38. Come On Eileen - Dexys Midnight Runners.
38. Come On Eileen – Dexys Midnight Runners.
Είθε οι περιπέτειές σας να σας φέρουν πιο κοντά, ακόμη και αν σας παίρνουν πολύ μακριά από το σπίτι.
-Trenton Lee Stewart, The Mysterious Benedict Society and the Perilous Journey (The Mysterious Benedict Society, 2).
«Δηλαδή αυτό τώρα γράφει;» τον ρώτησε. Έφτιαξε τις μπούκλες της και φόρεσε τα γυαλιά ηλίου πάνω στα μαλλιά της. «Γιατί το έχουμε ξαναπροσπαθήσει και δεν βγήκε ρε παιδί μου.»
«Ηλιόφωτη, ξέρω τι κάνω.»
«Ναι αυτά μας τα' παν και άλλοι.»
Ο Αχιλλέας ήρθε και έκατσε δίπλα της. Η παλιά βιντεοκάμερα τραβούσε τους δυο τους να κάθονται σε ψάθινες καρέκλες στην παραλία, λίγο να φυσάει, λίγο να κρυώνουν, λίγο να μη τους νοιάζει. Η θάλασσα ήταν μερικά βήματα μακριά και ο ήλιος τους κοιτούσε με ένα πρωινό χαμόγελο. Έφτιαξε το λαχανί πουκάμισό του και τράβηξε τη καρέκλα κοντά σε αυτή της Ήβης.
«Χαμογέλα στον κόσμο που σε βλέπει.»
Η Ήβη έκλεισε το τζάκετ της καλύτερα. «Ποιον κόσμο; Μόνο κάτι πουλιά μας βλέπουν και πιστεύουν πως είμαστε τρελοί.»
«Και γιατί τρελοί;»
«Γιατί κανείς δεν έρχεται οχτώ το πρωί στη θάλασσα Αχιλλέα. Μετά βίας σε θέλει και ο ήλιος.»
«Αγρίεψες ε; Το νησί δείχνει τον πραγματικό σου εαυτό.»
«Άμα σου 'στράψω μία-
«Έλα έλα, γύρνα τώρα.» την είπε.
Η Ήβη αναστέναξε αλλά τον άκουσε. Το κεφάλι της έστριψε ενενήντα και κάτι μοίρες πριν το εκατόν ογδόντα ώστε ο φακός να βλέπει καλά το προφίλ της. «Τι ιδέα και αυτή να μας τραβάει από πίσω;»
Ο Αχιλλέας χαλάρωσε και χαμογέλασε στον ήλιο πριν γυρίσει και αυτός στη κάμερα. «Είναι μια αρτιστική πινελιά.»
«Ξέρεις πως έτσι μπορείς να πεθάνεις;»
«Κανείς δεν πέθανε όταν πήγε να γυρίσει πίσω.»
«Αυτό να το πεις σε εκείνους που πέθαναν.»
«Εγώ; Εσύ έχεις επαφές με όλο τον υπόκοσμο.»
Η Ήβη έσφιξε το μπουφάν της και απομάκρυνε τις μπούκλες από το πρόσωπό της. «Έχε χάρη αλλιώς...άντε ξεκίνα.»
Ο Αχιλλέας ξερόβηξε και σήκωσε το φρύδι στη κάμερα. «Καλώς ήρθατε στο τελευταίο βίντεο των περιπετειών του Άχι και της Ηλιόφωτης. Παρουσιαστές σας, ο Αχιλλέας Δυοβουνιώτης και η Ήβη Βιλαέτη.»
«Ποιος σε είπε Άχι και σου έμεινε απωθημένο;» τον ρώτησε διακόπτοντας τη ροή της σκέψης του. Θα έβγαινε εκτός κειμένου.
«Η μαμά όταν ήμουν μικρός, ήθελε να δει πώς θα φαίνομαι σε small γιατί λέει σιγά μη με φωνάζουν Αχιλλέα στην Αγγλία.»
«Γιατί να πας στην Αγγλία;»
«Ξέρω 'γω; Ψυχολογικά έχει η τύπισσα.» σήκωσε το ποτήρι του καφέ και ρούφηξε την πίκρα μέσα από το καλαμάκι. «Σειρά σου.»
Η Ήβη άλλο που δεν ήθελε. Σχεδόν πήδηξε για να στρέψει όλο το σώμα της προς τη κάμερα που τη κοιτούσε παθητικά και εκείνη δεν μπορούσε να το αποδεχτεί. Δίχως χαμόγελο γιατί ήταν μέσα στη γκρίνια όπως πάντα, είπε τις λέξεις που της είχε αναθέσει προ λίγου λες και είχε το κείμενο γραμμένο μπροστά της.
«Στο τελευταίο επεισόδιο θα σας παρουσιάσουμε τα γεγονότα που οδήγησαν στη καταστροφή της ψυχικής μου ισορροπίας και στην ανάγκη μου για εκ νέου συνεδρίες με τον ψυχολόγο μου.» έκανε ένα μικρό διάλειμμα και πήρε μια γερή γουλιά από το τσάι της. Έκατσε κάτω στον κώλο της πάλι και συνέχισε. «Ω πώς το τέλος φτάνει. Αλλά ας τα πάρουμε όλα από την αρχή.»
«Πίσω στην αρχή του τέλους.» πρόσθεσε και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους. Ο Αχιλλέας είδε στα τυφλά τη κάμερα κάτω από το φως και της έκλεισε το μάτι. Κάποιος ίσως να το έβλεπε μια μέρα, έπρεπε να τον γοητεύσει. «Πάρε θέση και άκου. Όλα ξεκίνησαν από έναν παραλίγο θάνατο και ένα λεωφορείο...»
«Θα τη σκοτώσω!» φώναξε μέσα από το ακουστικό. «Θα έρθω να σας βρω, πού είστε, πείτε μου τώρα. Θα έρθω!»
Η Ήβη έκλεισε τα μάτια της και χασμουρήθηκε. «Λίγο έξω από τη Καβάλ-»
«Σε ποιο νησί σε ρωτάω μωρή, μου το παίζεις και έξυπνη.»
Ο Αχιλλέας προσπάθησε να αποκλείσει τους ήχους από το μυαλό του. Αλλά η Ήβη είχε τη μάνα της σε ανοιχτή ακρόαση, ήταν κομματάκι δύσκολο να την αγνοήσει. Πρωί πρωί να γκαρίζει στο τρίτο τηλεφώνημα, δεν ήταν οικογένεια αυτή, εφιάλτης ήταν.
«Σιγά μην αφήσεις τη Θεσσαλονίκη εσύ.» απάντησε η ηλιόφωτη. Ε, προκαλεί και αυτή.
Αλλά δεν πειράζει, ήταν γλυκούλα όταν το έκανε. Έτσι με το καπέλο να της κρύβει το πρόσωπο, αντηλιακό παντού και να κάθεται στη γαλαρία μόνη της για να αποφύγει κόσμο και ήλιο. Ιδιότροπη γλυκούλα.
Τουλάχιστον άφησε τον Αχιλλέα να ξαπλώσει πάνω της. Το κεφάλι του ήταν πάνω στα πόδια της ενώ τα δικά του να αγγίζουν το παράθυρο. Αν ο οδηγός δεν είχε απορροφηθεί από τη Βανδή θα την πετούσε εδώ και ώρα αλλά δεν έχει τέτοιο χιούμορ η συγγραφέας. Να είναι καλά ο πονοκέφαλος, υπέροχη δικαιολογία, χρυσή και άγια.
«Σου λέω, θα τη σκοτώσω! Και τώρα που δεν έχει με τι να ασχολείται άρχισε με εμένα. Άντε η Νίνα τρέχει στα χωράφια και στα αγρίμια να βρει τον άλλον, εσύ...εσύ δεν ξέρω τι κάνεις μωρό μου, συγνώμη. Αλλά εγώ; Εμένα με αφήσατε μόνη εδώ με αυτό το τέρας!»
Η κυρία Μίνα είχε τρελαθεί, αυτή ήταν η διάγνωση του Αχιλλέα. Από το πρωί -γιατί τώρα κόντευε τέσσερις το μεσημέρι, η ώρα που ο Αχιλλέας είχε ξυπνήσει με τον τρίτο καφέ- τους είχε πρήξει στα τηλεφωνήματα. Την πρώτη φορά επειδή η Ήβη ξέχασε να πάρει ζακέτα και τάπερ με πίτα. Η ηλιόφωτη προκάλεσε καβγά λέγοντας πως δεν ξέχασε τίποτα και πήρε όλα τα απαραίτητα. Μετά έφταιγε το «Και πού ξέρετε πού να πάτε βρε πουλάκι μου; Λεφτά να σου βάλω τουλάχιστον, να φάτε τίποτα.» ή το ακόμη καλύτερο «Και γιατί σταματήσατε στις Σέρρες; Τι πάει να πει κατουριόταν η Άννα, έφυγες για να βρεις την αδελφή σου ή όχι;». Η Ήβη και να ήθελε να κατουρήσει δεν θα το έκανε γιατί όταν πηγαίνει τουαλέτα κλειδώνει την πόρτα και βάζει μια πετσέτα στο χερούλι για να κρύβει τη κλειδαρότρυπα. Οπότε η Άννα θα τα άκουγε για τα καλά από τη κυρα-Μίνα. Η απάντηση στην ερώτησή της όμως ήταν όχι, πήγαν να βρουν τον Ιάσονα, αλλά η Νίνα τον κυνηγούσε επίσης, κάτι που οδήγησε στο τρίτο τηλεφώνημα, αυτή τη φορά να το ξεκινάει η Ήβη. Αυτό του τύπου «Μήπως έχεις ιδέα πού είναι η άλλη γιατί πήρε τον φορτιστή μου.».
Προς το παρόν όμως όλο το λεωφορείο ακούει για το πώς η Μίνα Βιλαέτη θα γίνει μητροκτόνος. Με μια απλή κίνηση.
«Θα την πετάξω από το μπαλκόνι.»
Τόσο απλά τα πράγματα.
«Δεν μπορείς να με παίρνεις τηλέφωνο στη Σκωτία από τη φυλακή.» ήταν το επιχείρημα της Ήβης. «Ή μάλλον, κάν'το.»
«Δεν θες να ακούς τη μανούλα; Αυτό είναι ε; Θες να φύγεις μακριά μου.»
«Μανούλα-»
«Το παιδί είναι; Δώσ' τη μου εδώ.» η κυρα-Δανάη ήρθε ξανά στο φως. Φωνές, κάποιος να κοπανάει μια κούπα στο τραπέζι και μια ήττα. «Άκου εδώ μικρή, η μάνα σου πρέπει να πηδήξει. Αυτόν που γνώρισες το Πάσχα, πώς τον λένε; Μπας και της ανάψει τα λαμπάκια και αρχίσει να δουλεύει.»
«Ρε μάνα!»
Η Ήβη ήταν η ηττημένη της υπόθεσης. «Εγώ για τη Νίνα πήρα.» αλλά δεν την άκουγε κανείς πλέον.
Ο Αχιλλέας αναστέναξε και γύρισε να ξαπλώσει ανάσκελα πάνω στα πόδια της Ήβης. Η ηλιόφωτη τον κοίταξε απολογητικά και χαμήλωσε λίγο τη φωνή πριν του χαϊδέψει τα μαλλιά. «Δεν απαντάει;»
Κούνησε το κεφάλι της. «Επίτηδες το κάνει. Αν ήταν κανένας άλλος γκόμενος της αλφαβήτου θα της έλεγα πως είναι ηλίθια που πήρε τους δρόμους βραδιάτικα. Ίσως και να τη χαστούκιζα. Αλλά αυτό είναι για τον Ιάσονα και ό,τι έχει σχέση με αυτό, μας κάνει όλους τρελούς. Ανησυχώ.»
«Θα απαντήσει. Και πού να πήγε έτσι όπως έφυγε;»
Σε ένα χαντάκι με ένα τσεκούρι να έχει κόψει τον λαιμό της, κρεμασμένη ίσως από κανένα δέντρο, τεμαχισμένη να τη τρώνε οι λύκοι σε κανένα βουνό, υπάρχουν πολλές οι απαντήσεις όπως του είπε η Ήβη. Τις παρουσίασε με πιθανές τοποθεσίες και τηλέφωνα άμεσης δράσης της περιοχής, ονόματα δολοφόνων που έζησαν εκεί και τρόπους που θα μπορούσαν να είχαν διαπράξει το έγκλημα. Τζάμπα ψυχολογίες το μωρό μας, εγκληματολόγος ή ψυχοπαθής δολοφόνος έπρεπε να είχε γίνει.
Θα της ταιριάζει και το αίμα τόσο ανοιχτή που είναι. Και το μαύρο; Γάντι θα της πάει, είναι σίγουρος. Ήλπιζε μόνο να μη το έβαζε στον γάμο τους.
Αν φτάσει μέχρι εκεί γιατί έχουμε και προβλήματα με αυτό το θέμα.
«Έβαλα τον Ερμή να αρχίσει τα τηλέφωνα. Η Σειρήνα δεν ξέρει τίποτα και η Σοφία τους πρότεινε να πάνε να τη ψάξουν, σαν εκδρομούλα θα είναι.» μετέφερε τις τελευταίες λέξεις με κοροϊδευτικό τόνο, η ηλιόφωτη προσπάθησε να φτάσει τον ψηλό τόνο της Σοφούλας, αλλά μάταια. «Εκδρομούλα θα είναι και η πορεία μέχρι τον Χάρο.»
«Σε παρακαλώ, θα της κρυφτεί ο τύπος.»
«Λυπάμαι πολύ τους μήνες που πέρασες μαζί της. Ελπίζω στην άλλη ζωή να μη πληρώσεις το τίμημα.»
Ο Αχιλλέας έκλεισε τα μάτια του. «Από το στόμα σου και στου Τύπου εκεί ψηλά το αυτί.»
Γιατί μόνο εκείνος ήξερε να κάνει θαύματα. Ο Αχιλλέας αυτό χρειαζόταν, ένα θαύμα.
Υποσχέθηκε να κατακτήσει τη καρδιά της. Και μέχρι τώρα το σχέδιο πήγαινε κατά διαόλου.
Είχαν κάνει στάση στις Σέρρες, ως διάλειμμα για τουαλέτα μετά από πίεση της Άννας αντί να πάρουν το λεωφορείο που θα τους πήγαινε κατευθείαν στην Καβάλα. Φανταστείτε τον Αχιλλέα να φτάνει στο πρακτορείο ΚΤΕΛ με τον Γιώργο και να βλέπει τις τρεις φίλες να μαλώνουν για τη διαδρομή που θα κάνουν. Κάπου στην άκρη, κάτω από τον μεγάλο ανεμιστήρα να κάθεται ο Άκης, το πρόσφατο αίσθημα της Δώρας που τον γνώρισε μόλις πριν δώδεκα ώρες. Άλλοι χθες κατέστρεψαν τα σπίτια τους και άλλοι πήγαν για πήδημα. Όχι πως ζήλευε αλλά τη ζήλευε.
«Ναι αλλά αν πάμε πρώτα στις Σέρρες θα δούμε περισσότερα πράγματα ρε συ Ήβη!»
«Το λεωφορείο σταματάει στην άκρη του πουθενά, ούτε σκέπαστρο έχει. Και αν κατεβούμε στην πόλη πού θα κατουρήσεις; Αν χάσουμε το λεωφορείο;»
«Ε, περιπέτεια!»
Μετά η Ήβη κοκκίνισε τόσο πολύ που ο Αχιλλέας απλώς την έσυρε να βγάλουν τα εισιτήρια.
Στη στάση, έγινε το μοιραίο τηλεφώνημα. Ο Αχιλλέας προσπάθησε να μην ακούσει, έκανε πως κοιμάται δίπλα της στις καρέκλες του ΚΤΕΛ Σερρών, αλλά έπρεπε να μάθει πληροφορίες για τον εχθρό. Η Ήβη πήρε τηλέφωνο τον Ερμή για νέα από τη δική του περιπέτεια, μήπως έμαθε τίποτα από τη Σιερήνα για τη Νίνα και λοιπά. Το αποτέλεσμα ήταν μια σύντομη συζήτηση μέσα σε πέντε προτάσεις.
«Δεν έμαθα τίποτα.»
«Ευχαριστώ που τουλάχιστον προσπάθησες.»
«Πότε θα γυρίσετε;»
«Δεν ξέρω.»
«Πρέπει να μιλήσουμε.»
Η ηλιόφωτη του το έκλεισε δίχως απάντηση. Ο Αχιλλέας ήταν χαζός αλλά η υπόθεσή του πως αυτή η κίνηση πονούσε περισσότερο από ότι καταλάβαινε, τον έκανε να σκεφτεί πως ίσως η κατάκτηση της καρδιάς της θα ήταν δύσκολη δουλειά.
Ήθελε στη τελική να είναι καλά. Και αν δεν ήταν καλά με τον Ερμή, θα τη βοηθούσε να γίνει. Όχι για να του κλέψει τη θέση ως τον έρωτα της ζωής της, αλλά για να τη βοηθήσει να προχωρήσει. Να είναι ευτυχισμένη, όπως ζητάει.
Αλλά όταν είδε την φάτσα του αφού του ξέφυγε πως έκανε σεξ με την Ήβη, ω πώς το χάρηκε για λίγο ο ηλίθιος.
«Ξέρω πως δεν συμπαθείς τη Νίνα, αλλά κάνε μια προσπάθεια, έστω για σήμερα. Ευχαριστώ.»
Η Ήβη δεν συμπαθούσε τον κόσμο και ο κόσμος δεν ήταν με το μέρος της σίγουρα, το Σύμπαν έπαιζε παιχνίδια μέσα στο μυαλό της, έτσι έλεγε. Σε όλο το ταξίδι η μελαγχολία του την είχε κουράσει και δεν ήταν ούτε στα μισά ακόμα. Την ενοχλούσε η στάση του για την αδελφή της, αρνητική μιας και δεν έβρισκε τον λόγο να ανησυχούν για το ρεμάλι με την τρελή μεριά της οικογένειας Βιλαέτη. Η Νίνα για εκείνον ήταν ένας άνθρωπος που αν μπορούσε, σίγουρα δεν θα έφερνε στον γάμο του αδελφού του. Αλλά κοίτα να δεις, είναι η νύφη.
Σε κάποια κομμάτια ταίριαζαν, σε άλλα όχι. Σε τρίτα ίσως. Και τώρα αυτή και αυτός και ο τρίτος τα έκαναν μπάχαλο και έβαλαν τους εαυτούς τους σε αυτό το χάος.
Ο Αχιλλέας προσπαθούσε να αγνοήσει τις σκέψεις περί θανάτου της. Δεν την θεωρούσε υπεύθυνη για ό,τι έγινε μεταξύ τους, αν μη τι άλλο, θεωρούσε και τους δύο υπεύθυνους. Χρειάζονται δύο για να χορέψεις τανγκό, έλεγε η Ευανθία το Πάσχα και κάποιος σε μία ταινία. Απλώς δεν μπορούσε να συνυπάρξει μαζί της. Ήταν και οι δύο εκρήξεις μέσα στα αστέρια του σύμπαντος, πώς να το αντιμετωπίσεις αυτό;
Τη μισούσε περισσότερο γιατί είχε δίκιο. Λίγο πριν την Ανάσταση του είπε πως αν η Ήβη πληγωθεί, δεν θα επιστρέψει. Και ο Αχιλλέας ήθελε να βάλει τον εγωισμό του πάνω, να τρέξει στη Σειρήνα χρησιμοποιώντας τη φυγή του με την Ήβη ως δικαιολογία και μετά να το κάνει με τη Νίνα. Ο χαμός ο ίδιος.
Η Ήβη δεν αντέδρασε όμως όπως περίμενε. Αντίθετα, ήταν ήρεμη. Ή έτσι έδειχνε. Μπορεί όταν της το είπε η Νίνα να είχε χτυπήσει και να είχε φωνάξει, αλλά η Ήβη ήταν που στο τέλος τον πλήγωσε, η Ήβη ήταν αυτή που στο τέλος έφυγε -και θα φύγει-, η Ήβη ήταν αυτή που τον έριξε κάτω και τον άφησε για πεθαμένο.
Η Ήβη ήταν ήδη πληγωμένη όταν τη γνώρισε ο Αχιλλέας. Και ακόμη να επιστρέψει στον εαυτό της γιατί αυτός, ο Ερμής, δεν επέστρεψε ποτέ. Ο Αχιλλέας ερωτεύτηκε την ιδέα της ύπαρξής της και τον πόνο της, τράφηκε από αυτόν και θέλησε να μπει στη ζωή της, στη θέση εκείνου που την κατέστρεψε πρώτος ώστε να τη σώσει. Πώς όμως μπορείς να σώσεις έναν άνθρωπο όταν δεν είσαι η λύτρωσή του;
Κάτι υπήρχε μεταξύ τους, για αυτό ήταν σίγουρος. Πλατωνικό; Μπορεί. Αλλά τίποτα πέρα από την πραγματική ευτυχία δεν θα την έπαιρνε μακριά του. Ούτε ο Ερμής, ούτε κάποιο μεταπτυχιακό που μπορούσε αν ήθελε να παρακολουθήσει εξ αποστάσεως. Τα πράγματα άλλαξαν μετά τον ιό, μπορούσες να πάρεις ολόκληρο πτυχία και διδακτορικό μέσα από το κινητό σου και η Ήβη αν δεν ήθελε να πάει τόσο πολύ στον Ερμή, θα το έκανε, ήταν σίγουρος.
Μπορεί να υπήρχε όντως κάτι μεταξύ της ηλιόφωτης και του Αχιλλέα. Αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελε η Ήβη, έτσι πίστευε.
«Θα τη βρούμε Ήβη.» της είπε. «Και θα είναι εντάξει.»
Η Ήβη αναστέναξε σε μια στροφή και τον κοίταξε λυπημένα. «Όταν βρούμε τον Ιάσονα, τι θα του πεις;»
Α το αιώνιο ερώτημα. «Θα τον παρακαλέσω να μη με σκοτώσει.»
«Χρειάζεται χρόνο να το διαχειριστεί.» του είπε ψιθυριστά. «Όλα θα πάνε καλά.»
«Είπα εγώ το αντίθετο; Απλώς είπα πως θα με σκοτώσει στο τέλος.»
Η Ήβη σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε μπροστά, ξαφνικά κουρασμένη. «Αμφιβάλλω.»
Ο αδελφός του ούτε που απαντούσε στα τηλεφωνήματά του. Ο Αχιλλέας αμφέβαλλε αν ήθελε να θυμάται το όνομά του.
«Θυμάσαι το Ρωσικό νεκροταφείο πιο πέρα από τον Άγιο Νικόλαο στο νησί; Εκεί θέλω να με θάψετε.» την ενημέρωσε. «Και για ποιον λόγο πάει αυτός στο νησί; Δεν σου είπε κάτι;»
Όταν του αποκάλυψε πως χθες έπιασε σήμα επαφής με τον Ιάσονα, ο Αχιλλέας είχε σηκωθεί από το πάτωμα που καθόταν και κάπνιζε, έκπληκτος με τα νέα στοιχεία. Το ότι απάντησε στην Ήβη και όχι στη Μέδουσα θα το θεωρούσε αστείο μέχρι πριν λίγες μέρες. Το ότι της είπε και πού θα πάει βάζει το κερασάκι στη τούρτα. Πότε μπλέχτηκε τόσο με αυτόν η ηλιόφωτη;
«Δεν γνωρίζω τίποτα.»
Ο Αχιλλέας σηκώθηκε απότομα στους αγκώνες του. Νόμιζε πως άκουσε λάθος αλλά μάλλον όχι. Το έκανε όντως, του είχε πει ψέματα. Ήταν η προφορά της κάθε λέξεις ξεχωριστά και με ένταση, τα δάχτυλα που τον χτυπούσαν στο κεφάλι λες και ήταν ντραμς, τα νεύρα και ο θυμός στα μάτια της.
«Συνέχισε να αποφεύγεις τα ψέματα γιατί είσαι άθλια σε αυτό.»
Η Ήβη έσπασε τον λαιμό της στο πλάι και αγνόησε το σχόλιό του. Έπιασε το κινητό της, με μια ελπίδα οι συγγενείς της να μην έχουν πετσοκόψει η μία την άλλη στα δύο λεπτά αδιαφορίας τους. «Μαμά, η Νίνα;»
Η Μίνα επέστρεψε στο ηχείο με καθυστέρηση. «Τι μωρέ; Ό,τι ξέρω ξέρεις, πες μου πού πάτε να έρθω, θέλω διακοπές.»
Η Ήβη δεν θα άντεχε για πολύ. «Σου είπα όχι.»
«Μα γιατί αποφεύγεις τη μανούλα σου;»
«Άντε πάλι.»
«Ναι άντε πάλι! Γιατί εσύ μέσα σε έναν χρόνο θα κάνεις τέσσερα ταξίδια και εγώ τι; Θα κάτσω με τη Δανάη να μου λέει πως χρειάζομαι γκόμενο;»
Η γιαγιά της Ήβης πετάχτηκε πάλι στη συζήτηση. «Δεν είπα κάτι για γκόμενο. Απλώς κάποιον να ικανοποιήσει-»
«Μαμά φτάνει!» η Μίνα στράφηκε στην Ήβη, η φωνή της να ακούγεται λίγο περισσότερο από ψίθυρος. «Σώσε με.»
Η Ήβη, ηττημένη, απάντησε. «Στο νησί. Αντίο. Έχει το Runaway Bride το βράδυ, καλά να περάσεις.»
«Στο νησί; Περίμενε Ήβη-»
«Ουπς.» είπε στον εαυτό της κοιτώντας το κινητό. «Το έκλεισα.»
Ο Αχιλλέας κατέβασε τα πόδια του και στον λίγο χώρο που είχε, προσπάθησε να ανακαθίσει. Η Ήβη απέφευγε τη μάνα της και το νησί όπως απέφευγε ο ίδιος τη Μέδουσα και τον Ιάσονα, με μεγάλη προσπάθεια. Ήξερε πως η Μίνα και η Δανάη, ακόμη και η Νίνα δεν γνώριζαν πως στη Λήμνο είναι ο μπαμπάς της, ή ακόμη πως η Ευανθία τον βοηθούσε. Ο Αχιλλέας φαντάστηκε τι θα γινόταν στην περίπτωση που μαζεύονταν όλοι μαζί, ένα χάος, κάποιοι καβγάδες και ίσως η Ήβη να τρέχει μακριά για παγωτό ως αντιμετώπιση του θέματος.
Ναι αλλά δεν θα είχε πλάκα;
Βλέποντας την Ήβη να κατεβάζει το καπέλο της και να δαγκώνει τα χείλη της από το άγχος αυτής της σκέψης -μιας και από το πρωί την ίδια σκέψη είχαν- μάλλον όχι. Επανένωση Μίνας και Μάρκου; Ω πώς το περίμενε!
«Φτάσαμε.» ακούστηκε η φωνή του Γιώργου, ενημέρωση προς όλη την παρέα κάτω από την αγκαλιά της Άννας. «Από εδώ θέλει δέκα λεπτά για το Λιμάνι με τα πόδια.»
Η Ήβη σήκωσε το καπέλο της και με τον Αχιλλέα τράβηξαν τις κουρτίνες κοιτάζοντας απέξω. Είχε κόσμο, αρκετό κόσμο που κατέβαιναν ή ανέβαιναν από τα λεωφορεία προς νέο προορισμό.
«Ευτυχώς εκτυπώσαμε τα εισιτήριά μας ηλεκτρονικά.» είπε η Ήβη χαμηλόφωνα. «Δεν θα μπορούσα να μπλεχτώ για να βγάλω το δικό μου τώρα με τόσο κόσμο.»
Ο Αχιλλέας συμφώνησε με μισόκλειστα μάτια απέναντι στο φως. «Κάποιοι δεν θα προλάβουν το πλοίο, τι κρίμα, περισσότερος χώρος για εμάς.»
Το λεωφορείο σταμάτησε και όλοι ξεκίνησαν να αποβιβάζονται. Η Ήβη και ο Αχιλλέας τελευταίοι, με την Ήβη να βάζει πάλι αντηλιακό και να χτενίζει τα μαλλιά της πριν τοποθετήσει πάλι το καπέλο στο κεφάλι της. Άλλη μια περιπέτεια με λίγα πράγματα, η πάνινη τσάντα της είχε τρυπήσει στη κάτω δεξιά γωνία και η μπανάνα που είχε φέρει μαζί της είχε μαυρίσει. Τέτοιο κατράν ήθελε και ο Αχιλλέας να γίνει αλλά δεν τον άφηνε κανείς.
«Ωραία και τώρα τι;» ρώτησε η Δώρα μόλις συγκεντρώθηκαν λίγο πιο μακριά.
«Φεύγουμε για το πλοίο προφανώς.» είπε η Ήβη και ξεκίνησε μόνη της.
Ακολούθησε ο Αχιλλέας, να την τραβάει λίγο πιο πίσω για να χαλαρώσει το βήμα της. Η Άννα και ο Γιώργος μπήκαν μπροστά και ο Αχιλλέας κράτησε την ηλιόφωτη αγκαζέ, όσο του επέτρεπε με τη ζέστη και τις ιδιοτροπίες της. «Έχουμε άλλη μιάμιση ώρα μέχρι να χρειαστεί να είμαστε εκεί. Πάμε να φάμε.»
«Να πάτε να πάτε, εγώ θα πάω στο λιμάνι για να μη ξεχαστούμε.» ξεροκέφαλη όπως πάντα.
«Θα σε πάρουμε μαζί μας. Χαλάρωσε, είμαστε διακοπές.» γέλασε η Δώρα και ο Άκης την πήρε από τη μέση λίγο πιο μακριά.
Η Ήβη μούτρωσε. «Υπενθυμίζω πως δεν τους ήθελα.»
«Και τότε γιατί τους κάλεσες;»
«Ας μη ξεκινήσω με αυτό γιατί έχω κόσμο να βρίσω.» ψιθύρισε. Ο Αχιλλέας γέλασε κάνοντάς τη να χαλαρώσει λίγο. «Είμαι πολύ σπαστική;»
Έκλεισε τα δάχτυλά του μπροστά της. «Αν κάνεις μεγέθυνση θα δεις πως υπάρχει μεγάλη απόσταση.»
Τον έσπρωξε από πάνω της με ένα κρυφό χαμόγελο. «Δεν είσαι αστείος.»
«Σε ποιον τα πουλάς αυτά;» τη ρώτησε. Δεν ήταν καθόλου καλή στα ψέματα, ευτυχώς που δεν έλεγε.
«Δεν τα πουλάω. Δεν βγάζω χρήματα από αυτό.» του είπε μπερδεμένη.
«Δεν εννοούσα αυτό.»
«Θα το αγνοήσω αυτό γιατί θέλω τα λεφτά σου άλλη στιγμή, όπως όταν πρέπει να βρούμε πού θα μείνουμε και θα σε ρωτήσω κάτι σημαντικό.» του είπε. Η Ήβη σταμάτησε αμέσως και ο Αχιλλέας στάθηκε μπροστά της ανήσυχος. «Τι στο διάολο κάνει αυτός εδώ;»
«Ποιος;»
«Εκείνος.» και του έδειξε.
Ο Αχιλλέας γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος που του είπε ψάχνοντας τι εννοούσε. Ήταν και τυφλός ορισμένες φορές, του πήρε αρκετή ώρα να πετύχει τον τύπο με το πορτοκαλί πουκάμισο να κρατάει μια γλάστρα.
«Στο ορκίζομαι, δεν το έκανα εγώ.» της είπε. «Ο Βαγγέλης είπε πως είχαν δουλειές στην Αλεξανδρούπολη την επόμενη εβδομάδα.»
«Πάμε να φύγουμε. Πριν μας δουν.»
Ο Αχιλλέας κούνησε το χέρι του στον τύπο με τη γλάστρα. «Πολύ αργά όταν είσαι σαν πυγολαμπίδα.»
«Δεν είμαι σαν πυγολαμπίδα.» είπε μουτρωμένη.
Έκαναν νόημα στα παιδιά και άρχισαν να προχωρούν προς τον Βαγγέλη. Ο Αχιλλέας έπιασε από το χέρι την ηλιόφωτη, κάνοντάς την να περπατήσει. Αν δεν πήγαιναν να χαιρετήσουν μπορεί να έρχονταν αντιμέτωποι με τίποτε άλλο κακό. «Έχω μια καθηγήτρια ιστορίας στη σχολή, λέει να μην ξεκινούμε ποτέ μια πρόταση με το "Δεν".»
«Γιατί;» τον ρώτησε και δέχτηκε τη Δώρα στο πλάι της, να την πιάνει αγκαζέ.
«Γιατί δείχνει πως είσαι ένας αρνητικός άνθρωπος με την πρώτη ματιά. Οι λέξεις μετράνε ηλιόφωτη.» της εξήγησε. «Οπότε από εδώ και πέρα δεν έχει "Δεν". Δες τη χαρά της ζωής.»
Η Ήβη άφησε τον Γιώργο να απαντήσει. Ο Αχιλλέας από αλλού περίμενε την σπόντα και από αλλού ήρθε. «Μιλάνε και οι κότες.»
«Βρε άι στο διάολο.»
«Δεν,» τόνισε η Ήβη, «βρίζουμε.»
Ο Αχιλλέας παράτησε την προσπάθειά του. Ο Βαγγέλης τους χαμογέλασε όταν έφτασαν μπροστά από το πορτπαγκάζ ενός αυτοκινήτου, γεμάτο γλάστρες. Ο φίλος του -αν μπορείς να τον πεις έτσι- στεκόταν παγωμένος στο πορτπαγκάζ μόνος του περιμένοντας κάποιον. Ο Αχιλλέας και εκείνος είχαν κρατήσει επαφή από τότε που γνωρίστηκαν, τώρα που ο Βαγγέλης θα ξεκινούσε και σπουδές στη Θεσσαλονίκη, ο Αχιλλέας ανέλαβε καθήκοντα προετοιμασίας του για τη «ξένη» ζωή.
Πώς να αποφύγει την αστυνομία ας πούμε.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε η ηλιόφωτη πριν προλάβει κανείς να χαιρετήσει κάποιον.
Ο Βαγγέλης κοίταξε χαρούμενος τη γλάστρα του. «Νέο εμπόρευμα. Δεν είναι όμορφο;»
Ο Αχιλλέας έσκυψε λίγο κοντά και παρατήρησε τα λοβωτά φύλλα με πολύ λεπτά τριχάκια. Η Ήβη δεν θα μπορούσε να τα δει, δεν είχε τα γυαλιά της. Ήλπιζε όμως να το καταλάβαινε σύντομα.
«Δεν ήξερα πως ένα ζαχαροπλαστείο πουλάει και τέτοιου είδους...φυτά.» σχολίασε ο Αχιλλέας.
Ο Βαγγέλης δεν αποκάλυψε και πολλά. «Όλα μέσα στη ζωή είναι. Θες μία γλάστρα; Είμαι σίγουρος πως το αφεντικό δεν θα έχει θέμα.»
«Καλό κομμάτι.» ψιθύρισε η Δώρα στην ηλιόφωτη. Αρκετά δυνατά ώστε να το ακούσει και ο Αχιλλέας. Αυτή δεν ήρθε με γκόμενο; Για τρίο το ψάχνει;
Η Άννα τη χτύπησε στον ώμο. «Ούτε το όνομά του ξέρεις μωρή.»
Όλος ο κόσμος είχε εξαφανιστεί στα μάτια τους. Βαγγέλης και Νυμφαδώρα και κάπου στο πλάι ο Άκης να παίζει στο κινητό του. Η Ήβη με τον Αχιλλέα κοιτάχτηκαν, η ηλιόφωτη να του λέει νοητά πως αυτό ήταν μέσα στη ρουτίνα.
«Ας μάθει το δικό μου πρώτα.» απάντησε η κοπέλα με τα πράσινα μαλλιά. Πάλι τα άλλαξε. Ο Άκης ένα μακρινό παρελθόν για εκείνη όταν έτεινε το χέρι της για γνωριμία. «Δώρα, Ντόρα, μπορείς να με φωνάζεις και έρωτα της ζωής σου.»
Λες και ήταν δεκαπέντε χρονών και μόλις είχε μάθει πως ναι, οι τρίχες φυτρώνουν σε ασυνήθιστα μέρη, ξέφυγε ένα ντροπαλό γελάκι από τον Βαγγέλη. «Χάρηκα.»
Βρε καλά θα πάει αυτό.
«Πώς να σε φωνάζω όμορφε;»
Ο Αχιλλέας έσκυψε κοντά στην Ήβη. «Πού είναι το αφεντικό να τα δει αυτά;»
Η ηλιόφωτη κοίταξε την ώρα στο ρολόι της. «Ελπίζω πολύ μακριά.»
«Είναι έτοιμος να της δώσει μια γλάστρα και να τη ζητήσει σε γάμο.»
Συμφώνησε. «Το αστείο είναι πως η Δώρα θα δεχτεί.»
«Χα, ναι, σωστά.» ο Βαγγέλης παραλίγο να χάσει τα λόγια του στα σχιστά μάτια της Δώρας. Το έριξε το λαβράκι. Και ο Άκης να χασμουριέται. «Ήβη, θες μια γλάστρα;»
Ο Αχιλλέας έβαλε το χέρι του μπροστά. «Η Ήβη δεν θέλει γλάστρα.»
Η ηλιόφωτη τον κοίταξε περίεργα. «Η Ήβη θέλει γλάστρα.»
«Ε πάρε την γλάστρα.»
Ω Παναγίτσα μου.
Πριν προλάβει να της την πάρει, η Ήβη την αγκάλιασε με ένα χαμόγελο. «Αχ δες τι όμορφα που είναι Αχιλλέα.»
Ο Αχιλλέας ήξερε. «Πού και να τα δεις όταν ανθίσουν.»
«Τη θέλω στη Σκωτία, λες να με αφήσουν να τα πάρω μαζί μου;»
«Μέχρι τη φυλακή ίσως.» είπε χαμηλόφωνα.
«Βαγγέλης.» είπε ο φίλος με το πορτοκαλί πουκάμισο και έσφιξε το χέρι της Δώρας. Έσκυψε και το φίλησε απαλά. «Βαγγέλης και πολλά άλλα ονόματα για σένα.»
«Μα τι gentleman.» χαχάνισε η Δώρα.
Η Ήβη κράτησε σταθερά τη γλάστρα πάνω της. «Γιατί φυλακή;»
«Βαγγέλη, πες της τι είναι.»
«Ο έρωτας της ζωής μου είναι.»
Τον χτύπησε στο κεφάλι. «Το φυτό, όχι η Δώρα.»
«Δεν μου αρέσει όταν με χτυπάτε.» παραπονέθηκε. Έδειξε τις υπόλοιπες γλάστρες από πίσω τους. «Παπαρούνες. Λευκές, κόκκινες, μωβ, θα δείξει. Όλες υπέροχες πάντως.»
«Μωβ;» αναρωτήθηκε η Ήβη και κοίταξε το φυτό στα χέρια της. «Μου αρέσει το μωβ.»
«Σου θυμίζει τίποτα μήπως;» τη ρώτησε ο Αχιλλέας.
«Ότι υπάρχει μια ωραία μωβ κούπα στο ντουλάπι, μη ξεχάσω να την πακετάρω για τη Σκωτία.» φάνηκε να κάνει μια σημείωση στο μυαλό της και τον κοίταξε χαρούμενη. «Ευχαριστώ που μου το θύμισες.»
Αυτό το θυμήθηκε αλλά τα μαθήματα που έκαναν μέσα στο Πάσχα τα ξέχασε τελείως.
«Ήβη, δεν είναι-»
«Τι κρατάει η Ήβη, Βαγγέλη;» ρώτησε μια φωνή. Ο άνδρας με το λευκό καπέλο τον βάρεσε στο κεφάλι. «Δεν σου είπα να κλείσεις το πορτπαγκάζ;»
Να'το και το αφεντικό.
Ο κύριος Ανδρέας με όλη του τη δόξα.
«Καλά πηγαίνει αυτό.» μουρμούρισε στον εαυτό του. Λίγες μέρες ηρεμίας, αυτό ζητούσε.
Άλλο θα έπαιρνε.
Ένα πράγμα για το οποίο ήταν σίγουρη, απόλυτα αποφασισμένη και δεν θα άλλαζε γνώμη με κανέναν τρόπο, ήταν πως αυτό θα ήταν το τελευταίο παιδί. Το ορκίστηκε στον εαυτό της και έβαλε και τον Μάρκο να της το υποσχεθεί, οι σκυταλοδρομίες σπέρματος και το σεξ κομμένο όταν μοιάζει με παράλογο αρκουδάκι. Αυτό ήταν. Καπούτ.
Είχε κάνει μια ευχή για ένα ήρεμο παιδάκι, να κάθεται σαν τον Βούδα και να φιλοσοφεί τις στιγμές που περνούσε μέσα στη κοιλιά της. Είχε ευχηθεί για ένα ήρεμο παιδάκι και όχι για το αγρίμι που πήγαινε πέρα δώθε και την έκανε να πηγαίνει στη τουαλέτα και να έχει μια περίεργη και αδιανόητη ανάγκη για λεμονόπιτα, παγωτό λεμόνι και οτιδήποτε είχε σχέση με το ηλίθιο κίτρινο πράγμα. Το τρίτο ήταν και το πιο σατανικό, αυτό το παιδί θα της δημιουργούσε προβλήματα, ήταν σίγουρη.
Θα έσπαγε καρδιές το μωρό της.
Η κοιλιά της είχε πάρει νέα διάσταση και ήθελε τον δικό της προσωπικό χώρο. Η μικρή, γιατί κοριτσάκι ήταν, το ήξερε και το ένιωθε, κάθε φορά που κάποιος άπλωνε το χέρι του να χαϊδέψει τη κοιλιά της, κλωτσούσε με βίαιο τρόπο. «Όχι μην αγγίζεις τη μαμάκα» κορόιδευε η Νίνα. Η Μίνα έπρεπε μετά να περάσει αρκετά λεπτά μόνη της να της μιλάει, άσχετα αν το έμβρυο τελικά δεν άκουγε και να ξαπλώνει προσπαθώντας να την ηρεμήσει. Όχι μωρό μου, μόνο ο μπαμπάς αγγίζει τη μαμά και η μαμά το θέλει, αλήθεια.
Κάτι τέτοιο έτυχε να συμβαίνει και τώρα. Η Μίνα είχε απλώσει τα βιβλία Αστροφυσικής στο πλάι, προσπαθώντας να απομνημονεύσει πληροφορίες για το τεστ σε τρεις μέρες. Ίσως να πήγαινε αδιάβαστη, σιγά τα ωά, τη βόλευε κιόλας. Είχε βάλει για ύπνο τα άλλα σατανικά πλάσματα, ο Ανδρέας πρώτη φορά τη δυσκόλεψε τόσο, αλλά η Ευανθία πήρε και τα δύο στον κάτω όροφο για ύπνο. Κάτι τους έδινε, ναρκωτικά, πολλά τσάγια, δεν ήξερε και τα μαμούνια ήταν τέζα σαν τη Τερέζα σε χρόνο μηδέν.
Η Μίνα χρειαζόταν ύπνο. Είχε κλείσει τα μάτια της και κάτω από τα κλειστά φώτα, το σώμα της είχε χαλαρώσει στο κρεβάτι. Τα δάχτυλα δεν σταμάτησαν να περνούν πάνω από τη κοιλιά της με έναν ήρεμο ρυθμό, το τρίτο σατανικό πλάσμα μάλλον είχε πάει επίσης για ύπνο. Πάνω στην ώρα κιόλας, είχε πρόγραμμα. Και λίγο αργότερα, η Μίνα θα θα βρισκόταν κιόλας στο πρώτο όνειρο και όλα θα ήταν καλά.
Μέχρι να έρθει ο Μάρκος.
Ευτυχώς, δεν άναψε το φως. Δυστυχώς, ήταν μεθυσμένος.
Κάθε άλλη μέρα θα έκανε κάτι. Θα έμενε ξύπνια μέχρι να κοιμηθεί, θα τον βοηθούσε να μάθει και να παίξει σκάκι, θα έβλεπαν ταινίες με εκείνον να τη φιλάει και να μην προσέχει θα τον κρατούσε αγκαλιά όσο θα έκλαιγε. Σήμερα, δεν είχε αυτή τη δύναμη.
Και μάλλον ούτε εκείνος.
Τη κοιτούσε από την πόρτα, κλειστή τώρα με μάτια βαριά και σώμα καταπονημένο. Είχε μεγάλη βάρδια στο νοσοκομείο και δεν είχε γυρίσει σπίτι χθες. Η Μίνα άπλωσε το χέρι της στη κοιλιά της, ως ανάγκη να ηρεμήσει πάλι το μωρό. Ή ανάγκη δική της να ησυχάσει.
«Ήρθε ένας παππούς το πρωί, τον πήγαν στο νευρολογικό κατευθείαν. Μιλούσε και έλεγε ασυναρτησίες, τίποτα που να έβγαζε νόημα. Κάτι αριθμούς, που ύστερα από μεγάλη προσπάθεια, καταλάβαμε πως ήταν συντεταγμένες σε έναν χάρτη του ουρανού. Ήξερες πως υπάρχουν αυτά; Φυσικά και το ήξερες, έχεις τέτοιον.» μουρμούρισε τη τελευταία φράση και έτριψε το μέτωπό του.
Η Μίνα σήκωσε λίγο το σώμα της, αρκετά ώστε να μπορεί να τον βλέπει καλά. Ο Μάρκος έβγαλε το σακάκι του και άφησε τη τσάντα του κάτω. Το πουκάμισό του ακολούθησε, διπλωμένο προσοχή στις τσακίσεις και το άφησε μαζί με το παντελόνι στο σκαμπό δίπλα από τη μπαλκονόπορτα. Η γυναίκα απλώς παρακολουθούσε τις κινήσεις του και τις δικές του ασυναρτησίες. Όταν έπινε, μιλούσε πολύ και ήταν δύσκολο να τον ακολουθήσει. Αλλά θα άκουγε, πάντα θα άκουγε.
«Όσο περιμέναμε τα αποτελέσματα, με προκάλεσε σε μια παρτίδα σκάκι. Δεν ξέρω πώς κατάλαβε ότι παίζω, αλλά ο τύπος άρχισε να αραδιάζει κινήσεις προφορικά και να παίζει με το μυαλό του. Τρομερός, αν με ρωτάς.» προσπάθησε να βρει τις πιτζάμες του μέσα στο σκοτάδι. Η Μίνα ήθελε να σηκωθεί, να του τις δώσει από τη κρεμάστρα πίσω από την πόρτα, αλλά της έκανε νόημα πως θα τα κατάφερνε μόνος του. Το αστείο ήταν πως αυτό ήταν σαν μότο στη ζωή του, πως μόνος του μπορούσε να κάνει τα πάντα. Και η Μίνα είχε κουραστεί αρκετά με το να μην δέχεται τη βοήθειά της. «Και άρχισα να τις σκέφτομαι, να του απαντάω μέσα από το μικρόφωνο ποια κίνηση θα έκανα εγώ, λες και μπροστά μας είχαμε μια σκακιέρα και τα πιόνια ήταν νοητά. Ήταν τόσο αστείο, που δεν είδα το ανεύρυσμα στον εγκέφαλό του και πέθανε πριν από μία ώρα γιατί προτίμησα μια στιγμή να μην είμαι γιατρός, αλλά άνθρωπος και να απαλύνω τον πόνο του.»
Της μιλούσε για «άσχημες» υποθέσεις κάθε μέρα, αλλά αυτή, τώρα, ήταν μια σκληρή που βάρυνε αμέσως την ατμόσφαιρα. Η Μίνα δεν ήξερε τι να σκεφτεί, ο θάνατος ήταν ένα ανέγγιχτο θέμα για εκείνη. Ξαφνικά ήταν πίσω στα δεκαεφτά της, όταν πέθανε ο παππούς Άρης και δεν ήταν σίγουρη πώς έπρεπε να συμπεριφερθεί, γιατί δεν ήθελε να κλάψει μπροστά στην Ευανθία και στη μαμά της. Ταυτόχρονα, εκείνος ήταν κάπου στα είκοσι ένα, ένας άνδρας που ήθελε να φύγει από τη μικρή ζωή του να ζήσει τη μεγάλη. Κάπως γύρισαν τον χρόνο πίσω και ήταν πάλι νέοι.
Είχαν περάσει τα χρόνια. Δεν ήξερε ούτε την ηλικία της και δεν την ένοιαζε. Όταν θα ήταν σαράντα οχτώ, θα έλεγε πως ήταν σαράντα πέντε, με τρία ενήλικα παιδιά να έχουν τελειώσει τις σχολές τους, το σώμα της να νιώθει ογδόντα και η ψυχή της πίσω στο δεκαεφτάχρονο κορίτσι που έχασε και πήρε την αγάπη σε ένα καλοκαίρι χαμένη σε ένα νησί. Θα έβγαιναν λάθος οι υπολογισμοί της, η Ευανθία θα έφτανε στα εκατόν τέσσερα και η Δανάη θα έλεγε ψέματα σε κάθε ραντεβού της γιατί μικροδείχνει. Θα κέρδιζαν έτσι τα χρόνια που έχασαν προσπαθώντας να πιάσουν τη ζωή.
Ο Μάρκος ξάπλωσε δίπλα της και άγγιξε τη φουσκωμένη κοιλιά της. Το σατανικό πλάσμα νούμερο τρία κλώτσισε απαλά κάτω από το χέρι του, σημάδι ότι εγκρίνει και θα πήγαινε τώρα πάλι για ύπνο. Μπορούσε να μυρίσει το αλκοόλ στο στόμα του αλλά δεν ήταν βράδυ που είχε δάκρυα να ρίξει για αυτό. Η μέρα που θα είχε φτάσει στα όριά της δεν είχε έρθει ακόμα.
«Θα την πούμε Ήβη.» ψιθύρισε ο άνδρας της. Η Μίνα ξαφνιασμένη, γύρισε να τον κοιτάξει. Είχαν την ίδια σκέψη. «Θεά της νεότητας. Έκανα και εγώ την έρευνά μου όταν είπες πως ο παππούς σου την αγαπούσε.»
«Ω, αλήθεια;»
«Όχι, το ήξερα ήδη αλλά ήθελα να σε ακούσω να μιλάς συνέχεια και να με χαλαρώνεις με τη φωνή σου.» εκμυστηρεύτηκε. Η Μίνα άφησε ένα μικρό χαμόγελο να βγει. Την πήρε στην αγκαλιά του, το ασφαλές μέρος για να υπάρξει, το κεφάλι της κοντά στη καρδιά του. «Και θέλω να μείνω νέος μαζί σου, όμορφη αγαπημένη Μίνα.»
«Αυτές είναι ρομαντικές μπούρδες.» του είπε κοκκινισμένη. «Αλλά θα το δεχτώ, υπό έναν όρο.»
«Όσους όρους θες.»
«Να με αγαπάς όταν θα με μισείς, εντάξει;»
Ο Μάρκος φίλησε το μέτωπό της. «Με έβγαλες εκτός εαυτού και σε μίσησα για λίγο πριν σε αγαπήσω. Θα το πάμε πάλι από την αρχή.»
Κάτι νέο και μικρό και ωραίο και μαγικό. Κάτι που θα την έκανε να κοιτάζει αλλού ντροπαλά όπως τότε, πριν του ορμήσει και κάνει την πρώτη κίνηση, κάτι που θα τον κρατάει ώστε να μη ξεπεράσει τα όρια, πριν λιώσει σαν παγόβουνο και την ερωτευτεί μέσα στα μαλλιά της. Κάτι που θα τους κρατάει νέους και αγαπημένους, χώρια και μαζί.
Θα έπρεπε να προσπαθήσει πολύ.
Ο Βαγγέλης έδειξε αληθινό πόνο στο χτύπημα του κυρίου Ανδρέα. «Δεν μου αρέσει να με χτυπάτε είπα.»
«Θα στο φιλήσω να περάσει.» είπε η Δώρα.
«Μπορείς να με φιλήσεις και αλλού;»
«Όπου θες αγορίνα.»
Ο Αχιλλέας γύρισε προς τον κύριο Ανδρέα. Ψηλός και τρομακτικός όπως πάντα για τον Αχιλλέα. Η Ήβη είχε χαραγμένη στη μνήμη της την απειλή με το όπλο όταν έριξε άκυρο στην ανιψιά του. «Τι λέει αφεντικό;»
«Με κοροϊδεύεις Δυοβουνιώτη;» τον ρώτησε. Ο Αχιλλέας δεν απάντησε. Η Ήβη τον έβλεπε να μαζεύεται, ο κύριος Ανδρέας να φυσούσε και αυτός θα έπεφτε.
Η Ήβη κρατούσε παρόμοια στάση. Δεν τον φοβόταν όπως ο Αχιλλέας, απλώς δεν ήθελε να είναι τόσο φιλική μαζί του. Της είχε πει ψέματα, αυτό ήταν που την ενοχλούσε. Και δεν ένιωθε τόσο άνετα με αυτό.
«Δεν νομίζω αυτό να είναι για εσένα μικρή.» της είπε.
Άπλωσε τα χέρια του να πάρει τη γλάστρα της. Όχι τις παπαρούνες κύριε Ανδρέα. «Θα σε πληρώσω.»
Ο κύριος Ανδρέας της χάρισε ένα πλαϊνό χαμόγελο. «Δεν έχεις τα χρήματα μικρή.»
«Για μια παπαρούνα καλέ;» εξέφρασε τις σκέψεις της η Άννα. «Η μαμά λέει να στηρίζουμε τη τοπική αγορά, ε και αν η παπαρούνα κάνει οχτώ θα τα δώσουμε. Τι είναι οχτώ ευρώ;»
Η Ήβη έφερε στο μυαλό της πολλές πιθανές προτάσεις. «Ένα εισιτήριο φοιτητικό για Λήμνο από Αλεξανδρούπολη. Ο λογαριασμός που κάνω στη ταβέρνα όταν βγαίνω μαζί σας. Το τελευταίο βιβλίο του Stephen King αν το πετύχεις με έκπτωση. Ενάμιση κιλό κιμάς ανάμεικτος.»
Όλοι τη κοιτούσαν πάλι. Μα καλά, τι είπε;
Ο κύριος Ανδρέας έκανε άλλη μια προσπάθεια να της πάρει την γλάστρα. Την κούρασε αυτή η διαδικασία. Τα παράτησε όταν η Ήβη τραβήχτηκε πάλι μακριά του. «Τώρα που το σκέφτομαι, τι κάνετε εσείς εδώ;»
Η Ήβη σήκωσε το φρύδι της. «Το θέμα είναι εσείς τι κάνετε εδώ.»
Χωρίς την άδειά της, έβαλε το χέρι του στους ώμους της και άρχισαν να περπατούν μακριά. Στην αρχή δεν συμφωνούσε σε αυτό και ήλπιζε ο Αχιλλέας να τη βοηθούσε να ξεφύγει, αλλά η ίδια δεν έκανε τίποτα για να το αποτρέψει. Με τη γλάστρα από κλειστές παπαρούνες στην αγκαλιά της, η Ήβη άφησε τη ζέστη του κυρίου Ανδρέα να τη τυλίξει. Την πείραζε η παρουσία του λιγότερο από όσο ήθελε και αυτό την εκνεύριζε περισσότερο.
Η σκέψη και μόνο πως εκείνος και η μαμά του είχαν...κάνει πράγματα μαγικά στα σκοτάδια, την αηδίαζε. Και ας ήταν μόνο μια υπερβολική υπόθεση φτιαγμένη από το τίποτα.
«Και για πες μου τώρα, τι σου έκανα;» τη ρώτησε.
Από πού να ξεκινούσε και πού να τελείωνε. «Εμένα; Τίποτα. Τους τόσους ανθρώπους που πουλάς όπλα ρώτα.»
«Δεν τα φωνάζουμε αυτά Ήβη.» της υπενθύμισε κοιτώντας γύρω του. «Έγινε τίποτα με τον Αχιλλέα;»
Αναρωτήθηκε τι εννοούσε. «Πότε;»
«Τότε που πήδηξες από τη σκηνή και έτρεξες έξω από την αίθουσα τελετών μαζί του.»
«Ε πήγαμε στο νησί, έγιναν διάφορα και...» η Ήβη σταμάτησε τον εαυτό της. «Και να σας τα πω, τι; Από ότι φαίνεται όλα τα ξέρετε.»
Ο κύριος Ανδρέας τη κοίταξε με σταυρωμένα τα χέρια, όπως ένας μπαμπάς στη μικρή του κόρη. Έτσι κοιτούσε και ο μπαμπάς της Άννας τη κόρη του όταν έφτανε στα όρια την πιστωτική του κάρτα. «Ώστε έτσι μικρή;»
Τι να έκανε, σήκωσε το πιγούνι της και κοίταξε ψηλά στο πρόσωπό του. «Ώστε έτσι, ναι.»
Ήταν και ευγενική τρομάρα της.
«Ωραία τότε, δώσε τη γλάστρα μου πίσω και φύγε.» της είπε. «Μιας και δεν θες να με ξέρεις πλέον.»
«Δεν είπα αυτό!» φώναξε. Ο κύριος Ανδρέας της έκανε νόημα να ησυχάσει την ίδια στιγμή που ένας αστυνομικός τους κοίταξε με περιέργεια. Ο άνδρας με το λευκό καπέλο μπήκε μπροστά της, κρύβοντας τη γλάστρα από τον κόσμο. Η Ήβη ξεφύσησε. Τον συμπαθούσε τον κύριο Ανδρέα, πολύ. Απλώς κάποιες φορές... «Μου είπες όμως ψέματα.»
Ο κύριος Ανδρέας μπερδεύτηκε μπροστά της. «Τι θες να πεις μικρή;»
«Να αυτό το μικρή,» ξεκίνησε, «μου το έχετε ξαναπεί. Όταν ήμουν όντως μικρή. Όταν ήμουν ένα μικρό κοριτσάκι.»
Έκανε ένα βήμα πίσω. «Δεν καταλαβαίνω.»
«Σας έχω δει στα όνειρά μου. Εκεί φορούσατε κόκκινο καπέλο και...και μετά είχατε χάσει τη κόρη και τη γυναίκα σας.» του αποκάλυψε. Σχεδόν το είχε ξεχάσει αυτό. Κάτι την έκανε να θυμηθεί. «Όταν με είδατε για πρώτη φορά, ξέρατε ποια είμαι;»
Η απάντησή του δεν ήρθε αμέσως. Η Ήβη βόλεψε καλύτερα τη γλάστρα στα χέρια της δίχως να κατεβάσει τα μάτια της από πάνω του και ο κύριος Ανδρέας σαν να ξέχασε τις παπαρούνες μπροστά της. «Ποιος σου είπε και τι;»
«Άρα με γνωρίζατε.»
«Είχα μια υποψία. Μέχρι να μου πεις και το επίθετό σου δεν τόλμησα να ψάξω.» της είπε. «Λοιπόν;»
Οκ αυτό ήταν νέα αποκάλυψη. Μέχρι τώρα δεν ήταν σίγουρη αν αυτός ήταν ο σωστός άνδρας που έψαχνε. Κάτι τα όνειρα, κάτι ο Μάρκος, κάτι η αντίδραση της Μίνας, την έκαναν να κρατάει μικρό καλάθι. Και γιατί τόση μυστικοπάθεια, δεν μπορούσε να καταλάβει επαρκώς. Εκνευρίστηκε όμως με το γεγονός πως εκεί μπροστά της τόσο καιρό στεκόταν ένας άνδρας που...που τι Ήβη; Λες και τότε ήθελες να ακούσεις το οτιδήποτε για τον μπαμπά σου.
«Τα διάβασα στα ημερολόγια του μπαμπά. Το πώς τον βοήθησες με την Ευανθία και το πώς προσπάθησες να κρατήσεις επαφή και με τη μαμά αλλά αυτό δεν πέτυχε τόσο. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε ο μπαμπάς, δεν ξέρω τι έγινε πραγματικά.» του είπε. Κοίταξε τις κλειστές παπαρούνες της. Είχαν τελικά κάτι διαφορετικό από τις συνηθισμένες όσο τις κοιτούσε από κοντά. «Τι είδους καλλιέργεια είναι;»
«Μισό, πάνε πίσω.» προσπέρασε την ερώτησή της, κάτι που έκανε την Ήβη να θυμώσει λίγο. «Τα ημερολόγια του μπαμπά σου;»
Δεν την άκουσε; «Αυτό είπα, ναι.»
«Πού τα βρήκες;» τη ρώτησε.
«Μου τα έδωσε.»
Το πρόσωπό του πάγωσε. «Αυτός; Ο Μάρκος; Γνώρισες τον Μάρκο;»
«Ανάκριση θα μου κάνετε κύριε Ανδρέα;»
Σταύρωσε πάλι τα χέρια του. Συνήθεια κακή σαν το δικό της να πλέκει τα δάχτυλά της. Ήταν μια άβολη στιγμή και για τους δύο και η επόμενη ερώτησή του την έκανε χειρότερη. «Η μαμά σου το ξέρει πως τον γνώρισες;»
«Όχι αλλά μιας και έχετε σχέσεις να της το πείτε εσείς!»
«Μη φωνάζεις.» της είπε και προστάτεψε τη γλάστρα με τα χέρια του. Ο αστυνομικός άρχισε να έρχεται προς το μέρος τους. Το ίδιο και ο Αχιλλέας. «Δεν έχω καμία σχέση με τη μαμά σου. Θέλω όμως να με καταλάβεις. Ο Μάρκος...είναι σημαντικός για εμένα.»
Το ήξερε. «Καταλαβαίνω.»
Ο κύριος Ανδρέας βλέποντας τον αστυνομικό να έρχεται όλο και πιο κοντά, έβαλε το χέρι του στους ώμους της και έκρυψε πάλι τη γλάστρα, όσο μπορούσε. «Και πώς πήγε αυτό;»
Η Ήβη μπορούσε να το περιγράψει με μία μόνο λέξη. «Σκατά.»
«Γιατί;» ρώτησε ανήσυχος.
«Στην αρχή ήταν καλά. Και δεν ξέρω τι σχέση έχετε με τη μαμά μου στα αλήθεια, αλλά μη της το πείτε. Μιλούσαμε όταν έφυγα από το νησί, για μερικές μέρες.» του είπε και άρχισαν να προχωρούν προς την υπόλοιπη παρέα. Εκεί που ο Βαγγέλης είχε κλείσει απότομα το αυτοκίνητο και καθόταν ύποπτος με τα χέρια ανοιχτά να καλύπτει τα τζάμια. Κάτι παίρνει αυτός. «Αλλά εδώ και μια εβδομάδα σιωπή.»
Ο κύριος Ανδρέας κοίταξε διακριτικά προς τα πίσω, η Ήβη λιγότερο διακριτικά και είδε τον αστυνομικό να τους ακολουθεί. «Γιατί δεν τον παίρνεις εσύ.»
«Δεν θέλω να τον ενοχλήσω.» του είπε και μετά ψιθύρισε. «Γιατί μας ακολουθεί;»
«Γιατί δεν μου έδωσες τη γλάστρα όταν σου τη ζήτησα.»
Η Ήβη κοίταξε τις παπαρούνες της. Την Ντέιζι, την Εκάτη και την μικρή Χάρυβδη. «Τι σου έχουν κάνει; Θα έχουν όμορφα άνθη σε λίγο καιρό, το πιστεύω.»
«Ποια είναι η πιθανότητα να στρώσεις τη σχέση σου με τον πατέρα σου;» τη ρώτησε.
Το σκέφτηκε. «Σε ποσοστό ή δεκαδικό;»
«Κράτα το μέσα σου. Και σκέψου πως άλλο τόση είναι η πιθανότητα να μην μπούμε φυλακή όλοι σήμερα.» της ψιθύρισε.
Ο Αχιλλέας ήταν ο πρώτος ανήσυχος που την υποδέχτηκε. «Όλα καλά; Πάμε να φύγουμε.»
«Δεν έκλεισα ακόμη ραντεβού με τον Βαγγέλη.» τους ενημέρωσε η Δώρα. «Γράψε το τηλέφωνό μου. Έξι εννιά σαράντα...»
«Γιατί τόση βιασύνη;» ρώτησε. Πριν λίγο ήθελαν να πάνε και να φάνε. Η Ήβη του έδειξε τη τσάντα της στον ώμο της. «Αχιλλέα μπορείς να βγάλεις το πορτοφόλι μου; Να πληρώσω τουλάχιστον για αυτό. Έλα να-»
«Μη γυρνάς βρε παιδάκι μου.» την σταμάτησε ο κύριος Ανδρέας. «Έρχεται ακόμα;»
Ο Αχιλλέας σήκωσε τα μάτια του πάνω από το κεφάλι της Ήβης. «Είναι δύο.»
«Δύο αστυνομικοί;» ρώτησε η Ήβη. «Μα καλά τι θέλουν;»
«Μη κουνάς τόσο τη γλάστρα ηλιόφωτη, δεν είναι διακοσμητικό χώρου.»
Ο Βαγγέλης ταραγμένος λίγο, συνέχισε το καμάκι με τη Δώρα. «Αν και δεν με αφήνουν να δίνω το δικό μου, είναι έξι εννιά είκοσι εφτά...»
«Δώρα μωρό μου, πότε φεύγουμε.»
«Α τώρα με θυμήθηκες Άκη;»
Η Ήβη δεν ήθελε να ασχοληθεί με αυτό το οικογενειακό δράμα. Γύρισε στον κύριο Ανδρέα. «Δεν μπορούν να μας ακολουθούν έτσι στο άκυρο εμάς τους αθώους πολίτες επειδή τους έμαθαν στην ακαδημία πως αυτό είναι το σωστό. Θα πάω να τους ρωτήσω τι θέλουν.»
«Ήβη μη τολμήσεις-»
Η φωνή του κυρίου Ανδρέα και του Αχιλλέα θόλωσαν στο μυαλό της όσο περπατούσε με τη γλάστρα αγκαλιά. Δεν τα πήγαινε καλά με τους αστυνομικούς, εκτός και αν ήταν καλοί, αλλά όλοι ήταν καχύποπτοι για τα πάντα. Θα έβαζε ένα τέλος. Για όνομα των Θεών, μόνο παπαρούνες κουβαλούσε και άντε ένα βιβλίο που κατέβασε παράνομα από το διαδίκτυο και το εκτύπωσε μόνη της γιατί ήταν ακριβό. Μήπως για αυτό ήταν; Ε όχι ρε γαμώτο τα πέντε λεπτά τη σελίδα να τη βάλουν φυλακή.
Ο Αχιλλέας βρέθηκε αμέσως δίπλα της. Γιατί έτρεμε η φωνή του; «Ηλιόφωτη έχω κάτι να σου πω.»
«Δεν μπορεί να περιμένει; Πρέπει να τους μιλήσω.»
Ο ένας αστυνομικός τη κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. «Δεσποινίς, είδαμε πως κρατάτε αυτό το φυτό. Γνωρίζετε τι είναι;»
Τι έτσι κατευθείαν θα της έκαναν ερωτήσεις; «Παπαρούνες. Λευκές, κόκκινες, μωβ με υπέροχα άνθη όταν ανοίξουν. Μιας και κάνουμε ερωτήσεις, γνωρίζετε πως αυτό το χρωματάκι στα μαλλιά δεν σας πηγαίνει; Έχει βγει μαύρη η ρίζα πάνω στο καμένο ξανθό. Τραγική επιλογή.»
«Τραγικότατη.» συμφώνησε η Άννα.
«Ένα μπλεδάκι, να ταιριάζει και με το πουκαμισάκι, τι λέτε;» ρώτησε η Δώρα.
«Πράσινο καλύτερα, να τονίζει τα μάτια του. Τι όμορφα που τα έχετε.» συνέχισε η Άννα.
Και μετά η Ήβη. «Και το γκρι, γάντι θα σας πήγαινε.»
«Ω γκρι, ναι.» η Άννα κούνησε το χέρι της πριν γυρίσει στον Γιώργο. «Μωρό μου, τι λες να το κάνεις;»
«Κύριε αστυνόμε, νομίζω για λάθος λόγους μας κρατάτε εδώ. Τα παιδιά έχουν να προλάβουν και το πλοίο.» μεσολάβησε και ο κύριος Ανδρέας. Μα γιατί; Η Ήβη δεν είχε τελειώσει. «Να πηγαίνουμε, ναι;»
«Όχι μισό λεπτάκι.» τους είπε η Ήβη. Γύρισε στις Δώρα και η Άννα ήρθε κοντά. Οι τρεις φίλες ψιθύρισαν πριν η Ήβη κάνει την ερώτηση. «Το άστρο σας αγαπητέ μου; Ποιο είναι;»
Ο αστυνομικός και ο συνεργάτης του κοιτάχτηκαν. «Κοιτάξτε δεσποινίς, σας είδαμε-»
«Για Καρκινάκι το βλέπω.» σχολίασε η Άννα.
Η Δώρα κούνησε το κεφάλι της. «Δες πώς τρέμει το μάτι του, θα αλληθωρίσει. Προς Δίδυμο ή Τοξότη τον βάζω.»
Η Ήβη έσφιξε τη γλάστρα πάνω της. «Εγώ για Κριό, είμαστε ευέξαπτοι άνθρωποι. Να βάλουμε ένα στοίχημα; Θα σας φέρω μαγνητάκια από τη Σκωτία με τα λεφτά σας.»
«Τι κάνουν;» ρώτησε ο ένας από τους δύο αστυνομικούς.
«Μας περιπαίζουν.» απάντησε ο πρώτος. Έκανε ένα βήμα κοντά της. Ένα βήμα ήταν αρκετό για να μπει ο Αχιλλέας μπροστά και ο κύριος Ανδρέας να κλέψει τη θέση της Άννας δίπλα της. Ο αστυνομικός όμως δεν θα την άφηνε έτσι. «Αρκετά με τα τεχνάσματά σας. Κυρία μου-»
«Λάθος κοπέλα φίλε μου.» ψιθύρισε ο Αχιλλέας.
Η Ήβη είχε ήδη εκνευριστεί. «Για να σου πω που θα με πεις και κυρία. Δεσποινίς είμαι, σε αντίθεση με εσένα που θα πρέπει να αναφερθώ ως "κύριος" απλά και μόνο για την ηλικία γιατί από όλα τα άλλα πάσχεις!»
«Με είπε γέρο;» ρώτησε τον συνάδελφό του.
«Ε δεν είσαι και στο άνθος της ηλικίας σου.» απάντησε. Ο δεύτερος αστυνομικός, ένας νέος και στο περίπου ευγενικός, προσπάθησε να συνεχίσει τη συζήτηση με την Ήβη. «Το θέμα είναι πως έχουμε υποψίες ότι αυτό που κρατάτε είναι παράνομο.»
«Παράνομο είναι το μάτι σου!» μισό λεπτό, αυτό δεν βγάζει νόημα. Αλλά η Δανάη το έλεγε συχνά.
Η Ήβη έχασε χρόνο να το σκέφτεται και ο κύριος Ανδρέας μπήκε μπροστά από όλους, δίπλα από την αστυνομία. «Νέοι είναι, δεν καταλαβαίνουν. Έχετε να κάνετε και εσείς τους ελέγχους σας, καταλαβαίνω, μα-»
Ο Αχιλλέας στράφηκε στην Ήβη, κρύβοντάς την από όλους πέρα από το σώμα του. Η Ήβη συγκεντρώθηκε στα μαύρα μάτια του και στο γεγονός ότι χρειαζόταν επειγόντως να ξυριστεί αλλά ο Αχιλλέας είχε πάλι εκείνο το γοητευτικό χαμόγελο, λες και όλα ήταν ουράνια τόξα και το Σύμπαν δημιουργήθηκε από ζάχαρη. «Ηλιόφωτη.»
«Αχιλλέα.» πρόφερε το όνομά του.
«Είμαστε σε μια δύσκολη κατάσταση. Και πρέπει να κάνουμε κάτι για αυτό.» έσκυψε κοντά της, τόσο κοντά που λίγο ακόμα και οι μύτες τους θα αγγίζονταν. «Οι αστυνομικοί έχουν δίκιο. Θυμάσαι τις μωβ παπαρούνες με το όπιο που είχαμε βρει στα χωράφια στο χωριό;»
Η Ήβη το είχε σημειώσει στο σημειωματάριο που ο Αχιλλέας τόλμησε να σκίζει και να πετάξει στον δρόμο. «Αυτό που χρησιμοποιείς για να κάνεις ηρωίνη;» ρώτησε χαμηλόφωνα.
«Α να 'γεια σου.»
Κοίταξε κάτω. Η γλαστρούλα της, οι παπαρούνες της, η Ντέιζι, η Εκάτη και η Χάρυβδη ήταν ένα βήμα -ή και πολλά- πριν τα ναρκωτικά; Ο Βαγγέλης το είχε πει, «Νέο εμπόριο», αυτό εννοούσε; Και ο Αχιλλέας την άφησε να το κρατάει τόση ώρα; Είχε στα χέρια της ναρκωτικά και λίγο πιο πέρα ήταν ένα αυτοκίνητο γεμάτο ναρκωτικά. Δουλειές, ο κύριος Ανδρέας ήταν στην Αλεξανδρούπολη για δουλειές, αυτές ήταν οι δουλειές; Τα έπαιρνε από λιμάνι σε λιμάνι;
«Τι;» τσίριξε.
Και ο Αχιλλέας τη φίλησε.
Η γλάστρα της έπεσε και έσπασε σε μικρά κομματάκια. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, με το πρώτο άγγιγμα τα χέρια της χαλάρωσαν και το κεραμικό σκεύος απλώς έτρεξε προς την καταστροφή του. Χώματα, φύλλα και σπασμένα τα σώματα από τις παπαρούνες στα πόδια τους, ο Αχιλλέας να τα πατάει περισσότερο και να έρχεται κοντά της.
Η Ήβη έκλεισε τα μάτια της ασυναίσθητα. Της άρεσε. Και όταν ο Αχιλλέας απομακρύνθηκε, εκείνη ήθελε και άλλο.
Τα μάτια του γυάλιζαν. Ίσως και αυτός ήθελε και άλλο.
Δεν ήταν ώρα για να μπερδευτούν τα πράγματα τόσο.
«Δεν το έκανε.» άκουσε την Άννα να ψιθυρίζει.
«Και όμως, το έκανε ο άτιμος.» απάντησε η Δώρα.
Η Ήβη είχε αυτιά και μάτια μόνο για τον Αχιλλέα. «Γιατί;» τον ρώτησε ψιθυρίζοντας.
Εκείνος κοίταξε κάτω, στα κατεστραμμένα λουλούδια των ναρκωτικών. «Γιατί κάπως έπρεπε να σε κάνω να αφήσεις τη καταραμένη γλάστρα.»
Έτσι ώστε οι δύο αστυνομικοί να τους αφήσουν ήσυχους. Ήξερε πως η Ήβη θα τρόμαζε τόσο που θα της έπεφτε η γλάστρα. Και ήξερε πως αν κατέστρεφε το δείγμα, οι αστυνομικοί δεν θα είχαν λόγο να ασχοληθούν μαζί τους.
Εξάλλου είχαν μόνο υποθέσεις.
«Αχ αυτοί οι νέοι και ο έρωτας ε;» μουρμούρισε ο κύριος Ανδρέας στους αστυνομικούς. «Βλέπετε, βιαζόμαστε λίγο.»
«Θα σας κρατήσουμε εδώ και θα εξετάσουμε τα πάντα.» είπε ο αστυνομικός Καρκίνος, Δίδυμος, Τοξότης και Κριός. Ο θυμός στη φωνή του ήταν εμφανής.
Το ρίγος στον λαιμό της Ήβης το είχε φέρει το χέρι του Αχιλλέα όταν τη φιλούσε και τώρα οι επαναλήψεις στο μυαλό της να παίζουν ξανά και ξανά.
«Τι να εξετάσουμε ρε Χρήστο; Άστους να πάνε όπου να' ναι.» είπε ο δεύτερος, ο νεότερος. «Συγνώμη για την ενόχληση και την παρεξήγηση.»
«Ναι αλλά-»
Ο Αχιλλέας έπεσε στα γόνατα και άρχισε να μαζεύει σε ένα σημείο τα κομμάτια. Η Ήβη τον κοιτούσε παγωμένη στη θέση της και ο Γιώργος βοήθησε τον κολλητό του με μια σακούλα να συγκεντρώσουν το χάος. Η Άννα και η Δώρα τράβηξαν τη φίλη τους λίγο πιο πίσω, προσέχοντας μην πατήσουν τα μικρά κεραμικά κομματάκια και περάσουν κάτω από τα σανδάλια τους.
Την είχε φιλήσει. Εκεί κόλλησε, όχι στη δικαιολογία του, αλλά στην πράξη. Στο ότι απέφευγε το βλέμμα της μετά.
Αχ ρε Αχιλλέα.
«Σε άλλα χαρούμενα νέα,» ψιθύρισε η Άννα, «νομίζω πως βρήκαμε και τη Νίνα.»
Δεν την ένοιαξε που η αδελφή της έτρεχε προς το μέρος τους με έναν μικρό σάκο στην πλάτη. Ούτε ότι ο κύριος Ανδρέας αποφάσισε να πάρει τον Βαγγέλη και το γεμάτο παπαρούνες αυτοκίνητό τους και να προσκαλέσουν τους εαυτούς τους στις διακοπές τους.
Η προσοχή της δεν τραβήχτηκε από τον καβγά των αστυνομικών λίγα μέτρα πιο μακριά για το αν θα έπρεπε να ερευνήσουν περισσότερο το θέμα. Ή από τη στάση του Άκη απέναντι στον Βαγγέλη για τη καρδιά της Δώρας. Ακόμη και το τέταρτο τηλεφώνημα της Μίνας για το αν η πίτσα μπαίνει κάτω κάτω στον φούρνο ή στο πρώτο σημείο της σχάρας. Η Άννα απάντησε με δυσκολία κάτω κάτω.
Ούτε καν μια χαμένη κλήση από τον άνδρα που επιθυμούσε να ακούσει περισσότερο αυτές τις μέρες. Μέχρι και τον μπαμπά της αγνόησε, που ανησυχούσε μία εβδομάδα για το αν κατρακύλησε στο αλκοόλ μετά την επανένωσή τους και πέθανε.
Ο Αχιλλέας σήκωσε τα μάτια του όταν τελείωσε με τη κατεστραμμένη Εκάτη. Κοιτάχτηκαν μόνο για μερικά δευτερόλεπτα. Ήταν αρκετά για να τη κάνουν να σκεφτεί ένα και μόνο πράγμα:
Κενό. Κάτι δεν ήταν σωστό αλλά το ένιωθε έτσι.
Πήγαν να φύγουν και ο Αχιλλέας έμεινε πίσω κάνοντας λέει ένα σημαντικό τηλεφώνημα. Ήθελε να του μιλήσει αλλά δεν πρόλαβε. Τον κοιτούσε με γυρισμένο κεφάλι να την ακολουθεί, η Άννα και η Νίνα να μιλούν για το πώς η αδελφή της κοιμήθηκε στα ΚΤΕΛ Αλεξανδρούπολης μέχρι που όταν ξύπνησε είχε τόσο κόσμο στο πρακτορείο και στο λιμάνι που δεν μπόρεσε να ρωτήσει για τον Ιάσονα. Οπότε ξεκίνησε για το επόμενο λιμάνι, αυτό της Καβάλας.
Το τηλεφώνημα του Αχιλλέα προς τον άγνωστο κράτησε λίγο. Σε όλη τη διάρκεια τη κοιτούσε. Σαν να μιλούσε στον δέκτη για εκείνη.
Αν ήταν δικαιολογία το φιλί του γιατί έμοιαζε με την αρχή του προβλήματος για το χάος της;
Γιατί την έκανε να χάσει όλο το ταξίδι έτσι;
Και γιατί να σκέφτεται τι θα νόμιζε ο Ερμής;
Άλλη μια περιπέτεια που ξεκινούσε με πολλά γιατί.
Αυτό που δεν ήξερε η Ήβη, ήταν πως όλες τις απαντήσεις θα τις έβρισκε σε ένα ζευγάρι μαύρα μάτια και ένα γοητευτικό χαμόγελο ενός άνδρα με χαζά πουκάμισα.
__________________________________________
Α/Ν Καλημέρες και καλησπέρες στο καλό κοινό. Το κεφάλαιο αυτό ήταν να ανέβει μετά από πολύ καιρό, αλλά η τελευταία φορά που ανανέωσα ήταν πριν τρεις εβδομάδες περίπου και δεν ήθελα να σας αφήσω ξεκρέμαστους/τες για άλλον έναν μήνα.
Η εξεταστική περίοδος ξεκινάει σύντομα και (δυστυχώς) μέχρι να τελειώσει δεν θα ανεβεί κάποιο άλλο κεφάλαιο. Είναι μια περίεργη και έντονη περίοδος για τους περισσότερους αναγνώστες/συγγραφείς, μαζί και με εμένα.
Οπότε, μετά τις 2/7 θα τα πούμε ξανά. Μέχρι το τέλος έχουν μείνει άλλα πέντε κεφάλαια (χωρίς τον επίλογο). Έχουν γραφτεί τα τέσσερα, όμως όλα θα ανεβαίνουν μέσα στον Ιούλιο περίπου δύο φορές την εβδομάδα: με λίγα λόγια, θα σας πρήξω.
Και από εκεί και μετά...θα δούμε.
Εύχομαι μια δημιουργική και αποτελεσματική περίοδο. Αν υπάρχουν αναγνώστες που δίνουν Πανελλήνιες, φροντίστε τον εαυτό σας και μην αμελείτε σώμα και πνεύμα στο όνομα του βαθμού. Δύσκολο να βρεις τώρα την ισορροπία, αλλά προσπαθήστε. Καλά αποτελέσματα σε όλους!
DL
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top