35. You Can't Hurry Love - The Supremes.

35. You Can't Hurry Love – The Supremes.

Έχω μάθει πως αυτοί που χάνεις έχουν έναν τρόπο να γυρνάνε πίσω σε εσένα.

-Paul Krueger, Steel Crow Saga.

Είχε ονειρευτεί μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα. Έκλεισε τα μάτια του και την ξαναέφερε στη μνήμη του. Ήταν μεσημέρι, με ζέστη αλλά από κάπου ερχόταν δροσιά. Το air-condition ήταν ανοιχτό και τον χτυπούσε στο πρόσωπο. Πριν λίγες ώρες είχε αρχίσει να ζωγραφίζει μια όμορφη κοπέλα με λαμπερά κόκκινα μαλλιά και ένα υπέροχο πράσινο φόρεμα. Είχε ακόμη μπογιές στα χέρια του όμως δεν τον ενοχλούσαν. Η τύχη του έλεγε που δεν είχε σημασία το πορτοκαλί και μπλε στα δάχτυλά του, μόνο η εικόνα μπροστά του.

Έβλεπε μια ρομαντική ταινία. Εκείνη, ας την πούμε Η, σαν τον ήλιο που βγαίνει την αυγή. Εκείνον, Ε, σαν τον μικρό θεό του έρωτα που δουλεύει μυστήρια πράγματα τη νύχτα. Ο ένας φέρνει τον άλλον και τον διαδέχεται και τον συμπληρώνει σε έναν κύκλο που δεν τελειώνει. Του ήταν λίγο δύσκολο να παρακολουθήσει τις σκηνές, στην αρχή του είχαν φανεί βαρετές και μετά απλώς του προκαλούσαν μια στεναχώρια. Οι δυο τους είχαν γνωριστεί στα γενέθλια της πρώτης, έγιναν φίλοι και ξεκίνησαν να ερωτεύονται ο ένας τον άλλον κρυφά. Ήταν βασανιστικό και για τους δυο τους διότι πίστευαν πως ο ένας δεν άξιζε τον άλλον. Και μετά συγκρούστηκαν και η έκρηξη, δυνατή σαν το Big Bang, τους έκανε να αιωρούνται ως χρωματιστές οντότητες, να αγγίζουν ο ένας τον άλλον λίγο πριν ενωθούν και χαθούν.

Η Η είχε δυσκολία στο να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά της. Κάποιες φορές πίστευε πως το έκανε αλλά περισσότερο μιλούσε με τη φωνή της μέσα στο μεγάλο, περίπλοκο μυαλό της, παρά με τον έρωτά της. Ο Ε ήθελε να της δώσει τα πάντα, και το έκανε, όμως φοβόταν πως δεν ήταν αρκετό για εκείνη ή το ιδανικό. Φοβόταν πως μια μέρα απλά δεν θα έφτανε η αγάπη του. Αχ, πόσα δεν ήξερε.

Και μετά ήρθε ο κακός, Α σαν την αρχή των πάντων. Ο Α που ζήλευε τον Ε γιατί του είχε πάρει τους δυο έρωτές του. Ο Α που ήθελε πίσω όσα πίστευε πως του ανήκαν. Ο Α που ευχήθηκε -κατάρα στην ψυχή!- κανείς να μην ευθυμήσει. Στο επόμενο άγγιγμα να καταστραφούν οι δυο τους και όλα όσα είχαν χτίσει για την ευτυχία τους. Ο Ε έφυγε, με την ελπίδα πως μια μέρα η Η θα επέστρεφε, και η Η έχασε τον εαυτό της. Ο Α, σκοτάδι μοίρασε στη Γη στο χρώμα του πρώτου του Έρωτα, κόκκινο και πράσινο και μαύρο, σαν τα χείλη της, τα μάτια της, τα μαλλιά της, Έρεβος να σκεπάζει τον ουρανό. Και εκείνοι, το ζευγάρι με τα υγρά μάτια τους να ταιριάζουν και να συμπληρώνουν τις καρδιές τους, να απομακρύνονται και άλλο και άλλο και άλλο και να μην μπορούν να αγγίξουν ποτέ ξανά ο ένας τον άλλον. Ο έρως να μην πεθαίνει ποτέ.

Όταν έφυγε ο Ε, μαζί με τα παπούτσια του πήρε και τη ψυχή της Η, αφήνοντας ένα κενό μέσα στο μικρό γυάλινο κουτί που την έκρυβε. Και μια μέρα θα ξανασυναντιόντουσαν, ίσως ακόμη ερωτευμένοι, ίσως ακόμη πονεμένοι, ίσως ακόμη υπαρκτοί με τα κομμάτια τους στα χέρια του άλλου. Όταν ο Α να μαραζώνει και να ξεθωριάζει. Η κατάρα όταν ενεργοποιήθηκε πήρε μαζί του όλα όσα αγαπούσε και τα έκανε μίσος και μελαγχολία. Να μην ευθυμίσει κανείς, ούτε εκείνος. Όχι μέχρι ο Ε και η Η κάνουν τη νύχτα μέρα και ενωθούν για τον τελευταίο θάνατό τους.

Τόσο ρομαντικό, τόσο κλισέ και απαίσιο, προκαλούσε ναυτία στον Αχιλλέα. Μια αηδία.

Η Ήβη περπατούσε πέρα δώθε κάτω από τον πίνακα αφίξεων του αεροδρομίου. Φορούσε μάσκα, ακόμη και σήμερα, τώρα χρόνια μετά από την καταπολέμηση του μεγάλου ιού, γιατί φοβόταν το γλυκούλι. Κάποιες φορές της έπεφτε η μάσκα και μέχρι να το καταλάβει, πίστευε πως είχε μολύνει τους πάντες και αυτοί την είχαν κολλήσει κάτι. Μετά λουζόταν στο αντισηπτικό, όπου η χρήση του ήταν υποχρεωτική όταν έμπαινες και έβγαινες από το αεροδρόμιο μαζί με εκτενή σωματικό έλεγχο. Ο Αχιλλέας νιώθει ακόμη τον ηλεκτρισμό μαζεμένο κάτω από την πατούσα του.

Καθόταν και περίμενε μαζί της με σταυρωμένα τα χέρια. Ο ψηλός μαλάκας και η φιλενάδα του είναι να έρθουν τώρα, ή μάλλον πριν μισή ώρα αλλά το αεροπλάνο δήλωσε καθυστέρηση. Εξ ου και η αιτία για το γρήγορο περπάτημα της Ήβης. Είχε άγχος και ανησυχία, περνώντας τα και στον Αχιλλέα. Η Ήβη για τη σκέψη μήπως έπαθε κάτι ο αγαπημένος της. Ο Αχιλλέας μήπως τον χτυπήσει πολύ δυνατά και σπάσει το χέρι του. Μετά πώς να ξαναζωγραφίσει;

Τουλάχιστον, οδήγησε με ηρεμία μέχρι το αεροδρόμιο. Η Ήβη τον είχε πάρει καθαρά ως μεταφορικό μέσο, κρατώντας την υπόσχεση στον Ερμή της. Ο Αχιλλέας δεν θα έχανε ευκαιρία να τον δει ύστερα από τα νέα για τη σχέση του με τη Σειρήνα. Και αν τον χτυπούσε, ε δεν πειράζει σε τίποτα, θα τον έκανε πιο άσχημο. Ο Αχιλλέας ένιωθε σαν διακοσμητικό πλάι στη χαρά της Ήβης για τον φίλο της αλλά άπαξ και τον έβλεπε, μπορεί να του ορμούσε.

Ο ψυχολόγος του είπε να μη τολμήσει και να κάνει κάτι τέτοιο γιατί η ασφάλεια του αεροδρομίου δεν είναι ιδιαίτερα χαλαρή με ατυχήματα. Ο τύπος ήταν τρελός και ο Αχιλλέας είχε κανονίσει για το τρίτο του ραντεβού μέσα στις επόμενες μέρες. Δεν τον είχε βοηθήσει σε τίποτα απολύτως, δεν του έδωσε απάντηση όταν τον ρώτησε πώς να κλέψει τη καρδιά της Ήβης και ίσως τζάμπα πάνε τα λεφτά που του δίνει. Θα συνέχιζε όμως, χωρίς λόγο που μπορούσε να σκεφτεί αμέσως εκείνη τη στιγμή. Κάτι μέσα του το χρειαζόταν.

Ίσως η Ήβη είχε δίκιο, ίσως ο Αχιλλέας είχε τα θεματάκια του.

Είχε έρθει εκεί γιατί του το ζήτησε και θα έκανε ό,τι του ζητούσε. Είπε για φιλία; Θα το έκανε, όσο μπορούσε να είναι κανείς φίλος με το άτομο που είναι ερωτευμένος. Έτσι πίστευε, αν και ο ψυχολόγος ο τρελός ήταν αυτός που του είπε εκείνα τα σοφά που πετούσε στην Ήβη το πρωί. Κάτι περί έρωτα ενώ χρησιμοποιούμε τις σχέσεις μας για την μίμησή του επειδή απουσιάζει από τη ζωή μας και άλλες τέτοιες μπούρδες. Ο Αχιλλέας ήθελε η Ήβη να του χαμογελάει και να κοιτάει κάθε τρεις και λίγο τον πίνακα αφίξεων για εκείνον, όπως έκανε και με τον Ερμή. Την ήθελε να ανυπομονεί να τον δει όταν είχαν περάσει μήνες μακριά.

Αν αυτό δεν ήταν έρωτας τότε τι ήταν; Φιλία, του είχε πει η Ήβη. Ένα διαφορετικό είδος φιλίας και σχέσης που ο Αχιλλέας δεν μπορούσε να καταλάβει.

Στο μυαλό του τα είχε πάντα όλα ξεκάθαρα. Σου αρέσει κάποιος, τον ερωτεύεσαι, τέλος. Δεν υπήρχε όλο αυτό περί ξεχωριστής φιλίας και μιας μαγικής ένωσης του σύμπαντος με αστέρια και σχήματα και ουράνια τόξα. Για καιρό, πίστευε πως του άρεσε η Ήβη εξ αρχής και ίσως δεν την είχε δει ποτέ ως φίλη, γιατί αυτό του έλεγε η λογική του. Άργησε να το καταλάβει, ή και να το αποδεχτεί, πως όταν είσαι ερωτευμένος δεν σημαίνει πως δεν είσαι και φίλος. Και ο Αχιλλέας νόμιζε πως μπορούσε να κάνει μόνο το ένα ενώ η Ήβη αναζητούσε στα μάτια του μόνο το άλλο.

Ήταν ικανός να μείνει φίλος της; Θα το προσπαθούσε. Και ίσως για αυτό μισούσε τον Ερμή. Γιατί με κάποιον μαγικό τρόπο, κάτι στις ματιές και στις λέξεις του, αφού τα έκανε όλα μπάχαλο με τις ερωτικές του σχέσεις, το γύριζε πίσω στη φιλία λες και δεν είχε συμβεί τίποτα.

Αυτά ήταν μπούρδες. Αν ρωτήσεις τον Αχιλλέα τι σημαίνει έρωτας, δεν θα μπορούσε να απαντήσει σωστά. Γιατί οι αντιλήψεις του για αυτό, είχαν αλλάξει αρκετές φορές από τη στιγμή που γνώρισε την Ήβη Βιλαέτη, με τα χίλια δυο προβλήματα και το πολύπλοκο μυαλό της.

Ο Αχιλλέας άκουγε τη φωνή του ψυχολόγου να του ψιθυρίζει στο μυαλό. Ο φίλος Φίλιππος του είπε στο δεύτερο ραντεβού τους, πως ο Αχιλλέας είχε μπερδέψει τα μπούτια του με κάτι τόσο απλό, όσο η αγάπη. Την αναζητούσε υπερβολικά πολύ, λες και η ζωή του εξαρτιόταν από αυτή και δεν μπορούσε να δει πίσω από τη σκοτεινή κουρτίνα που τον τύλιγε. Ο Αχιλλέας δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε, αλλά μέσα στις άκυρες προτάσεις που ξεστόμιζε ο τύπος, τον είχε βάλει σε σκέψεις πως η αγάπη κάθε άλλο παρά απλή είναι. Είναι τόσο απλή και εύκολη, όσο σύνθεση και περίπλοκη. Είναι τέλεια, ατελής και κάποιες φορές πηγαίνει διαγώνια.

Μέρες σαν τη σημερινή, ο Αχιλλέας σκεφτόταν όλα αυτά και ένιωθε μεθυσμένος. Μπορεί κανείς να μεθύσει από το τσάι; Έπρεπε να δει και tutorial στο YouTube. Καταλάβαινε γιατί η Ήβη δεν έπαιρνε απέξω το ρόφημά της, ήταν ακριβό. Έπρεπε να κρατήσει λεφτά, είχε μεγάλα σχέδια!

Μόνο το πτυχίο, προς το παρόν, αλλά κάτι ήταν και αυτό. Α, και τον γάμο. Σχεδόν το ξέχασε.

Κοιτώντας τη μικρή ηλιόφωτη να ελέγχει άλλη μια φορά τον πίνακα αφίξεων, ο Αχιλλέας αναρωτήθηκε αν ο φίλος της θα γύριζε στην Ελλάδα σώος και αβλαβής. Αν όχι, μπορούσαν να φύγουν επιτέλους, ή έστω να μείνουν και να παίξουν με τα μηχανήματα ελέγχου. Να δουν αν ο ηλεκτρισμός που πέρασε μέσα του άναβε καμιά χαλασμένη λάμπα. Παιδί της θεωρητικής ήταν, δεν ήξερε από αυτά.

Για κακή -ή καλή- του τύχη, ο Ερμής έζησε και επιβίωσε την πτήση του. Τον είδε πριν τον εντοπίσει η Ήβη, να περπατάει δίπλα από μια ξανθιά κοπέλα λίγα εκατοστά πιο κοντή. Ο ψηλός μαλάκας, με τα ωραία ατημέλητα μαύρα μαλλιά του, το ανάστημά του και το ανάλαφρο περπάτημα του. Ο ψηλός μαλάκας που έμεινε σοβαρός όσο περπατούσε κοντά στην ηλιόφωτη, αλλά μόλις την είδε η έκφρασή του άλλαξε, γλύκανε και ήταν σαν κάποιος χαρούμενος και πολύ αφελής τύπος που απλώς υπήρχε για να ανταλλάσσει ρομαντικές ματιές με καρδούλες με τον έρωτα της ζωής του. Ο ίδιος ψηλός μαλάκας με τον οποίο ήταν ερωτευμένη η Σειρήνα και τον απατούσε μαζί του και μετά έκλεψε τη καρδιά της Ήβης και έφυγε μακριά. Η Ήβη που πίστευε πως δεν μπορούσε να δώσει στον Αχιλλέα τίποτε άλλο, πέρα από τη φιλία της, γιατί άλλος κατείχε τη καρδιά της.

Δεν θα μπορούσε να είναι πιο ρομαντική αυτή η ιστορία. Απαίσιο, απαίσιο σαν τον Ερμή.

«Σκάουτ!»

Μμ, της είχε βγάλει και ψευδώνυμο λες και ήταν κανένα σκυλάκι. Τουλάχιστον ο Αχιλλέας και ο πατέρας της είχαν τη φαντασία να χρησιμοποιήσουν τον ήλιο ως οδηγό, όχι ένα όνομα που θύμιζε «Ε, ψιτ ψιτ ψιτ!». Αηδίες.

Τότε, μπροστά στα μάτια του σαν τη ταινία που έβλεπε χθες το βράδυ μόνος, η σκηνή της τελικής επανένωσης εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια του. Ο Αχιλλέας δεν είχε ποπ κορν να πετάξει στη τηλεόραση, αλλά ήλπιζε η έκφρασή του να τα έλεγε όλα. Η Ήβη, όπου η μάσκα της ξεχάστηκε στο πιγούνι της και τώρα την έβγαλε τελείως, στο άκουσμα του ονόματος που της είχε δώσει, άρχισε να ψάχνει τα μάτια του. Τυφλή ως ήταν με μυωπία στα ουράνια, τον εντόπισε όταν ο τύπος ήταν αρκετά κοντά. Είχε τρέξει σχεδόν μέχρι εκεί, αφήνοντας λίγο πιο πίσω την μέλλουσα αρραβωνιαστικιά του. Ω, τι ρομαντικό!

Η «Σκάουτ» ξέχασε τον Αχιλλέα και την ίδια της την ύπαρξη και σε μια στιγμή, όλα διαλύθηκαν. Ο Αχιλλέας, που φοβόταν να την πιάσει από τη μέση, ειδικά τώρα το καλοκαίρι, ζήλεψε τον άνδρα μπροστά του. Την αγκάλιασε σφιχτά, σηκώνοντάς την ψηλά, πριν το γέλιο της χαθεί στον λαιμό του. Τα χέρια της δεν ήξεραν πού να πάνε, όταν την άφησε να πατήσει πάλι πίσω στη γη και έκλεισαν στην πλάτη του. Έμειναν εκεί, στη μέση του αεροδρομίου να ψιθυρίζουν ο ένας στον άλλον και να μη τους νοιάζει τίποτα.

«Βρήκες την ευτυχία που έψαχνες;»

«Την αναζητώ ακόμα.» του απάντησε σιωπηλά.

Ο Αχιλλέας χαμογέλασε αχνά στην Astrid, αναγνωρίζοντας το βλέμμα της. Και εκείνη ήξερε τα πάντα για την Ήβη και τον Ερμή, και εκείνη ζήλευε. Μόνο που εκείνη τα είχε καταφέρει, είχε γυρίσει τη τύχη και σε λίγο θα ήταν νύφη. Ενώ η Ήβη, δεν προχώρησε ποτέ.

Για μια στιγμή, εκείνη τη στιγμή που ο Ερμής ψιθύριζε στο αυτί της Ήβης και εκείνη γελούσε χαμηλόφωνα, ο χρόνος είχε σταματήσει. Ο Αχιλλέας και η Astrid δεν υπήρχαν για αυτούς τους δύο. Και η ρομαντική ταινία που έβλεπε χθες το βράδυ, είχε φτάσει στην αρχή του τέλους της.

Ο Αχιλλέας και η Astrid, θεατές σε μια σχέση απλή και πολύπλοκη που δεν καταλάβαιναν.

Η άβολη στιγμή ήρθε όταν η Ήβη χαλάρωσε τα χέρια της και με τον Ερμή απομακρύνθηκαν. Η Astrid πλησίασε και ο Αχιλλέας έσπρωξε το σώμα του να προχωρήσει. Οι γνωριμίες. Ο Αχιλλέας ήδη ήξερε τον ψηλό μαλάκα, είχε μείνει μαζί του στο σπίτι της Σειρήνας για μία εβδομάδα πριν επιστρέψει στο δικό του. Ήξερε μερικές συνήθειές του, όπως το να κοιμάται νωρίς, ή να φεύγει κρυφά από το σπίτι πολύ αργά, όμως αργότερα ανακάλυψε πως η αιτία για όλα αυτά ήταν μια μικροσκοπική ξανθιά που είχε κλέψει τη καρδιά και των δύο.

«Γνωρίζεστε.» είπε η Ήβη σιωπηλά, νιώθοντας την άβολη ατμόσφαιρα ανάμεσα στους δύο άνδρες.

Ο Ερμής έτεινε το χέρι του προς τον Αχιλλέα, ο οποίος το πήρε ψυχρά. Τώρα θα ήταν η κατάλληλη στιγμή να τον πλακώσει στο ξύλο, αλλά κρατήθηκε από τις λέξεις του γκριζομάτη ψηλού μαλάκα. Θα είναι δύσκολο να τον λέει συνέχεια έτσι, έπρεπε να βρει ένα ψευδώνυμο. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.» τα ραδίκια ανάποδα να δεις τι ωραία που χαίρονται.

«Και εγώ.» βρε, τι εύκολα που του βγήκε.

«Όταν μου είπε η Ήβη για την περιπέτειά σας μέσα στο Πάσχα, δεν περίμενα να εννοούσε εσένα.» σχολίασε. Περίμενε κάποιον άλλον; Ο Αχιλλέας των Αρχαίων Ελλήνων πέθανε πολύ καιρό πριν, ο δικός μας δεν είχε μάθει ακόμα να ανασταίνει τους νεκρούς. «Περίεργα πράγματα που παίζει η μοίρα.»

«Πώς να το ξέρω αυτό αφού πάντα μέσα στα πόδια μου είσαι;» τον ρώτησε. Η Ήβη γούρλωσε τα μάτια της και τον κοίταξε εκνευρισμένη. Είχε γίνει κατακόκκινη. «Καταλάθος μου βγήκε ηλιόφωτη, δεν ελέγχω εγώ ποια θα μου κλέβει συνέχεια ο-»

Τον βάρεσε στο μπράτσο δυνατά. Περισσότερο από όσο περίμενε πως μπορούσε. «Αχιλλέα!»

Ήταν μόνο το μεταφορικό μέσο σήμερα.

«Δεν πειράζει Σκάουτ, εγώ στη θέση του θα με είχα σπάσει στο ξύλο.» ο Ερμής χαλάρωσε τους ώμους του και γύρισε προς τη κοπέλα του. Με χωριάτικη -τέλεια- αγγλική προφορά, την έδειξε σε όλους. «Astrid, από εδώ ο Αχιλλέας.»

«Αυτός που ήταν με μια πρώην του Ερμή και τώρα καλός φίλος με την άλλη πρώην. Χαίρω πολύ, έχετε αρκετή ζέστη εδώ.»

Ο Αχιλλέας την παρατήρησε από κοντά. Ήταν μια όμορφη κοπέλα. Ξανθά μαλλιά, γαλανά μάτια, ψηλά ζυγωματικά, γεμάτα χείλη. Όπως είχε πει και το πρωί, θα μπορούσε να είναι μια ξεθωριασμένη εκδοχή της Ήβης. Ήταν όμορφη, αλλά απλή και δεν μπορούσε να δει τη λάμψη στα μάτια της. Σαν κάτι να έλειπε.

Μπορεί να το βρήκε ο Ερμής.

Σήκωσε το λεπτό χέρι της και το φίλησε γρήγορα. «Ναι, αυτός είμαι, μέλος ενός ερωτικού πολυγώνου. Η χαρά είναι όλη δική μου.»

Η κοπέλα το βρήκε αστείο και γέλασε. Εκτός και αν το ήξερε και η ίδια και απλώς έπρεπε να μη κάνει περισσότερο περίεργη τη στιγμή.

«Και από εδώ,» συνέχισε. Ο Ερμής άνοιξε χώρο ώστε η Ήβη και η Astrid να βλέπουν καλύτερα η μία την άλλη. «η Ήβη.»

Αυτό; Καμία άλλη προσφώνηση; Ο Αχιλλέας μισο-έκλεισε τα μάτια του και κούνησε το κεφάλι του, περίμενε περισσότερα από τον άνδρα με τον οποίο είναι ερωτευμένη η κοπέλα που ο Αχιλλέας θέλει.

Η Astrid όμως το δέχτηκε λες και αυτή η μία πρόταση της έλεγε τα πάντα. Δεν το σχολίασε. «Επιτέλους σε βλέπω και από κοντά.»

Έδωσαν τα χέρια. «Μακάρι να μην απογοήτευσα.»

Η ηλιόφωτη ποτέ δεν θα απογοήτευε.

«Κάθε άλλο.»

Μέσα στη σιωπή, ο Αχιλλέας και η Ήβη τους οδήγησαν έξω. Μπήκαν μέσα στο αυτοκίνητο και με τις οδηγίες της ηλιόφωτης και τις εξαιρετικές ικανότητες οδήγησης του Αχιλλέα -ακόμη χωρίς δίπλωμα- θα τους πήγαινε εκεί που θα έμεναν για τις «διακοπές» τους.

Η Ήβη και ο Ερμής δεν μιλούσαν, οπότε ο Αχιλλέας έσπασε τον πάγο με την Astrid. Έμαθε πως η μέλλουσα νύφη ήθελε καιρό να δει την Ελλάδα και ο Ερμής της πραγματοποίησε την ευχή. Ο Αχιλλέας σε εκείνο το σημείο κοίταξε την Ήβη, που έβλεπε τον Ερμή μέσα από τον καθρέπτη, οι τρεις τους να ξέρουν το κοινό μυστικό περί αρραβώνα. Ο Αχιλλέας αναρωτήθηκε αν ο Ερμής θα το πήγαινε πιο βαθιά και ίσως αυτές οι μέρες στην Ελλάδα θα τον ενέπνεαν την ιδέα για γάμο, έναν γρήγορο και απλό γάμο να τελειώνει η υπόθεση. Η κοπέλα το ήθελε πολύ.

Η Ήβη όχι.

«Και άλλο κοινό.» μουρμούρισε η Astrid όταν η Ήβη είπε στον Αχιλλέα την οδό.

Προς έκπληξή του, θα έμεναν κοντά. Ο Αχιλλέας και το παλιό διαμέρισμα του Ερμή ήταν σχεδόν πάνω στον ίδιο δρόμο, πλάτη με πλάτη και λίγο διαγώνια, ένα τετράγωνο μήκος. Όταν η Ήβη του έλεγε πού να στρίψει και πού να το πάει όλο ντουγρού, οι δυο τους το κατάλαβαν αμέσως. Η τύχη του δεν ήταν καθόλου με το μέρος του.

Και μετά, ήρθε και το άλλο κοινό.

«Η Σειρήνα θα ανέβει στη Θεσσαλονίκη σύντομα.» είπε με εύθυμο τόνο. Αν ήταν τα στραβά να βρίσκουν μόνο εκείνον, θα βρουν και τους άλλους. «Αν δεν έχει ήδη ανεβεί.»

Στο όνομά της, όλοι πλην της Astrid, κοίταξαν μακριά. Ήταν πληγή και χανζαπλάστ μαζί, πονούσες είτε με είτε χωρίς αυτό. Μπορεί η κοπέλα να τα είχε όλα καλά και με όλους, παντρεμένη με ένα όμορφο άνδρα που της έλεγε πως του θύμιζε παγωτό κουβερτούρα, αλλά κανείς δεν είχε ποτέ τις κατάλληλες σχέσεις μαζί της. Ο Ερμής ήταν κάποτε ο κολλητός της, τώρα ένας απλός φίλος που περνούσε στη κατηγορία του γνωστού. Ο Αχιλλέας πίστευε πως ήταν δύο μισά του ίδιου κύκλου και τη κυνηγούσε για μήνες. Μέχρι και με τη κολλητή της ήταν, τη Σοφία, για να είναι κοντά της. Και μετά, όταν την έφτασε, ξαφνικά δεν την ήθελε τόσο. Και η Ήβη, η Ήβη που μπορεί και να μη της είχε μιλήσει ποτέ, ήταν στο κέντρο του κυκλώνα με το όνομά της.

Η Astrid χαμογέλασε βεβιασμένα. «Θα έχει ενδιαφέρον αυτό.»

Στην ρομαντική ταινία που είδε χθες το βράδυ ο Αχιλλέας, το τέλος ήταν απότομο, χωρίς δίχτυ ασφαλείας για το ζευγάρι. Κοίταξε την Ήβη που έβλεπε έξω από το παράθυρο. Ο Ερμής επίσης. Και ο Αχιλλέας αναρωτήθηκε αν θα έφτανε στα άκρα για εκείνη, στο τέλος αν θα την ήθελε το ίδιο.

Είχε προσπεράσει το κομμάτι που ο Α θα έβρισκε την ευτυχία με την Η και θα ξεπερνούσε την Σ. Μπορεί και να μη το είδε ποτέ.

Η Μίνα ήταν έγκυος, πάλι. Ακόμη και αν δεν έβλεπες τη φουσκωμένη κοιλιά της ή τα χέρια της συνέχεια γεμάτα φαγητό, η ανάγκη της για κατούρημα ήταν τεράστια, όπως και το στήθος της. Το δεύτερο παιδί το έκανε μεγαλύτερο, κατάρα γιατί δεν τη χωρούσε κανένα σουτιέν, ευχή γιατί το λάτρευε.

Το δεύτερο παιδί θα ήταν κορίτσι. Το ήξερε βαθιά μέσα της. Όταν βγήκε το πρώτο αγόρι, απογοητεύτηκε που η κληρονομιά δεν συνεχίστηκε, αλλά τώρα ήθελε απεγνωσμένα ένα κορίτσι. Κάτι να ζουλάει και να δαγκώνει τα μπουτάκια της. Ένα κορίτσι ήταν η χαρά της οικογένειάς της. Όταν μεγαλώνεις έτσι, αυτό πιστεύεις.

Και τι χαρούμενο που ήταν αυτό! Κλωτσούσε πολύ, ιδίως το βράδυ και ηρεμούσε όταν η Μίνα έτρωγε. Της ταίριαζε ένα πιασάρικο όνομα, Τζένη ή κάτι τέτοιο, ίσως Νίνα αλλά από πού βγαίνει το Νίνα; Ο Μάρκος ήθελε να το πουν Κωνσταντίνα, σαν τη μαμά του. Η Μίνα δεν είχε όρεξη να λέει το μικρό «Ντίνα» γιατί μετά θα έβγαζε η Ευανθία τη λατρεία της για ονόματα της οικογένειας και θα πετούσε ένα «Και γιατί να μην το πείτε Ευανθία τζούνιορ;». Για πολλούς λόγους.

Εν τέλη, δεν του έβαλαν όνομα ακόμα. Ο μικρός Ανδρέας είχε πει πως ήθελε να το πουν Επαμεινώνδα, αλλά το σκατό δεν μπορούσε ούτε να το προφέρει. Είχε και άλλες τέτοιες έξυπνες ιδέες, τις πήρε όλες από τη Δανάη μαζί με το χιούμορ. Τελικά αυτό το παιδί δεν πήρε τίποτα από τη μάνα του.

Τώρα έβαζε την παλάμη του πάνω στον λευκό τοίχο, αφήνοντας ένα πράσινο αποτύπωμα όσο τα νεύρα του Μάρκου. Ο σύζυγός της του έδωσε το πινέλο για έναν λόγο, να τα κάνει όλα ομοιόμορφα. Αλλά μετά από κάθε μουντζούρα του μικρού, πήγαινε γονατιστός και έτρεχε να καλύψει τα κενά.

Σύζυγος, τι ωραία λέξη. Κοίταξε το δαχτυλίδι της πάνω από το περιοδικό που διάβαζε και χαμογέλασε. Μις κυρία Βιλαέτη γιατί αρνήθηκε να πάρει το επίθετο του Μάρκου. Ήταν μια απλή τελετή, με νταούλια και τραγούδια που τελείωσε ήρεμα σε μια παραλία λίγο πιο έξω από τη Καβάλα, οι δυο τους, από ένα πιτόγυρο στο χέρι. Το νυφικό της Μίνας είχε καταστραφεί από τη βροχή που ήρθε λίγο πιο μετά και τα χέρια του Μάρκου να το σκίζο-

Είναι και παιδιά εδώ πέρα, τέλος αυτές οι σκέψεις.

Σήκωσε το ποτήρι της με κρύο τσάι και ρούφηξε το καλαμάκι μέχρι να ακουστούν τα παγάκια. Κάποιοι έπιναν από αυτό και άλλοι...

Ήταν βράδια που τον έχανε. Του έλειπε ο Ανδρέας σίνιορ, αλλά ήταν εκεί όποτε τον χρειάζονταν. Και στη Μίνα της έλειπε, η ηρεμία που της έβγαζε. Έπρεπε να ζήσουν με αυτό, δεν είναι κάτι. Ο μικρός, τώρα λίγο παραπάνω από τρία, είχε δει τον νονό του ίσα με τόσες φορές, τρεις. Από τη βάφτισή του και μετά οι επισκέψεις ήταν πιο λίγες από όσο περίμεναν, και αυτό επηρέασε τους πάντες.

Ο Μάρκος να βγαίνει μόνος, η Μίνα να ανησυχεί πάνω από το τηλέφωνο και ο μικρός Ανδρέας να τρέχει γρήγορα σε όλο το σπίτι σαν δαιμονισμένο.

Η Μίνα σούφρωσε τα χείλη της και μετά τα έγλειψε, τελειώνοντας τις σημειώσεις της πάνω στο περιοδικό. Είχε ήδη βρει βιβλία για την Γενική Φυσική Ι, τα Εφαρμοσμένα Μαθηματικά και τη Χημεία, το πρόβλημά της ήταν το εργαστήριο Πληροφορικής και δυσκολευόταν για τη Ρουμάνικη Γλώσσα. Ποιος μαθαίνει ξένη γλώσσα από το πρώτο εξάμηνο; Ειδικά Ρουμάνικα; Κανείς εκτός από αυτούς που φοιτούν στο τμήμα Φυσικής στη Θεσσαλονίκη εν έτει 2005. Και αυτοί που θέλουν να δώσουν κατατακτήριες για να σπουδάσουν εκεί.

Ένα όνειρο είχε και δεν θα το σταματούσε ούτε ένα, ούτε δύο παιδιά. Ακόμη και αν έδινε τις εξετάσεις με το μικρό που κλωτσάει να πέφτει από τα πόδια της, θα έμπαινε φέτος. Το πήρε απόφαση.

Το είχε πάρει τόσο απόφαση, που καταπολέμησε το άγχος της μετά από τρία χρόνια και κατάφερε να το ανακοινώσει στον Μάρκο. Η αρχική του αντίδραση ήταν αρνητική. Δύο παιδιά, ο ένας να δουλεύει υπερωρίες σε νοσοκομείο στην άκρη του Θεού, η άλλη να διαβάζει για μια σχολή που κακά τα ψέματα, είχε δυσκολίες, ενώ προσπαθούσε να ξεσκονίσει τις γνώσεις της, ήταν κάτι πολύ παραπάνω από όλα όσα μπορούσε να αντέξει κανείς. Η αγάπη της για τα αστέρια θα έπρεπε να περιμένει μια μέρα που θα είχαν ένα περισσότερο σταθερό εισόδημα, μια οικογένεια που τα μωρά δεν ήταν μωρά και μπορούσαν Θεός φυλάξει να επιβιώσουν από μια φωτιά μόνοι τους, και δύο άτομα σε μια σχέση που δεν φοβόταν αν ο άλλος μια μέρα απλώς τα παρατήσει όλα και φύγει.

Ευτυχώς να λέμε που υπήρχε και δεύτερη αντίδραση, αλλιώς το διαζύγιο έτοιμο το είχε.

Με κείνα και με τούτα, δέχτηκε την απόφασή της. Πήγε στην αποθήκη και τη βοήθησε να ανεβάσει τα παλιά βιβλία του παππού της, εκείνα που την έκαναν να κάθεται με ένα τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι έως αργά το βράδυ και να ξεχνάει πως ο ύπνος ήταν κάτι που έπρεπε να γίνεται. Όταν γυρνούσε αργά από τη δουλειά, ο Μάρκος την έβρισκε ξαπλωμένη στον καναπέ, το βιβλίο να στηρίζεται στη κοιλιά και το στήθος της και ο μικρός Ανδρέας στη κούνια λίγο πιο πέρα να κοιμάται. Ο Μάρκος θα τη στήριζε, και σε αυτό.

Για όσο γυρνούσε κάθε βράδυ σπίτι.

Η Μίνα φοβόταν πως έχανε τον έλεγχο. Δύο φορές μέσα σε έναν μήνα γύρισε μεθυσμένος ύστερα από ένα βράδυ με φίλους από τη δουλειά. Αλλά ο Μάρκος δεν είχε φίλους, του ήταν δύσκολο και μετά από τα πολλά ποτά δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου. Κάποτε το αλκοόλ τον έκανε να χαίρεται και ήξερε πότε να σταματήσει. Είχε όρια, το έκανε καθαρά από περιέργεια στο όνομα του χαζού Asperger. Και τώρα;

Τώρα η Μίνα δεν είχε απάντηση σε αυτό.

Της είχε πει πως όλα θα ήταν καλά. Κάθε μέρα, ο άνθρωπός της, ήταν και ένα βήμα μακριά. Κάθε μέρα, ανησυχούσε μήπως κάποιο από τα παιδιά της, χρειαζόταν να προσφύγει σε έναν τέτοιο τρόπο υπερβολής για να νιώσει πως είναι μέρος του συνόλου. Και φοβόταν, φοβόταν πολύ. Της είχε μείνει στο μυαλό η δική του σκέψη -κάποιο θα είχε πρόβλημα και μετά δεν θα είχε βοήθεια. Ο Μάρκος ήταν ένας ξεροκέφαλος μπάσταρδος που δεν έλεγε να αναζητήσει ο ίδιος βοήθεια.

Αλλά τον αγαπούσε πολύ. Για την προσπάθειά του, για τη καρδιά του, για τον τρόπο που την αγαπούσε. Μπορούσε να φύγει όποια μέρα ήθελε, του είχε δώσει αυτό το δικαίωμα γιατί πίστευε και ήξερε πως ήταν πίεση για έναν άνθρωπο όπως αυτός, να κάνει κάτι που δεν τον ενδιαφέρει και δεν του δίνει χαρά. Ο μικρός Ανδρέας ήρθε στη ζωή και ο Μάρκος αποφάσισε πως όχι, ήθελε να πιεστεί. Ήθελε να πιεστεί με την όμορφη, αγαπημένη του Μίνα.

Έκλεισε την πόρτα της εξόδου και αποφάσισε να προσπαθήσει.

Η Μίνα τη κράτησε ξεκλείδωτη.

Ήταν βράδια, όπως το σημερινό, που ο σύζυγός της, Μίστερ κύριος Βιλαέτης, έπλενε τα χέρια του μικρού και τον κοίμιζε στο δωμάτιό του. Το γραφείο της Μίνας είχε γίνει το μικρό βασίλειό του. Και τώρα το γραφείο του Μάρκου θα ανήκε στο βασίλειο της Ντίνας, Νίνας, Τζένης ή ό,τι θα πουν το σκατό που της πρόσθετε βάρος.

Η Μίνα στεκόταν στο αγαπημένο της μπαλκόνι, αυτό στο σαλόνι με κλειστές τις πόρτες, να κοιτάει από ψηλά το μικρό λιβάδι που κατηφόριζε, γεμάτο κίτρινα και μπλε χρώματα ουρανού και γης. Το μικρό λευκό σπίτι που έμεινε εκεί να μεγαλώσει τρεις οικογένειες.

Ο Μάρκος πέρασε τα χέρια του γύρω από τη μέση της και κάτω από τη κοιλιά της. Λίγοι μήνες έμειναν, δύο; Δεν τα πρόσεχε αυτά ποτέ. Πριν το καταλάβει, τα χέρια του σήκωσαν απαλά το βάρος και η Μίνα άφησε μια πνοή να βγει κοφτή. Η μέση της σαν να ελάφρυνε και ένιωθε όμορφα. Έριξε το κεφάλι της πίσω ήρεμη και χαλαρή στο άγγιγμά του, να τη βοηθάει να κρατάει γερά. Ήταν ευγνώμων για τον άνδρα από πίσω της που έμεινε για εκείνη και για τη καρδιά της. Θα έκανε κάτι τέτοια, να της δίνει διαλείμματα από τον πόνο και θα μπορούσε να λιώσει στα χέρια του.

«Αν κουραστείς-» μουρμούρισε τη σκέψη της.

«Δεν θα κουραστώ ποτέ.» της ψιθύρισε. «Θα σε κρατάω.»

Έκρυψε το δάκρυ που έπεσε.

Είχε την αίσθηση πως κάτι θα πήγαινε λάθος, τη στιγμή που ο Αχιλλέας και η οικογένειά του μπήκαν στο σπίτι. Απλώς δεν ήξερε τι. Είχε ποντάρει στο φαγητό, αλλά αυτό ήταν αγορασμένο απέξω και θα έφτανε σε δέκα λεπτά, έτσι της είπαν στο τηλέφωνο. Μετά ήρθε η υπόθεση πως η Δανάη θα ξεκινούσε κάποιον καβγά. Η Ήβη το περίμενε από εκείνη, τόσο απρόβλεπτη ήταν. Η Μίνα είχε πετάξει την ιδέα να τη βάλουν σε κανένα πρόγραμμα ζωγραφικής μπας και ηρεμήσει και αρχίσει να βγαίνει έξω επιτέλους. Όμως η μικρή ξανθούλα, βλέποντας τον μαύρο τοίχο του Αχιλλέα, απέρριψε την πρόταση.

Την πέταξε στα σκουπίδια σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Τι όμορφη πρόταση!

Υποδέχτηκε τον μοναδικό γνωστό που είχε χαρεί πολύ να δει με μια απλή χειραψία, και μετά τον έσυρε στη κουζίνα, μακριά από τα αυτιά που άκουγαν το υπερπέραν. Ο Αχιλλέας τώρα το βράδυ είχε επιλέξει ένα σκουρόχρωμο πουκάμισο, να ταιριάζει υπέροχα με τα μάτια του και προς έκπληξή της, ένα λευκό παντελόνι. Ο συνδυασμός μπέρδευε τα μάτια της και την έκανε να θέλει να τα κλείσει, δεν προκαλούσε πονοκέφαλο στον Αχιλλέα;

«Αν ήθελες να με ξεμοναχιάσεις ηλιόφωτη, μπορούσες να το κάνεις και στο αυτοκίνητο, πριν φτάσουμε στο αεροδρόμιο.» της είπε ανεβοκατεβάζοντας τα φρύδια του. «Είναι πιο επικίνδυνο εκεί. Αλλά ό,τι θες, εγώ είμαι μέσα σε όλα.»

«Απαράδεκτη η συμπεριφορά σου το πρωί Αχιλλέα!» είπε έντονα. Χαμήλωσε τη φωνή της, μη μαζέψει κουτσομπολιά. «Είπες πως θα του ορμούσες αλλά νόμιζα πως ήταν ένα κακόγουστο αστείο!»

Ο Αχιλλέας, σαν το σπίτι του, άρχισε να ψαχουλεύει τα ντουλάπια. «Είδες όμως ε, δεν τον χτύπησα ούτε λίγο στο πρόσωπο.»

«Αυτά που είπες ήταν...ήταν!»

«Εξαιρετικά, σπόντες υπέροχες, μπορείς να το πεις Ήβη, ήμουν Θεός!» έκλεισε το ντουλάπι με τα πιάτα και έβγαλε δύο αλατιέρες. Η μία κόκκινη, η άλλη μπλε, σχηματισμένες ώστε να αγκαλιάζονται σαν δύο μικροί άνθρωποι. «Τι τέλειο, από πού τα πήρατε;»

Η Ήβη τα άρπαξε μέσα από τα χέρια του. «Η Δανάη τα έφερε από ένα sex shop στη Δανία. Αχιλλέα, τον πρόσβαλλες και μαζί με αυτόν πρόσβαλλες και εμένα! Σε εμπιστεύτηκα.»

«Τι να κάνω που ο τύπος έκλεψε δύο από τα κορίτσια μου; Ήθελα να ξεσκάσω.»

Η Ήβη έτριψε το πρόσωπό της, σχεδόν απογοητευμένη. «Μόλις πριν λίγες ώρες το συζητήσαμε αυτό.»

«Και όμως το κάνεις να φαίνεται σαν τρία κεφάλαια.» μουρμούρισε. Η Ήβη ξεφύσησε στα λόγια του φίλου της και ο Αχιλλέας την πλησίασε. Χάιδεψε το γυμνό της μπράτσο και η Ήβη σήκωσε το κεφάλι της να τον κοιτάξει. «Συγνώμη ηλιόφωτη. Υπόσχομαι να μειώσω τον σαρκασμό και τον θυμό μου και να αυξήσω τις μπουνιές μου.»

Αναμενόμενο. «Μπορείς να μειώσεις στο μηδέν και τα δύο;»

«Ο τέλειος άνδρας, ο άνδρας ο σωστός σίγουρα δεν είμαι εγώ Ήβη. Πάρε τηλέφωνο τον Τσαλίκη. Μπορεί και να πιάνει σήμα στον Παράδεισο.» της απάντησε. Όταν κατάλαβε πως η Ήβη δεν μπορούσε ούτε να εκφράσει τον εκνευρισμό της έκλεισε τα μάτια του και αναθεώρησε τις αποφάσεις του. «Δεν ξέρω αν φταίει ότι νιώθω αυτά που νιώθω για σένα, ή ότι η Σειρήνα με απατούσε με αυτόν, ή ότι είναι πρώην σου και εσύ είσαι μια πολύ καλή μου φίλη και όλους τους πρώην τους μισούμε κοπελιά, ή το γεγονός ότι είναι ο Ερμής σαν άνθρωπος, αλλά τον τύπο δεν μπορώ να τον συμπαθήσω ούτε μια στιγμή. Βοήθα με εδώ πέρα ηλιόφωτη.»

Η Ήβη μούτρωσε. «Δεν ξέρω τι θες να σου πω.»

«Κάτι καλό για αυτόν γιατί μόνο σκατά μου έχει κάνει τη ζωή.»

Τι δική του ζωή; Θα τον χτυπούσε με το τηγάνι αλλά μόλις ήρθε ο ντελιβεράς και δεν ήταν κόσμια πράγματα αυτά. Η Ήβη μέτρησε τις αναπνοές της και σταύρωσε τα χέρια της πάνω από το στήθος της. «Είναι καλός στο να παίζει σκάκι.»

«Κάτι ενδιαφέρον;»

«Ενδιαφέρει εμένα!»

Ο Αχιλλέας γύρισε τα μάτια του. «Ο τέλειος άνδρας, ο άνδρας ο σωστός. Ο πρόστυχος...»

«Σταμάτα να τραγουδάς, είμαστε βίαιη οικογένεια.» τον προειδοποίησε. «Εντάξει εντάξει. Δεν είναι κακός άνθρωπος Αχιλλέα, αλήθεια. Έχει κάνει λάθος επιλογές, όπως εσύ και εγώ. Τον θέλω εδώ και τον θέλω στη ζωή μου και θέλω την Astrid να τρέξει μακριά και να κρυφτεί γιατί δεν είναι για τα μούτρα του, αλλά ποια είμαι εγώ να του το πω αυτό; Τέλος πάντων-»

«Ε όχι και τέλος πάντων που θα παντρευτεί το τσόκαρο!»

«Θες να παντρευτεί εμένα;» αντιγύρισε.

«Πρέπει να παντρευτεί κάποια; Δεν μπορεί να υπάρξει σαν μοναχική λεμονιά;»

Η Ήβη επανέλαβε κάτι που της έλεγε η Ευανθία συχνά. «Το έχει η σεζόν.»

«Θα είμαι ευγενικός και φιλικός.» σήκωσε δύο δάχτυλα ψηλά. Είχε ακόμη μπογιές στα χέρια του. «Αν και δεν θα μου γεμίζει ποτέ το μάτι.»

Η Ήβη τα πήρε και τα κατέβασε χαμογελώντας. «Είδες, εύκολο δεν είναι;»

«Τόσο εύκολο όσο το να τον σκοτώσω,» η Ήβη τον κοίταξε με ένα σηκωμένο φρύδι, «αλλά αυτά τα κάνουμε μόνο σε θεωρίες, γιατί είμαστε βίαιη οικογένεια.»

«Ακριβώς.»

«Αν σε πληγώσει όμως θα του βγάλω το λαρύγγι και μετά θα το τεμαχίσω και θα το μαγειρέψω-»

Η Ήβη έβαλε το χέρι της στο στόμα του. «Έχω την ανάγκη να σε χαστουκίσω.»

«Και θα του το δώσω να το φάει.» είπε δυνατά κάτω από την παλάμη της. Η Ήβη αηδίασε και τον έσπρωξε για να πάει να πλύνει τα χέρια της. Ο Αχιλλέας άρχισε να παίζει ξανά με τις αλατιέρες. «Τρομερή οικογένεια Βιλαέτη, ξέρεις αν θα φάμε τίποτα καλό σήμερα;»

Το σαπούνι τελείωνε, έπρεπε να πάρουν άλλο. Πίσω της εμφανίστηκε η Μίνα, ψάχνοντας απεγνωσμένα πιάτα, τα καλά τα πιάτα, έχοντας αφήσει στον πάγκο τις σακούλες. Η Ήβη μύριζε κρέας, ίσως πανσέτες; Και τόλμησε να πιστέψει στην ύπαρξη πατάτας. Αυτή η ζωή χωρίς την Ευανθία έβαζε όλο και περισσότερο λίπος μέσα της και μετά θα την έκανε να πρέπει να ξεκινήσει γυμναστική ξανά. Αλλά δεν παραπονιόταν.

«Έχει κοτοσούβλι, πανσέτα, σουτζούκι, πατάτα, τζατζίκι και μια σαλάτα γιατί είμαστε άχρηστοι εδώ πέρα. Τι θες;» τον ρώτησε σηκώνοντας τα λευκά πορσελάνινα πιάτα που κρατούσε η Ευανθία σε ένα κουτί πάνω από τις κούπες. Τα άφησε με δύναμη στον πάγκο και η Ήβη τη βοήθησε να τα καθαρίσει λίγο, εντοπίζοντας χρυσές λεπτομέρειες γύρω γύρω. Όμορφα, υπερβολικά για εκείνη, αλλά όμορφα. «Βέβαια, η μάνα σου έφερε δικό της φαγητό. Θες να φας το δικό της το δηλητηριασμένο ή κάτι απέξω; Έχεις επιλογές.»

Η Μίνα μούγκριζε και σαν τέρας έβγαζε αφρούς από το στόμα της. Και ακόμη δεν είχαν ξεκινήσει. Η Ήβη γύρισε στον Αχιλλέα. «Νόμιζα πως θα ερχόσασταν με ειρηνικές διαθέσεις.»

Ο Αχιλλέας ανασήκωσε τους ώμους και άφησε τις αλατιέρες να φιλιούνται στον πάγκο. «Και εγώ το ίδιο.»

«Που θα πει το σπιτάκι μου μικρό και φτωχικό.» μουρμούρισε η μαμά της. Η Ήβη έδινε τα πιάτα στον Αχιλλέα, η Μίνα δεν θα μπορούσε να τα κρατήσει σώα και αβλαβή για πολύ. Και ο Αχιλλέας τα περνούσε στον Ιάσονα, που όλως παραδόξως βρισκόταν εκεί και τους άκουγε όλη εκείνη την ώρα. Ούτε που τον είχε προσέξει. «Ποια; Εμένα. Εμένα! Που αν η τσούλα δεν είχε παντρευτεί τον άνδρα της, τώρα δεν θα μπορούσε να κουνήσει ούτε το μικρό της δαχτυλάκι από τη δουλειά.»

«Μαμά...» ψιθύρισε η Ήβη και έκανε νόημα προς τα δύο αδέλφια.

«Λες και δεν τα ξέρουν.» της απάντησε με ύφος δολοφονικό. Ο Ιάσονας πήρε και το τελευταίο πιάτο και απομακρύνθηκε διακριτικά, με τον Αχιλλέα να κοιτάει μακριά κάνοντας πως χτενίζει τα κοντά μαλλιά του. «Η Νίνα μου, το Νινάκι μου, θα παντρευτεί τον γιόκα της και μετά θα φύγει! Με αυτόν!»

Η Ήβη κράτησε τα χέρια της που είχαν άρχισε να τρέμουν από τα νεύρα. Μα καλά, τι είχε προηγηθεί; Ο Αχιλλέας τις ακολούθησε σιωπηλά προς το μπαλκόνι. «Ο Ιάσονας είναι καλό παιδί. Τη Μέδουσα θα τη βλέπεις δύο φορές τον χρόνο. Και όλα θα είναι καλά.»

«Και τη μάνα της Αμαλίας δυο φορές τον χρόνο την έβλεπα.» μουρμούρισε. «Το ξίδι όμως μου το έβγαζε η παλιόγρια.»

«Σαράντα πέντε χρονών είναι. Σαν εσένα.»

Η Μίνα τράβηξε τα χέρια της. «Μη μου το θυμίζεις!»

Και βγήκε έξω.

Ο Αχιλλέας πέρασε διακριτικά το χέρι του γύρω από τη μέση της, όσο εκείνη προσπαθούσε να αναλογιστεί πόσο καταστροφική θα ήταν η βραδιά. Δύο οικογένειες, δύο μητέρες που μισούσαν η μία την άλλη και όλο το κόσμο, ένα ζευγάρι που θα άντεχε και δεν θα άντεχε τη βροχή και στη μέση η Ήβη και ο Αχιλλέας να μη ξέρουν από πού να πέσουν. Η Δανάη τουλάχιστον είχε βρει τη θέση της στην άκρη του τραπεζιού με ένα ποτήρι τζιν στο χέρι της. Λίγο νωρίς για αλκοόλ.

«Είσαι πολύ όμορφη απόψε ηλιόφωτη.»

Η Ήβη κοίταξε κάτω στο κίτρινο αέρινο φόρεμά της. Κάποτε ήταν της Νίνας. Ήταν ανάλαφρο, ό,τι πρέπει και να μην βαραίνει την αίσθηση του υφάσματος στο δέρμα της. «Ευχαριστώ πολύ, αλλά Θεέ μου, εσύ τι φοράς;»

Ο Αχιλλέας περπάτησε δίπλα της και βγήκαν στο μπαλκόνι. «Δεν μπορώ ούτε να το κοιτάω. Η Μέδουσα με έβαλε.»

«Και πολύ καλά έκανε!» του φώναξε από την άλλη πλευρά. Η Ήβη και ο Αχιλλέας κάθισαν δίπλα δίπλα ανάμεσα στη μαμά της και στη Δανάη. Αν και μακριά, η Μέδουσα Ελένη μπορούσε να τη κάνει να πετρώσει από φόβο και θυμό με ένα της βλέμμα. «Νόμιζες θα σε άφηνα να περιφέρεσαι σαν τον λέτσο για πολύ ακόμα;»

«Εσύ γιατί βγαίνεις από το σπίτι;» τη ρώτησε ο Αχιλλέας. Η Ήβη τον χτύπησε απαλά στο γόνατο, πριν αρπάξει την ευκαιρία να γεμίσει το πιάτο της με τα τελευταία καλούδια του τραπεζιού. Ο Αχιλλέας πήγε αμέσως στις πατάτες κοιτώντας την Ήβη. «Θα είμαι καλός με τον Ερμή αλλά δεν μου αλλάζεις γνώμη για τη μάνα μου.»

Η Μέδουσα, προσβεβλημένη από το σχόλιο του γιου της, σήκωσε το πιρούνι ψηλά, σημαδεύοντάς τον. «Αυτή δεν είναι συμπεριφορά κατάλληλη για το αποψινό τραπέζι μικρέ.»

Ο σύζυγός της κάθισε χαλαρός στη θέση του και κοίταξε τα παρατημένα φυτά στις γλάστρες. «Ο ήλιος τα έκαψε ε;» ρώτησε τη Μίνα.

Η μαμά της Ήβης, σαν να μην τα είχε προσέξει ποτέ, γύρισε το κεφάλι της σε όλο το μπαλκόνι και τις παρατήρησε. «Δεν ήξερα πως είχαμε.»

«Έτσι είναι όταν δεν προσέχεις το σπίτι σου.» μουρμούρισε η Μέδουσα τρώγοντας το δικό της φαγητό. Κάτι με ψημένα λαχανικά και τίποτα το ζουμερό στο πιάτο της.

Η Ήβη έπιασε με το χέρι την πανσέτα και ξεκίνησε.

«Τα ίδια λέγαμε και για το χωριό σας, αλλά μάλλον χρειάζεσαι να σε δει γιατρός.» απάντησε η Μίνα.

Η αδελφή της Ήβης είχε ήδη κουραστεί και ο Ιάσονας περίμενε το τέλος της συζήτησης τρώγοντας αργά αργά. Στα λόγια της μαμάς του όμως, φάνηκε να θέλει να εξαφανιστεί. «Αυτό είναι χειρότερο από το Πασχαλινό χρυσή μου. Κάποιοι μπορεί να φύγουν και αυτή τη φορά να μην επιστρέψουν.»

Τα βλέμματα έπεσαν πάνω στην Ήβη και τον Αχιλλέα. Με ζουμιά να τρέχουν πάνω στα δάχτυλά της, η Ήβη μισούσε την προσοχή του κόσμου περισσότερο από ποτέ. Το Πάσχα η περιπέτειά τους ξεκίνησε δίχως να αφήσουν ίχνη -με εξαίρεση τα μεγάλα γράμματα του Αχιλλέα- και είχαν την υποστήριξη της Ευανθίας. Η Ήβη έγλειψε το κόκαλο κοιτώντας κάτω, ελπίζοντας να μην είχαν και άλλη περιπέτεια. Αρκετές ήταν για φέτος.

Ο Αχιλλέας όμως το ήθελε, πολύ. «Θα σας φέρουμε μαγνητάκια αυτή τη φορά, να λέτε πως ζήσατε τα χρόνια σας, καιρός για το χώμα.»

Μακάβριες ατάκες ταιριαστές για ένα τέτοιο τραπέζι.

«Μετά τον γάμο αυτά.» είπε ο πατέρας του Αχιλλέα. Στράφηκε στη Νίνα. «Πώς πάει αυτό;»

Η Νίνα πήρε τον λόγο αφού ήπιε αρκετό νερό. Μάλλον έρχεται δύσκολη συζήτηση. «Μάλλον βρήκαμε διαμέρισμα.»

«Του Ιάσονα δεν σας φτάνει;» ρώτησε η Δανάη. Η περίοδος σιωπής μάλλον τελείωσε.

«Θέλουμε κάτι λίγο πιο μεγάλο.» απάντησε ο αναφερόμενος. Η Νίνα έπιασε το χέρι του πάνω από το τραπέζι. Ο Ιάσονας τη κοίταξε με έρωτα στα μάτια του. «Κάτι να χωράει απόλυτα και τους δυο μας.»

«Τα ρούχα της κόρης σου πιάνουν χώρο, αυτό εννοεί.» η Μέδουσα κοιτούσε τη Μίνα.

Η Ήβη είδε τη μαμά της έτοιμη να πιάσει το μαχαίρι. «Τουλάχιστον χωράνε κάπου. Εσύ δεν χωράς πουθενά.»

Ο Αχιλλέας γέλασε δυνατά. Η Ήβη περίμενε τον φόνο να γίνει τώρα, σύντομα. Η Δώρα και η Άννα θα ζήλευαν, έχουν πολλά να δώσουν σε μια δολοφονία. Τον τρόπο, τον δολοφόνο, το πτώμα, την έξοδο από τη ζωή και τη χώρα. Η Ήβη κάποιες φορές φοβόταν με τα άτομα που είχε μπλέξει.

«Έχετε βρει τίποτα;» ρώτησε ο πατέρας του Αχιλλέα προσπαθώντας να διακόψει τη μάχη μεταξύ πεθερών.

Η Νίνα σκούπισε τα χείλη της μετά από μια μεγάλη μπουκιά του φαγητού της. «Μάλλον ναι, θα πάμε να το δούμε αύριο. Είναι κοντά στην περιοχή.»

Η Δανάη χαμογέλασε, ευτυχώς. «Άρα θα είναι σαν να μην έφυγες ποτέ.»

Ποιος, η Νίνα που αν δεν θυμόταν το δράμα της οικογένειάς της, θα ξεχνούσε πού είναι το σπίτι της.

Η Μίνα χάρηκε επίσης με αυτή τη δήλωση. «Μεγάλο; Πόσο σας το δίνει; Πρέπει να προσέχετε, κάποιοι ενοικιαστές είναι καθάρματα. Θέλετε βοήθεια; Τώρα με τα έξοδα του γάμου, ίσως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για μετακομίσεις Νίνα. Καλύτερα να περιμένετε. Αλλά και αυτό αργεί ακόμα.»

«Μαμά, παραμιλάς.» μουρμούρισε η Ήβη.

«Το έχετε οικογενειακώς.» της ψιθύρισε ο Αχιλλέας. Η Ήβη του έδωσε ένα έντονο βλέμμα, ελπίζοντας να μπορεί να διαβάσει τις λέξεις «Παρεκτρέπεσαι» στα μάτια της.

Ο Ιάσονας κοίταξε κάτω και η Νίνα χαμογέλασε απαλά στη μαμά της. «Σχετικά με αυτό...»

«Σχετικά με τι μωρό μου;» ρώτησε η Μίνα συνεχίζοντας το φαγητό της, όλα ήταν καλά στον κόσμο της.

«Να βρε μαμάκα, εμείς-»

«Βρήκαμε ήδη νυφικό, αγαπημένη συμπεθέρα.» ξεστόμισε η Μέδουσα. Ένα χαμόγελο νίκης στο πρόσωπό της. «Ω, κανείς δεν σου το είπε.»

Αυτή ήταν η καταστροφή που περίμενε η Ήβη. Η υπόθεσή της πως η Δανάη θα ήταν αυτή που θα κατέστρεφε τα πάντα είχε βυθιστεί. Όχι, είχε καεί, σαν το μυαλό της Ήβης με τις σκέψεις. Ποιον να πρόσεχε πρώτα; Τον Ιάσονα που πετούσε έντονα βλέμματα στη μάνα του; Τη Νίνα που απέφευγε τη Μίνα; Τη Μίνα, τη μαμάκα της, που δεν μπορούσε να διανοηθεί πως είχε γίνει κάτι τέτοιο πίσω από την πλάτη της; Ή τον Αχιλλέα να ζητάει ένα τσιγάρο από τη Δανάη;

Μια φυγή από την έξοδο κινδύνου ήταν όλα όσα χρειαζόταν τώρα η ξανθιά πρωταγωνίστρια. Κάπου να κρυφτεί. Ευτυχώς έλειπε ο Ανδρέας, ίσως να πήγαινε σε εκείνον. Εργένης πλέον, θα περνούσε καλά μόνος του. Στα κωλόμπαρα. Σε τι οικογένεια βρήκε και μπήκε;

«Τι λέει η σκρόφα;» ρώτησε σιγανά η Μίνα στη μεγάλη της κόρη. «Προχθές μάθαμε για τον γάμο. Πότε προλάβατε το νυφικό Νίνα;»

«Εμένα μου το είπαν πριν μια εβδομάδα, γλυκιά μου. Πολύ ωραία η ανακοίνωση. Την επόμενη κιόλας μέρα ξεκινήσαμε να ψάχνουμε. Αχ, τι κρίμα που έλειπες!» συνέχισε η Μέδουσα, τραβώντας τα βλέμματα όλων στο ποτήρι που έπινε. «Ήταν σαν μια μέρα μητέρας-κόρης.»

Η Νίνα έμοιαζε τρομαγμένη και κοίταξε τη Μίνα. «Μαμά άκου με-»

Η Ήβη ταράχτηκε πριν η Μίνα χτυπήσει το τραπέζι δυνατά. Η μαμά της σηκώθηκε όρθια, έτοιμη να ξεμαλλιάσει τη γυναίκα απέναντί της. Η Ήβη το περίμενε κιόλας, θα της έδινε το μαχαίρι να τη χαρακώσει και να τη κόψει στα δύο. Δυστυχώς για τη διασκέδαση της Δανάης, δεν έκανε τίποτα από αυτά. Απλώς ίσιωσε το σώμα της, σκουπίστηκε και έφυγε.

Η Ήβη περίμενε μια εκρηκτική αντίδραση από τη μαμά της. Τουλάχιστον αυτό θα έκανε στη θέση της. Ο γάμος της Νίνας ήταν σημαντικός για εκείνη από την πρώτη φορά που μπήκε στο σχέδιο. Ήθελε να είναι μέρος της οργάνωσης, να κάνει αυτή τη γύρα στα μαγαζιά για να ψάξουν φορέματα και να δουν λουλούδια και να επιλέξουν κείμενο για τα προσκλητήρια. Η μαμά της είχε έναν μικρό γάμο, αυτό που μπορούσαν να κάνουν τότε η οικογένειά της στις Σέρρες και τώρα, που θα παντρευόταν το πρώτο κοριτσάκι της, ήταν απαραίτητο να νιώσει πως τη βοήθησε κάποιος όπως την είχαν βοηθήσει οι συγγενείς της κάποτε.

Και ο ρόλος της Μέδουσας το έκανε όλο και χειρότερο. Η Μίνα δεν είχε ποτέ θέματα με την πεθερά της, δεν την έβλεπε, μόνο τηλέφωνα από το νησί και τέλος. Τώρα είχε μπλέξει με έναν μεγάλο εχθρό, κάποιον που είχε μάθει πρώτα να αντιπαθεί και μετά να συνεργάζεται. Και έχοντας ακούσει πως όχι μόνο ο εχθρός είχε μάθει πως μια σημαντική μέρα της κόρης της θα είναι πάλι γεγονός, αλλά είχε ήδη περάσει χρόνο μαζί της στην οργάνωση, έκανε τα νεύρα της Μίνας να σπάνε, κυριολεκτικά.

Η Ήβη το καταλάβαινε. Την έβλεπε τις τελευταίες δύο μέρες που το έμαθε να βγάζει περιοδικό μετά από περιοδικό και να τα πετάει, γνωρίζοντας πως η Νίνα δεν θέλει τον μεγάλο γάμο που είχαν αρχίσει να συντονίζουν την πρώτη φορά, αλλά κάτι μικρό, φιλικό, με τα απλά και άκρως απαραίτητα. Αλλιώς η κόρη της θα έτρεχε μακριά, ξανά. Θα την έπνιγε αυτό. Η Μίνα μόλις είχε ακούσει πως η Μέδουσα είχε πάλι ρόλο στο πρώτο τραπέζι μπροστά στην πίστα, και φοβόταν πως η Νίνα θα έφευγε σύντομα.

Για την Ήβη, αυτό σήμαινε κάτι άλλο. Είχαν ήδη βρει το νυφικό, μέσα σε μία εβδομάδα. Κοιτώντας την αδελφή της και την ενοχή της, μάλλον είχαν προγραμματίσει και άλλα πράγματα. Η Νίνα σηκώθηκε από το τραπέζι αφήνοντας τον Ιάσονα να αντιμετωπίσει τους λύκους μόνος του και η Ήβη με τη Δανάη είχαν πιάσει τα μαχαίρια έτοιμα για μάχη.

Η ανακοίνωση πως οι ετοιμασίες του γάμου προχωρούσαν τόσο γρήγορα, σήμαινε μόνο ένα πράγμα: πως και ο ίδιος ο γάμος θα ήταν γρήγορα. Η Ήβη φοβόταν πως και αυτό μπορεί να έκανε την αδελφή της να θελήσει να αφήσει τον Ιάσονα. Η πίεση για κάτι μεγάλο και ίσως κάτι μόνιμο που δεν την αφήνει να ζήσει μόνη της ξανά. Ναι, είχε ζήσει με τον Ιάσονα, αλλά μέχρι τώρα δεν είχε κάτι σίγουρο να την «κλείνει» και να τη συνδέει με τον Ιάσονα. Η κοπέλα ήταν ελεύθερο πουλί, ήθελε να ξέρει πως αν χρειαζόταν, θα μπορούσε να πετάξει.

Ο γάμος ήταν κοντά και αυτό μπορεί να ήταν κακό και για την Ήβη. Έφευγε την επόμενη εβδομάδα για τη Σκωτία, σε πόσες μέρες; Οχτώ; Σχεδόν μια εβδομάδα! Η σκέψη την τρόμαξε λίγο, αλλά ήταν κάτι φυσιολογικό. Θα πετούσε. Αλλά δεν θα μπορούσε να γυρίσει τόσο εύκολα ξανά, τόσο σύντομα. Ήλπιζε ο γάμος να αργούσε όσο και το μεταπτυχιακό της, ενάμιση χρόνο. Θα γυρνούσε πίσω σχετικά συχνά, για τα δικά της δεδομένα, αλλά της ήταν ήδη δύσκολο να φύγει και να προσαρμοστεί σε μια νέα χώρα, μια άλλη ζωή, θα έπρεπε να χρειαστεί να γυρίσει ξανά σε πόσο; Έναν μήνα; Τρεις εβδομάδες αν η Μέδουσα τα κάνει όλα.

Θα έχανε τον γάμο της αδελφής της; Όχι, δεν μπορούσε. Και δεν μπορούσε να αφήσει τη Μίνα έτσι μόνη της! Αχ, Νίνα τι έχεις κάνει...

«Αν σταματούσες να μιλάς για λίγο...» ψιθύρισε ο Ιάσονας.

Η Μέδουσα Ελένη έπιασε ξανά το πιρούνι της. «Αφού ρώτησε, να μην απαντήσω; Εγώ δεν φταίω σε κάτι χρυσό μου, θέλω μόνο εσύ να είσαι καλά.»

Ο Αχιλλέας έσκυψε κοντά της. «Άλλη μια μέρα που δεν υπάρχω.» της είπε αστειευόμενος.

Αλλά η Ήβη δεν είχε όρεξη για αστεία.

«Χαζομάρες Αχιλλέα, πάντα θυμάμαι να πληρώνω τους λογαριασμούς σου.»

Ο πατέρας του Αχιλλέα έβαλε το χέρι του πάνω από αυτό της γυναίκας του, κάνοντάς τη να σταματήσει να μιλάει. Πόση υπομονή και πόσα είχε αντέξει μέχρι τώρα; «Γλυκιά μου, ίσως καλύτερα να μην απαντάς τόσο...εσύ, στο μέλλον.»

«Μήπως να σταματήσω και να υπάρχω;» ρώτησε, σαρκαστικά.

Η Δανάη είπε την απάντηση που τόσο πολύ ήθελε να δώσει η Ήβη. «Μπορώ να σε βοηθήσω σε αυτό.»

Η Μέδουσα Ελένη τη κοίταξε σχεδόν υποτιμητικά. «Μα τι οικογένεια...»

«Βίαιη.» σχολίασε ο Αχιλλέας. «Ηλιόφωτη, χλόμιασες.»

Η Ήβη γύρισε και τον κοίταξε απότομα. «Νομίζω πως πρέπει να φύγετε Αχιλλέα.»

Ο φίλος της σκούπισε τα χέρια του και κοίταξε τον αδελφό του πριν γυρίσει το βλέμμα του πίσω στην Ήβη. «Θα μιλήσουμε αύριο, ναι;»

Ένευσε θετικά και έβγαλε το κινητό της, πληκτρολογώντας ένα γρήγορο μήνυμα. Δεν ήθελε να του φωνάξει να μαζέψει τη μάνα του αλλιώς θα την πετούσε από το μπαλκόνι. Ήταν η μαμά του εξάλλου. Και του Ιάσονα, ο οποίος τη κοιτούσε απολογητικά, χωρίς να γνωρίζει τι να κάνει.

Η Δανάη δεν έκανε χώρο να περάσει η Μέδουσα Ελένη και την ανάγκασε να κάνει τον κύκλο του μπαλκονιού για να πάει μέσα. Ο πατέρας του Αχιλλέα την ακολούθησε, ψιθυρίζοντας σιωπηλά μια «συγνώμη» που φαινόταν να εννοούσε. Η Ήβη περπάτησε μέσα με τον Αχιλλέα να κρατούν τα πράγματα, με τον Ιάσονα να μπαίνει τελευταίος και τη Δανάη να τελειώνει το τσιγάρο της και να πίνει το τζιν μόνη της.

Στο σαλόνι, βρήκε τη Νίνα να παρακαλάει τη Μίνα να μιλήσουν, η οποία είχε βαλθεί να πλύνει τα ήδη καθαρά πιάτα ξαφνικά. Η Ήβη ήξερε καλά κάθε μέλος της οικογένειάς της, η μία ήθελε να λύνει τα προβλήματα εκείνη την ώρα, η άλλη ήθελε να τα επεξεργαστεί. Μπορεί για την οικογένεια του Αχιλλέα να μην ήταν κάτι, αλλά για την οικογένεια της Ήβης ένας γάμος ήταν κάτι που έβγαζε τον καλύτερο και χειρότερο εαυτό σε όλους. Και η Μίνα δεν ήθελε να μιλήσει τότε σε καμία από τις κόρες της. Ήθελε να μείνει μόνη.

Η Νίνα μάζεψε το κουράγιο και φίλησε τη μαμά της στο μάγουλο, με την υπόσχεση να μιλήσουν ξανά ήρεμα την επόμενη μέρα. Η Ήβη τους αποχαιρέτησε όλους στην πόρτα, τη Νίνα τελευταία με μια αγκαλιά και έναν ψίθυρο «Δεν ήθελα να έχει και τον γάμο στο μυαλό. Συγνώμη.». Η Ήβη το ήξερε και αυτό. Η Μίνα τις τελευταίες μέρες ήταν πάνω από το κεφάλι της με τη Σκωτία. Πού θα μείνει, με ποιον θα είναι ,πού θα είναι. Έπρεπε να την βεβαιώσει με χαρτιά από το Πανεπιστήμιο και τις υπογραφές του Ερμή πως θα ζούσε εντάξει εκεί. Κάποιες φορές η Μίνα δεν ήθελε να φύγει κανείς από το σπίτι. Σε λίγες εβδομάδες, θα μείνει μόνη της με τη Δανάη. Ξαφνικά, μετά από τόσα χρόνια και φωνές σε κάθε δωμάτιο.

Δεν ήθελε να την αφήσει έτσι.

Η Δανάη μπήκε μέσα λίγο πριν η Ήβη φύγει για το δικό της διαμέρισμα στον όροφο από πάνω. Η γιαγιά της πήγε κατευθείαν στην κόρη της, την πήρε από τους ώμους και την απομάκρυνε από τον πάγκο γεμάτο βρεγμένα πιάτα. Η Ήβη στάθηκε λίγο πιο πέρα να τις κοιτάει από μακριά. Ήταν πάλι παιδί, λίγο μετά τα ενδέκατα γενέθλιά της, βράδυ, όταν υποτίθεται πως έπρεπε να κοιμάται. Το κενό που η Ευανθία κάποτε βρισκόταν ήταν κρύο και η Δανάη ετοίμασε το βραστό νερό για το τσάι.

Η Μίνα πήρε την κούπα της και ανακάτεψε το λεμόνι μέσα στο ρόφημα. Η Δανάη χάιδεψε τα μαλλιά της και άρχισε να τα πλέκει, όπως έκαναν όταν ήταν μικρές. Ήταν ξανά μάνα και κόρη. Τη φίλησε στο κεφάλι και η Μίνα κοιτούσε την μικρή και μεγάλη Ήβη με μάτια βαριά και κουρασμένα.

Ο γάμος για την οικογένεια Βιλαέτη δεν ήταν σημαντικός για τα φορέματα και τα λουλούδια και τις ετοιμασίες. Ο γάμος για την Ήβη, τη Νίνα, τον Ανδρέα, μέσα στα μάτια των μεγαλύτερων γενεών, συμβόλιζε πως τα είχαν καταφέρει. Η μία μετά την άλλη, η Ευανθία, η Δανάη, η Μίνα, είχαν μεγαλώσει τα παιδιά τους και ήταν όλα τους ευτυχισμένα. Δεν απέφευγαν ή φοβόνταν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν.

Ο γάμος σήμαινε πως η τελευταία γενιά είχε πετύχει σε αυτό που δεν πέτυχαν οι προηγούμενες. Να μη μείνουν τα αδέλφια μόνα τους χωρίς κάποιον να αγαπούν. Και για αυτό, το διαζύγιο του Ανδρέα, αν και κάτι καλό γιατί έφυγε η τοξική οχιά από το σπίτι τους, οδήγησε στην πεποίθηση πως η υποτιθέμενη κατάρα θα έμενε και θα συνέχιζε. Τα παιδιά που μεγάλωσαν χωρίς πατέρα, παππού και προπάππου θα στριφογύριζαν μόνα τους σαν αστέρια στο σύμπαν.

Θα έτρεχαν μια ζωή μακριά από την ευτυχία.

Αυτή η μελαγχολία, τι κακό.

Όταν γύρισε στο διαμέρισμά της, μια ευχάριστη έκπληξη την περίμενε στην πόρτα. Ανέβηκε αργά και κουρασμένα τα σκαλοπάτια, με την ανάγκη να τον φτάσει να μεγαλώνει όλο και περισσότερο.

Είχε να τον δει από κοντά κοντά στον ενάμιση χρόνο, της είχε λείψει το πρόσωπό του υπερβολικά πολύ. Και μετά, ως διά μαγείας, τη στιγμή που τον χρειαζόταν περισσότερο, ήταν πάλι εκεί. Ο Ερμής της, ο φίλος της, και το άτομο που θα μπορούσε να ζήσει και να παλέψει τον θάνατο από τη Μέδουσα για αυτόν.

Στο αεροδρόμιο ήθελε να κλάψει, αλλά κρατήθηκε. Και μετά όταν γνώρισε από κοντά την Astrid, κάτι μέσα της είπε «κράτα αποστάσεις». Ακόμη δεν ήξερε τι γνώριζε η κοπέλα για εκείνη και τη πίστευε. Φαινόταν καλή, με το κακό χιούμορ ενός φυσιολογικού ατόμου που σίγουρα κάποια στιγμή θα κατάφερνε να εξαφανίσει το μούτρωμα του Ερμή από το πρόσωπό του. Ήταν τόσο όμορφη όσο θα μπορούσε να είναι. Και η Ήβη...η Ήβη σε λίγο καιρό θα ερχόταν και επίσημα δεύτερη.

Τη ζήλευε τη κακούργα τόσο πολύ.

«Γρήγορα ήρθες.» μουρμούρισε όταν τον έφτασε. «Το μήνυμα στο έστειλα πριν δέκα λεπτά.»

Ο Ερμής ανασήκωσε τους ώμους του. «Μάλλον ήμουν στην περιοχή.»

«Και η Astrid;»

«Η Astrid κοιμάται μετά από μια μεγάλη μέρα ταξιδιού.» της απάντησε κοιτώντας διακριτικά τον παππού από τον πέμπτο. «Ακόμη να πεθάνει;»

«Θα μας θάψει όλους.» του ψιθύρισε ξεκλειδώνοντας το σπίτι.

Η Ήβη τον τράβηξε μέσα από το χέρι με ένα τεράστιο χαμόγελο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον είχε εκεί στο σπίτι της, αλλά κάποια πράγματα είχαν αλλάξει. Η θέση της παπουτσοθήκης. Το κάλυμμα στον καναπέ. Το χαλί από τα ΙΚΕΑ αντικαταστάθηκε από ένα που βρήκε η Μίνα σε ένα παλαιοπωλείο πάνω από τη Καμάρα. Και οι λάμπες δεν ήταν τόσο κίτρινες πλέον, είχαν αλλάξει σε ένα λευκό φως που δεν κούραζε και δεν ζάλιζε την Ήβη.

Η ξανθιά κοπέλα άφησε τα παπούτσια της στην άκρη και έτρεξε να βράσει νερό. Και ας μην έπινε το τσάι, είχε μια μεγάλη επιθυμία να κάνει ένα, ή δύο, ή όσα ήθελε ο Ερμής. Ο φίλος της αρχίσει να παρατηρεί τις νέες προσθήκες και λεπτομέρειες λες και κάτι μικρό είχε αλλάξει από τη τελευταία φορά που είχε έρθει.

«Αυτό το χρώμα στο χαλί είναι περίεργο. Πώς λέγεται;» τη ρώτησε.

Η Ήβη κοίταξε πάνω από το συρτάρι με τα μπαχαρικά και τα μπουκαλάκια με το τσάι το μπλε χαλί. «Μπλε;»

«Αμφιβάλλω.»

Προσπάθησε να φέρει στη μνήμη της το αυτοκόλλητο που είχε με τις πληροφορίες. «Glaucous. Το θεωρώ το αγαπημένο μου χρώμα αυτή την εποχή.»

Ο Ερμής έσκυψε πάνω από το χοντρό χαλί. «Δεν έχει καθόλου πράσινο.»

Ω ναι, αυτός ήταν ο στόχος. «Δεν το συμπαθώ ιδιαίτερα τελευταία.»

Το νερό ήταν έτοιμο και η Ήβη έβαλε σε δύο κούπες μερικά κλαδάκια χαμομηλιού. Το νερό έβγαλε σχεδόν αμέσως τα αρώματα και τα χρώματά του και η Ήβη πίεσε απαλά με ένα κουταλάκι πριν το αφήσει να κάνει τη δουλειά του. Ο Ερμής πήγε και στάθηκε σε έναν τοίχο κοντά στη κουζίνα να τη κοιτάει με σταυρωμένα χέρια.

Έπρεπε να είναι τόσο όμορφος στα μαύρα; Ναι.

«Νόμιζα πως τώρα με τον πατέρα σου θα είχες αλλάξει άποψη.»

Η Ήβη σκέφτηκε τον άνδρα που είχε κρυφτεί κάπου στο νησί και ξεφύσησε. Δεν την πήρε τηλέφωνο εδώ και μέρες. Είχε πάθει κάτι; Έπρεπε να τον πάρει πάλι εκείνη; Τόσες ανησυχίες με τη κύρια να τη καταστρέφει: είχε αλλάξει γνώμη και δεν ήθελε τελικά να κρατήσει επαφή; «Η ύπαρξη της Σειρήνας μου αποτρέπει από το να ησυχάσω.»

«Πού και να την είχες συναντήσει και μιλήσει για πάνω από δύο λεπτά.» της απάντησε και έπαιξε με τα φώτα του μπαλκονιού. Ακόμη δεν δούλευαν. «Τι ήταν αυτό πριν;»

«Ποιο;»

«Ξέρεις ποιο. Μιλάς πολύ και ξαφνικά, δεν ήθελες να μιλήσεις καθόλου στο αυτοκίνητο. Μισή ώρα σε ένα σιδερένιο κουτί και δεν έβγαλες άχνα.» παρατήρησε.

Ώστε το είδε; «Δεν είχα κάτι να πω. Δεν ήθελα να διακόψω τη κοπέλα σου.»

«Πρόσεξε μη στάξει το φαρμάκι σου στο τσαγάκι μου, Σκάουτ.»

Η Ήβη γύρισε να τον κοιτάξει έντονα. Ο άνδρας μπροστά της τη κοιτούσε σοβαρός, με προβληματισμό στα μάτια του. Μάλλον οι λέξεις βγήκαν με άσχημο τρόπο από το στόμα της. Ίσως και να το ήθελε, καταβάθος. «Ξέρεις, η Νίνα και ο Ιάσονας μάλλον θα παντρευτούν σύντομα.»

Ο Ερμής γύρισε το κεφάλι του στο πλάι. «Αυτό δεν ήταν γνωστό;»

«Εννοώ πως η άλλη βρήκε ήδη νυφικό.» τον ενημέρωσε ανακαλώντας τις πρόσφατες εξελίξεις. Το υγρό στις κούπες της είχε πάρει ένα ντροπαλό πράσινο χρώμα. Αυτό είναι τσάι Αχιλλέα. «Και το πάνε γρήγορα, πολύ γρήγορα.»

«Νομίζεις πως δεν το θέλει;»

«Μωρέ το θέλει, έτσι είναι η Νίνα. Αλλά...» η Ήβη δίστασε χωρίς λόγο. Έβγαλε τα κλοναράκια από τις κούπες και τα πέταξε στα σκουπίδια. «Αν ο Ιάσονας δεν είναι ο κατάλληλος για εκείνη;»

«Μετά από τόσα χρόνια το αναρωτιέσαι αυτό;» τη ρώτησε.

Η Ήβη γύρισε και το έδωσε τη κούπα του πριν προχωρήσει και κάτσει σε μία από τις καρέκλες του τραπεζιού της κουζίνας. «Η Δανάη δεν βρήκε ποτέ κάποιον που την έκανε χαρούμενη. Ίσως έναν Ιταλό μέσα στο Πάσχα αλλά δεν έχουμε ακούσει νέα του από τότε που η Δανάη γύρισε. Η μαμά και ο Μάρκος δεν τα κατάφεραν και γνώριζαν καλά ο ένας τον άλλον πολύ πριν παντρευτούν. Και μετά, αποφάσισε να μην προχωρήσει. Ο Ανδρέας μόλις πήρε διαζύγιο, και τη σκύλα την ήξερε μόλις λίγους μήνες πριν τη ζητήσει σε γάμο σαν βλάκας.»

Ο Ερμής την πλησίασε με τη κούπα του. «Και; Όλα αυτά είναι απλώς αποτυχημένες ιστορίες. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορούν να επιτύχουν στην πορεία.»

«Η Νίνα και ο Ιάσονας είναι καλά μαζί αλλά οι οικογένειες μπαίνουν πάντα στη μέση και αυτό τους σπάει. Η αδελφή μου δεν θα αντέξει ούτε χρόνο σε έναν γάμο που έχει λόγο η Μέδουσα. Γιατί ο Ιάσονας απλώς αγαπάει πολύ τη μαμά του και δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του.»

«Η Νίνα παντρεύεται τον Ιάσονα. Είναι δικό τους θέμα.» της είπε και κάθισε δίπλα της. «Σταμάτα να ανησυχείς μέχρι να χρειαστεί να ανησυχήσεις.»

«Δεν είναι αρκετά καλός λόγος πως η μάνα του μπλέκεται ανάμεσά τους πριν καλά καλά παντρευτούν;» τον ρώτησε. «Ξανά!»

«Δεν λέγονται ζευγάρι επειδή είναι τρίγωνο με την πεθερά της Σκάουτ. Η Νίνα μπορεί να αντιμετωπίσει κάθε μέρα τη Μέδουσα.»

«Όχι αν χρειαστεί πρώτα να αντιμετωπίσει την αγάπη που της έχει ο Ιάσονας.» του είπε. Η Ήβη τον είδε να αλλάζει στάση, να αφήνει το σώμα του χαλαρό προς τα πίσω και να την παρατηρεί από μακριά. «Και μετά θα χωρίσουν πάλι και δεν θα είναι κανένας χαρούμενος και μόνο πληγωμένος. Αν πάει αυτό τόσο γρήγορα....»

Ο Ερμής άφησε τις λέξεις της να αιωρηθούν στο δωμάτιο πριν μιλήσει. «Οι δυσκολίες είναι μέσα στη ζωή. Παρά τα όσα έγιναν, γύρισαν ο ένας πίσω στον άλλον.»

Η Ήβη τον κοίταξε πίσω από τη κούπα της θλιμμένα. Εκείνος δεν είχε γυρίσει πίσω σε εκείνη. «Θα την παντρευτείς;»

Ο φίλος της πέρασε ένα δάχτυλο πάνω από τη κούπα του. «Για αυτό έχω το δαχτυλίδι Σκάουτ.»

«Άρα και θα τη ζητήσεις σε γάμο και θα την παντρευτείς; Τώρα;» τον ρώτησε σοκαρισμένη. «Σε μια εβδομάδα;»

«Τη ξέρω, την αγαπώ, δεν βλέπω κάτι το κακό.» της απάντησε ήρεμα.

Η Ήβη κάθε άλλο παρά ήρεμη ήταν. «Είναι πολύ γρήγορο Ερμή! Πόσο καλά τη ξέρεις αλήθεια; Και είσαι τόσο ερωτευμένος μαζί της για να αποφασίσεις να περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου μαζί της;»

Ο Ερμής άφησε τη κούπα του στο πλάι, οργή και θύελλα στα γκρίζα μάτια του. Έσκυψε κοντά της. «Την ξέρω περισσότερο από όσο ήξερα εσένα όταν-όταν έφυγα.»

Κάτι άλλο ήθελε να πει αλλά δεν το έβγαλε. Η Ήβη σχεδόν θύμωσε, της είχε πει πως τη γνώρισε πριν λίγους μήνες. «Ψέματα.»

«Έχει σημασία; Τη θέλω και με θέλει. Και είναι καλή, με υπέροχη καρδιά.» της είπε σιγανά κοιτάζοντάς τη στα μάτια. «Και ας βιάζομαι. Τουλάχιστον το κυνηγάω. Εσύ τον Αχιλλέα γιατί δεν τον κυνήγησες;»

«Δεν ξέρεις τίποτα για εμένα και τον Αχιλλέα.» ψιθύρισε.

«Ξέρω πως είναι μια ευκαιρία. Και πως εσύ την αναζητούσες αλλά ακυρώνεις τα πάντα ξανά και ξανά.» της είπε με έντονο τόνο στη φωνή του. «Πώς θα φτάσεις στην ευτυχία αν συνεχίσεις να την απορρίπτεις;»

«Την είχα την ευτυχία!» φώναξε. «Και μετά έφυγες!»

«Και σε περίμενα αλλά ποτέ δεν ήρθες.» της είπε ήρεμα.

Σιωπή. Η απόλυτη σιωπή.

Αν η Ήβη το διάβαζε αυτό σε κάποιο βιβλίο, θα δάκρυζε. Η ένταση της σχέσης τους, εκεί που το τέλος συναντάει την αρχή και ο ένας βλέπει τον άλλον να φεύγει, να προσπαθεί για κάτι καλύτερο. Εκείνη να μένει παγωμένη στη θέση της, να φοβάται τη κάθε λέξη που σκέφτεται, μήπως και πληγώσει ή πληγωθεί.

Οι φίλες της είχαν άδικο. Ο Ερμής θα έδινε το δαχτυλίδι στην Astrid. Και εκείνη είχε χαθεί από τα όνειρά του εδώ και καιρό.

Τα μάτια του τη τρόμαζαν. Γιατί η θάλασσα μέσα τους είχε ηρεμήσει. Κάτι είχε γαληνεύσει. Η Ήβη δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό ήταν καλό ή κακό. Φοβόταν να τον ρωτήσει.

Η Σειρήνα είχε την ίδια συζήτηση μαζί του πριν την παρατήσει;

«Λυπάμαι πολύ για τον άνδρα της κυρίας Καλλιόπης από απέναντι.» της είπε.

«Ναι. Η κηδεία ήταν ωραία.» απάντησε.

«Και τώρα τι θα γίνει; Θα μετακομίσει με τη Σόνια όπως έλεγαν;»

«Δεν νομίζω.»

Τόσο εύκολα μπορούσαν να πατήσουν και να καλύψουν με μια γάζα τις πληγές τους.

Η Ήβη σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιό της, σχεδόν τρέχοντας. Για λίγα λεπτά δεν ήθελε να τον βλέπει, θα τον χτυπούσε και μετά θα είχε άλλο ένα σημάδι από εκείνη. Κοίταξε στο δάχτυλό της το δαχτυλίδι με τη σπασμένη ακτίνα, ακόμη εκεί να καραδοκεί τους εφιάλτες της. Τουλάχιστον αν τον χτυπούσε δεν θα έσπαγε την παράδοση.

Ο Ερμής την ακολούθησε αμέσως από πίσω και η Ήβη γύρισε απότομα να τον κοιτάξει. Τον ήθελε κοντά της εκείνο το βράδυ όσο τίποτε άλλο. Ο Αχιλλέας πονούσε γιατί έκλαιγε και τον σκέφτονταν. Και ο Ερμής δεν γνώριζε ούτε τα μισά.

Του γύρισε την πλάτη και άρχισε να ξεντύνεται. Ο Ερμής χωρίς να βγάζει λέξη τη βοήθησε να βγάλει το φόρεμά της και μετά ξεκούμπωσε το πουκάμισό του. Ήξερε πως στο τρίτο συρτάρι της ντουλάπας είχε φόρμες, δικές του, για τις βραδιές που περνούσαν μαζί όταν κοιμόταν στο δωμάτιό της. Και για τις βραδιές που θα περνούσαν μαζί αν τα είχαν καταφέρει, αν η Ήβη πήγαινε στη Σκωτία και εκείνος ερχόταν πίσω στην Ελλάδα.

Έβαλε τις πιτζάμες της και ο Ερμής διάλεξε ένα βιβλίο από το πάτωμα. «Το χρονικό του έρωτα του Alain de Botton.»

Το μπλε βιβλιαράκι των τριακοσίων και κάτι σελίδων ήταν ένα από τα δώρα του που δεν είχε αγγίξει ακόμα. «Εντάξει.»

Η Ήβη σήκωσε τη κουβέρτα και ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Δύο γρήγορα καρδιοχτύπια αργότερα, ο Ερμής ήρθε από πίσω της. Η Ήβη σήκωσε το σώμα της και ο Ερμής πέρασε το χέρι του από κάτω, κρατώντας το βιβλίο και κλείνοντάς τη στη ζεστή αγκαλιά του. Ήταν εκεί, να την αγγίζει ξανά με μια γλυκιά αγκαλιά. Δεν της άρεσαν τα αγγίγματα, τα χάδια, οι κινήσεις που κάνει ο άλλος για να σε πιάσει. Αλλά με τον Ερμή, ήταν το μόνο που ζητούσε.

Θα το έχανε σε λίγο.

Γύρισε το σώμα της και έτριψε το πρόσωπό της στο στήθος του. Ο Ερμής έκλεισε το μεγάλο φως με το πάτημα του διακόπτη και άναψε τη μικρή λάμπα από πάνω. Άκουγε τους χτύπους της καρδιάς του να τρέχουν γρήγορα και δυνατά, στον ρυθμό ενός άνδρα αγχωμένου και πολύ, πολύ ερωτευμένου. Η Ήβη έκλεισε τα μάτια της και τον αγκάλιασε. Δεν μπορούσε να τρέξει γρήγορα στην αγάπη, να το φωνάξει όπως της είχε κάνει εκείνος. Αλλά το ένιωθε, ακόμη και αν δεν είχε γυρίσει ο ένας στον άλλον ποτέ ξανά, είχαν τρυπώσει στις καρδιές του σαν το μαχαίρι που δεν πρέπει να βγάλεις από την πληγή, γιατί θα φτάσεις γρήγορα στον θάνατό σου.

Η Ήβη επιθυμούσε αυτό το μαχαίρι να μείνει για πάντα εκεί. Να γυρίσει από το παρελθόν στο μέλλον και να τον βρίσκει στη ζωή της.

Η φωνή του απαλή, ψιθυριστή όπως έκανε πάντα όταν της διάβαζε ένα βιβλίο. Αυτή τη φορά δεν ήταν από το ακουστικό του χαλασμένου κινητού της. Ήταν μέσα στο αυτί της, οι λέξεις να χαϊδεύουν τη ραχοκοκαλιά της και να την ανατριχιάζουν με έναν όμορφο σκοπό.

Η αφιέρωσή του, όπως πάντα, ήταν το πρώτο που διάβαζαν.

«Στους ανθρώπους που επιστρέφουν.» της είπε σιγανά. «Που αγαπούν μέσα σε έναν χρόνο που δεν σταματάει να τρέχει.»

Η Ήβη πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Σε αυτούς που δεν θα χάσουμε ποτέ, Σκάουτ.» οι τελευταίες λέξεις να μην είναι γραμμένες στο κίτρινο χαρτί και να της λένε σαν υπενθύμιση πως οι άνθρωποι, κάποιες φορές επιστρέφουν, σε νοητή ή πνευματική μορφή. Και αυτά που ένιωσες κάποτε ξεθωριάζουν.

Λίγο πριν η μία σπίθα φέρει την άλλη και η φωτιά ανάψει πιο δυνατή. Ή δεν δώσει σημάδια λάμψης ποτέ ξανά.

________________________

Α/Ν Νομίζω πως οι λέξεις ήταν αρκετές, οπότε δεν θα πω εδώ πολλά. Σας εύχομαι καλό Πάσχα και καλή Ανάσταση, υγεία (ψυχική, σωματική, πνευματική) σε εσάς και τους αγαπημένους σας!

Θα τα πούμε ξανά την επόμενη εβδομάδα με τον Μάη που θα μπει.

DL

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top