39. Bring It On Home To Me - Sam Cooke.

39. Bring It On Home To Me – Sam Cooke.

Η επιδίωξη της ευτυχίας είναι εσωτερική.

-Akiah Watts, Fragments.

Το όνειρο που είδε το ένιωσε μέσα της σαν φωτιά, όταν άνοιξε τα μάτια της ξέπνοη, φοβόταν. Ένας γλυκός φόβος, από αυτούς με τα ρίγη και όσο και αν αγχώνεσαι, χαμογελάς. Δεν έπαψε όμως να την τρομοκρατεί η ιδέα, να τη κυνηγάει όλη την μέρα. Από τη στιγμή που ξύπνησε, στο άβολο τηλεφώνημα με τον Ερμή, στην παραλίγο φυλάκισή της -και του κυρίου Ανδρέα- για παράνομο όπιο στα χέρια της.

Όσο και αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να θυμηθεί λεπτομέρειες μέσα στην ημέρα. Ήταν ανώφελο εξάλλου, δεν ήταν ένα απλό όνειρο. Αυτό το ήξερε, η πραγματικότητα ήταν μια ανάμνηση σκοτεινή δική της. Και γιατί την είχε φέρει πίσω εκείνο το πρωί, απάντηση δεν μπορούσε να βρει. Ενοχές και τύψεις για κάτι που ερχόταν, αβέβαιο, κάτι λάθος στις πράξεις που θα ακολουθούσαν, κάτι σωστό μέσα στην ψυχή της.

Θυμόταν με ξεκάθαρο το φόντο της πολυκατοικίας απέναντι, τον άνδρα που αγαπούσε περισσότερο να κατεβάζει το μαύρο της φόρεμα. Να τη φιλάει στον λαιμό, στο σημείο που την έκανε να λυγίσει τα γόνατά της και να πιέζει το σώμα της να σπάσει. Στο στήθος της τα χέρια του και εκείνη να κρατιέται με δυσκολία από το μάρμαρο μπροστά της, ο άγνωστος απαισιόδοξος γείτονας να μην μπορεί να καταλάβει αν η γυναίκα γελάει ή κλαίει από ευχαρίστηση. Και μετά ο άνδρας, βγάζοντας τελείως τα ρούχα τους, να την τραβάει στο πάτωμα, πάνω του, η γυναίκα να μπήγει τα νύχια της στον αυχένα και στην πλάτη του, να ζητάει περισσότερο και περισσότερο και περισσότερο...

Χρειαζόταν έναν εξορκισμό, μια εξομολόγηση, ένα μπάνιο σε αγιασμό και τον Ιησού Χριστό ή την Αράντια για όσους εφαρμόζουν τον Χριστιανισμό ή τη Wicca στη ζωή τους. Κάποιον να τη συγχωρέσει όλα όσα είδε στο όνειρο -και ήθελε να κάνει στην πραγματικότητα.

Ο Φίλιππος δέχτηκε το τηλεφώνημα όταν η Ήβη ήταν ακόμη στο πλοίο. Του είπε με μεγάλη λύπη πως θα έχανε πάλι το ραντεβού τους και μάλλον θα έχανε και το επόμενο βλέποντας τη Τρίτη να έρχεται σιγά σιγά. Παρασκευή θα πετούσε για Σκωτία, είχε άλλα τόσα πράγματα να κάνει, δεν θα προλάβαινε να δει τον ψυχολόγο της τόσο εύκολα.

«Αναμενόμενο.» ήταν το μόνο που της απάντησε. Λες και ήξερε τι θα γινόταν και γιατί. Γνώριζε όμως κάτι: η Ήβη δεν είχε καταγράψει το όνειρό της. Και ας μη του το είχε πει.

Κατέβηκε τα σκαλοπάτια γρήγορα, με κάθε βήμα της και η σκέψη πως θα πάει και θα γκρεμοτσακιστεί. Τουλάχιστον έβλεπε πού πατούσε, σε αντίθεση με τη Νίνα που φορούσε τα γυαλιά ηλίου της παντού για να κρύψει τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Είχε ένα μεγάλο βράδυ και μια ακόμη μεγαλύτερη μέρα. Η Ήβη ήξερε πως η αδελφή της πέρασε αρκετές ώρες κλαίγοντας. Για αυτό τώρα την άφησε στο δωμάτιό τους, να ηρεμήσει και να κοιμηθεί ήσυχα επιτέλους.

Ήλπιζε η αναζήτηση του Ιάσονα να μην έπαιρνε πολύ. Του είχε στείλει το πρωί σε μήνυμα ό,τι ήξερε, τη διεύθυνση του μπαμπά της και ένα τηλέφωνο που είχε όταν πήγαν την πρώτη φορά στη Λήμνο. Ο Ιάσονας το είχε πάρει απόφαση να τον βρει και να ζητήσει όντως το χέρι της κόρης της σε γάμο. Βέβαια, όπως και έμαθε αργότερα, όσο το σκέφτονταν τόσο πιο λάθος πίστευε πως ήταν. Ο Μάρκος δεν είχε καμία σχέση με την επιτυχία ή αποτυχία του γάμου. Ο Ιάσονας είχε άλλα σχέδια πραγματικά. Μπέρδεψε την Ήβη στην αρχή, αλλά μετά της εξήγησε.

Ο γάμος δεν αναβλήθηκε ποτέ. Ήταν ένα πρόχειρο σχέδιο, παιχνίδι και παζλ ώστε η Νίνα να βρει τα μικρά κομματάκια. Και η Ήβη απλώς θα την οδηγούσε εκεί. Τον έβρισε.

Η Νίνα όταν τους βρήκε στη Καβάλα, ρώτησε γιατί πάνε στη Λήμνο. Η Ήβη, ως συνήθως όταν έχει σχέση με ψέματα, αγχώθηκε και έτρεξε μακριά ψάχνοντας κάτι να φάει. Ο Αχιλλέας ήταν αυτός που τη ξελάσπωσε, λέγοντας πως ο Ιάσονας επικοινώνησε με τη Μέδουσα και της είπε πού πηγαίνει. Τρομερό ψέμα, ούτε η Νίνα το πίστεψε αλλά εμπιστεύτηκε την παρέα και αποφάσισε να τους ακολουθήσει. Πρόλαβε θέση για το αυτοκίνητο στο πλοίο και όλοι μαζί ξεκίνησαν για το νησί.

Για καλό και για κακό, ο Αχιλλέας αποφάσισε να χρεώσει τα πάντα στην κάρτα της Μέδουσας και παρά τον τουρισμό που ήρθε για τις εκκλησίες, η Ήβη και η παρέα της κατάφεραν να βρουν διαμονή -όχι φθηνή- σε ένα συγκρότημα ενοικιαζόμενων δωματίων κάπου στο χωριό Θάνος της Λήμνου, δέκα λεπτά με το αυτοκίνητο από τη Μύρινα, πρωτεύουσα του νησιού και εκεί που είναι το Λιμάνι. Η Μέδουσα ήταν τόσο καλή που έκρινε καλό να κλείσουν όσα δωμάτια ήθελαν. Ο Αχιλλέας έπαιρνε εκδίκηση για πολλά, πολλά χρόνια.

Βρήκε τον Αχιλλέα εκεί που της έλεγε το μήνυμα, στην ανοιχτή αυλή στη μέση των δωματίων. Είχε βολέψει τα πόδια του πάνω σε ένα τραπεζάκι και η καρέκλα του λύγιζε λίγο παραπάνω από αυτό που ίσως ήταν καλό. Τουλάχιστον είχαν θέα τη θάλασσα, αυτή πλήρωναν εξάλλου.

«Είπες σε δέκα λεπτά.» του υπενθύμισε. «Με έκανες να τρέχω.»

Ο Αχιλλέας σήκωσε το κεφάλι του. «Και γιατί παρακαλώ;»

«Ε κάτι έπρεπε να βάλω, τόσος κόσμος γύρω μας.»

Η αλήθεια ήταν πως ήθελε να βάλει κάτι ναι, αλλά κάτι καλό. Έψαχνε το καλό της κίτρινο φόρεμα, αέρινο και άνετο με λεπτομέρειες από δαντέλα στις τιράντες και στο μπούστο. Ήταν ένα φόρεμα που την έκανε να χαμογελάει και της έδινε θάρρος για πολλά. Ίσως το χρειαζόταν.

Κάθισε δίπλα του και ο Αχιλλέας σήκωσε τη κανάτα με το παγωμένο τσάι για να της γεμίσει το ποτήρι. «Όλοι έχουν κοιμηθεί;»

Η Ήβη το δέχτηκε με χαρά, όλο το πρωί ήταν μόνο με ένα τριτοδεύτερο μπουκάλι νερού που αναγκάστηκε να αγοράσει από περίπτερο. Με κάθε γουλιά αναρωτιόταν αν είχε φτύσει κανείς μέσα στο μπουκάλι πριν ασφαλιστεί ή αν είχε μικρόβια από ιούς που θα σκότωναν τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού. Το τσάι ευτυχώς ήταν φτιαγμένο από τον Αχιλλέα, ό,τι και αν σήμαινε αυτό, κάτι φρέσκο που χρειαζόταν άμεσα στη ζωή της.

«Και εμείς θα έπρεπε.» του είπε κοιτάζοντας το ρολόι. Λίγο μετά τις δώδεκα, πάει το πρόγραμμά της. «Δεν είσαι κουρασμένος από το ταξίδι;»

«Ηλιόφωτη, κοιμόμουν σε όλη τη διαδρομή, ποια κούραση;» ρώτησε ρητορικά και η Ήβη προσπάθησε να κρύψει το χασμουρητό πίσω από το χέρι της. Ο Αχιλλέας όμως το παρατήρησε αμέσως. «Αν θες να πας, μπορείς.»

Και να χάσει επιτέλους την ευκαιρία για ηρεμία με τους δυο τους; «Όχι. Πιστεύω αυτή μπορεί να είναι η τελευταία φορά που θα βρεθούμε μόνοι για αρκετό καιρό.»

«Γιατί το λες αυτό;»

Ε, κάτι ήξερε. «Μιλούσα πριν με τη Νίνα. Έγινε ένας μικρός χαμούλης.»

Ο Αχιλλέας ενδιαφέρθηκε πολύ για το τσάι του και γύρισε το σώμα του όλο προς εκείνη. Είχε την απόλυτη προσοχή του. «Θέλω να μάθω τα πάντα.»

«Η Μίνα, αυτή φταίει για όλα. Πήρε πριν τηλέφωνο, θα πάρει τη Δανάη και θα έρθουν εδώ με κάποιο αυριανό πλοίο. Μέχρι και τον αδελφό μου θα κουβαλήσουν.» στη σκέψη του Ανδρέα να περνάει τον ελεύθερο χρόνο του κάνοντας διακοπές, η Ήβη δεν ήξερε πόσο καλά θα πήγαινε αυτό.

Ο αδελφός της όταν είχε άδεια δούλευε και όταν τον έκαναν να πάρει αναγκαστική άδεια κλεινόταν στο διαμέρισμά του με την Αμαλία. Αλλά τώρα δεν υπήρχε Αμαλία, το φίδι είχε βγάλει το δέρμα του και μετά πέθανε από το τσεκούρι του διαζυγίου και όλα ήταν όμορφα στη ζωή του.

«Οικογενειακές διακοπές, τέλειο. Να πάρω τηλέφωνο και τη Μέδουσα;» τη ρώτησε γελώντας. Στο τρομαγμένο βλέμμα της, ο Αχιλλέας σταμάτησε το αστείο. «Συνέχισε.»

«Το θέμα είναι πως αν και το νησί έχει σημασία μεγάλη για εμάς λόγω του παππού Άρη, μόνο η Ευανθία ερχόταν με τα χρόνια. Η μαμά το απέφευγε γιατί δεν ήθελε να βλέπει να πεθερικά της και μετά όταν έφυγε ο μπαμπάς ούτε στη σκέψη της δεν το είχε. Και η Δανάη έλεγε πως είναι πολύ νέα για να γυρνάει τα Ελληνικά νησιά. Φαντάσου τες να έρθουν εδώ. Η Νίνα είπε ναι φυσικά, γιατί όσο περισσότερο δράμα, τόσο το καλύτερο.» σταμάτησε και σκέφτηκε το σχέδιο του Ιάσονα. Άτιμος. Πήρε την πρώτη της γουλιά από το τσάι. Lipton, αηδία. «Και τι να κάνω; Της είπα την αλήθεια.»

Ο Αχιλλέας ήταν μέσα στο κλίμα. «Για τον Μάρκο και μετά από εσένα το χάος, μετά από εσένα το τίποτα;»

Από τραγούδι μάλλον ήταν αυτό. «Ναι.»

Και δεν του είπε το καλύτερο. Πως μάλωσαν για αυτό.

Η Νίνα και ο Ανδρέας είχαν διαφορετική εικόνα για τον Μάρκο. Ίσως έφταιγε πως έζησαν μαζί του περισσότερο και αυτό κάποιες φορές την έκανε να σκέφτεται πως τα δύο αδέλφια ήταν πιο κοντά από ότι η Ήβη με εκείνους. Είχαν άλλη σχέση με τον μπαμπά τους, μέχρι τη μέρα που έφυγε, η Νίνα ήταν λίγο επιφυλακτική, ο Ανδρέας τον απέφευγε και ήταν δίπλα στη Μίνα συνέχεια. Η Ήβη όμως δεν μπορούσε χωρίς εκείνον. Ήταν ο βασιλιάς της, ο μόνος που καταλάβαινε τις φωνές στο μυαλό της και εκείνη τις δικές του.

Ηρεμούσαν ο ένας τον άλλον. Όταν ο Μάρκος έφυγε, η Ήβη δεν ήταν το ίδιο. Και η Νίνα με τον Ανδρέα ήταν εκεί για να τη σηκώνουν συνέχεια. Ξέγραψε τελείως το όνομα Μάρκος, μόλις γνώριζε κάποιον με αυτό το όνομα έφευγε βιαστικά.

Οπότε, όπως ήταν λογικό, η Νίνα δεν δέχτηκε πως η αδελφή της ξαφνικά έγινε εκείνο το μικρό κοριτσάκι του μπαμπά μέσα σε τρεις μέρες στο νησί. Της φάνηκε δύσκολο να καταλάβει πως αυτός ο άνθρωπος ήταν εκεί ακόμα, ζωντανός και δεν έκανε καμία κίνηση να επικοινωνήσει ξανά, παρά μόνο όταν η Ήβη βρέθηκε τη σωστή στιγμή στο σωστό μέρος.

Υπήρχε θυμός μέσα στη Νίνα και μόλις τότε άρχισε να τον βγάζει. Όταν κατάλαβε πως υπάρχει περίπτωση να τον πετύχουν.

«Και τι είπε για αυτό;» τη ρώτησε ο Αχιλλέας.

Η Ήβη συνέχισε να του περιγράφει τις σκηνές. «Γέλασε δυνατά. Δεν την καταλαβαίνω καθόλου, πιστεύω πως το λάθος παιδί πάει σε ψυχολόγο τόσα χρόνια. Την έπιασε σπαστικό γέλιο και τη κοιτούσα τρομαγμένη.»

Ο Αχιλλέας κούνησε το κεφάλι του, και αυτός περίμενε τέτοια αντίδραση αλλά δεν την πίστευε. «Σου είπε γιατί;»

«Γιατί λέει φαντάστηκε τη σκηνή που ο Μάρκος, η Μίνα, το χέρι της Δανάης, η Νίνα και η μπουνιά του Ανδρέα θα ενωθούν. Κάπου μπορεί να βρίσκεται και ο Ιάσονας, καταλαβαίνοντας το οικογενειακό δράμα και θα αποφασίσει να τη χωρίσει οριστικά.» οι δύο φίλοι αντάλλαξαν κουρασμένες ματιές. «Μετά άρχισε να κλαίει για τον Ιάσονα.»

Ο Αχιλλέας άφησε την πνοή του δυνατά. «Πιστεύεις πως θα είναι πάλι μαζί;»

Η Ήβη ήξερε την απάντηση πολύ πριν από εκείνον. «Κάτι μου λέει πως ναι.»

Ήπιαν στην ευτυχία του Ιάσονα και της Νίνας.

«Μιλήσαμε για λίγο πριν.» της είπε.

Ήδη το γνώριζε, την είχε ενημερώσει η αδελφή της. Δεν ήξερε περί τίνος πρόκειται, μόνο της είπε πως μετά από όλα αυτά, το χρειάζονταν και οι δύο. «Όλα καλά;»

Ήταν η ώρα για να αναλύσουν τα ψυχολογικά του Αχιλλέα. Ο φίλος της έσυρε τη καρέκλα κοντά της και έπλεξε τα χέρια του. «Ναι. Μιλήσαμε για ό,τι έγινε. Με λίγα λόγια μου είπε πως είμαι στραβάδι αν νομίζω πως θα μπω ανάμεσά τους. Ανακωχή στο μίσος μας ή κάτι τέτοιο.»

Η Ήβη γέλασε χαμηλόφωνα. «Επιτέλους, ειρήνη μεταξύ σας.»

«Για λίγο.» της υποσχέθηκε πριν σοβαρέψει ξανά. «Προσπάθησε να προστατέψει τον Ιάσονα κρατώντας μυστικό το τι έγινε. Όπως και εγώ. Και αρχίζω να πιστεύω πως όταν αγαπάει κάποιον, τον βάζει ίσο με εκείνη και παλεύει για τη δική του χαρά. Νομίζω πως δεν θα εμπιστευόμουν καμία άλλη με τον Ιάσονα.»

Η Ήβη ήξερε τι έλεγε. Σήκωσε το παγωμένο ποτήρι της καταπίνοντας μια μεγάλη γουλιά από το τσάι με λεμόνι. «Έτσι είναι.»

Ο Αχιλλέας λύγισε τον λαιμό του και τη κοίταξε μέσα στα μάτια. «Σε προστατεύει και εσένα.»

«Από ποιον;» τον ρώτησε σιωπηλά.

«Από εμένα.» απάντησε. «Και από οποιονδήποτε θεωρεί απειλή μέχρι να αποδειχτεί το αντίθετο.»

Αυτό ήταν κάτι καινούριο. Ακουγόταν σαν φυσιολογική Νίνα από τη μία, από την άλλη η σχέση της Ήβης και του Αχιλλέα ξεκίνησε τόσο απότομα που δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει μέσω της Νίνας. Ήταν δική της η αναζήτηση της ψυχής του. Η Νίνα πότε πρόλαβε να επέμβει;

Και τότε κάπως κατάλαβε. «Για να μιλάμε τώρα, μάλλον άρχισε να σε εμπιστεύεται μαζί μου.» μιμήθηκε τα λόγια του.

Η Ήβη δεν ήξερε τι συζήτηση έκανε με τον Αχιλλέα η Νίνα. Δεν έμαθε για το πόσο χαρούμενη ήταν που ο Αχιλλέας δεν άφησε την αδελφή της, παρά το γεγονός ότι τον απέρριψε, ούτε την άφησε για τις ιδιαιτερότητές της, όπως έχουν κάνει πολλοί στο παρελθόν. Ο Αχιλλέας κράτησε για εκείνον τη χαρά της Νίνας όταν του είπε πως ένιωθε την υπέρτατη ευτυχία: η αδελφή της είχε έναν φίλο, στα άσχημα, στα όμορφα, κάποιον να βοηθάει ο ένας τον άλλον μέσα στον εθισμό. Χρησιμοποίησε αυτήν ακριβώς την πρόταση. Μιλώντας για μια άλλη σχέση που έμαθε λίγο νωρίτερα.

Για τον μπαμπά της και τον κύριο Ανδρέα.

Της είπε όμως κάτι άλλο. Ή μάλλον καλύτερα, ήταν μια ερώτηση. Την έπιασε απροετοίμαστη, μιας και της ζητούσε πολλά να πει. Δεν είχε έτοιμη μεγάλη απάντηση και ήταν δύσκολο να βάλει τόσο γρήγορα τη σκέψη της σε τάξη. Ο Αχιλλέας φάνηκε να ενδιαφέρεται αλήθεια να μάθει, να αγγίξει τις μικρές σκοτεινές γωνίτσες της ψυχής της και να ξεσκονίσει τα έπιπλα.

«Με τι με εμπιστεύεται;» τη ρώτησε. Με ποιον άνθρωπο; Με ποιανού τη ζωή;

Τη ρώτησε και άλλα. Ήταν ένα παιχνίδι γνωριμίας μάλλον για αυτούς. Λίγο πριν η Ήβη χαθεί, ήθελε να τη γνωρίσει καλύτερα. Πόσα δεν ήξερε ο Αχιλλέας για εκείνη; Γνώριζε μόνο εκείνα που του επέτρεπε να μάθει.

Η Ήβη ήθελε να γελάσει στη σκέψη πως μόνο με εκείνα τα λίγα την ερωτεύτηκε.

«Τι θες να μάθεις;» τον ρώτησε.

Ο Αχιλλέας χαλάρωσε στη καρέκλα του. «Θέλω να μάθω την Ήβη που άφησαν πίσω τους οι άνδρες της.»

Θέλω να μάθω τη κοπέλα που κάποτε ήταν σκιά και έγινε ηλιαχτίδα.

Άφησε το ποτήρι με το τσάι της στο τραπέζι. «Ας το πάρουμε από την αρχή λοιπόν.»

«Μετά χαράς.»

Μια γρήγορη απόφαση την έκανε να ξεκινήσει από αυτό που για χρόνια πίστευε πως ήταν η αιτία για όλα. «Όπως ήδη ξέρεις, έχω σύνδρομο Asperger. Για χρόνια θεωρούνταν μια διαταραχή του φάσματος του αυτισμού. Μέχρι να γίνουν εκτεταμένες έρευνες, στη λέξη και μόνο "αυτισμός", πολλοί είχαν ως σκέψη πως ήταν μια δυσκολία, ένα πρόβλημα και ένα βάρος που έπρεπε να κουβαλάνε μια ζωή. Το ίδιο και ο μπαμπάς, όταν αυτοδιαγνώστηκε σε μια εποχή που τίποτα δεν ήταν σίγουρο για κάτι από αυτά. Τότε οι ειδικοί έλεγαν πως το σύνδρομο Άσπεργκερ ήταν αυτισμός, όταν γεννήθηκα εγώ και άρχισα να παρουσιάζω συμπτώματα ήταν επίσης αυτισμός, μόνο που φαινόμουν ένα παιδί τυπικής ανάπτυξης με φόβο μη πω κάτι λάθος.»

«Μου έχεις πει επίσης πως πλέον δεν θεωρείται στο φάσμα του αυτισμού.» ο Αχιλλέας θυμήθηκε τα λόγια της.

«Όχι, θεωρητικά δεν είναι. Δεν ξέρουμε τι το προκαλεί οπότε πρακτικά, δεν είναι τίποτα σίγουρο. Βλέπεις όμως, η γραμμή που ξεχωρίζει τον αυτισμό από το Άσπεργκερ είναι θολή, κάποιος που πάσχει από Άσπεργκερ -και θα σου πω μόνο για αυτό γιατί αυτό έχω μελετήσει- μπορεί να είναι πολύ διαφορετικός από εμένα. Μπορεί να έχει πρόσθετο OCD*, η μανία μου για οργάνωση οφείλεται κατά κάποιον τρόπο σε αυτό αλλά ο Φίλιππος επίσης λέει, ως ειδικός μετά από χρόνια για το Άσπεργκερ και τον αυτισμό, πως η Ευανθία φταίει για αυτό.» του απάντησε. «Ακόμη και όταν πέθανε ο προπάππους Άρης, η Ευανθία συνέχισε να διπλώνει τα ρούχα και να τα τοποθετεί με συγκεκριμένη σειρά, βάσει χρώματος, υφάσματος, συνέχισε να κρεμάει τα πουκάμισα με ίση απόσταση από το κάθε ένα, όπως το έκανε για τον Άρη και όπως εγώ συνήθισα να κάνω βλέποντάς τη. Βέβαια ακόμη πετάω τα παπούτσια μου χωρίς να τα βάζω σε τάξη, οπότε δεν ξέρω τι πήγε λάθος σε αυτό.»

Στο άκουσμα της Ευανθίας, το πρόσωπό του γλύκανε και μελαγχόλησε. Το ίδιο ένιωθε και η Ήβη, της έλειπε. Αν ήταν εδώ μαζί τους στο νησί, μαζί με το υπόλοιπο τσούρμο να καταφθάνει, θα ήταν μια εντελώς διαφορετική εμπειρία. Ο Αχιλλέας συνέχισε τη κουβέντα. «Και εσύ τι έχεις πρόσθετο;»

«Κατάθλιψη.» απάντησε και σκέφτηκε πως μια μπάλα παγωτό θα ήταν ό,τι πρέπει.

Ο Φίλιππος της είπε κάποια στιγμή πως το γεγονός ότι περνούσε τόσο χρόνο με τον πατέρα της, να της εξηγεί γιατί πλένει τα χέρια του τρεις φορές, ή την Ευανθία να της λέει γιατί τα βιβλία ταξινομούνται με αλφαβητική σειρά, την έκανε να υιοθετήσει τις αντίστοιχες πρακτικές. Το σημειωματάριο που κρατούσε τόσα χρόνια είχε κατηγορίες και υποκατηγορίες, ενότητες και υποενότητες και σημειώσεις στις σημειώσεις για να βοηθήσει εκείνη, γιατί ξεχνούσε να προσθέσει πράγματα, όχι απαραίτητα για να ικανοποιήσει τον ψυχαναγκασμό της.

Αυτό το άφηνε στη καθαριότητα, εκεί είχε όντως θέμα.

«Το λες τόσο ήρεμα.»

«Όταν έχεις περάσει χρόνια να το ακούς και να κάνεις το καλύτερο που μπορείς για να νιώσεις έστω και για λίγο όμορφα, το ξεπερνάς. Είσαι στην αρχή ακόμα Αχιλλέα, σε λίγο ο Φίλιππος θα σε κάνει να κλαις.»

Τη κοίταξε με ερώτηση στα χείλη. «Πιστεύεις πως έχω κατάθλιψη;»

«Πιστεύω πως όλοι χρειαζόμαστε έναν ψυχολόγο, είτε είναι ειδικός είτε όχι, να μας δείξει τις ατέλειές μας πριν μας φάνε ολόκληρους και εσύ το άργησες πολύ.» ο Αχιλλέας πήγε να παραπονεθεί, μα η Ήβη δεν τον άφησε. «Συνεχίζοντας να μιλάμε για μένα μιας και δεν μου αρέσει να με διακόπτουν,» είπε και ο Αχιλλέας έκλεισε το στόμα του αμέσως, «δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορούσα να το δώσω ως δικαιολογία για το ποια είμαι και πώς φέρομαι, αλλά ο Μάρκος έφυγε γιατί πίστευε πως το παιδί του, εγώ, θα είχα την ίδια δύσκολη παιδική ηλικία λόγω κάτι που μπορεί και μπορεί να μην μου πέρασε εκείνος. Δεν κατάλαβε πως αυτό που έκανε στον εαυτό του ίσως ήταν η πραγματική αιτία για τις δυσκολίες μου. Και μετά η ανάγκη για να βρει βοήθεια όταν ήταν στο χείλος της καταστροφής.»

«Δραματικό.» σχολίασε ο φίλος της προσπαθώντας να ελαφρύνει το κλίμα. «Για αυτό και η απέχθειά σου για το αλκοόλ.»

Η Ήβη έτρεξε να τον διορθώσει. «Απέχθεια; Όχι. Δεν με είδες να πίνω; Το πρόβλημά μου είναι όταν κάποιος χρησιμοποιεί το αλκοόλ ως λύτρωση, πιστεύοντας πως αν το πίνεις σαν νερό πρωί, μεσημέρι, βράδυ θα σε σώσει από ένα πρόβλημα εικονικό που δημιούργησε ένας κανένας και φόβισε το πετσί σου. Αυτό είναι το θέμα μου.»

Ο Αχιλλέας θυμήθηκε τα δικά του παιχνίδια. Η Ήβη είχε προσπαθήσει να τα ξεχάσει, κρατώντας πάντα μια πίσω πόρτα ανοιχτή. «Συγνώμη.»

«Πάμε παρακάτω.» του είπε. Αν ήθελε κάποια στιγμή να μιλήσουν για αυτό, ήξερε πως ήταν εύκαιρη. Πάντα έλυναν μαζί τα ψυχολογικά τους, ή μάλλον ο ένας έλεγε τα δικά του, έπιναν τσάι ή έτρωγαν μπουγάτσα και με το φορτίο μείον, πήγαιναν για ύπνο. «Μέχρι ένα σημείο, κατηγορούσα τη Μίνα ως η αιτία για τη φυγή του. Μετά άρχισα να αποφεύγω ακόμη και να τον σκέφτομαι. Ίσως και έχω κάτι κοινό με τον Μάρκο, αποφεύγουμε το πρόβλημα και μαζεύεται το βάρος μέχρι σκασμού. Το πρόβλημα μεγάλωσε τόσο πολύ, που όπως και σου είπα μέσα στο Πάσχα, κάποια στιγμή στα δεκαέξι μου θέλησα να σταματήσω να σκέφτομαι, γενικώς. Αυτό πήγε λάθος.»

Ο Αχιλλέας και η Ήβη το είχαν ήδη συζητήσει, περισσότερο πριν τρεις εβδομάδες. Τη κοίταξε όμως σαν να είπε κάτι καινούριο. «Γιατί πήγε λάθος;»

«Γιατί προφανώς δεν πέτυχε. Μέχρι να συνέλθω ένιωθα λες και είχα δεν είχα γράψει μια ολοκληρωμένη απάντηση σε διαγώνισμα.» ο Αχιλλέας δεν πήρε καλά την απάντηση αυτή. Η Ήβη δεν ήθελε να μάθει γιατί, συνέχισε απλώς να μιλάει. «Και μετά ήρθε ο Ερμής.»

«Ψηλός μαλάκας.» τον χαρακτήρισε.

Και αυτό το προσπέρασε. «Και εσύ ψηλός είσαι. Και μαλ-»

«Μην το πεις.» την προειδοποίησε. «Συνέχισε. Θα κρατήσω τους σχολιασμούς μου αντικειμενικούς.»

Ναι, σίγουρα.

«Τα περισσότερα ήδη τα ξέρεις. Ήταν βοηθός της καθηγήτριάς μου, ήταν φίλος μου, ήταν ο έρωτάς μου και το μυστικό μου. Κάτι που δεν ήθελα ο κόσμος να το δει, με τον φόβο μήπως μου τον πάρουν μακριά.» κοίταξε χαμηλά.

«Και τελικά έφυγε από μόνος του.»

«Ήταν η καλύτερη απόφαση που πήρε. Είχε ένα όνειρο, πήγε να το κυνηγήσει.»

Ο Αχιλλέας φάνηκε να θυμώνει κάπως. «Έπρεπε εσύ να ήσουν το όνειρό του.»

«Ήμουν. Απλώς εγώ το έκανα εφιάλτη.» του είπε. «Ο Ερμής έφυγε, αλλά δεν χωρίσαμε. Είχαμε συμφωνήσει ο ένας να πηγαίνει στον άλλον, ένας χρόνος ήταν, εγώ το έκανα να μοιάζει με υπερβολή. Μια μέρα αποφάσισα να κλειστώ στο μπάνιο, ξέρεις, παραμονές Χριστουγέννων.»

Κοίταξε μακριά. «Η δεύτερη απόπειρά σου.»

«Ναι.» γέλασε μελαγχολικά. «Αυτό που δεν ξέρεις είναι πως έμεινε στη σκέψη. Η Δώρα έσπασε την πόρτα με μια κίνηση που έμαθε στο Ταε Κβο Ντο, με είδε μέσα στα αίματα, το ξυραφάκι από δίπλα και πήρε αμέσως την Άννα τότε, θυμάσαι; Νομίζω ήσασταν στο σπίτι της με τη Σειρήνα.»

«Ναι.» απάντησε χαμηλόφωνα. «Δεν χρειάζεται να μου πεις για αυτό, αν δεν θες. Η απόπειρα αυτοκτονίας-»

«Δεν ήταν κάτι τέτοιο Αχιλλέα.» τον διέκοψε. Σήκωσε το βλέμμα της και έψαξε το δικό του. «Ήταν μια αποβολή.»

Η άβολη στιγμή έφτασε. Εκείνα τα δευτερόλεπτα που ο Αχιλλέας τη κοιτούσε με κλειστό το στόμα, αλλά τα μάτια του ήθελαν κάτι να πουν. Άραγε τι έλεγες σε εκείνες τις στιγμές; Η Ήβη δεν ήξερε, ήταν άβολο και για εκείνη. Δεν τον κατέκρινε πάντως, ούτε πίστευε πως η αντίδρασή του θα έπρεπε να ήταν διαφορετική ή καλύτερη. Ήταν ανθρώπινη, αυτό της έφτανε.

Κάτι σκεφτόταν, κάτι δικό του. «Ο Ερμής το ξέρει;»

Δεν περίμενε αυτή την ερώτηση.

Η Ήβη κούνησε το κεφάλι της. «Δεν το έμαθε ποτέ. Ήταν να φύγω στις 3 Ιανουαρίου, αλλά είχα επιπλοκές για αρκετές μέρες και...ας πούμε πως δεν μιλούσα σε κανένα.»

Ο Αχιλλέας στήριξε το σώμα του με τα χέρια του στα πόδια του, η Ήβη δεν μπορούσε παρά να νιώσει περισσότερο ασφαλής με το να τα λέει αυτά. Κοντά της, να ακούει όλα όσα κρατούσε μέσα της. Τα έλεγε δίχως αίσθηση λύπης, κάτι που ο Αχιλλέας δεν καταλάβαινε, αλλά προσπαθούσε. «Συγνώμη αλλά...Ήβη...»

Ο Αχιλλέας δεν μπορούσε να φανταστεί τον πόνο στο στήθος της εκείνη τη στιγμή. Η σπασμένη ακτίνα να της θυμίζει το δικό της ξέσπασμα, μερικές μέρες μετά το συμβάν, να ουρλιάζει στο πουθενά, μόνη της, να πετάει το δαχτυλίδι τρεις φορές στον τοίχο, να σπάει. Να κλαίει επειδή δεν άντεχε να παρακολουθεί έτσι τη ζωή.

Σταύρωσε τα πόδια της και γέμισε το ποτήρι της με τσάι. Είχε μάθει να μιλάει για αυτό με τον Φίλιππο, να μη την αφήνει το γεγονός ότι έχασε ένα παιδί να την τραβήξει μακριά από τη ζωή. Έχασε τον Ερμή, δεν θα έχανε και τα πάντα. «Η Δώρα και η Άννα ήταν αυτές που με πήγαν στο νοσοκομείο, πιστεύοντας την ιδέα της απόπειρας αυτοκτονίας. Όταν ο γιατρός είπε στη Μίνα για την αποβολή, ήταν πολύ αργά. Άντε να τους εξηγήσεις τι και πώς. Νομίζω πως η Δανάη και η Ευανθία δεν το έμαθαν ποτέ. Η Νίνα το έμαθε λίγο καιρό πριν, της το είπα σε μια...άσχημη στιγμή.»

Σταμάτησε τον εαυτό της πριν του πει για την έκτρωση της Νίνας. Αναρωτήθηκε αν η αδελφή της θα του το έλεγε ποτέ. Μέχρι και ο Ιάσονας το ήξερε. Τότε τι αντίδραση θα είχε; Ήθελε να είναι μαζί του, να μη το περάσει μόνος.

«Η Μίνα ήρθε και μου μίλησε κάποια στιγμή για αυτό, ρώτησε πώς ήμουν. Θυμάμαι δεν ήξερα τι να απαντήσω, πέρα από το γεγονός ότι ήμουν καλά. Ένιωθα όντως έτσι.» του είπε σε συνέχεια. «Το πήρε αρκετά ήρεμα. Περίμενα φωνές και εξηγήσεις, να ρωτήσει για τον Ερμή, να πει κάτι. Αλλά το μόνο που είπε είναι όταν νιώσω άνετα, να έρθω να τη βρω. Ακόμη δεν το έχω κάνει.»

Τόσες πληροφορίες, λίγος ο χρόνος για να τις επεξεργαστεί ο Αχιλλέας. Η Ήβη σταμάτησε το παραλήρημά της για λίγο, πίνοντας λίγο από το τσάι της. Ο Αχιλλέας απέφευγε το βλέμμα της. Ήθελε να τη κοιτάει.

«Η μαμά σου να μαθαίνει πως έχασες ένα παιδί και εκείνη να αντιδράει ήρεμα. Για φαντάσου.» ψιθύρισε στον εαυτό της. Δεν ήθελε να το ακούσει κανείς εκτός από εκείνον. «Η Νίνα δεν το ξέρει αυτό, αλλά ήταν να ήμασταν τέσσερις. Η μαμά μια μέρα ήταν πολύ κουρασμένη και χρειάστηκε να πάει στον γιατρό. Την επόμενη ήταν στα πόδια της και πίσω στη δουλειά σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.»

Έβαλε το χέρι της μπροστά από το στόμα της, τα δάχτυλα να χαϊδεύουν ένα σημείο στο μάγουλο για ηρεμία. Η αναπνοή του Αχιλλέα η μόνη του αντίδραση. Ίσως και τα σκούρα μάτια του, να τη κοιτάνε δακρυσμένα.

«Από εκεί και μετά τα ξέρεις. Δεν μπορούσα να πάω στη Σκωτία και αρνιόμουν να βρεθώ ή να μιλήσω με τον Ερμή. Αποστασιοποιήθηκα πολύ. Δεν θα περίμενε για μια ολόκληρη ζωή εγώ να αλλάξω μυαλά.» του είπε και ο Αχιλλέας αντέδρασε, τη κοίταξε επιτέλους. «Επέμεινε να μη χάσουμε επαφή. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ. Άρχισε να μου στέλνει πάλι βιβλία. Και ήρθαμε στο σήμερα.»

Ένα σήμερα γεμάτο τρύπες.

Πήρε τη καρέκλα του και σηκώθηκε. Η Ήβη παρακολούθησε τις κινήσεις του, να κάθεται όσο πιο κολλητά γίνεται, οι δύο καρέκλες να ενώνονται και τα σώματά τους να γίνονται ένα. Την έβαλε μέσα στην αγκαλιά του, σε μια στιγμή που έκανε την Ήβη να ξαφνιαστεί και να μη τον αγκαλιάσει αμέσως. Είχε ζέστη και δεν της άρεσε. Αλλά ανταπέδωσε, μια κίνηση που χρειαζόταν η ίδια και εκείνος για διαφορετικούς λόγους.

Κάτι τόσο απλό και τόσο περίπλοκο.

Χάθηκε μέσα στα χέρια του και έριξε το κεφάλι της στον ώμο του. Ο Αχιλλέας χάιδεψε το μάγουλό της, κάνοντάς τη να τον κοιτάξει. «Σε ευχαριστώ που εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου με εμένα.» είπε χαμηλόφωνα, θυμούμενος τα προηγούμενα λόγια τους.

Χαμογέλασε απαλά. «Και εσύ;»

Ο Αχιλλέας έμεινε σιωπηλός. Οι σκέψεις του πρέπει να ήταν ένα κουβάρι που ούτε η ίδια μπορούσε να λύσει. Κάποια άλλη στιγμή θα πετούσε κάποια εξυπνάδα που υποτίθεται ήταν αστεία για να σπάσει τη μελαγχολία που είχε ρίξει η Ήβη με τη ζωή της, αλλά δεν έκανε κάτι τέτοιο. Η Ήβη είχε παρατηρήσει με τον καιρό, πως ήταν το μόνο για το οποίο μιλούσαν. Η Ήβη, η ηλιόφωτή του και η ζωή της να κατεβάζει στο ψυχρό το κλίμα συνέχεια με τα ψυχολογικά της, όσο εκείνος έλυνε τα δικά του μέσα από μονολεκτικές προτάσεις στο μυαλό του.

Ήθελε και εκείνη να τον μάθει.

«Εγώ, μικρή ηλιόφωτη, έχω τόσα να σου πω, πράγματα που μου προκαλείς, και τόσα που φοβάμαι να μάθω.» απάντησε αινιγματικά. Πίσω στη φιλοσοφική φάση; «Τόσα που με κάνουν να πιστεύω πως είμαστε αδελφές ψυχές.»

Η Ήβη τον κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά της. «Πώς και έτσι;»

«Είμαι τόσο καλός στη μνήμη που δεν θυμάμαι ονόματα, αλλά σε αυτή την ιστορία δεν έχει σημασία. Κάποια στιγμή, στο τρίτο έτος, ένας καθηγητής στα πλαίσια της πρακτικής στην Αρχαιολογία, μας πήγε για ένα δεκαήμερο σε ανασκαφές που συμμετείχε στο Νέο Κάιρο στην Αίγυπτο. Καλή φάση, πολύς ήλιος, και κάτι κόκαλα. Το ζευγάρι στο οποίο έκανε έρευνα ο δικός μας, όχι μόνο δεν ήταν ζευγάρι, αλλά δεν είχαν καμία συγγενική σύνδεση. Όταν πεθαίνεις αγκαλιασμένος με έναν άλλον, έχοντας ζήσει δύο διαφορετικούς κόσμους με βάση τη μορφολογία των κοκάλων, θα περίμενες στην Αρχαία Αίγυπτο να ήσασταν τουλάχιστον τρίτα ξαδέλφια.»

Η Ήβη πρώτη φορά τον άκουγε να μιλάει τόσο πολύ για τις ανασκαφές. Ήταν ένα μέρος της σχολής του που το κρατούσε κοντά του, ίσως επειδή εκείνη ήταν η περίοδος που ήταν με τη Σειρήνα και αν μετρούσε σωστά, οι μήνες που η Ήβη κοιμόταν στην αγκαλιά του Ερμή δίχως αύριο. Της άρεσε να τον ακούει να μιλάει για τότε, δύο χρόνια πριν περίπου, όταν όλοι τους ήταν ευτυχισμένοι. Και οι δύο με ημερομηνία λήξης που δεν γνώριζαν.

«Ο καθηγητής τους έβαλε ονόματα ψεύτικα, μιας και δεν είχαμε τίποτε άλλο για να βασίσουμε τη ταυτότητά τους. Ήταν μια κοπέλα χαμηλής καταγωγής στα πρόθυρα του υποσιτισμού, ένας άνδρας από ανώτερη τάξη. Στην αρχή δεν πίστεψα κάτι τέτοιο. Ήταν μόνο υποθέσεις, αλλά λίγο πιο μακριά βρέθηκε το πτώμα ενός άνδρα, φανερά μεγαλύτερης ηλικίας από το ζευγάρι, με ένα μαχαίρι κοντά του. Αρκετές ομοιότητες με τον άνδρα του ζευγαριού και πέτρες που αν τις έβγαζες από το μαχαίρι τώρα μπορεί να πλήρωνες το μεταπτυχιακό σου.»

«Κάπου εδώ μπαίνει το αδελφές ψυχές;» ρώτησε φωναχτά τη σκέψη της.

«Τους δώσαμε μια ιστορία. Σε αυτή την ιστορία η κοπέλα πέθανε πριν προλάβει να ευτυχίσει με τον άνδρα, αγάπη φιλική την είπαμε.» της είπε. «Πέθαναν μαζί και έμειναν μαζί στην επόμενη ζωή.»

Η Ήβη έφερε το χέρι της κοντά της, η καρδιά του να χτυπάει πλάι στο αυτί της. «Δεν πρόκειται να πεθάνω Αχιλλέα.»

«Το καλό που σου θέλω.» αστειεύτηκε πριν γυρίσει στη σοβαρή εκδοχή του. «Αλλά κάτι μου λέει πως και να πέθαινε κάποιος από τους δυο μας, θα βρισκόμασταν πάλι μαζί.»

Γέλασε και σκέφτηκε την αδελφή της. «Αυτό μου θυμίζει τη Νίνα και τον Ιάσονα.»

«Ίσως και να είναι αδελφές ψυχές.» είπε χαμηλόφωνα ο Αχιλλέας. Την έσφιξε πάνω του. «Αλλά εμείς οι δύο; Θέλω να πιστεύω πως θα βρίσκουμε ο ένας τον άλλον κάθε φορά. Μη μου ξεχαστείς σε καμιά ζωή και πας με άλλον, δεν θα το αντέξω να σε χάσω και εκεί.»

Η Ήβη γέλασε και η φωνή του Αχιλλέα χαμήλωσε στο δικό του γέλιο. «Εσύ είσαι αυτός που δεν θυμάται ονόματα.»

«Ναι αλλά δεν ξέχασα ποτέ το πότε σε είδα πρώτη φορά.» της είπε.

Σταμάτησε και σήκωσε το κεφάλι της να τον κοιτάξει. Έτρεξε στη μνήμη της ψάχνοντας μια απάντηση, ξαφνικά αγχωμένη πως κάτι της είχε ξεφύγει. Η πρώτη της ανάμνηση από την μορφή του Αχιλλέα με τα περίεργα πουκάμισα ήταν το Πάσχα, όταν πήγαν στο χωριό του. «Δεν θυμάμαι.»

«Δεν πειράζει ηλιόφωτη.» της ψιθύρισε κοιτώντας τη στα μάτια του. Ένα χάδι στο μάγουλό της και είχε ηρεμήσει. «Τρία δευτερόλεπτα ήταν.»

Αυτό το τρία θα τη σκότωνε καμιά μέρα. «Δεν το πιστεύω πως δεν σε θυμάμαι, αλήθεια συγνώμη.»

«Αν δεν γελούσες θα σε πίστευα.» είπε συμπληρώνοντας το δικό της γέλιο.

Η Ήβη κρύφτηκε στον λαιμό του, ένα χαζό γέλιο να βγαίνει από μέσα της. Το δέρμα του ανεβοκατέβαινε με κάθε νέο κύμα του δικό του γέλιου και η φωνή του στα αυτιά της να είναι μια όμορφη μελωδία. Μπορούσε να συγκεντρωθεί μόνο στις αισθήσεις της, στη μυρωδιά της λεβάντας στο κίτρινο πουκάμισο που φορούσε, να ταιριάζει με το φόρεμά της, να μην μπορεί να πάρει ανάσα μέσα στην αγκαλιά του.

Τον φίλησε στο μάγουλο πριν προλάβει να το σκεφτεί. Τα χείλη της άγγιξαν το σημείο εκείνο χωρίς τη θέλησή της, αυτή που μπορούσε να ελέγξει. Ο Αχιλλέας σταμάτησε να γελάει και έστριψε το πρόσωπό του. Η επόμενη κίνηση ήταν δική του, με το χέρι του στο δέρμα της να τη καίει.

Λίγο πριν τη φιλήσει για δεύτερη φορά εκείνη τη μέρα.

Δεν τον σταμάτησε, δεν μπορούσε, τόσα δεν και δεν την ένοιαζε αν ήταν αρνητική και απαισιόδοξη στον λόγο της και στη καρδιά της, ήθελε μόνο να μείνει εκεί, στην αγκαλιά του όλο το βράδυ. Σταμάτησε μόνο για μια ανάσα, πριν πάρει πρωτοβουλία εκείνη, με ένα βαθύ φιλί, αφήνοντάς τον έκπληκτο.

Αυτή η αίσθηση ήρθε και έφυγε όταν έβαλε το χέρι του πίσω από το κεφάλι της και την πίεσε πάνω του. Μπορούσε να νιώσει τα πάντα και τίποτα, ήθελε να μείνει με κλειστά τα μάτια και τη γεύση του λεμονιού από τη γλώσσα του, μια πικρίλα από το αποτυχημένο τσάι που της είχε φτιάξει. Και όταν τα μαλλιά της μπλέχτηκαν με τα δάχτυλά του, όταν η Ήβη πέρασε το χέρι της μέσα από το πουκάμισό του, να αγγίζει το δέρμα στον λαιμό της, ούτε τότε μπορούσε να σταματήσει.

Έμοιαζε με κάτι σωστό. Στο μυαλό της, έτσι το έβλεπε. Η καρδιά της, η χιλιοσπασμένη ψυχή της, άλλα έλεγε.

Ξέπνοη, τον κοίταξε όταν τη σταμάτησε. Μεθυσμένο το βλέμμα του, να τρυπώνει μέσα της δίχως έλεος για το τι μπορούσε να αντέξει.

«Αυτή τη φορά το εννοούσα Ήβη.» ψιθύρισε.

Ήβη, όχι ηλιόφωτη.

Ο Αχιλλέας δεν περίμενε κάτι να του πει. Μάλλον η σιωπή της μίλησε για εκείνη.

Η μικρή προχώρησε μπροστά με τα μικρά της ποδαράκια να παραπατούν κάθε λίγο και λιγάκι. Είχε μάθει να περπατάει αρκετό καιρό πριν, αλλά όταν έβγαιναν έξω ήταν σαν να την έπιανε άγχος. Υπήρχαν άτομα που η Μίνα δεν ήθελε ούτε την ίδια να κοιτάνε και τώρα, στις έντεκα το πρωί, είχαν τα μάτια τους πάνω στο ξανθό κοριτσάκι με τις μπούκλες να πετάνε παντού και το μπλε φορεματάκι της να κρύβει μόλις τα μπουτάκια της.

Αν μπορούσε, δεν θα είχε έρθει εδώ. Το μισούσε που έπρεπε να τη φέρει μαζί της. Τι είδους μάνα φέρνει το παιδί της σε ένα μπαρ λίγο πριν ανοίξει;

Αυτό το είδος που είναι κουρασμένο με τη ζωή της.

Δεν έψαξε πολύ, ήταν ο μόνος άνδρας που κοιμόταν, οι υπόλοιποι καθάριζαν και ετοίμαζαν το μαγαζί. Ένας τη κοίταξε από πάνω έως κάτω πριν το βλέμμα του φύγει και γυρίσει στη δουλειά του. Ευτυχώς δεν κοίταξε τη μικρή, δεν θα το άντεχε.

«Είναι πληρωμένα.» της είπε.

«Ευχαριστώ.»

Η μικρή έσφιξε το χέρι της όσο περπατούσαν στο τραπέζι στην άκρη του μπαρ. Εκείνος να ξυπνάει μόλις τότε, δύο μπουκάλια τελειωμένα μπροστά του, ένα ποτήρι. Τουλάχιστον ήταν μόνος. Δεν χρειαζόταν να γίνει ρεζίλι και σε κάποιον άλλον.

«Μπαμπά.» ψιθύρισε η μικρή, ο αντίχειράς της μέσα στο στόμα της, όπως όταν πεινούσε. Είχε έρθει και η ώρα για το σνακ της.

Η Μίνα άφησε μια τσάντα με τα πράγματά του στο τραπέζι, επιτέλους είχε την προσοχή του. Ο Μάρκος τη κοίταξε μπερδεμένος, κόκκινα μάτια και χωρίς αίσθηση του χρόνου. Η Μίνα αηδίασε, τον είχε δει και χειρότερα.

«Πουκάμισο, παντελόνι και γραβάτα για να αλλάξεις.» του είπε.

Εκείνη τη στιγμή είδε τη μικρή να τον κοιτάει, μεγάλα μάτια σαν τη μάνα της, ίδια γλύκα με τον μπαμπά της. Ήβη, υποτίθεται θα έφερνε μια αλλαγή, πίσω στην αρχή. Αντίθετα τους έφερε όλο και πιο κοντά στο τέλος.

«Τι κάνει το παιδί εδώ;» ρώτησε. Ακόμη μεθυσμένος; Είχε πιει παραπάνω, κατάλαβε. «Ηλιαχτίδα μωρό μου, για να σε δω.»

Η Ήβη πήγε να κάνει κίνηση να ανέβει στην ανοιχτή αγκαλιά του, αλλά η Μίνα τη κράτησε πίσω. «Σε έψαχναν από το νοσοκομείο. Έχεις αργήσει. Και εγώ έχω αργήσει στη δουλειά μου.»

Ο Μάρκος ξεφύσησε και έτριψε τα μάτια του. «Ξεχάστηκα, έπαιζα σκάκι με κάποιους από τη δουλειά και-»

Κανένας από τη δουλειά. Μόνος του.

«Δεν έχω χρόνο για αυτό.» του είπε. Κοίταξε το ρολόι της, έπρεπε να βιαστεί. «Γύρνα σπίτι, πέρασαν τρεις μέρες. Θα τα πούμε εκεί.»

Σήκωσε την Ήβη στην αγκαλιά της, ελευθερωμένη από το βάρος και έφυγαν. Η μικρή να ζητάει τον μπαμπά της και η Μίνα να αναρωτιέται αν ήθελε να τον ξαναδεί.

Ξύπνησε μέσα στην λύπη.

Το όνειρό της; Μπερδεμένο.

Η πραγματικότητά της; Ας μη την χαρακτηρίσουμε.

Το μυαλό της τραγουδούσε ένα ελληνικό άσμα που δεν θυμόταν να ήξερε απέξω. Και όμως, γνώριζε κάθε στοίχο, κάθε αλλαγή στη μελωδία, πού να σταματήσει και πού να αρχίσει, τις δεύτερες φωνές και τη μουσική να πηγαίνει γρήγορα και αργά και όμορφα. Όλοι με ρωτάνε να τους πω, άραγε γιατί να σ'αγαπώ.**

Το σκεφτόταν σαν ιστορία, ένα γλαφυρό τραγούδι του έρωτα που την έκανε να γυρίσει μέσα στο φόρεμά της, να παραπατήσει και να συνεχίσει. Να γυρνάει στη φωνή του να της ψιθυρίζει τις λέξεις δίχως τη μουσική από πίσω, μόνοι τους στο διαμέριασμά του. Το μόνο τραγούδι που της έλεγε σιγανά, κάτι παιχνιδιάρικο να τη κάνει να γελάσει, πριν έρθει το τραγούδι του γείτονα και τη σπάσει.

Κάθε στροφή στο μυαλό της και μια στιγμή της μέρας εκείνης που ξύπνησε μέσα στη θλίψη. Μια στροφή και η Νίνα ψάχνει το άστρο της μέσα στους γαλαξίες. Βρίσκει έναν κομήτη, κάπου κοντά στη θάλασσα, να ξέρει το όνομά της και εκείνη να τον κοιτάει σαν να είναι άγνωστος. Ο Μάρκος δεν της μίλησε, δεν πρόλαβε.

Μια στροφή και στο μυαλό της ακούει το γέλιο του, κι όλοι απορούν γιατί να είσ' εσύ σώμα μου μυαλό μου και ψυχή. Καλοκαιρινό πρωινό αεράκι στο λιμάνι, τη στιγμή που η Ήβη βλέπει τον αδελφό της, τη Μίνα και τη Δανάη να κατεβαίνουν από το πλοίο. Συνταξιδιώτες τους η κοπέλα που έκλεψε από εκείνη τον θεό έρωτά της χρόνια πριν, και η κοπέλα που ήταν η θεά έρωτάς του Αχιλλέα κάποια στιγμή μέσα στο ψέμα. Η Σειρήνα με έναν άνδρα που την έκανε να χαμογελάει και να σταματάει για να δέσει τα παπούτσια του, ένα κυπελάκι με παγωτό κουβερτούρα στα χέρια της. Ερωτευμένη και αγαπημένη. Η Σοφία ένα διακοσμητικό που η Ήβη ξέχασε.

Στροφή και στροφή, στα γκρίζα όνειρά μου, η ξάστεριά. Πρώτη κατέβηκε η νεράιδα που τον είχε κρατήσει μακριά της. Ένα καπέλο να κρύβει το φως της από τους θνητούς, έτσι την έβλεπε. Το έλεγε και το όνομά της, Astrid, θεϊκή ομορφιά -παρά τις αντιλήψεις ότι σημαίνει άστρο. Βέβαια, για την Ήβη και τα άστρα ήταν φωτεινά και όμορφα στο επίπεδο της θεότητας. Και για εκείνον, η Ήβη ήταν ένα άστρο, έτσι έλεγε, το δικό του άστρο. Και εκείνος, όπως την πλησίαζε, το σκοτάδι που ήθελε να χαθεί και να βρεθεί.

Στάθηκε μπροστά της, μεγάλος και τρανός. Την έκανε να νιώθει μεγάλη και όμορφη. Της χαμογέλασε απαλά αλλά δεν είπαν τίποτε. Κάτι είχε αποφασιστεί και κάτι είχε αλλάξει. Ο ένας ήταν μίλια μακριά από τον άλλον, ακόμη και όταν με ένα βήμα μπορούσε να πέσει στα χέρια του να τον φιλήσει.

«Γιατί ήρθες;»

«Δεν θα περάσω τις διακοπές μου στη Θεσσαλονίκη, Σκάουτ.»

«Ένα καλοκαίρι το πέρασες ολόκληρο εκεί.»

«Είχα εσένα για εκεί.»

Και ήρθε όπου ήταν εκείνη.

Δύο στροφές να φωνάζουν το όνομα του Ιάσονα, η Νίνα να τρέχει κοντά του και το σχέδιο που είχε κάνει με την Ήβη να φτάνει στη κορύφωση. Γιατί 'σαι η αλήθεια μεσ' στην ψευτιά, τα ψέματα και οι αλήθειες που του είχε κρύψει να γίνονται παρελθόν. Ο έρωτάς της να είναι ο στόχος της, το χαμόγελό του η ευτυχία της. Ο κομήτης της να κοιτάει από μακριά το δικό του άστρο, όμορφη, αγαπημένη του Μίνα. Και εκείνη φευγαλέα να τον πετυχαίνει, τα μάτια της να νομίζει πως τη κοροϊδεύουν, η Δανάη να την παίρνει και να τρέχουν πίσω από τη Νίνα. Ένα κυνήγι του έρωτα και δύο στάσιμες ψυχές να μην μπορούν να πάρουν μπρος. Η μία όμως πλησίασε την άλλη.

Η Ήβη στον πατέρα της, που τόσο αγαπούσε και άλλο τόσο μισούσε.

«Δεν με πήρες τηλέφωνο.» του είπε. «Σε περίμενα.»

«Σε πήρα χθες, αλλά δεν το σήκωσες.»

«Ναι, είχα ένα πρόβλημα γιατί κάποιος με φίλησε και δεν το περίμενα.»

Το άγχος του φανερό στα πράσινα μάτια του. «Γιατί δεν με πήρες εσύ;»

Το άγχος της φανερό στα μπλε δικά της. «Να...φοβόμουν πως δεν ήθελες να με ακούσεις.»

Τόσο ίδιοι και τόσο διαφορετικοί.

Μια στροφή, στις σκέψεις της σιγά σιγά εκείνος να έρχεται από πίσω της, να την πιάνει από τα χέρια και να τη γυρίζει, γρήγορα και άτσαλα, το γέλιο της να καλύπτει τον έρωτά του, ούτε που το είχα φανταστεί, πως υπάρχει αγάπη σαν κι αυτή. Κάποιοι έτρεχαν πίσω από την αγάπη. Οι δυο τους πήγαν να τη σκεφτούν μαζί στο σπίτι του, ο πατέρας να ακούει τη κόρη για τον άνδρα που ήθελε να ακολουθήσει σε ξένη χώρα και για τον άνδρα που ήθελε να τη κρατήσει εκεί. Για τον έναν θα πέθαινε, για τον άλλον είχε ζήσει. Ποιον από τους δύο, δεν ήξερε. Και η κόρη να ακούει τον πατέρα, ξαφνικά να τρέμουν τα χέρια του όσο καθάριζαν, στις λέξεις που περιέγραφαν τη μητέρα της «Όμορφη, αγαπημένη Μίνα». Στον φίλο του, Ανδρέα που θα βρεθεί μαζί της ξανά μετά από χρόνια.

«Κάποια στιγμή νόμιζα πως είχαν ερωτευτεί.» της εκμυστηρεύτηκε. Δίχως ζήλια στη φωνή του, θαυμασμό και χαρά. «Κάποιος που της ταιριάζει.»

Η Ήβη γέλασε ντροπαλά, τα πόδια της να χτυπάνε τον αέρα.

Δύο στροφές γύρω από τον εαυτό της, η πνοή της να βγαίνει κοφτή και ζεστή, που να δίνει Θεέ μου μεσ' στον κόσμο αυτό, νόημα, κουράγιο και σκοπό. Μέσα στο σκοτάδι τα χείλη του κόλλησαν πάνω της, τα δάχτυλά του να χάνονται μέσα στα χέρια του και το σώμα της δικό της και δικό του στην αγκαλιά του. Ο Ερμής να τη φιλάει και να γυρνάνε μαζί στο διαμέρισμα με τον άγνωστο γείτονα να τους κοιτάει μελαγχολικά. Το ζευγάρι που ζούσε ο ένας για τον άλλον, να δίνουν οξυγόνο στις ψυχές τους.

Στην πραγματικότητα, ο πατέρας της να γελάει μαζί της. «Θέλω πολύ να τους δω.»

Και εκείνη, να σταματάει. «Θες να έρθεις μαζί μου;»

Ο Μάρκος άφησε τα φωτάκια να του πέσουν από τα χέρια. Είχαν γεμίσει τον κήπο με τέτοια μικρά πραγματάκια, σαν αστέρια να τους περικυκλώνουν. «Πού;»

«Να τους δεις.»

Το φόρεμά της βγήκε και το πουκάμισό του το κάλυψε στο πάτωμα. Τη φίλησε στα χείλη, στο στήθος στη κοιλιά, με τα χέρια της να σπρώχνουν τα βιβλία από πίσω. Και εκείνη να δαγκώνει να κρατηθεί στο άγγιγμά του πριν αφεθεί στο σκοτάδι του και τη γεμίσει με το κρυφό του φως. Το όνομά της να ζωγραφίζεται από τα χείλη του στο δέρμα των ποδιών της, μικρό και μαγικό, σαν το ξόρκι που της έριξε. Να λοιπόν γιατί σ'αγάπησα.

Ο Μάρκος σταμάτησε τα βήματά του έξω από το συγκρότημα ενοικιαζόμενων δωματίων που έμεναν. «Δεν της έχω πάρει τίποτα. Πώς είμαι; Ίσως πρέπει να φύγω.»

«Πολύ αργά, τώρα σε θέλω εγώ να έρθεις μέσα.»

«Δεν με θέλουν ηλιαχτίδα μου εκεί, ούτε εγώ θα με ήθελα και-το δαχτυλίδι σου, πότε έσπασε;»

Η Ήβη κοίταξε το χέρι της. «Κάποια στιγμή πριν. Ήταν ήδη ραγισμένο από τα δεκαέξι μου, οπότε ήταν θέμα χρόνου. Σε θέλω εγώ εκεί, μπαμπά, μη φύγεις.»

Ο Μάρκος σήκωσε τα δάχτυλά της. «Θα πρέπει να σου το φτιάξω αυτό.»

«Θέλω να μείνω πίσω για τον Αχιλλέα.» του ψιθύρισε.

Ο πατέρας της τη κοίταξε απότομα. Δεν περίμενε αυτή την πρόταση κανείς από τους δύο.

«Νομίζω.» συνέχισε. Το πίστεψε, για λίγο.

Στο αυτί της η φωνή του, να της ψιθυρίζει λέξεις στο αυτί που την έκαναν αναριγήσει. Τη σήκωνε ψηλά, τη κατέβαζε με δύναμη ξανά και οι δυο τους να χάνονται στο μικρό Σύμπαν τους. Ένα αστέρι σε έναν άδειο ουρανό που τη κρατούσε ντροπαλά και συνάμα σφιχτά. Στο μυαλό της, να μπορεί σχεδόν να το πει. Σ'αγαπώ, το ήθελε αλλά δεν το ήξερε.

Ο Μάρκος την άφησε να προχωρήσει μπροστά μόνη της. Το γυάλινο κουτί της ψυχής της να το έχει αδειάσει ο ίδιος άνδρας που τώρα τη κοιτούσε μέσα στο δικό του χάος. Να κοιτάει το κοριτσάκι που άφησε πίσω του όταν ένα βράδυ έφυγε, μια σκιά και δίπλα στον άνδρα με τα μαύρα μαλλιά, το σοβαρό πρόσωπο και τα γκρίζα μάτια, να γίνεται ηλιαχτίδα.

Κάποτε την ενοχλούσε το τσιγάρο στα χείλη του. Τώρα το μύριζε στο σακάκι που της έβαλε στους ώμους της καθώς κρύωνε, και το άρωμά του, νυχτολούλουδα και γιασεμί και όλα τα αρώματα του κόσμου να την περικυκλώνουν για άλλη μια φορά. Ο καπνός να την πλημμυρίζει, μια γκρίζα, πικρή ομορφιά. Ούτε τότε μίλησαν. Μόνο περπάτησαν ο ένας δίπλα στον άλλον, μοιράζοντας βλέμματα ερώτησης.

«Και αν...»

Αν ήσουν εκεί μαζί μου και έμενες;

Να λοιπόν γιατί σ' αγάπισα.

Αν με περίμενες; Λίγο ακόμα, αν κρατιόσουν και με περίμενες;

Και όσο ζω θα σ'αγάπω.

Ο Αχιλλέας βρέθηκε μπροστά της. Αυτός ναι, θα περίμενε. Πόσο θα την αγαπούσε; Και πόσο αγαπητή θα ήταν; Πόσο ευτυχισμένη θα έφτανε;

Περικυκλωμένη από τους άνδρες της, η Ήβη πίστεψε εκείνη τη στιγμή πως βρέθηκε στο κέντρο του τυφώνα. Όλα γύρω της να γυρίζουν και εκείνη να μένει στάσιμη, να ψάχνει έξοδο. Το γυάλινο κουτί της να ραγίζει, τα όριά της να φτάνουν μέχρι εκεί και ένα εμπόδιο να τη κρατάει πίσω με μεγάλη προσπάθεια, γιατί δεν ήθελε να τρέξει, γιατί φοβόταν το όνειρό της. Ένα όνειρο στο οποίο εκείνη ήταν ευτυχισμένη.

«Μάρκο.» μια γυναικεία φωνή ψιθύρισε, σαν να μη το πίστευε, λες και είχε δει ένα φάντασμα κάποιου που πέθανε χρόνια πριν.

Η μαμά της έριξε το ποτήρι της. Δίπλα της, ο κύριος Ανδρέας να καταφθάνει. Η Νίνα και ο αδελφός τους, ο μικρός κάποτε Ανδρέας που ψάχνει δεύτερη ευκαιρία στην αγάπη ήταν εκεί. Να σπάσουν την οικογενειακή κατάρα.

Η Ήβη εκεί κατάλαβε, ακόμη και αν πέθαινε κανείς, ακόμη και αν έφευγε, η ζωή άξιζε τον πόνο της.

Και η Σειρήνα, που το πέτυχε με τη δεύτερη προσπάθεια. Η Astrid να ανάβει κεριά και να εύχεται κάποιος που δεν ήταν ποτέ δικός της μια μέρα να γίνει. Ο Βαγγέλης να λέει στον Άκη για μια κοπέλα που του τρέλανε τα μυαλά, να καταλαβαίνει ο δεύτερος πως ήταν η Δώρα και ο Γιώργος να προσπαθεί να τους ηρεμήσει. Η Άννα και η Δώρα κάθονταν στις καρέκλες και έπαιζαν χαρτιά, μαλώνοντας για το αν η Άννα έκλεψε και τράβηξε χαρτί όταν η άλλη δεν έβλεπε, ή αν η Δώρα έριξε παραπάνω δίχως να το καταλάβει.

Ένα χάος.

Στις αναμνήσεις της, το τραγούδι τελείωσε. Ένα τραγούδι με χαρούμενο ρυθμό και μόνο χαρούμενη δεν ήταν. Είχε αγγίξει την ευτυχία, της άρεσε η γεύση της, αλλά φοβόταν πως δεν την άξιζε. Ο ήλιος ήταν έτοιμος να σηκωθεί, η νύχτα να εξαφανιστεί και το δικό της σκοτάδι, ο δικός της μαύρος ουρανός να χαθεί από την αγκαλιά της. Εκεί τον είχε, το κεφάλι του πάνω στο στήθος της και να πειράζει τα μαλλιά του. Να τον κρατήσει εκεί όσο μπορούσε.

Γύρισε το βλέμμα της στο πλάι. Ο γείτονας έβαλε το δικό του γνωστό τραγούδι, μια μελωδία γρήγορη, στίχος απαλός. Άλλη μουσική, ίδια ατμόσφαιρα.

Ουρανέ, όχι δε θα πω το ναι,

ουρανέ, φίλε μακρινέ.

πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή,

πώς να δεχτώ, μάνα μου είναι η γη,

πώς ν' αρνηθώ της ζωής το φως το ξανθό,

αχ ουρανέ πόνε μακρινέ.

Ξύπνησε μέσα στη λύπη, τη θλίψη και τη στεναχώρια τη μέρα που ο Ερμής έφυγε και τη μέρα που όλοι όσοι αγαπούσε βρέθηκαν ξανά μαζί. Και δεν ήταν σίγουρη γιατί, αλλά ήθελε να χαμογελάσει.

Το γυάλινο κουτί της έσπασε.

Και ο Άκης χτύπησε τον Βαγγέλη στο κεφάλι με το όνομα της Δώρας ως αιτία, αλλά αυτό το αγνοήσαμε μέχρι να αρχίσει να τρέχει αίμα η μύτη του.

*Ο.C.D. ή αλλιώς ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή: αγχώδης διαταραχή στην ομάδα των νευρώσεων. Όπως λέει και το όνομα, χαρακτηρίζεται είτε από ιδεοληψίες είτε από ψυχαναγκασμούς, είτε και από τα δύο, δημιουργώντας άγχος μέχρι το άτομο να υποβληθεί σε καταναγκασμό. Κάποιες φορές πάει χέρι-χέρι με τη κατάθλιψη, καθώς το άτομο αντιλαμβάνεται τον παθολογικό χαρακτήρα της διαταραχής του και τον θεωρεί υπερβολικό, όμως είναι ανίκανος να σταματήσει. Διαταραχές που μπορεί να συνυπάρχουν με το O.C.D.: Σύνδρομο Τουρέτ, Σύνδρομο Άσπεργκερ, Κατάθλιψη, Σχιζοφρένεια, Ελλειμματική Προσοχή-Υπερκινητικότητα κ.ά. .

**Να Λοιπόν Γιατί Σ'αγαπώ - Γιάννης Πάριος.

____________________________________________

Α/Ν Το επόμενο θα είναι και το τελευταίο (επίσημο) κεφάλαιο.

Το τρίτο τραγούδι στο μυαλό της Ήβης...θα το μάθουμε σύντομα. Όμορφο είναι, σαν το τέλος μας. Φτάνουμε και εκεί και δεν το περίμενα. 

Ελπίζω στο τελευταίο κομμάτι να μη σας μπέρδεψα πολύ. 

DL

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top