και το βλέμμα της πέρασε στη Δώρα, χαμογέλασαν οι δύο φίλες σαν να ήταν συνεννοημένες.
Μα, αυτό σήμαινε και αυτό το ταξίδι.
«Το τέλος.» απάντησε η Άννα. «Ας ξεκινήσουμε.»
Η επιλογή έγινε τυχαία, αχ και να ήξεραν πως ήταν η σωστή. Η Δώρα έδειξε με το βλέμμα της εκεί που οι ενήλικες έγιναν και πάλι νέοι, το παρόν ήρθε να συναντήσει το παρελθόν με το μέλλον να πλάθεται στις παλάμες τους. «Μάρκος και Μίνα.»
Ο κόσμος της σταμάτησε να κινείται με μία κίνηση, μια μορφή γνωστή, το όνομα της οποίας είχε κλειδώσει μακριά, να περπατάει αργά προς το μέρος της. Ντροπαλά, με τον φόβο στα πράσινα μάτια του να τον κυριεύει. Η μέρα που έτρεχε να προλάβει ένα πλοίο για να βρει τις κόρες της και να κάνει διακοπές έγινε η νύχτα που βρήκε το παρελθόν στο μέλλον της.
Ντυμένο στα μαύρα και τα λευκά, ξυρισμένο, χτενισμένο και καθαρό, καμία σχέση με τη τελευταία φορά που τον είδε. Νέος, αυτή ήταν η λέξη που έψαχνε για να τον περιγράψει. Λες και δεν πέρασε μέρα. Μπορούσε να δει όμως τις ατέλειες στο τέλειο πρόσωπό του. Γραμμές γύρω από τα μάτια του, κούρασης μεγάλης και γέλιου τρελού. Μιας ζωής που δεν έζησε μαζί της.
Από δίπλα της ήρθε να συμπληρώσει την άβολη σιγή ο Ανδρέας. Αυτόν και αν δεν ήθελε να βλέπει. Η Μίνα δεν μετάνιωσε ποτέ την απόφαση να απομακρυνθεί από εκείνον και να απομακρύνει τη μνήμη του από εκείνη, αλλά η γνωριμία του με τη μικρή ήρθε να αντιστρέψει τα πράγματα. Τελικά το Σύμπαν βρίσκει τρόπους να κάνει το σωστό μέσα στο λάθος και για αυτό δεν τον ήθελε στη ζωή της: γιατί κάτι της έλεγε πως θα ήταν εκεί.
Η Μίνα είχε ξοδέψει τόσο χρόνο να φτιάχνει ένα μέλλον με κάποιον ο οποίος δεν ήταν αυτός που θα πέθαινε δίπλα της. Μόνο και μόνο για μια στιγμή, μια δόση κάτι διαφορετικού, μια ρωγμή στο χαρτί του χρόνου, μόνο τότε σκέφτηκε «Και αν...» και είπε όχι γιατί τότε φώναζε «ευτυχία». Ήταν ερωτευμένη και άκουγε πως δεν ήταν μόνη. Το έλεγε συνέχεια στον εαυτό της μήπως και το πιστέψει.
Έχασαν τη Νίνα και τον Ιάσονα όταν άρχισαν να τρέχουν μέσα σε κάτι σοκάκια. Η Μίνα ζήτησε από τον Αχιλλέα να τους πάει εκεί που έμεναν, όταν κατάλαβε πως η Ήβη δεν ήταν εκεί. Η Μίνα ήξερε πως το μωρό της ήταν καλά, ήταν σίγουρη, το έλεγε το ένστικτό της πως τους άφησε για τους σωστούς λόγους. Όταν έφτασαν, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με έναν Ανδρέα που είχε ξεχάσει και δεν πίστευε πως έβλεπε.
Ο γιος της την τράβηξε μακριά πριν του ορμήσει. Αρκετά με τον θυμό της τελευταία, πήγαινε κατά διαόλου όλο αυτό. Οι ώριμες σκέψεις της έλεγαν να ηρεμήσει, ο Ανδρέας δεν έφταιξε σε τίποτα, ήταν μια (α)τυχία της στιγμής όταν γνώρισε την Ήβη, δεν θα μπει ξανά στη ζωή της τώρα.
Και να που η μικρή της έφερε όχι μόνο τον έναν, αλλά και τον άλλον. Αμάν μωρή.
Περπάτησε μακριά τους βγάζοντας το πακέτο με τα τσιγάρα από τη τσέπη του παντελονιού της. Η Δανάη το πρωί την σιχτίρισε για αυτή της την επιλογή «Σε νησί πας μωρή, τι τζιν», η Μίνα δεν ήταν αρκετά πρόθυμη για νέο καβγά μαζί της. Από τότε που της είπε ότι θα πουλούσε το σπίτι στις Σέρρες, η Μίνα τα είχε παρατήσει μαζί της. Το είχε βάλει σε μεσιτικό, περίμενε προσφορές, ένα ζευγάρι φάνηκε να ενδιαφέρεται. Η Δανάη δεν σταμάτησε να την πρήζει με τη ξινομούρα της.
Το σπίτι ήταν δικό της. Και δεν το ήθελε. Τέλος ιστορίας.
Άναψε το τσιγάρο και έκλεισε τα μάτια της μέσα στον καπνό. Όταν τα άνοιξε, είδε τη ζωή που δημιούργησε γύρω της. Το λάθος της ήταν το σωστό. Όλοι εκεί μαζεμένοι εξαιτίας μιας φυγής και ενός γάμου που φαινόταν καταδικασμένος από την αρχή.
Χαλάρωσε το σώμα της και γέλασε με τον εαυτό της. Μόνη σε μια γωνία να παρακολουθεί τους πάντες. Την Ήβη με λογικά επιχειρήματα να προσπαθεί να ηρεμήσει τα αδέλφια της, όπως όταν ήταν μικρή και ξεκίνησε να μιλάει χωρίς να ντρέπεται. Τη μάνα της να πιάνει κουβέντα με έναν μελαχρινό που η Μίνα ήξερε καλά, αλλά η Ήβη της έκρυβε καιρό. Αυτή η θαμπή ξανθιά μάλλον είναι η αρραβωνιαστικιά, δεν ήξερε τι έκανε εκεί. Λίγο πιο πέρα, τα δύο αδέλφια Αχιλλέας και Ιάσονας, να συνομιλούν για πρώτη φορά μετά το συμβάν που τους οδήγησε εδώ.
Μπροστά της, δύο αδέλφια να ξανασυναντιούνται μετά από καιρό. Γιατί έτσι ένιωθαν, Ανδρέας και Μάρκος.
Πώς πέρασαν έτσι τα χρόνια;
Θυμόταν τον εαυτό της ένα μικρό κοριτσάκι με θέμα στην ισορροπία της, θλίψη μέσα στο γέλιο και μια αγάπη για τα άστρα. Υπήρξαν εμπόδια, πολλά και μέχρι χθες θα έλεγε πως δεν τα ξεπέρασε. Αλλά το όνειρό της έγινε πραγματικότητα, όλα της τα άστρα ήταν εκεί. Και εκείνη ήταν ευτυχισμένη.
Μαζί του, μακριά του, με τη φωνή του να μη της λέει αντίο.
Δεν ήξερε τι να κάνει. Ήθελε να πάει να τον αγκαλιάσει, να τον σφίξει πάνω της. Ήταν άραγε αληθινός ή ο Ανδρέας μιλούσε στον αέρα. Φαινόταν χαρούμενος που έβλεπε τον φίλο του, αλλά πού και πού κοιτούσε προς το μέρος της και εκείνη ένιωθε πάλι δεκαεφτά. Και με τους δύο. Η επόμενη τζούρα ήταν στο όνομά του και στην σκέψη του, ήταν εκεί και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Τελικά, γέλασε. Σιγανά, μη την ακούσει κανείς και την περάσει για τρελή. Θα έκανε και ένα δεύτερο τσιγάρο και ένα τρίτο μέχρι να της τελειώσουν. Όταν ο καπνός διαλυθεί, τότε θα σηκωθεί. Θα περπατήσει προς το μέρος του και...και δεν ήξερε. Για εκείνη ήταν μια κωμική κατάσταση.
Τη μία στιγμή τον ήξερε ως νεκρό και είχε μάθει να ζει έτσι.
Την άλλη τη κοιτούσε κάτω από ντροπαλά βλέφαρα λες και την έβλεπε πρώτη φορά.
«Και γιατί δεν μιλάνε;» ρώτησε ο Βαγγέλης, εμφανώς μπερδεμένος. «Προφανώς θέλουν ο ένας να πάει στον άλλον. Ας τα βρουν να τελειώνουμε.»
Η Άννα θα τον χτυπούσε στο κεφάλι. «Πας καλά; Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα.»
«Μα γιατί;» δεν καταλάβαινε τίποτα. «Προφανώς αγαπιούνται.»
«Και ο έρωτάς τους έχει ξεθυμάνει.» του απάντησε η Δώρα από την άλλη πλευρά. Ο Βαγγέλης γύρισε το κεφάλι του σε εκείνη, ελαφρώς ζαλισμένος με το δεξιά αριστερά συνέχεια. «Είναι ερωτευμένη με άλλον.»
«Η κυρα-Μίνα; Που δεν έχει χρόνο να βγει από το σπίτι εκτός και αν είναι κάτι έκτακτο όπως ένας θάνατος ας πούμε;» ο Γιώργος δέχτηκε ένα θυμωμένο βλέμμα από τη κοπέλα του και το αστείο που δεν ήταν αστείο ξεχάστηκε. «Με ποιον;»
Η Δώρα χαμογέλασε στο μάγουλο του Βαγγέλη και τον φίλησε εκεί. «Εσύ με ποιον νομίζεις;»
Ο ανερχόμενος λογιστής φόρεσε τα γυαλιά του, ανίκανος να το δεχτεί. «Με το αφεντικό; Αποκλείεται.»
Η Άννα και η Δώρα γέλασαν.
Ο Γιώργος τσίμπησε στον ώμο την γυναίκα της ζωής του. «Πού το ξέρεις αυτό;»
«Από την Ήβη φυσικά.» του απάντησε.
Όλοι γύρισαν προς τη μορφή της κυρα-Μίνας στην άκρη, να καπνίζει. Η Δώρα δεν την είχε δει ποτέ να καπνίζει, δεν την είχε συνηθίσει έτσι. Επίσης συνήθως ήταν στο κέντρο της χαράς, έσερνε πάντα όλους τους άλλους στον χορό. Τώρα, ένας άνδρας που κάποτε μοιράστηκε μια ολόκληρη ζωή μαζί της, ήταν στη μέση. Τα βλέμματα των περισσοτέρων ήταν εκεί. Το «αφεντικό» όπως τον έλεγε ο Βαγγέλης, στεκόταν μπροστά του, ο μόνος που του μιλούσε με άνεση. Τα τρία αδέλφια μάλωναν μεταξύ τους για εκείνον. Ήβη εναντίον ενός θυμωμένου Ανδρέα και μιας έκπληκτης Νίνας.
«Άκου να δεις τι παίζεται. Ο τύπος στη μέση; Ο μπαμπάς εκείνων των τριών. Μεγάλος έρωτας με τη Μίνα, σούπερ ουάου, πολύ κίνκι στο κρεβάτι. Πρώην αλκοολικός, ελπίζουμε.» του έδειξε η Άννα. Μετά το βλέμμα της έπεσε στον Ανδρέα, τον μεγάλο. «Ο αφέντης σου κολλητός με τον τύπο στη μέση. Τον έβαλε σε πρόγραμμα με μια γριά που τώρα πέθανε-»
«-το απόλυτο είδωλο-» σχολίασε η Δώρα χαμηλόφωνα, συγκινημένη.
«-έφυγε τόσο νέα, μόνο 104 ετών.» η Άννα σκούπισε τα δάκρυά της στη μπλούζα του Γιώργου. «Τέλος πάντων, αυτοί οι δύο βοήθησαν τον τύπο στην μέση να βρει τον δρόμο του. Όμως η κυρα-Μίνα ξέρει μόνο για τη βοήθεια του Ανδρέα, αυτός την σήκωνε ψηλά όλες τις φορές που ο Μάρκος έπεφτε και τους έπαιρνε όλους στην κατηφόρα. Και υπήρχε μια...σπίθα αν θες να την πεις έτσι, που όμως την έσβησαν και οι δύο για χάρη άλλων που ήταν στις ζωές τους.»
Η Δώρα αναστέναξε. «Θέλω αυτό που έχουν εκείνοι.»
«Ένα ερωτικό τρίγωνο;» ρώτησε ο Βαγγέλης, φοβισμένος.
«Μια μεγάλη σχέση αγάπης.» του είπε. «Βλέπεις τη τραγική εικόνα τους. Αλλά δες τους και τους τρεις μαζί τώρα. Η Μίνα γελάει μόνη της γιατί ο Μάρκος μια ζωή δεν ήθελε να βοηθήσει τον εαυτό του. Όταν ήμασταν στο Λύκειο, πήγε να αφήσει τα πάντα. Και τώρα είναι εδώ, υγιής και ντροπαλός σαν μικρό παιδί να αγκαλιάζει το αφεντικό σου με δάκρυα. Αυτό θέλω. Να ζήσω για να δω τον μεγάλο μου έρωτα ευτυχισμένο όταν έχω βρει και εγώ τη δική μου ευτυχία.»
Ο Βαγγέλης ήταν απόλυτα ερωτευμένος μαζί της.
Ο Γιώργος στάθηκε στα λόγια της. «Τι έγινε όταν ήσασταν στο Λύκειο;»
Η Δώρα το θυμόταν με μεγάλη λεπτομέρεια και λίγη θολούρα από την κούραση. Ήταν Τετάρτη, ήταν σίγουρη για αυτό γιατί η Ήβη μισούσε τις Τετάρτες πριν μάθει να τις αγαπάει μέσα από τον Ερμή. Είχε κλειστεί στο μπάνιο, μόνο που δεν έβαλε το μπουρνούζι της μπροστά από τη κλειδαρότρυπα ως συνήθως, τη κλείδωσε απλώς. Ένα χάπι, δύο, εννιά γιατί ήθελε να καταλάβει τι οδηγούσε τον άνθρωπο στα άκρα. Ήθελε να δει τι είχε δει ο πατέρας της και τον λόγο που το έκανε.
Βέβαια η Ήβη ήθελε απλώς να κοιμηθεί. Να κλείσει τα μάτια της και να κοιμηθεί για ώρες πολλές. Το κατάφερε για λίγο, μέχρι που τη βρήκε η Μίνα.
Η Άννα πήρε τον λόγο. «Ο Μάρκος πήγε να αυτοκτονήσει. Προφανώς δεν τα κατάφερε.»
«Μαλάκα μου.» μουρμούρισε ο Βαγγέλης. Σωστά, δεν είχε συνηθίσει σε τέτοιες συζητήσεις.
Όταν είχε γίνει το «συμβάν» η αντίδραση της Ήβης ήταν μία που δεν μπόρεσε κανείς να προβλέψει και να σταματήσει. Κλείστηκε περισσότερο στον εαυτό της, έκλαψε και έβγαλε το δαχτυλίδι της για πρώτη φορά τότε. Χρειάστηκε αρκετός καιρός και προσπάθεια από τη Δώρα και την Άννα να τη κάνουν να γελάσει. Μόλις το κατάφεραν, και οι τρεις τους άρχισαν να κλαίνε.
«Έλα μωρέ, σήμερα γιορτάζουμε τη ζωή, σκάστε!» τους είπε η Δώρα. Δεν θα έκλαιγε σήμερα, είχαν ένα στοίχημα. «Προχωράμε, Αχιλλέας και Ιάσονας.»
«Αναρωτιέμαι τι λένε.» είπε σιγανά η Άννα. Την ίδια σκέψη είχε και η Δώρα. «Φαίνεται να τον βρίζει.»
«Κάνε πως σε βρίζω.» του είχε πει ο Ιάσονας μόλις τον είδε. «Κάνε πως είμαι θυμωμένος και σε βρίζω.»
Προστάτεψε τα χέρια του από τρόμο. «Δεν είσαι;»
«Θες να είμαι;» ρώτησε με ένα φρύδι σηκωμένο. Ο Αχιλλέας φοβόταν. «Μπορώ να γίνω.»
Αυτός δεν ήταν ο αδελφός του. Βέβαια ο Ιάσονας δεν κρατούσε ποτέ κακία σε κανέναν. Εκτός και αν τον χτυπούσε ο Αχιλλέας αφότου είπε στοπ στο παιχνίδι τους, εκεί τον έκανε μαύρο στο ξύλο.
«Δεν θέλω να γίνεις τίποτα, απλώς μη με σκοτώσεις.» τον παρακάλεσε. «Ό,τι έγινε με τη Νίνα ήταν ένα λάθος στο ορκίζομαι, δεν σήμαινε τίποτα!»
«Το ξέρω!»
Κατέβασε τα χέρια του. «Το ξέρεις;»
«Τα χέρια ψηλά μικρέ.» του είπε σαν νευριασμένος. Όμως τίποτα δεν έδειχνε κάτι τέτοιο.
Ακόμη δεν τον εμπιστευόταν. «Και τότε γιατί το κάνουμε αυτό;»
Ο Ιάσονας προσπάθησε να τον κοιτάξει αγριεμένα, αλλά ο αδελφός του ποτέ δεν τα κατάφερνε καλά με τα αρνητικά συναισθήματα. Χαρούμενο παιδάκι, λίγο χαζούλης. «Γιατί ποιος στο διάολο συχωράει τόσο εύκολα τον αδελφό του που κοιμήθηκε με την γυναίκα που αγαπάει;»
«Δεν ξέρω, όλοι πεθαίνουν.» σχολίασε ο Αχιλλέας και στη σκέψη έκανε ένα βήμα πίσω. Δεν ξέρεις από πού θα σου έρθει ο Χάρος, δεξιά, αριστερά, ή διαγώνια. Όλη η κατάσταση φάνταζε ένα ψέμα που δεν μπορούσε να καταλάβει και η ξαφνική αδυναμία του δεν τον βοηθούσε ιδιαίτερα.
«Στα λόγια μου έρχεσαι.» του είπε με μπάσα φωνή. Ο Ιάσονας είχε μπει στο πετσί του ρόλου και έκανε απαίσια δουλειά, ακόμη και αν ο Αχιλλέας ακόμη τρόμαζε από πού θα του έρθει καμιά αδέσποτη σφαλιάρα. «Το ξεπέρασα.»
«Τόσο γρήγορα;» η ερώτηση του βγήκε με ψιλή φωνή, έτσι γίνεται όταν τρομάζει. Έσκυψε κάτω από το χέρι του τη στιγμή που ο Ιάσονας αποπειράθηκε να τον βαρέσει, έστω και σαν ψέματα.
Ο Αχιλλέας θα τον είχε πνίξει στη θάλασσα. Κοντά ήταν. Αλλά ας μη του έδινε ιδέες.
«Προκαλείς.» τον προειδοποίησε. Τι προκαλούσε; Το υπόλοιπο της ζωής του; Έλα τώρα, το είχε χάσει, δεν τον πείραζε τόσο. Τι τύχη του; Είχε και καθόλου; Έκανε τη μία χαζομάρα μετά την άλλη. «Ένας ερωτευμένος άνδρας είναι επικίνδυνος, αλλά κάποιος που αγαπάει επίσης είναι θανατηφόρος.»
«Άντε καλέ τώρα, απλώς ρίξε με στη θάλασσα και θα πνιγώ μόνος μου, μην ανησυχείς.» του είπε παρακλητικά.
Την εξεταστική Σεπτεμβρίου μόνο μη χάσει. Και το πρόγραμμα ζωγραφικής, τζάμπα το πλήρωσε με τα λεφτά της Μέδουσας;
«Θα πνιγείς πριν πεις στην Ήβη ότι είσαι ερωτευμένος μαζί της;» τον ρώτησε. «Ή πριν μάθει πως εσύ είπες στον Ερμή πού είναι, μιας και έφαγε όλο τον κόσμο να μάθει, και να έρθει να τη βρει;»
Και μέντιουμ ο αδελφός του.
Ο Αχιλλέας χαλάρωσε τη στάση του, ψάχνοντας τρόπο να φύγει από εκεί. «Πού το ξέρεις;»
Η σφαλιάρα του Ιάσονα τον βρήκε αμέσως. «Τι πού το ξέρω; Αν δεν του το είπε η Ήβη που προσπαθούσε να τον αποφύγει, ποιος βλάκας θα το έλεγε; Τόσο εύκολα παραδίδεις τα όπλα μικρέ;»
Πόνεσε αρκετά, βαρύ το χεράκι. Ο Αχιλλέας έτριψε το σημείο που τον πέθαινε, θα ορκιζόταν πως κάτι εκεί μέσα κουνήθηκε και ελευθερώθηκε. Βέβαια πάντα τα είχε χαμένα οπότε δεν ξαφνιάστηκε.
«Δεν ξέρω για τι πράγμα ομιλείς και σκούζεις.» είπε και ήξερε ακριβώς τι έλεγε.
Μάλιστα ήταν τόσο καλός στο να το κρύψει, που κοίταξε ευθέως στον Ερμή. Ο ψηλός μαλάκας όντως την έψαχνε. Η Ήβη του είχε πει να τη βοηθήσει να βρουν τη Νίνα και εκείνος μέσω της Νίνας έψαχνε την Ήβη. Του είχε στείλει μήνυμα χθες το μεσημέρι, λίγο πριν η νύφη εμφανιστεί και αμέσως μετά τη στιγμή που ο Αχιλλέας έκανε το βήμα και φίλησε την ηλιόφωτη.
Και ο ηλίθιος του είπε πού. Μπορούσε να είχε γίνει ο κακός της υπόθεσης, καλός στα μάτια της και στο μυαλό του και να μη του απαντήσει, να τον βρίσει, να τον ρωτήσει για ποιο λόγο ψάχνει μια άλλη όταν είναι αρραβωνιασμένος και να έχει την Ήβη όλη δική του.
Του απάντησε όμως σχεδόν αυτόματα όταν σταμάτησαν το φιλί που έσπασε μια γλάστρα γεμάτη όπιο και τη σώσει από την αστυνομία. Του είπε αμέσως και μετά το σκεφτόταν συνέχεια. Τα δάχτυλά του πληκτρολόγησαν σύντομα το μήνυμα και δεν μπορούσε να το πάρει πίσω.
Είχε δει πόνο στα μάτια της. Πόνο και λατρεία, λατρεία που μπορούσε να κλέψει και να νιώσει, αν ήταν για εκείνον. Ένα συν ένα κάνει δύο, και οι ενοχές δεν ήταν το αποτέλεσμα που ήθελε να βγει από αυτή την πρόσθεση.
«Αχιλλέα,» ο Ιάσονας μπήκε στις σκέψεις του, «δεν θα γίνει αυτό για πάντα, ο ένας να κάνει ένα βήμα πίσω, ο άλλος δύο.»
«Μα γιατί, μας βολεύει μέχρι τώρα.» του είπε σιγανά.
Ο σαρκασμός δεν θα τον έβγαζε από αυτή τη κατάσταση.
Ο Ιάσονας στάθηκε δίπλα του. Ο Ερμής μιλούσε με τη Δανάη, η γριά αποφάσισε να μη καταστρέψει τις διακοπές όλων. Και η Ήβη προσπαθούσε να σώσει την κατάσταση με τα αδέλφια της, ο κύριος Μάρκος ντρεπόταν να μιλήσει στη γυναίκα που παραλίγο να καταστρέψει, αλλά ο κύριος Ανδρέας έκανε τα πάντα για να το αποτρέψει. Τι έκανε ο Αχιλλέας εκεί; Η Ήβη είχε όλους όσους ήθελε κοντά της.
Δεν είχε πει σε κανέναν πως θα πήγαινε να χαθεί με τον μπαμπά της. Ούτε στον Αχιλλέα.
Η ηλιόφωτη δεν του έλεγε πολλά πράγματα.
«Δεν την έχασα ακόμα.» του είπε. «Δες τον, ούτε που προσπάθησε να της μιλήσει. Έχει την Astrid δίπλα του.»
«Είσαι τυφλός.» του είπε. «Αν η Νίνα ήταν από μια ξένη χώρα, δίχως να καταλαβαίνει τίποτα, θα την έβαζα πάντα στη συζήτηση, θα της έδειχνα όλα αυτά που αγαπώ.»
Και η Astrid...η Astrid έμενε εκεί από πείσμα. Μέτρα πολλά μακριά, εκείνη να πιάνει συζήτηση με κάποιον άλλον, έναν γοητευτικό άνδρα που νοίκιαζε το δωμάτιο τέσσερις πόρτες μακριά από το δικό του. Η Σειρήνα -από όλους τους ανθρώπους- να προσπαθεί να μπει εκεί, να της μιλήσει και καλά με ενδιαφέρον.
Ο ένας αγνοούσε τον άλλον. Η Astrid τον Ερμή και ο Ερμής εκείνη. Και τότε γιατί την κουβάλησε; Ή μάλλον, εκείνη γιατί επέλεξε να έρθει;
«Φεύγει σε λίγες μέρες Αχιλλέα.» του είπε με νόημα ο αδελφός του. «Και έμαθα πως χθες τη φίλησες.»
Ο Αχιλλέας ένιωσε πάλι πέντε χρονών, τότε που μάλωναν για το ποιος θα στρώσει το τραπέζι και ποιος θα τολμήσει να αγγίξει τα καλά ποτήρια της Μέδουσας Ελένης. «Η Νίνα όλα πρόλαβε να σου τα πει;»
«Μέσα στο άγχος της για το αν την αγαπώ ή όχι, πέταξε και το γεγονός ότι εσύ είσαι πολύ βλάκας που φίλησες την αδελφή της λίγο πριν κάνει το όνειρό της πραγματικότητα.» του ψιθύρισε θυμωμένα. «Η Ήβη δεν κατάφερε να κρατήσει σχέση εξ αποστάσεως με τον Ερμή, τι σε κάνει να νομίζεις πως θα προσπαθήσει μαζί σου για κάτι τόσο νέο;»
Τώρα ήταν η σειρά του να θυμώσει. «Ευχαριστώ για την ψήφο εμπιστοσύνης.»
«Την μπερδεύεις και μπερδεύεις και τον εαυτό σου, δεν το καταλαβαίνεις;» η φωνή του ακούστηκε ήρεμη. Νόμιζε πως καταλάβαινε αλλά ο Αχιλλέας αρνούνταν να παραδεχτεί πως έλεγε την αλήθεια. «Και έτσι καταστρέφετε ο ένας τα όνειρα του άλλου. Για τη Σειρήνα πήγες στα άκρα. Για την Ήβη, τι φοβάσαι;»
«Προσπαθώ!» του είπε, λες και ένιωθε πως είχε άδικο. Έλεγε ψέματα, το ήξερε.
«Θες να είσαι μαζί της ή όχι; Δεν θα επιτρέψω να σε βλέπω έτσι για πολύ ακόμα.» του είπε. Ο Ιάσονας ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του, τραβώντας τον να τον κοιτάξει κατάματα. «Δεν θέλω να σε δω πάλι να πληγώνεσαι για μια ερωτευμένη κοπέλα.»
Πόσα ήξερε και πόσα δεν έλεγε.
«Θέλω να είναι ευτυχισμένη επιτέλους.» η φωνή του βγήκε σιγανή, στην αλήθεια που ήξερε πως τον πονούσε. Και η Ήβη ήταν η μόνη που θα επέλεγε την ευτυχία της και όλα όσα σήμαιναν για εκείνη.
Ακόμα και την λίγη ευτυχία που θα της έδινε ο Αχιλλέας αλλά δεν θα της έφτανε.
«Τότε κυνήγα την αδελφέ, με μεγάλα βήματα, πριν τη χάσεις τελείως.» του είπε στον ίδιο τόνο. Τον έπιασε από τους ώμους και τον ταρακούνησε, μπας και αρχίσει να πράττει και να μη μένει στα λόγια. Δεν έπιασε. «Πρόσεχε όμως.»
Ο Αχιλλέας δεν ήταν τέτοιο άτομο. «Τι;»
Και ο Ιάσονας του έδειξε. «Τον άνδρα που της έμαθε να ζει.»
«Και τι σημαίνει αυτό δηλαδή;» ρώτησε γεμάτος θάρρος ο Γιώργος. «Δεν έχετε εμπιστοσύνη στον κολλητό μου;»
Η Άννα με τη Δώρα κοιτάχτηκαν. Η Δώρα τον κοίταξε από πάνω έως κάτω -τη μέση του- και είπε όλα όσα ντρεπόταν να πει η Άννα στο μωρό της. «Δεν λέω, καλό γκομενάκι το κολλητουμπινάκι σου. Αλλά για κάποιο λόγο είπε και στον Ερμή να έρθει εδώ.»
«Και εσείς πού ξέρετε πως του είπε ο Αχιλλέας; Μπορεί η Νίνα να το είπε στη Σειρήνα, το ένα να έφερε το άλλο και να' το εδώ το καμάρι μας.» προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να προστατέψει τον Αχιλλέα.
«Γιατί ρε μωρό μου, σου βάζω την περιουσία του μπαμπά στοίχημα πως αυτός το έκανε.» του είπε η Άννα μέσα στο φιλί τους. «Και θα κερδίσω.»
Ο Βαγγέλης χαμογέλασε στη Δώρα με κόκκινη μύτη. «Φιλάκι;»
«Όχι όταν δεν μπορείς να αναπνεύσεις φυσιολογικά.» η Δώρα του σκούπισε τη μύτη, ξεραμένο αίμα. Καημένος, τι πήγε και έπαθε.
Από μακριά, είδαν μια κοπέλα με μακριά μαύρα μαλλιά να συναντιέται με τον ξανθό αγαπητό της και μια φίλη που όλοι αντιπαθούσαν. Η Σειρήνα και ο Σωτήρης χέρι χέρι τους πλησίασαν, η Σοφία λίγο πιο πίσω.
Τώρα πώς να της πεις ευγενικά άντε και γαμ-
«Τι λέτε εδώ;» ρώτησε και έκατσε στο τραπέζι τους. Τόσος ελεύθερος χώρος, άνετο πάτωμα με πέτρες, εκεί βρήκε;
Η Άννα παραλίγο να τη ξεμαλλιάσει, χωρίς να της έχει κάνει τίποτα. Απλώς πλέον δεν ήταν φίλες, τέλος. Ευτυχώς κιόλας, γιατί ήταν λίγο χαζή σε αυτό το κομμάτι.
«Γρήγορη ερώτηση χρυσό μου,» η Δώρα γύρισε αργά προς το μέρος της, «Τι γνώμη έχεις για την Astrid;»
«Διακριτικότατη είσαι Δωρίτσα, όπως πάντα.» σχολίασε το φίδι. Έχε χάρη που άλλοι μαλώνουν την ίδια στιγμή, αλλιώς θα την έριχνε στα νύχια της Άννας. «Γιατί ρωτάς;»
«Πες καλέ, μια παρέα είμαστε εξάλλου.»
Χωρίς εκείνη τουλάχιστον. Που πήγε να ξεμυαλίσει τον Ερμή όταν πήγε να τη χωρίσει για την Ήβη, που βασάνισε στα χέρια της τον Αχιλλέα, που-
«Τι να σου πω βρε φιλενάδα,» έμφαση στην τελευταία λέξη, «θέλω να επιστρέψει στο σπίτι της στη Σκωτία και να μας αφήσει όλους ήσυχους.»
Η Άννα ξεκαβάλησε τον Γιώργο και τράβηξε μια καρέκλα κοντά της, σπρώχνοντας τη Σοφία μακριά. Ο Άκης βγήκε από τη σπηλιά του πάνω στην ώρα για τη κοκκινομάλλα να ορμήσει.
«Τι ξέρεις;»
Στην ερώτηση της Άννας, η Σειρήνα σταύρωσε τα πόδια της και χαλάρωσε το κορμί της στην πλαστική καρέκλα. «Αυτή είναι χειρότερη από μένα.»
«Αγάπη μου, τι είναι αυτά που λες;» ο Σωτήρης της χαμογέλασε απαλά.
«Δεν ήξερα πως γινόταν.» είπε προκλητικά η Δώρα.
«Όταν μου είπε ο Ερμής για τον γάμο, ήμουν το δεύτερο άτομο στο οποίο το ανακοίνωσε.» τους είπε, εννοώντας την Ήβη. «Σε εμένα ίσως είπε περισσότερα, γιατί ήρθε με ένα άγχος στο τηλέφωνο, μια αμφιβολία που δεν την κατάλαβα ποτέ. Την γνώρισε γρήγορα, την έζησε γρήγορα και μετά στα ξαφνικά καπάκι δαχτυλίδι;» αναρωτήθηκε όλα όσα βασάνιζαν τους πάντες. Απάντησε στον ίδιο της τον εαυτό, τα πράσινα μάτια της να παίρνουν φωτιά. «Ο Ερμής μόλις της είχε πει για την Ήβη. Για τη κοπέλα που θα ερχόταν να σπουδάσει στη Σκωτία, θεοί τι γλυκό, ας τη φιλοξενήσουμε κιόλας.»
«Να' ταν η ζήλεια ψώρα-» ξεκίνησε χαμηλόφωνα ο Γιώργος.
«-σκάσε Γιωργάκη.» τον διέκοψε η Σειρήνα. Η Άννα πληγώθηκε, δεν θα πήγαινε καλά αυτό. Έσκυψε κοντά τους. «Και ξέρετε τι πήγε και έκανε η πολυαγαπημένη μας Astrid; Μετά από τέσσερις μήνες γνωριμίας, μόλις άκουσε το όνομα της πρώην, τον ζήτησε εκείνη σε γάμο. Το σούργιελο δέχτηκε. Του το έπαιξε σαν ιδέα, ένα αστείο της στιγμής, αλλά ήταν προμελετημένο σου λεω.»
«Α τη τσούλα.» ψιθύρισε και καλά σοκαρισμένη η Δώρα. «Τόσο εύκολα το δέχτηκε και αυτός; Τα θέλει ο κώλος του.»
«Ήταν μπροστά στους γονείς της σου λέω, τον είχε παγιδεύσει η σκρόφα.» τους εξήγησε.
«Σε εμάς δεν έχει τέτοια ε;» ρώτησε ο Γιώργος την Άννα.
Εκείνη τον αγνόησε, είχε ήδη σχέδιο η μικρή. Έμεινε το βλέμμα της στη Σειρήνα. «Δεν την είχα για τέτοια, καλή φαινόταν. Τι άλλο μας έχει κάνει;»
«Δεν το πιστεύω πως δεν μου απάντησε.» μουρμούρισε σοκαρισμένος ο Γιώργος. Ο Βαγγέλης τον χτύπησε απαλά στην πλάτη, θα ασχοληθούν αργότερα με αυτό.
Η Σειρήνα γύρισε στην Άννα. «Ήρθε εδώ.»
«Προφανώς, ήρθε και ο Ερμής.»
«Αχ πόσα δεν ξέρετε.» μουρμούρισε χαμογελώντας η Σειρήνα πίσω στη θέση της.
Οι δύο φίλες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Η Δώρα σήκωσε παιχνιδιάρικα τα φρύδια. «Οι άνθρωποι εύκολα χωρίζουν.»
«Και εύκολα πεθαίνουν.» συμπλήρωσε η Άννα. «Πρέπει να αλλάξουμε κάποια πράγματα στο σχέδιο δολοφονίας.»
«Αφήστε το κορίτσια.» τους είπε η Σειρήνα. «Δείτε με ποιον μιλάει ο Ερμής.»
Ο τζουτζούκος μιλούσε με τη δεύτερη μεγαλύτερη κουτσομπόλα μετά την Ευανθία, το είδωλο. Η Άννα ανασήκωσε τους ώμους της. «Ε και; Με τη στρίγγλω μιλάει που τελευταία μας τα έχει κάνει ραδίκια τα -ω. Ω ναι.»
Η Δώρα κοίταξε καλά τον άνδρα και τη γριά που τώρα κάπνιζαν. «Ενδιαφέρον. Δεν το είχα σκεφτεί έτσι.»
«Δεν ξέρω τι ξέρει αλλά ξέρω πως η γυναίκα ρίχνει μπιχτές αν το θέλει.» μουρμούρισε η Σειρήνα, επίσης προσηλωμένη εκεί. «Κάτι θα ξέρει και θα της ξεφύγει.»
Μωρέ ήξερε. Με την Άννα αναστέναξαν και οι δύο γνωρίζοντας πως η κυρα-Δανάη γνώριζε απολύτως τα πάντα.
«Τι κάνουμε;» ρώτησε ο Βαγγέλης.
«Περιμένουμε.» του απάντησε η Δώρα.
«Τι περιμένουμε;»
Η Σειρήνα έπιασε το χέρι του συζύγου της, χαμογελώντας του τρυφερά. «Κάποιος να χωρίσει και άλλος να αγαπήσει.»
«Αυτό με τις φιλοσοφικές σας προτάσεις πρέπει να σταματήσει. Εδώ υπάρχουν άτομα που δεν ξέρουν όλη την ιστορία και δεν στοιχηματίζουν ασύστολα τα λεφτά τους στις ζωές άλλων. Είναι λάθος, απρεπές και θα έπρεπε τουλάχιστον να με αφήσετε να βάλω στο στοίχημα τις γλάστρες-»
Η φωνή του Βαγγέλη ξεχάστηκε στον μονόλογό του.
«Ευχαριστώ.» της είπε και της επέστρεψε τον αναπτήρα. «Αν δεν είχα και εσάς, τώρα θα είχα σαλτάρει.»
«Άντε καλέ, με τις υγείες σου. Σου φτάνουν για σήμερα;» τον ρώτησε.
Μετρούσε το τρίτο του. Του είχε δώσει πέντε. «Έτσι πιστεύω.»
«Μου χρωστάς.»
Της χαμογέλασε. «Θα στο ξεπληρώσω κυρία Δανάη. Και αυτό και όλα τα άλλα.»
«Ε πάνε εκείνα αγόρι μου. Τι, επειδή δεν μιλήσαμε; Το Ηβάκι δεν μιλάει αλλά ξέρει να δείχνει.» του είπε. Για όλα εκείνα τα βράδια που νόμιζαν πως κανείς δεν κατάλαβε πως η μικρή είχε κάποιον στο δωμάτιό της, ή ότι έφευγε για να πάει να τον βρει. Τις πλάτες στα μυστικά που δεν ήταν μυστικά. «Αλλά βρε παιδάκι μου, λάθος παιχνίδι κάνεις.»
Ο Ερμής έβγαλε το τσιγάρο από τα χείλη του. «Γιατί;»
Η κυρία Δανάη έτσι όπως το πήγαινε με τον καπνό δεν θα έφτανε στην ηλικία της μητέρας της. Έβηξε για λίγο πριν καταφέρει να μιλήσει φορώντας το καλύτερό της χαμόγελο. «Ε τι τώρα, η επόμενη είναι η κατώτερη αντιγραφή της προηγούμενης;»
«Έχετε κάτι να μου πείτε κυρία Δανάη;»
«Την αγαπάς πραγματικά ή την έχεις γιατί της μοιάζει;»
«Αυτό αν θυμάμαι καλά, δεν σας αφορά.»
«Χμ.» έκανε και τον κοίταξε για λίγο. Όσα δεν έλεγαν οι λέξεις, έλεγαν τα βλέμματα, διάβασε σε ένα βιβλίο κάποτε. Τότε είχε προσπεράσει την φράση, ήθελε να φτάσει στο τέλος, γιατί μόνο τότε η Σκάουτ θα τον άφηνε να την αγκαλιάσει. «Σε περίμενε ξέρεις. Ήλπιζε να γυρίσεις χωρίς να σου το ζητήσει.»
«Η Σκάουτ δεν θα το ζητούσε ποτέ.» ήξερε.
«Και δεν κατάλαβες ποτέ ότι ήταν στα μαύρα της τα χάλια;» τον ρώτησε.
Απότομα, τη κοίταξε. «Φυσικά και το κατάλαβα.»
«Τότε γιατί δεν γύρισες;» τον πίεσε. «Γιατί την πληγώνεις τώρα;»
Ο Ερμής θα έφτανε στα όριά του. Έβαλε το τσιγάρο στα χείλη και τράβηξε τη τζούρα, να γεμίζει μέσα του το κενό. «Δεν ήθελε να γυρίσω.»
«Φώναζε να γυρίσεις και κανένας δεν άκουγε.» η φωνή της έβγαινε βραχνή. «Και από τότε κάθε μέρα τσιρίζει για σένα. Πονάει, το σώμα της πόνεσε και η ψυχή της έσπασε και εσύ τίποτα!»
«Κυρία Δανάη-»
«Στον κώλο σου να το βάλεις.»
«-δεν σας αφορά.» τελείωσε. Η Δανάη τον κοίταξε σαν να τον προκαλούσε. Ήθελε να βγάλει από εκείνον τα πάντα. Και το κατάφερε. «Το τι έχω με την Σκάουτ και τι δεν έχω με την Astrid δεν σας αφορά απολύτως. Όλοι την είδατε λες και μπορείτε να προσφέρετε λύσεις χωρίς να γνωρίζετε τη δυναμική μας και τι θέλω να κάνω. Έχετε κάτι άλλο να πείτε;»
«Θέλω μόνο να την προσέχεις, πολύ. Και να προσέχεις τον εαυτό σου αν μπεις πάλι σε αυτό το ταξίδι.» του είπε. Η χροιά της μαλακή, άλλος άνθρωπος και ίσως ο πραγματικός τώρα. «Ξέρω την εγγονή μου και τι θέλει. Είμαι σίγουρη για σένα, ξένε. Αλλά δεν θέλω να συνεχίσει να βγαίνει έξω και να αρνείται τα πάντα. Τιμωρεί τον εαυτό της για κάτι που δεν είχε τον έλεγχο και δεν μπορώ να ξέρω πως εκεί έξω δεν θα μας έχει.»
«Σας βεβαιώνω πως στη Σκωτία θα είναι εντάξει.» της υποσχέθηκε. «Δεν θα την αφήσω από τα μάτια μου.»
«Για τελευταία φορά, είσαι σίγουρος πως θέλει να πάει;» τον ρώτησε. «Εκείνη δεν θα παραδεχτεί ποτέ πως το κάνει για κάτι άλλο πέρα από εσένα.»
«Η απόφασή της για το μεταπτυχιακό εκεί ήταν μια ιδέα. Αν μου λέτε πως την πίεσα, δεν έγινε κάτι τέτοιο.» της είπε. Πρόλαβε να κουνήσει το πόδι του πριν ο καπνός πέσει πάνω στο παπούτσι. «Είναι ένα εξαιρετικό πρόγραμμα πάνω στο αντικείμενο που επιθυμεί. Αν ήταν σε άλλη χώρα θα έκανα το ίδιο πράγμα, θα της έλεγα να πάει εκεί.»
Η Δανάη κύλησε μέσα στις σκέψεις της. «Θα είναι τόσο μακριά, δεν θα έχει κανέναν μας να την καταλαβαίνει τόσο.» ψιθύρισε.
«Νομίζω πως τη ξέρω καλά.» της είπε.
«Δεν ήσουν εκεί.» είπε σιγανά και άναψε το επόμενο τσιγάρο. «Ούτε εγώ ήμουν. Αλλά την είχα στις σκέψεις μου, να μου λένε πως ξαφνικά είχε πόνους στη κοιλιά και μετά τη βρήκαν μέσα στα αίματα και δεν ξυπνούσε και...θέλω να είμαι εκεί!»
Ο Ερμής πάγωσε. «Κυρία Δανάη, τι είπατε;»
«Ω Θεέ μου.» έβαλε το χέρι της μπροστά στο στόμα της, το ξέσπασμά της ξεχασμένο όπως και τα δάκρυα που πήγαν να κυλήσουν αλλά στέγνωσαν αμέσως. «Δεν έπρεπε να το πω αυτό.»
Πολύ αργά. Ο Ερμής πήρε το τσιγάρο της και το έσβησε στην πέτρα. «Μιλήστε τώρα.»
Ντροπιασμένη, πήγε να το αποφύγει αλλάζοντας θέμα, αλλά ο Ερμής την πίεσε. Αρκετά. Και άρχισε να του λέει όσα άκουσε και έμαθε από κρυφά λόγια της Μίνας και σιωπής της Σκάουτ. Με τα όσα έχασε και όσα του έκρυψε γιατί την ήξερε, ή μάλλον πλέον δεν την γνώριζε.
Υπάρχει ένας όρος στο σκάκι, zagzwang. Όταν είσαι περιτριγυρισμένος από την ήττα, θα πας μέχρι το άδοξο τέλος ή θα τη δεχθείς δίχως μάχη; Για τον Ερμή, σήμαινε πως έπρεπε να πάρει μια απόφαση, άσχημη για κάποιους, που θα προκαλέσει πόνο πριν την ευτυχία σε άλλους.
Αυτό ήταν το πρώτο που σκέφτηκε όταν άκουσε τι έχασε η Σκάουτ του. Του θύμισε το τελευταίο παιχνίδι που του κέρδισε με μία κίνηση πριν τη λήξη, κάτι τόσο απλό, που όμως δεν το είχε σκεφτεί γιατί δεν είχε δει τις παραμέτρους.
Ο τελευταίος στρατιώτης του, απέναντι από τη Βασίλισσά της. Περίμενε να την μετακινήσει, λίγο μόνο, για να τη βάλει σε ευθεία απόσταση από εκείνον. Αλλά η Ήβη, μετακίνησε τον μικρό της λευκό στρατιώτη, παγιδεύοντάς τον σε αδιέξοδο.
Του είχε χαμογελάσει σε εκείνη τη νίκη. Τον είπε χαζό που ξέχασε τον δικό της στρατιώτη.
Το βλέμμα του έπεσε στον Αχιλλέα. Δεν μπορούσε να την αφήσει ακόμα. Είχε φτάσει ως εδώ. Και θα το έφτανε έως το τέλος, ακόμη και αν σήμαινε ήττα. Θα ήταν νίκη για εκείνον.
Να ξέρει πως για λίγο, την κρατούσε ακόμα. Και πως στεκόταν ψηλά με τον εαυτό της.
«Δεν λέω, ο Αχιλλέας είναι φίλος μου και η δεσποινίς Ήβη καλή κοπέλα, τον άλλον που μοιάζει με τον Άδη δεν τον ξέρω, αλλά, και μεγάλο αλλά,» ο Βαγγέλης έκανε παύση για έμφαση, «όλο αυτό είναι μια βαρετή ρομαντική ιστορία που τζάμπα τράβηξε τόσο.»
Η Δώρα τον ήθελε μόνο στο κρεβάτι πλέον και χωρίς να μιλάει. «Δεν μας τα λες καλά Ευάγγελε.»
«Όχι ακούστε με.» γύρισε τη καρέκλα του ώστε να τον βλέπουν όλοι. Ο Γιώργος και ο Σωτήρης σταμάτησαν τη συζήτησή τους για τη νέα ταινία της Marvel, μέχρι και η Σοφία δίπλα στη Σειρήνα άκουγε. Καμιά χαζομάρα θα έλεγε. «Έχουμε τον Αχιλλέα, τον Άδη ή όποιο και αν είναι το όνομά του, και τη δεσποινίς Ήβη. Η δεσποινίς Ήβη θέλει και τους δύο και οι δύο θέλουν τη δεσποινίς Ήβη. Ο ένας είναι ένα βήμα πριν τον γάμο αλλά η κοπελιά του έχει ψυχολογικά σοβαρά, ο άλλος είναι μια κινούμενη κατάθλιψη που ψάχνει ποιος θα τον βγάλει από εκεί και η δεσποινίς Ήβη θέλει απλώς την ησυχία της.»
«Θα το φτάσεις κάπου ή θα πάμε στο επόμενο μέρος πριν τελειώσεις;» η Σειρήνα κουράστηκε.
Είχε ένα δίκιο η οχιά όμως.
«Ναι, αυτό που θέλω να πω είναι πως, να, δεν ξέρω.» μονολόγησε και πήρε τρεις οδοντογλυφίδες μπροστά του. Μία για την Ήβη, μία για τον Αχιλλέα, μία για τον Ερμή. «Η λύση είναι πάρα πολύ απλή. Τους αφήνει και τους δύο και κάνει τη ζωή της.»
«Αμ, όχι;» ρώτησε δυνατά η Άννα. «Δεν είναι λογιστικό κέντρο εδώ κοντέ για να τα λύσεις όλα με μαθηματικά.»
Ο Βαγγέλης έμεινε στην προσβολή και κοίταξε αβοήθητος τη Δώρα. «Δεν είμαι κοντός.»
«Έχεις προσόντα μωρό μου, μην σε νοιάζει.»
«Τι προσόντα έχει δηλαδή;» ρώτησε ο Άκης.
Α, τον ξέχασε αυτόν. Η νυχιά που του άφησε η Άννα στον λαιμό μάλλον έπρεπε να ανοίξει ξανά.
«Δεν είναι τόσο απλά.» είπε η Δώρα. Γύρισαν και κοίταξαν διστακτικά την Ήβη, φαινόταν αγανακτισμένη με τα αδέλφια της, που τώρα άρχισαν να μαλώνουν μεταξύ τους, και πεινασμένη για κάτι βρώμικο με πολλές θερμίδες που θα έκανε χαρούμενη τη καρδούλα της. «Μπορεί να ζήσει όσο θέλει μόνη της, χωρίς έρωτες και λοιπά προβλήματα. Αλλά τους χρειάζεται και τους δύο στη ζωή της. Άνθρωποι έρχονται με δυσκολία και όταν φεύγουν...Δεν τους χρειάζεται για να νιώσει ερωτευμένη. Αλλά για να νιώσει πως είναι αγαπημένη.»
«Δεν χρειάζεται να τους κόψει τα φτερά και να σταματήσουν να μιλάνε.» είπε ο Γιώργος τη γνώμη του. «Εννοώ, τα κατάφερε ως φίλη του Ερμή τόσο καιρό. Και με τον Αχιλλέα.»
Η Άννα γέλασε απαλά. «Αχ γλυκό μου, ζεις ένα όνειρο ε;»
«Μα γιατί συγνώμη τώρα, όσοι χωρίζουν δηλαδή δεν μπορούν να είναι φίλοι; Αν τα πηγαίνουν καλά, πρέπει αναγκαστικά να είναι ερωτευμένοι;» ρώτησε ο Σωτήρης και γύρισε στη Σειρήνα. «Είσαι ερωτευμένη με τον Ερμή και τον Αχιλλέα;»
«Α, και αυτή τα πέρασε.» σχολίασε ο Βαγγέλης.
Η Σειρήνα σήκωσε το αριστερό της χέρι, με το δαχτυλίδι που της έδωσε ο Σωτήρης να πέφτει βαρύ πάνω στην βέρα της. «Εγώ δεν τους αγάπησα ποτέ το ίδιο.»
Καλέ αυτή τα λέει καλά τελευταία.
«Και ποια η διαφορά της αγάπης που δίνει η Ήβη και της αγάπης που έδωσες εσύ;» ο Γιώργος πετάχτηκε.
Η Άννα ήταν αυτή που του απάντησε. «Είναι άλλα άτομα ρε συ Γιώργο. Ούτε εγώ σε αγαπάω όσο αγαπάει η Ήβη τον Ερμή. Και τον Αχιλλέα.»
«Κάτσε τώρα, πόσο με αγαπάς;»
«Αλλού είναι το θέμα μας.» τους διέκοψε η Σοφία. Όλοι έστρεψαν τα βλέμματά τους πάνω της, ξαφνιασμένοι που η κοπέλα άρχισε να τους υπενθυμίζει πως υπάρχει. «Λέτε αν ο Αχιλλέας περάσει τον πυρετό με την ξανθιά να γυρίσει σε μένα; Χωρίς παρεξήγηση Σειρήνα, αλλά εγώ δεν αφήνω αυτό το κρεβάτι.»
Κανείς δεν της απάντησε.
«Άρα;» ρώτησε η Σειρήνα. «Στο στοίχημά σας έχετε βάλει τον ίδιο άνδρα, απλώς για την πλάκα, παίζοντάς το όμως σαν το Σύμπαν, γνωρίζοντας το επόμενο βήμα ή το πώς τελειώνει αυτό το βιβλίο. Πώς ξέρετε πως αυτός είναι ο ένας που η Ήβη θέλει για την αγάπη -σε όποια σημασία και μορφή της; Ή πώς ξέρετε πως δεν είναι ο άλλος;»
Η Δώρα και η Άννα κούνησαν ταυτόχρονα το κεφάλι τους. Αυτό ήταν λάθος, σκέφτηκε η Δώρα. «Δεν βάλαμε τον Ερμή στο στοίχημα.»
«Ή τον Αχιλλέα.» συμπλήρωσε η Άννα.
Η Σειρήνα τις κοίταξε μπερδεμένη. «Τότε;»
Η Δώρα πήρε τις τρεις οδοντογλυφίδες του Βαγγέλη και τις σήκωσε ψηλά, στο ένα χέρι. «Ιδού το ερώτημα που θέλω να μου απαντήσεις. Τι ενώνει αυτές τα τρία απλά, βαρετά ξυλάκια;»
Η Σειρήνα σήκωσε ένα φρύδι και σκέφτηκε.
Η Ήβη σκεφτόταν μια τάρτα λεμονιού με παγωτό βανίλιας που δεν θα είναι παγωτό βανίλιας τελικά γιατί έχει αλλεργία σε ένα συστατικό τύπου βανίλιας που βάζουν τα περισσότερα εργαστήρια, αλλά της μαμάς το παγωτό μπισκότο θα ταίριαζε επίσης. Από πάνω ίσως και λίγη σαντιγί, ξύσμα λεμονιού και σιρόπι καραμέλας. Βαρβάτο πράγμα, μετά δεν θα χωράει να της κλείνει το σακάκι του Ερμή.
Αλλά πόσο το ήθελε.
Κοιτούσε τα αδέλφια της και έγλειφε τα χείλη της. Κάτι είχε πετύχει το μάτι της, ένα ζαχαροπλαστείο ήταν τρία λεπτά με το αυτοκίνητο, λίγο πριν την παραλία. Λες να ήταν ανοιχτά; Και αν ναι, πόσο να πάρει; Μη της βάλουν μόνο ένα κομμάτι. Ήθελε όλο το πράγμα.
«Τι κάνει αυτός εδώ; Και τι κάνεις και εσύ μαζί του;» ήταν το πρώτο πράγμα που τη ρώτησε ο Ανδρέας.
«Δεν ήταν καλή ιδέα να τον φέρεις Ήβη. Το ξέρεις αυτό.» συνέχισε η Νίνα.
«Συγνώμη και εσύ το ήξερες; Και δεν μας το είπες να μην έρθουμε;»
«Ανδρέα, είσαι υπερβολικός.» του είπε η Νίνα. «Ολόκληρο νησί, πού να ξέρω ότι θα τον πετύχουμε. Μόλις χθες έμαθα ότι η μικρή έχει επαφές μαζί του.»
«Τι θες να πεις επαφές; Μιλάτε καιρό;» τη ρώτησε. «Αυτός ο άνδρας κατέστρεψε όλη μας την παιδική ηλικία. Πώς τον βρήκες; Και γιατί;»
Σιρόπι κεράσι ίσως θα ήταν καλύτερο. Η καραμέλα θα μπορούσε να μπει σαν κομματάκια στο παγωτό. Ναι ναι ναι, το απόλυτο γλυκό θα ήταν.
«Ήβη σου μιλάω!»
«Θέλω μια λεμονόπιτα.» του είπε σοβαρά. «Αλλά πρώτα θέλω ένα διπλό σουβλάκι σε πίτα με τζατζίκι.»
Τα όρια του Ανδρέα είχαν σχεδόν ξεπεραστεί. «Ήβη, ο Μάρκος, για εκείνον μιλάμε. Και εσύ Νίνα, θα μπορούσες να ενημερώσεις χθες ότι υπάρχει ακόμα. Δεν θα έπαιρνα τη μαμά. Τη σκεφτήκατε;»
Η Ήβη έγειρε το σώμα της στο πλάι. «Εμένα μια χαρά μου φαίνεται.»
«Ηβάκι.» κουρασμένη, η φωνή του λύγισε. «Όταν γινόταν αναφορά σε εκείνον έτρεχες μακριά. Τι άλλαξε.»
«Νομίζω πως το κάνεις μεγάλο θέμα.» του ψιθύρισε η Νίνα. «Δεν τον θες εδώ, το καταλάβαμε. Αλλά τώρα είναι και-»
«Και τι Νίνα; Τον έζησες όπως εγώ, ξέρεις τι άνθρωπος είναι.» της απάντησε με...με μίσος, κατάλαβε η Ήβη. «Θα έρθει, θα μας χαλάσει όλους και μετά τέρμα, θα φύγει πάλι. Έχει πρόβλημα και ζει με αυτό.»
«Έχουν περάσει χρόνια.» επέμεινε η αδελφή της. Πριν λίγο ήταν εναντίον της, τώρα άλλαξε. Η Ήβη ήταν ευγνώμων για αυτό.
«Αν ήταν καλά δεν θα γυρνούσε;» τη ρώτησε, ξέροντας την απάντησή της. «Θα ξαναέπεφτε, πάντα το κάνει, το έχουμε δει.»
«Η μαμά δεν ήθελε να γυρίσει.» ψιθύρισε. Ούτε που κατάλαβε ότι το έκανε. «Η μαμά του είπε να μη γυρίσει.»
Τα δύο αδέλφια σταμάτησαν τη διαμάχη μεταξύ τους και κοίταξαν την Ήβη. Εκείνη ήθελε μόνο το γλυκό που σκεφτόταν, όχι τα βλέμματά τους πάνω της.
Ο Ανδρέας στάθηκε και βασίστηκε ακριβώς στις λέξεις που του είπε. «Και εσύ τον έφερες σε εκείνη.»
Το έκανε να ακούγεται λες και έφταιγε για τη μεγαλύτερη καταστροφή του κόσμου.
«Αυτό που κάνεις είναι άδικο.» μίλησε τις λέξεις της. «Είμαι ακριβώς όπως εκείνος, το ίδιο άτομο που έζησε μαζί σου, χωρίς το αλκοόλ, αλλά με άλλα θέματα. Και όμως κάθε φορά που τα κάνω σκατά, μου δίνεις ευκαιρίες. Γιατί δεν το κάνεις και με εκείνον;»
Ο Ανδρέας προσπέρασε τη Νίνα και στάθηκε ακριβώς μπροστά της. «Γιατί εκείνος φταίει για όλα.»
«Για τι;» τον ρώτησε. «Που η μαμά κατάφερε να μας μεγαλώσει μόνη της όπως μπορούσε; Που εσύ τελείωσες τη σχολή σου με τη δική της βοήθεια και σπούδασε άλλα δύο παιδιά; Για ποιο πράγμα φταίει ο μπαμπάς; Που η Νίνα είναι ευτυχισμένη ή που εσύ επιτέλους βγήκες από έναν γάμο ανεπιθύμητο; Γιατί στα δικά μου μάτια, το μόνο κακό που έκανε ήταν ότι έμεινε όταν δεν μπορούσε να σκεφτεί τον εαυτό του και η μαμά τον έδιωξε για να μπορέσει να τον βρει; Σκέφτηκες ποτέ πως ζήσαμε διαφορετικές ζωές; Πως το μίσος σου για εκείνον περάστηκε μίσος για τα πάντα;»
Γλυκό φράουλας πάνω από τη σαντιγί, λίγο ξύσμα λάιμ, μια μικρή δόση για την ένταση.
Ο Ανδρέας δεν αντέδρασε αμέσως. Η Νίνα τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε κοντά της. Αλλά εκείνος κοιτούσε μόνο τη μικρή, το Ηβάκι που έκλαιγε στον ύπνο της και εκείνος πίστευε πως μπορούσε να τη σώσει.
Ο εφιάλτης της ήταν ένα όνειρο που φοβόταν γιατί η ευτυχία έμοιαζε παραμυθένια. Τότε το κατάλαβε.
«Κουράστηκα να τον κατηγορώ για όλα Ανδρέα.» του είπε σιγανά. «Και κουράστηκα να μη του δίνω ευκαιρίες επειδή οι άλλοι αποφασίσατε να μη του δώσουμε. Δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος που ήξερες εσύ, είναι ο άνδρας που εγώ αγάπησα. Και αν δεν τον θέλεις στη ζωή του, τότε θα αναγκαστείς να μη μου μιλάς, γιατί εγώ τον θέλω και τέλος.»
«Ήβη.» μουρμούρισε η Νίνα. «Σας παρακαλώ, φτάνει.»
«Θα σε καταστρέψει.» της είπε ο Ανδρέας. Έφτασε ακριβώς μπροστά της, η Ήβη δεν ήθελε να την αγγίξει. «Και ξέρεις για τι φταίει; Για το γεγονός ότι θα μπορούσε να ήταν καλύτερος για εμάς αλλά δεν προσπάθησε τότε.»
«Έγινε καλύτερος για εμάς και προσπάθησε αργότερα.» απάντησε η Ήβη με θάρρος. «Δεν είχε κανέναν και δεν ξέρεις τι πέρασε.»
«Τι να πέρασε άραγε. Αναρωτιέμαι ποιον άλλον πάτησε για να σηκωθεί.»
Η Ήβη στένεψε τα μάτια της. «Όσους πάτησα και εγώ. Θα βγεις σε λίγο να πεις πως είμαι το άτομο που σε κατέστρεψε;»
«Ακούς τι λες;» της φώναξε. «Για έναν άνθρωπο που δεν ήταν εκεί όταν εσύ έφευγες μακριά μας! Για αυτόν τον άνθρωπο μαλώνεις με την οικογένειά σου!»
«Μόνο με εσένα μαλώνω γιατί είσαι μαλάκας και δεν ακούς κανέναν.» η φωνή της έτρεμε. «Μόνος σου κατέστρεψες την ζωή σου, εσύ φταις που παντρεύτηκες μια κοπέλα που σε έκανε να κλαις περισσότερο από το να γελάς, δεν φταίει ο μπαμπάς που εσύ κάνεις συνέχεια λάθος επιλογές και ξόδεψες χρόνια και αγάπη σε κάποιον που δεν το άξιζε.»
Ο Ανδρέας γέλασε σιγανά, αλλά τίποτα χαρούμενο δεν βγήκε από τα χείλη του. «Μιλάς για εμένα, ή για τη μαμά τώρα; Γιατί τα ίδια της λες τόσα χρόνια.»
Δεν άξιζε να τον χτυπήσει. Ούτε καν να συνεχίσει να του μιλάει. «Τουλάχιστον η μαμά μεγάλωσε και ωρίμασε από αυτό. Και ξόδεψε τη ζωή της με άτομα που άξιζαν, ακόμη και ο μπαμπάς.»
Άρχισε να περπατάει μακριά πριν προλάβει να της ρίξει τη τελευταία σταγόνα από τον εγωκεντρικό θυμό του. Η Ήβη ένιωσε το φόρεμά της να μπαίνει ανάμεσα στα πόδια της, περπατούσε γρήγορα και έντονα, το κρύο της βραδιάς να γίνεται ζέστη ενός μεσημεριού που θα μπορούσε να θυμάται μια ζωή.
Ο Αχιλλέας πήγε να τη σταματήσει αλλά εκείνη τον προσπέρασε χωρίς δεύτερη ματιά. Σίγουρα δεν ήταν ο άνθρωπος που ήθελε να μιλάει και να βλέπει τώρα. Δεν ήθελε κανέναν άλλον πέρα από τις σκέψεις της.
Ανέβηκε τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον πρώτο διάδρομο διαμερισμάτων, οι τοίχοι κενοί και σκοτεινή σαν το χάος μέσα στο μυαλό της. Ήδη μετάνιωνε τα όσα του είπε και το τι έγινε, θα μπορούσε να το είχαν συζητήσει ιδιωτικά, χωρίς να τους βλέπουν όλοι. Άραγε τα άκουσε όλα αυτά ο μπαμπάς της; Ήλπιζε πως όχι, ήθελε να σκέφτεται πως ακόμη και αν είχε φωνάξει ορισμένα πράγματα ο Ανδρέας και εκείνη, τίποτα δεν έφτασε στα αυτιά του Μάρκου. Δεν ήθελε να τον δει να φεύγει πάλι. Δεν ήθελε ο Ανδρέας να έχει δίκιο.
Χρειαζόταν λίγο χρόνο και κάποιον να την αγκαλιάσει σφιχτά, να τη κάνει να νιώσει πως όλα είναι εντάξει.
Τα βήματά της ήρθαν με παρόμοια συχνότητα με βαριά βήματα κάποιου από πίσω της. Στον άδειο διάδρομο δεν φοβήθηκε και δεν αναρωτήθηκε τις προθέσεις του άλλου. Το μόνο που έκανε ήταν να χαμηλώσει τον ρυθμό της. Ο άλλος έφτασε κοντά της εύκολα και γρήγορα, το άρωμα νυχτολούλουδου στο σακάκι του Ερμή να συνάδει με την ατμόσφαιρα γύρω της.
Σύντομα το χέρι του έκλεισε γύρω από το δικό της, ένα κράτημα σκληρό, όπως και η σκοτεινή ματιά του. «Ήσουν έγκυος.»
Δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει και αυτό τώρα.
«Δεν είχα κάτι που δεν ήξερα πως υπάρχει.» του απάντησε. «Ήταν απλώς μια μάζα κυττάρων, μισή δική σου, μισή δική μου. Κάτι άλλο;»
«Σκάουτ δεν κάνω πλάκα.» είπε σιγανά. Ανήσυχα. «Δεν...δεν μου είπες τίποτα.»
«Δεν θέλω να μιλήσω τώρα για αυτό, σε παρακαλώ.» του απάντησε. «Και ποιος σου το είπε;»
Ο Ερμής τη κοίταξε ήρεμα. «Έχει σημασία;»
Όχι, πλέον.
«Και να σου έλεγα τι ρε Ερμή μου;» τον ρώτησε κουρασμένα. Φτάνει με αυτό το βράδυ. «Ότι πήγα να αυτοκτονήσω επειδή δεν μπορούσα να βρω τον εαυτό μου και δεν μπορούσα γιατί κατάλαβα πως συνέβαινε κάτι άλλο; Πως μετά την αποβολή με δυσκολία μπόρεσαν να με κρατήσουν στη ζωή; Αυτό θες να ακούσεις; Λοιπόν, πέθανα. Και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως ήμουν χαρούμενη για αυτό γιατί δεν ήσουν εκεί να με δεις να χάνω τον εαυτό μου. Εντάξει τώρα;»
Δεν καταλάβαινε τι έλεγε τη δεδομένη στιγμή, γιατί είχαν μεγαλύτερη σημασία από εκείνη που μπορούσε να αποδώσει τώρα. Μέσα της, κάτω από το δέρμα, η καρδιά της χτυπούσε σε έναν άστατο ρυθμό, άγχος για εκείνα που του έλεγε, ντροπή για εκείνα που δεν τόλμησε ποτέ να ακούσει τον εαυτό της να σκεφτεί και να ξεστομίσει.
Και μπροστά της, ένας άνδρας να σπάει.
«Αν σου το έλεγα τι θα έκανες;» τον ρώτησε σιωπηλά.
«Δεν θα σε άφηνα τόσο εύκολα.» της απάντησε στον ίδιο τόνο. Τα γκρίζα μάτια του φάνταζαν μια δυνατή βροχή. «Γιατί με άφησες τόσο εύκολα Ήβη;»
«Γιατί δεν μπορούσα να σε αφήσω να με δεις έτσι.» του είπε δακρυσμένη. Ούτε τώρα ήθελε να την βλέπει. Ντρεπόταν. «Ερμή άσε με, δεν μπορώ.»
«Ξέσπασε και πες μου!» της φώναξε. Μπορούσε να καταλάβει την απόγνωσή του. Τρόμαζε στην όψη του. «Μίλα μου επιτέλους.»
«Δεν ξέρω τι θες να ακούσεις από εμένα.»
«Δεν ήρθα μέχρι εδώ για να με αποφεύγεις Σκάουτ.» να'το πάλι, την έλεγε έτσι και ένιωθε πως δεν το άξιζε. «Τέρμα όλα αυτά.»
Έφτασε όμως στα δικά της όρια. Τράβηξε το χέρι της και απελευθερώθηκε από τα δεσμά του, ο ξαφνικός θυμός της να τον εκπλήσσει. «Και γιατί ήρθες; Γιατί ήρθες πραγματικά εδώ, τώρα; Για να την παντρευτείς και να μου το τρίψεις στην μούρη;»
«Νόμιζα πως ήσουν εντάξει με αυτό.» της είπε, έπαιζε μαζί της.
«Που βρήκες μία πιστό αντίγραφο με εμένα;» σχεδόν φώναξε. Γέλασε, πόνος με πόνο λοιπόν. «Που τώρα θα της δώσεις τα πάντα με ένα χάδι; Ούτε που τη ξέρεις και ποτέ δεν θα την μάθεις!»
«Ναι βρήκα μία!» της φώναξε, η φωνή του να σπάει τη καρδιά της. «Βρήκα μία ακριβώς ίδια με εσένα. Της αρέσουν τα βιβλία, αλλά δεν ξέρει τη τύφλα της από κάτι που έχει γραφτεί για τον δύσκολο έρωτα. Λατρεύει τη φυσική, αλλά δεν μπορεί να καταλάβει βασικές αρχές, μόνο ό,τι έμαθε στο σχολείο.» μετά έκανε ένα βήμα κοντά της. Η Ήβη απομακρύνθηκε, δεν ήθελε να ακούσει άλλα. «Πίνει τσάι πρωί, βράδυ, πιστεύει πως έτσι θα αδυνατίσει και θα είναι η ιδανική κοπέλα για όλους. Και τα βράδια με εκνευρίζει τόσο πολύ που με κάνει να τελειώνω ένα πακέτο τσιγάρα στη καθισιά μου. Αυτή βρήκα.» της είπε. «Μια κοπέλα με μπλε μάτια που όμως δεν είναι εσύ. Και πίστευα πως θα την αγαπήσω και πως θα είμαι εντάξει. Με βλέπεις εντάξει;»
Έκανε ένα ακόμη βήμα πίσω, τη τράβηξε κοντά.
«Κοίτα με.»
Δεν ήθελε.
«Όλα αυτά για σένα. Και το γαμημένο ταξίδι, για να με έχεις κοντά σου. Και το ηλίθιο πλοίο, για να έρθω να σε βρω.» της είπε ψιθυριστά. «Γιατί θέλω να μου πεις πως τόσο καιρό πριν έκανα λάθος.»
«Και ήρθες να το διορθώσεις τώρα;» τον ρώτησε. «Έχεις αργήσει πολύ.»
Ο Ερμής δεν σταμάτησε. Την άφησε να του ξεφύγει πάλι, αλλά δεν την άφησε να τρέξει μακριά. Όχι πάλι. «Χθες το βράδυ χωρίσαμε.»
Δεν τον πίστεψε. Έτσι έκανε και με τη Σειρήνα κάποτε. Αν και έμαθε πως μόνο αμφέβαλε για τον εαυτό της. Το ίδιο πίστευε και τώρα; «Και τότε γιατί είναι εδώ;»
«Γιατί προσπαθεί να με πείσει πως με αξίζει.» της απάντησε. «Μάλλον.»
«Δεν καταλαβαίνω Ερμή.» έβαλε τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά της, την τρέλαινε. «Νιώθω πως τη χώρισες για εμένα και δεν καταλαβαίνω αυτόν τον σκοπό. Γιατί τώρα;»
Γιατί να ένιωθε και εκείνος όπως εκείνη; Ήταν τόσο εύκολο πριν. Ήταν μόνη της.
«Τη χώρισα για μένα Σκάουτ, με ξέρεις.» της είπε, πλησιάζοντας διακριτικά. «Γιατί με τρέλαινε η ιδέα ότι παραλίγο να πω το όνομά σου αντί για το δικό της όταν μιλάω για αγάπη στο θέατρο.»
Περπάτησε στη μία άκρη πριν γυρίσει πίσω σε εκείνον. Ανέπνεε και ανέπνεε για άλλον. «Φίλησα τον Αχιλλέα.»
Ο πόνος στη φωνή του είναι ορατός. «Το θυμάμαι. Κάνατε και παραπάνω από αυτά.»
«Όχι τότε.» του είπε. Τα μάτια της έψαξαν τα δικά του. «Χθες.»
Η σιωπή τη σκότωνε. Δεν ήθελε τέτοια σιωπή από εκείνον, τη φοβόταν, για τις σκιές που θα την τρόμαζαν. Αγχωνόταν μπροστά του, αν θα τον έχανε τώρα, ή αύριο, με την αυγή της ημέρας και τη νέα αλλαγή της κοσμοθεωρίας της. Ασυναρτησίες στο μυαλό της την έκαναν να θέλει να περπατάει πάνω κάτω, να κινείται μακριά του και κοντά του, γρήγορα πολύ.
Απλώς έμεινε στάσιμη, σταθερή και παγωμένη σαν άγαλμα μπροστά του, να βλέπει τη θύελλα στα μάτια του. Γκρίζα, δίχως χρώμα, γεμάτα ζωή, να αντανακλούν μια αλήθεια που αγαπούσε. Πώς μπορούσε να αγαπάει έναν άνθρωπο δίχως χρώμα στη ζωή του;
Ίσως επειδή της έλεγε πως έβαζε χρώμα εκείνη στη ψυχή του. Ίσως επειδή τη γυρνούσε και τη γυρνούσε σε χορό στο διαμέρισμά του και γελούσε με έναν σκοπό αλλιώτικο και για τους δύο, ξεχωριστό και μακρινό που κανείς τους δεν πίστευε πως άξιζε.
Όχι το ίδιο που προσπαθούσε να της δώσει ο Αχιλλέας. Καμία σχέση με εκείνο που επιθυμούσε και αναζητούσε.
«Τον αγαπάς;» τη ρώτησε.
«Την αγαπάς;»
«Ναι. Αλλά...» δεν είμαι ερωτευμένος μαζί της.
«Ναι. Αλλά...» δεν είμαι ερωτευμένη μαζί του.
Είμαι ερωτευμένος και ερωτευμένη με εσένα. Όπως πάντα. Γιατί δεν σε έζησα στα άκρα. Σε παράτησα στη μέση.
«Πρέπει να φύγουμε.» ψιθύρισε. Έκανε μια κίνηση να τον πλησιάσει. «Θα μας ψάχνουν.»
Ο Ερμής δεν μετακινήθηκε. «Ναι.»
«Πρώτη φορά όλοι όσοι αγαπώ είναι στο ίδιο μέρος.» συνέχισε και στάθηκε μπροστά του. «Φτάσαμε στα 40 κεφάλαια για να αγγίξω το τέλος.» μονολόγησε.
«Δεν τελειώνει όμως εκεί.» κατάλαβε. Πόσο δίκιο είχε. «Λίγο ακόμη.»
«Μόνο λίγο.» συμφώνησε. Στη σκέψη του, γιατί όλα όσα έλεγε δεν ήταν δικά της. Δεν έβγαζαν νόημα. Κάποιος άλλος τα έλεγε, κάποιος άλλος τα ψιθύριζε στον εαυτό του. «Δύο προσπάθειες. Πριν κάτσει η τρίτη.»
Ο Ερμής ανέπνεε βαριά στο πρόσωπό της.
Η Ήβη, η Σκάουτ του, σηκώθηκε στις μύτες της, και όπως την πρώτη φορά, άγγιξε τα χείλη του απαλά. Για λίγο, να πάρει μια γεύση.
Τον κοίταξε στα μάτια. Είχαν χρόνο.
Είχαν όλο το χρόνο της ζωής τους και ακόμη περισσότερο. Σε κάθε ζωή τους.
Περπάτησε προς τα πίσω, μέχρι η πλάτη της να βρεθεί με τον τοίχο. Δεν πήρε το βλέμμα της από πάνω του, ούτε όταν την πλησίασε αργά, κρύβοντας το φως του παραθύρου στην άκρη, ούτε όταν την περικύκλωσε με το σκοτάδι του. Έλαμπε στα μάτια του, σαν ηλιαχτίδα. Και μετά χαλάρωσε το κορμί της αμέσως, βρισκόταν με τον άνθρωπο που έπρεπε, στο μέρος που έπρεπε, στη στιγμή που έπρεπε.
Στην αρχή, την άγγιξε διστακτικά. Φοβόταν και ο ίδιος, τόσο άμεσα, στο πρόσωπο, είχε πολύ καιρό. Να τη δει με ελάχιστα εκατοστά διαφορά. Τα χείλη της κάτω από τα δάχτυλά του ήταν παγωμένα, διψασμένα για τα δικά του. Στο μάγουλό της, στεγνά δάκρυα, ποιος της τα προκάλεσε και τι, έμοιαζε λάθος, ένιωθε σωστό.
Και μετά στον λαιμό της, δέρμα με δέρμα να ενώνονται με μια απλή κίνηση. Ούτε που ένιωθε το δάχτυλό του, αλλά ήταν βαρύ εκείνη, την πονούσε πολύ που δεν την έπιανε παντού. Βασανισμός στο όνομά του, όταν απομάκρυνε από μπροστά του το σακάκι που της είχε δώσει, το ύφασμα από το φόρεμά της ξαφνικά ασήκωτο και σιδερένιο πάνω στο στήθος της. Εκείνος με ένα δάχτυλο έπαιξε μαζί του, της έδωσε μια ιδέα της ζεστασιάς του, αυτής που μόνο εκείνος μετέδιδε σε εκείνη. Και έκλεισε τα μάτια της, αφέθηκε.
Τη φίλησε βαθιά πριν προλάβει να χαμογελάσει. Την πίεσε πάνω στον τοίχο, δική του και δικός της, τα πόδια τους να μπλέκονται, μόνο τα ρούχα τους να τους χωρίζουν. Το σακάκι έπεσε από πάνω της με ευκολία. Ο ήχος της πτώσης ξεχάστηκε τόσο γρήγορα, όσο η ικανότητα της Ήβης να ξεκουμπώσει τα πρώτα κουμπιά του Ερμή.
Το πρώτο φιλί στο στήθος του τον άφησε ξέπνοο. Το δεύτερο ξεκίνησε μια φωτιά που δεν θα την έσβηνε τίποτε. Από τη λίστα τραγουδιών της είχε φανταστεί μόνο ένα που θα ταίριαζε σε αυτή τη σκηνή, Indigo Night, από τον Tamino. Γιατί ναι, το είχε σκεφτεί πολλές φορές, την μέρα που θα τη φιλούσε στα κρυφά και θα ένιωθε πως ήταν στα φανερά, όλοι να το ακούσουν, κανείς να μη το δει.
Σήκωσε το πιγούνι της και δάγκωσε το χείλος της, ο απαλός αναστεναγμός της μελωδία για εκείνον, δείγμα πως σε λίγο θα έχανε τις σκέψεις της και το απόλυτο κενό πριν την Έκρηξη θα ήταν αυτό που θα έμενε. Όλα ξεκίνησαν από το τίποτα και έτσι ήταν τα πάντα για εκείνη. Εκείνος, η Ήβη και το τίποτά τους, οι τρεις θεωρίες που τη σκότωναν τη μέρα και την έκαναν να ζήσει τα βράδια.
Λύγισε το γόνατό της, δειλά δειλά να το υψώνει πλάι του. Το χαμόγελό του στον λαιμό της να φωνάζει ναι και το χέρι του να το πιάνει και να το σφίγγει πάνω του, να την φέρνει κοντά του και να νιώθει τα πάντα. Ζαλισμένη από τη ξαφνική της ευτυχία, τον άφησε να σηκώσει αργά το φόρεμα από το μπούτι της, το δέρμα να εκτίθεται στο σκοτάδι και στην σιωπή, ο ήχος των φιλιών του στον λαιμό της και εκείνη να ψάχνει από πού να πιαστεί να είναι το μόνο που ακούγεται.
Δεν χόρταινε τα φιλιά του. Τόσο της έλλειψε το να νιώθει άνετα στο σώμα το δικό της, στα χέρια κάποιου άλλου.
Της ξέφυγε μια μικρή κραυγή, ένα αθώο γέλιο που καλύφθηκε από τα χείλη του όταν τη σήκωσε στα χέρια του. Αυτόματα, τύλιξε τα χέρια της γύρω από το κεφάλι του και τα πόδια της κλείδωσαν στη μέση του. Την πίεσε στον τοίχο με δύναμη, ο πόνος στην πλάτη να τη καίει. Κάτι ξύπνησε μέσα της, μια ανάγκη για να πάρει περισσότερο από εκείνον και να του δώσει ό,τι μπορούσε. Η στύση του εμφανής ανάμεσα στα πόδια της, το εσώρουχό της και το ρούχο του να την ενοχλεί απίστευτα εκείνη τη στιγμή.
Με ένα χέρι να τη κρατάει από τον γοφό της, το άλλο έπιασε το κλάμερ στα μαλλιά της. Ατίθασες και αχτένιστες μπούκλες να ελευθερώνονται για λίγο, πριν το χέρι του τις κλείσει στη χούφτα του και τις τραβήξει προς τα πίσω. Εύκολη πρόσβαση στον λαιμό της, μικρές δαγκωματιές που την τρέλαιναν, υγρά φιλιά στο δέρμα της κάθε φορά που τριβόταν πάνω της. Ήθελε να ελευθερωθεί από όλα αυτά που τους χώριζαν, την τρόμαζαν οι τόσες αποστάσεις.
Δεν πρόλαβε να του το πει. Με το στόμα του κατέβασε τη μία τιράντα, το ύφασμα να πέφτει παίρνοντας μαζί του την τιράντα του εσωρούχου της. Και εκεί, στον ώμο, το πρώτο φιλί, το ύφασμα να αποκαλύπτει μέρος τους στήθους της. Ο Ερμής τη σήκωσε καλύτερα στα χέρια του και την έκανε ένα με τον τοίχο, όσο άντεχαν και οι δύο. Κοφτές οι ανάσες της όταν στο στόμα του, γλώσσα πρώτα, μετά χείλη, έκλεισε πάνω στο ευαίσθητο δέρμα της, όσο μπορούσε, ελευθέρωνε το χέρι του και την έπιανε εκεί, η πίεση στο στήθος της να τη κάνει να ρίχνει το κεφάλι πίσω, να τεντώνει το σώμα της για καλύτερη πρόσβαση.
Το λάτρευε. Την επαφή, εκείνον πάνω της, την έκανε να δαγκώνει τα χείλη της. Όσο άβολη και αν ήταν η στάση, όσο και αν την πονούσε η σκληρή λαβή του στη μέση και στα πόδια της, το λάτρευε. Πόσο το ήθελε και πόσο κοντά ήταν ξαφνικά στα πάντα.
Μα πάντα κάποιος θα της τον έπαιρνε μακριά. Πριν προλάβει να τον χορτάσει εξ ολοκλήρου.
Η μορφή της Astrid εμφανίστηκε στην αρχή του διαδρόμου σκοτεινή, παρά τη φωτεινή της ατμόσφαιρα. Η Ήβη στην ηδονή, έγειρε το κεφάλι της στο πλάι με τον Ερμή να γραπώνει το σώμα της και να την δαγκώνει απαλά φιλώντας τον λαιμό της. Τότε την είδε, αρχικά θολά, μετά πιο καθαρά. Και το κράτημά της πάνω του έγινε ασταθές, οι αναπνοές της γρήγορες.
Έκλεισε τα μάτια της, ήλπιζε να έφευγε, ήλπιζε να μην ήταν εκεί.
«Ερμή.» η φωνή της Astrid την πήρε από το όνειρο. «Ερμή.»
Σήκωσε το κεφάλι του αργά. Κενό στον λαιμό της και ένα ψυχρό κρύο να τη κατακλύζει. Η λαβή του την ελευθέρωσε και σιγά σιγά, τη κατέβασε κάτω. Τα πόδια της ήταν σαν ζελέ όταν έφτασαν στο πάτωμα, η Ήβη πίστευε πως θα πέσει. Και τώρα, τι;
Ο Ερμής δεν κοίταξε την Astrid, τα μάτια του ήταν κολλημένα στη Σκάουτ του. Αλλά εκείνη δεν μπορούσε να τον κοιτάξει, φοβόταν τι θα έβλεπε.
«Συγνώμη.» ψιθύρισε. Η λέξη του βαριά, μερικά χιλιοστά πριν από το στόμα της. «Κοίτα με.»
Τολμάς;
Αναπνέοντας βαριά, έσυρε το βλέμμα της από την αγριεμένη Astrid πάνω του. Ήρεμος, όπως σε όλες τις καταστάσεις τρόμου. Αν δεν φοβόταν εκείνος, θα φοβόταν εκείνη;
Σ'αγαπώ, ήθελε να της πει. Και εγώ, θα απαντούσε. Αλλά δεν το έκανε.
Όταν απομακρύνθηκε από κοντά της άρχισε να μετρά αντίστροφα από το πέντε. Δεν ήθελε να καταρρεύσει, δεν θα το επέτρεπε στον εαυτό της. Αλλά ο πόνος ήταν μεγάλος και εκείνη πολύ μικρή για να τον αντέξει όλον.
Τον είδε να φτάνει δίπλα της, σε εκείνη που δεν θα ήταν ποτέ εκείνη. Και έφυγε μόνος του, με την Astrid να τον ακολουθεί, το μικρό της χαμόγελο να πνίγει την Ήβη.
Είχαν όλο τον χρόνο της ζωής τους, κάποιος της είχε ψιθυρίσει. Έχε πίστη.
Το θέμα ήταν, αγαπητέ αναγνώστη, πως είχε χάσει την πίστη της εδώ και καιρό.
Η Σειρήνα χαμογέλασε. «Το χέρι σου. Αυτό κρατάει και τις τρεις οδοντογλυφίδες μαζί.»
«Λάθος.» της απάντησε η Δώρα. Η γιαγιά της θα ήταν περήφανη, τόση φιλοσοφία, πώς χώρεσε στη λεπτή φιγούρα της; «Το Σύμπαν.»
«Αυτό με τα ζώδια τώρα θα αρχίσεις;» μουρμούρισε η Άννα.
Σαν να προσβλήθηκε, άφησε τις οδοντογλυφίδες στο πλαστικό τραπέζι. «Όχι φυσικά.»
«Δεν το καταλαβαίνω.» της είπε η Σειρήνα. «Το σύμπαν και όλες αυτές τις φιλοσοφικές χαζομάρες. Τι πάει να πει; Ότι και οι τρεις είναι ενωμένοι, ένας ίσον κανένας;»
Ε, κάπως έτσι. «Δεν...δεν είμαι σίγουρη, ξέχασα το βιβλίο.»
Μισές δουλειές.
Ο κύριος Ανδρέας εμφανίστηκε πίσω από τον Βαγγέλη. «Με ποιον τα έβαλες βρε βλάκα;»
Η Δώρα κοίταξε στο πλάι στις σκάλες, ο Ερμής εμφανίστηκε σχεδόν τρέχοντας, από πίσω του θυμωμένη η Astrid. Πανικός μέσα της, δεν κουνήθηκε. «Άννα.»
«Αφεντικό, εγώ δεν έκανα τίποτα, το ορκίζομαι.» απάντησε ο Βαγγέλης στερεώνοντας τα γυαλιά του. «Είμαι θύμα του έρωτα.»
«Μωρή Άννα.» σταμάτα να φιλάς ερωτευμένη τον δικό σου.
«Τι θύμα βρε καημένε.» σχολίασε ο κύριος Ανδρέας. «Να σε κοιτάξει κανένας γιατρός.»
Ο Βαγγέλης χαμογέλασε σαν χαζό. «Μου πάει η σπασμένη μύτη αφεντικό;»
«Σαν ανάποδο γαμώτο είσαι.» του απάντησε.
«Άννα!» φώναξε η Δώρα.
Η φίλη της παράτησε τα χείλη του Γιώργου. «Τι θες μωρή, δεν βλέπεις που έχω δουλειά;»
Τώρα βρήκε;
Η Ήβη κατέβηκε αργά τα σκαλοπάτια με το σακάκι του Ερμή να κρέμεται από το χέρι της. Το βλέμμα της παγωμένο, τα μάγουλά της κόκκινα. Πλησίασε το τραπέζι τους, τη στιγμή που ο Αχιλλέας την εντόπισε από μακριά. Η Άννα και η Δώρα σηκώθηκαν μαζί, περίμεναν.
Κάτι είχε γίνει. Πάει το στοίχημα;
«Θέλω γλυκό.» τους είπε χαμηλόφωνα. Ο κύριος Ανδρέας τέντωσε το κορμί του, ανησυχία στα μάτια του. Την άκουσαν όλοι, μέχρι και η Σειρήνα. «Θέλω μια τάρτα λεμονιού με παγωτό μπισκότο της μαμάς και γλυκό φράουλας πάνω από σαντιγί.»
Πέταξε το σακάκι του Ερμή στο τραπέζι.
Η Άννα την πλησίασε και έπιασε απαλά το χέρι της. Η Δώρα κοίταξε μακριά, έψαξε τον ένοχο. Τον βρήκε να κάθεται στην άλλη άκρη της αυλής με την Astrid να μιλάει μόνη της. Τον μισούσε, για λίγο. Η Δανάη κάποτε καθόταν εκεί, τώρα έφτανε δίπλα στην μικρή εγγονή της και το τσιγάρο έσβησε στα πόδια της.
Η Ήβη της έκανε μόνο μια θυμωμένη ερώτηση. «Γιατί εσύ; Από όλους, με ξέρεις καλύτερα από τον εαυτό μου. Γιατί εσύ ήσουν αυτή που του το είπε;»
Τι έκανε; Η Δώρα έμεινε στη θέση της, απλή θεατής. Η φωνή της Ήβης δυνάμωσε.
«Και εσύ;» φώναξε απέναντι, στη γυναίκα που καθόταν μόνη της. Στη μαμά της. «Σε εμπιστεύτηκα!»
«Ήβη;» ρώτησε ο Αχιλλέας.
Η Ήβη τον έσπρωξε από πάνω της, περπάτησε προς τη μέση, εκεί που η Μίνα δεν τολμούσε να πάει. Κοίταξε τη μαμά της κατάματα. «Σε μισώ. Για τώρα σε μισώ, τόσο πολύ μαμά.»
Ο Μάρκος, είχε μείνει μόνος του, έφτασε κοντά της. «Τι έγινε ηλιαχτίδα;»
«Ήταν λάθος που ήρθες απόψε τελικά. Ήταν λάθος που ήρθα και εγώ μαζί σου.» ψιθύρισε. Η Δώρα και η Άννα την πλησίασαν από πίσω, αλλά κανείς δεν έκανε κίνηση. Η Ήβη στράφηκε στον αδελφό της. Ο Ανδρέας, δίπλα από τη Νίνα, όπως τους είχε αφήσει. «Ευχαριστημένος; Είμαι το ίδιο κατεστραμμένη με εσένα τώρα.»
Ο Ανδρέας δεν απάντησε. Κανείς δεν το έκανε. Την είδαν απλώς να φεύγει. Το τελευταίο άστρο σε έναν σκοτεινό ουρανό να σβήνει.
Πρώτος που έκανε τη κίνηση ήταν ο Ερμής. Άφησε το χέρι της Astrid και πήγε να ακολουθήσει το φως του. Κάτι τον σταμάτησε.
Η Δώρα και η Άννα κινήθηκαν γρήγορα, ο Βαγγέλης και ο Γιώργος να αναρωτιούνται τι πρέπει να κάνουν. Με ένα αγριεμένο βλέμμα, ο Ερμής έμεινε στη θέση του, ο Αχιλλέας ένιωσε το σπρώξιμο της Άννας για να μείνει εκεί. Αυτές θα πήγαιναν να τη βρουν. Να ρωτήσουν τι και γιατί, αν και ήδη ήξεραν.
Ο Ανδρέας άφησε το χέρι της αδελφής του. Έκανε ένα βήμα στον Μάρκο, εκείνος είχε πλάτη προς όλους. Κοιτούσε τη κόρη του να φεύγει μακριά. Δίπλα του ήρθε να σταθεί ο άλλος άνδρας, ο συνονόματος. Ο μικρός έχασε όλο το θάρρος του βλέποντας από πίσω τον πατέρα του, δεν τόλμησε να πει και να κάνει τίποτα. Ούτε τη συγνώμη να τη ζητήσει ούτε το απλό γεια να του πει. Δειλός, όπως κάποιοι ανάμεσά τους.
Ο Ερμής είδε κατάματα την Astrid. Μία λέξη. «Τέλος.» κουρασμένη λέξη. Τα παρατούσε, δεν άντεχε. Δυστυχώς μόνο εκείνη την άκουσε.
Ο Αχιλλέας έμεινε μόνος σε μια απόκοσμη σιωπή. Έβλεπε το σημείο που κάποτε στεκόταν η ηλιόφωτη, τίποτα δεν πρόλαβε να της πει εκείνη την μέρα. Πότε την έχασε, πότε παραλίγο να τη κερδίσει και τη ξαναέχασε, δεν το κατάλαβε.
Η Μίνα πλησίασε τον Μάρκο από μπροστά. Έσβησε το τσιγάρο της, το τελευταίο που της είχε μείνει, μαζεύοντας και εκείνη το δικό της θάρρος. Γέλασε, χαζή, μόνη της.
Ο Μάρκος έκανε να φύγει. Δεν τον άφησε.
Τον αγκάλιασε. Επιτέλους, τα χέρια της γύρω του.
Ένας ψίθυρος, μια αλήθεια. «Νόμιζα πως πέθανες.»
Τα χέρια του γύρω από τη μέση της την βεβαίωσαν για το αντίθετο. Δεν μπορούσε να της μιλήσει και να της απαντήσει. Δεν χρειάστηκε.
Ο μεγάλος Ανδρέας κοίταξε μακριά, στον δικό του μικρό. Περπάτησε και έφτασε δίπλα του, τον πήρε από τον ώμο, παρόμοιο ύψος. Κάποτε ήταν μωρό, τώρα παραλίγο να φτιάξει τη δική του οικογένεια.
«Μιας και βγαίνουν όλα προς τα έξω,» του είπε σιγανά, «σου χρωστάω πολλές λαμπάδες μικρέ.»
Παγωμένο το σώμα του, ο μικρός Ανδρέας δεν αντέδρασε. Θα λιποθυμούσε σε λίγο.
Η Νίνα πήρε από το χέρι τον Ιάσονα. Όλα ήταν καλά. Όλα ήταν εντάξει. Και ας φαίνονταν χάος τώρα, ήταν στην κατάλληλη τροχιά για όλα.
Τον τράβηξε κοντά της με ένα χαμόγελο. «Θέλω να με παντρευτείς.»
«Εδώ καίγεται ο κόσμος ρε Νίνα και εσύ σκέφτεσαι αυτό;» τη ρώτησε, ανήσυχος για τον αδελφό του. «Σου είπα, εγώ σε αγαπώ ό,τι και αν γίνει, ακόμη και όταν θα κάψεις το σπίτι σε στάχτες γιατί δεν ξέρεις να μαγειρεύεις. Δεν πειράζει, θα μάθουμε μαζί. Αλλά τώρα η αδελφή σου-»
«-η αδελφή μου είναι στα καλύτερα χέρια του Σύμπαντος.» τελείωσε τη φράση του. Πέρασε τα χέρια της στον λαιμό του. «Θέλω να με παντρευτείς αύριο.»
Ο Ιάσονας φάνηκε αγχωμένος. Ψεύτης, κακός ψεύτης. «Αύριο; Δεν έχουμε ετοιμάσει τίποτα.»
«Χρειαζόμαστε κάτι άλλο πέρα από όλους όσους θέλουμε στον γάμο; Λες και δεν θα εμφανιστεί ξαφνικά ο μπαμπάς σου στο πρωινό δρομολόγιο.» του είπε και πλησίασε τα χείλη του. «Λες και δεν ξέρω ότι έχεις ήδη καλέσει παπά και κουμπάρο τον αδελφό σου και τα έχεις κανονίσει όλα.»
Χαμογέλασε διαβολικά. «Τι με πρόδωσε;»
«Κάτι που είπε ο Μάρκος στον μεγάλο Ανδρέα πριν.» όταν κρυφάκουγαν και ο Ανδρέας μάλωνε με την Ήβη. «Κάτι περί του ότι ετοίμασε το σπίτι για ειδική περίσταση, με φωτάκια και άλλες μαλακίες που δεν δούλευαν σωστά.»
«Και παραλίγο να γίνει καλός συνεργός στο έγκλημα.» ψιθύρισε. Ο Ιάσονας τη φίλησε γλυκά. «Συγνώμη.»
Που έμπλεξε την Ήβη και τον μπαμπά της. Ειδικά το τελευταίο. «Άσ' τα τώρα αυτά. Μέχρι να αρχίσουν να το διαλύουν το πάρτι έχουμε λίγο χρόνο.»
Όταν τον τράβηξε από το χέρι προς τις σκάλες, ανησύχησε. «Χρόνο για τι;»
«Για να με κάνεις να σε συγχωρέσω.» του είπε και έτρεξαν πάνω στις σκάλες. «Με έκανες να τρέχω πέρα δώθε από πίσω σου; Θα το πληρώσεις στο κρεβάτι κύριε.»
Ο Ιάσονας γέλασε. «Αυτό το μυαλό σου.»
Το παιχνιδιάρικο βλέμμα της τον σκότωνε. Θα την ακολουθούσε και στον θάνατο και ακόμη παραπέρα. Παντού.
Αυτοί οι δύο θα ήταν για πάντα μαζί. Και τα όνειρά τους, έγιναν ο προορισμός τους.
________________________
Α/Ν Αποφάσισα να μην περιμένω. Αυτό είναι το τελευταίο επίσημο κεφάλαιο του βιβλίου. Σε λίγες μέρες θα αρχίσουν να ανεβαίνουν και όσα έμειναν. Τρία συν τον επίλογο.
Καλά αποτελέσματα στις Πανελλήνιες και στις εξεταστικές μας.
Και γενικώς, στη ζωή.
DL
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top