4. Stand By Me - Ben E. King

4. Stand By Me - Ben E. King

Οι σιωπές κάνουν τις πραγματικές συζητήσεις μεταξύ φίλων. Αυτό που μετράει δεν είναι να μιλάς, αλλά να μη χρειάζεται να μιλήσεις.

- Margaret Lee Runbeck

Ο Αχιλλέας κοιτούσε πάλι το κινητό του. Τον είχε πάρει τηλέφωνο. Δεν το πίστευε. Εκείνη που του είχε πει πως δεν θα μιλούσαν ποτέ ξανά. Εκείνη που απομακρύνθηκε πρώτη και ορκίστηκε στο να μην τον κοιτάξει ποτέ άλλοτε. Τον πήρε τηλέφωνο. Έπρεπε να είχε απαντήσει, έπρεπε να το είχε σηκώσει και να την έπειθε να γυρίσει πίσω σε εκείνον.

Αλλά δεν μπορούσε.

Τα χέρια του έτρεμαν όταν είδε το όνομα της στην οθόνη του κινητού. Η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει. Ήταν άραγε κάποιο αστείο; Μπορεί να έγινε κατά λάθος. Δεν χτύπησε για πολύ εξάλλου. Μπορεί να μη το εννοούσε. Μπορεί, μπορεί, μπορεί.

Ή μπορεί να τον αναζητούσε όπως αναζητούσε εκείνος τα πράσινα μάτια της.

«Θα το κάνω, το αποφάσισα.»

Χωρίς να σηκώνει το κεφάλι του από την φωτογραφία της, η φωνή του βγήκε ήρεμη και επανέλαβε τα λόγια που είχε πει πριν δέκα λεπτά. «Ναι το ξέρω.»

Άραγε τον σκέφτεται; Σε λίγες μέρες θα έχει φύγει και επισήμως μακριά του. Αν είναι άλλο ένα παιχνίδι της, δεν είναι ωραίο και ο Αχιλλέας θέλει να σταματήσει αμέσως. Θέλει να χάσει. Θέλει όμως και να νικήσει, θέλει να δει τι ακολουθεί. Μήπως να την έπαιρνε τηλέφωνο; Θα ήταν μια χαλαρή συζήτηση, θα της έλεγε πως είδε την κλήση της, θα τη ρωτούσε αν ήθελε κάτι σημαντικό, εκείνη λογικά θα έλεγε όχι, και ο Αχιλλέας θα φώναζε εκείνο το Σ'αγαπώ που δεν κατάφερε να φωνάξει όταν έπρεπε. Σίγουρα θα έπιανε αυτό. Τουλάχιστον στο μυαλό του έπιασε.

«Σου λέω θα το κάνω, απλώς θέλω λίγο χρόνο.»

«Ναι, έχουμε όλο το βράδυ μπροστά μας.»

Τι ήθελε να του πει; Ότι τον θέλει πίσω; Θα το έπαιζε δύσκολος, θα έλεγε ότι προχώρησε. Αυτό πιάνει συνήθως στις κοπέλες, σε εκείνη δεν θα έπιανε; Και αν ήθελε αποδείξεις; Ε θα της έστελνε μια φωτογραφία από το ίντερνετ, τόσες ανεβάζουν στο Instagram, εκεί είναι το θέμα; Και αν τον πήρε τηλέφωνο για να του πει ότι τον αγαπάει; Θα χαθεί πάλι το σήμα στον εγκέφαλό του και θα πει Ενδιαφέρον, ενδιαφέρον. Αυτό είναι το πιο πιθανό που θα συμβεί.

«Το έχω, είμαι σίγουρη. Δύο βήματα έμειναν, τόσα έκανα.»

«Ναι, έχουμε όλο το βράδυ μπροστά μας.»

Να δεις που το έκανε απλά για να του σπάσει τα νεύρα. Είναι σίγουρος πως το άλλο το βόδι της είπε να τον πάρει. Αν είναι όντως έτσι...μήπως ο Ιάσονας έχει δίκιο που τον λέει κολλημένο; Μήπως πρέπει όντως να προχωρήσει; Μήπως πρέπει να τη ξεχάσει; Αλλά δεν μπορεί. Του είναι αδύνατο. Μόνο μια άλλη κοπέλα μπορεί να τον ξεκολλήσει και αυτό θα είναι δύσκολο.

«Αχιλλέα, δεν μπορώ.» την άκουσε να ψιθυρίζει.

Αυτή τη φορά σήκωσε το βλέμμα του. Η Ήβη στεκόταν πάνω από τις καταραμένες πέτρες τα τελευταία σαράντα λεπτά, βλέποντας τη ζωή της να περνάει από μπροστά και να λέει Άντε γεια κουκλίτσα μου. Η Ήβη απαντούσε Ναι αντίο, αλλά σε λίγο τώρα έχω δουλειά.

Ο Αχιλλέας σηκώθηκε τινάζοντας το κόκκινο παντελόνι του από τα δωμάτια και τα φυλλαράκια στα οποία καθόταν. Η Ήβη άκουσε τα βήματά του, γύρισε το κεφάλι της και τον κοιτούσε απογοητευμένη. Απογοητευμένη από τον εαυτό της. Η καρδιά του έχασε έναν χτύπο.

«Είναι με τους δικούς σου όρους ηλιόφωτη. Πες το, και έχουμε γυρίσει στο σπίτι σε δευτερόλεπτα.» της είπε όταν έφτασε δίπλα της. «Πες το, και συνεχίζουμε. Σαράντα λεπτά περιμένουμε, τι είναι άλλο λίγο;»

Η Ήβη ξεφύσησε. «Φοβάμαι. Μπορεί να πέσω, να με παρασύρει το ρεύμα, να πέσω σε γκρεμό.»

«Είναι αρκετά ρηχά. Αν πέσεις, το πολύ πολύ να έχεις μια ωραία μωβ μελάνια στον κώλο σου.»

Σήκωσε το χέρι της μπροστά από το στόμα της σαν να αντιλήφθηκε κάτι. «Το πτυχίο μου! Δεν θα το πάρω ποτέ το καταραμένο. Δεν ξόδεψα εγώ δύο εξάμηνα με τριάντα τρέλα και οξύθυμα πλάσματα για να μην ανέβω να σηκώσω το πτυχίο στα μούτρα τους!»

Ο Αχιλλέας χαμογέλασε. «Αυτό είναι το συναίσθημα που ψάχναμε! Άντε πάμε τώρα.»

Τα φουντωτά ξανθά μαλλιά της πέταξαν παντού όταν χοροπήδησε από τα νεύρα της. Μετά έκανε ένα βήμα μπροστά, και άλλο ένα. Αυτά τα δύο της ήταν εύκολα πλέον, τα έκανε τα τελευταία σαράντα λεπτά, και μετά γυρνούσε αμέσως πίσω. Αυτό δεν την βοήθησε ιδιαίτερα, ίσα ίσα την άγχωνε ακόμη περισσότερο. Αλλά προσπαθούσε ξανά και ξανά, άσχετα το πόσες φορές επέστρεφε στην αρχή.

Ο Αχιλλέας στάθηκε ακριβώς από πίσω της, προσέχοντας πάντα να μη την ακουμπήσει. Τα μαλλιά της έμπαιναν στα μάτια του και είχαν σχεδόν βουλώσει τη μύτη του, αλλά τουλάχιστον μύριζαν ωραία. Πολύ ωραία για την ακρίβεια. «Άπλωσε τα χέρια σου στο πλάι.»

«Γιατί;» ρώτησε με τον πανικό να βγαίνει μέσα από τη φωνή της.

«Για να σε πιάσω όταν πέσεις.»

Η Ήβη έκανε αυτό που της είπε. Τα χέρια της απλώθηκαν στο πλάι σε μια στιγμή και ο Αχιλλέας έβαλε τα δικά του με τον ίδιο τρόπο, κοντά για να νιώθει την ασφάλεια αλλά μακριά για να μην αγγίζονται. «Τώρα θέλω να κοιτάς μπροστά σου. Δεν θέλω να κοιτάξεις στιγμή πίσω ή στο πλάι. Το' χεις;»

«Κοίτα-»

«Το'χεις;» τη ξαναρώτησε.

Ξεφύσησε ξανά. «Ναι, ναι, ναι.»

«Ωραία. Τώρα πάμε μαζί. Δεξί πόδι εσύ, δεξί πόδι εγώ.»

Το πρώτο βήμα έγινε. Η Ήβη βρισκόταν στην πρώτη πέτρα. Το δεύτερο έγινε με αρκετή ευκολία επίσης, ο Αχιλλέας πήρε την θέση της στην αρχή. Εκεί η Ήβη σταμάτησε. Ένιωσε τα χέρια της να τρέμουν πάνω από τα δικά του. Εισπνοή, εκπνοή της είχε πει. Προσπάθησε να το κάνει, αλλά δεν της έβγαινε σωστά.

«Εμπιστεύσου με.» της ψιθύρισε.

Με μάτια γεμάτα περηφάνεια, ο Αχιλλέας είδε τα μαλλιά της και το σώμα της να απομακρύνονται από εκείνον, και να περνάνε με επιτυχία στο επόμενο στάδιο. Τα χέρια της ανοιχτά στο πλάι, έπεσαν λίγο όταν έφτασε στην τελευταία πέτρα. Ένα ακόμη βήμα, και τώρα βρισκόταν στην άλλη πλευρά.

Σιωπή.

Και μετά, ένα ουρλιαχτό χαράς. «Θεέ μου, Αχιλλέα το έκανα! Το έκανα, το έκανα, το έκανα!»

Ο Αχιλλέας δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει. Ήταν περήφανος που βοήθησε σε κάτι τέτοιο. Αν τον ρωτούσες πριν λίγες μέρες πώς θα περνούσε το Πάσχα του, σίγουρα δεν θα σου έλεγε ότι θα βοηθούσε μια κοπέλα φωτεινή σαν τον ήλιο να περάσει τέσσερις καταραμένες πέτρες απόστασης δύο μέτρων, μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα, με τις κουκουβάγιες να τους κοιτούν απειλητικά, και με το κρύο να παγώνει τον κώλο του. Και όμως το έκανε. Και αν πίστευες πως ένιωθε ότι χαράμισε τα τελευταία σαράντα πέντε λεπτά, έκανες λάθος.

«Και όλο αυτό από μόνη σου.»

«Τι;» Η Ήβη γύρισε επιτέλους να τον κοιτάξει. Τα μάτια της μεγάλωσαν περισσότερο όταν κατάλαβε πως ο Αχιλλέας είχε μείνει πίσω εξ αρχής. Ότι το έκανε όλο αυτό μόνη της, απλά και μόνο επειδή ένιωθε ασφαλής. Ο Αχιλλέας της χαμογέλασε περισσότερο όταν φώναξε προς εκείνον θυμωμένη. «Και αν έπεφτα; Αχιλλέα, σε εμπιστεύτηκα!»

Ο Αχιλλέας πέρασε στην άλλη πλευρά με τρία βήματα γεμάτα χάρη. «Όχι, πέρασες επειδή εμπιστεύτηκες τον εαυτό σου.»

Τα μάτια της πετούσαν σπίθες, το γέλιο του όμως γέμισε τη σιωπή και οδήγησε στο πρώτο χαμόγελο που του έδωσε ποτέ. Μέσα στο φως του φεγγαριού, την είδε να λάμπει πιο πολύ από ποτέ. Τα μάτια της άστραψαν, τα μάγουλά της, είναι κόκκινο αυτό; Και τα χείλη της άνοιξαν για να δείξουν το όμορφο χαμόγελο που κρατούσε τόσο γερά μέσα στη ψυχή της.

Την κοιτούσε σαν μεθυσμένος.

Μέχρι που έπεσε. Η χαρά αντικαταστάθηκε με φόβο, καθώς κοιτούσε κάτι από πίσω του. «Αχιλλέα, είπες ότι μισείτε τους απέναντι έτσι;»

Ο Αχιλλέας κούνησε το χέρι του. «Μισώ είναι σκληρή λέξη. Απλώς είναι τρελοί. Κυκλοφορούν συνήθως με τουφέκια. Δεν είναι λίγες οι φορές που ξέφυγα από δαύτους. Από κάπου χάνουν αέρα στο μυαλό τους.»

Η Ήβη δάγκωσε τα χείλη της. «Θες να μου πεις πως αυτοί που έρχονται κρατούν τουφέκια στα χέρια τους;»

Ο Αχιλλέας γύρισε επιτέλους να δει αυτό που έβλεπε η Ήβη. Το χαμόγελό του έπεσε με τον ίδιο τρόπο που έπεσε και της Ήβης πριν λίγο. Πέντε φιγούρες έρχονταν κοντά τους μέσα από τα δέντρα. Δύο άνδρες, ένα αγόρι και δύο κοριτσάκια. Οι άνδρες κρατούσαν κάτι μακρύ στα χέρια τους, ο Αχιλλέας και ο Ιάσονας είχαν γνωρίσει από μικροί τι ήταν αυτά.

Και όλα πήγαιναν τόσο ωραία γαμώτο.

«Δυοβουνιώτης! Πάλι εσύ είσαι μαρή αγελάδα;»

Ο Αχιλλέας αναγνώρισε τη φωνή του Ηρακλή Καλογιάννη πριν εμφανιστεί μπροστά του. Αγελάδα, συνέχεια έτσι τον έλεγε ο πορνόγερος. Είχε παλιώσει το αστείο πλέον. «Ναι μαρή παρδάλω, εγώ είμαι!»

«Έχεις και κοπέλα βλέπω!» Σε αυτή τη φράση, η Ήβη κρύφτηκε γύρω από τον Αχιλλέα. «Πόσες φορές σου έχω πει να μη μπαίνεις εδώ πέρα; Θα σου τινάξω τα μυαλά! Μέχρι και πινακίδα μόνο για σε βάλαμε!»

Ο Αχιλλέας σήκωσε το χέρι του. «Και για τον Ιάσονα. Εγώ δεν έφταιξα σε τίποτα τότε! Εκείνος φταίει για όλα!»

«Τι κάνει η κατσίκα μου, ή την έχεις ξεχάσει από τότε που την κλέψατε;»

«Α για να σου πω!» στην θέα όμως του όπλου, ο Αχιλλέας έκανε ένα βήμα πίσω μαζί με την Ήβη. Κατέβασε τη φωνή του και μίλησε με απόλυτη ηρεμία. «Αυτή τη κατσίκα την είχε κλέψει ο Ιάσονας. Και είναι μια χαρά, γλύφει ακόμη αθώα πλάσματα.»

Ο Καλογιάννης και ο γιος του, Σούλης από το Τασούλης, από το Αναστασούλης, έκαναν ένα βήμα μπροστά. Τα παιδιά επίσης, με κλαδιά στα χέρια τους. «Ήρθες πάλι να με κλέψεις μικρέ; Κρατημένα στα έχω αν ντολμάς!»

Από πίσω του άκουσε ένα σχεδόν αθόρυβο γέλιο. Τώρα βρήκε και η Ήβη να γελάσει; Εδώ καίγεται ο κώλος του, και αυτή γελάει. «Όχι φυσικά. Ό,τι ήθελα να σου πάρω, το πήρα. Απλά και μόνο επειδή μας τα κλέψατε εσείς πρώτοι, αλλά δεν μπορώ να το κάνω τώρα θέμα.»

«Θέλουμε πίσω τη Σούλα!» φώναξε το αγοράκι.

Η Ήβη τον χτύπησε απαλά στον ώμο. «Ποια είναι η Σούλα;»

«Η κατσίκα.» της απάντησε. Ύστερα γύρισε το βλέμμα του προς τους δυο άνδρες. «Και μιας και λύσαμε όλα μας τα προβλήματα, λέω να φεύγουμε εμείς. Να πάτε και εσείς να κοιμηθείτε, είναι αργά.»

«Μωρέ τι μας λες;» αναφώνησε ο Καλογιάννης ο μεγάλος. «Εμείς δεν σας κλέψαμε τίποτα!»

«Τώρα θα τα λύσουμε όλα βρε; Μεγάλη εβδομάδα είναι, ας το αφήσουμε να πάει στο καλό.» χωρίς να γυρνάει το κεφάλι του, ψιθύρισε στην Ήβη τη σκέψη του. «Όταν σου πω, θα τρέξεις όσο πιο γρήγορα μπορείς. Τρελοί είναι αυτοί, τόσο καιρό θέλουν να μου βάλουν μια σφαίρα στο κεφάλι.»

«Γιατί Δυοβουνιώτη, έχεις κάπου να πας;» τον ρώτησε το αγοράκι, πόσο να ήταν, πέντε, έξι χρόνων; Και όμως κοιτούσε τον Αχιλλέα πιο απειλητικά από τους άλλους.

«Ε ναι.» είπε ο Αχιλλέας. «Ήβη, τρέχα!»

Είδε την ηλιόφωτη να γουρλώνει τα μάτια της, απροετοίμαστη για κάτι τέτοιο. Ο Αχιλλέας την έσπρωξε μπροστά. Οι δύο τους πέρασαν πάνω από τις πέτρες, η Ήβη μάλιστα τις πέρασε με ένα μεγάλο άλμα η άτιμη. Από πίσω τους, τα παιδάκια μπροστά, οι άνδρες πίσω τους κυνηγούσαν μέσα από τα δέντρα του χωριού του. Οι σκέψεις του Αχιλλέα έτρεχαν μαζί του. Πού να πάει; Τη τελευταία φορά τον είχαν βρει στη στάνη, τώρα δεν μπορούσε να κρυφτεί εκεί. Είχε χάσει την έμπνευσή του για κρυψώνες, δεν του χρειάστηκαν τα τελευταία δύο χρόνια. Και τότε του ήρθε η ιδέα. Υπέροχη ιδέα δεν τη λες, αλλά είναι ό,τι πιο κοντινό εδώ κοντά.

«Από εδώ.» είπε στην Ήβη πιάνοντάς την από το χέρι. Ο Σατανάς και οι απόγονοί του τους ακολουθούσαν, ο ένας μετά τον άλλον κατά ύψος σαν τους Ντάλτον. «Δεν σε έχω προετοιμάσει για αυτό, αλλά μπορεί να χρειαστείς να πηδήξεις. Δεν είναι κάτι. Μπαμ και κάτω.»

Την οδήγησε στην άκρη του δάσους, εκεί που συναντάει τον δρόμο. Κατέβαινε αρκετά απότομα οπότε έπρεπε να πηδήξουν. Ο Αχιλλέας το είχε ξανακάνει, δεν ήταν δύσκολο. Την πρώτη φορά στα πέντε του, όταν τον κυνηγούσαν μαζί με τον Ιάσονα και τη Σούλα, ο Αχιλλέας χρειάστηκε πέντε ράμματα στο γόνατο, με σίδερο. Τώρα μετά από τέσσερις ακόμη προσπάθειες, το ύψος του φαινόταν μηδαμινό.

Η Ήβη δεν πρόλαβε να εκφράσει τον πανικό της, αντίθετα ούρλιαξε όταν ο Αχιλλέας κρατώντας το χέρι της, πήδηξε από το λοφάκι. Οι δύο τους έπεσαν στα πόδια, η Ήβη παραπάτησε όταν ξεκίνησαν πάλι να τρέχουν. Ο Αχιλλέας γύρισε για λίγο το κεφάλι του για να ελέγξει τη κατάσταση και τον χρόνο. Τα παιδάκια ακολούθησαν το παράδειγμα του Αχιλλέα και πήδηξαν, τα κορίτσια αμέσως σηκώθηκαν, το αγόρι άρχισε να κλαίει. Οι δύο άνδρες κατέβαιναν στα τέσσερα, και έπεσαν με τους πισινούς τους να έρχονται σε άμεση επαφή με τα χαλίκια. Ο Αχιλλέας έβγαλε γλώσσα, ένα συνήθειο μετά από νίκη. Γιατί και αυτό ήταν νίκη. Οι άνδρες είχαν χάσει τα τουφέκια, κάτι ήταν και αυτό.

Με τα κορίτσια και το αγόρι που σπαράζει στο κλάμα να τους ακολουθούν δίχως σταματημό, ο Αχιλλέας και η Ήβη ακολούθησαν τον δρόμο μέχρι τη στροφή. Εκεί, ο Αχιλλέας τράβηξε την Ήβη αμέσως πίσω από δύο μεγάλα δέντρα. Της έκανε νόημα να μη βγάλει άχνα όταν άνοιξε το στόμα της να μιλήσει. Είδαν τα παιδιά να περνούν από μπροστά τους, οι άνδρες να ακολουθούν με αρκετή χρονική διαφορά. Όταν απομακρύνθηκαν όσο έπρεπε, ο Αχιλλέας έπιασε πάλι το χέρι της Ήβης και βγήκαν από την κρυψώνα τους. Γνωρίζοντας πως κατά πάσα πιθανότητα να τους άκουγαν, περίμενε να απομακρυνθούν και άλλο για να κερδίσει χρόνο.

Και ύστερα άρχισαν να τρέχουν προς την πλευρά που ήρθαν.

Το μυαλό του Αχιλλέα τραγουδούσε τους στίχους του Get It On των T. Rex, ένα τραγούδι που πάντα του ερχόταν όταν τον κυνηγούσαν. Ίσως εξαιτίας του γρήγορου ρυθμού που είχε σαν τραγούδι, ίσως επειδή το είχε συνδυάσει με ταινίες μαφίας. Ίσως επειδή ήθελε να μοιάσει σε όλους εκείνους τους ήρωες που στο τέλος τα καταφέρνουν και θέλει να νιώσει πως θα γλιτώσει και πάλι από τους τρελούς. Με τη μουσική απόκρουση μέσα του, η Ήβη και εκείνος έτρεχαν μέσα στον δρόμο. Οι Ντάλτον τους κατάλαβαν, αλλά είχαν ακόμη μεγάλη απόσταση. Ο Αχιλλέας χάρηκε για αυτό, τη τελευταία φορά που προσπάθησε να κάνει ένα τέτοιο κόλπο τον έπιασαν και του έβαψαν τις άκρες από τα μαλλιά του ξανθά. Μετά αναγκάστηκε ο ίδιος να τα βάψει ροζ.

Χαρούμενος που πλέον δεν υπήρχαν τουφεκιά στα χέρια του εχθρού, ο Αχιλλέας έκανε νόημα στην Ήβη. Σταμάτησαν και ο Αχιλλέας πέρασε με ευκολία πάνω από τα σύρματα. Η Ήβη τον κοιτούσε με ένα βλέμμα που φώναζε Όχι, φτάνει για σήμερα η περιπέτεια. Στη συνέχεια όμως η ηλιόφωτη άκουσε τους Ντάλτον να φτάνουν με μεγάλη ταχύτητα. Άφησε έναν θυμωμένο ήχο απελπισίας, και με τη βοήθεια του Αχιλλέα πέρασε πάνω από τα σύρματα. Ήξερε πως εδώ δεν θα μπορούσαν να μπουν, δεν τολμούσαν να πατήσουν πόδι σε ξένα χωράφια.

Τα δύο κορίτσια έβγαλαν ουρλιαχτά όταν κατάλαβαν πως αυτό ήταν το τέλος και δεν θα έπαιρναν πίσω τη Σούλα τη κατσίκα. Ο Αχιλλέας άρχισε να γελάει στη νίκη και με την Ήβη έτρεξαν ελεύθεροι μέσα στα χωράφια με τις λεβάντες.

Οι δύο τους κοιτούσαν τον εχθρό να απομακρύνονται βρίζοντας στα χωριάτικα και τα παπάκια του να τον ακολουθούν. Τόσα χρόνια τους ξέρει, τα ίδια σκατά είναι όλοι τους. Θυμάται τότε που είχε πάει στο χωριό τους και μια μέρα είχε φιλήσει το Κατερινάκι, την μεγάλη εγγονή του Ηρακλή Καλογιάννη. Όσο και να έτρεχε, ο Ηρακλής ήταν μια ανάσα πίσω του. Όταν έφτασε στην εκκλησία, το Κατερινάκι ζήτησε να παντρευτούν, στο ιερό ήταν, συμβολικό έλεγε. Ο Αχιλλέας εκείνη τη μέρα λιποθύμησε από τα νεύρα του. Ξύπνησε με τον Ιάσονα να κρατάει τα μαλλιά του αδελφού του στο χέρι. Ο Ηρακλής τον είχε κουρέψει γουλί με την ξυριστική μηχανή για τα πρόβατα.

Η Ήβη σταμάτησε το τρέξιμο, με την αναπνοή της να βγαίνει με δυσκολία. Ο Αχιλλέας σταμάτησε δίπλα της, οι λεβάντες να τους περιτριγυρίζουν. Μέσα στη σιωπή ακούγονταν μόνο οι ανάσες τους. Ο Αχιλλέας ένιωθε τα πόδια του να τρέμουν από τη κούραση. Ίσως όντως έπρεπε να γυμναστεί. Η Ήβη έβγαλε τη ζακέτα που φορούσε και την άπλωσε κάτω. Ύστερα ξάπλωσε με το κεφάλι της πάνω στη ζακέτα, τα μαλλιά της να φεύγουν και τα ακουμπούν στις λεβάντες. Ο Αχιλλέας την ακολούθησε, το κεφάλι του ήταν δίπλα στο δικό της αλλά ανάποδα. Αν έστριβε θα έβλεπε τα όμορφα μάτια της. Αν πήγαινε το σώμα της λίγο πιο πάνω, θα έβλεπε και τα όμορφα χείλη της. Προς το παρόν έβλεπε τα γαλανά μάτια της να κοιτάζουν τον έναστρο ουρανό μέσα στη σιωπή.

Σταμάτα να τη κοιτάζεις, σκέφτηκε.

Η Ήβη άρχισε να γελάει. Άρχισε να γελάει δυνατά. Η μελωδία ήταν απαλή και έφτανε στα αυτιά του σαν αμβροσία. Τόσο γλυκό και υπέροχο, τόσο απαλό και αθώο-

«Δεν το πιστεύω ότι βγήκα έξω και παραλίγο να με πυροβολήσουν με ένα τουφέκι.» ψιθύρισε μετά από λίγο.

Ο Αχιλλέας έστριψε το πρόσωπό του στον ουρανό. Ναι έτσι ήταν καλύτερα. «Εγώ ναι. Το παθαίνω κάθε φορά που έρχομαι στο χωριό.»

«Εσύ φταις για αυτό.»

Σε άλλες περιπτώσεις, αυτή η φράση έπρεπε να δηλώνει θυμό και οργή. Ο ίδιος περίμενε να την ακούσει να ουρλιάζει και να τον χτυπάει αλύπητα. Αλλά η φωνή της, αχ αυτή η φωνή της, έλεγε άλλα. Η φράση βγήκε από το στόμα της ήρεμη, σιγανή, για να τη ακούσει μόνο εκείνος. Η καρδιά του έχασε, έναν, δύο χτύπους. Τι στο καλό πήγαινε λάθος μαζί του;

«Σε ευχαριστώ.»

Πάλεψε με νύχια και με δόντια, κυρίως δόντια, για να μη χαμογελάσει. «Παρακαλώ.»

Την επόμενη στιγμή, ένιωσε κάτι να ακουμπάει το μάγουλό του. Κάτι μικρό και απαλό. «Αχιλλέα, είμαστε φίλοι;»

Τι ερώτηση ήταν αυτή πάλι; Φυσικά και ήταν φίλοι, οι τρελοί των οικογενειών τους φρόντισαν να γνωριστούν. Τρεις μέρες τώρα όλη την ώρα τη περνούν μαζί. Ούτε τον Γιωργάκη δεν πήρε τηλέφωνο να τον ρωτήσει για την άλλη την τσούπρα, ούτε το Κατερινάκι πήγε να δει στο απέναντι χωριό. Η μέρα του ξεκινούσε με την Ήβη και τελείωνε με εκείνη.

«Φυσικά και είμαστε φίλοι.»

Όταν ένιωσε πάλι κάτι μικρό να ακουμπάει το μάγουλό του δεν άντεξε. Γύρισε να την δει. Τότε κατάλαβε πως ήταν η μύτη της. Τον κοιτούσε τόση ώρα; Μία σκέψη που δεν περίμενε ποτέ να έρθει εμφανίστηκε ξαφνικά στο μυαλό του.

Με κοιτούσε όπως την κοιτούσα εγώ;

Κάτι περίεργο συνέβαινε μέσα του. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στα δικά του. Εκείνο το γαλανό της θάλασσας που σε ηρεμεί. Στα δικά της καθρεπτίζονταν τα δικά του, δύο μαύροι κύκλοι ατελείωτης αβύσσου. Έτσι του έλεγε εκείνη. Ότι κάθε φορά που τον κοιτούσε χανόταν στα μάτια του. Βγες από το μυαλό μου.

Ξαφνικά έβλεπε δύο πράσινα μάτια να του διαβάζουν το μυαλό. Άλλαξε σχήμα το πρόσωπό της, χρώμα τα μαλλιά της, το χαμόγελο ήταν διαφορετικό. Έβλεπε τη γυναίκα που είχε ερωτευτεί και δύο καλοκαίρια περνούσαν σε αυτό το χωράφι με τις λεβάντες. Έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να πιάσει την οσμή της. Περίμενε να του έρθει η μυρωδιά της ρίγανης και του έρωτα που ένιωθε.

Αλλά μύριζε γλυκό γιασεμί.

Άνοιξε τα μάτια του απότομα. Εκείνη είχε εξαφανιστεί το ίδιο γρήγορα που εμφανίστηκε. Η Ήβη δεν τον κοιτούσε πλέον, είχε ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη και κλειστά μάτια. Άραγε τι να σκεφτόταν; Άραγε τον σκεφτόταν;

«Η σιωπή λένε πως είναι ο καλύτερός σου φίλος.» την άκουσε να λέει σιγανά. «Δεν χρειάζεται να μιλήσεις. Η ψυχή έχει στόμα και μιλάει από μόνη της.»

Ο Αχιλλέας συνέχιζε να τη κοιτάει. Ναι, ήταν διαφορετική από εκείνη. Η μία ήταν νύχτα και αβεβαιότητα μέσα στο σκοτάδι, η άλλη ήταν το φως της καλοκαιρινής αυγής. Η Ήβη άνοιξε τα μάτια της, σαν να ένιωσε να τη κοιτάει. Γύρισε το βλέμμα της προς εκείνον, οι ξανθιές μπούκλες της να αγγίζουν τα πρόσωπά τους. Τόσο κοντά, μπορούσε να αγγίξει το δέρμα της. Τόσο μακριά, η ψυχή της κλειδωμένη σε ένα γυάλινο κουτί. Ήθελε να πάει να βρει αυτή τη ψυχή, να ανοίξει το γυάλινο κουτί και να την βάλει μέσα στη δική του. Ήθελε να νιώσει ξανά τη καρδιά του να χάνει χτύπους μόνο και μόνο με ένα βλέμμα. Ήθελε πολλά. Μα ήξερε πως δεν τα άξιζε.

«Σε ευχαριστώ για τη σιωπή Αχιλλέα.» του ψιθύρισε.

Ήθελε εκείνη. Όχι τη νύχτα με τα πράσινα μάτια. Την ημέρα με τη γαλάζια θάλασσα.

«Δεν κάνει τίποτα.»

_______________________________

Α/Ν Δεν μπορώ να διαβάσω τίποτα για τη σχολή.

Μόνο αυτό σκέφτομαι όλες αυτές τις μέρες.

DL

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top