3. Sunny - Bob Hebb

3. Sunny - Bob Hebb

Για να πετάξεις, πρέπει να έχεις τον απαραίτητο ελεύθερο χώρο στον αέρα, ώστε τα φτερά σου να ξεδιπλωθούν. Είναι σαν να πέφτεις με αλεξίπτωτο: χρειάζεσαι κάποιο ελάχιστο ύψος για να πηδήξεις. Για να πετάξεις πρέπει ν' αρχίσεις να ριψοκινδυνεύεις. Αν δε θέλεις να το κάνεις, καλύτερα να συμβιβαστείς και να μείνεις στο περπάτημα.

-Jorge Bucay, Να σου πω μια ιστορία

Η Ήβη έβλεπε τον ήλιο να αλλάζει χρώμα από λαμπερό κίτρινο σε ένα απαλό πορτοκαλί, όταν σηκώθηκαν όλοι από το τραπέζι.

Τις τελευταίες ώρες, μπροστά της έβρισκε το ένα πιάτο με φαγητό μετά το άλλο. Μεγάλη Πέμπτη σήμερα, η γιαγιά του Ιάσονα και του Αχιλλέα είχε φέρει το τελευταίο πιάτο πριν λίγη ώρα. Ένα νηστίσιμο γλυκό με σοκολάτα το οποίο η Ήβη είχε απομακρύνει από κοντά της ευγενικά. Η μητέρα δίπλα της τη ρώτησε αν ήθελε κάτι άλλο, εκείνη έδειξε το φουσκωμένο στομάχι της σε μια απάντηση άρνησης. Ο Αχιλλέας από την άλλη πλευρά, αναφώνησε με ενθουσιασμό.

«Η απόρριψη αυτή πού οφείλεται;» έβαλε το κεφάλι του να στερεωθεί πάνω στα χέρια του κοιταζοντάς τη σαν κάποιο πειραματόζωο. «Έλα, βγάλε το σημειωματάριο και πες μου.»

«Δεν χρειάζεται να το βγάλω.» του απάντησε. «Η απόρριψη αυτή οφείλεται σε εκ γενετής αλλεργία.»

Είδε τον ενθουσιασμό να φεύγει από το πρόσωπό του, ξαφνικά η περιέργεια της Ήβης δεν ήταν τόσο ενδιαφέρουσα. Ανασήκωσε τους ώμους του αργότερα σαν να το αποδέχεται και πήρε το πιάτο της προς το μέρος του. «Δεν βαριέσαι; Περισσότερο για μένα.»

Αυτή τη φορά η Ήβη έβγαλε το σημειωματάριό της. Έγραψε στα γρήγορα μια πρόταση με το μικρό μολύβι της, ένα συμπέρασμα που έβγαλε ύστερα από την κοινή συνύπαρξη του Αχιλλέα και της ίδιας τις προηγούμενες δύο ημέρες. Τρώει υπερβολικά πολύ. Δεν υπάρχει φούσκωμα. Γρήγορος μεταβολισμός. Πιθανότητα ενεργούς άσκησης τα προηγούμενα χρόνια. Προφανώς όχι τώρα.

Ο Αχιλλέας άρπαξε το σημειωματάριο με μια βίαιη κίνηση. Το είχε συνηθίσει έως τώρα, το είχε γράψει και ως υπενθύμιση στην αρχή του σημειωματαρίου. Η σοκολάτα στην άκρη του στόματός του ακολούθησε το δέρμα του όταν άνοιξε το στόμα του σε μια έκφραση προσβολής.

«"Προφανώς όχι τώρα". Φυσικά και γυμνάζομαι!» αναφώνησε και έκλεισε το σημειωματάριο με έναν δυνατό ήχο. «Απλώς απέχω αυτή τη στιγμή. Νηστεία βλέπεις.»

Η Ήβη δάγκωσε τα χείλη της. «Από όσο ξέρω η νηστεία δεν περιλαμβάνει την σωματική άσκηση. Ίσα ίσα στα χρόνια που διανύουμε την προτείνει. Φυσικά μπορεί και να κάνω λαθος. Ας το σημειώσω καλύτερα.»

«Ναι ναι κάν'το.» της είπε ο Αχιλλέας. «Γράψε και για τη μελέτη για τη σχολή. Αυτό και αν είναι αμαρτία.»

Η Ήβη κούνησε το κεφάλι της ενθουσιασμένη. Τόσα πράγματα που νόμιζε ότι ήταν ορθά δεν ήταν. Χα! Ευχαρίστησε τον Αχιλλέα για τη βοήθεια του, προσφέροντας και το δεύτερο πιάτο γλυκού που μόλις έφτασε μπροστά της. Τον χρόνο που πέρασαν μαζί συνειδητοποίησε πως το φαγητό τον κάνει ιδιαίτερα χαρούμενο. Και λιγότερο ομιλητικό, κοινωνικό, εκνευριστικό. Όλα αυτά που την ενοχλούν. Είναι σαν τα παιδάκια της πρακτικής στο νηπιαγωγείο. Λίγο στρώσιμο θέλει και θα είναι τέλειος.

Είχαν περάσει κιόλας δύο ημέρες όταν η Ήβη, η αδελφή της, η μητέρα Μίνα και η προ-γιαγιά Ευανθία πάτησαν το πόδι τους στο χωριό του γαμπρού Ιάσονα και της άκρως κοινωνικής οικογένειάς του. Λίγος καιρός, και όμως οι τσακωμοί μεταξύ της Μίνας και συμπεθέρας Ελένης, που ο Αχιλλέας φώναζε Μέδουσσα, είχαν γίνει συνήθεια στις ώρες του φαγητού.

Η Μίνα δεν άντεχε τον συντηρητισμό της Ελένης. «Ακούς εκεί, ρωτάει για την προίκα της κόρης μου! Πάντως τα χωράφια στις Σέρρες δεν τα παίρνει. Η κουκουμαύκα. Η Μέδουσα. Αχ μπράβο Αχιλλέα μου, τι όμορφο όνομα που της έδωσες!»

Η Ελένη δεν άντεχε το ποσό ελεύθερη ήταν η οικογένεια την οποία φιλοξενούσε. «Ταξίδι στην Ιταλία με το αίσθημα; Εβδομήντα πέντε χρονών γιαγιά, με έναν πενηντάρη να πίνει κρασιά σε άλλη χώρα! Και εσύ Νίνα μου, τι πάει να πει δεν θα φορέσεις λευκό νυφικό; Τι απέγινε η καλή και ωραία παράδοση σε αυτή τη χώρα; Μαζευτείτε λίγο επιτέλους!»

Μέσα σε όλο αυτόν τον χαμό, η Ήβη έκανε αυτό που της είχε πει η Νίνα τις προάλλες. Προσπαθούσε να παραμείνει ήρεμη και να μη ρίξει μπουνιά σε κανέναν. Είχε μάλιστα την καλοσύνη να της υπενθυμίσει τι έγινε τη τελευταία φορά που έριξε μπουνιά σε κάποιον. Σαράντα πέντε λεπτά κύρηγμα. Η Νίνα επίσης με το κλείσιμο του λόγου της, της είπε να μην δεθεί με τον Αχιλλέα. Η Ήβη της απάντησε πως το μόνο που κάνουν είναι να κράζουν τους άλλους. Η Νίνα αυτή τη φορά απίτησε να μείνουν σε αυτό.

Το κράξιμο της Μέδουσσας ήταν άλλο ένα συνήθειο. Στα τραπέζια ο Αχιλλέας έριχνε σπόντες πορς τη μητέρα του, εκείνη δεν καταλάβαινε και η Ήβη σημείωνε βαθμό επιτυχίας. Μέχρι στιγμής οι περισσότερες κυμαίνονταν στο δέκα με δεκαπέντε τις εκατό, μιας και τις περισσότερες φορές κανένας δεν άκουγε τον Αχιλλέα.

Θα μπορούσε να πει πως το μυαλό της ένιωθε καλά αυτές τις μέρες. Στα οικογενειακά τραπέζια ο Αχιλλέας της έλεγε ακριβώς τι θα γινόταν, ποιος θα σκοτωνόταν με ποιον, για πόση ώρα και κάθε πόσο το πιάτο της θα γέμιζε μαγικά. Η Ήβη το εκτιμούσε ιδιαίτερα αυτό και κοιτούσε πλέον τον άνδρα με τα μαύρα μάτια με μερική συμπάθεια. Όχι φίλος, τον ήξερε δύο μέρες. Αλλά δεν θα τη χάλαγε να περνούσε άλλες δύο μέρες μαζί του.

Τώρα η Νίνα μαζί με τον Ιάσονα τους πλησίασαν συνομωτικά. Ο Ιάσονας τους κοιτούσε με ένα πλάγιο χαμόγελο, η Νίνα ήταν λίγο πιο σφιγμένη. Και όμως, αυτή ήταν που πρότεινε το κακό που έπεσε μάνω στην Ήβη σαν αστραπή.

«Όχι!» φώναξε κρατώντας το σημειωματάριό της σφιχτά. «Είναι-είναι τρελό.»

Η Νίνα αναστέναξε. «Μια βόλτα είναι Ήβη. Θα μπούμε στο δασάκι εδώ πίσω και θα ξαναβγούμε.»

Δεν ήταν στο πρόγραμμα. Μια βόλτα, κάτι τόσο αόριστο. Μπορούσαν αμέτρητα πράγματα να συμβούν, από το να πεθάνουν μέχρι να ζήσουν για να πεθάνουν λίγο αργότερα. «Ήξερες ότι έχει φίδια η περιοχή; Μπορεί να είναι δηλητιριώδη!»

«Και στα χωράφια του προ-πάππου έχει φίδια αλλά μια χαρά πας εκεί.» αντέκρουσε η αδελφή της.

Η Ήβη στένεψε τα μάτια. «Δεν είμαστε σίγουροι ακόμη πως εκείνα είναι τα χωράφια. Η μαμά δν πήγε ακόμη στον κτηματολόγο.»

«Δεν είναι αυτό το θέμα μας πιστεύω.» είπε με ήρεμη φωνή ο Ιάσονας, κρατώντας σφιχτά την αρραβωνιαστικιά του για να μη της ορμήσει. Ε και ας της ορμήσει! Έχει ρίξει ξανά μπουνιά η Ήβη, δεν θα είναι η πρώτη φορά. «Ήβη, αν σε βεβαιώσω πως θα είμαστε πίσω στις εννέα ακριβώς, θα έρθεις;»

«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Απρόβλεπτα πράγματα, πολύ απρόβλεπτα.»

Ο Αχιλλέας από δίπλα της άφησε το κουταλάκι του γλυκού στο πιάτο. «Τι λέτε για αυτό. Αν ξεκινήσουμε τώρα, στις οχτώ και σαράντα πέντε θα έχουμε φτάσει στο ρυάκι που συνορεύει με τους απέναντι.»

Στην λέξη απέναντι, ο Αχιλλέας και ο Ιάσονας έκαναν τον σταυρό τους και έφτυσαν μέσα από τις μπλούζες τους. Τι είδους αμαρτία άραγε να ήταν αυτή πάλι; Η Ήβη υπέθεσε πως οι απέναντι ήταν το δίπλα χωριό. Όταν είχε ψάξει το μέρος, τα δύο χωριά έμοιαζαν σαν δύο μπίλιες στους χάρτες με μια απαλή μπλε γραμμή να τα χωρίζει. Αυτό ήταν το ρυάκι. Περισσότερο για ποτάμι της φαινόταν.

«Στις οχτώ και σαράντα πέντε λοιπόν,» συνέχισε ο Αχιλλέας μετά από μία ακόμη κουταλιά από το γλυκό του, «θα πάρουμε τον όμορφο δρόμο του γυρισμού. Μπορεί αν είμαστε γρήγοροι να προλάβουμε και την εκκλησία. Η γιαγιά θα τρελαθεί αν δεν μας δει εκεί.»

Ο Ιάσονας φάνηκε να συμφωνεί αμέσως. Η Νίνα χαμογέλασε με αυτή την ιδέα. Ο Αχιλλέας συνέχισε να τρώει.

Η Ήβη δεν ήξερε ποια ήταν η κοινωνικά αποδεκτή απάντηση. Με τις φίλες της από τη σχολή ήξερε ακριβώς πού θα πήγαιναν, πόσο χρόνο θα έπαιρνε και τουλάχιστον τρεις διαφορετικές διαδρομές γυρισμού εκ του ασφαλούς. Δεν ήταν δύο μπίλιες με μια μπλε γραμμή. Και στην πόλη των Σερρών, όταν ανέβαιναν στον Ελαιώνα για να ψάξουν τα χωράφια του προ-πάππου Άρη ήξερε τη διαδρομή, γιατί για κάποιο τρελό λόγο, την έβγαζε στους χάρτες.

Τώρα; Τώρα αυτό ήταν κάτι καινούριο. Κάτι απρόβλεπτο, κάτι που η Ήβη δεν μπορούσε να ελέγξει.

Η Νίνα την είδε να ταράζεται. «Συμφώνησες σε κάτι μικρή.»

Ναι σε όλα. Αυτό είχαν συμφωνήσει την ημέρα που έφτασαν σε αυτό το μέρος. Την ημέρα που ο Αχιλλέας και εκείνη άρχισαν να δημιουργούν δεσμούς. Ναι σε όλα, μπας και καταλάβει τι πάει να πει ζωή. Είχε αρχίσει να μη της αρέσει αυτή η ζωή.

Στο τέλος όμως είχαν πράξει συμφωνία. Είχαν σφίξει τα μικρά δάχτυλα.

Δέκα λεπτά αργότερα, η Ήβη βρήκε τον εαυτό της να κρατάει σφιχτά στο στήθος της την πάνινη τσάντα που είχε πάρει μαζί της. Τα τελευταία χρόνια, αυτή η άσπρη τσαντούλα ήταν η ασπίδα σωτηρίας της και τη βοηθουσε να αντεπεξέλθει στις κοινωνικές υποχρεώσεις της. Εκεί μέσα βρίσκονταν τα πράγματα που της ήταν χρήσιμα στις ακραίες καταστάσεις. Το σημειωματάριο που έγραφε, ένα δεύτερο σημειωματάριο και φυσικά, μια μεγάλη toblerone.

Ο Ιάσονας ήταν πρώτος στη γραμμή με την Νίνα και την Ήβη να ακολουθούν, ενώ ο Αχιλλέας από πίσω τους, κοιτούσε κάθε τρεις και λίγο το κινητό του. Η Ήβη το είχε παρατηρήσει αρκετές φορές, κάποιες μάλιστα ξεχνούσε τελείως τα πάντα γύρω του και ήταν αφοσιωμένος σε αυτό. Η κοπέλα αναρωτιόταν αν συνέβαινε κάτι πολύ σημαντικό ή απλά είχε βαρεθεί τις ώρες της κάθε ημέρας όλης της ζωής του.

Είδε μέχρι στιγμής τέσσερα από εκείνα τα ψηλά κίτρινα λουλούδια για τα φίδια, αλλά κανένα φίδι. Πάντα με βοήθεια, περπατούσε προσεκτικά πάνω από κλαδιά και πέτρες, μόνο και μόνο για να πηδήξει με δύναμη μέσα στις λακούβες ένα δεύτερο αργότερα. Σε κάθε μία από αυτές τις φορές η Νίνα ήθελε να τη δολοφονήσει και ο Ιάσονας περίμενε μέχρι να καθαρίσει το παντελόνι της, αλλά τουλάχιστον ο Αχιλλέας ακολουθούσε το παράδειγμά της με μεγάλη χαρά.

Στα χέρια τους κρατούσαν λουλούδια που βρήκαν στη διαδρομή τους. Η Νίνα είπε πως αν όντως προλάβουν να πάνε στην εκκλησία, θα άξιζε να μείνουν οι αδελφές λίγο παραπάνω για να στολίσουν τον Επιτάφιο. Η Ήβη, όπως και η οικογένειά της, δεν ήταν φανατικοί της πίστης που κυριαρχούσε στη χώρα. Η Ευανθία πήγαινε πού και πού κάποιες Κυριακές, μόνο και μόνο γιατί οι φίλες της δεν είχαν κινητά και αυτός ήταν ένας από τους λίγους τρόπους επικοινωνίας και επιβεβαίωσης των ραντεβού τους για μπιρίμπα. Η Ήβη δεν γνώριζε αρκετά πράγματα για την Ορθόδοξη πίστη, αλλά της έκανε εντύπωση που μόνο οι γυναίκες θα έμεναν για να στολίσουν τον Επιτάφιο. Όταν ρώτησε μια φορά τη Μίνα για αυτό, η μητέρα της απάντησε πως είναι για τον ίδιο λόγο που δεν επιτρέπονται οι γυναίκες στο Άγιο Όρος. Η Ήβη πήγε και το έψαξε την ίδια στιγμή και αυτό που βρήκε δεν την έκανε να θέλει να ακολουθήσει αυτή την πίστη κάποια στιγμή αργότερα.

Το φως του ήλιου μειονώταν όλο και περισσότερο. Κοίταξε το ρολόι της, έδειχνε οχτώ και μισή. Λίγο ακόμα και άκουσε το νερό να τρέχει γρήγορα να να σκάει σε μικρά βράχια. Χαμογέλασε όταν είδε τα διάφανα νερά να την κοιτούν. Είδε τον εαυτό της να καθρεφτίζεται στην ομορφιά τους καθώς ο ήλιος έπεφτε, και είδε το πρόσωπό της να της χαμογελάει πίσω. Και οι δύο ήταν χαρούμενοι που έφτασαν όχι μόνο στην ώρα που είχε υποσχεθεί ο Αχιλλέας αλλά και πολύ νωρίτερα.

Δίχως να χάσει στιγμή, ξεκίνησε για τη διαδρομή πίσω στα γνωστά μέρη. Η Νίνα την έπιασε από το χέρι, μία από τις απότομες κινήσεις που ποτέ δεν συμπαθούσε η Ήβη. «Πού πας; Μόλις φτάσαμε.»

«Ε ναι. Ήρθαμε, κάναμε τη βόλτα μας, καιρός να γυρνάμε πίσω.» απάντησε η Ήβη. «Έχει σχεδόν πέσει ο ήλιος. Δεν είναι ασφαλές να μένουμε εδώ παραπάνω. Να σου υπενθυμίσω ότι μπορεί να έχει φίδι-»

«Φίδια ναι ξέρω.» η Νίνα άφησε το χέρι της και της έδειξε τον Ιάσονα με το κεφάλι. «Λέμε να κάνουμε κάτι μιας και είμαστε εδώ πιο νωρίς με βάση το πρόγραμμα. Δεν είναι κάτι τραγικό, λίγο ακόμη περπάτημα.»

«Προς τα πού;» ρώτησε η Ήβη αγανακτισμένη.

«Προς τα εκεί.»

Ακολούθησε το δάχτυλο της αδελφής της. Έδειχνε ένα δέντρο και λίγο πιο πέρα ήταν μια πινακίδα που έγραφε «ΜΗΝ ΤΟΛΜΗΣΕΤΕ ΝΑ ΠΑΤΗΣΕΤΕ ΕΔΩ ΠΕΡΑ ΒΛΑΧΟΙ. ΘΑ ΣΑΣ ΠΕΤΑΞΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΛΥΜΠΟ.». Η πινακίδα αυτή βρισκόταν στην άλλη πλευρά του νερού. Την γελούσαν τα αυτιά της; Θα περνούσαν το ρυάκι, έτσι επειδή είχαν φτάσει νωρίτερα; Κάτι τέτοιες στιγμές η Ήβη ήθελε να πέσει στο νερό και να μην ξαναβγεί στην επιφάνεια.

«Νόμιζα πως δεν συμπαθείτε τους απέναντι.» είπε στον Ιάσονα.

Ο μελλοντικός γαμπρός της ανασήκωσε τους ώμους του. «Είναι ηλίθιοι, γελοίοι, δεν θέλω να τους χρωματίσω παραπάνω. Αλλά δεν θα τους δούμε καθόλου. Θα περάσουμε το ρυάκι θα κάνουμε μια γύρα και πάλι πίσω.»

Η Ήβη σταύρωσε τα χέρια της με την πάνινη τσάντα της να κρατιέται γερά πάνω της. «Και πώς θα περάσετε;»

«Βλέπεις εκείνες τις πέτρες;» ο Ιάσονας έδειξε μια σειρά από πέτρες λίγα μέτρα πιο μακριά. Έδειχναν να γυαλίζουν πιο πολύ από όσο έπρεπε. «Τις βάλαμε με τον Αχιλλέα όταν ήμασταν μικροί. Είναι αρκετά γερές. Δεν θα πάθεις τίποτα.»

Θα πάθει, μπορεί να πέσει, να χτυπήσει το κεφάλι της, να τη τρέχουν μετά στα νοσοκομεία, και το χειρότερο; Μπορεί να μη ξαναδεί τα ντοκιμαντέρ για τον πλανήτη Γη που έχει κάθε βράδυ στη τηλεόραση αυτή την εβδομάδα.

Η άρνηση δεν πρόλαβε να βγει από μέσα της. Η Νίνα την έσυρε μέχρι την πρώτη πέτρα. Η Ήβη σκεφτόταν ένα και μόνο πράγμα κοιτώντας το καταραμένο πράγμα: θα πεθάνει και δεν θα προλάβει να πάρει το πτυχίο για να πάει να σπουδάσει μετά και αλλού. Το πτυχίο που πάλευε τώρα τέσσερα χρόνια να φτάσει, το έβλεπε στον ορίζοντα, της χαμογελούσε εκείνο το Ιούνιο...

«Ήβη, το ξέρω ότι μπορείς.» της είπε η Νίνα στο αυτί. «Να, πάει, ένα, δύο, τρία.»

Στο τρία η Ήβη σκεφτόταν όλες εκείνες τις φορές που περνούσε μπροστά από τα ζαχαροπλαστεία στην παραλία της Θεσσαλονίκης και λιγουρεύονταν εκείνες τις παστές σοκολάτας και τα γλυκά λεμονιού. Μετά από αυτό, θα έτρεχε σε εκείνα τα ζαχαροπλαστεία που τόσο αγαπούσε, αλλά άγγιζε μόνο στα όνειρά της.

Πριν προλάβει να σκεφτεί το πρώτο βήμα, και το πόσο δεν ήθελε να το κάνει αυτό, κάτι, ή μάλλον κάποιος, την έσπρωξε μπροστά. Δεν το είχε καταλάβει όταν το δεύτερο πόδι ακολούθησε το πρώτο. Η Ήβη έβλεπε το νερό να περνάει ανάμεσα από τις πέτρες και ένιωθε να τρέμει ολόκληρη. Αυτό ήταν, αυτό ήταν το τέλος. Η κρίση πανικού ερχόταν απειλητικά, κύματα φόβου την χτυπούσαν το ένα μετά το άλλο αλύπητα και εκείνη είχε μείνει ακίνητη στη μέση του ρυακιού να κοιτάει το φως του ήλιου να εξαφανίζεται μαζί με την αντανάκλασή της.

«Έλα γλυκιά μου, το ξέρω ότι μπορείς! Πάρε το ρίσκο!» φώναξε η Νίνα από πίσω της.

Δεν μπορώ, δεν μπορώ, δεν μπορώ, δεν μπορώ, δεν μπορώ, δεν μπορώ, δεν μπορώ, δεν μπορ-

Είδε τα λουλούδια να πέφτουν ένα ένα στο ρυάκι, το νερό να τα παρασέρνει μακριά της, κάθε πέταλο να απομακρύνεται από το κέντρο του λουλουδιού και να φεύγει με την ίδια ταχύτητα που χτυπάει η καρδιά της. Τα δύο πρώτα δάκρυα έπεσαν και δεν έκανε τον κόπο να τα κρύψει ή να τα σκουπίσει.

Γύρισε απότομα με σκοπό να πατήσει πάνω στο ίδιο μέρος από το οποίο είχε έρθει, αλλά κάπου στην πορεία το έχασε και το δεξί της πόδι χαιρέτησε το νερό σαν παλιοί καλοί φίλοι. Το κρύο την έκανε να θέλει να ουρλιάξει, από θυμό για τη Νίνα που την προκάλεσε να συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο, που την έσπρωξε να ξεκινήσει κάτι που δεν μπορούσε να τελειώσει. Το τζιν της και το παπούτσι της είχαν βραχεί φέρνοντας το κρύο μέχρι το κόκαλό της.

Βρήκε την ισορροπία της και με ένα άλμα που δεν ήξερε ότι μπορούσε να κάνει βρέθηκε εκεί που ήθελε, σε σταθερό και ίσιο έδαφος. Η Νίνα και ο Ιάσονας την πλησίασαν αμέσως, η αδελφή της με στεναχώρια και λύπη.

«Ήβη μου, συγνώμη, παρασύρθηκα, νόμιζα ότι μπορούσες.» ψιθύριζε ξανά και ξανά προσπαθώντας να την αγκαλιάσει.

Η Ήβη όμως μισούσε τις αγκαλιές και αυτή τη στιγμή μισούσε τον άνθρωπο που προσπαθούσε να της δώσει μία. «Προφανώς δεν μπορώ και το ξέρεις! Το ξέρεις γαμώτο!»

Τώρα τα δάκρυα ακολουθούσαν το ένα μετά το άλλο με μεγάλη ταχύτητα. Η Νίνα έκανε άλλη μια προσπάθεια να την πλησιάσει, αλλά η Ήβη απομακρύνθηκε προς το δρομάκι από το οποίο είχαν έρθει εξ αρχής. Νευριασμένη, σκεφτόταν όλες εκείνες τις φορές που η Νίνα την πίεζε να κάνει πράγματα που δεν ήθελε. Κούνια, συζήτηση με αγνώστους, ψώνια για εσώρουχα. Κρατούσε αυτή την οργή μέσα της τόσο καιρό, πλέον ήθελε να το βγάλει και να φωνάξει στον κόσμο ότι είχε πρόβλημα και δεν ήταν σαν αυτούς, οπότε να σταματήσουν να προσπαθούν να την κάνουν.

Η Νίνα και ο Ιάσονας την ακολούθησαν μέσα στη σιωπή στο σπίτι. Ο Αχιλλέας κοιτούσε ακόμη το κινητό του, αλλά περπατούσε δίπλα στην Ήβη όπως της είχε υποσχεθεί. Όταν έφτασαν σπίτι, η Ευανθία και η Μίνα πήδηξαν με τον δυνατό θόρυβο που έκανε η πόρτα του δωματίου με το που η Ήβη κλείστηκε εκεί μέσα. Δεν την ένοιαζε αν θα πήγαιναν στην εκκλησία, δεν απάντησε όταν ήρθαν να της πουν πως το βραδινό είναι έτοιμο.

Καθόταν κάτω στο πάτωμα με την πλάτη του κρεβατιού. Τα γόνατα της πίεζαν το στήθος της και η ανάσα της έβγαινε κόφτη. Δάγκωνε τα χείλη της δυνατά κάθε φορά που το βάρος της πήγαινε προς τα μπροστά, τα άφηνε όταν η πλάτη της έπεφτε στο ξύλο του κρεβατιού. Τα δάκρυα είχαν σταματήσει, αλλά το μυαλό της ακόμη έτρεχε. Σκέψεις που δεν ήθελε να σκέφτεται, εικόνες που δεν ήθελε να βλέπει, ήχους που δεν ήθελε να ακούει.

«Ως εδώ Μάρκο! Δεν μπορώ να το κάνω αυτό για πολύ ακόμα, αρκετά άντεξα. Θέλω να φύγεις!»

«Μη λες πράγματα που δεν εννοείς! Και μη φωνάζεις, το κεφάλι μου-»

«Φύγε επιτέλους από τη ζωή μου! Δεν αντέχω άλλο, φύγε!»

Όνειρα που προσπαθούσε να θάψει χρόνια τώρα.

«Ηλιαχτίδα μου, φεύγω.»

Εφιάλτες που την κυνηγούσαν στις σκιές.

Ένα φιλί για καληνύχτα. Το τελευταίο φιλί για καληνύχτα.

Η πόρτα χτύπησε τρεις φορές.

Η Ήβη σταμάτησε να κουνιέται απότομα. Το φεγγάρι έριχνε το μόνο φως που έμπαινε στο δωμάτιο. Δεν σηκώθηκε, δεν κουνήθηκε. Περίμενε. Περίμενε για κάτι ακόμη.

Άλλοι τρεις χτύποι.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκε στα πόδια της. Το δέρμα της είχε στεγνώσει και το νερό είχε μπει μέσα από το παπούτσι της στα κύτταρά της. Περπάτησε τα τέσσερα βήματα που χώριζαν το μέρος που καθόταν με τη ξύλινη πόρτα.

«Ποιος είναι;» ρώτησε σιγανά.

«Εγώ είμαι.» άκουσε την γνώριμη και ήρεμη φωνή του από την άλλη πλευρά. «Οι περισσότεροι έχουν πέσει για ύπνο. Θες να μου ανοίξεις;»

Η αλήθεια είναι πως θα προτιμούσε να είναι μόνη της, έτσι περνούσε τις κρίσεις πανικού.

«Η Ευανθία περιμένει να μου ανοίξεις.» ξαναείπε μέσα από την πόρτα. «Ήβη, με τρομάζει. Είναι 104 ετών και με τρομάζει, η κουκουβάγια.»

Η Ήβη κατάλαβε αμέσως τι εννοούσε και τον λυπήθηκε η ψυχή της. Άνοιξε την πόρτα μόνο τόσο ώστε να την βλέπει, αλλά να μη μπει μέσα. Δεν ήταν για συζητήσεις και ιδιαίτερα για συζητήσεις με εκείνον αυτή τη στιγμή.

Ο Αχιλλέας πήγε να κάνει βήμα μέσα αλλά όταν η Ήβη δεν τον άφησε, οι γωνίες του στοματός του έπεσαν προς το σαγόνι του. Φορούσε ακόμη τα ρούχα που είχε βάλει πριν με τη διαφορά ότι η βερμούδα είχε αντικατασταθεί από ένα μακρύ μαύρο παντελόνι και πάνω από το ροζ πουκάμισο τώρα φορούσε ένα δερμάτινο μπουφάν. Φαινόταν έτοιμος για έξοδο.

«Χαίρομαι που είσαι ντυμένη.» είπε σιγανά, μάλλον για να μην ενοχλήσει όσους είχαν πέσει στο κρεβάτι. «Βάλε κάτι πάνω σου, έχει κρύο έξω.»

Η Ήβη κούνησε το κεφάλι της. «Αχιλλέα, θέλω να μείνω λίγο μόνη μου.»

«Α όχι, έμεινες μόνη σου όσο έμεινες. Τώρα αναλαμβάνω εγώ.»

Η Ήβη ένιωθε το βαρύ βλέμμα της Ευανθίας να τη κοιτάει. Είχε ένα αλουμινόχαρτο πάνω από το σημείο που ήταν βαμμένο μωβ στα μαλλιά της. Πάλι τα έβαφε;

«Κάποια στιγμή σύντομα σε παρακαλώ. Η Ευανθία με τρομάζει.» της ψιθύρισε.

Ξεροκατάπιε. «Γιατί θες να πάμε έξω; Είναι σημαντικό;»

«Η αδελφή σου είχε δίκιο σε ένα πράγμα σήμερα. Πάρε ρίσκο γιατί μπορείς.» της είπε πλησιάζοντας κοντά. Η Ήβη έκανε ένα βήμα πίσω. «Δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω.»

«Και αν δεν θέλω;»

«Τότε θα γυρίσουμε πίσω.» ο Αχιλλέας πλησίασε ξανά, η Ήβη δεν κουνήθηκε. «Αλλά θα πάμε τώρα για να προσπαθήσεις. Το απόγευμα δεν έγινε σωστά η κατάσταση. Τώρα θα το κάνουμε με τους δικούς σου κανόνες.»

Η Ήβη δεν μίλησε. Η καρδιά της χτυπούσε πάλι δυνατά, ήταν σίγουρη πως ο Αχιλλέας μπορούσε να την ακούσει. Δικούς της κανόνες. Θα γυρνούσαν πίσω αν δεν μπορούσε να το κάνει. Άραγε άξιζε η προσπάθεια; Θα ήταν ένα μεγάλο βήμα για εκείνη. Κάτι τόσο απλό για μερικούς, αυτό τρόμαζε ψυχή και πνεύμα μέσα της.

«Πάρε όμως κάτι να βάλεις πάνω σου, εμένα έχει κρυώσει ο κώλος μου.»

Η Ευανθία χαμογελούσε όταν πέρασαν από δίπλα της φεύγοντας.

____________________________
Α/Ν Καλησπέρα στην όμορφη παρέα!

Δεν έχω να πω πολλά, πέρα από ένα μεγάλο ευχαριστώ σε αυτούς που με έχουν ακολουθήσει εδώ και με στηρίζουν ακόμα!

Επίσης, αυτό θα είναι το τελευταίο κεφάλαιο που θα μπει για λίγο καιρό. Γενικά από τώρα και μέχρι τέλη Ιουνίου, θα μπαίνουν αρκετά αραιά τα κεφάλαια, γιατί η εξεταστική δεν θα περαστεί από μόνη της. Επίσης πιστεύω πως αυτό θα είναι καλό και για εσάς, μιας και δεν είμαι η μόνη που θα περάσει με διάβασμα αυτές τις δύσκολες επόμενες μέρες.

Ελπίζω όμως κάθε φορά να επιστρέφετε σε αυτή την όμορφη παρέα και να μη ξεχνιόμαστε!

Οπότε σας εύχομαι από εδώ καλή επιτυχία σε εξεταστική, πανελλήνιες, ό,τι και αν περνάτε και μακάρι να είστε όλες και όλοι καλά.

DL

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top