34. Uptown Girl - Billy Joel.
34. Uptown Girl – Billy Joel.
Περίεργο, σκέφτηκα, πως μπορείς να ζεις τα όνειρα και τους εφιάλτες σου την ίδια στιγμή.
-Ransom Riggs, Hollow City.
Ονειρευόταν, για αυτό ήταν σίγουρη. Θα το έβλεπε με τέλεια λεπτομέρεια και μετά όταν ξυπνούσε θα τα ξεχνούσε όλα, και για αυτό λυπόταν περισσότερο.
Σκέφτηκε -γιατί μπορούσε να σκεφτεί λογικά- πως δεν ήθελε τίποτα. Ήταν ανάξια του ίδιου της του εαυτού. Ήθελε να βλέπει μόνο το μαύρο στα πράγματα, όχι το άσπρο, ούτε το γκρι, αλλά ποτέ το μπλε. Δεν ήθελε το χρώμα, γιατί φοβόταν πως οι σκιές έτρωγαν τα πάντα που ζούσε και ήθελε να ζήσει.
Κλείστηκε στο μπάνιο τη στιγμή που η Δώρα είχε βγει να της πει πως ήταν έτοιμη φύγουν. Της είχε δώσει μερικά μέτρα από κόκκινη κορδέλα, αρκετή για να τυλίξουν δώρα. Η Ήβη το άφησε πάνω στον νιπτήρα, φέτος απεχθάνονταν τα δώρα. Πίστευε πως δεν θα είχε και δεν ήθελε να έχει κάποιου τη λύπηση. Έτσι δεν είχε πάρει και σε κανέναν δώρο. Μόνο στην Ευανθία, ένα βιβλίο μαγειρικής που τόσο ποθούσε.
Το τελευταίο δώρο.
Είχε κουραστεί. Αυτές τις λυπηρές σκέψεις περί τέλους και αρχής. Τις σκέψεις όλης της της ύπαρξης. Ήθελε να τρέξει μακριά από εκεί, να ταξιδέψει και να κρυφτεί. Ίσως μπορούσε να ξεπεράσει τους φόβους της. Αυτό θα μπορούσε να τη κάνει χαρούμενη. Αλλά όσο έτρεχε το νερό στη γαλήνη του, άλλο τόσο έτρεχε το μυαλό της στο χάος του.
Ήθελε να σταματήσει να τρέχει. Να σταματήσει, τελεία. Το είχε προσπαθήσει μια φορά. Τα νέα την είχαν ταράξει τόσο που έβγαλε το δαχτυλίδι της, το πέταξε στον τοίχο και εκείνο έσπασε. Μια ακτίνα, σαν να ράγισε η ψυχή της. Και μετά κλείστηκε πάλι στο μπάνιο. Αυτός ο κύκλος ήρθε ξανά. Θα τελείωνε οριστικά.
Κάποτε είχε κάνει μαθήματα χορού. Της είχαν μάθει πως τα χέρια είναι πινέλα και ο αέρας καμβάς για να ζωγραφίσεις τον χορό της ζωής. Αν μπορούσε θα τον ζωγράφιζε μωβ. Χωρίς λόγο και αιτία, απλώς ήθελε μωβ. Ή πράσινο, ναι το λάτρευε το πράσινο.
Τώρα ίσως γκρι. Ένα ανοιχτό γκρι με φουρτούνες και κύματα και τυφώνες και στο τέλος, μια αυλή γεμάτη νυχτολούλουδα μόνο για εκείνη. Την αγαπούσε τη νύχτα του. Ήθελε να κλειστεί στην μαύρη αγκαλιά του για πάντα.
Αλλά δεν ήταν εκεί να την κρατήσει. Είχε μείνει μόνη. Και ποιος θα την αγαπήσει; Κανείς, γιατί δεν άξιζε την αγάπη κανενός, ούτε τη δική της.
Ήταν μόνη, για πάντα μόνη. Κανείς δεν θα λυπόταν αν έφευγε. Ας το έκανε λοιπόν, προς τι οι δεύτερες σκέψεις;
Είχε δει πού πρέπει να χαράξει και πόσο βαθιά. Το είχε ψάξει, η ακρίβεια ήταν στόχος εδώ. Ο άνδρας με τα πράσινα μάτια που τη σκότωσε την πρώτη φορά το είχε προσπαθήσει. Ίσως όχι αρκετά. Οι γνώσεις του έλεγαν να μη χαράξει εκεί, να μην πέθαινε. Ο μπαμπάς της ήθελε απλώς την ηρεμία. Η Ήβη ήθελε όλα να σταματήσουν.
Αυτός ο πόνος θα την κατέστρεφε. Έσκυψε κάτω και λύγισε το σώμα της, το ξυράφι να πέφτει από τα χέρια της. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες, ήξερε πως θα υποχωρούσε σύντομα. Όλη τη μέρα ερχόταν και έφευγε, θα έφευγε και τώρα, ήταν σίγουρη.
Θα μπορούσε να αγαπήσει και να ταξιδέψει, σκέφτηκε. Θα μπορούσε να φύγει μαζί του. Ένας χρόνος ήταν, μετά θα ήταν πίσω, της το είχε υποσχεθεί. Ή θα πήγαινε εκείνη σε αυτόν. Τρεις Ιανουαρίου. Δεν το είχε βάλει στο πρόγραμμα. Έκλαιγε πάνω από το εισιτήριο. Δεν θα πήγαινε ποτέ, το ήξεραν και οι δύο. Και θα έμενε πάλι μόνη.
Ήταν ηλίθια, άχρηστη και δεν άξιζε την αγάπη του. Ή της αδελφής της. Ή της οικογένειάς της και των φίλων της. Ή της μαμάς της, η μαμά της θα ήταν ήρεμη και θα σταματούσε να ανησυχεί για τα πάντα. Με την Άννα δεν είχαν ανταλλάξει συγνώμες ακόμα για όλα αυτά που είχαν πει. Αν έφευγε, η Άννα δεν θα είχε αυτό το βάρος. Αν έφευγε, όλοι θα ήταν καλά και το πρόβλημα με το όνομα Ήβη θα καταστρεφόταν.
Κοίταξε το πρόσωπό της στην καθρέφτη. Πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε σταματήσει να νοιάζεται; Πριν λίγες μέρες, όταν ο Ερμής έφυγε. Τότε εμφανίστηκε η όμορφη ιδέα της λεπίδας στο δέρμα της. Πήρε το ξυραφάκι, θα έβγαζε μία από τις λεπίδες και όλο αυτό θα την οδηγούσε στο τέλος επιτέλους.
Τα μάτια της ήταν μεγάλα με φουρτούνες και κύματα και τυφώνες και στο τέλος, μια αυλή γεμάτη νυχτολούλουδα μόνο για εκείνον. Τον αγαπούσε τη νύχτα του. Ήθελε να είναι η μέρα και τα κρυφά άστρα στον ουρανό του.
Η κόκκινη κορδέλα είχε το ίδιο σκούρο χρώμα με το υγρό που έτρεχε ανάμεσα στα πόδια της. Περίεργο, σκέφτηκε, την έκανε να γαληνεύει η ψυχή της. Απομακρύνθηκε και άφησε τις μικρές λεπίδες στη μπανιέρα. Έπεσε στα γόνατα και άφησε την πλάτη της να πέσει στον τοίχο όσο το πάτωμα ήταν το στρώμα της για τη στιγμή. Ήξερε πως μπορούσε να το κάνει, να πάρει το ηλίθιο πράγμα, να κόψει τις φλέβες της, να τελειώνει. Η σκέψη ήταν μια ιδέα που όσο πονούσε, δεν την ένιωθε.
Θα μπορούσε να ταξιδέψει και να τρέξει μακριά.
Ήθελε μόνο να γελάσει από ευτυχία. Έμεινε στο πάτωμα του μπάνιου για λίγα λεπτά ακόμα. Και όταν η Δώρα μουρμούρισε κάτι και άνοιξε απότομα την πόρτα, τη βρήκε να κοιμάται γαλήνια. Δεν είχε δώσει το τέλος που πίστευε πως της άξιζε. Χαμογελώντας, επέλεξε τις ευτυχισμένες στιγμές να την πάρουν από εκεί.
Αχ και να ήξερε πως αυτό δεν ήταν το τέλος. Ευτυχία.
Η Ήβη άνοιξε τα μάτια της εκείνο το πρωί και είχε ξεχάσει σχεδόν τα πάντα. Όπως της ζήτησε ο ψυχολόγος της, σηκώθηκε και έγραψε σε ένα τετράδιο ό,τι είχε μείνει στη μνήμη της. Ένα χαμόγελο, μια γαλήνη και τη σκέψη πως ο φόβος υπήρχε ακόμα. Για τη συνέχεια και τι έρχονταν μετά το σκοτάδι. Τον άνδρα να την περιμένει και το κοριτσάκι-
Αυτό ήταν καινούριο.
Όταν έφαγε το πρωινό της, η Νίνα τη φίλησε και την αγκάλιασε πριν την αποχαιρετήσει και τρέξει έξω από το σπίτι. Είχαν πει για έναν γάμο που θα αργούσε να γίνει, αλλά οι δύο αδελφές ήξεραν πως με τη Νίνα, αυτό δεν θα συνέβαινε. Κάτι της έλεγε για σχέδια σε ένα ήδη υπάρχον φόρεμα και η Ήβη κατάλαβε: το νυφικό υπήρχε, ο γαμπρός ήταν ραμμένος και η Μίνα δεν είχε ιδέα για όλα αυτά.
Το δείπνο που περίμενε απόψε και τις δύο οικογένειες θα ήταν ευχάριστο.
Ντύθηκε με ελαφριά ρούχα και έτρεξε να προλάβει στη στάση το λεωφορείο. Ήταν νωρίς, γύρω στις δέκα και στις τέσσερις έπρεπε να είναι στο αεροδρόμιο. Θα προλάβαινε αρκεί ο Αχιλλέας να την πήγαινε εκεί.
Ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινε στο διαμέρισμά του. Δεν είχε άγχος για το τι θα συναντήσει, απλώς ήθελε κάπου να μπορεί να κάτσει και να αναπνέει καθαρό αέρα. Ήξερε πως το τσιγάρο ήταν στη ζωή του, ο Αχιλλέας γνώριζε πως την ενοχλούσε, ο συμβιβασμός ήταν η μόνη λύση.
Θα ήταν λύση και για πολλά άλλα πράγματα, όπως για παράδειγμα τη φιλία τους. Υπήρχαν πολλές λέξεις που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να περιγράψει την ατμόσφαιρα ανάμεσά τους από τότε που γύρισαν από το νησί πριν δύο εβδομάδες, άβολη είναι στη κορυφή της λίστας. Έφταιγε εκείνη; Η ερώτηση την έτρωγε όλο αυτό τον καιρό και δεν έβρισκε απάντηση στα λόγια του, μόνο στις κινήσεις του.
Όταν της άνοιξε την πόρτα, της χαμογέλασε με το γνωστό μειδίαμα. Του είχε υποσχεθεί πως θα ερχόταν με πρωινό και σήκωσε ψηλά τη σακούλα με τη μπουγάτσα με κρέμα. Ο Αχιλλέας τη δέχτηκε με χαρά. «Δεν περιμένω να νομίζεις πως θα σου αφήσω κομμάτι.»
Η Ήβη χάιδεψε απαλά το στομάχι της και έβγαλε από πάνω τη μικρή πάνινη τσάντα που κουβαλούσε. «Ήξερα πως θα με άφηνες να πεινάσω οπότε φρόντισα για αυτό πριν έρθω. Κάποιοι ξυπνάμε νωρίς.»
«Και εγώ ξυπνάω νωρίς ηλιόφωτη, απλώς περιμένω να με χτυπήσει ο ήλιος. Αν είναι μεσημέρι, δεν φταίω εγώ.» της είπε. Έχωσε το κεφάλι του μέσα στη σακούλα και περπάτησε μέχρι τη μικρή του κουζίνα. «Τσάι;»
«Με λίγο λεμόνι, ευχαριστώ.»
Η Ήβη περπάτησε γύρω από το μικρό διαμέρισμα και παρατήρησε τα πάντα. Ήθελε τις λεπτομέρειες να τις έχει χαραγμένες στο μυαλό της, να τις θυμάται όταν δεν θα είναι εδώ. Θα λείψει ενάμιση χρόνο, με συχνά ταξίδια πίσω. Κάποιες φορές το σκεφτόταν υπερβολικά.
Ο Αχιλλέας κάποτε της είχε πει πως τα έντονα χρώματα του προκαλούν πονοκέφαλο. Τελευταία, έχει σταματήσει και να τα φοράει. Είδε τις λέξεις στα χρώματα γύρω στο σπίτι: παστέλ αποχρώσεις και γκρίζα, μαύρα. Το καθαρό λευκό δεν υπήρχε πουθενά. Ταράχτηκε όταν είδε τον μαύρο τοίχο απέναντί της, η ένταση που έδινε της προκαλούσε δυσφορία.
Μπορεί και πονοκέφαλο. Θα γινόταν σαν τον Αχιλλέα.
«Λοιπόν, πώς σου φαίνεται;» τη ρώτησε από μακριά.
Η Ήβη προτίμησε να σηκώσει τη πεταμένη μπλούζα του και να πάρει μια θέση σε έναν μισό καναπέ. Το άλλο μισό πού ήταν, δεν ήξερε. «Καταθλιπτικό.»
Ο Αχιλλέας επέστρεψε με δύο κούπες. Όπως της είχε πει, άρχισε να πίνει τσάι αντί για καφέ, κάτι που η Ήβη δεν περίμενε να γίνει ποτέ. Ήταν μια όμορφη έκπληξη, να ξέρει πως έβαλε σε μια κρυφή θρησκεία και να τον μυήσει σε αυτή τη ζωή. Θα το πλήρωνε η Ήβη το ήξερε, της το είχε πει.
«Αυτός ήταν ο στόχος.» απάντησε. Ο Αχιλλέας άφησε κάτω τη κούπα του και έκατσε σε ένα ξύλινο σκαμπό μπροστά από έναν πίνακα. Η Ήβη δεν το είχε προσέξει νωρίτερα, νόμιζε ήταν ένας άδειος καμβάς. Όταν όμως σηκώθηκε και πλησίασε ανακάλυψε γραμμές και καμπύλες να σχηματίζουν μια όμορφη κοπέλα με απαλή έμφαση στην ποσότητα μολυβιού στα μάτια της. Ένα χαρτί με την εικόνα σε μικρότερη μορφή ήταν καρφωμένη με πινέζα από πάνω. «Κάθε φορά που είναι να έρθει η Μέδουσα περνάω άλλο ένα στρώμα ελπίζοντας να τη φοβίσω παραπάνω.»
«Αυτό είναι άσχημο και κακό. Της ταιριάζει.» σχολίασε η Ήβη. Ο Αχιλλέας για άλλη μια φορά δεν έκανε καλό το τσάι της. Πώς γίνεται να μην το πετυχαίνεις; Ήπιε όμως δυο καυτές γουλιές για χάρη του. Και λίγο λεμόνι, ήταν σκέτο νερό αυτό το πράγμα. «Τώρα που μου το θύμισες, θα είσαι το βράδυ;»
Ο Αχιλλέας ανακάτεψε δύο χρώματα στην πλαστική παλέτα του, μπλε και λίγο μωβ. Το αποτέλεσμα ήταν υπέροχο. «Το υποσχέθηκα στον Ιάσονα. Δεν θέλω να χάσω ευκαιρία για τέτοιο καβγά.»
«Εσύ...είσαι εντάξει με τον γάμο;»
Δεν το είχαν συζητήσει αυτό. Όπως και πολλά και άλλα πράγματα. Ο Αχιλλέας φαινόταν κάπως απόμακρος απέναντί της και η Ήβη δεν έκανε κάποια κίνηση να μάθει. Ήταν περίεργες οι σχέσεις τους. Ήλπιζε κάποια στιγμή να της μιλήσει ανοιχτά, αλλά δεν το έβλεπε στο άμεσο μέλλον. Ήθελε όμως πριν φύγει για τη Σκωτία. Ίσως να τον έπιανε κάποια στιγμή.
Καταλάβαινε τον δισταγμό πριν την απάντησή του. Προσπάθησε να μπει στη θέση του όμως γνώριζε πως αυτό δεν ήταν εύκολο. Η Νίνα δεν είχε πει για ό,τι έγινε με τον Αχιλλέα πριν μερικούς μήνες στον Ιάσονα. Όπως επίσης δεν αναφέρθηκε ποτέ στο μωρό όταν είδε τον Αχιλλέας τις προηγούμενες μέρες. Η Ήβη της το είχε υποσχεθεί, δεν θα του το έλεγε. Δεν θα άλλαζε κάτι προς το καλύτερο εξάλλου.
Αλλά το πρόβλημα του Αχιλλέα δεν ήταν το μωρό, δεν ήξερε για αυτό. Το πρόβλημά του ήταν ο Ιάσονας. Η Ήβη φαντάστηκε από την έκφραση του Αχιλλέα τώρα πως το θέμα Αχιλλέας-Νίνα-μερικά-μουγκρητά-και-άλλες-ουσίες-στην-Αθήνα ήταν κάτι που τον περιόριζε από πολλά πράγματα. Ήταν το κύριο θέμα που τον κράτησε μακριά της. Είναι επίσης το κύριο θέμα που μπορεί να σπάσει δύο αδέλφια.
«Είμαι εντάξει με τη χαρά του. Και αφού είναι χαρούμενος, όλα είναι καλά.» της απάντησε τελικά, με τη θλίψη να επιλέγει ένα χοντρό πινέλο και να το βρέχει σε ένα πλαστικό ποτήρι. «Έχει αρκετή μελαγχολία αυτή η εποχή και δεν μπορώ να τη κάνω χειρότερη.»
Η Ήβη ακολούθησε τις κινήσεις του πάνω στον καβγά. Της έδωσε να κρατάει το μικρό κομμάτι χαρτιού στα χέρια της όταν το πρώτο ίχνος χρώματος εμφανίστηκε και έκρυψε τις γραμμές που είχε ζωγραφίσει. «Προχθές πήγα στον ψυχολόγο μου και ξόδεψα τριάντα ευρώ στο να του λέω όχι σε κάθε πρόταση που μου είχε, μόνο και μόνο για να αποφύγω να μιλήσω για μένα.»
«Εσύ κατάλαβες πως το έκανες για να αποφύγεις εσένα ή στο είπε ο ψυχολόγος σου;»
«Θα μπορούσε να το καταλάβει και η γραμματέας του που δεν έχει σχέση με ψυχολογία. Αλλού θέλω να καταλήξω.»
«Μπορείς να μου δώσεις το κίτρινο;»
«Ναι.» σήκωσε το σωληνάριο με το ανοιχτό χρώμα, άνοιξε το καπάκι και το πέρασε στα χέρια του. Είχε προβάρει κάποια λόγια στο ασανσέρ, αλλά κατάλαβε πως έπρεπε να είχε πάρει τις σκάλες λόγω των αναταράξεων, και αγχώθηκε περισσότερο για τη ζωή της παρά για τη φιλία της. «Ο ψυχολόγος μου λέει πως αποφεύγω να μιλήσω για σένα.»
Ο Αχιλλέας σήκωσε τα φρύδια του και τη ρώτησε. «Τι έχεις να του πεις για μένα;»
«Την ίδια ερώτηση έκανα και εγώ και κατέληξα στο τίποτα.» του είπε. «Δεν έχω να πω τίποτα...γιατί δεν ξέρω τι γίνεται.»
«Είμαστε φίλοι Ήβη. Αυτό ζήτησες, αυτό παίρνεις. Τι άλλο να έχεις να πεις;»
«Πολλά, αλλά θέλω αυτό το κεφάλαιο να είναι μικρό.» απάντησε.
Τη κοίταξε διαγώνια, με την άκρη του ματιού του. «Και γιατί αυτό;»
«Κάτι μου λέει πως οι επόμενες μέρες θα είναι μεγάλες. Μικρό βιβλίο, μεγάλα κεφάλαια.»
«Άρα άρχισες να βλέπεις τη ζωή σαν βιβλίο;»
Η Ήβη κρύφτηκε πίσω από την κούπα της. «Ίσως.»
Ο Αχιλλέας άφησε κάτω το πινέλο του και γύρισε όλο το σώμα του για να τη βλέπει. Η Ήβη τον θαύμασε για το γεγονός ότι ακόμη και καθισμένος, ένιωθε την ένταση στο βλέμμα του και την έκανε να τον προσέχει ολοκληρωτικά. Προσόν για κάποια που εύκολα χάνει την προσοχή της αν ο ομιλητής και το θέμα δεν την ενδιαφέρουν. Της έλειψε, το άγγιγμά του στα χέρια της ως τρόπος στήριξης. Δεν ήταν μακριά τώρα, ήταν κοντά της και το ήθελε πολύ, να γυρίσουν πίσω στα παλιά.
«Είπαμε κάποια πράγματα όσο ήμασταν το νησί. Δεν είμαι ο ψυχολόγος σου που του αρέσει να σε χρησιμοποιεί ως ο ψυχολόγος του, αλλά πιστεύω πως επηρεαστήκαμε από τις καταστάσεις. Εσύ από την επιστροφή του μπαμπά σου στο πλάνο της ζωής έξω από το πρόγραμμα, εγώ από την ηλιθιότητά μου γιατί θέλω κάτι που δεν θα γίνει.» έσφιξε τα χέρια της μέσα στα δικά του. Η Ήβη σκέφτηκε να τα πλύνει μετά, ο Αχιλλέας την έπιανε με τόσες μπογιές στα δάχτυλά του. Καρκίνος στο δέρμα, σκέφτηκε. «Αλλά κρατάω μια απόσταση γιατί μπορεί να μη σε ξέρω τόσο καιρό όσο ξέρω τον καλύτερό μου φίλο, αλλά σε γνωρίζω καλύτερα από τον ίδιο μου τον εαυτό και θέλω να κρατήσω όλα όσα μπορώ.»
Η Ήβη ήθελε να απομακρυνθεί από εκεί γιατί η έντονη μυρωδιά του χρώματος την ενοχλούσε. Ίσως δεν ήταν τόσο έντονη για τον άλλον. Έμεινε κοντά του, θα άντεχε. «Δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω για αυτό. Νόμιζα ήμουν ξεκάθαρη. Νιώθεις ακόμη εκείνα τα περίεργα πράγματα για μένα;»
«Αν εννοείς αν είμαι ερωτευμένος μαζί σου,» της είπε, «δεν ξέρω στα σίγουρα αν ήμουν ποτέ.»
Τον κοίταξε με περιέργεια. «Και τότε γιατί η απομάκρυνση και όλο αυτό το μπλέξιμο;»
«Γιατί κάποιες φορές αγαπητή ηλιόφωτη, νομίζουμε πως είμαστε ερωτευμένοι για να απαλύνουμε την απώλεια του έρωτα.»
Στην αρχή νόμιζε το έλεγε για εκείνον. Μετά σκέφτηκε τη μια απίθανη πιθανότητα, να το εννοούσε για εκείνη. «Πιστεύεις πως δεν είμαι ερωτευμένη μαζί του;» τον ρώτησε ψιθυριστά.
Ο Αχιλλέας ξεροκατάπιε. Το πίστευε. «Δεν είμαι στη θέση να το απαντήσω αυτό. Αλλά νομίζω πως μοιάζουμε εσύ και εγώ. Τα τόσα ψέματα που έχουμε πει στους εαυτούς μας, αμέτρητα. Το έχεις σκεφτεί ποτέ αυτό;»
«Πότε έγινες φιλόσοφος;»
«Όταν άρχισα να πηγαίνω στον ψυχολόγο σου. Στο δεύτερο ραντεβού έμαθα το οικογενειακό του δέντρο.»
Η Ήβη γέλασε και τον διόρθωσε. «Γενεαλογικό.»
«Ε ό,τι και αν είναι, δεν θέλω να είμαι στα οικογενειακά γενεαλογικά του τραπέζια.»
Η Ήβη και ο Αχιλλέας έφυγαν με το τελευταίο πλοίο για το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης πριν δύο εβδομάδες. Ο μπαμπάς την αποχαιρέτησε με μια αγκαλιά και μια συμφωνία: να μη χάσουν ο ένας τον άλλον. Η συμφωνία με τον Αχιλλέα όμως, ήταν άλλη.
Γνωρίζοντας το τι ειπώθηκε και τι νέα έμαθε ο Αχιλλέας, αποφάσισαν να παραμείνουν φίλοι. Η Ήβη πίστευε πως είχε ξεκαθαρίσει τη θέση της και ο Αχιλλέας είπε πως θα προσπαθούσε για το καλύτερο. Ήταν μια συζήτηση που δεν έλυσε την άβολη ατμόσφαιρα ανάμεσά τους και στον γυρισμό μέσα στο κόκκινο αυτοκίνητο της Νίνας, δεν μιλούσε κανείς. Για λίγο, η Ήβη θεώρησε πως μόλις έφταναν πίσω στη Θεσσαλονίκη, ό,τι είχαν ή νόμιζαν πως είχαν θα τελείωνε οριστικά. Ο Αχιλλέας τη βεβαίωσε για το αντίθετο.
Κράτησαν επαφές. Στην αρχή, ήταν κάτι μικρό, όπως ένα μήνυμα «καλημέρα, πώς είσαι σήμερα;». Η ψυχολογία και των δύο ήταν στα πατώματα και ύστερα από παρότρυνση της Ήβης, ο Αχιλλέας συμφώνησε στην ιδέα της επίσκεψης στον ψυχολόγο. Αυτό που δεν ήξερε η Ήβη ήταν πως ξαναπήγε και αυτό γιατί ο Αχιλλέας ήταν κατά αυτών των πρακτικών στην λίγη περίοδο που έκαναν παρέα. Αλλά της άρεσε το γεγονός πως την είχε ακούσει εκείνο το πρώτο βράδυ στο νησί. Κάποιες φορές δεν χρειάζεται να έχεις κάτι σοβαρό για να πας σε ψυχολόγο. Απλώς την ανάγκη να ανοιχτείς σε κάποιον που σε βλέπει αντικειμενικά ως άνθρωπο.
Η απομάκρυνσή του ήταν εμφανής από την πρώτη μέρα που είχαν επιστρέψει. Η Ήβη το ένιωθε, το έβλεπε και δεν μπορούσε να το καταλάβει. Πίστευε πως ο Αχιλλέας είχε κατανοήσει τη θέση της και σαν να μη συνέβη ποτέ, θεώρησε πως όλα είχαν γυρίσει πίσω στο φυσιολογικό. Του έδωσε χρόνο και δεν τον πίεσε, παρ'όλα αυτά αναρωτήθηκε πολλές φορές αν είχε κάνει κάτι λάθος. Δεν της άρεσε η μονοτονία που της έβγαζε και η απόσταση ανάμεσά τους. Ήθελε τον Αχιλλέα της πίσω, εκείνον με τις ροζ τούφες και τα περίεργα πουκάμισα να την οδηγεί προς τον θάνατο με ένα τρακάρισμα.
Ήθελε πίσω τον φίλο της. Της άρεσε το είδος της φιλίας τους και δεν θα μπορούσε να το ανταλλάξει με τίποτα. Το να τον χάσει όμως...προτιμούσε να χάσει τον απόμακρο Αχιλλέα παρά να τον έχει έτσι συνέχεια. Ήταν ψεύτικος και δεν ήταν ο άνδρας που γνώρισε.
Κάποιες φορές πίστευε πως ήταν αρκετά αφελής. Έτσι και σήμερα, όπως ενημερώθηκε στη συνέχεια από τον Αχιλλέα. Μάλλον είχε χαθεί πάλι στις σκέψεις της και αγνοούσε την προσπάθειά του να της τραβήξει την προσοχή.
Η Ήβη χτύπησε τα χέρια του όταν περνούσαν από μπροστά της και συγκεντρώθηκε πάνω του. «Πες μου. Απλώς μη βαράς τον αέρα.»
«Ξέρω πως είναι περίεργα μεταξύ μας,» ξεκίνησε και σήκωσε το πινέλο του. Η μπλε μπογιά πέρασε πάνω από τον ουρανό που είχε ζωγραφίσει, με τη κάθε λέξη να αγγίζει τα χείλη του ήρεμα. Φαινόταν γαλήνιος, έναντι του θυμού που είχε πρόσφατα. Μπορεί να είχε αφήσει το -πολύ- αλκοόλ αλλά η Ήβη πίστευε πως έβαζε και κάτι άλλο στα τσιγάρα του. «και δεν υπερβάλλουμε. Έτσι είναι τα πράγματα συνήθως όταν υπάρχει τέτοιο μπλέξιμο. Εγώ να το κάνω με την αδελφή σου, να σκέφτομαι εσένα, η αδελφή σου να παντρεύεται τον αδελφό μου, εμείς μετά να το κάνουμε επίσης και εσύ να είσαι ερωτευμένη με άλλον. Πρέπει να είναι περίεργο. Και σε όλο αυτό, να είμαστε φίλοι, λες και δεν συνέβη τίποτα.»
Η Ήβη πρώτη φορά είδε τόσο σύντομα τα όλα όσα είχαν γίνει τους μήνες που πέρασαν. Σούφρωσε τα φρύδια της και κοίταξε τη κούπα της έντονα, το άχρωμο υγρό να μη τη γεμίζει με χαρά όπως άλλες φορές, να είναι κατά κάποιο τρόπο περίεργο. Έτσι ήταν και οι σχέσεις τους; Ίσως ναι, μπορεί και να τα μπερδεύει. Για την Ήβη δεν υπήρχε ποτέ το μπλέξιμο που έβρισκε ο Αχιλλέας. Τα πράγματα ήταν τόσο απλά όσο το απαίσιο και αποτυχημένο τσάι που της είχε κάνει, έλειπαν κατά πολύ τα βότανα και το λεμόνι. Με τι θα μπορούσε να τα συμβολίσει για να τα φέρει στη ζωή;
Ίσως έφτιαγε η έλλειψη του έρωτα, όπως της είπε προ λίγου. Δεν το καταλάβαινε απόλυτα, αλλά όπως και με το τσάι, θα το καταπιεί.
«Και τι μπορούμε να κάνουμε για να μην είναι;» τον ρώτησε, παίρνοντας μια μεγάλη γουλιά. Το νερό -γιατί αυτό ήταν- έκαψε με γλυκιά ζέστη τον λαιμό της. Ήταν σαν να άλλαξε και να έγινε αυτόματα καλύτερο. Αυτό δεν την ηρέμησε όσο ήθελε.
Ο Αχιλλέας σταμάτησε τη κίνησή του και στην μπογιά που είχε δημιουργήσει, πρόσθεσε περισσότερο μωβ. Από το χαρτί που κρατούσε η Ήβη με τις σημειώσεις του, κατάλαβε πως ήταν αλλαγή της τελευταίας στιγμής. Το χέρι του άγγιζε το πινέλο με χάρη και προσοχή ταυτόχρονα, ακουμπώντας στις άκρες του ουρανού το σκούρο χρώμα. «Οι δύο συνεδρίες με τον τρελό ψυχολόγο σου μου έμαθαν κάτι. Η ζωή είναι μια πρόσθεση δεκαδικών αριθμών που το αποτέλεσμα δεν βγαίνει ποτέ στρόγγυλος, τέλειος αριθμός. Πάντα κάτι θα ξεφεύγει και θα σε κάνει να παίρνεις νέες πράξεις για να προσπαθήσεις να το φέρεις όσο πιο κοντά στο επιθυμητό. Ποτέ δεν ήμασταν τέλειοι και αυτό είναι κάτι που λατρεύω στη φιλία μας ηλιόφωτη. Έχεις εσύ τα ψυχολογικά σου, ανακαλύπτω εγώ τα δικά μου, θα μπλέξουμε σε μια ατελή πρόσθεση και όλα θα είναι τέλεια. Καταλαβαίνεις;»
Η Ήβη κοίταξε τελείως μπερδεμένη τον άνδρα μπροστά της. Σχεδόν δεν τον αναγνώριζε. Αλλά ήταν καλύτερο από τον απόμακρο Αχιλλέα. Αυτή η έκδοση, μπορεί να της προκαλούσε ακόμη κούραση, βαθιά και μεγάλη, ωστόσο αν το λάβει το ίδιο φιλοσοφικά με εκείνον, τουλάχιστον έβλεπε τους λόγους ύπαρξής του.
Τίποτα από όλα αυτά δεν βγάζει νόημα, γιατί μπήκε στον κόπο να προσπαθήσει.
«Δεν καταλαβαίνω τίποτα απολύτως. Το μπλε σου στάζει στα μαλλιά της.» παρατήρησε, σηκώνοντας το δάχτυλό της προς τη κοπέλα στον καμβά.
Ο Αχιλλέας το πρόσεξε, το κοίταξε, δεν το διόρθωσε. «Νομίζω μου αρέσει.»
«Μα μπλέκονται τα χρώματα!»
«Και αυτό είναι υπέροχο!» της είπε, ξαφνικά ενθουσιασμένος με το έργο τέχνης του. Δεν είχε ζήσει τον αρτίστα Αχιλλέα ποτέ αλλά τον ήξερε η Νίνα και ο Ιάσονας. Κάποτε ήταν παθιασμένος με αυτά που ζωγράφιζε, ακόμη και τα πιο μελαγχολικά. Η Ήβη κατάλαβε τότε, πως ο Αχιλλέας έβρισκε σιγά σιγά ξανά τον παλιό του εαυτό. Για αυτό και το μαύρο στον τοίχο; Μπορεί. Ίσως επίσης για αυτό και η ανάγκη του για πτυχίο. Το είχε παρατήσει όταν τον γνώρισε, τώρα το προσπαθούσε. «Δες τη, γίνεται ένα με τον αέρα. Θα κάνω τα μαλλιά της πορτοκαλί, τι λες;»
Η Ήβη κόμπλαρε. Δεν της άρεσε να περνάει τις γραμμές στις ζωγραφιές ή να γίνεται τόσο μεγάλη αντίθεση σε χρώματα γειτονικά. Ο Αχιλλέας γύριζε στην παστέλ ζωή του και ζωγράφιζε φωτιές μέσα στη βροχή. Η Ήβη ένιωθε πως μπέρδευε τα μπούτια του. «Τι θα γίνει με εμάς; Δεν θέλω να φύγω και να έχω στο μυαλό μου κάτι για μαθηματικά και τις ικανότητές σου στη ζωγραφική που δεν βγάζουν νόημα.»
«Είναι απίστευτες ε; Ούτε ο Νταλί δεν με φτάνει. Και τι να κάνουμε βρε Ηβάκι; Θα κάνουμε αυτό που κάναμε πάντα, τώρα θα σταματήσουμε;» τη ρώτησε. Η Ήβη πήγε να απαντήσει πως δεν ήξερε τι εννοούσε, όταν ο Αχιλλέας έβρεξε το πινέλο του και με πορτοκαλί και μωβ χρωμάτισε τα μαλλιά της κοπέλας. «Θα δούμε πού θα μας βγάλει. Αν πάμε πάλι σε καμιά από τις περιπέτειές σου μόνο να μου πεις από νωρίς, νιώθω πως τις προηγούμενες φορές δεν είχα τα κατάλληλα ρούχα.»
«Μια χαρά προετοιμασμένος ήσουν για τα πάντα.»
«Και τότε γιατί πήγα διακοπές σε νησί και δεν χτύπησα μαύρισμα Άραβα;»
Η Ήβη είδε στο χέρι της τη διαφορά χρώματος των δυο τους. «Αν κάθεσαι δίπλα μου θα φαίνεσαι έτσι όπως θες.»
«Σε λιγότερο από δύο εβδομάδες φεύγεις.» ψιθύρισε, στον εαυτό του. Η Ήβη όμως άκουσε τη καρδιά του στα χείλη του. «Οπότε πρέπει να πάμε μια τελευταία περιπέτεια, σωστά;»
Πήγε και στάθηκε πάνω στον μαύρο τοίχο, εκεί που το παράθυρο ανοίγει και βλέπει έξω. Η Ήβη δεν το είχε προσέξει ποτέ, αλλά σαν να φαινόταν γνωστός ο δρόμος. Έτσι της έμοιαζε όλη η Θεσσαλονίκη όμως. «Μπορεί το Σαββατοκύριακο να πάμε κάπου με τα κορίτσια. Οδηγεί η Άννα οπότε ποιος ξέρει πού θα βγούμε;»
«Άρα πρέπει να με βάλεις στο πρόγραμμα ηλιόφωτη.»
«Και...ξέρεις...»
«Άνοιξε λίγο περισσότερο το παράθυρο. Έχω πονοκέφαλο. Τι ξέρω;»
Η Ήβη μετακινήθηκε στην άκρη και άνοιξε περισσότερο το παράθυρο, σηκώνοντας παράλληλα το παντζούρι. Έσπρωξε μακριά το κασετόφωνο και άφησε το πρωινό αεράκι να μπει. Έκλεισε τα μάτια της στον ήλιο, θα ήταν μια όμορφη μέρα. «Σήμερα έρχεται ο Ερμής.»
Στο όνομά του, ο Αχιλλέας έβγαλε έναν σπαστό ήχο γέλιου, σαν βήξιμο. Η Ήβη υπέθεσε πως δεν το πήρε καλά. «Ξέρεις τι είναι αστείο; Έρχεται και η Σειρήνα.»
«Ω Θεέ μου.»
«Αυτό ακριβώς.» της είπε χαμηλόφωνα. Έπιασε πάλι το πινέλο με μια ανοιχτόχρωμη απόχρωση του κίτρινου σε συνδυασμό με μια δόση από πορτοκαλί. Οι ανταύγειες στα μαλλιά της κοπέλας θα φαίνονταν υπέροχες κάτω από τα χέρια του. Να και κάτι άλλο εκτός προγράμματος. «Οπότε βγάλε το τετράδιό σου και βάλε με στο πρόγραμμά σου για το καλό και των δύο. Εσύ προβλέπεις μεγάλα κεφάλαια για τις επόμενες μέρες, εγώ μόνο άβολες στιγμές.»
Η Ήβη θυμήθηκε τον εαυτό της στον κάδο ανακύκλωσης το πρωί. «Δεν έχω. Τα πέταξα όλα το πρωί.»
Ο Αχιλλέας σταμάτησε και γύρισε το κεφάλι του να τη κοιτάξει απότομα. Του ήρθε τόσο ξαφνικό. Και στην Ήβη, αλλά ήταν μια απόφαση που της φάνηκε καλή τότε. «Μα...αυτά είναι όλη σου η ζωή.»
«Δεν πιστεύω πως τα χρειάζομαι πλέον.» του απάντησε. Εκείνη και ο Φίλιππος πίστευαν πως ήρθε το τέλος για τα μικρά της χρωματιστά σημειωματάρια. Οι σημειώσεις της ζωής όπως τις αποκαλούσε είχαν περαστεί με επιτυχία στη μνήμη της, είχαν χρησιμοποιηθεί και η Ήβη ήταν έτοιμη να αποχωριστεί τις οδηγίες χρήσης. Στη Σκωτία ίσως χρειαζόταν ένα, αλλά θα είχε τον Ερμή να τις τα μάθει. Ήλπιζε. «Βέβαια αυτό με τις προσθέσεις και αφαιρέσεις που είπες, αν θες να το επαναλάβεις για να το ηχογραφήσω.»
Πήγε να βγάλει το κινητό της αλλά τη σταμάτησε. «Θα στο γράψω σε ένα post it.»
«Μπορεί να το χάσω.»
«Θα το θυμάσαι, τίποτα δεν σου ξεφεύγει. Και μιας και εγώ θυμάμαι επίσης αρκετά πράγματα, συμπεριλαμβανομένου και όλα όσα μου είπες,» επικεντρώθηκε πάλι στον πίνακά του, «αν βαρέσω τον ψηλό μαλάκα δεν θα ζητήσω συγνώμη.»
Η Ήβη παράτησε το αποτυχημένο τσάι της πάνω σε ένα χειροποίητο σουβέρ που έφτιαξε από βιβλία της σχολής του. «Πρέπει να είναι ωραίος για τον αρραβώνα του.»
«Θεέ μου και σε κλέβει από μένα και θα πάει με άλλη;» το παράπονο στη φωνή του την έκανε να γελάσει σιωπηλά. Ταυτίστηκε. Αν το έλεγε σαν αστείο, ο Αχιλλέας το είχε πετύχει. Αν το έλεγε στα σοβαρά, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. «Δεν τον πάω αυτόν τον άνθρωπο.»
Η Ήβη περπάτησε πάλι κοντά του και στάθηκε δίπλα από τον πίνακα. Πότε είχε τελειώσει με τα μαλλιά της; Είχε μπλέξει το μπλε του ουρανού με ένα θολό πορτοκαλί. Δεν της άρεσε ιδιαίτερα η μείξη σαν δράση, αλλά φαινόταν τελικά ωραίο πάνω στον καμβά. «Τα κορίτσια συζητούν περί δολοφονίας της Astrid. Η μέλλουσα νύφη.»
«Τι κάνει αυτή;»
«Είναι καθαρίστρια στο πανεπιστήμιο που δουλεύει ο Ερμής. Καλή κοπέλα όμως, γλυκιά και όμορφη. Ξανθιά, όχι σαν εμένα, κανείς δεν μπορεί να πετύχει αυτό το χρώμα. Λίγο κοντούλα, αλλά εντάξει μας πειράζει; Όχι.» σχολίασε η Ήβη με όλες τις πληροφορίες που είχε μαζέψει. «Ο Ερμής της μαθαίνει σκάκι. Τίποτα δεν ξέρει.»
«Αν δεν ήξερα καλύτερα θα έλεγα πως είναι μια παστέλ μορφή της Ήβης που κάθεται δίπλα μου και μου κόβει το φως.»
Παστέλ; Η Ήβη πήγε από την άλλη πλευρά. «Εξήγησε το παστέλ.»
Ο Αχιλλέας έπλυνε το πινέλο που κρατούσε και διάλεξε ένα με μικρότερη μύτη. Το πέρασε δύο φορές από το λευκό, πρόσθεσε λίγο μωβ και ανακάτεψε. Αυτά θα ήταν τα σύννεφα, μάλλον. «Ξεθωριάζει μόλις τη φυσήξεις. Δεν μένει το χρώμα.»
«Μα μου αρέσουν τα παστέλ.» μουρμούρισε.
«Ηλιόφωτη, δεν είσαι ούτε κοντά στα παστέλ. Αν σε ζωγράφιζα, θα χρησιμοποιούσα τις πιο έντονες και όμορφες αποχρώσεις του κίτρινου και του μπλε. Εκείνη δεν φαίνεται στο χαρτί.» διάλεξε τα χρώματά του χωρίς να τη κοιτάει και συνέχισε. Η Ήβη χαμογέλασε από πίσω του. «Τι σχέδια έχουν οι φίλες σου;»
Το κουδούνι την σταμάτησε από το να αποκαλύψει τα σατανικά σχέδια της Άννας και της Δώρας. «Μπορείς να τις ρωτήσεις τώρα.»
«Είδες τι ωραία που τα είπαμε;» τη ρώτησε σιγανά. «Θα είμαστε μια χαρά Ήβη. Δώσε λίγο χρόνο.»
Η Ήβη απομακρύνθηκε και πήγε ως την πόρτα, προσέχοντας τα πεταμένα ανοιχτά βιβλία στο πάτωμα. Είχε πάρει το διάβασμα στα σοβαρά, μια μεγάλη αλλαγή. Ίσως ήταν καλύτερα, και οι δυο τους. Ήλπιζε μόνο τα κενά που άφηναν συχνά πυκνά στην πορεία, να μη τους χτυπούσαν κατακέφαλα όταν η συνέχεια θα έρχονταν.
Άνοιξε την πόρτα και ήρθε σε επαφή με ένα μεγάλο ταψί. Η Άννα τη κοίταξε απολογητικά πριν περάσει μέσα. «Το έστειλε η μαμά. Είναι σοκολατόπιτα. Δεν τα μπορώ εγώ αυτά τα βαριά μόνη, οπότε ήρθα να το φάω μόνη αλλά με παρέα.»
«Είναι δέκα το πρωί.»
Η Δώρα της έκλεισε το μάτι όταν μπήκε μέσα και τη φίλησε. «Μωρό μου, πήγε έντεκα.»
Η Ήβη πανικόβλητη, περίμενε και το τρίτο άτομο να μπει μέσα πριν κλείσει την πόρτα. Προλάβαινε να πάει στο αεροδρόμιο; Σίγουρα ναι, θα καθόταν άλλη μια ώρα και μετά...Αν η συζήτηση συνεχιστεί έτσι και το ξεχνούσε; Πότε πέρασε η μία ώρα;
«Πού έχεις να πας ηλιόφωτη;» τη ρώτησε ο Αχιλλέας.
Η Ήβη χαμογέλασε ευγενικά στον άγνωστο και τη χαιρέτησε με ένα νεύμα. Από τον τρόπο που η Άννα τον κοιτούσε από το πάτωμα που είχε κάτσει με τη σοκολατόπιτά της, μάλλον αυτός ήταν ο Γιώργος. «Ήβη.» του είπε.
«Έχω ακούσει τα καλύτερα για σένα.» της απάντησε και έτεινε το χέρι του. «Γιώργος.»
Η Ήβη δεν το άγγιξε και η Άννα τον τράβηξε κάτω. Ή ήξερε ή απλώς σεβόταν πολλά πράγματα εύκολα. Η Ήβη πλησίασε τον Αχιλλέα. «Στο αεροδρόμιο. Υποσχέθηκα στον Ερμή να είμαι εκεί.»
Ο Αχιλλέας παράτησε το πινέλο του και έτριψε το μέτωπό του. Μάλλον οι μπογιές του ήρθαν δυνατές. Και στην Ήβη πονούσε λίγο το κεφάλι της. «Θα σε πάω εγώ. Αν είναι να του επιτεθώ, τουλάχιστον να υπάρχει γύρω κάποιος να με κρατήσει.»
«Ναι λες και μπορείς να τα βάλεις με τον Ερμή. Τούμπανο είναι.» σχολίασε η Δώρα από τη κουζίνα. Είχε σκύψει και βρήκε τη μπουγάτσα που είχε φέρει η Ήβη στον φούρνο. «Ευτυχώς και κάτι που τρώγεται.»
«Τι είναι το τούμπανο;» ρώτησε σιγανά την Άννα.
Η Άννα άφησε το ταψί -είχε προλάβει να φάει με τα χέρια μια γωνία από τη σοκολατόπιτα- και έδειξε με τις παλάμες της ένα μεγάλο κενό. Κούνησε το κεφάλι της σε απόλαυση. Η Ήβη αηδίασε.
«Χαζομάρες.»
«Θα τον κάνω τρία παρά δυο.» είπε ο Αχιλλέας.
Έκλεισε το μάτι του στην Ήβη και την έκανε να χαμογελάσει κουνώντας το κεφάλι της. Ναι, είχε γυρίσει.
«Λοιπόν, το σκέφτηκα καλύτερα.» τους είπε η Δώρα. Έβαλε μέσα σε ένα πιάτο τη κλεμμένη μπουγάτσα και τους βρήκε στο σαλόνι. «Δεν θα σκοτώσουμε την Astrid. Θα τη βασανίσουμε. Λέω να ξεκινήσουμε με κάτι απλό, όπως το δηλητήριο του παππού της Άννας. Μετά, κάτι με φωτιά...»
Η Ήβη έσυρε ένα σκαμπό κοντά στον Αχιλλέα που είχε αρχίσει πάλι να ζωγραφίζει, και πήρε τη κούπα με το τσάι της στα χέρια. Άκουσε τη Δώρα και το σχέδιό της να ξεπαστρέψει την άτυχη κοπέλα, όσο η Άννα έτρωγε μόνη της και ο Γιώργος δεν καταλάβαινε τίποτα.
Ο Αχιλλέας έβαλε το πινέλο του μέσα στο δικό του φλιτζάνι με τσάι, στο πάτωμα. «Είναι απαίσιο έτσι;»
Η Ήβη συμφώνησε. «Ας μείνουμε στο έτοιμο τσάι, εντάξει;»
Ο Αχιλλέας γέλασε χαμηλόφωνα. «Σε εμπιστεύομαι.»
Το ποτήρι του γέμισε χρώματα κίτρινα και μπλε και η Ήβη είδε το πρόσωπό της να σχηματίζεται στην επιφάνεια. Από κάπου άρχισε να ακούγεται ένα ελληνικό τραγούδι με όμορφη μελωδία. Τον κοίταξε και χαμογέλασε σηκώνοντας τη κούπα της. Αποφάσισαν νοητά να αφήσουν πίσω τη μελαγχολία τους. Ήταν καιρός για χρώματα που θα έμεναν στο χαρτί.
«Είναι πολύ όμορφη.» του είπε ψιθυριστά.
«Η Astrid ή η κοπέλα στον πίνακα;»
Η Ήβη κοίταξε τον καμβά. «Και οι δύο.»
Ο Αχιλλέας επέλεξε μια ανοιχτή απόχρωση του κίτρινου για το φόρεμά της. Θα άλλαζε γνώμη σύντομα. «Ας είναι ό,τι θέλουν. Το θέμα είναι ποια έχει στα όνειρά του.»
Η Ήβη θυμήθηκε τα δικά της. Με έναν άγνωστο άνδρα χωρίς να καταλαβαίνει το πρόσωπό του. «Και αν γίνουν εφιάλτες;»
«Αυτοί που πονάνε είναι αυτοί που μας αρέσουν περισσότερο.» της απάντησε. «Λέω να βάλω κάπου πράσινο, τι λες;»
Η Ήβη κοίταξε το πρόσωπό του. Τα μαύρα μάτια του αφοσιωμένα στη ζωγραφιά του. Λες να ήταν αυτός...μπορεί. «Νομίζω πως θα ήταν καλή ιδέα.»
Οι εφιάλτες και τα όνειρά της δεν συμφωνούσαν.
____________________
Α/Ν Μια εβδομάδα για το Πάσχα, όμως δεν θα σταματήσουν οι ανανεώσεις (ελπίζω)! Καλησπέρα και καλή άνοιξη.
Ξεκινήσαμε με κάτι σκοτεινό και μετά πήγαμε στο τέλος του τούνελ, σε κάτι φωτεινό. Οι μαύρες μέρες σύντομα θα τελειώσουν για όλους, λίγη υπομονή ακόμα!
DL
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top