30. All Things Must Pass - George Harrison.

30. All Things Must Pass - George Harrison.

Οι μέρες κρατούν πολύ, τα χρόνια λίγο, όπως άρεσε στον Εντ να λέει. Ευχόταν να μπορούσε να σταματήσει το χρόνο.

-Christina Clancy.

Ένα απόγευμα του φθινοπώρου, η Ήβη αποφάσισε πως η Πανεπιστημιούπολη θα ήταν καλή ιδέα για να κάτσει λίγο πριν ξεκινήσουν τα μαθήματα. Οι φόβοι της για τα πρεζάκια είχαν μειωθεί τη στιγμή που ανέλαβε ο νέος πρύτανης, ένας άνδρας γύρω στα σαράντα που δεν είχε χρόνο να διευθύνει ένα τεράστιο πανεπιστήμιο και όμως το έκανε καλά εδώ και μήνες από την ημέρα που ανέλαβε την ηγεσία. Δεν εμπιστευόταν ακόμα αλλά είχαν φύγει οι κάμερες και η αστυνομία μιας προηγούμενης κυβέρνησης ενώ ταυτόχρονα η εγκληματικότητα έπεσε και η ασφάλεια, η υγιής ασφάλεια δίχως τρομοκρατία από κάποιους, ανέβηκε. Για την Ήβη, ήταν ξανά μια όμορφη περιοχή να κάτσεις όσο πέφτει ο ήλιος.

Σε αυτή της την απόφαση για έξοδο, κάλεσε τη Δώρα. Η φίλη της ήταν η μόνη που ακόμη της μιλούσε με ευκολία. Είχαν περάσει πολλά βράδια μαζί, πολλές νύχτες να μιλάνε για πράγματα άσχετα για να καταφέρουν να καλύψουν το κενό που άφησε η Άννα.

Και όμως, τώρα μπροστά της δεν ήταν η Δώρα που της παρείχε άνεση. Ήταν η Άννα.

Σε μια έκπληξη -και για τις δύο από ότι έμαθε- η Δώρα κάλεσε την Άννα χωρίς να γνωρίζει ότι η Ήβη θα είναι εκεί, και η Ήβη έφτασε στο παρκάκι με τη τεχνητή λίμνη χωρίς να γνωρίζει πως η Άννα θα καθόταν κάτω από το δέντρο. Η ξανθιά φίλη της, πρώην φίλη της ίσως, έπινε σιωπηλά τον καφέ της χωρίς να εκφράζει την παραμικρή σκέψη της. Η Ήβη ακολούθησε παρόμοια τακτική, συνήθη για τη συμπεριφορά της, με ένα παγωμένο τσάι στα χέρια της. Το αστείο ήταν πως η Δώρα, αυτή που αρνούνταν να μιλήσει όταν μαζεύονταν και οι τρεις τους και προτιμούσε να τρώει και να κλείνει ραντεβού για σεξ, τώρα δεν έβαζε γλώσσα μέσα της.

Ήταν η πρώτη φορά μετά από μήνες που η Άννα και η Ήβη βρίσκονταν στο ίδιο σημείο, την ίδια στιγμή, με την ίδια παρέα. Ήταν η πρώτη φορά μετά από μήνες που έβλεπε η μία την άλλη.

Δεν μπορούσε να ακούσει τη Δώρα να αναλύει αστρολογικώς άλλο ένα από τα οικογενειακά προβλήματά της ή να λέει για τον γιατρό που γνώρισε στο νοσοκομείο όταν πήγε για ώρες κλινικής και το έκαναν σε μια από τις αποθήκες του υπογείου. Το μυαλό της, η σκέψη της, το βλέμμα της ήταν αλλού.

Η Άννα ήταν ανέκαθεν ένα όμορφο πλάσμα. Από μικρό κοριτσάκι που την ήξερε, ήταν αυτή που τραβούσε την προσοχή αμέσως, περισσότερο και από τις μπούκλες της Ήβης, περισσότερο από την πρώτη φορά που η Δώρα ξύρισε τα μαλλιά της στο ύψος της μάσκας της. Οποιαδήποτε περιγραφή θα την αδικούσε και δεν της άξιζε κάτι τέτοιο. Ήταν όμορφη, έξω, μέσα, παντού. Ακόμη και αν για λίγα λεπτά τη μίσησε με όλη της την ψυχή, η Ήβη τη θαύμαζε και τη θεωρούσε σημαντική προσωπικότητα στη ζωή της.

Σήμερα είχε χτενίσει τα μαλλιά της πίσω, να φαίνονται τα έντονα χαρακτηριστικά του προσώπου της που τόσο εύκολα είχε ερωτευτεί το αγόρι της, ο Γιώργος. Της πήγαινε, την έκαναν να φαίνεται λαμπερή, φωτεινή, χαρούμενη. Και ας μη το έδειχνε, με το ποτήρι του καφέ μονίμως μπροστά από το στόμα της, να κρύβει μια αμηχανία που μπορεί να ένιωθε.

Η Ήβη άκουσε τις λέξεις της Δώρας όταν ήταν πολύ αργά, πριν η σκέψη της τις τοποθετήσει στα κουτιά.

«Πάω να πάρω έναν δεύτερο.» τους είπε, δείχνοντας το άδειο χάρτινο ποτήρι του καφέ. «Μιλήστε ή...ενώστε τις σιωπές σας.»

Η Δώρα περπατούσε με ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη, το κεφάλι της να γυρίζει προς το μέρος τους πότε πότε, να ελέγχει την πρόοδο της κατάστασης. Το κυλικείο ήταν πολύ μακριά για να σωθεί.

Και άβολη ήταν η σιωπή της όπως πρόβλεψε. Η Άννα κοιτούσε μακριά, η Ήβη μετρούσε τα φύλλα στο δέντρο από πίσω τους χάνοντας το μέτρημα πολλές φορές. Άκουσε το ασθενοφόρο που πήγαινε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο και στο ΑΧΕΠΑ, τους φοιτητές από δίπλα να συζητούν για την επόμενη προβολή ταινίας το ίδιο βράδυ στο μικρό αμφιθέατρο του Πολυτεχνείου. Εννιά, μόλις τελειώσουν όλα τα μαθήματα, μόλις οι προβολείς ανάψουν και οι φύλακες αρχίσουν να δείχνουν τον δρόμο της εξόδου σε όποιον δεν ανήκει στην πανεπιστημιακή κοινότητα ή δεν έχουν ειδική άδεια. Μια νέα ταινία, η προσπάθεια αναγέννησης μιας παλιάς.

Κάποτε μιλούσε με την Άννα για αυτά.

Γύρισε προς το μέρος της, το καλαμάκι να τσαλακώνεται κάτω από τα δόντια της. Η Άννα να γουρλώνει τα μάτια λες και την έπιασε να κάνει κάτι. Την κοιτούσε και εκείνη; Για δες τι παίζει εδώ.

«Θα παίξουν το Πρωινό στα Τίφανις.» της είπε σιωπηλά. Ήθελε η φωνή της να βγει δυνατή αλλά δεν τα κατάφερε ποτέ. Ξαναπροσπάθησε. «Την έχεις δει;»

Η Άννα φάνηκε μπερδεμένη και σούφρωσε τα φρύδια της. «Ναι, στη Τρίτη γυμνασίου, εκεί ήμουν, δεν θυμάσαι;»

«Όχι αυτή, για τη καινούρια λέω.» της είπε. Κατάλαβε.

«Χμ, ναι, εσύ;»

«Ναι.»

Και πάλι σιωπή.

Ήταν λάτρης της σιωπής μεταξύ φίλων, εντάξει; Λάτρης. Αυτή η σιωπή όμως τη σκότωνε, έβαζε ορισμούς στα συναισθήματα και όλα έβγαιναν αρνητικά. Η σιωπή που της άρεσε ήταν ήρεμη, όμορφη, χωρίς να χρειάζεται λέξεις για να τη περιγράψει. Ήθελε μόνο να κοιτάς τον ουρανό και να νιώθεις άνετα με το μυαλό του άλλου μέσα σου. Η σιωπή που επικρατούσε τώρα ήταν αλλιώς, ήταν σκοτεινή σαν τα μαλλιά της Cara Harlow, της πρωταγωνίστριας στη νέα ταινία, και έκρυβε λέξεις που δεν μπορούσε να πει καμιά τους.

Οπότε προσπάθησε ξανά. Ή τουλάχιστον το αποφάσισε, μερικά δευτερόλεπτα αφότου κάτσει η ιδέα στο μυαλό της Άννας.

Η κοπέλα που καθόταν λίγα μέτρα μακριά της, έμοιαζε ένα ντροπαλό κοριτσάκι που δεν ήξερε και δεν είχε δει ποτέ. Κοιτούσε αλλού, αποφεύγοντας το έντονο βλέμμα της Ήβης. Εκείνη πίστευε πως για μια εποικοδομητική συζήτηση πρέπει να κοιτάς τον άλλον στο πρόσωπο, στα μάτια, να βλέπεις πότε χάνεται το ενδιαφέρον του και πότε ενθουσιάζεται με κάθε σου λέξη. Η Άννα ήταν απόμακρη, αλλά το ξεκίνημα της συζήτησής τους έκανε την Ήβη να χαρεί, έστω και λίγο.

«Η Cara ενσάρκωσε τον ρόλο τέλεια, δεν νομίζεις;» τη ρώτησε απαλά.

Η Ήβη έφερε στο μυαλό της τη σκηνή που της άρεσε περισσότερο, μετά τη βροχή στην αναζήτηση της γάτας της, μέσα σε ένα σύγχρονο τραίνο, να μοιράζεται λόγια αγάπης με τον άνδρα που ανακάλυψε πως η ζωή θα ήταν πιο χαρούμενη αν ήταν και αυτός εκεί.

Συμφώνησε. «Ήταν υπέροχη. Είχα πολλές αμφιβολίες αν θα τα καταφέρει.»

Η Άννα γέλασε. «Εκείνο το επεισόδιο στο Sport's Arena που έπαιξε έτσι; Απαίσια εκεί.»

«Νομίζω έφταιγε το σενάριο.» απάντησε, θυμούμενη τον ρόλο της μελαχρινής κοπέλας σε μια σειρά που δεν άξιζε τα 9,8 αστέρια στα charts των καλύτερων σειρών της εποχής. «Αλλά και ο Sam, καλός ήταν.»

Η Άννα μόρφασε στην ιδέα του άνδρα που έπαιζε τον συμπρωταγωνιστή της Cara. «Καλός στον ρόλο, στο μάτι όχι.»

«Τον βρήκα γοητευτικό.» η Άννα γύρισε τα μάτια της σε αυτές τις λέξεις, η Ήβη όμως συνέχισε. «Ήταν. Είδες πώς κοίταζε τη Cara στο τέλος; Η Μίνα τον λάτρεψε. Λίγο μεγάλος βέβαια για τον ρόλο.»

«Αλλά για τη Μίνα, μια χαρά.» οι δυο κοπέλες τσούγκρισαν τα ποτήρια τους.

Στη κίνηση, αντάλλαξαν ματιές. Στην αρχή ήταν κάτι αθώο και σχεδόν ψυχρό. Η Ήβη το βρήκε απότομο για την ίδια, δεν περίμενε μια κίνηση τόσο συνηθισμένη άλλοτε τώρα να τη θεωρεί σημαντική για την εξέλιξη της ημέρας της.

Και μετά, η Άννα ξεφύσησε, σαν να ήταν κουρασμένη με όλα αυτά. Η Ήβη ακολούθησε το παράδειγμά της.

«Αν θες δεν μιλάμε για ό,τι έγινε ακόμα αλλά,» η Άννα την πλησίασε. Κοίταξε γύρω της, ήταν μακριά από τους άλλους για να ακούσουν. «είσαι με...με...κατάλαβες.»

Η Ήβη κοκκίνησε στη σκέψη του. «Δεν ξέρω αν μπορώ να απαντήσω σε αυτό. Αν πω κάτι μπορεί να μας βάλει σε μπελάδες.»

«Δεν είναι δα και κάποιο νομικό πρόβλημα.» της είπε πίνοντας από το ποτήρι. Την έκλεισε το μάτι συνωμοτικά. «Μην πεις τίποτα. Κατάλαβα την απάντηση.»

Η κοπέλα άφησε κάτω το τσάι που κρατούσε και δάγκωσε τα χείλη της. Την πονούσε ευχάριστα στο σημείο που το πρωί ο Ερμής τη δάγκωσε. «Είσαι εντάξει με αυτό;»

Η Άννα την κοίταξε γεμάτη συναίσθημα. Αγάπη. «Μωρό μου, δεν βγαίνω εγώ μαζί του. Αν σε κάνει ευτυχισμένη, θα σας παντρέψω όποτε θες. Αλλά δεν θέλω να σε πληγώσει. Αν το κάνει, ο μπαμπάς έχει αρκετά λεφτά να προσλάβει κάποιον.»

Η Ήβη σήκωσε το φρύδι της. «Να κάνει τι;»

Η Άννα πέρασε ένα δάχτυλο στον λαιμό της βγάζοντας έξω τη γλώσσα της. Η Ήβη την έσπρωξε.

«Άννα, μη τολμήσεις!»

«Καλά, καλά!» της χαμογέλασε λυπηρά. Έσκυψε κοντά της και η Ήβη ένιωθε την ασφάλεια του σπιτιού της μόλις μερικά εκατοστά μακριά. «Ήταν τα μόνα πράγματα που ήξερα για εκείνον Ήβη. Ήθελα απλώς να σε προστατέψω.»

Η Ήβη δεν απάντησε.

«Ξέρω πως αυτό δεν δικαιολογεί τίποτα. Και ίσως δεν κάνει τα πράγματα όπως παλιά.» η Άννα κοίταξε πίσω, στη Δώρα που περπατούσε προς το μέρος τους, ένα σάντουιτς στην αγκαλιά της, τέρμα ο καφές μετά τις έξι. «Η Δώρα λέει πως σε κάνει να χαμογελάς περισσότερο. Να είσαι πιο χαρούμενη. Ίσως εσύ τον ξέρεις καλύτερα από όλους μας. Καλύτερα και από εκείνη.»

Στην αναφορά της πρώην του Ερμή, η Ήβη χαμήλωσε τα μάτια της. «Ξέρω πως κάνετε ακόμη παρέα. Είναι...είναι καλά;»

Η Άννα γύρισε να τη κοιτάξει απότομα, σηκώνοντας το πιγούνι της με ένα χέρι. «Μη δημιουργείς τέρατα στο μυαλό σου. Η Σειρήνα μπορεί να πέσει στα Τάρταρα και ο Ερμής θα συνεχίσει να λιώνει για σένα. Φαίνεται.»

Η Ήβη χαμογέλασε. «Σους, θα ακούσει κανείς. Αλλά λιώνει ε;»

«Στα πατώματα πέφτει.»

Ω, έχει πέσει.

«Μιας και τα βρήκατε, θα ήθελα μια χάρη.» η Δώρα έκατσε κάτω με ανοιχτά τα πόδια και μπουκώθηκε στο σάντουιτς. «Η μαμά έκοψε τα λεφτά μέχρι να της ζητήσω συγνώμη για το γεγονός ότι δεν της μίλησα για δύο μήνες. Οπότε θέλω ρευστό, να τσοντάρετε και οι δύο παρακαλώ.»

Η Ήβη άκουσε το παράπονο της Άννας πάνω από το γέλιο της, λες και τα πράγματα είχαν γυρίσει πίσω στο φυσιολογικό. Αλλά οι δυο τους ήξεραν πως είχαν αρκετό δρόμο ακόμα για αυτό.

Μέχρι να πέσουν οι συγνώμες ήθελε χρόνο...μακάρι να τον είχαν.

Η Ήβη δεν ξέρει πώς να ξεκινήσει αυτό το κεφάλαιο. Δεν ξέρει πώς να αφηγείται μια ιστορία μπροστά σε τόσο κόσμο. Έχουν κοκκινίσει τα μάγουλά της από ντροπή. Νιώθει τον ιδρώτα να τρέχει σα να τη φτύνει ο Θεός. Μπορεί και να τη φτύνει, να τη ξεματιάζει από το κακό μάτι των γιαγιάδων που περνούν από πίσω.

Ο Αχιλλέας βάζει ένα χέρι πάνω από τους ώμους της. Την φέρνει κοντά του και μυρίζει καρπούζι από το αντιηλιακό, σαν αυτό του Φώτη από το Παρά Πέντε. Χαμογελάει στη κάμερα, σηκώνει τα γυαλιά ηλίου του και η φωνή του ακούγεται μεθυσμένη, σχεδόν όπως η ροή της σκέψης του.

«Καλησπέρα και καλή βραδιά. Πίνουμε-» κοίταξε το ποτήρι του. Το μύρισε. Ξύνισε. Κοίταξε την Ήβη. «Τι πίνουμε;»

Η Ήβη αναστέναξε. Πω πω, θα έπρεπε πάλι να μιλήσει; Κοίταξε τη κάμερα με ντροπή. Σταύρωσε τα πόδια της, η ριγέ κάλτσα στο αριστερό πόδι έμενε στη σκιά μπροστά από την πράσινη κάλτσα με τα καραβάκια στο δεξί της πόδι. Ίσιωσε το κορμί της -παραλίγο να πέσει μπροστά. Προσπάθησε να ανοίξει τελείως τα μάτια της μπροστά στον απογευματινό ήλιο. Το φως πάντα την ενοχλούσε. Αλλά δεν πειράζει, μια ψυχή που είναι να βγει ας βγει και να εξαφανιστεί γιατί δεν αντέχει άλλο.

«Τσάι με λεμόνι.» είπε σοβαρά. Κοίταξε γύρω της. Με τον Αχιλλέα κάθονταν σε ένα πεζουλάκι μπροστά από ένα σπίτι. Δέκα βήματα και μια διασταύρωση αργότερα και έπεφτες μέσα στη θάλασσα. Η Ήβη κοίταξε πάλι στη κάμερα.

«Τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι.»

Έτσι είχε ξεκινήσει η περιπέτειά τους στο νησί. Αυτές ήταν οι αρχικές της σκέψεις, τις έπαιζε ξανά και ξανά στο μυαλό της, μια αρχή για όλα.

Δύο μέρες πέρασαν από την πρώτη φορά που πάτησαν το πόδι τους στο νησί. Η Ήβη δεν χάρηκε ιδιαίτερα τη διαμονή της εκεί, ο καιρός ήταν πολύ ανοιχτός, ο ήλιος πολύ φωτεινός, οι άνθρωποι πολύ χαμογελαστοί, το κρεβάτι πολύ μαλακό. Ήταν αρνητική σε κάθε μορφή χαμόγελου, το έβρισκε υπερβολικό, σαν να είχαν έρθει σε έναν παραδισένιο τόπο που δρούσε μακριά από τα προβλήματα. Ο μόνος φυσιολογικός εκεί πέρα ήταν ο ψαράς και ήταν χαρούμενη που δεν τον έβλεπε συχνά.

Την πρώτη επίσημη μέρα, ο Αχιλλέας την είχε ξυπνήσει με ένα φλιτζάνι ζεστό τσάι με λεμόνι και ένα κρουασάν, χωρίς σοκολάτα, που έψησε μόνος του με τα χεράκια του. Κατεψυγμένο και σε προσφορά στο τοπικό σούπερ μάρκετ. Η προηγούμενη νύχτα δεν είχε ξεχαστεί, αλλά οι δυο τους συμφώνησαν νοητά να μη τους αφήσει να καταστρέψουν το ταξίδι. Τα συναισθήματα ήταν πολλά και έντονα, λέξεις όμως για αυτά δεν υπήρχαν.

Ο Αχιλλέας ήταν ακόμη ερωτευμένος μαζί της. Και εκείνη...εκείνη δεν ήξερε αν ήθελε να το ξέρει αυτό.

Είχε συνηθίσει και πάλι στην ιδέα της φιλίας, ήταν μια ασφαλής επιλογή. Δεν ήθελε να ταράξει τα νερά. Ο Αχιλλέας για εκείνη δεν ήταν ο παράφορος έρωτας που θα την έπαιρνε και θα την έκανε να ζήσει μαγικές στιγμές. Ήταν ένας άνθρωπος, ο δικός της άνθρωπος που θα την έπαιρνε και θα ζούσαν μαζί μαγικές στιγμές, ο ένας πλάι στον άλλον, της πρόσφερε ασφάλεια μέσα στον ίδιο της τον εαυτό, ένα χαμόγελο στα χείλη, και τη τυπική σύγχυση για να βράσει το αίμα της.

Μπορούσε να σκεφτεί και άλλα, να πει και άλλα. Να κάνει. Δεν ήταν σίγουρη αν ήταν σε εκείνο το επίπεδο ακόμα.

Πήρε τηλέφωνο τον ψυχολόγο της και έκλεισαν ραντεβού δύο εβδομάδες μετά τον γυρισμό της, περίπου τη στιγμή που θα έκλεινε ενάμιση μήνα από την προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης της. Ήταν ένα πείραμα στο οποίο συμφώνησαν και οι δύο, να δουν την προσαρμογή της στα δεδομένα της καθημερινότητας και της εξέλιξής της από ένα άτομο που στα δεκαεφτά του έπαιρνε δύο χαπάκια την ημέρα για να ρυθμίσει απλά και μόνο τον ύπνο και την κατάθλιψή της, σε ένα άτομο που σχεδόν δεν τα χρειαζόταν όλα αυτά. Ήταν καιρός για νέες περιπέτειες, της είχε πει ο άνδρας που μπορούσε να αποκαλέσει και φίλο μετά από τόσα χρόνια γνωριμίας και η Ήβη ήταν έτοιμη, μάλλον, μπορεί;

Οπότε, όταν ντύθηκε εκείνη την πρώτη μέρα, η Ήβη άφησε τον Αχιλλέα να τη σύρει στα σοκάκια και στους δρόμους της Λήμνου δίχως έλεος. Την έπεισε να χρησιμοποιήσουν την βιντεοκάμερά του για να αποτυπώσουν σε δύο-τρία βίντεο τις στιγμές του καλοκαιριού με τίτλο «Δέκα χρόνια από τη μέρα που μπορούσα να ξεφύγω από τα προβλήματά μου με ένα εικοσάρικο από τη γιαγιά». Έπρεπε να βρουν έναν μικρότερο τίτλο, πάνω από δεκατρείς λέξεις κανονικά δεν κάνει να βάζεις ούτε σε τίτλο ακαδημαϊκής εργασίας. Η πτυχιακή της ήταν πιο μικρή -και πιο πετυχημένη αν τη ρωτάτε.

Κάθε φορά που ο Αχιλλέας είχε ελεύθερο χέρι, εκείνη η κάμερα τραβούσε. Και όταν το φωτάκι αναβόσβηνε με κόκκινο χρώμα και την εκνεύριζε, εκείνος την έκλεινε με μια υπενθύμιση πως όταν φόρτιζε πλήρως, θα την άνοιγε ξανά και δεν θα την έσωζε τίποτα.

Η ίδια καταραμένη κάμερα την κοιτούσε και τώρα. Προσέχοντας να μη τη βλέπει ο Αχιλλέας, η Ήβη περπάτησε τα δέκα βήματα μέχρι το τραπέζι που το μαραφέτι τη κοιτούσε. Τα δάχτυλά της έκλεισαν το πορτάκι που έβλεπες τι τραβάς, τη σήκωσαν και την έβαλαν να κάτσει στη σπασμένη πλαστική καρέκλα, πλέον χωμένη κάτω από το τραπέζι. Ναι, πολύ καλύτερα.

«Έτοιμη;» τη ρώτησε. Η Ήβη δεν τινάχτηκε, είχε συνηθίσει στις εκπλήξεις, οπότε απλώς γύρισε αργά προς την έξοδο που την περίμενε ο Αχιλλέας, κερδίζοντάς της χρόνο να ηρεμήσει τη τρομαγμένη καρδιά της. «Έπεισα τον ψηλό τύπο να μας δώσει τη βάρκα του. Ήταν πιο εύκολο από ό,τι νόμιζα.»

Α, μα φυσικά και ήταν έτοιμη για αυτό. Μια απλή βαρκάδα στη θάλασσα, μέσα σε ένα καραβάκι που κανείς τους δεν ήξερε πώς δουλεύει, σε νερά που ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να χαθούν, σε ένα μέρος που δεν γνώριζε κανείς την ύπαρξή της. Ασφάλεια, δεν είχε προλάβει να βγάλει ασφάλεια.

Ούτε την προηγούμενη φορά το έκανε βέβαια.

«Φυσικά.» απάντησε. «Έτοιμη για όλα.»

«Εκεί θα μείνεις όλο το βράδυ;»

Αυτή ήταν η ιδέα. Πολύ αργά για να το ακυρώσει; «Όχι.»

Η δεύτερη μέρα, η σημερινή, ξεκίνησε για εκείνη νωρίς, αλλά χωρίς κάτι άλλο να κάνει, ξεκίνησε όταν ο Αχιλλέας ξύπνησε το μεσημέρι. Ο τύπος είχε έρθει στο νησί με τη δικαιολογία πως ήθελε να κολυμπήσει στα μαγικά νερά μιας απίστευτης περιπέτειας, και πλάι στο νερό δεν περπάτησε ούτε λίγο. Το κύμα δυο μέρες τώρα δεν άγγιξε το δέρμα του. Δεν είχε παράπονο η Ήβη, απλώς της φαινόταν χαζό. Και άντε εκείνη είναι περίεργη, εκείνος υποτίθεται πως ήταν ο φυσιολογικός εκ των δύο, έπρεπε να αναλάβει μια ευθύνη.

Στη συνέχεια, δηλαδή πριν δέκα λεπτά, μόλις έπεσε ο ήλιος, ο Αχιλλέας ήρθε με μια υπέρλαμπρη ιδέα στο μυαλό του. Αυτή που δεν τόλμησε να κάνει πράξει υπό το φως της ημέρας και ήθελε να το δοκιμάσει όταν όλοι έπρεπε να κοιμούνται. Η Ήβη του είπε όχι κολύμπι, όχι φαί, όχι, όχι, όχι. Αλλά ο Αχιλλέας νίκησε, με τη βαρκάδα σαν μέση λύση και το επιχείρημα πως ήταν όλα μέσα στην περιπέτεια.

Να τη χέσει την περιπέτεια, πετσούλες έπεφταν από τα μαλλιά της, ήθελε το κρεβάτι της στη Θεσσαλονίκη.

Ήταν ευγνώμων όμως για τον άνδρα που τους φιλοξενούσε. Ήσυχος, χωρίς πολλές λέξεις. Η Ήβη τον θαύμαζε για αυτό τον τρόπο ζωής, ακόμη και με το ληγμένο γάλα στο ψυγείο του, δεν την πείραζε. Ζούσε σε μια γειτονιά που τα περισσότερα σπίτια είχαν μείνει ακατοίκητα με τα χρόνια, μόνος, μέσα στην ησυχία του, χωρίς τηλέφωνο, τηλεόραση, υπολογιστή. Δεν ήταν απομονωμένος απλώς ήταν...μοναχικός. Του άρεσε, το έβλεπε στο βλέμμα του όταν χθες το βράδυ καθόταν έξω και διάβαζε το βιβλίο του, ήρεμος, γαλήνιος, με την σιωπή να ξετυλίγεται σαν όμορφη μελωδία γύρω του.

Όταν τον χαιρέτησαν του χαμογέλασε. Της ανταπέδωσε. Μια γνωστή αίσθηση στα μάτια του.

Όταν έφτασαν στο μικρό καράβι, ο Αχιλλέας τη βοήθησε να μπει μέσα με ένα βήμα. Δεν ήταν πως φοβόταν τη θάλασσα, αλλά το ταρακούνημα την αναστάτωσε. Το ίδιο και ο ήχος της μηχανής, όταν ο Αχιλλέας προσπάθησε να βάλει μπρος τρεις φορές πριν τα καταφέρει τη τέταρτη.

«Κρυώνεις;» τη ρώτησε.

Η Ήβη αγκάλιασε περισσότερο το σώμα της. Μπορούσε να το είχε σκεφτεί καλύτερα πριν βάλει αμάνικο φόρεμα. Αλλά ο καλοκαιρινός καιρός την έκανε να νιώθει βαρύ το ύφασμα, δεν το άντεχε. «Όχι.»

«Τότε γιατί είσαι λες και σε χτύπησε παγόβουνο;»

Στη λέξη, αναρίγησε. Το καραβάκι περνούσε τα κύματα με ευκολία, το νερό να πιτσιλάει το πρόσωπό της. «Γιατί φοβάμαι πως η μηχανή θα σταματήσει, εμείς θα μείνουμε στη μέση του πουθενά και θα πεθάνουμε όπως πεθαίνουν όλοι σε τέτοιες καταστάσεις.»

«Κανείς δεν πεθαίνει σε τέτοιες καταστάσεις.» της είπε. Έσκυψε κοντά της. «Έχεις στατιστικά να μου αποδείξεις το αντίθετο;»

«Κοίτα να δεις,» ξεκίνησε. Έβαλε το μυαλό της να δουλέψει, τόση έρευνα έκανε για τα ατυχήματα στη θάλασσα, ούτε ένα έλεγε για ένα βαρκάκι σε ένα περικυκλωμένο από στεριά μέρος. «δεν έχω κάτι. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα γίνει. Μπορεί να είμαστε οι πρώτοι.»

Ο Αχιλλέας μειδίασε. «Το ατύχημα Βιλαέτη.»

Το καράβι κουνήθηκε απότομα προς τα δεξιά, ένα μεγάλο κύμα να το χτυπάει και να τρομάζει την Ήβη. «Θα δώσω και το δικό σου όνομα, εσύ με έφερες εδώ.»

«Μπορούμε να γυρίσουμε πίσω.» σχολίασε ο φίλος της και χτύπησε δύο φορές τη μηχανή από πίσω. Τα νερά ήταν πιο βαθιά εδώ, ήταν απομακρυσμένοι αλλά μπορούσε να δει τις πινακίδες στη στεριά. Ο Αχιλλέας της χαμογέλασε όλο νόημα που εκείνη δεν καταλάβαινε. «Και όταν θα είμαστε στο σπίτι, θα σε βασανίσω γιατί θα έχεις γρουσουζέψει όλο το ταξίδι με την αρνητικότητά σου.»

«Εγώ γρουσούζα; Η Δώρα λέει πως το άστρο μου και οι πλανήτες μου δεν διοχετεύουν τέτοιου είδους ενέργεια.» του απάντησε. Σήκωσε το χέρι και άρχισε να του εξηγεί. «Σελήνη; Στον Τοξότη. Γεμάτη ταξίδια, το θέλω. Ο Δίας μου; Στον Αιγόκερω. Απλώς η μηχανή θα σταματήσει και εμείς θα μείνουμε εδώ για πάντα. Κανείς δεν θα μας ψάξει.»

Η μηχανή πήρε μπρος στο τέταρτο χτύπημα του Αχιλλέα. «Ηλιόφωτη, δες την θετική πλευρά. Θα έχουμε ο ένας τον άλλον.»

«Δεν θα γίνω κανίβαλος για να επιβιώσω.» τον ενημέρωσε με το στήθος ψηλά. «Εγώ δεν θα φάω ανθρώπινο κρέας, θα ψαρέψω τα όντα της θάλασσας, θα εναρμονιστώ με τις νέες καταστάσεις-»

Με έναν δυνατό κρότο, η μηχανή σταμάτησε. Το επόμενο κύμα εμφάνισε ατμούς να βγαίνουν από τη μηχανή λίγο πριν ένα δεύτερο τους εξαφανίσει. Η ίδια είχε βραχεί, πολύ, εκεί που όλα ήταν ήρεμα, ήρθε το χάος. Κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα τον Αχιλλέα, να προσπαθεί με χτυπήματα να ξυπνήσει το θηρίο να πάρει μπρος. Δεν θα δεχόταν το άγχος να έρθει πριν το χρειαζόταν, ο πανικός έπρεπε να μείνει στο μηδέν.

Ο Αχιλλέας γέλασε. Αργά, το σώμα του, βρεγμένο ως ήταν, γύρισε προς εκείνη, τρέμοντας από το κρύο. Έκλεισε τα μάτια του και τον είδε να σκέφτεται καλά τις επόμενες λέξεις του. Όλα θα πήγαιναν σκατά, όπως πάντα.

«Κάτι, κάτι στον αστρολογικό σου χάρτη μισώ τόσο πολύ,» ψιθύρισε ανοίγοντας τα μάτια. «τόσο πολύ, που μπορεί και να σε σκοτώσω.»

Στην αρχή δεν αντέδρασε. Έπρεπε να το σκεφτεί λογικά. Δεν ήταν τόσο μακριά από τη στεριά για να κολυμπήσουν. Κάποιος θα τους έβλεπε, σίγουρα, το μέρος ήταν γεμάτο τουρίστες αυτή την περίοδο. Και εκεί λίγο πιο πέρα φαινόταν πάνω στο νερό κάτι σαν μια μικρή εκκλησία, ίσως κάποιος ήταν εκεί μέσα, ίσως κάποιος έπαιρνε τη Μίνα τηλέφωνο να βάλει τα μεγάλα μέσα να σώσει τη μικρότερη κόρη της γιατί αυτή η ηλίθια σήμερα θα πέθαινε.

Τόσο λογικά.

«Οκ. Εντάξει.» είπε. Περισσότερο στον εαυτό της, παρά σε εκείνον. Ο πανικός ήταν στο ένα, το άγχος στο πέντε. Κρατήθηκε από τις άκρες του ξύλινου σκάφους ή ό,τι άλλο είναι αυτό το πράγμα και κοίταξε τριγύρω της. Κενό, σκοτάδι, τίποτα. «Τέλεια, υπέροχα.»

Το κύμα τους σήκωσε και τους κατέβασε, ο Αχιλλέας να κάθεται με σταυρωμένα χέρια όσο πιο ήρεμος δεν ήταν εκείνη, διασκεδάζοντας με αυτό που έβλεπε. «Υπάρχουν και άλλες λέξεις που μπορείς να χρησιμοποιήσεις. Εξαίσια, θαυμάσια, όμορφα.»

Αν το βλέμμα της σκότωνε, ο Αχιλλέας θα βρισκόταν τώρα στο πιο δύστυχο κελί της Κόλασης. «Κάθεσαι και με ειρωνεύεσαι;»

«Το κατάλαβες;» τη ρώτησε. «Εσύ είσαι καλή.»

«Πάρε κάποιον τηλέφωνο!»

«Αν μπορούσα θα το έκανα, αλλά αν θυμάσαι, κάναμε μια συμφωνία να απέχουμε από τον έξω κόσμο όσο είμαστε εδώ και τηλέφωνο γιοκ.»

Η Ήβη ένιωθε το αίμα της να βράζει. «Ποιος είχε αυτή την εξωφρενική ιδέα;»

«Εσύ, όταν η Μίνα σου έσπασε τα νεύρα.»

Εντάξει, θα μπορούσε να κάνει μια τρίτη απόπειρα αυτοκτονίας.

Με τον πανικό να αυξάνεται, το καραβάκι να απομακρύνεται και η νύχτα να την πνίγει, η Ήβη δεν μπορούσε άλλο να κάθεται. «Τότε πήδα και φέρε κάποιον να μας σώσει!» φώναξε σηκώνοντας το σώμα της. Στο κύμα που τους χτύπησε, η ισορροπία της την έβγαλε νικήτρια. «Αχιλλέα δεν θέλω να πεθάνω εδώ πέρα. Η θάλασσα είναι αποκρουστική. Απέραντη, δεν μπορώ να την προβλέψω. Και αν πέσω; Θα χαθώ, μπορεί να ξεβραστώ σε κάποιο κράτος χωρίς όνομα. Και τότε, όχι μόνο δεν θα έχω προλάβει να αγγίξω τον πάπυρο αλλά δεν θα έχω προλάβει και να το χρησιμοποιήσω!»

Ο Αχιλλέας σήκωσε ένα χέρι, η Ήβη το κράτησε για να μείνει σταθερή αλλά αρνούνταν να κάτσει. «Θα κολυμπήσω να βρω βοήθεια και τότε-»

«Σταμάτα να μιλάς. Προσπαθώ να σκεφτώ για να μην αγχώνομαι.» τον διέκοψε. Με το ελεύθερο χέρι της, μέτρησε έως το πέντε τις αναπνοές, ο Αχιλλέας να τη κοιτάει με θαυμασμό. Είχε τον έλεγχο, ήταν ήρεμη, όλα ήταν καλά, εκείνη ήταν καλά. Είσαι εντάξει Ήβη. «Όταν πεθάνω, μη με θάψετε. Να με κάνετε στάχτη και να με πετάξετε πάνω από τις ρίζες μιας λεμονιάς. Το θαλασσινό νερό ελπίζω να μην έχει καταστρέψει το σώμα μου τόσο πολύ. Επίσης, τα βιβλία μου θέλω να μην αγγιχτούν από τη Νίνα, με τις ορμόνες της τελευταίας περιόδου αφήνει μαρμελάδες σε ό,τι αγγίζει.»

Ο Αχιλλέας σήκωσε ένα φρύδι. «Ορμόνες.»

Αλλά η Ήβη ήταν ήδη αλλού. «Η Δανάη πρέπει να πάει σε κέντρο για να κόψει το κάπνισμα. Ήξερες πως όταν πέθανε η Ευανθία η άλλη κάπνιζε μέσα στο δωμάτιο του νοσοκομείου; Μπορεί να μην πρόσεχα πολύ, αλλά ο καπνός με έπνιγε, απαίσιος. Και να βρούμε κάποιον για τη μαμά. Ο κύριος Ανδρέας φαίνεται καλός άνδρας, βέβαια η μαμά δεν τον συμπαθεί. Γνωρίζονται. Η μαμά μου ξέρει έναν τύπο που πουλάει όπλα, το πιστεύεις;»

«Ο κύριος Ανδρέας με τη κυρία Μίνα; Αποκλείεται.»

«Και όμως κλείεται.» του είπε σφίγγοντας το χέρι του. Έκλεισε τα μάτια της όταν κουνήθηκε απότομα. «Είναι ένα μυστήριο αυτός ο άνδρας αλλά και η ζωή της μαμάς μου είναι τέτοια. Πιστεύω πως με τα χρόνια έχει βγει ραντεβού, αλλά δεν ήθελε να μας το πει, ίσως ήταν αποτυχημένα. Τόσες ώρες εκτός σπιτιού, κάποιες φορές και μέρες αλλά δεν το πρόσεχα, κάτι θα έκανε. Όλες στην οικογένεια έβγαιναν, μόνο εγώ έμενα μέσα, κάποιες φορές. Και μετά ο Ανδρέας βρήκε την Αμαλία. Η Νίνα είναι πάλι με τον Ιάσονα-»

Ο Αχιλλέας τη κοίταξε με λύπη. «Θα-θα του το πει; Ξέρεις...;»

«Και εγώ θα φύγω για Σκωτία σε έναν μήνα.» τελείωσε τη φράση της. Χαμήλωσε το βλέμμα της στον Αχιλλέα. Το χέρι του χαλάρωσε γύρω από το δικό της. Μπορεί να μην άκουγαν ο ένας τον άλλον, μα η τελευταία πρόταση έμεινε.

«Το αποφάσισες;» τη ρώτησε σιγανά.

Απόφαση. Ξαφνικά η θάλασσα δεν ήταν ο μεγαλύτερος φόβος της αλλά ένα μέρος τρεις χιλιάδες και κάτι χιλιόμετρα μακριά. Οι μέρες είχαν περάσει, ο κύριος Ανδρέας είχε δίκιο, ήταν καιρός να κλείσει το εισιτήριο.

«Αυτό λέει το πρόγραμμα.» απάντησε ψιθυριστά, λες και τους άκουγαν όλοι και ο κανένας. «Και η Μίνα θα μείνει μόνη. Άρα πρέπει κάποιον να της βρούμε, να τη κρατάει παρέα.»

Ο Αχιλλέας της χαμογέλασε, είχε όμορφο χαμόγελο. «Νομίζω πως μπορείς να κάτσεις τώρα ηλιόφωτη.»

Ναι, μπορούσε.

Και θα το έκανε αν δεν έπεφτε στη θάλασσα.

Είχε λυγίσει τα πόδια της, έτοιμη να πάρει τη θέση της. Η κακή ισορροπία της οικογένειας από τη μεριά της μάνας της ήταν γνωστή, αλλά ήλπιζε να είχε πηδήξει γενιά με εκείνη ή έστω να μην ήταν τόσο σοβαρή. Την πρόδωσε, για άλλη μια φορά της γύρισε την πλάτη και είπε αντίο , ρίχνοντάς τη στα κρύα νερά.

Η φωνή του Αχιλλέα φάνταζε μακρινή όπως το φόρεμά της μπλέχτηκε στα πόδια της μέσα στο νερό. Έκλεισε αυθόρμητα τα μάτια, φοβόταν αυτή την αίσθηση. Πρώτα ένιωσε το κρύο, να εξαπλώνεται στα χέρια της, στο στήθος, στους μηρούς, εκεί που είχε καεί από τον ήλιο. Το είχε ξανανιώσει αυτό. Ήταν...; Ναι, ίσως.

Άφησε το σώμα της να πέσει. Δεν ήξερε γιατί, δεν είχε δικαιολογία, απλώς δεν πάλεψε. Η ελευθερία ήταν μια γλυκιά σκέψη στην ανάμνησή της. Ένιωθε ατρόμητη, πως μπορούσε να κάνει τα πάντα και ακόμη περισσότερα. Χαμογέλασε στον εαυτό της, μπορεί και να ήταν ικανή για όλα αυτά. Για τη χαρά, την ευτυχία, τις μερικές μικρές στιγμές που ήταν πραγματικά ήρεμη. Που ένιωθε γαλήνη στην ψυχή της, να έχει φτάσει τα όρια, να έχει κάνει το ένα βήμα πάνω από τη γραμμή και τα σχοινιά που την έδεναν να είχαν κοπεί. Είχε φτάσει τόσο κοντά στον ύπνο, της ήταν δύσκολο να συνεχίσει.

Όταν την άγγιξαν τα χέρια του, είχε έρθει το τέλος της στιγμής της. Της λίγης ειρήνης στους δαίμονές της. Οι μαύρες χάντρες στα μάτια του την τράβηξαν νοητά κοντά του πριν κλειστεί στην αγκαλιά του. Το δέχτηκε, έχοντας αποδεχτεί πως η ευτυχία της ήταν κοντά. Αυτό που τόσο ποθούσε, ήταν εκεί.

Όταν βγήκε στην επιφάνεια, τύλιξε τα χέρια της γύρω του για στήριξη. Προσπαθούσε να βρει έναν φυσιολογικό ρυθμό στην αναπνοή της, έναν ρυθμό που της ήταν ικανοποιητικός, τράβηξε τα μαλλιά της πίσω να ηρεμήσει. Ο Αχιλλέας την κόλλησε πάνω του, προσπαθώντας παράλληλα να τους πάει πιο κοντά στο καραβάκι. Ήταν σιωπηλή, με ένα κρυφό χαμόγελο στα χείλη, να ακουμπάει απαλά τον λαιμό του.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε όταν ακούμπησαν το καραβάκι. Ο Αχιλλέας βλέποντας τη σιωπή της, τράβηξε το πρόσωπό της στο δικό του. «Ηλιόφωτη, είσαι καλά;»

Τον άφησε να της χαϊδέψει τα μαλλιά. Το άγγιγμά του προσεκτικό, λες και ήταν φτιαγμένη από γυαλί. Λες και το γυάλινο κουτί που προστάτευε την ψυχή της ήταν πολύ εύθραυστο αυτές τις μέρες. Το ασημένιο δαχτυλίδι της γύρω από τον λαιμό του να είναι το κλειδί.

Ήταν πολύ όμορφος. Και μύριζε λεβάντα, σαν τα αγαπημένα του χωράφια. Και εκείνη της άρεσε αυτή η μυρωδιά, η έντονη αίσθηση που της προκαλούσε ανατριχίλα. Και ας μην ήταν αυτός που αγαπούσε όσο ποτέ άλλοτε, ας ήταν κάποιος άλλος, η Ήβη χαμογέλασε.

«Είμαι εντάξει.»

Ο Αχιλλέας ήταν ερωτευμένος μαζί της.

Και εκείνη δεν ήξερε αν μπορούσε να το κάνει αυτό. Ήταν όλα ένα τεστ εξάλλου.

Ήταν η πρώτη που μπήκε στη μικρή αίθουσα, η τελευταία που σηκώθηκε από την απομακρυσμένη καρέκλα της. Μισούσε εκείνο το μάθημα, με πάθος. Αγαπούσε όμως αυτόν που το δίδασκε.

Η Ήβη είχε περάσει τη θεατρική αγωγή, με ένα τίμιο 5. Ο Ερμής γέλασε όταν το έμαθε, από χαρά. Την είχε βοηθήσει εκείνη τη τελευταία μέρα να διαβάσει, έστω και λίγο, μιας και οι δυο τους το είχαν ξεχάσει. Μπορούσε να είχε διαβάσει για μια εβδομάδα, και οι λέξεις από τους ορισμούς δεν θα έμπαιναν ποτέ στο μυαλό της. Ήταν χαρούμενη που η τύχη της έδειξε το ναι, απογοητευμένη που ενώ μπορούσε να δώσει περισσότερα, δεν έκανε τίποτα. Ήξερε πως δεν έκανε τίποτα, εκείνο το 5 ήταν ο βαθμός της λύπησης, δεν τον άξιζε. Οπότε, την ίδια στιγμή που ανέβηκαν οι βαθμοί, έστειλε τον Ερμή -μέσω της καθηγήτριας- να τη κόψει.

Και ω, ένας καβγάς για τζάμπα βαθμό που πήρε και τον παρατούσε. Και ω, οι ώρες είχαν περάσει στο κρεβάτι, κάτω από τα σεντόνια, μέχρι να πέσει ο ήλιος.

Και τώρα, είχε παρακολουθήσει ξανά άλλο ένα μάθημα αυτής της απαίσιας εφιαλτικής ενότητας, δυόμιση ώρες εκείνη να κοιτάζει τον Ερμή να μιλάει και να αλλάζει διαφάνειες, ξεχνώντας πως έχανε κρίσιμα σημεία στη μόρφωσή της. Τι ήταν ο Αριστοφάνης για παιδιά μπροστά στον Ερμή; Ένα τίποτα, μια ύπαρξη που ενοχλούσε το πώς φαινόταν η ευτυχία της τρία θρανία πιο μπροστά της.

Ο Ερμής είχε αποφασίσει να μη φύγει από το σπίτι. Τα βιβλία βγήκαν και πάλι από τις κούτες, ο καναπές έμεινε στη θέση του, η λάμπα στη γωνία δεν άλλαξε γιατί ήταν πιο εύκολο να ανάψουν επιτέλους τα φώτα στο ταβάνι παρά να αντικαταστήσουν το γυαλί. Μέχρι να υπογράψει ξανά το συμβόλαιο, ο σπιτονοικοκύρης τον έβριζε μέρα νύχτα για μια εβδομάδα, κάνοντάς τον να φύγει όντως για λίγες μέρες, όπως ήταν προσχεδιασμένο. Για μία εβδομάδα, το σπίτι της Σειρήνας ήταν για εκείνον η οροφή στο κεφάλι του, όσο και αν δεν άρεσε στην Ήβη.

Την πρώτη μέρα την πείραξε. Την πρώτη νύχτα το ξέχασε, με τα δάχτυλα του Ερμή στο κορμί της πάνω στο κρεβάτι της, η φωνή του να ψιθυρίζει τις πρώτες προτάσεις από το θεατρικό έργο «Lovers' Vows» της Elizabeth Inchbald. Ευτυχώς η οικογένειά της είχε ζωή έξω από τα διαμερίσματα στον τρίτο και τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας. Μετά ο σπιτονοικοκύρης τον δέχτηκε πίσω.

Και τα άλλα ήταν ιστορία.

Η Ήβη περίμενε σιωπηλά να φύγουν όλοι πριν σηκωθεί. Κανείς δεν την πρόσεχε, κάποιος άγνωστος τη χαιρέτησε, Στέφανος; Μπορεί, δεν θυμόταν, δεν την ένοιαζε. Η καθηγήτρια της είπε πως είχε απαλλαγή από τις εργασίες του εξαμήνου, οπότε δεν την ενδιέφερε η ομαδική πλέον.

Ο Ερμής καληνύχτισε και τον τελευταίο φοιτητή, με την Ήβη να περπατάει προς την πόρτα, η τσάντα στο στήθος της, το ένα βήμα μετά το άλλο να την οδηγεί στην έξοδο. Την πρόλαβε στο τσακ, η παλιά κρεμ πόρτα να κλείνει με δύναμη και το σώμα του να την περικυκλώνει.

Παράτησε τη τσάντα της στο πάτωμα, ακόμη και αν βγήκαν τα τετράδια της ημέρας. Σηκώθηκε στις μύτες, τον φίλησε βαθιά με τα χέρια στην πλάτη του, τα δικά του να την αγκαλιάζουν σφιχτά. Ναι, αυτούς τους χαιρετισμούς ήθελε.

«Έχω να σε δω δύο μέρες.» ψιθύρισε στον λαιμό της. «Τα ντόνατ σε περιμένουν τόσες ώρες στο ψυγείο.»

Η Ήβη χαμογέλασε. «Πώς ήταν η συνάντηση φίλων και γνωστών που δεν συμπαθείς;»

Ο Ερμής ξεφύσησε. Πήγε τα μαλλιά της πίσω, το πρόσωπό της να ανοίγει μπροστά του. «Σκάουτ, αν τους σκοτώσω θα με αγαπάς ακόμα;»

Αχ, αγάπη. Μια λέξη που ένιωθε, καταλάβαινε τη σημασία της και ας είχε τόσες μορφές. Μια λέξη όμως που δεν κατάφερε να πει, ακόμα. Ο Ερμής ήταν ο πρώτος που τη ξεστόμισε ένα βράδυ. Εκείνη χρειαζόταν λίγο χρόνο παραπάνω. Τα έπιανε αργά, σωστά;

Τον φίλησε πεταχτά στη μύτη. «Δεν ξέρω, μπορεί. Θα μου διαβάζεις ακόμη βιβλία;»

«Αν η φυλακή μου το επιτρέπει, θα ξεκινήσω πάλι να σου τα στέλνω, με κρυφά ραβασάκια σε κάθε σελίδα.»

«Τα σπόιλερ-»

«Δεν θα τα ξεχάσω, μην ανησυχείς.» ο Ερμής τη φίλησε γλυκά στο μάγουλο, πριν απομακρυνθεί για να μαζέψει τα πράγματά του. Φαινόταν χαρούμενος. «Έχω νέα.»

Σήκωσε τη τσάντα της από το πάτωμα, το βάρος να πληγώνει τον ώμο της με ευχαρίστηση. Πήδηξε ψηλά στο πρώτο τραπέζι, έκατσε σταυροπόδι, τα κίτρινα και πορτοκαλί παπούτσια της να κρύβουν το ένα το άλλο. «Τι νέα;»

«Σχετικά με τη δουλειά.» της είπε. Τη κοίταξε χαμογελώντας. «Η Παπαχρήστου ζήτησε συνάντηση μόλις γυρίσει από το σεμινάριο. Νομίζω πως θα μου μιλήσει για τη θέση του αναπληρωτή.»

Του χάρισε ένα μεγάλο χαμόγελο. «Και εσύ τι θα πεις;»

Ο Ερμής σταμάτησε να βάζει τα πράγματα στη τσάντα του και κοίταξε το κενό. «Ναι. Θα πω ναι.»

Δεν μπορούσε παρά να παρατηρήσει τη διακοπή στον λόγο του.

Ήταν χαρούμενη, το έλεγε, το ένιωθε, το είχαν παρατηρήσει και άλλοι, άρα ήταν κάτι που της έβγαινε με ευκολία, δεν ήταν κάποιο μπερδεμένο κουβάρι στο μυαλό της. Η Άννα είπε πως χαμογελούσε περισσότερο και η Ήβη ήξερε πως δεν ήταν τα φάρμακα που το έκαναν αυτό, ήταν εκείνος. Εκείνος που την αγκάλιαζε από τη μέση τα βράδια όταν έκλαιγε στον ύπνο της, εκείνος που της διάβαζε βιβλία ψιθυριστά στην αγκαλιά του για όμορφα όνειρα, εκείνος που πλέον κοιμόταν με ένα χαμόγελο στα χείλη. Ήταν χαρούμενη γιατί ο ένας βοηθούσε τον άλλον στην ευτυχία του.

Ήταν ερωτευμένη, τον αγαπούσε. Δύο διαφορετικά πράγματα που όμως στη δεδομένη κατάσταση, ίσχυαν σαν δύο μέρη μιας μαθηματικής σχέσης.

«Σκέφτεσαι ακόμη να φύγεις.» σιγοψιθύρισε τις σκέψεις του.

Ο Ερμής τοποθέτησε το τελευταίο βιβλίο στη τσάντα, την έκλεισε και την άφησε στη καρέκλα. Απέφυγε το βλέμμα της, σταυρωμένα τα χέρια του, το σώμα του, η ψυχή του εκεί, αλλά μακριά.

«Θέλω να μείνω. Θα μείνω.» της είπε. «Αλλά δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν έφευγα.»

Η Ήβη απομάκρυνε τις μπούκλες από μπροστά της. Δεν ήθελε να το σκέφτεται, αλλά το έκανε. Ίσως το σκεφτόταν όσο και εκείνος. Τι θα γινόταν αν;

«Θα ακολουθούσες το όνειρό σου.» απάντησε. Η λογική της τη τρόμαζε. «Θα ακολουθούσες το σχέδιο, το πρόγραμμα. Θα πήγαινες εκεί και...και ίσως να ήσουν ευτυχισμένος.»

«Και εσύ Σκάουτ;»

«Εγώ δεν είμαι σε εκείνη την εξίσωση Ερμή.»

Η δική του λογική, τη τρόμαζε όσο και η δική της. «Είσαι σε κάθε εξίσωση για μένα.»

«Δεν μπορώ να φύγω, το ξέρεις.» του είπε. Σκούπισε το πρόσωπό της, πήρε μια βαθιά ανάσα. «Έχω ένα πρόγραμμα, ζω με αυτό. Το έχω τροποποιήσει πολλάκις για να είναι το καλύτερο για εμένα. Αλλά αυτή είναι μια αλλαγή που δεν μπορώ να κάνω, σε παρακαλώ, μη.»

Ο άνδρας μπροστά της λύγισε. «Αν μείνω, αν πάρω τη θέση, θα πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί. Τα πράγματα θα είναι πιο σοβαρά. Αλλά θα είμαστε μαζί.»

«Το ξέρω.»

Έσπασε. «Αν φύγω, θα αλλάξουν όλα.»

«Ναι.»

Και ήρθε, στάθηκε μπροστά της. Το βλέμμα του μέσα στο δικό της, η ψυχή του να αγγίζει την εύθραυστη ψυχούλα της. Το γυάλινο κουτί ανοιχτό, έλα πάρε τη. «Αν φύγω, θα είμαι δυστυχισμένος.»

«Δεν το ξέρεις αυτό.»

«Η σκέψη με πονάει.»

Άγγιξε το πρόσωπό του. Ήταν όμορφος, ένας μελαγχολικά όμορφος άνδρας και ήταν δικός της, αυτή τη στιγμή και κάθε στιγμή. «Αν μείνεις, θα κάνουμε την ίδια συζήτηση για χρόνια και θα αναρωτιέσαι όλα τα υποθετικά που μου ρωτάς τώρα.»

Τη φίλησε απαλά στα χείλη. «Ξέρω πως πάντα θα είσαι εκεί να μου απαντάς.»

«Και αν μια μέρα δεν είμαι;» τον ρώτησε, οι σκέψεις σκόρπιες.

Την αγαπούσε, τόσο πολύ. Το έβλεπε. «Θα είσαι πάντα μέσα στην εξίσωση Σκάουτ. Σήκω, πάμε σπίτι.»

Την τράβηξε από τα χέρια και πήδησε κάτω. Πήραν τα πράγματά τους, τα χέρια το ένα μέσα στο άλλο. Η σχολή ήταν μικρή τα βράδια για εκείνους. Κανείς δεν πατούσε, δεν είχε ενδιαφέρον. Ήταν ελεύθεροι να είναι εκείνοι.

Έβαλε το χέρι του γύρω από τη μέση της όταν μπήκαν σε κρυφή πορεία προς το αυτοκίνητό του. Η Ήβη κοίταξε δεξιά και αριστερά, ναι υπήρχε ένας κίνδυνος, αλλά η έξαψη που της προκαλούσε αυτή η κίνηση ήταν μεγαλύτερη. Τοποθέτησε αργά το χέρι της στην πλάτη του, κάτω από το σακάκι που φορούσε, ζεστό με έμμεση επαφή στο σώμα του. Ασφαλές, όπως εκείνη.

"Θα μείνουμε αισιόδοξοι ναι; Τίποτα δεν μπορεί να με πάρει μακριά σου τώρα. Δεν φεύγω για τη Σκωτία γιατί πλέον έχω κάτι να με κρατήσει εδώ." της ψιθύρισε στο αυτί. Η Ήβη σήκωσε το βλέμμα της, θλιμμένη. "Μη με κοιτάς έτσι Σκάουτ. Δεν παρατάω το όνειρό μου. Το ζω εδώ μαζί σου. Υπάρχουν ευκαιρίες στην Ελλάδα."

"Η Σκωτία όμως ήταν κάτι σίγουρο. Δεν θέλω να το αφήσεις για μένα." του είπε. Αυτός ο φόβος πως μπορεί να ήταν εκείνη η αιτία για τη δική του θλίψη, ερχόταν και έφευγε συχνά. Σχεδόν κουραστικά.

Ο Ερμής όμως δεν έδειξε πως ένιωθε κάτι τέτοιο. "Το αφήνω για μένα. Γιατί θέλω να το παρατήσω. Και γιατί θέλω να είμαι εδώ. Το κεφάλι ψηλά μωρό μου."

Δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει. Ίσως ήταν χαρούμενη, ίσως χαμογελούσε όντως περισσότερο. Της άρεσε αυτή η ιδέα.

Φίλησε γλυκά το χαμόγελό της. "Θα πάμε σπίτι, θα δούμε Mulan, θα φάμε τη τάρτα λεμονιού που αγόρασα γιατί δεν πέτυχε και θα αφήσουμε πίσω τη θλίψη σου."

Θα ένιωθε καλά. "Και μετά;"

"Ε μετά," έσκυψε στον λαιμό της, άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου, "θα μου δείξεις πώς θες να σε κάνω να νιώσεις ευτυχισμένη."

Γούρλωσε τα μάτια της. "Αν μας ακούσει κανείς..."

"Εγώ μιλούσα για να επιλέξεις ένα βιβλίο Σκάουτ, μα πού πήγε το μυαλό σου;" τη μάλωσε γελώντας. "Έχω δημιουργήσει ένα τέρας."

Έκρυψε το πρόσωπό της μόλις κάθισε στη θέση της, τα κόκκινα μάγουλά της να προδίδουν τις σκέψεις της. Όμορφες σκέψεις που τη βοήθησε να ανακαλύψει τους τελευταίους μήνες. Κυρίαρχος των αναγκών της ήταν η ίδια, στο σώμα και στο μυαλό της είχε έλεγχο εκείνη. Και όταν του έλεγε τι ήθελε, πού ήθελε, γελούσε σιγανά από ικανοποίηση, ένα χαμόγελο δικό του πάνω στο δέρμα της.

Όμορφες σκέψεις για ένα τέρας.

Και αν...; της ψιθύρισε μια φωνή, μια σιωπηλή φωνή, δική της. 

Οι υποθέσεις είναι για αυτούς που φοβούνται της είχε πει όταν παρέδιδε το γραπτό της τον Σεπτέμβρη. Μόνο υποθέσεις είχε γράψει, αφού δεν είχε διαβάσει. Να είσαι σίγουρη, συνέχισε.

Και η Ήβη φοβόταν πως μια μέρα η Σκάουτ θα έπαυε να είναι εκεί. Στην εξίσωση.

Τον κοιτούσε όπως οδηγούσε. Ζούσε το όνειρο, όσο εκείνο ήταν πραγματικό.

Είχαν πιάσει το σχοινί από το καράβι και είχαν περπατήσει μέσα στη θάλασσα μέχρι το κοντινότερο κομμάτι στεριάς, ένα δρομάκι πάνω στο νερό, φτιαγμένο από πέτρες και ξύλα, που οδηγούσε στην εκκλησία που είχε δει προηγουμένως. Ένα μικρό δεντράκι λεμονιάς να της τραβάει την προσοχή από μακριά. Κολύμπησε, λίγο, κάτι που σχολίασε ο Αχιλλέας που έσπρωχνε το καράβι από πίσω. Είχε εκπλαγεί, λες και δεν το περίμενε. Του απάντησε πως ήξερε να κολυμπάει, απλά δεν της άρεσε η θάλασσα. Ο φίλος της δεν κατάλαβε πώς γινόταν αυτό. Δεν του εξήγησε παραπάνω.

Και όταν άφησαν το καράβι εκεί που το βρήκαν, περπάτησαν όλη την υπόλοιπη διαδρομή με τα πόδια. Μια κούραση η νύχτα, απέραντη, ήταν λες και δεν περνούσε ο χρόνος και ας ήξερε πως ίσχυε το αντίθετο. Δεν την πείραζε, ήταν με τον Αχιλλέα, τον άνδρα με τα μαύρα μάτια που την έκανε να γελάει, να σκέφτεται, να φτάνει σε ερωτήματα μετά από συμπεράσματα που οι θεωρίες της δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν.

Βρήκαν άλλη μια βραδιά τον ψαρά να κάθεται έξω, ένα βιβλίο στο χέρι, κάτω από το φως της πόρτας. Κουνούπια, οι αγαπημένοι του φίλοι. Ο Αχιλλέας ανέβηκε πάνω, ήξερε πως η Ήβη θα τον ακολουθούσε σύντομα. Έπρεπε να είχε τρέξει στο μπάνιο, να κάνει ένα ζεστό ντουζ, να φύγει το αλάτι, το κρύο. Ήξερε τι έπρεπε να είχε κάνει, ήξερε τα πάντα εξάλλου, αλλά έμεινε στάσιμη, κάτω από εκείνη τη λάμπα.

Όταν έπεσε στη θάλασσα απλά ήξερε. Δεν ήταν ένα ταξίδι πλέον. Είχε έτοιμη τη λύση στον γρίφο της Ευανθίας. Τα είχε μελετήσει όλα έως το τελευταίο γράμμα της πρότασής της. «Πάνε να τον βρεις». «Άνοιξέ το όταν χάσεις τον εαυτό σου.»

Είχε νιώσει να πνίγεται και να πέφτει τη στιγμή που το τέλος φάνταζε δίπλα της πάνω στη σκηνή. Δεν ήταν η θεραπεία που έκοψε, δεν ήταν ο έλεγχος που νόμιζε πως δεν είχε. Όλα τα έκανε με μια αιτία, πάντα υπήρχε μια αιτία. Και εκείνη τη στιγμή, που δεν μπορούσε να σκεφτεί, να βάλει τις θεωρίες της σε τάξη, αναζήτησε λίγο χρόνο. Αγόρασε στον εαυτό της λίγο χρόνο να βάλει τα πράγματα σε τάξη. Το πρόγραμμα ήταν έτοιμο για εκτέλεση. Η ίδια, ένιωθε πως δεν ήταν. Ήθελε λίγο ακόμα.

«Θα κρυώσεις.» της είπε ο άνδρας. «Κάνει κρύο τα βράδια. Θα βρέξει.»

Σήκωσε το κεφάλι της στον ουρανό. Δεν είχε παρατηρήσει τα σύννεφα, ούτε το αεράκι να κολλάει πάνω της το φόρεμα. «Θα πάω μέσα. Ήθελα να σου πω πως η μηχανή σταμάτησε. Και δεν επανήλθε.»

Άλλαξε σελίδα. «Τη χτυπήσατε;»

«Έβγαλε έναν καπνό πριν τα βρέξει όλα η θάλασσα.»

«Και πολύ άντεξε.»

Έφτασε από πάνω του. Φαινόταν τόσο προσηλωμένος, αλλά το μυαλό του αλλού. Η Ήβη ήξερε συγκέντρωση μόλις τη δει, αυτό δεν ήταν. «Μπορούμε να πληρώσουμε τα έξοδα για να τη ξαναφτιάξεις αν θες.»

«Δεν την καταστρέψατε εσείς.» της είπε. «Απλώς ήρθε το τέλος. Θα κρυώσεις.»

«Μου το είπες.»

Ίσως ήταν απότομη. Ίσως ήταν δυνατή η φωνή της. Ίσως πολλά. Τον έκανε να τη κοιτάξει στα μάτια επιτέλους. Μέρες ολόκληρες να την αποφεύγει. Κάποιος έπρεπε να μιλήσει επιτέλους.

«Τι διαβάζεις;» τον ρώτησε.

Κατέβασε το βλέμμα του και διάβασε τον τίτλο μελωδικά. «"Ερωτευμένος Χέμινγουεϊ".»

Άγγιξε τις σελίδες του λευκού βιβλίου. «Καλό;» αν και ήδη ήξερε.

«Απαίσιο.» απάντησε.

Οι θεωρίες της ήταν πολλές. Η μία να βοηθάει την άλλη μέχρι να φτάσουν σε μια τρίτη, την πιο αληθινή στο υποθετικό πλαίσιο του μυαλού της. Οι σκέψεις της έπαψαν να τρέχουν. Ήταν ένα κενό, μετρημένες οι τρεις προτάσεις που θα έβγαιναν από το στόμα της χωρίς επεξεργασία. Χωρίς να προσμετρήσει τις συνέπειες. Και αν την ένοιαζε; Αυτό ήταν το πρόβλημα, την ένοιαζε και το ήθελε.

Ο άνδρας μπροστά της ήταν ψηλός, μελαχρινός με πράσινα μάτια. Είχε ένα χαμόγελο που φάνταζε παραδεισένιο, ένα γέλιο που ανέβαζε τους ρυθμούς της καρδιάς της, έναν τρόπο σκέψης και λογικής που την τρέλαινε. Ο άνδρας μπροστά της έπινε τσάι, ένα λουλούδι που δεν γνώριζε μα ήθελε να μάθει. Ήθελε να της δείξει πώς το κάνει, πώς κόβει τα πέταλα, πώς τα πάντα. Να πιάσει το χέρι της, να την αγγίξει.

Να πει το όνομά της.

Ο άνδρας μπροστά της είχε μεγαλώσει. Και όμως, οι δυο τους ένιωθαν μικροί.

«Κάποτε ήξερα έναν άνδρα σαν εσένα.» ψιθύρισε. «Αλλά έτσι όπως λειτουργεί ο εγκέφαλός μου, μέχρι να σε δω δεν θυμόμουν καν πώς μοιάζεις.»

Το τελευταίο δάχτυλο του χεριού της άρχισε να κουνιέται, ζωή είχε μοναδική από τα άλλα. Η Ήβη ήξερε γιατί. Ο άνδρας το λύγισε και ύστερα το ίσιωσε ξανά, αργά, πολύ αργά. Μια τεχνική που η Ήβη δεν είχε καταφέρει να τελειοποιήσει γιατί σκεφτόταν πολύ όταν συνέβαινε αυτό, να πάρει τον έλεγχο. Ήθελε χρόνο, εκείνος τον είχε.

Και μάλλον τον χρειαζόταν.

Άνοιξε το βιβλίο του στη σελίδα που είχε μείνει. «Αύριο είναι μια νέα μέρα.»

Εκείνη όμως δεν είχε. Ο χρόνος τελείωνε.

Άνοιξε την πόρτα της εισόδου με ένα απαλό άγγιγμα, η ήσυχη μορφή του σπιτιού να τη καίει. Υπήρχε μια δροσιά, κάτι να την αγγίζει και να τη καταστρέφει. Μισούσε το κρύο, μισούσε τη ζέστη, μισούσε τα πάντα εδώ πέρα και πολλά περισσότερα. Μισούσε που ήξερε κάθε γωνία του, πού βρισκόταν το παράθυρο με το σπασμένο τζάμι και τη κολλημένη σακούλα, πού έκρυβαν τα λεφτά σε μια μπότα πίσω από τη χλωρίνη, πότε έσπασε το φωτιστικό της οροφής και αντικαταστάθηκε από μια απλή λάμπα που φώτιζε μόλις λίγα μέτρα. Μισούσε που τα ήξερε όλα αυτά, που κάποιος της τα είχε ήδη πει αλλά αρνούνταν να της δείξει.

Μισούσε που κάπου, στο σπίτι στις Σέρρες, σε ένα συρτάρι κλειδωμένες, υπήρχαν φωτογραφίες από ένα μέρος που γνώριζε μόνο στα λόγια.

Ανέβηκε ήρεμα τα σκαλοπάτια, ένα βήμα τη φορά, λες και ήξερε τη διαδρομή με κλειστά τα μάτια. Προσπέρασε το μπάνιο, το άδειο δωμάτιο, το δικό της δωμάτιο. Άνοιξε την πόρτα του. Είχε την πλάτη του σε εκείνη, το σακίδιο με τα πράγματά του σε μια καρέκλα πιο δίπλα. Κοιτούσε κάτω, πάνω του. Ήταν όμορφος. Ήταν μια γλυκιά ύπαρξη σε εκείνον τον σκληρό κόσμο.

«Θες βοήθεια;» η ερώτησή της βγήκε σιγανή.

Ο Αχιλλέας γύρισε ξαφνιασμένος, δεν την περίμενε. Η Ήβη δεν άφησε λεπτό να περάσει για την απάντησή του. Πήγε κοντά του, στάθηκε μπροστά του, τα πόδια τους να αγγίζουν το ένα το άλλο. Του πήγαινε το λευκό περισσότερο από το μαύρο. Τον έκανε να φαίνεται χαρούμενος, και ας μην ήταν.

«Δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ αυτή την έκφραση, αλλά χθες ήσουν μαλάκας.» ψιθύρισε. «Κάποιες φορές δεν με καταλαβαίνεις και δεν ζητάω αυτό. Ό,τι κάνατε με τη Νίνα δεν με ενδιαφέρει γιατί δεν με αφορά. Για μένα ήταν μια πράξη μεταξύ των δυο σας, ασχέτως τι την οδήγησε εκεί. Και το να με κρατάς υπεύθυνη για ένα λάθος είναι άδικο. Αλλά το μυστικό σου είναι ασφαλές με εμένα. Από εκεί και μετά τι θα κάνετε η Νίνα και εσύ με αυτό...είναι πέρα από τις δυνάμεις μου. Θα στηρίξω τον καθένα αν με χρειαστεί, αλλά δεν θα εμπλακώ. Μη μου το κάνεις αυτό.»

Σήκωσε τα χέρια της και με τα δάχτυλά της προσπάθησε να ξεμπλέξει το δαχτυλίδι της από το πρώτο κουμπί στο πουκάμισό του. Η ραγισμένη ακτίνα του ασημένιου ήλιου δημιουργούσε προβλήματα από τη στιγμή που πρωτοράγισε. Δεν θα το σκεφτόταν τώρα, δεν ήταν δίκαιο για τον άνδρα μπροστά της.

«Τα χθεσινά δεν δικαιολογούνται στο ποτό. Θέλω να σε ακούσω να τα λες όταν θα είσαι νηφάλιος.» Δεν τον άφησε να μιλήσει. «Αυτό που ζητάω από εσένα, από τον Αχιλλέα, το πέμπτο αγαπημένο μου άτομο σε όλο το κόσμο, είναι να είσαι εκεί, όταν κάτι γίνεται, να ακούς τη φωνή μου και να μη τρέξεις μακριά. Δεν μπορώ να σε χάσω τώρα που σε ξαναβρήκα.»

Και όταν τελικά τα κατάφερε, άφησε το δαχτυλίδι να πέσει στο δέρμα του απαλά, η ραγισμένη ακτίνα να τη κοιτάει ατρόμητη. Ναι, και εγώ σε θυμάμαι.

Ο άνδρας μπροστά της έγνεψε θετικά, μια νοητή συμφωνία στο κοινωνικό συμβόλαιο που τους ένωνε πλέον. Και αν το γυαλί ραγίζει, αν τα κομμάτια πέσουν, θα κοπεί εκείνη και το αίμα θα πέσει πάνω του. Ο ένας να είναι δίπλα στον άλλον, η πληγή να κλείσει.

«Μην πεις τίποτα.» ψιθύρισε. «Δεν αντέχω άλλες λέξεις εκεί μέσα.» στο μυαλό της.

Ο Αχιλλέας την άφησε να κάνει ό,τι επιθυμεί. Να σηκωθεί στις γυμνές μύτες των ποδιών της, να κλείσει τα μάτια της. Να πιάσει το βρεγμένο δέρμα του και να αγγίξει τα χείλη του με τα ακροδάχτυλά της. Το βλέμμα του να επεξεργάζεται τη κάθε κίνηση στο πρόσωπό της, να την πρατηρεί σιωπηλά. Πρώτη φορά να είναι ο θεατής και εκείνη η πρωταγωνίστρια.

Έσκυψε κοντά της. Το φιλί τους ήταν μικρό, γλυκό, βάναυσο. Πονούσε. Εκείνον, εκείνη. Και τους δύο.

Αλλά δεν σταμάτησε. Και ο Αχιλλέας δεν είπε τίποτα, δεν της είπε τέλος.

Ούτε όταν ξεκούμπωσε το πουκάμισό του, ούτε όταν τον ξαναφίλησε, βαθιά, ερωτικά. Ούτε όταν πήρε τα χέρια του, τα οδήγησε στην πλάτη της να ξεκουμπώσει το φόρεμα. Ποτέ, ούτε μια φορά είπε όχι.

Και όταν ξάπλωσαν στο κρεβάτι, γυμνοί, το μυαλό της δεν ήταν κενό. Ο κόσμος έξω δεν ήταν ένας μακρινός θόρυβος. Και ο Αχιλλέας ήταν εκεί, να γεύεται τα δάκρυά της.

Ο χρόνος της είχε σχεδόν τελειώσει.

Της είχαν πει να γυρίσει στο κρεβάτι της, να μη ξυπνάει και να περπατάει σε όλο το σπίτι γιατί μπορεί κάποια στιγμή να ξυπνήσει τα αδέλφια τη. Δεν άκουσε κανέναν, έκανε το δικό της. Εννιά χρονών θα ήταν σε λίγο, και; Ο κύριος με τα γυαλιά στον οποίο πήγαινε κάθε δύο εβδομάδες της είχε πει να κλείνει τα μάτια της και να μετράει πέντε αναπνοές. Αν στην έκτη δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, τότε θα σηκωνόταν, θα περπατούσε λίγο και πάλι στο κρεβάτι της. Θα προσπαθούσε να κοιμηθεί, να ηρεμήσει το μυαλό της.

Και τον άκουγε, κάποιες φορές. Ήλπιζε να τον είχε ακούσει και εκείνη τη φορά.

Κοιτούσε από μακριά, δεν ήθελε να προχωρήσει πιο κοντά. Φοβόταν, το δαχτυλίδι στα χέρια της να την πιέζει. Και αν πήγαινε τι θα έκανε; Ένα μικρό κοριτσάκι ήταν, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.

Όταν ο μπαμπάς της άγγιξε το μαχαίρι στο χέρι του, η Ήβη, η ηλιαχτίδα του, άρχισε να κλαίει. Βροχή στον χαρούμενο ουρανό της. Και όταν άρχισαν να στάζουν τα αίματα, η μαμά ξύπνησε, την είδε και τη μάλωσε που ήταν ξύπνια. Μόνο όταν της έδειξε τι έβλεπε, τότε κατάλαβε.

Της είπε να πάει στο δωμάτιό της πριν φύγει από κοντά της. Δεν την άκουσε.

Με αργές κινήσεις θυμόταν τη σκηνή. Τη μαμά της να φτάνει στον μπαμπά της λίγο πριν η λεπίδα μπει πιο βαθιά. Μίλησαν, ο άνδρας, ο βασιλιάς της, να μουρμουράει μόνος του, η μαμά να σηκώνει το πρόσωπό του στα χέρια της, να του λέει λέξεις σιγανές, μόνο εκείνοι να ακούσουν. Και όταν πήρε το αντικείμενο από τα χέρια του, εκείνος έκλαψε στην αγκαλιά της.

«Και αν...;» έλεγε ξανά και ξανά.

Του φρόντισε τις πληγές όπως εκείνη ήξερε. Και μετά τον πήρε στο υπνοδωμάτιο, ανοιχτά τα φώτα.

Η μαμά έτρεξε να τη βρει. Της σκούπισε τα δάκρυα και τη σήκωσε στην αγκαλιά της. Δυνατή γυναίκα να σηκώνει ένα εννιάχρονο. Την πήγε στο δωμάτιο του Ανδρέα, η Ήβη να έχει ήδη κλείσει τα μάτια της. Κοιμήθηκε εκεί.

Είδε το φως του υπνοδωματίου των γονιών της να μικραίνει καθώς η πόρτα έκλεινε. Η μαμά δεν σταμάτησε να μιλάει, ο μπαμπάς να κλαίει και η Ήβη να φοβάται.

__________________

Α/Ν Όμορφες καλησπέρες!

Ελπίζω να σας βρίσκω όμορφα. Για τον ερχομό του νέου μήνα, ανεβάζω σήμερα το νέο κεφάλαιο και όχι αύριο, μη νομιζετε πως πρόκειται για κάποιο αστείο (όπως τη τραγικότητα αυτού)!

Τα κεφάλαια που μένουν για τη λήξη του δεύτερου μέρους είναι λίγα. Προτείνεται: μερικά χαρτομάντιλα.

DL

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top