32. Babe I'm Gonna Leave You - Led Zeppelin.

32. Babe I'm Gonna Leave You – Led Zeppelin.

Αυτός είναι ο τελευταίος μας χορός.

-Under Pressure, Queen and David Bowie.

Τη φίλησε στο μάγουλο. Ένα απαλό φιλί σαν να ήξερε και ο ίδιος πως αυτό θα ήταν το τελευταίο. Ίσως και να ήταν.

Η μυρωδιά της καταστροφής έφτανε στην ευαίσθητη μύτη της. Ήθελε να κλάψει, ήθελε να φωνάξει. Θυμόταν τα δάκρυα και τις φωνές της Μίνας κάθε φορά που εμφανιζόταν αυτή η μυρωδιά. Θυμόταν τον αδελφό της, τον γλυκό Ανδρέα που έγινε άνδρας σε μια νυχτί, να μαλώνει για τη μητέρα που αγαπούσε. Θυμόταν τη Νίνα να κουλουριάζεται δίπλα της στο κρεβάτι και να τη σφίγγει πάνω της, τα δάκρυά της να μουσκεύουν τη πιτζάμα.

Θυμόταν την γιαγιά της τη Δανάη να τους παίρνει μακριά κάποιες μέρες. Αυτή, η Νίνα και ο Ανδρέας. Η Μίνα έμενε πίσω, μάζευε τα σπασμένα κομμάτια της. Πάντα ξεχνούσε και κάποιο, πάντα κάτι έμενε μέσα στα χώματα και στις σκόνες και στις κομμάτια του τοίχου που έπεσε.

Η Ήβη δεν είχε τα κομμάτια να πέφτουν το ένα μετά το άλλο. Δεν πρόλαβε να καλύψει τον εαυτό της και όταν ο τοίχος έπεσε πάνω στο κεφάλι της, εκείνη χάθηκε. Έσπασε σε χίλια μικρά γυαλιά. Όλα τα γυαλιά της έμειναν μέσα στα χώματα και στις σκόνες και στα κομμάτια του τοίχου που έπεσε, δίπλα από αυτά τα λίγα που είχε αφήσει η Μίνα, η Νίνα, ο Ανδρέας, η Δανάη, η Ευανθία. Σε εκείνο το μοναδικό κομμάτι που άφησε για την Ήβη εκείνος. Ένα δώρο, μόνο για εκείνη, για να τον θυμάται τα βράδια που δεν μπορούσε να πάρει ανάσα από τα δάκρυα.

«Πρέπει να βρει βοήθεια Ηβάκι.» της είχε πει η Μίνα. «Βοήθεια που εγώ δεν μπορώ να του δώσω.»

Και για χρόνια την κατηγορούσε για όλα τα προβλήματα. Μέχρι που απλά, ξέχασε.

Η Μίνα ήταν η πρώτη που σηκώθηκε. Μάζεψε ό,τι της είχε απομείνει και ό,τι μπορούσε να βρει και να κουβαλήσει από τις ψυχές των παιδιών της. Εκείνος έφυγε, αλλά εκείνη θα πάλευε, θα αγωνιζόταν και δεν θα τα παρατούσε. Έβαλε τον εαυτό της δεύτερο, σηκώθηκε από τα γόνατα που τόσο τη πονούσαν ύστερα από χρόνια υποκύπτοντας σε άλλον, όρθωσε το ανάστημα της και περπάτησε με το κεφάλι ψηλά. Η Νίνα και ο Ανδρέας ακολούθησαν το παράδειγμα της, σχετικά εύκολα. Η Μίνα έγινε ηρωίδα στο μυαλό της, κατάφερε να παλέψει για εκείνη και την οικογένειά της, κατάφερε να μαζέψει μερικά κομμάτια της ψυχής της και να τα ξανακολλήσει, ακόμη και αν δεν ταίριαζαν.

Η Ήβη όχι. Η Ήβη ήταν διαφορετική. Η Ήβη δεν κατάφερε να βρει κάποιο κομμάτι της μέσα στα χαλάσματα που θα μπορούσε να τη κρατήσει δυνατή. Είχαν χαθεί. Εκεί πέρα, πλάι στο κομμάτι που της είχε αφήσει εκείνος. Τα δώρα δεν επιστρέφονται και η Ήβη το κράτησε καλά προστατευμένο.

Η μέρα που έφυγε ο μπαμπάς της ήταν Τετάρτη, η τέταρτη μέρα της εβδομάδας. Μια ανωμαλία, μια ρωγμή στο γυάλινο κουτί της.

Το ζεστό νερό έκαιγε το δέρμα της και το δεχόταν ολόψυχα. Υπήρχε μια ηρεμία μέσα στο μπάνιο, κάτω από τις σταγόνες. Μπορούσε να σκεφτεί, το ένα λάθος μετά το άλλο, όσο το χάος προσπαθούσε να μπει σε τάξη. Είχε ξεφύγει, άθελά της είχε περάσει τα όρια που είχε βάλει μέσα της και τώρα; Τώρα δεν ήξερε την επόμενη κίνηση.

Έτριψε ξανά το σώμα της με το σφουγγάρι προσέχοντας να μην αφήσει κανένα σημείο από κάθαρση. Πέρασε το σαπούνι εκεί που την είχε αγγίξει μέσα στο βράδυ και έτριψε δυνατά, ίσως με περισσότερη δύναμη από όση χρειαζόταν. Στο στήθος, στα χέρια, ανάμεσα στα πόδια, παντού που είχε φιλήσει όσο εκείνη άφηνε τα δάκρυά της. Και μετά τη φίλησε στα μάγουλα, πα'ιρνοντας τα πικρά δάκρυα από πάνω της, τα χείλη του να προσπαθούν να καταλάβουν τι είχε κάνει εκείνος λάθος.

Ο μόνο λάθος άνθρωπος της υπόθεσης ήταν η Ήβη. Ο Αχιλλέας απλώς βρισκόταν εκεί. Η Ήβη είχε το πρόβλημα, όπως πάντα, η Ήβη έφταιγε για όλα. Θα μπορούσε να του χαρίσει τα πάντα, το ένιωθε, θα το ήθελε. Ήταν ο Αχιλλέας εξάλλου, τον εμπιστευόταν τυφλά με τη καρδιά της. Αλλά δεν μπορούσε, δεν την είχε εκείνη. Ήταν αλλού. Και δεν μπορούσε να είναι σε μια σχέση μονόπλευρη. Πόσο μάλλον σε μια σχέση που και τα δύο μέρη δεν ήταν σίγουρα για το τι ήθελαν.

Θα ήταν σαν τη Σειρήνα, ερωτευμένη με κάποιον άλλον. Και δεν άξιζε στον Αχιλλέα να το περάσει αυτό.

Περίμενε να ξυπνήσει για να του μιλήσει. Είχε ντυθεί και είχε διπλώσει το φόρεμά της, θα το πετούσε ή θα το ξεχνούσε εκεί. Θα έφευγαν, το είχε πάρει απόφαση. Ήθελε να γυρίσει πίσω, τέλος με τα παιχνίδια της Ευανθίας και τις περιπέτειες δίχως μέλλον. Μάζεψε όλα τα πράγματα από το δωμάτιο του σπιτιού, βεβαιωμένη πως δεν άφηνε κάτι δικό της πίσω. Θα την ενοχλούσε να χρειαζόταν να μιλήσει με τον ψαρά για κάτι τέτοιο. Ούτε το όνομά του δεν μπορούσε να πει.

Η Ήβη, το Ηβάκι του, η ηλιαχτίδα του. Τόσα χρόνια αργότερα, και μισούσε αυτό το υποκοριστικό. Την έκανε να μισεί και το ψευδώνυμο που της είχε δώσει ο Αχιλλέας, ηλιόφωτη. Δεν μπορούσε να δει από τη τύφλα της.

«Φεύγετε;»

Η φωνή του την ξάφνιασε. Περίμενε -ή μάλλον ήλπιζε- να είχε ήδη φύγει από το σπίτι. Έτσι θα ήταν πιο εύκολο και για εκείνη να εξαφανιστεί. Δεν θα έλεγαν αντίο και δεν θα ήταν λες και γνωρίστηκαν ποτέ ξανά. Ήταν εύκολο, ήταν ασφαλές.

«Θα πω στον Αχιλλέα να αφήσει λεφτά πριν φύγουμε. Πριν το μεσημέρι θα έχουμε αδειάσει το σπίτι.»

Ο πατέρας της δεν μπήκε στο δωμάτιο και η Ήβη έκανε πως δίπλωνε ρούχα, αρνούμενη να γυρίσει να τον κοιτάξει. Κατά μάνα κατά κόρη λένε αλλά την ξεροκεφαλιά την πήρε από αλλού. «Θέλω να μιλήσουμε πριν φύγετε.»

«Δεν έχουμε κάτι να πούμε.» του απάντησε. Δεν ήθελε να τον ακούει, ας πάει στη δουλειά του να πάει και εκείνη στη δική της.

Ήταν τόσο εύκολο. Εξάλλου, σε λίγες εβδομάδες δεν θα ήταν καν στη χώρα.

«Θα τα πούμε το μεσημέρι ηλιαχτίδα.»

Να'το πάλι. «Σου είπα πω δεν θα-»

Αλλά όταν γύρισε να τον κοιτάξει είχε ήδη φύγει. Ήταν καλός σε αυτό.

Έπεσε πάνω στο κρεβάτι. Πότε πήγαν όλα τόσο στραβά; Όταν άφησε τον Αχιλλέα να πραγματοποιήσει όλα όσα σκέφτονταν; Όταν τον χρησιμοποίησε για να βγάλει την πίεση από μέσα της; Ή όταν έμαθε πως ο άνδρας που την παράτησε τόσα χρόνια πριν, ο άνδρας που θεωρούσε νεκρό, είχε σάρκα και οστά και ήταν κοντά της κάτω από τη μύτη της όλες αυτές αυτές τις μέρες;

Όσο ετοίμαζε το τσάι της, το σκέφτηκε. Η λογική της έλεγε πως επηρεάστηκε από την χθεσινή επιβεβαίωση. Ο πατέρας της ήταν εκεί και την είχε αναγνωρίσει, δεν είχε κάνει όμως κίνηση να της το πει. Αναρωτήθηκε αν η Ήβη ήταν ανίκανη να κάνει τη σύνδεση, θα της το έλεγε ποτέ; Μπορεί να φεύγουν σήμερα, αλλά θα μπορούσαν να φύγουν και σε πέντε μέρες. Άλλες πέντε μέρες με εκείνη και τον μπαμπά της να να έρχονται σε μια απλή καθημερινή επαφή, με εκείνη να αναρωτιέται και εκείνον να μη της μιλάει. Θα μπορούσαν τα πράγματα να ήταν πιο εύκολα.

Γέλασε άηχα με τη δυσκολία της ζωής.

Και τώρα ήθελε να της μιλήσει. Θα μπορούσαν να είχαν μιλήσει χθες, να έλεγαν τίποτα ή τα πάντα και να τελειώνει εκεί η κατάσταση. Η Ήβη δεν φόρτωσε το επόμενο πρόβλημα στον μπαμπά της αλλά στην ίδια. Θα ήταν πιο εύκολο να γνώριζε εξ αρχής. Δεν θα πονούσε τόσο.

Όταν πλησίασε τον Αχιλλέα, είχε ένα βάρος στο στήθος της. Κάτι να την πιέζει και να μην μπορεί να σηκώσει. Ήθελε κάποιος να το νιώσει. Κατά κάποιο τρόπο πίστευε πως είχε εκμεταλλευτεί την αγάπη του, ή ο,τι άλλο ένιωθε ο Αχιλλέας για εκείνη, κάνοντάς τη να έχει περισσότερες ενοχες. Στη συνέχεια ο πόνος άλλαξε σε ηδονή και μετά θλίψη με την εικόνα κάποιου άλλου στο μυαλό της να τη λιώνει. Ο Αχιλλέας δεν άξιζε όλα τα προβλήματα της Ήβης. Δεν άξιζε ούτε τη φιλία της σε αυτό το στάδιο.

Μετακινήθηκε στον καναπέ που κάποτε ήταν μέρος του σαλονιού. Ο μπαμπάς της είχε αφήσει ένα χαρτάκι με το όνομα της διπλα από ένα τετράδιο. Δεν ήθελε να το ανοίξει και να δει τι είχε εκεί μέσα. Φοβόταν πως όλες οι σκέψεις της, όλο το εύκολο μίσος θα διαλύονταν και μετα...; γιατί να της το αφήσει τώρα; Γιατί της το έκανε πιο δύσκολο;

Μια ψυχή που είναι να βγει...

Ήταν παλιό, έτσι έλεγε η ημερομηνία στην πρώτη σελίδα, 2020. Η Ήβη τότε ήταν έντεκα, ίσως έμπαινε στα δώδεκα ανάλογα με τον μήνα και το ποσό καλή ήταν η Ήβη στο να μετράει τα χρόνια. Ρούφηξε το ζεστό τσάι και γύρισε με κλειστά μάτια σε μια τυχαία σελίδα 17 Δεκεμβρίου. Σκέφτηκε τι είχε συμβεί σε εκείνη τότε. Μόλις είχε αρχίσει να μιλάει ξανά ή ήταν πιο μετά;

Δίστασε να διαβασει τις λέξεις. Ήταν ένα σημειωματάριο αλλά όχι σαν να αυτό που κρατούσε η Ηβη. Και δεν ήταν ημερολόγιο, αλλά οι σκέψεις του. Θα έμπαινε στο μυαλό του, στη ζωή που έχασε. Το άφησε για εκείνη αλλά ήθελε να ξέρει;

Για κάποιο λόγο γίνονται όλα και αυτή η φράση την έβγαζε εκτός εαυτού.

Άφησε τα βρεγμένα μαλλιά της να πέσουν πάνω στην πλάτη του καναπέ και ξάπλωσε. Όταν ήταν μικρή μπορούσε να διαβάσει καθαρά τα μάτια του, γραμμές που δεν ταίριαζαν με το πρότυπο της δασκάλας στο σχολείο αλλά φάνηκε να μαθαίνει το γρήγορο χέρι της σε τέτοιο στυλ. Η Μίνα λέει πως γράφει σαν γιατρός. Στη σκέψη πως κάποτε ήθελε να γίνει ένας, σαν τον μπαμπά της ανατριχιασε.

Η άκυρη πρόταση: τα πόσα δεν είχε πει ούτε στον ψυχολόγο της, μα ούτε στον ίδιο της τον εαυτό.

Λύγισε τα πόδια της και στερέωσε το κεφάλι της διαβάζοντας τη μια λέξη μετά την άλλη.

«Ημέρα δέκατη τρίτη. Σήμερα με άφησαν να έχω επισκέπτες. Δεν ήρθε κανείς, δεν το περίμενα. Προσπαθώ ακόμη να συνηθίσω να γράφω εδώ. Μάλλον περιμένω την υποτιθέμενη βοήθεια να έρθει. Το μόνο που βλέπω είναι η στέρηση. Αν με άφηναν έστω και λίγο να πιω...»

Σταμάτησε εκεί. Αναλογίστηκε αν ήθελε να διαβάσει και τη συνέχεια. Μιλούσε για τον εαυτό του όπως δεν είχε μιλήσει σε κανέναν άλλον. Εκεί δεν ήταν ο μπαμπάς της. Ήταν ο Μάρκος. Ήθελε να τον γνωρίσει;

«Ημέρα δεύτερη, προσπάθεια ...τρίτη; Με έχουν βαρεθεί εδώ πέρα και εγώ εκείνους. Κάθε φορά μου δίνουν το ίδιο δωμάτιο, εμφανίζομαι και δεν με χαιρετούν πλέον. Πίστευα πως θα άντεχα περισσότερο, ήταν αστείο το ποσό ηλίθιος ημουν. Κάποτε έπινα με παρέα. Τώρα μονος. Ο Ανδρέας ξεκαθάρισε πως δεν θα είναι εκεί την επόμενη φορα. Ας μην είναι, ας με αφήσει μόνο επιτέλους. Δεν έχει κανέναν και δεν θέλω τη μιζέρια του.»

Στο όνομα δάγκωσε τα χείλη της. Θυμήθηκε τη Μίνα στην ορκομωσία της, το βλέμμα της έδειχνε γνώριμη επαφή με τον κύριο Ανδρέα. Μωρέ λες;

«Ημέρα εικοστή πρώτη. Η υπεύθυνη είπε πως σε δύο εβδομάδες θα με διώξουν, χρειάζονται τα κρεβάτια για άτομα σε πιο κρίσιμη κατάσταση από εμενα. Μάλλον ένας εθισμένος αλκοολικός δεν ήταν τόσο σοβαρή περίπτωση για ένα κέντρο αποτοξίνωσης-»

Ένα τι;

«-αλλά κάνουν και αυτοί τη δουλειά τους. Τι άλλο; Σήμερα είχα ένα γράμμα. Η Ευανθία έπρεπε να σταματήσει να τα στέλνει κάθε μήνα, θα το μάθαινε κανείς και μετά ποιος τη σώζει.»

Η Ήβη δεν μπορούσε παρά να συνεχίσει να διαβάζει. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως η Ευανθία κράτησε επαφή μαζί του και κανείς δεν γνώριζε για αυτό. Από την άλλη, το περίμενε. Αλλά και πάλι, της ήταν περίεργο να διαβάζει για αυτή μεσα από τα μάτια ενός άγνωστου. Γύρισε σελίδες.

«Ημέρα δεν έχω ιδέα. Ίσως πρέπει να κρατάω καλύτερα τις ημερομηνίες σε αυτό το πράγμα. Μπαίνει ο Μάρτιος. Ο ψυχολόγος που μου βρήκε ο Ανδρέας λέει πως χρειάζονται αρκετές συνεδρίες πριν με αφήσει. Δεν πιστεύει πως μπορώ να μείνω μόνος, κάποιος πρέπει να με προσέχει. Είμαι νηφάλιος εδώ και καιρό. Ήταν ένας μήνας περίεργος. Παρά τις διαφορές μας, χαίρομαι που ο Ανδρέας είναι εδώ. Αλλά δεν θέλω να τον κρατάω. Φοβάμαι για τον ίδιο. Μια μέρα μου είπε πως του φέρνω αναμνήσεις χαρούμενες και μετά με κοιτάει και σκέφτεται πόσο άλλαξαν σε λίγα χρόνια ολα. Έχασα τον καλύτερο μου φίλο και δεν το κατάλαβα πότε. Ίσως όταν πέθανε η Ελένη. Ίσως όταν το μικρό φέρετρο της Μαίρης σταμάτησε να φαίνεται και να χάνεται κάτω από το χώμα. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι γιατί δεν ξέρω πότε έχασα την οικογένειά μου και τον ίδιο μου τον εαυτο.»

Η Ήβη είχε σχεδόν ξεχάσει το τσάι της. Σήκωσε το σώμα της και έφερε τη κούπα στα χείλη της, γυρνώντας γρήγορα τις σελίδες. Πήγε στον Οκτώβριο του επόμενου χρόνου, λίγο πριν το τέλος του τετραδίου. Θα σταματούσε, έτσι έλεγε στον εαυτό της. Και ας μη το πίστευε.

«Έχω μια ιδέα.» διάβασε. «Και κανείς δεν είναι εκεί για να την ακούσει. Αλλά θα τη γράψω και ό,τι γίνει. Η Αθήνα δεν είναι για μένα. Η ζωή είναι γρήγορη, έντονη. Δεν μπορώ να γυρίσω στη Θεσσαλονίκη, κανείς δεν με θέλει εκεί. Και ο Ανδρέας έχει αφοσιωθεί στις παράνομες οικογενειακές δουλειές.» το ήξερε! «Σχεδόν εννιά μήνες. Η στιγμή που θα χτυπήσω τους δέκα είναι σημαντική λένε στην ομάδα. Το ίδιο λέει και ο ψυχολόγος. Στους δώδεκα, είτε το επιτρέψει είτε όχι, θα φύγω. Θα γυρίσω πίσω στα παλιά, στην αρχή. Και μετά...δεν ξέρω.»

Δέκα σελίδες για το τέλος. Πίνοντας από το τσάι της, αποφάσισε να συναντήσει τον Μάρκο στις πέντε.

«Ο Ανδρέας είναι άριστος στη σχολή του. Πώς πέρασαν τα χρόνια φίλε χωρίς όνομα. Και η Νίνα είναι στο λύκειο! Μια όμορφη δεσποινίς σαν τη μητέρα της. Το ίδιο χαμόγελο και την ίδια τσαχπινιά στα μάτια τους. Η Ευανθία μου έστειλε νέες φωτογραφίες, θα τις πάρω όλες στο νησί. Πήρα το ναι.» έγραφε. Η σελίδα είχε μουτζουρες και ίχνη από κάτι υγρό. Η Ήβη αναρωτήθηκε αν ήταν από την ίδια ή αν υπήρχε ήδη εκει. «Και η μικρή...τη θυμάμαι μια σταλιά. Η Ευανθία λέει πως είναι πιο μεγάλη και από τη Μίνα στο μυαλο. Το μωρό μου, η ηλιαχτίδα μου. Έχει δύο υπέροχες φίλες. Έχει βοήθεια. Συγχώρα με φίλε, ζηλεύω. Ζηλεύω που κατάφερε τόσα που εγώ δεν μπόρεσα να της δώσω. Είμαι περήφανος και ελπίζω...ελπίζω μια μέρα να τη δω ξανά. Η όμορφη ηλιαχτίδα μου. Ελπίζω να είναι ευτυχισμένη.»

Σκούπισε τα μάτια της και ρούφηξε τη μύτη της, γυρνώντας σελίδα. Τελευταίες μέρες ενός Φεβρουαρίου, ο τέταρτος χρόνος από τότε που έφυγε να μπαίνει διστακτικά.

«Η μαμά πέθανε πριν δύο ώρες. Και τώρα είμαι μονος. Ο Ανδρέας θα έρθει για τη κηδεία για αύριο. Έχει πολλές προετοιμασίες μια κηδεία, κάτι ξέρει και αυτός. Είμαι μόνος, πραγματικά μόνος για πρώτη φορά μετά από χρονια. Η ησυχία είναι τόσο όμορφη φίλε αγνωστε. Γαληνη και ηρεμια.» η Ήβη γύρισε τη σελίδα, λίγο πριν το τέλος των προτάσεων. «Σήμερα την πήρα τηλέφωνο. Ήταν στη δουλειά, είπε θα με πάρει αργότερα. Και οι δύο ξέρουμε πως δεν θα το κανει. Αλλά δεν πειράζει, μου αρκεί που άκουσα τη φωνή της. Ακούστηκε χαρουμενη. Η όμορφη, αγαπημένη Μίνα μου...»

«Ήβη;»

Σήκωσε το κεφάλι και είδε τον Αχιλλέα να τη ψάχνει. Έκλεισε το τετράδιο γρήγορα, ελπίζοντας να θυμηθεί αργότερα σε ποια σελίδα ηταν. «Εδώ ειμαι.»

Ξαφνιασμένος, γύρισε από τη κουζίνα και τη βρήκε ξαπλωμένη στον καναπέ, τώρα να κάθεται οκλαδόν στα μαξιλαρια. «Δεν ήσουν στο κρεβάτι.»

«Τι ώρα είναι;» τον ρωτησε.

«Δωδεκάμιση.»

Θα μπορούσαν να είχαν φύγει μέχρι τώρα. Πότε πέρασε η ώρα;

Δεν έκανε να σηκωθεί και ο Αχιλλέας την πλησίασε. Ένιωθε άβολα μπροστά του, η ενοχή στις σκέψεις να κυριαρχεί και να την πιέζει. Έσκυψε το κεφάλι της, ανίκανη να τον κοιτάξει. Ντροπή και μόνο για όλα όσα σκεφτόταν.

«Ξέρεις πού είναι οι κασέτες από τη βιντεοκάμερα;» τη ρώτησε. «Νομίζω πως στις έχω δώσει.»

Η Ήβη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, ανήμπορη να θυμηθεί τη τελευταία φορά που τις είδε. «Δεν μου τις έδωσες ποτέ.»

Ο Αχιλλέας έδειξε το τετράδιο. «Τι διαβάζεις;»

«Είναι του μπα-» σταμάτησε και σκέφτηκε καλύτερα. Ξεφυσησε. «Του ψαρά. Του Μαρκου. Του...του μπαμπά μου.»

Τα μάτια του Αχιλλέα μεγάλωσαν σε δύο μαύρες χάντρες και την κοίταξαν με έκπληξη. Ναι, το ίδιο ένιωθε και χθες αλλά με λιγότερο σοκ. «Του ποιου; Πότε έγινε αυτό;»

«Είκοσι ένα και κάτι χρόνια πριν, μήνας Απρίλης. Θα υπήρχε ακριβής ημερομηνία αν η Μίνα και ο μπαμπάς δεν ξεχνούσαν να πάνε στο δημαρχείο.»

«Ξέρεις τι εννοώ ηλόφωτη.» πρόφερε αργά το όνομα που της είχε δώσει. Δεν ακουγόταν τόσο άσχημο τώρα. Μόλις έσυρε το βλέμμα της πάνω του, η λέξη είχε το ίδιο βάρος με την ιδια. «Είσαι...είσαι καλά;»

«Όχι.» παραδέχτηκε. «Δεν είμαι καλά και δεν ξέρω τι συμβαίνει. Αχιλλέα, σχετικά με χθες-»

Ο Αχιλλέας έκατσε στον καναπέ δίπλα της. Η Ήβη μαζεύτηκε. «Δεν θέλω να μαλώσουμε. Ό,τι έχεις να πεις απλώς πες το Ήβη, εντάξει;»

Τον είδε να περιμένει την απάντηση της. Ούτε εκείνη ήθελε να μαλώσουν. Και δεν ήθελε να φτάσουν στο σημείο της πρώτης νύχτας τους στο νησί. Κρατηθηκε να μην ουρλιάξει τα πάντα και μέτρησε τις λέξεις της. Ήταν ο Αχιλλέας της και δεν μπορούσε να βάλει τον εαυτό της να τον πληγώσει.

Φαινόταν όμως έτοιμος για να γίνει ακριβώς αυτό.

Άφησε στο τραπεζάκι το τετράδιο, εκεί που το βρήκε. Οι λέξεις του να ακολουθούν τις σκέψεις της σε κάθε βημα. Ίσως να την επηρέασαν κάπως ίσως όχι, αυτό που ήξερε η Ήβη ήταν πως δεν ήθελε να το αφήσει να περάσει χωρίς να πει τίποτα. Ο μπαμπάς της έφυγε και τώρα ένιωσε έτοιμος να μιλήσει σε κάποιον πέρα από το χαρτί. Η Ήβη δεν ήθελε να περιμένει χρόνια και να έχανε τον Αχιλλέα.

«Δεν ξέρω πώς να το ξεκινήσω αυτο.» του είπε σιγανά. «Θα μπορούσα να είχα ετοιμάσει έναν μεγάλο λόγο για αυτό. Να σου πω τι ακριβώς νιώθω για σένα όπως μου είπες και εσύ, αλλά δεν το έχω αυτό.» συνέχισε. Παρατήρησε τα χέρια του να σφίγγουν το ένα το αλλο. «Απλώς δεν νιώθω το ίδιο με 'σένα. Και δεν μπορώ να δώσω το ιδιο.»

Σταμάτησε να μιλάει και άφησε τον άνδρα δίπλα της να σκεφτεί και να μιλήσει. Το στομάχι της είχε γίνει ένας κόμπος και ίσως σύντομα να έκανε εμετό. Μια μπούκλα έπεσε πάνω από τα μάτια της, ίχνος της Ευανθίας μέσα στο DNA της να της υπενθυμίζει την παρουσία της στη ζωή της Ήβης αν και δεν ήταν εκεί. Χαμογέλασε αχνα.

Ο Αχιλλέας δεν τη κοίταξε και η Ήβη καταλάβαινε αν δεν μπορουσε. «Είμαι ερωτευμένος μαζί σου ηλιόφωτη και απλώς ηλπιζα...νομιζα πως ήσουν και εσύ.»

Έπλεξε τα χέρια της. «Δεν είναι τόσο απλό.»

«Δεν χρειάζεται να είναι περίπλοκο.» σήκωσε το κεφάλι του αυτή τη φορά, τα μαύρα μάτια του να τη κοιταζουν. «Έχω κουραστεί με το περίπλοκο Ήβη.»

Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Το περίπλοκο ήταν το ταλέντο της. «Δεν είμαι ερωτευμένη μαζί σου Αχιλλέα.»

Ορίστε, το είπε. Και δεν ένιωθε τόσο άσχημα.

«Αλλά είσαι ερωτευμένη με κάποιον.»

«Ναι.»

Έριξε το σώμα του πίσω. «Τι στο διάολο σου έχει κάνει και δεν μπορείς να αφεθείς;»

Η Ήβη ανασήκωσε τους ώμους της, η μόνη απάντηση που μπορούσε να δώσει εκείνη τη στιγμή. «Τίποτα. Ούτε με πλήγωσε ούτε κάτι τέτοιο.» απαντησε. Και αυτή ήταν η μόνη αλήθεια που μπορούσε να σκεφτεί. «Η Ευανθία και οι υπόλοιποι νομίζουν πως ήταν της μιας φοράς. Εσύ ξέρεις πως δεν ήταν αυτό. Ήταν πολλά παραπάνω.»

Ο Αχιλλέας γέλασε πικρά. «Εχεις πει ποτέ την αλήθεια στον εαυτό σου; Γιατί αυτό που καταλαβαίνω είναι πως λες ψέματα παντού για αυτόν που σε κάνει να κλαις όσο κάνεις σεξ με κάποιον αλλον.»

Οι προτάσεις τους ωμές και ψυχρές, η μία χτυπούσε την άλλη πριν το κουβάρι γίνει βαρύ και πέσει πάνω της. Η Ήβη έβλεπε τον εαυτό της στα μάτια του, μια σκοτεινή πλευρά της που αντιμετώπιζε τα πράγματα ευθέως -όσο αντεχε. Και τότε κατάλαβε το ποσο πραγματικά ήταν όλα όσα της ελεγε. Απλώς δεν ήθελε να τα αποδεχτεί.

Δεν είχε χρόνο να σκεφτεί τι ενιωθε και τι θα προκαλούσε, απλώς είπε τις σκέψεις της. «Συμφωνήσαμε να είμαστε φιλοι. Ήταν πιο εύκολο να λέω σε όλους, και στον εαυτό μου, πως δεν σήμαινε τίποτα.»

«Γιατί;»

«Γιατί έτσι δεν θα το ήξερε και δεν θα γυριζε πισω.» απάντησε σιγανα. «Θα ακολουθούσε τα όνειρα του.»

Έσυρε το βλέμμα του πάνω της. «Όταν αγαπάς κάποιον τον βάζεις στα όνειρα σου.»

«Ξέρεις πως είναι Αχιλλέα, μη το παίζεις υπεράνω.» οι λέξεις της ξέφυγαν πριν προλάβει να τις επεξεργαστεί. Συνέχισε, με έναν πιο ήρεμο τονο. «Ονειρευόσουν τη Σειρήνα επί μήνες, ήσουν με τη κολλητή της για να είσαι κοντά της, παραλίγο να σταματήσεις τον γάμο της για αυτό το όνειρο. Και σε όλο αυτό, σκεφτοσουν μόνο εσενα. Τι γίνεται με το δικό της όνειρο;»

Κούνησε το κεφάλι του. Έμοιαζε προσβεβλημένος. Πονάει. «Δεν ξέρεις τίποτα για εμένα και τη Σειρήνα.»

«Ξέρω τα πάντα για εσας. Πολύ πριν μάθεις εσύ κάτι.» του απάντησε. Και όταν τη κοίταξε έκπληκτος, συνεχισε. «Ο Ερμής και εκείνη κρατούσαν επαφές στις αρχές της σχέσης σας. Και μετά εκείνος ερωτεύτηκε. Κάποια άλλη μπήκε στα όνειρα του.»

«Περίμενε λίγο-»

«Έλα τώρα, το ήξερες. Όλοι το ήξεραν.» τον έκοψε. «Η Σειρήνα σε κατέστρεψε με τον έρωτα της για κάποιον που δεν μπορούσε να έχει. Δεν θέλω να το κάνω και εγώ αυτό. Αχιλλέα, δεν μπορώ.»

Σηκώθηκε όρθιος και απομακρύνθηκε. «Καταλαβαίνεις τι μου λες; Πώς μπορείς να πηγαίνεις από το ένα θέμα στο άλλο; Ήβη θα με σκοτώσεις!»

«Υπερβάλλεις.» σχολίασε χαμηλόφωνα.

Σταύρωσε τα χέρια του. «Και εσύ όταν κλαις για κάποιον που δεν μπορείς να έχεις;»

Ντροπή πέρασε από μέσα της και έφυγε σε χρόνο γρήγορο. Είχε τελειώσει με όλο αυτό. «Αυτό ήταν λάθος μου. Σου ζητώ συγνώμη.»

«Θα πάω έξω.» είπε. Απέφυγε το βλέμμα της. Περπατούσε γρήγορα πάνω κάτω, ψάχνοντας τα πράγματά του. «Χρειάζομαι αέρα. Μακριά σου.»

Έμεινε στη θέση της. Αν ο Αχιλλέας περίμενε να τον κυνηγήσει, δεν θα το έκανε. Στη θέση του θα ήθελε να μείνει μονος. Στη θέση του θα ηθελε πολλά πράγματα που δεν μπορούσε να έχει. Στη θέση του θα την έβριζε και θα την παρατούσε στο νησί χωρίς ειδοποίηση.

Κοιτάχτηκαν πριν κλείσει την πόρτα. Τότε κατάλαβε, ο Αχιλλέας δεν θα το έκανε αυτό. Σήκωσε την αλυσίδα γύρω που τον λαιμό του και την πέρασε πάνω από το κεφάλι του. Η Ήβη έχασε μια πνοή όταν το δαχτυλίδι της πέσει πάνω στο τραπέζι, δίπλα από το τετράδιο του μπαμπά της.

«Δεν τον είπες ούτε μια φορά ψαρά σημερα. Μόνο μπαμπά.» της ψιθύρισε. «Λυπάμαι για όλα τα χρόνια που έλειπε. Αλλά νομίζω πως αυτό το δαχτυλίδι το έδωσες σε λάθος ανθρωπο ηλιόφωτη.»

Ήταν ακόμη η ηλιόφωτη.

Η Ήβη έφερε κοντά της το δαχτυλίδι. Κοίταξε την σπασμένη ακτίνα και προσπάθησε να φέρει στη μνήμη της τη στιγμή που εσπασε. Δεν μπορούσε, λες και είχε ξεθωριάσει μέσα στα οργανωμένα κουτιά. Τα σιγανα βήματα του Αχιλλέα την άφησαν μόνη και ξαφνικά, ήταν μόνη.

Ήταν μόνη να κοιτάει κατάματα τη ψυχή της. Δεν ήταν όμορφη. Είχε πληγές και αιμορραγούσε.

Αντιλήφθηκε το βάρος όλων όσων του είπε. Και μετάνιωσε την ώρα και τη στιγμή που βγήκαν από το στόμα της. Αλλά ήταν αργά.

Καθόταν ακόμη στον καναπέ όταν γύρισε. Το τετράδιο ήταν ανοιχτό μπροστά της και είχε ξεκινήσει να διαβάζει από την αρχή. Τα δάχτυλά της έπαιζαν με το δαχτυλίδι που της είχε δώσει και η σπασμένη ακτίνα την γρατζουνούσε, το λάτρευε. Την αίσθηση να είναι πίσω στα χέρια της. Και τις λέξεις του, την αγωνία και ανησυχία, την τρέλα μερικές βραδιές. Την προσπάθεια ξανά και ξανά και ξανά.

Αυτός δεν ήταν ο πατέρας της, τουλάχιστον όχι ο άνδρας που γνώρισε. Ο μπαμπάς της ήταν ένας άνδρας που κρατούσε τις λέξεις και τα νοήματα μόνο για εκείνη, της εξηγούσε και τη βοηθούσε. Ο Μάρκος μέσα σε αυτό το τετράδιο προσπαθούσε να βοηθήσει τον εαυτό του. Και την έτρωγε να μάθει περισσότερα για αυτόν.

Όταν έκλεισε την πόρτα, τον ακολούθησε με το βλέμμα της μέχρι τη κουζίνα. Να πλένει τα χέρια του με σαπούνι και νερό, να σκουπίζει τον ιδρώτα της ημέρας και να ετοιμάζει τα πράγματα για το βράδυ. Ήταν ένας άγνωστος με την προσωπικότητα του μπαμπά της -το έλεγε τόσο συχνά πλέον που δεν της ήταν δύσκολο να το ξεχάσει. Ο άνδρας που τη κοιτούσε με πράσινα μάτια και σκεφτόταν τι να της πει πρώτα, ναι αυτός ήταν ο μπαμπάς της.

«Κάτι μου έλεγε πως όντως θα έφευγες πριν γυρίσω.» ομολόγησε. Σκούπισε τα χέρια του αργά και απέφευγε τα μάτια της, αλλά κοιτούσε το πρόσωπό της με περιέργεια. Μέσα σε αυτές τις μέρες που έμεναν εδώ, αυτό ήταν το περισσότερο που είχαν δει και μιλήσει ο ένας στον άλλον. «Χαίρομαι που έμεινες.»

Η Ήβη σήκωσε το τετράδιο. «Ήθελα να το διαβάσω όλο.»

«Και τι έχεις να πεις;»

«Ήλπιζα εσύ να είχες κάτι να πεις.»

Ο μπαμπάς της άφησε την πετσέτα στην άκρη και έμεινε εκεί, μακριά της. «Άφησα το τετράδιο γιατί δεν ήξερα τι να πω.»

Γύρισε τις σελίδες μέχρι να φτάσει στο τέλος. Ήταν τα δύο με τρία πρώτα χρόνια της προσπάθειάς του να μείνει νηφάλιος και να φτιάξει τη ζωή του. Η πρώτη πρόταση στο τετράδιο ήταν «Η αγαπημένη μου Μίνα...» και η τελευταία «για την αγαπημένη μου Μίνα.». Η μαμά της είχε μεγάλο ρόλο για το ταξίδι του και δεν ήταν καν παρούσα.

«Για μερικά χρόνια πίστευα πως η μαμά σε έδιωξε. Κάποιες φορές δεν μπορούσα να θυμηθώ πολλές στιγμές μαζί σου. Οι περισσότερες σε είχαν σαν φάντασμα, ποτέ εκεί.» μονολόγησε. Ήλπιζε η φωνή της να ήταν αρκετά δυνατή για να την ακούσει. Να ακούσει και η ίδια τον εαυτό της. «Από κάποια στιγμή και μετά αποφάσισα να τις μπλοκάρω όλες και να σταματήσω να σε σκέφτομαι.»

Ο μπαμπάς της έκατσε σε μία από τις πλαστικές καρέκλες που ζούσαν μέσω κολλητικής ταινίας. «Καταλαβαίνω, αν δεν είσαι εντάξει με εμένα...να σου μιλάω.»

Η Ήβη αναγνώρισε την προσπάθειά του να μη το κάνει τόσο άβολο. «Η Ευανθία σε βοήθησε να έρθεις εδώ;»

«Ναι.» χαμογέλασε μόνος του. «Αυτή η γυναίκα είχε τους τρόπους της στη ζωή και λόγους που δεν καταλάβαινα. Με βοήθησε στα πάντα.»

Το γράμμα. Την είχε στείλει εδώ.

«Ξέρεις, πέθανε.» ψιθύρισε.

Ο άνδρας έκλεισε τα μάτια του για λίγο πριν τα ανοίξει και σηκώσει την πλάτη του. Ακόμη δεν τη κοίταζε στα μάτια αλλά τουλάχιστον είχε το πρόσωπό του να την ψάχνει. «Το έμαθα. Εννοώ μου το είπαν και δεν-υποθέτω δεν μπορούσα να εμφανιστώ έτσι ξαφνικά εκεί. Δεν ήταν σωστό.»

Η Ήβη έκατσε καλύτερα και γύρισε ολόκληρη προς το μέρος του, βάζοντας τα χέρια της στην πλάτη του καναπέ. «Το ήθελες όμως;»

«Νομίζω πως ήταν το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω για να ξεπληρώσω τα χρέη μου.»

«Αν της χρωστούσε θα έστελνε δικηγόρο.»

Γέλασε απαλά. «Ναι, είναι και αυτή μια αλήθεια.»

«Και μετά,» ξεκίνησε, η φωνή της να τρέμει. Είχε άγχος ξαφνικά. «μετά φαντάζομαι δεν είχες νέα σωστά; Πήρα πτυχίο.»

«Μου το είπαν.»

«Και η Νίνα είναι πάλι με τον Ιάσονα.»

«Καλό παιδί ακούγεται.»

«Και η μαμά...η μαμά ίσως ξεκινήσει για κάποιο μεταπτυχιακό, τώρα που θα φύγω.»

«Σκωτία, σωστά;»

«Ναι, εκεί...» κόμπιασε. «Εκεί είναι τα όνειρά μου.»

«Η Ευανθία δεν θα σε άφηνε να φύγεις τόσο μακριά.»

«Μίλησα στη Δανάη, την έπεισε πριν μπει για πρώτη φορά στο νοσοκομείο.»

«Θα σε βοηθήσουν; Θα έχεις βοήθεια εκεί που θα πας;»

«Τα έχω κανονίσει. Σε έναν μήνα.»

Ο μπαμπάς της κοίταξε κάτω. «Σκέφτηκες ποτέ πως οι διάλογοι που κάνουμε εμείς είναι γεμάτοι επεξεργασίες της κάθε λέξης; Σαν να βγήκε χωρίς επεξεργασία ο συγκεκριμένος.»

Η Ήβη κατάλαβε ακριβώς τι εννοούσε. Γέλασε, γέλασε δυνατά και εκείνος την ακολούθησε. Δεν είχε σκεφτεί τι ένιωθε και τι θα μπορούσε να εννοεί κάτω από τα νοήματα και τις σημασίες μιας πρότασης. Τους βγήκε εύκολα. «Εμείς» είπε, αλλά δεν εννοούσε εκείνον και την Ήβη, εννοούσε μήπως...; Και μετά σκέφτηκε την προηγούμενη συζήτησή της με τον Αχιλλέα, στο ίδιο μέρος, μόλις λίγα λεπτά –ή μήπως ήταν ώρα;- πριν.

Τους είχε βγει εύκολα. Σαν να μη χρειαζόταν προσπάθεια. Ή κούραση, όπως συνήθως. Λες και ήταν σπίτι της. Λες και βρήκε όλα όσα χρειαζόταν. Η Ευανθία-ο γρίφος της δεν ήταν ποτέ προς λύση. Ήξερε ακριβώς πού την έστελνε.

Θα μπορούσε να τον αγκαλιάσει και ήταν σίγουρη πως θα μύριζε γιασεμί, όπως τα παιδικά της χρόνια. Θα μπορούσε να κλάψει -το ήθελε- και ήταν σίγουρη πως θα φύλαγε τα δάκρυά της σαν νερό σε ποτήρι, όπως όταν ήταν μικρή.

«Πότε διαγνώστηκες;» τον ρώτησε.

Το γέλιο ηρέμησε και κάπως έτσι, η αμεσότητα δίχως φιλτράρισμα ήρθε πάλι στην εκκίνηση. «Επίσημα, ημέρα εκατοστή τέταρτη. Ήταν δύο χρόνια αφότου σας άφησα, προσπάθεια τέταρτη στο κέντρο αποτοξίνωσης. Έπρεπε κάποιος να με προσέχει και μέσα στο πακέτο ήταν ένας ψυχολόγος. Ανεπίσημα, όταν γνώρισα τη μαμά σου.»

Αρκετά μεγάλος, ένα σύνηθες φαινόμενο με όσους έχουν σύνδρομο Asperger. Αυτό τη θύμωνε πολύ κάποιες φορές. «Και για αυτό ξεκίνησες να...»

«Στην αρχή ήταν από περιέργεια. Δεν μου άρεσε η ιδέα του αλκοόλ, δεν θεωρούσα πως ήταν κάτι που ταίριαζε με την εικόνα του γιατρού. Μετά είδα πως με χαλάρωνε. Με έκανε να θέλω να συμμετέχω σε συζητήσεις. Με βοήθησε, και για αυτό συνέχισα. Πίστευα όσο πιο πολύ, τόσο το καλύτερο. Αν μιλάς είσαι προσιτός.» έκανε μια παύση και η Ήβη τον είδε να χαλαρώνει. Δεν χρησιμοποιούσε χειρονομίες αλλά θα το ήθελε, αν μπορούσε να συνδυάσει εύκολα τα νοήματα. Ο μπαμπάς της σήκωσε το χέρι του και έκανε μια κίνηση σαν να λέει "πολύ". «Ήταν πολύ ωραία η αίσθηση που μου έδινε. Είχα κάτι με το ουίσκι, το λάτρευα. Κάποια στιγμή σταμάτησε να είναι η κοινωνικότητα η αιτία. Κάποια στιγμή έπινα απλά και μόνο επειδή το ήθελα, μόνος. Το θεωρούσα διάλειμμα. Μόνο που έκανα πολλά διαλείμματα.»

Δάγκωσε το κάτω χείλος της. «Και τότε έφυγες;»

«Όχι, όχι ακόμα.» της απάντησε. «Πέθαναν κάποιοι άνθρωποι σημαντικοί για εμένα και ο θάνατος με έκανε να θέλω και εγώ να ηρεμήσω. Να σταματήσω τη κούραση και φωνές, η δική μου φωνή, να λέει και να λέει τι πρέπει να σκεφτώ και να πω.»

Μπροστά της εμφανίστηκε μια βραδινή σκηνή, με τον μπαμπά και τη μαμά στη κουζίνα, εκείνη να κλαίει γοερά. Η έννοια της ζωής και του θανάτου και η φιλοσοφία της την τάραζε και της προκαλούσε θαυμασμό για τις περίεργες και χωρίς νόημα κάποιες φορές πλευρές τους. Είχε ζήσει τα καλά, είχε πέσει στα πολύ άσχημα. Και ακούγοντας και φέρνοντας στη μνήμη της σκηνές που έδειχναν πως δεν ήταν μόνη σε αυτό, την έκανε να νιώθει χαλαρή. Έβλεπε μπροστά της κάποιον που είχε τον απόλυτο έλεγχο. Κάποιον που είχε ξεπεράσει την όποια δυσκολία του είχε εμφανιστεί.

Ήθελε και εκείνη να είναι έτσι. Και το γεγονός ότι δεν της πήρε δεκαετίες να το καταφέρει...ήταν καλό. Ήταν πολύ καλό.

«Και τώρα; Τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε. «Τι ακολουθείς;»

Ο μπαμπάς της δεν χρειάστηκε να βγάλει χαρτί για να διαβάσει το πρόγραμμά του όπως εκείνη. «Στις τρεις το βράδυ πηγαίνω για ψάρεμα. Όταν επιστρέφω κοιμάμαι λίγο, πίσω τσάι, το κόλλησα από πριν γεννηθείς. Μόνο που τώρα είναι το μόνο που μου αρέσει να πίνω. Μέχρι το μεσημέρι είμαι στην αγορά στο λιμάνι. Και μετά επιστρέφω εδώ. Κάποιες μέρες φτιάχνω πράγματα. Άλλες φορές βοηθάω στη τοπικό ιατρείο.»

Χαμογέλασε στο άκουσμα της τελευταίας πρότασης. «Ακόμη ασκείς το επάγγελμα;»

«Λειτούργημα.» τη διόρθωσε. Πίστευε πως ήταν ανάλογα στον άνθρωπο και δεν έδωσε βάση. «Όσο μπορώ όμως ναι, βοηθώ. Αλλά μη το πεις σε κανέναν.»

«Είναι παράνομο;»

«Δεν ξέρω, ξέρεις εσύ;»

Γέλασε. «Και τι φτιάχνεις;»

Κοίταξε πάνω στο τραπέζι και γύρω στο σπίτι. «Διάφορα. Κάτι να είναι απασχολημένα τα χέρια μου. Έφτιαξα μια σκακιέρα κάποτε. Μετά την πέταξα.»

«Γιατί;»

«Γιατί δεν είχα με κάποιον να παίξω.» της απάντησε ειλικρινά. Θα ήθελε να παίξει μαζί του. «Εσύ;»

Ω, είχε έρθει η σειρά της. Ήταν ωραίο να τον ακούει να μιλάει και τώρα που θα άκουγε τη δική της φωνή τα πράγματα ήταν διαφορειτκά. Ήδη ήξερε κάποια πράγματα για εκείνη, ευχαριστούμε Ευανθία. Αναρωτήθηκε αν ήξερε τα πάντα ή μόνο όσα θα τον έκαναν χαρούμενο. Αν ήταν η Ευανθία θα ακολουθούσε τη δεύτερη οδό.

Πριν λίγες ώρες τον μισούσε. Και τώρα αγαπούσε τη φωνή του και τον τρόπο που τη κοιτούσε, λες και δεν είχε φύγει ποτέ αλλά τώρα τον μάθαινε. Ήταν περίεργο. Ήταν υπέροχο.

«Ήσουν ακόμη εκεί όταν είπαν πως έχω αυτισμό. Όταν έφυγες μετακομίσαμε στη Θεσσαλονίκη, νομίζω για να μπορώ να πηγαίνω πιο εύκολα στον ψυχολόγο. Εκείνος δεν πίστευε πως έχω αυτισμό αλλά συνέχιζε να με βλέπει. Κάπου στα δεκαπέντε συμπληρώσαμε μαζί ένα ερωτηματολόγιο, το σύνδρομο Asperger ταίριαζε αρκετά με εμένα και τα όσα είχε γράψει σε όλα τα χρόνια που με ακολουθούσε. Λίγους μήνες αργότερα έγινε και επίσημο.» κοίταξε τα χέρια της, έμεναν σταθερά και ήρεμα πάνω στο ύφασμα του καναπέ. Ένιωθε πως ήταν εντάξει ακόμα. Όλα καλά. «Επηρεασε τη ζωή μου σε αρκετούς τομείς, όπως τον φόβο μου για τα ταξίδια. Μαζεύω βιβλία, η μαμά λέει πως είμαι εμμονική και δεν έχουμε άλλο χώρο, αλλά τα βάζω και στο δωμάτιο της Νίνας. Και πίνω τσάι.» τελείωσε. Όχι, αυτό ήταν λάθος. «Πίνω πολύ τσάι.»

«Είναι στην οικογένεια.»

«Είναι τρομακτικό κάποιες φορές.»

Ο μπαμπάς της έσκυψε το βλέμμα του και τη κοιτούσε από κάτω, σχεδόν ντροπαλά. «Και ο Αχιλλέας;»

Ήθελε να είναι διακριτικός.

«Ο Αχιλλέας είναι ένας καλός φίλος.» απάντησε. Ίσως δεν ήταν πλέον φίλοι, θα έπρεπε να μιλήσουν. «Είναι περίπλοκο.»

«Γιατί;»

«Γιατί αυτός είναι ερωτευμένος μαζί μου,» απάντησε και κατέβασε τα χέρια της από την πλάτη του καναπέ. «και εγώ όχι.»

Η καρέκλα έπεσε και διαμελίστηκε σε κομμάτια όταν σηκώθηκε, με τη κολλητική ταινία να κρέμεται από το πλαστικό. Ο μπαμπάς της περπάτησε μέχρι τον καναπέ και στάθηκε κοντά της, έκατσε δίπλα της. Η Ήβη δεν απομακρύνθηκε, όπως όταν είχε κάτσει εκεί ο Αχιλλέας. Έμεινε ακίνητη περιμένοντας να έρθει η οποιαδήποτε κίνηση. Είχε αγχωθεί; Ναι, πιθανότατα. Αλλά δεν ήθελε να μείνει μακριά του. Στα μάτια της, φάνταζε ένας άλλος άνδρας, ήταν όμως ο ίδιος και δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν εκεί.

Ήταν όσο όμορφος τον θυμόταν. Τα μαλλιά του έφταναν στον λαιμό του με γκρίζες τούφες να αγνοφαίνονται εδώ και εκεί. Τον θυμόταν καθαρό και λείο, τώρα τα χρόνια τον πήραν και γένια που δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως είχε αφήσει, έκρυβαν το δέρμα του. Και τα μάτια του, αυτά τα υπέροχα μάτια που δυστυχώς κανείς από τα παιδιά του δεν κληρονόμησε. Ήταν πράσινα, λαμπερά και όμορφα, όπως τα είχε ερωτευτεί κάποτε η μαμά της.

Τον φαντάστηκε κάποτε να γελάει και να αφήνεται στη στιγμή. Να μην είναι κουρασμένος από τη ζωή. Να είναι χαρούμενος.

«Τι έκανες με την ψυχή σου ηλιαχτίδα;» τη ρώτησε.

Κάποτε της είχε πει πως ο πόνος άξιζε. Να παλέψει της είχε ζητήσει.

«Προσπάθησα,» του είπε σιγανά. «αλλά τη κλείδωσα στο γυάλινο κουτί. Φοβάται να παλέψει.»

Πέρασε απαλά το χέρι της μέσα στη χούφτα του. Ήταν μικρό σε σύγκριση με το δικό του. Η Ήβη τον άφησε να κλείσει το χέρι της με το δαχτυλίδι του ήλιου ακόμη να την πονάει. Και ύστερα πέρασε το δικό του από πάνω, να τη κρατάει σφιχτά.

«Προσπάθησε ξανά μικρή.»

Ο Αχιλλέας εμφανίστηκε πάνω στη στιγμή, πριν η Ήβη προλάβει να βάλει στο νου της τα λόγια του. Ήταν μια περίεργη στιγμή, με τον Αχιλλέα να τους κοιτάει διακριτικά και την Ήβη να θέλει να μείνει μόνη με τον μπαμπά της, λίγο ακόμα. Δεν μπορούσε να τον χορτάσει και να τον αφήσει να φύγει.

Και αν έμενε;

«Σας αφήνω μόνους.» ψιθύρισε ο ψαράς και σηκώθηκε. Η Ήβη ένιωσε βαρύ το χέρι της όταν το άφησε και το δαχτυλίδι κύλησε έξω από την παλάμη της. «Θα είμαι έξω και...θα περιμένω να φύγετε.»

Ο Αχιλλέας έκανε στην άκρη να περάσει ο άνδρας και να βγει από το σπίτι. Θα ήταν ξανά μόνοι τους και η Ήβη το έβρισκε δύσκολο να τον αντιμετωπίσει. Ήθελε να του πει για όλα όσα έμαθε, να του διηγηθεί τις ιστορίες που βρήκε στο τετράδιο και τη ζωή του Μάρκου ύστερα από αυτή. Για την Ήβη, το κεφάλαιο Αχιλλέας με υπότιτλο έρωτας είχε λήξει τη στιγμή που της έδωσε πίσω το δαχτυλίδι και εκείνη δεν ένιωσε την παραμικρή λύπη.

Ήταν άραγε κακός άνθρωπος; Να μην μπορεί να ανταποκριθεί όπως ήθελαν οι άλλοι; Να μη νιώθει πως του αξίζει μια ευκαιρία, όχι επειδή θεωρεί πως ο Αχιλλέας δεν είναι αντάξιος, αλλά επειδή η Ήβη δεν είναι. Ξέρουν και οι δύο πώς είναι να πληγώνεσαι. Η Ήβη δεν πίστευε πως ο Αχιλλέας ήταν ερωτευμένος μαζί της, αλλά ερωτευμένος με την ιδέα της. Και η Ήβη θα μπορούσε να του δώσει μόνο αυτό, μια ιδέα. Και τη φιλία της. Μόνο αυτό της είχε απομείνει.

Ήταν ήρεμη όταν στάθηκε μπροστά της και έκατσε στο τραπεζάκι. «Προσπάθησα να θυμηθώ πότε η ζωή μας μετατράπηκε από κάτι χαρούμενο σε ένα τόσο λυπηρό βιβλίο.»

«Συγκρίνεις τη ζωή σου με ένα βιβλίο;» τον ρώτησε.

«Προτιμώ τους πίνακες αλλά είπα να δοκιμάσω το βιβλίο για πάρτη σου.»

Έφερε τα γόνατα κοντά της. «Και πόσα κεφάλαια είμαστε;»

«Δεν ξέρω.» της απάντησε. «Δεν έφτασα ακόμα στο τέλος.»

Πήγε να γελάσει λες και ήταν κάποιο αστείο, μα σκέφτηκε πως η ίδια πάντα ξέρει το τέλος. Της αρέσει να γνωρίζει τα πάντα και να μην περιμένει εκπλήξεις και ανατροπές. Έτσι όμως όπως έλεγε ο Αχιλλέας για τη ζωή της, φοβόταν πως το τέλος δεν θα ήταν αυτό που ήθελε. Ή αυτό που περίμενε. Ή αυτό που-τελεία, παύση. Δεν το ήξερε.

«Συγνώμη για τον τρόπο που σου μίλησα.» είπε σιγανά. «Καταλαβαίνω αν αυτά που είπα σε πλήγωσαν. Δεν είχα τέτοια πρόθεση.»

Ο Αχιλλέας έριξε τα χέρια του μέσα στα πόδια του. «Νομίζω πως και εγώ είπα κάποια πράγματα που δεν έπρεπε.»

«Όντως-»

Σήκωσε το βλέμμα του και την έκανε να σταματήσει. «Αλλά και οι δύο είπαμε πράγματα σωστά.»

«Το πρωί όταν ξύπνησα, μάζεψα τα πράγματά μου γιατί είχα μια έντονη επιθυμία να φύγω. Και περίμενα να ξυπνήσεις για να φύγουμε μαζί γιατί ανεξάρτητα από ό,τι έγινε, είσαι ακόμη φίλος μου Αχιλλέα. Και θέλω να καταλάβεις πως δεν μπορώ-δεν είμαι έτοιμη για αυτό που μου ζητάς.» του είπε. Προσπάθησε να τον κάνει να τη κοιτάξει, να δει πως εννοούσε κάθε λέξη χωρίς εγωισμό, αλλά και για εκείνον.

Ο Αχιλλέας έκανε αυτό που ήθελε, τη κοίταξε μέσα στα μάτια. Ντράπηκε για λίγο, αλλά δεν κατέβασε το βλέμμα της. «Η Σειρήνα έλεγε κάποιες φορές πως την πιέζω. Νιώθεις κάτι τέτοιο;»

«Όχι.» η απάντησε βγήκε γρήγορη. «Αλλά φοβάμαι μη γίνω σαν εκείνη. Και μετά από αυτό, μήπως σε χάσω και από όλα όσα σε έχω τώρα.»

«Νομίζεις πως κάνω κάτι λάθος;»

Η Ήβη χάιδεψε το πρόσωπό του. «Γιατί όλες αυτές οι ερωτήσεις;»

Ο Αχιλλέας έγειρε το πρόσωπό του στο χέρι της. Ήταν ζεστός, σαν να είχε πυρετό. «Κάποια βράδια είσαι στα όνειρά μου ηλιόφωτη. Και αναρωτιέμαι γιατί.»

Η αποκάλυψή του την έπιασε απροετοίμαστη. Έπρεπε άραγε να πει κάτι ενθαρρυντικό; Έπρεπε να του πει πως ένιωθε το ίδιο, ακόμη και αν δεν το έκανε; Πανικοβλήθηκε για λίγο, μια γλυκιά δόση άγχους που την έκανε να κοκκινίσει. «Αχιλλέα-»

«Έκλεισα εισιτήριο και ήρθα να πάρω τα πράγματά μου. Θέλω να φύγω Ήβη όσο ήθελες και εσύ. Αλλά κάτι μου λέει πως θες να μείνεις.»

Ήταν ο πρώτος από τους δυο τους που το κατάλαβε. Και εκείνη το αποδέχτηκε αμέσως.

«Θέλω να τον μάθω όσο περισσότερο μπορώ.» πριν τον χάσει ξανά.

Ο Αχιλλέας χαμογέλασε. «Δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ μικρή. Με πνίγει.»

Η Ήβη απομάκρυνε το χέρι της και κοίταξε κάτω. «Και αν φύγεις, θα χαθείς πάλι;»

«Θέλεις να χαθώ;»

Η Ήβη δεν απάντησε αμέσως και αυτό θα μπορούσε να ήταν ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της. Δεν ήθελε να χαθεί, ούτε ο Αχιλλέας ούτε εκείνη. Αλλά σκέφτηκε τις συνέπειες. Αν δεν έπαυε να έχει αισθήματα για εκείνη, τότε τι; Θα γέμιζε με μελαγχολία και μιζέρια, χωρίς να δίνει ευκαιρία σε τίποτα νέο, να φοβάται την ίδια του τη σκιά και τα όνειρά του σε περίπτωση που δει εκείνη ξανά όταν κλείσει τα μάτια.

Και μετά, ίσως για χρόνια, να ζούσε μόνος και μοναχικός μέσα σε έναν κόσμο που του ζητούσε να είναι κάθε άλλο πέρα από αυτά. Θα περίμενε να επιστρέψει όχι ως φίλη του, αλλά ως κάτι παραπάνω. Και ίσως του το έδινε. Ίσως όμως όχι. Ίσως είχε ελπίδες σκόρπιες, όσο εκείνη προχωρούσε στη ζωή της και ο Αχιλλέας έμενε στάσιμος.

Ξαφνικά, ο καταθλιπτικός Αχιλλέας της θύμιζε πολύ τον εαυτό της.

Θα μπορούσε να παλέψει, ο μπαμπάς της είχε πει πως άξιζε τον πόνο.

Ο Αχιλλέας σηκώθηκε και έτεινε το χέρι του προς εκείνη. Δεν της ζητούσε να διαλέξει εκείνον ή τον άνδρα που καθόταν στην αυλή μόνος του, όπως τόσα χρόνια πριν. Της ζητούσε να γυρίσει μαζί του, ως φίλη, ως την ελπίδα πως κάποια μέρα, οι δυο τους θα έβρισκαν την ευτυχιία ο ένας στα μάτια του άλλου.

Η Ήβη είχε πάρει την απόφασή της. Αυτή θα ήταν η τελευταία φορά.

Σήκωσε το χέρι της και-

Η στιγμή του αποχωρισμού ήταν μικρή, όσο πρόλαβαν μετά τον έλεγχο και την αναζήτηση της πύλης του. Η Ήβη περπατούσε αθόρυβη δίπλα από τον Ερμή και τη βαλίτσα του, πού και πού κοιτούσε μπροστά της, αλλά πάντα σε εκείνον. Ήθελε να τον χορτάσει, να μη ξεχάσει καμία λεπτομέρεια του προσώπου του. Το σημάδι που του είχε χαρίσει την πρώτη φορά που γνωρίστηκαν και το σχήμα των χειλιών του.

Τις τελευταίες μέρες προετοιμαζόταν για αυτή τη μέρα ψυχικά και σωματικά. Δεν τον άφηνε σε ησυχία και του ζητούσε να της διαβάσει κάθε τίτλο βιβλίου που μπορούσε να σκεφτεί. Βιβλία που ήδη είχαν μοιραστεί και έργα που δεν καταλάβαινε την αξία τους, αλλά τα αγαπούσε όσο αγαπούσε και αυτόν. Ο Δεκέμβρης είχε μπει για τα καλά, σε λίγες μέρες -εννιά- ήταν Χριστούγεννα. Δεν θα τον άφηνε να φύγει έτσι, δεν ήθελε.

Την είχε πιάσει απελπισία. Πού θα πήγαιναν τα πράγματά του; Πάλι έπρεπε να μαζέψουν τα βιβλία του; Τι θα απογίνει το συρτάρι της στο σπίτι του; Η καμένη λάμπα είχε ιδιαίτερη αξία. Και ο γείτονας, ποιος θα του κρατούσε παρέα τα βράδια; Και εκείνη, ποιον θα αγκάλιαζε για να ηρεμήσει; Οι εφιάλτες θα επέστρεφαν τη στιγμή που ο Ερμής έφευγε. Και μετά;

Είχαν κάνει μια συμφωνία. Η Ήβη δεν ήταν έτοιμη, αλλά ήθελε να το δοκιμάσει. Λίγους μήνες μακριά, ξανά κοντά. Θα αντάλλαζαν βιβλία και ο Ερμής της υποσχέθηκε πως θα έβαζε πρόστυχα κείμενα μέσα στις σελίδες, να τα διαβάζει και να κοκκινίζει μέσα στο μάθημα. Τον είχε χτυπήσει για αυτό, πριν κοιμηθεί στην αγκαλιά του με τη σκέψη πως δεν θα της τα διάβαζε αυτός.

Και θα το προσπαθούσε όντως. Χθες έκλεισαν το δικό της εισιτήριο. Τρεις Ιανουαρίου, του υποσχέθηκε. Θα μάζευε μια μικρή βαλίτσα και θα ταξίδευε στη μέση του πουθενά. Μέσα σε ένα αεροπλάνο που της προκαλούσε τρόμο. Για αρχή, κάθε τρεις μήνες, ο αγαπημένος της αριθμός. Μια φορά θα πήγαινε εκείνη, μια θα γυρνούσε αυτός. Και όταν τελείωνε, θα έκανε εκεί το μεταπτυχιακό της. Είχαν ήδη μιλήσει για αυτό, η Ήβη μπορεί να έβρισκε κάτι που την ενδιέφερε πραγματικά. Θα έφευγε, θα είχε ένα πρόγραμμα και θα το τηρούσε. Ήθελε να πετύχει. Πίστευε σε αυτό. Ήταν μια αλλαγή η οποία δεν ήρθε σαν άσχημη έκπληξη επιτέλους. Ήταν μια όμορφη ευκαιρία να κάνει κάτι παραπάνω.

Η Μίνα ήξερε πως η κόρη της θα επισκέπτονταν έναν φίλο, τόσο εύκολα την άφησε. Ήταν όμως μια αλήθεια, ο Ερμής ήταν φίλος. Είτε εδώ, είτε μακριά, θα ήταν για πάντα.

Ένας χρόνος, θα περάσει, έλεγαν μεταξύ τους. Και τότε γιατί φάνταζε λες και αυτό ήταν το τέλος;

Του έδωσε το αντίτυπο που είχε από την Αλίκη στη Χώρα τον Θαυμάτων, μια αγγλική σκληρόδετη έκδοση που ανήκε στην Ευανθία. Της έδωσε τον Γύρο του Κόσμου σε 80 Μέρες, με την ελπίδα να μπορέσει να ταξιδέψει μαζί του. Η ανακοίνωση για να δώσουν τα εισιτήρια τη τάραξε. Αυτό ήταν.

«Διαβατήριο;»

«Ναι.»

«Ταυτότητα;»

«Ναι.»

«Αντισηπτικό;»

«Ναι.»

«Ομπρέλα;»

«Ναι.»

«Τα παπούτσια που δεν χωρούσαν;»

«Μέσα στη τσάντα από το Duty Free.»

«Κάτι άλλο παράνομο;»

«Κουβαλάω τρία μπουφάν. Ζυγίζουν όσο και η χειραποσκευή που δεν δικαιούμαι.»

«Άρα είσαι έτοιμος;»

«Ναι. Εκτός από ένα πράγμα.»

«Τι πάλι;» τον ρώτησε φουρτουνιασμένη. «Τα έχουμε ελέγξει όλα Ερμή! Θα χάσεις την πτήση σου και μετά δεν έχω πού να σε βάλω. Και αν η επόμενη πτήση είναι μετά τις γιορτές; Ξέρεις συμβαίνουν αυτά. Μπορεί να έχει κακοκαιρία. Δεν εμπιστεύομαι τα αεροπλάνα και αυτούς που τα οδηγούν. Μήπως-τι κάνεις;!»

Γέλασε. «Μη φωνάζεις Σκάουτ, μας βλέπει ο κόσμος.»

«Τότε βάλ'το πάλι μέσα!»

Ο Ερμής άφησε τη βαλίτσα του και στήριξε τη σακούλα και τα μπουφάν στο χερούλι και στο πάτωμα του αεροδρομίου. Το μαύρο βελούδινο κουτί ήταν κλειστό μέσα στη χούφτα του, αλλά το τι έκρυβε μέσα τη φόβιζε. «Δεν σε ζητάω σε γάμο μικρή.»

Η Ήβη κοιτούσε μόνο τα χέρια του. «Και τότε;»

«Άνοιξέ το.»

«Δεν θέλω.»

«Σκάουτ.»

«Εντάξει.» ξεφύσησε.

Πήρε το κουτί από τα χέρια του και το άνοιξε σιγά σιγά. Πάνω στο λευκό ύφασμα καθόταν ένα όμορφο μικρό δαχτυλίδι που την έκανε να χαμογελάσει. H ασημένια λωρίδα γύριζε και αγκάλιαζε τη μικρή μπλε πέτρα σαν να ήταν το κέντρο του κόσμου. Το αγαπημένο της χρώμα.

«Θα το πάρω μαζί μου στη Σκωτία. Θα είναι μέσα σε ένα συρτάρι ή θα το κρατάω διαρκώς στα ρούχα μου. Αν...αν φοβηθείς να ανέβεις στο αεροπλάνο,» της είπε και έσκυψε κοντά της. Πήρε απαλά το κουτί από τα χέρια της και χαμογέλασε. «θα έχω αυτό το δαχτυλίδι να σε θυμίζει. Βλέπεις, είναι σαν τα μάτια σου. Και θα περιμένω. Όσο χρειαστεί.»

«Ρομαντικό.»

«Τέτοιος είμαι εγώ.»

Οι κανόνες που είχε μάθει της έλεγαν να μη κάνει απότομες κινήσεις, αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορούσε να κρατηθεί. Τον αγκάλιασε σφιχτά, τοποθετώντας τα χέρια της μέσα από το μπουφάν του και γύρω από την πλάτη του. Μια τελευταία φορά. Έτσι ένιωθε. Και ίσως έτσι ένιωθε και ο ίδιος.

Ο Ερμής την κράτησε στην αγκαλιά του ακόμη και όταν ακούστηκε η τελευταία ανακοίνωση για αποχώρηση. Σήκωσε το πιγούνι της και έσπρωξε τα μαλλιά της πίσω. Πόσο λάτρευε τα μάτια του όταν τη κοιτούσε έτσι;

«Είχες ευτυχισμένες στιγμές τελευταία;»

«Μου τις χάρισες όλες εσύ. Σου έδωσα τίποτα πίσω;»

Χαμογέλασε. «Όλα όσα ζητούσα.»

Ρούφηξε τη μύτη της. Δεν θα έκλαιγε, του το είχε πει. Θα τον έβλεπε ξανά σύντομα. Απομακρύνθηκε και τον βοήθησε να φτάσει στη κοπέλα που περνούσε τα εισιτήρια.

«Κανένα αντίο.» ψιθύρισε λίγο πριν φύγει.

«Θα τα πούμε σύντομα.»

«Σ'αγαπώ.»

Και περπάτησε μακριά.

«Και εγώ.» ψιθύρισε, χωρίς να την ακούει κανείς.

Πήγε να τρέξει κοντά του, να τον προλάβει και-

Το είπες;

Εκείνο το τελευταίο ψέμα ανάγκης που κρατούσες βαθιά μέσα σου. Πρόλαβες;

Ο χρόνος δεν περιμένει κανέναν, οι πράξεις προχωράνε μόνες τους και η δράση, η ενέργεια του να κάνω κάτι, είναι στα χέρια μας.

Το ρολόι τρέχει και εσύ μαζί του είσαι στάσιμος στο χώρο και στο χρόνο προσπαθώντας να αποφασίσεις, τώρα ή ποτέ. Θα σου τελειώσουν οι ευκαιρίες. Και τοτε ο χρόνος θα σπάσει, η καρδιά θα ραγίσει και εσύ θα πέσεις.

Το είπες;

Εκείνη τη φράση «Μη φύγεις, μείνε.». Εκείνα τα μυστικά που δεν μπορείς να βγάλεις από μέσα σου γιατί δεν μπορείς να αντιληφθείς αν θα υπάρξουν οι συνέπειες που μπορείς να αντέξεις. «Δεν αντέχω, μείνε.» γιατί δεν είσαι μόνη σε αυτό τον κόσμο και γιατί τον χρειάζεσαι, τη χρειάζεσαι, γιατί οι αναπνοές που παίρνεις είναι λιγοστές και αθόρυβες.

«Εγώ-»

«Εμείς-»

Εσύ.

Ο χρόνος κυλάει, κυλάει, κυλάει. Μη κλαίς, τρέχα, προσπάθησε. Γύρνα πίσω, διεκδίκησε. Πάρε επιτέλους τη ζωή στα χέρια σου. Μη φοβάσαι.

«Σ'αγαπω.»

Το είπες;

Βρίσκεσαι στο τέλος του δρόμου. Δύο στροφές με προορισμό το μέλλον. Το ένα, εκεί που πρέπει να πας. Το άλλο, εκεί που θέλεις.

Και εκείνος μπροστά σου, να σε κοιτάει. Δεν τον χρειάζεσαι επειδή είναι ο ένας, θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε. Τον χρειάζεσαι γιατί σου δείχνει πώς να αναπνέεις, σου μαθαίνει να υπάρχεις, αυτόνομη, με βοήθεια που δίνεις μόνη σου. Τα μάτια του γυαλίζουν από έρωτα, σου απλώνει το χέρι. Παίρνεις ένα βήμα μπροστά, νιώθεις τη ζεστασιά της αγάπης του, ένα ρίγος σε διαπερνάει γιατί το τέλος είναι κοντά, και είναι το τέλος που πρέπει και θέλεις και όλα τα δάκρυα άξιζαν το χάος. Άλλο ένα βήμα μπροστά, γιατί προσπαθησες να αναπνεύσεις, να βγεις από τη θάλασσα, να ζήσεις το όνειρο και εσύ απλα-

Στη ψυχολογία, υπάρχει ο όρος γυάλινη οροφή. Ένα αόρατο εμπόδιο που όσο και αν βλέπεις το όνειρο, δεν σε αφήνει να το πιάσεις. Παράγοντες ύπαρξης, πολλοί. Η δράση, μια. Είτε απομακρύνεται από το γυαλί γιατί είσαι ασφαλής πίσω από τον τοίχο, μέσα στο κουτί. Είτε παίρνεις μια βαθιά ανάσα, το αγγίζεις και ραγίζει.

«Σ'αγαπω.» Το είπες; Πρόλαβες;

Ο χρόνος τελείωσε.

Και το γυαλι-

Η Ήβη πονούσε από το πρωί μα δεν το είπε σε κανέναν. Ούτε στη Μίνα πριν φύγει για κάτι έκτακτο, ούτε στην Ευανθία όταν πήγε για μπριτζ το απόγευμα, ούτε στη Δανάη πριν ετοιμαστεί για το ραντεβού της. Σύντομα θα πήγαιναν στην Άννα για μια βόλτα απογευματινή, η Νίνα είχε φύγει ήδη προς τα εκεί. Και η Δώρα περίμενε με αγωνία έξω από το μπάνιο.

«Θα αργήσουμε!» της φώναξε.

Αλλά δεν μπορούσε να απαντήσει.

Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της πως θα αποκτούσε τον έλεγχο ξανά και δεν θα άφηνε το σώμα και το μυαλό να τη καταστρέψουν. Η κούραση την είχε κυριεύσει, ήθελε να κοιμηθεί.

Εκεί μπροστά της ήταν η λύση. Τρεις λεπίδες και ήξερε ακριβώς πού να χτυπήσει.

Το ότι το σκεφτόταν όμως, σήμαινε μόνο ένα πράγμα. Σε αντίθεση με όταν ήταν δεκαέξι, η ιδέα της αυτοκτονίας δεν την έλκει πλέον το ίδιο. Ήταν μια επιλογή και η Ήβη την παράτησε τη τελευταία στιγμή, πριν η λεπίδα αγγίξει το δέρμα της.

Έκατσε κάτω στο πάτωμα να ζαλίζεται. Πονούσε πολύ. Όταν έκλεισε τα μάτια της, ένιωθε εντάξει. Ένιωθε καλά. Και όταν κύλησε το αίμα ανάμεσα στα πόδια της, άφησε την ηρεμία να την πάρει μακριά.

Οι φωνές ήταν πολλές αλλά μπορούσε να διακρίνει μόνο μία. Φώτα πάνω από το κεφάλι της και κάποιος να σφίγγει το χέρι της.

«Ήβη, μπορείς να μου μιλήσεις;» τη ρώτησε κάποιος. Χαμογέλασε αχνά. Πονούσε τόσο πολύ και κρύωνε ακόμη περισσότερο. «Θα ακούσεις να με φωνάζουν Αποστόλου. Είμαι ο Γιάννης. Μείνε μαζί μου λίγο ακόμα. Και μη φοβάσαι. Όλα είναι καλά.»

Έτρεχαν, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.

«Γιατρέ, πέφτει η πίεσή της ξανά.»

«Ήβη!»

«Κλείστε τώρα ένα χειρουργείο!» φώναξε ο Γιάννης. «Ήβη, θα είσαι καλά, με ακούς;»

Η φωνή της Δώρας έπεσε κοντά της. «Μη τολμήσεις και φύγεις Ήβη, δεν μπορώ ξανά. Σε παρακαλώ.»

«Δεσποινίς δεν μπορείτε να περάσετε από εδώ και πέρα.»

Η Δώρα έσφιξε το χέρι της. «Μείνε, σε παρακαλώ.»

Η Ήβη άφησε ένα δάκρυ να πέσει και ένιωσε το δέρμα της να γίνεται κρύο στο σημείο που την έπιανε πριν λίγο η Δώρα. Τα φώτα σταμάτησαν να είναι τόσο δυνατά, και η Ήβη χαμογέλασε αχνά, το δαχτυλίδι με μια σπασμένη ακτίνα να χάνεται μέσα στα ματωμένα σεντόνια.

Ήταν ευτυχισμένη όταν έκλεισε τα μάτια της.

___________________________________________

Α/Ν Προσοχή! Αυτό δεν είναι το τέλος του δεύτερου μέρους. Ακολουθεί σε λίγη ώρα ένα τελευταίο κομμάτι, να σας συνοδεύσει σε αυτή τη νύχτα.

Σε αυτό το σημείο, μια όμορφη προσπάθεια ξεκινάει στο προφίλ του akrws-empisteutika ! Ακολούθησε εκεί και δες τι είναι!

Σας ευχαριστώ πολύ!

DL

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top