28. This Guy's In Love With You - Herb Alpert & The Tijuana Brass.

28. This Guy's In Love With You – Herb Alpert & The Tijuana Brass.

Είσαι, και πάντα ήσουν, το όνειρό μου.

-Nicholas Sparks, The Notebook.

Η μέρα που έφυγε ο μπαμπάς της για πρώτη φορά ήταν Τετάρτη.

Η Ευανθία είχε κάνει μπάμιες με μεγάλα κομμάτια ντομάτας, για να μπορεί να τα βγάζει η Ήβη. Με το μικρό της πιρούνι, τα κρεμμύδια, οι ντομάτες και ό,τι άλλο της προκαλούσε αηδία πήγαινε από τη μία πλευρά. Από την άλλη, οι μπάμιες, κομμένες στη μέση για να μη λερωθεί. Στη μέση έμενε μια λωρίδα από ζουμί που η μαμά έλεγε να βουτήξει το ψωμί της γιατί είναι ωραίο, μα η Ήβη δεν μπορούσε ούτε να διανοηθεί κάτι τέτοιο. Αντίθετα, με ένα μικρό κουτάλι, μάζευε το ζουμί και το έριχνε πάνω από τις ντομάτες και τα απόβλητα, πιστεύοντας πως μπορεί να περιείχε και άλλα ανεπιθύμητα πράγματα. Όλη αυτή η διαδικασία τραβούσε περίπου τριάντα τρία λεπτά, ο αριθμός συγκεκριμένος, μετρημένος με το ρολόι της κουζίνας, ακριβής. Εκείνο ήταν το όριό της και το όριο της υπομονής της μητέρας της. Τότε, σταματούσε να κουνάει πέρα δόθε το κουτάλι, ακόμη και αν πίστευε πως χρειαζόταν να το κάνει γιατί δεν ένιωθε εντάξει.

Σιωπηλά, όπως κάθε φορά, άφησε το κουτάλι και κοίταξε τον μπαμπά της. Η δεύτερη φορά ήταν ημέρα Πέμπτη. Ο μπαμπάς της κρατούσε μια μεγάλη τσάντα που ύστερα από συζητήσεις στο υπνοδωμάτιο των γονιών της, η Ήβη υπέθεσε πως είχε μέσα ρούχα. Ξεκίνησε την προηγούμενη μέρα, όταν οι γονείς της συζητούσαν στα κρυφά μόνοι τους, μετά δυνατά και στο τέλος πάλι ήρεμα και σιωπηλά. Η Ήβη δεν ήθελε να φύγει ο μπαμπάς της, μόλις είχαν γυρίσει από μια κηδεία και τώρα θα έφευγε μακριά ξανά. Για όλα έφταιγε η μαμά, εκείνη τον έδιωχνε. Και εκείνος το δεχόταν, να αθετήσει την υπόσχεση που της έδωσε την πρώτη Τετάρτη.

«Θα φύγω και θα γυρίσω και δεν θα το καταλάβεις ποτέ πως έλειψα.» της είπε, καθισμένος μπροστά της. «Λίγες μέρες μόνο ηλιαχτίδα.»

Η Ήβη κοίταξε το φαγητό της. Χωρίς αλάτι, όπως της αρέσει. Γιατί να μην είναι πιο απλά τα πράγματα; «Είχες πει πως δεν θα έφευγες ξανά.» Ή τουλάχιστον, το είχε ευχηθεί εκείνη, στα γενέθλιά της. Οι ευχές υποτίθεται βγαίνουν αληθινές.

«Το χρειάζομαι για λίγες μέρες. Για να γίνω καλά, εντάξει;» ο μπαμπάς πήγε να πιάσει το χέρι της, αλλά εκείνη τραβήχτηκε. Δεν ήθελε να την αγγίζουν. «Θα πάω να βοηθήσω έναν άλλο μπαμπά που με έχει ανάγκη. Τον θυμάσαι τον κύριο Ανδρέα;»

Καπέλο. Ο κύριος από τη κηδεία.

Κούνησε το κεφάλι της ως θετική απάντηση.

«Και όπως ξέρεις, όταν ένας φίλος μας έχει ανάγκη, προσπαθούμε να τον βοηθήσουμε.» έσκυψε κοντά της. «Και μετά θα τρέξω πίσω και δεν θα φύγω ποτέ ξανά. Στο υπόσχομαι.»

Ο μπαμπάς της δεν είχε πάρει το φάρμακό του εκείνη την Πέμπτη. Δεν μύριζε. Η Ήβη ίσιωσε το σώμα της και πήγε κοντά του, ψιθυρίζοντας για να μη την ακούσει η μαμά. «Μη ξεχάσεις το φάρμακο. Για τις φωνές.»

Τη φίλησε απαλά στα μαλλιά, μετά στο μάγουλο. «Θα το αλλάξω και θα προσέχω καλύτερα αυτή τη φορά.»

«Ήρθε το ταξί.»

Η Ήβη σήκωσε το κεφάλι της, μετανιώνοντας την προηγούμενη νύχτα που δεν σηκώθηκε να παίξουν σκάκι. Η μαμά τους κοιτούσε με χέρια σφιχτά στο στήθος της, δίπλα από την πόρτα. Φαινόταν σαν να είχε κοιμηθεί λιγότερο από εκείνη. Και μπορεί να το είχε κάνει, αλλά αυτό δεν βοηθούσε την Ήβη να καταλάβει γιατί η μαμά έδιωχνε τον μπαμπά. Γιατί ακόμη και μετά από όλα όσα της είπε ο άνδρας που τώρα σηκωνόταν αργά και απομακρυνόταν, η Ήβη, το Ηβάκι, η ηλιαχτίδα του, δεν πίστευε τίποτα.

Η Ήβη γύρισε το σώμα της ώστε να κοιτάει ευθέως την πόρτα. Οι μπάμιες είχαν κρυώσει, δεν θα έτρωγε. Η Νίνα από την άλλη πλευρά, έτρεξε στην αγκαλιά του μπαμπά αφήνοντας το πιάτο της άδειο, σχεδόν καθαρό. Ο Ανδρέας συνέχισε να τρώει, με σκυμμένο κεφάλι. Και αυτό την ενοχλούσε, η αρνητικότητα του αδελφού της, κάτι που μετέδιδε και στην ίδια. Όλα θα πάνε καλά, της έλεγαν και η μόνη σκέψη της ήταν πως αυτή η φράση ήταν ένα ψέμα. Οπότε η Ήβη δεν είπε ποτέ ψέματα, δεν μπορούσε.

Ο μπαμπάς σηκώθηκε, αφήνοντας τη Νίνα από την αγκαλιά του να φύγει, τρέχοντας πίσω στο τραπέζι. Τα μάτια του ήταν πάνω στη μαμά, πάνω στα δικά της μάτια. Χωρίς κάποια λέξη, η πόρτα άνοιξε, η τσάντα σηκώθηκε και ο μπαμπάς ξεκίνησε να φύγει. Στη μικρή σκηνή μπροστά της, η μαμά στάθηκε στο κατώφλι της πόρτας και τον σταμάτησε. Ο μπαμπάς γύρισε, ανέβηκε τα δύο σκαλοπάτια που είχε προλάβει να κατέβει και έφτασε μπροστά της.

Η Ήβη κούνησε τα πόδια της στην άκρη της καρέκλας μαζί με τη Νίνα, ένα μικρό γέλιο να ξεφεύγει από την αδελφή της. Ο μπαμπάς της στάθηκε μπροστά από τη μαμά της, ψηλός ως ήταν, η γυναίκα έριξε το κεφάλι της πίσω. Ο μπαμπάς έσκυψε μπροστά και η Ήβη κάλυψε το στόμα της από ντροπή στα χαμηλόφωνα γέλια της Νίνας, όταν ο άνδρας έβαλε το χέρι του στον λαιμό της μαμάς και τη τράβηξε κοντά του. Η μαμά δέχτηκε το φιλί του, μεγάλης διάρκειας και με δύναμη, όχι κάτι πεταχτό, αλλά σαν εκείνα τα μεγάλα φιλιά στο τέλος μιας ταινίας με το ζευγάρι των πρωταγωνιστών.

Μετρούσε ήδη τις μέρες. Στις τριάντα τρεις, θα σταματούσε. Η σκέψη πως ο μπαμπάς δεν θα γυρνούσε ποτέ ξανά την κοίμισε εκείνο το βράδυ.

_

Τετάρτη βράδυ, νύχτα σκάκι. Έτσι το είχε γραμμένο στο ημερολόγιό της, προγραμματισμένο από τις εφτά μέχρι τις δέκα μισή. Τη στιγμή που ο Ερμής έκανε μια άθλια προσπάθεια να κλέψει τον βασιλιά της, χάνοντας στην πορεία έναν από τους αξιωματικούς του, η Ήβη κατάλαβε πως η δραστηριότητα του προγράμματος έφτανε σιγά σιγά στο τέλος της. Μέχρι να φτάσει όμως εκείνη η ώρα, δεν θα έλεγε τίποτα. Δεν ήθελε να τελειώσει.

«Ξεκίνησα το διάβασμα για την θεατροπαιδαγωγική.» ανέφερε σιωπηλά. Μέτρησε τις κινήσεις της προσεκτικά, δεν μπορούσε να αφήσει ανοιχτό το πεδίο για τη βασίλισσά της. «Ακόμη να πιστέψω πως το πρώτο μάθημα που χρωστάω είναι αυτό, αλλά σε παρακαλώ πολύ, να με περάσεις.»

Ο Ερμής πρόσεξε τα δάχτυλά της να πιάνουν απαλά έναν από τους τελευταίους στρατιώτες της, έτοιμος για τη δική του κίνηση. Στο άκουσμα της πρότασής της, μειδίασε, πριν γυρίσει πίσω στη σοβαρή έκφρασή του. «Δεν θα παρανομήσω για πάρτη σου, Σκάουτ. Αλλά αν θες βοήθεια πες μου. Μπορεί να σου δώσω τα θέματα.»

«Και αυτό παράνομο δεν είναι;»

«Θα το πεις πουθενά;»

Η Ήβη έριξε κάτω τον στρατιωτικό του Ερμή που είχε έρθει επικίνδυνα κοντά. «Ο Σωτήρης φαίνεται να θέλει να τα ακούσει αυτά.»

Ο ήχος που έβγαλε ο φίλος της την έκανε να χαμογελάσει δαγκώνοντας τα χείλη της. Αναγνώρισε -με μεγάλη επιτυχία- την άβολη κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Ερμής και τον συγχώρησε. Το παραδέχτηκε πως ήταν χαζομάρα του να τους τα μπλέξει και τώρα το πληρώνει, με τις απόπειρες της Ήβης για ειρωνεία σε κοινωνική συζήτηση.

Στο μυαλό της πήγαινε καλά αλλά μπορεί ο Ερμής να ήταν υπερβολικός στις εκφράσεις του. Λίγο μόνο.

«Κοίτα να δεις τι θα κάνουμε.» έσφιξε τα χοντρά δάχτυλά του σε έναν πύργο. Τον μετακίνησε κάθετα πέντε τετράγωνα, σε μια στήλη χωρίς πιόνια, έξυπνο για μια από τις τελευταίες κινήσεις του παιχνιδιού. Η Ήβη ένιωσε την απειλή, ήταν ανοιχτή η βασίλισσά της, μπορούσε να τελειώσει το παιχνίδι με μια κίνηση. Ο Ερμής μαθαίνει. Με αίσθημα νίκης στα μάτια του, τη κοίταξε χαλαρός. Ο Ερμής επίσης νομίζει πως έχει τη νίκη στο τσεπάκι, απλώς περίμενε φίλε. «Θα σε βοηθήσω, νόμιμα, αν βγεις άλλο ένα ραντεβού.»

Ο αξιωματικός της παραλίγο να πέσει από τα δάχτυλά της. Καθαρά αναστατωμένη, χτύπησε το ξύλινο πιόνι πάνω στη σκακιέρα, ρίχνοντας τον πύργο του Ερμή, και τη βασίλισσά της καταλάθος. «Πάλι αυτές οι χαζομάρες; Σταμάτα να με μπλέκεις με κοινωνικές εκδηλώσεις. Δεν θέλω να βγαίνω ραντεβού!»

«Μια χαρά πέρασες και στο προηγούμενο. Έμαθες ποιους πρέπει να αποφεύγεις.» της είπε, υποστηρίζοντας τις προτάσεις του. «Και ο επόμενος...ας πούμε πως είναι αποφασιστικός. Θα σου αρέσει. Σου αρέσει ήδη, νομίζω.»

Σήκωσε ένα φρύδι απορημένη. Δεν ήξερε πολλά άτομα, όχι μόνο από τη σχολή της, αλλά γενικώς. Θυμόταν δέκα ονόματα, μετά ξεχνούσε τα πάντα. Κανένας τους δεν ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρων, εκτός από τη Δώρα, ναι μαζί της θα έβγαινε ραντεβού. «Τον γνωρίζω;»

Αποφεύγοντας τώρα τη ματιά της, μελέτησε την σκακιέρα μπροστά του. «Ναι.»

«Ποιος είναι;»

«Θα μάθεις στο πάρτι το Σάββατο.» έκανε κίνηση ήττας. Πάλι. «Θα έρθεις έτσι;»

Ήταν το πάρτι που έπεφτε συνέχεια στις συζητήσεις τους. Για εκείνη, δεν ήταν κάτι άξιο για να μετακινηθεί στην άλλη άκρη της πόλης και να ξοδέψει την ώρα της, ρισκάροντας να βγει τελείως εκτός προγράμματος. Βέβαια ο Ερμής προσφέρθηκε να τη γυρίσει ο ίδιος σπίτι παραπάνω από μια φορά, αλλά η Ήβη δεν ήθελε να πάει. Θα είχε κόσμο, να γιορτάσουν σαν εθνική εορτή κάτι παράλογο, το τέλος μιας εποχής και την έναρξη της εξεταστικής περιόδου, κάπου που κανείς δεν πατάει. Μεγάλη φασαρία για το τίποτα. Τι θα έκανε εκείνη εκεί;

Θα έβγαινε ραντεβού, σύμφωνα με τον Ερμή.

Ο ίδιος είχε άλλες υποχρεώσεις. Το έλεγε συνέχεια, αλλά τώρα θα γινόταν πράξη.

«Αποφάσισες να το τελειώσεις με την πρώην σου ή ακόμα;»

Ο Ερμής σήκωσε το σώμα του, σοκαρισμένος με βάση την έκπληξη στο πρόσωπό του. Η Ήβη τον πίεζε για αυτό, ξέροντας πως χρειαζόταν την πίεση και εκείνος. Είχε έρθει η ώρα, η κοπέλα ήταν με άλλον, χαρούμενη, και ο Ερμής σκεφτόταν τη δικιά του, όποια και αν ήταν. Η Ήβη αναρωτήθηκε αν θα τη γνώριζε και εκείνη στο πάρτι. Μόνο για αυτό, μπορεί να παρευρισκόταν για λίγο στην εκδήλωση γιορτής.

Αναρωτήθηκε επίσης αν η μυστηριώδης κοπέλα που του πήρε τα μυαλά ήξερε να παίζει σκάκι. Μια έντονη επιθυμία της Ήβης ήταν να τη νικήσει, με μεγάλη ήττα για την άγνωστη, να την πατήσει. Αλλά την κράτησε μέσα της μέχρι την ώρα που θα πραγματοποιούνταν η ανάγκη αυτή.

Ήλπιζε να ήταν μια αντιπαθητική χωρίς κάποια όμορφη πλευρά του προσωπου της. Θα είχε επιτέλους δικαιολογία να τη μισήσει, έναντι αυτής της κενής αιτίας που δεν μπορούσε να καταλάβει.

«Στο είπα πως θα το κάνω. Το υπόσχομαι. Ευχαριστώ όμως για την υπενθύμιση.»

Η Ήβη έγλειψε τα χείλη της σε σκέψη για την επόμενη κίνηση. Ήταν έτοιμη να δαγκώσει τα νύχια της όταν αποφάσισε τι έπρεπε να κάνει. «Το έχω γραμμένο στο ημερολόγιο. Είναι μέσα στο πρόγραμμα.»

Ο Ερμής κοίταξε, ηττημένος, τη κίνησή της. «Δεν ήξερα πως ο στο περίπου χωρισμός μου ήταν άξιος για να μπει στο δικό σου πρόγραμμα.»

Να'το το ένα το νύχι, έτοιμο ήταν. «Είμαι υπερβολική;»

«Λίγο.»

«Συγνώμη.» του είπε, ειλικρινά. Αλλά δεν θα το έσβηνε, σε περίπτωση που ξεχνούσε να του το πει ξανά το Σάββατο. Αν πήγαινε. «Επίσης, αν έρθω θα πρέπει να φύγω γρήγορα. Οπότε δεν θα μιλήσουμε. Θα σου στείλω μήνυμα όμως για να ξέρεις.»

Ο Ερμής αγνόησε της απολογία της και αφοσιώθηκε στις επόμενες λέξεις. «Και γιατί να μη μιλήσουμε;»

«Γιατί η Άννα και η Δώρα δεν ξέρουν για...εσένα.» του απάντησε ήρεμα αντίθετα με τον δικό του τόνο στη φωνή. «Θα είναι και η Νίνα εκεί. Είσαι σίγουρος πως θέλει να μας δει;»

«Είμαστε φίλοι και δεν ξέρουν οι φίλοι σου για την παρέα μας;» σήκωσε το σώμα του από την ξαπλωμένη θέση που είχε τόση ώρα. Η Ήβη φοβόταν να τον δει, ήξερε πως ήταν απογοητευμένος. Το έμαθε από τα ντεσιμπέλ του ήχου της φωνής του. «Αλήθεια τώρα;»

Η Ήβη δεν καταλάβαινε αυτή την συμπεριφορά του. «Εσύ ήσουν αυτός που άλλαξε τελείως τη συμπεριφορά του όταν ο Σωτήρης μας είδε έξω μαζί. Μέχρι και ψέματα του είπες. Τουλάχιστον οι δικές μου φίλες ξέρουν πως είμαι καλά με τον φίλο μου, και ας μη του έχω δώσει όνομα. Εσύ;»

Ίσως γινόταν πάλι υπερβολική.

Άφησε το τελευταίο πιόνι να σχηματίσει τη νίκη μέσα της, όταν η βασίλισσα του Ερμή έπεσε στο ξύλινο πάτωμα με μια κίνηση. Το παιχνίδι είχε τελειώσει, μα ο Ερμής δεν φάνηκε να νοιάζεται για αυτό, λες και ήταν ένα συνηθισμένο αποτέλεσμα. Ήταν ένα παιχνίδι στρατηγικής και πολλές φορές ο Ερμής το έπαιζε σαν παιχνίδι τύχης. Παρά αυτές τις σκέψεις της, όταν σήκωσε τα μάτια της, είδε τον φίλο της να την κοιτάει ήδη με μια έκφραση που δεν μπορούσε να κατανοήσει πλήρως. Ήταν σκληρός, σοβαρός λίγο πριν αλλάξει σε ήρεμος και χαλαρός. Οι δικές του σκέψεις κάποιες στιγμές έτρεχαν το ίδιο με αυτές της Ήβης, οι αλλαγές στην έκφραση και τη συμπεριφορά ήταν γρήγορες, απότομες και η Ήβη φοβόταν πως ο ένας από τους δύο το είχε υπό έλεγχο λίγο πριν τον τραβήξει ο άλλος προς τη καταστροφή.

Είχε πάει εκεί. Δεν είναι ωραία.

«Ο Σωτήρης και εγώ δεν είμαστε όπως εσύ και οι φίλες σου. Κάποτε ήμασταν καλοί φίλοι αλλά οι τελευταίοι μήνες γύρισαν περισσότερο στη συναδελφική φιλία. Μπλέκεται το μέλλον μου και η εργασία μου. Αν χάσω τον Σωτήρη από φίλο, δεν με νοιάζει καθόλου, αλλά αν γίνει αντίπαλος στον χώρο της εργασίας μου και σπουδών μου, θα φύγω στη Σκωτία. Το καταλαβαίνεις αυτό Σκάουτ;»

Η Ήβη δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται τη πρόσφατα ανεξάρτητη χώρα.

«Έχω χίλιους δυο φίλους. Έχω μόνο μία εσένα και δεν μπορώ να σε χάσω.» της είπε. Κόκκινα τα μάγουλά της, κοίταξε κάτω. «Έχεις δύο φίλες που μεγάλωσες και κάποιες φορές αποκαλείς αδελφές. Σε έχω ακούσει να το λες και να μην αναφέρεσαι στη Νίνα. Μη κρατάς μυστικά από την οικογένειά σου Σκάουτ. Και μη φοβάσαι. Δεν θα γίνει κάτι αν τους το πεις.»

«Απλώς εγώ,» ξεκίνησε. Και σταμάτησε. Ήταν απότομη η έναρξη της πρότασης, δεν είχε χρόνο να την επεξεργαστεί, αλλά οι λέξεις ήθελαν να βγουν από μέσα της. Ποιες λέξεις, δεν ήξερε. Φοβόταν να μάθει, να το χαλάσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έσβησε από τη μνήμη της τι θα έλεγε. Δεν ήταν η ώρα και η στιγμή για αυτό, μπορεί και ποτέ. Τον ήθελε μόνο δικό της σε όνομα και μνήμη. Ένα μυστικό. Γιατί; «Θα τους το πω το Σάββατο.»

Ο Ερμής χαμογέλασε. «Άρα θα έρθεις.»

«Αν με γυρίσεις σπίτι μετά το υποτιθέμενο ραντεβού.» όπως πάει και αυτό. Κοίταξε στο πλάι το κινητό της, η ώρα είχε περάσει. Πολύ γρήγορα. «Πρέπει να ξεκινήσω για το σπίτι.»

Το πρόσωπό του φωτίστηκε, οι γραμμές γύρω από τα γκρίζα μάτια του σηκώθηκαν μαζί με το χαμόγελό του και τον ίδιο. «Α! Έχω να σου δείξω κάτι. Έλα.»

Η Ήβη παράτησε τη σκακιέρα στο πάτωμα και αποφάσισε να τον ακολουθήσει. Πέρασε τα άδεια ράφια της βιβλιοθήκης και ξυπόλυτη, έσυρε τα πόδια της στην άλλη πλευρά του δωματίου που αποκαλούσε σπίτι. Για λίγο ακόμα, ίσως. Τον βρήκε να στέκεται πάνω από τη μεγάλη συρταριέρα, εκεί που είχε τοποθετήσει κάποτε τα πέντε πουκάμισά του και τις τρεις μπλούζες του, δύο και ένα σε κάθε συρτάρι γιατί δεν είχε πολλά πράγματα αλλά άπλετο χώρο.

Άνοιξε αργά αργά το πρώτο συρτάρι. «Τι βλέπεις;»

Η Ήβη σηκώθηκε στις μύτες -ήταν και κοντή- για να έχει καλύτερη όραση σε όλο το συρτάρι. «Μία από τις μπλούζες σου και ένα παντελόνι πιτζάμας. Νομίζω τα έχω βάλει. Μου είναι φαρδιά, είσαι μεγαλόσωμος άνδρας έχω να πω.»

«Ευχαριστώ για το σχόλιο Σκάουτ.» στηρίχθηκε στην άκρη, λίγο πριν την πόρτα του μπάνιο. Αδιάφορος, ή τουλάχιστον προσπάθησε έτσι να δείξει, κοίταξε τα κομμένα νύχια του. «Αυτό που βλέπεις αγαπημένη μου, είναι το δικό σου συρτάρι και οι δικές σου πιτζάμες. Αν έχεις να φέρεις άλλα πράγματα θα βρίσκονται εδώ γιατί θα το χρησιμοποιείς μόνο εσύ. Δικό σου.»

Η Ήβη μελέτησε τον χώρο που της έδωσε. «Τα εσώρουχα θα πρέπει να βρίσκονται σε διαφορετικό χώρο από τα υπόλοιπα. Και τα ρούχα επίσης. Δεν χωράνε.»

«Σου δίνω ένα συρτάρι.» της είπε. «Ένα ευχαριστώ είναι αρκετό.»

Υπέθεσε πως ήταν μια σημαντική κίνηση για εκείνον, κρίνοντας από τη σοβαρή πλέον έκφρασή του. Είχε διαβάσει από τα σάιτ που αποθηκεύει η Νίνα στον κοινό υπολογιστή της οικογένειας, πως ένα βήμα συγκατοίκησης και εμπιστοσύνης στο ζευγάρι, ήταν η παραχώρηση ενός προσωπικού χώρου στο σπίτι κάποιου. Συμβολισμός, το συρτάρι, που έδειχνε πως ο παρτενέρ ήθελε να περάσουν σε ένα σοβαρό στάδιο της όποιας σχέσης τους.

Αλλά εκείνοι ήταν μόνο φίλοι, σύμφωνα με τις γνώσεις της. Και σύμφωνα ο Ερμής θα άλλαζε σπίτια. Γιατί υποτίθεται πως θέλει κάτι μικρότερο για να μαζέψει λεφτά για όταν φύγει για τη Σκωτία, που ακόμη είναι στα σχέδια, άσχετα με την πρόταση εργασίας της καθηγήτριας του μεταπτυχιακού του.

«Όταν φύγεις από εδώ θα έχεις ακόμη αυτή τη συρταριέρα;» τον ρώτησε.

Ο Ερμής ανασήκωσε τους ώμους του. «Αν δεν την πουλήσω, ναι. Αλλά πάντα θα έχεις ένα συρτάρι.»

Η Ήβη σήκωσε με το ένα χέρι τη πιτζάμα. Ήταν η πρώτη που είχε φορέσει, φρεσκοπλυμένη, πίστευε γύρω στις δύο ώρες πριν εμφανιστεί στο σπίτι του. Την ήξερε καλά. «Υποθέτω τότε πως μου λες να κοιμηθώ εδώ απόψε; Γιατί έχω να προλάβω και ένα λεωφορείο και ξέρεις πόσο φοβάμαι να περπατάω στα στενά μέσα στο βράδυ, είναι επικίνδυνα για την ανθρώπινη ζωή-»

Ο Ερμής έκλεισε το συρτάρι με δύναμη και ήρθε κοντά της. «Μέχρι και βιβλίο θα σου διαβάσω.»

Ο Αχιλλέας παρατηρούσε το μικρό τετράδιο που κρατούσε για πολλή ώρα. Με ένα μολύβι στο χέρι είχε περάσει τη μισή διαδρομή από το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης προς τη Λήμνο. Το καράβι κουνούσε, οι μουντζούρες ήταν μεγάλες, αλλά με λίγη υπομονή είτε θα σβήνονταν είτε θα του έδειχναν τον δρόμο για να τραβήξει την επόμενη γραμμή. Δεν ήταν αριστούργημα, ένα απλό πρόχειρο, αλλά ήταν κάτι. Αυτό το κάτι που προσπαθούσε να κάνει καιρό αλλά το μυαλό και το χέρι του δεν συνεργάζονταν με τη καρδιά του.

Ήταν ίσως το πρώτο, περίπου πετυχημένο, σχέδιο που είχε ζωγραφίσει μετά από μήνες. Δεν είχε χρώματα για να αναδείξει τον πλούσιο χαρακτήρα του, αλλά ήταν σίγουρος πως η κοπέλα στο χαρτί είχε ανοιχτό χρώμα μαλλιών. Ξανθό ή ένα κόκκινο, σαν αυτό της φωτιάς. Και σκιές, κίτρινες και χρυσές. Ίσως φορούσε ένα λευκό φόρεμα, ίσως ένα αχνό γαλάζιο. Όχι, τα μαλλιά της έπρεπε να είναι ξανθά, πολύ ξανθά, να παίρνουν το φως του πρωινού ήλιου. Οι τούφες στον λαιμό της θα ήταν λίγο πιο σκούρες, και θα απλώνονταν μπροστά, πάνω στο στήθος της. Θα χαμογελούσε με κλειστά τα μάτια σε έναν καλοκαιρινό ουρανό. Η κοπέλα στο χαρτί δεν είχε χρώματα, δεν είχε όνομα, δεν ήταν κάποια που γνώριζε αλλά αυτή τη στιγμή ήταν η πιο χαρούμενη κοπέλα που ήξερε.

Αντίθετα με αυτή τη ξανθιά -μάλλον, είναι νωρίς για αποφάσεις- κοπέλα, η άλλη ξανθιά κυρία που ήξερε καλά ήταν κάθε άλλο παρά χαρούμενη. Αν επέτρεπε τον εαυτό της, ο Αχιλλέας θα άκουγε τις μεγαλύτερες και πιο άσχημες βρισιές από το όμορφο στόμα της. Αλλά δεν μπορούσε, γιατί η θάλασσα της προκαλούσε ταραχή και πήγαινε στη τουαλέτα κάθε λίγο και λιγάκι. Κάτι ακόμη χειρότερο, όσο έτρεχαν το πρωί να προλάβουν το καράβι, οι θέσεις για τον εσωτερικό χώρο είχαν κλείσει και η μόνη διαμονή τους καθ'όλη τη διάρκεια του ταξιδιού ήταν αυτή στο κατάστρωμα. Λες και κάποιος ξύπνησε σήμερα και αποφάσισε να ξεκινήσει αυτό το ταξίδι σκατά. Αυτός ο κάποιος άκουγε στο όνομα Ήβη και η αρνητική της στάση στα πάντα μεταφέρονταν σε κάτι τουρίστες από την Αμερική.

«Τα ατυχήματα στις θαλάσσιες μεταφορές αυξήθηκαν κατά 20% τα τελευταία χρόνια. Το ποσοστό αυτό ήταν μικρότερο πριν τον κορονοϊό. Στην Ευρώπη μόνο πέρσι έγιναν δώδεκα θανατηφόρα ατυχήματα. Στο ένα από αυτά έπεσε ένα πλοίο της Νορβηγικής αεροπορίας. Τι και αν ήταν κοντά στην Ανταρκτική, αυτά μπορούν να γίνουν παντού. Τα στατιστικά μιλάνε από μόνα τους, τα πλοία δεν είναι ασφαλή, ειδικά με μεγάλα ποσοστά επιβατών πάνω σε αυτά, με βάση νόμους φυσικής είναι πιο δύσκολη η πραγματοποίηση της διαδρομής.» τους έλεγε με τέλεια αγγλική προφορά. Ο μαύρος άνδρας από δίπλα της και η γυναίκα του την άκουγαν σιωπηλά, σχεδόν τρομαγμένοι.

Αλλά η Ήβη συνέχισε να παραθέτει στοιχεία και δεδομένα, όπως κάθε φορά που βρισκόταν σε μια κρίσιμη κατάσταση άγχους. «Ήμουν ανάμεσα σε αυτούς τους...τους γελοίους που έκλεισαν τα εισιτήρια πολύ αργά, προσθέτοντας επιπλέον βάρος στο πλοίο. Χάρη σε εμένα, αυτό το μαραφέτι πηγαίνει πιο αργά από όσο ήταν προγραμματισμένο. Μπορεί η ταχύτητα που έχει -ή μάλλον, δεν έχει- να είναι η αιτία που το πλοίο της Τουρκίας θα πέσει πάνω μας και θα μας σκοτώσει όλους. Γιατί θα πεθάνουμε όλοι, κανένας δεν τη γλιτώνει σε κάτι τέτοιο. Το είδα σε επεισόδιο του Grey's Anatomy -παρεμπιπτόντως, Lexie και Mark ήταν το απόλυτο ζευγάρι- όπου ένα αεροπλάνο έπεσε στη θάλασσα και όλοι εκτός από ένα παιδάκι πνίγηκαν. Ε τώρα, αν πέσει το αεροπλάνο, θα πέσει πάνω σε αυτό το πλοίο και θα πνιγούν οι διπλάσιοι. Ηλίθιοι άνθρωποι, ηλίθιοι. Με συγχωρείτε, επιστρέφω.»

Η Ήβη σηκώθηκε και αφήνοντας τους τρομαγμένους συνεπιβάτες της, έτρεξε στη τουαλέτα λίγα μέτρα μακριά, το πορτοκαλί σωσίβιο που φορούσε να τη σφίγγει στο στέρνο. Το είχε φορέσει, το είχε φουσκώσει και είχε αφήσει υπολείμματα εμετού πάνω του.

Μα πόσο ωραίο ταξίδι.

Ο Αχιλλέας προσπάθησε να θυμηθεί λέξεις από το Proficiency που δεν πήρε ποτέ και χαμογέλασε βεβιασμένα στους τουρίστες. «Μόλις τη βγάλαμε από το ψυχιατρείο. Δεν έχει συνηθίσει ακόμη τη κοινωνία. Συγχωρέστε τη, τα φάρμακα τη κάνουν έτσι.»

Έσκυψε πάλι πάνω στο σχέδιό του. Η κοπέλα θα μπορούσε να είχε σχεδιαστεί καλύτερα αν δεν είχε σταματήσει να ζωγραφίζει τόσο καιρό. Χρειαζόταν εξάσκηση, αλλά ήταν ακόμη εκεί το ταλέντο του. Μερικές διορθώσεις ήθελε μόνο και ίσως μπορούσε να το χρωματίσει. Από την άλλη, η ιδέα να σκίσει τη σελίδα και να μολύνει τη θάλασσα φλέρταρε μαζί του επικίνδυνα. Τουλάχιστον η αναποφασιστικότητα της κατάθλιψής του ήταν ακόμη εκεί, όλα γυρνούσαν πίσω στο φυσιολογικό.

Η Ήβη γύρισε, περπατώντας αργά πάνω στο κατάστρωμα. Έκατσε πάνω στη καρέκλα που της είχε παραχωρήσει ένας παππούς και έκανε ό,τι έκανε κάθε φορά που περνούσε μισή ώρα με το ρολόι της, παστωνόταν στο αντηλιακό στο πρόσωπο και σώμα, ακόμη και αν καθόταν στη σκιά και ο ήλιος ήταν από την άλλη πλευρά. Αν το συνέχιζε έτσι θα έπρεπε να αγοράσουν καινούριο μπουκάλι από το νησί σε τρεις ώρες. Μπορεί και λιγότερο. Αργούν ακόμα; Μάλλον όχι, ήλπιζε όχι.

«Πώς είναι το στομάχι σου;» τη ρώτησε.

«Βασικά, είναι καλά. Το πρόβλημα είναι ο εγκέφαλος. Πάντα ο εγκέφαλος. Κάτι έχει ενεργοποιήσει το κέντρο του εμετού στον προμήκη μυελό στο έδαφος της τέταρτης κοιλίας του εγκεφάλου μου. Πιθανότατα να φταίει κάποιο ερέθισμα από το πεπτικό κέντρο ή κάποιο άλλο ανώτερο κέντρο στον φλοιό του εγκεφάλου μου με αποτέλεσμα την δράση κινητικών ινών προς του κοιλιακούς και αναπνευστικούς μύες.»

Ο Αχιλλέας βλεφάρισε στην απάντησή της. Ήξερε πως η Ήβη αποστήθιζε όλα όσα διάβαζε, φωτογραφική μνήμη ή κάτι τέτοιο και τα σημείωνε στα χρωματιστά σημειωματάριά της για μελλοντική χρήση. Αλλά τι την έκανε να ψάξει για τον εμετό εξ αρχής; Στη σκέψη ενεργοποιούνταν και το δικό του κέντρο εμετού στο πώς το είπε γιατί ήδη το ξέχασε.

«Σε λίγο φτάνουμε, ευτυχώς.»

Η Ήβη έκλεισε τα μάτια της και γέμισε τα πνευμόνια της με τον αέρα της θάλασσας. Όταν τα άνοιξε έμοιαζε να ζαλίζεται. «Νομίζω πως έχει προκληθεί από το άγχος.»

Ο Αχιλλέας έκλεισε το τετράδιό του. Η κοπέλα χωρίς χρώμα μπορούσε να περιμένει. «Άγχος για ποιο πράγμα;»

«Δεν ξέρω. Έχω αρκετές ιδέες αλλά δεν μπορώ να τις βάλω σε τάξη.» πιάστηκε από το σωσίβιο στο στήθος της όταν ταρακουνήθηκε το καράβι. Ένας δυνατός ήχος την έκανε να κλείσει ερμητικά τα μάτια της και ο Αχιλλέας σηκώθηκε από τη θέση σου. Το λιμάνι της Μύρινας φαινόταν πολύ όμορφο από μακριά, τουλάχιστον μέχρι να το καταστρέψει η Ήβη με τις συζητήσεις της για τους εμετούς. «Έπρεπε να είχα πάρει το σημειωματάριό μου. Εσύ φταις.»

«Πάντα εγώ φταίω. Εσύ είσαι αυτή με τη τέλεια μνήμη.»

«Αν μου έδινες χρόνο να προετοιμαστώ πριν αρχίσουμε να τρέχουμε, θα θυμόμουν να το πάρω και να μη το παρατήσω σε ένα παρατημένο αυτοκίνητο!» σχεδόν φώναξε. Άγχος, μόνο άγχος είναι, για το τίποτα. «Μη με αφήσεις να μιλήσω στη Νίνα. Δεν μπορώ να της πω ψέματα για το πού το παρατήσαμε.»

Προσπάθησε να τη καθησυχάσει. «Είναι σε ασφαλές μέρος.»

«Στα χέρια κάποιου κλέφτη, δολοφόνου, εμπόρου λευκής σάρκας. Ακόμη χειρότερα, στο κράτος. Κλεμμένο το έχει και η Νίνα, ωχ Θεέ Όντιν!»

Χαμογέλασε στο χάος μέσα της. Το αγαπημένο κόκκινο αυτοκίνητο της Νίνας, με το πάτωμα γεμάτο γκλίτερ, τη μουσική διάθεση της Ήβης για ξένα παλιά τραγούδια και το σημειωματάριό της, βρίσκονταν σε ένα στενό λίγο πριν το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, παρκαρισμένα κάτω από ένα δέντρο με μυρμηγκοφωλιά στη βάση του. Εκεί είχαν περάσει το βράδυ τους, τρώγοντας τις υπόλοιπες μπουγάτσες που είχαν αγοράσει από τη Θεσσαλονίκη ακόμη και μετά περνώντας σε κάτι πιο ελαφρύ, σουβλάκια. Η Ήβη είχε κάτσει με το σημειωματάριο στη μέση της κουζίνας ενός γυράδικου κοντά στη γειτονιά που άφησαν το αυτοκίνητο, όσο ο σουβλατζής της εξηγούσε και της έδειχνε βήμα βήμα τη τέχνη του να γυρνάς σουβλάκια και σουτζουκάκια. Ήταν μια υπέροχη εμπειρία, τόσο υπέροχη που ο Αχιλλέας κοιμήθηκε όσο η Ήβη τα απολάμβανε πάνω στο καπό του αυτοκινήτου.

Όταν το ξυπνητήρι χτύπησε, το κεφάλι του συγκρούστηκε με την οροφή και η Ήβη ξύπνησε από εκείνο το χτύπημα. Πάνω στη βιασύνη για να προλάβουν αν όχι το πρώτο, ένα από τα πρώτα δρομολόγια της ημέρας, το καταραμένο σημειωματάριο που ήταν πάνω πάνω στη τσάντα της, ξεχάστηκε όταν η Ήβη έβγαλε τα πάντα έξω για να τα μετρήσει στο μυαλό της. Τι κρίμα, δεν χρειαζόταν να το πετάξει ο ίδιος στη θάλασσα, αυτή τη φορά η Ήβη έκανε όλη τη δουλειά μόνη της.

«Δεσποινίς, το σωσίβιο;»

Ο τύπος με το λευκό πουκάμισο και το τσαντάκι στυλ ελεγκτής ΚΤΕΛ με αρχή καταρράκτη έδειξε προς το πορτοκαλί πράγμα που κρεμόταν από τον λαιμό της καθώς κατέβαιναν τις σκάλες. «Είμαστε ακόμη στη θάλασσα, μπορεί να μου χρειαστεί.»

Ο άνδρας είχε μεγάλη υπομονή. «Αμφιβάλλω.»

«Ξέρεις πόσα ατυχήματα-»

Πριν συνεχίσει την ιστορία της με τα αποτελέσματα αναζήτησης της Google, ο Αχιλλέας έσκυψε κοντά της, ψιθυρίζοντας. «Δώσε το και θα σου πάρω τρία τέτοια. Έχω την πιστωτική της μαμάς.»

Το πρόσωπό της από αγχωμένο, άλλαξε σε κάτι σχεδόν χαρούμενο, ενθουσιασμένο. «Θα ξοδέψουμε τα λεφτά της Μέδουσας;»

Ο Αχιλλέας της έκανε νόημα να βγάλει από πάνω της την πανοπλία απέναντι στο κυματάκι και με λίγη βοήθειά από τον ίδιο, το παρέδωσε στον φίλο πριν συνεχίσουν την έξοδό τους. «Χωρίς όρια χρέωση, θα βλέπει παντού το πρόσωπό μου και θα κλαίει για τη μέρα που με άφησε με το πορτοφόλι της.»

«Υπέροχο.» πέρασε το τελευταίο εμπόδιο και έφτασε στη στεριά. Στα μάτια του, φαινόταν μεγάλο και γεμάτο εκπλήξεις. Στα δικά της, την εμπόδιζε ο ήλιος. «Αυτό είναι;»

Ήλπιζε να μη τραβούσε πολλά πλάνα και με το τέλος του ταξιδιού να είχε αρκετό χώρο στις κασέτες του. Η καινούρια βιντεοκάμερα που αγόρασε με τη γνωστή πιστωτική από δημοπρασία στο ebay ήταν κάθε άλλο παρά νέα. Δεν είχε γεννηθεί όταν η κάμερα δημιουργήθηκε, μπορεί να μην είχε γεννηθεί ούτε ο Ιάσονας, και του άρεσε πολύ αυτή η ιδέα. Βέβαια δεν ήξερε να τη χρησιμοποιεί, αλλά και αυτό ήταν μέρος της περιπέτειας.

«Αυτό είναι.» της απάντησε. «Θες να μάθεις δεδομένα;»

Η Ήβη ξεφύσησε. «Για ποια με πέρασες; Έχω κάνει και εγώ την έρευνά μου.»

Ο Αχιλλέας την έσπρωξε απαλά από τη μέση και ξεκίνησαν μακριά από τη θάλασσα.

Δεν είχε περάσει λίγη ώρα από τη στιγμή που τα τηλεφωνήματα έκαναν την εμφάνισή τους. Ξεκίνησαν με τη Νίνα, εκφράζοντας την ενόχλησή της με αυτή την εκδρομή. Κάτι ανάμεσα σε «ασταθή ψυχοπαθή Αχιλλέα» και «προβληματικό που χρειαζόταν ψυχίατρο περισσότερο από εσένα Ηβάκι» ήταν λίγοι από τους χαρακτηρισμούς και επιχειρήματα που μπορεί και να προκάλεσαν το άγχος της Ήβης. Η Νίνα πάντα ήταν άνθρωπος που του προκαλούσε προβλήματα. Βλέποντας την καλή σχέση ανάμεσα στις αδελφές, ήταν ευγνώμων που -μάλλον- δεν του προκάλεσε και άλλο πρόβλημα.

Ευτυχώς από την οικογένεια της Ήβης, μόνο η Νίνα έκανε εμφάνιση. Δεν θα άντεχε άλλες απειλές και από τη κυρία Μίνα. Ωστόσο, η φωνή της κυρίας Δανάης, μια φωνή που είχε ακούσει μόνο τηλεφωνικώς, υπενθύμισε στην εγγονή της πως τους έκανε ρεζίλι σε μια αίθουσα γεμάτη γνωστούς και θα έπρεπε να συμπεριφέρεται καλύτερα και μπλα μπλα μπλα. Ο Αχιλλέας είχε τη κυρία Δανάη για κουλ γιαγιά, όμως ο θάνατος της Ευανθίας κάτι άλλαξε μέσα της.

«Και ο κύριος Ανδρέας;» ρώτησε αθώα η Ήβη τη Νίνα και τη γιαγιά της.

Η Νίνα φάνηκε μπερδεμένη. «Η μαμά του μίλησε για τρία δευτερόλεπτα πριν μας πάρει μακριά. Δεν ξέρω καν ποιος είναι. Από το Tinder τον γνώρισες;»

Η δική του πλευρά δέχτηκε επίσης μόνο ένα τηλεφώνημα. Έκπληξη, ήταν ο Ιάσονας. Περίμενε την Ελένη με τα φίδια στο κεφάλι της να του φωνάζει που τόλμησε πάλι να τραβήξει μια τέτοια χαζομάρα και να φύγει χωρίς προειδοποίηση με τα λεφτά της, το τελευταίο την εξόργισε ακόμη περισσότερο. Ο Ιάσονας αντίθετα του είπε να προσέχει και να προσέχει το κορίτσι, ο Αχιλλέας ήλπιζε ο αδελφός του να πρόσεχε επίσης τη Νίνα. Μπορεί οι αδελφές να ήταν τόσο διαφορετικές, αλλά ήταν και οι δύο μέσα σε πένθος και ποιος ξέρει τι κάνει κανείς όταν νιώθει μόνος.

Περπάτησαν κατά μήκος του λιμανιού, περνώντας τη στάση με τα μικρά λεωφορεία που σε πήγαιναν μέσα στην πόλη και μερικά ψαράδικα που προσπαθούσαν να βγάλουν τα προς τα ζην. Πίσω από τους πάγκους με τα χειροποίητα κοσμήματα και μαγνητάκια με χαλασμένους μαγνήτες, υπήρχε ένας πεζόδρομος που καφέ και ταβέρνες. Η ζωή φαινόταν όμορφη εδώ. Ήταν το μέρος που χρειαζόταν.

Ένιωσε το βάρος της Ήβης να μετακινείται προς το σώμα του και την είδε να παραπατάει. Η ζαλάδα πλέον δεν ήταν κάποιο απλό χαρακτηριστικό του ανεξήγητου άγχους της αλλά κάτι παραπάνω. Ήταν ώρα να ανησυχήσει.

«Πώς είσαι;»

Η Ήβη ίσιωσε το κορμί της και κοίταξε ψηλά, όσο μπορούσε, λίγο πριν κλείσει τα μάτια της. «Ο ήλιος με ενοχλεί. Ξέρεις πού πηγαίνουμε;»

«Όχι.» της απάντησε. Κοίταξε γύρω του, χρειαζόταν ένα τηλέφωνο. «Βρήκα στο ίντερνετ ένα διαμέρισμα που μπορούμε να κλείσουμε αλλά δεν έχω κάρτα στο κινητό. Κάτσε λίγο κάτω να ζητήσω από κάποιον ντόπιο το κινητό του να πάρω τηλέφωνο.»

Η Ήβη στάθηκε δίπλα στη κολόνα της ΔΕΗ και μόρφασε στην άσφαλτο. «Είναι λερωμένα.»

«Είναι ή αυτό ή το παγκάκι δίπλα από αυτόν που πουλάει αμφίβολα πράγματα μέσα από το τζάκετ του καλοκαίρι μήνα.»

«Μήνα καλοκαιριού.» τον διόρθωσε.

Την ενθάρρυνε όσο μπορούσε. «Μια χαρά είσαι νοητικά βλέπω. Δύο λεπτά θα πάρει.»

Και δύο λεπτά πήρε.

Απομακρύνθηκε τόσο που πρόλαβε να φτάσει στον πρώτο πάγκο με ψάρια κοντά τους. Πήγε να ανοίξει το στόμα του να μιλήσει, αλλά οι λέξεις δεν βγήκαν. Κοίταξε ασυναίσθητα στην πλευρά της Ήβης και τη βρήκε πεσμένη. Πάνω στα μικρόβια από τσίχλες που τόσο αγαπούσε.

Πανικόβλητος, έτρεξε κοντά της, ο ψαράς να τον ακολουθεί. Δεν μπορούσε να πιστέψει τη τραγικότητα της κατάστασης όταν έφτασε από πάνω της. Και στην αρχή της προηγούμενης υποτιθέμενης περιπέτειάς τους, η Ήβη έκανε το περίεργο και μπαμ και κάτω. Είδαμε πόσο καλά τελείωσε εκείνη η εκδρομή. Ήλπιζε αυτό να μην ήταν σημάδι πως τα πράγματα θα πήγαιναν σκατά και τώρα. Λίγες μέρες ηρεμίας έψαχνε και ήταν η άλλη στα πατώματα.

«Ήβη ξύπνα.» της ταρακούνησε. «Ηλιόφωτη ξαπλώνεις και σκοτώνεις μυρμήγκια, μην είσαι τέτοιος άνθρωπος, καταστρέφεις τη τροφική αλυσίδα.»

Περίμενε κάποια έξυπνη απάντηση αλλά δεν ήρθε τίποτα. Ο ήλιος την πείραζε πολύ. Όπως άγγιξε τα μαλλιά της, το κεφάλι της έκαιγε. Ίσως αυτό έφταιγε και για τους εμετούς. Όλα λάθος.

Ο ψαράς γονάτισε στην άλλη πλευρά της. «Μπορώ;»

Ο Αχιλλέας δεν ήξερε τι θα έκανε, πίστευε όχι ναρκωτικά. «Ναι.»

«Κάτσε και βάλε το κεφάλι της πάνω στα πόδια του.» η οδηγία ήρθε και εκτελέσθηκε σε χρόνο dt. Ακούμπησε ήρεμα το κεφάλι της πάνω στη βερμούδα του, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της παράλληλα. «Είναι κατακόκκινη. Πόση ώρα είναι ζαλισμένη;»

Η επιδερμίδα της είχε πάρει ένα ελαφρύ χρώμα κάτω από το φως του ήλιου. «Δεν ξέρω. Αλλά έκανε συχνά εμετό. Ίσως έφταιγε που ήμασταν στον ήλιο. Δεν της αρέσει η θάλασσα.»

Ο ψαράς έφερε ένα βρεγμένο πανί από έναν πάγκο δίπλα τους. Σήκωσε απαλά τον λαιμό της και τοποθέτησε το παγωμένο ύφασμα κάτω από τον αυχένα της. Αναρίγησε από το κρύο, αλλά φάνηκε να χαλαρώνει την Ήβη γιατί ήδη συνέρχονταν. Ο Αχιλλέας παρατήρησε τον ψαρά να βγάζει από τη τσέπη του ένα υγρό μαντιλάκι, άρωμα λεμόνι. Χαμογέλασε.

«Αυτό θα τη φέρει πίσω στις αισθήσεις της.» ο άνδρας σήκωσε το βλέμμα του. Τότε ήταν που ο Αχιλλέας τον είδε καλά. Τα μάτια της Σειρήνας δεν ήταν τίποτα μπροστά στο δικό του πράσινο. Ήταν γύρω στα πενήντα με γραμμές γέλιου γύρω από τα μάτια του. Ή είχε τη καλύτερη ζωή, ή τη χειρότερη. «Ας την πάμε σε ένα μέρος με σκιά. Η υπερθερμία δεν είναι παίξε γέλασε για όλους.»

Μήπως ήταν καιρός να ανησυχήσει πολύ; «Υπερθερμία;»

«Ξέρεις, ηλίαση.»

Χμ, γιατρός το παλικάρι;

Κατάφερε να τη σηκώσει στην αγκαλιά του με τη βοήθεια του ψαρά. Ευτυχώς η ηλιόφωτη δεν είχε πλήρως τις αισθήσεις της αλλιώς μπορεί να ξεκινούσε και μια κρίση πανικού σε όλο αυτό. Φαντάζεσαι; Όχι. Έκατσε στο παγκάκι πιο δίπλα και ο ψαράς έδιωξε τον ναρκομανή -απλώς πουλούσε κλεμμένα ρολόγια και τον έλεγαν Σάκη. Πολλές γνωριμίες για μία μέρα, ίσως κάποιος του έλεγε και πού να μείνουν;

Η Ήβη ανοιγόκλεισε τα μάτια της τρεις φορές, όπως κάθε φορά που ξυπνούσε από ύπνο. Κοίταξε πρώτα τον Αχιλλέα, σήκωσε το ένα φρύδι στο παράξενο χαμόγελό του και μετά τον κόσμο γύρω της. «Τι είναι αυτό στον λαιμό μου; Αχιλλέα, τι έκανες;»

Ω, ήταν ξύπνια. «Αν συνεχίσεις τις λιποθυμίες κάθε φορά που πάμε κάπου να μου το λες, να σου πάρω ένα στρώμα.»

«Δεν χωράει στο αυτοκίνητο της Νίνας, το στρώμα από το κρεβάτι μου το είχε φέρει φορτηγό.» απάντησε. Έκλεισε τα μάτια της, κουρασμένη και τα άνοιξε με ένα ελαφρύ ευγενικό χαμόγελο. «Και εσείς είστε;»

Ο ψαράς έδειξε το πανί κάτω από τον λαιμό της. «Είναι για να σε κρυώσει λίγο. Να κατεβάσει κάπως τη θερμοκρασία σου. Η μεγάλη έκθεση στον ήλιο δεν σου κάνει καλό.»

«Άλλος ένας λόγος που δεν θέλω να βγαίνω έξω.» του είπε. Ο Αχιλλέας έκανε τσεκ τη λίστα με τις αιτίες αντικοινωνικότητας της Ήβης. Η ίδια χαμογέλασε στον άνδρα. «Υποθέτω πως εσείς με φροντίσατε όσο ο Αχιλλέας δεν ήξερε τι να κάνει.»

Ε όχι και δεν ήξερε τι να κάνει. «Η αμεσότητα σε μάρανε.»

«Ναι.» της απάντησε. «Ελπίζω να νιώσεις καλύτερα. Συγνώμη πρέπει να φύγω.»

«Ευχαριστώ πολύ.»

«Πριν φύγετε,» διέκοψε τη τόσο φιλική συζήτηση. Ο Αχιλλέας άρπαξε την ευκαιρία. «ξέρετε που μπορεί να μείνει ένα ζευγάρι φίλων σε ένα μέρος που δεν ξέρει κανέναν και δεν προγραμμάτισε τίποτα γιατί βρίσκονται σε ένα απροσδόκητο ταξίδι με μυστικά και ίντριγκες μιας γριάς που μόλις πέθανε; Πληρώνω με πιστωτική μιας Μέδουσας.»

Ο ψαράς κοίταξε πίσω του. Η πελατεία είχε πέσει παρατήρησε ο Αχιλλέας. Ίσως επειδή ήταν μεσημέρι, ίσως επειδή ο κόσμος πεινούσε, όπως και εκείνος. Ο άνδρας σκούπισε τον ιδρώτα του και γύρισε πάλι σε εκείνους. «Σε λίγο θα φύγω. Νοικιάζω δύο δωμάτια στο σπίτι μου αν ενδιαφέρεστε. Αλλά είναι κάπως μακριά.»

«Μόνο δολοφόνος να μην είσαι και με τα άλλα καλά είμαστε.»

Η Ήβη τον τσίμπησε στο χέρι που ακουμπούσε το κεφάλι της. «Όχι με όλα.»

«Ξέρεις μποξ, τον ρίχνεις κάτω και τρέχουμε, σους.»

Στριφογύρισε τα μάτια της.

Ο Αχιλλέας χαμογέλασε. «Ευχαριστούμε πολύ. Κύριε...;»

«Θα επιστρέψω σε μισή ώρα. Να την προσέχεις. Πάρε της ένα νερό, παγωμένο.»

Και έφυγε.

Ο Ερμής την άφησε να ξαπλώσει στο κρεβάτι του, μόνη της, όσο εκείνος είχε εγκατασταθεί στον καναπέ. Λόγω ζέστης, η Ήβη αρνήθηκε να μοιραστούν τον ίδιο χώρο και εκείνος το δέχτηκε χωρίς αντίρρηση. Ξάπλωνε στο στρώμα μόνο με τη μπλούζα της πιτζάμας που της είχε δώσει, το παντελόνι την ενοχλούσε και εξάλλου η μπλούζα ήταν τόσο φαρδιά που κάλυπτε -κάπως- τον κώλο της. Από τη στιγμή που τους χώριζε το σκοτάδι και η βιβλιοθήκη δεν ένιωθε άβολα.

Της διάβασε την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Είχε κάνει εργασία πάνω στο βιβλίο ένα εξάμηνο πιο πριν, μεταφέροντας τα σύμβολα της ιστορίας και μεταφράζοντάς τα σε δύο εποχές, τα χρόνια που γράφτηκε και το παρόν. Ήταν δύσκολη για εκείνη και ντρεπόταν που κάποια πράγματα τα αντέγραψε από το διαδίκτυο. Το είχε μισήσει. Αλλά η φωνή του Ερμή το έκανε να ακούγεται υπέροχο, όσο τρελό και αν ήταν το μυαλό της Αλίκης. Και όταν οι αναπνοές της έγιναν ήρεμες και πιο αργές, ο Ερμής έκλεισε τα μάτια του, το βιβλίο έπεσε ανοιχτό στο στήθος του και κοιμήθηκαν.

Μέχρι που η Ήβη ξύπνησε. Δεν υπήρχε κάποιος εφιάλτης που τη τάραξε. Απλώς βλεφάρισε τρεις φορές και κοίταξε το ταβάνι.

Αμέσως της ήρθε μια αιτία. Ο Ερμής είχε ταράξει άλλη μια φορά το πρόγραμμα του ύπνου της. Το είχε κάνει πριν μερικές μέρες, το έκανε και τώρα. Την άφησε να κοιμηθεί μετά την ώρα που είχε στο πρόγραμμα, σε ένα μέρος που δεν είχε συνηθίσει ο οργανισμός της, σε ένα κρεβάτι που τη βόλευε περισσότερο από όσο ήθελε να παραδεχτεί. Εκείνος ήταν η αιτία για όλα τα κακά και τα καλά.

Για τις πεταλούδες στο στομάχι και για τη λύπη που ένιωθε.

Το είχε διαβάσει σε ένα άρθρο πριν μερικούς μήνες, όταν έψαχνε τη φυσική αιτία του φόβου. Δεν ήταν τόσο ρομαντικά όσο της εξήγησε η Νίνα μετά την πρώτη της φορά, ήταν λίγο πιο τρομακτικά. Είναι άλλη μια αντίδραση του οργανισμού απέναντι στην απειλή που μπορεί να νιώθει, πλασματική ή αληθινή, με ρεαλιστική δράση. Απελευθερώνονται ορμόνες που προκαλούν ένταση στους μυς, κυρίως στο στομάχι, όταν βρίσκεται σε κατάσταση φόβου. Ο εγκέφαλος ενεργοποιεί το πεπτικό σύστημα και όλα τα άλλα ήταν παρελθόν.

Φόβος και λύπη λοιπόν.

Κοίταξε στο πλάι. Μέσα από τα άδεια ράφια, τα μάτια της μπορούσαν να ξεχωρίσουν έναν κομισμένο Ερμή. Δεν μπορούσε να δει πολλά, αλλά φαντάστηκε το χέρι του πάνω από τα μάτια του, το πρόσωπό του σοβαρό, να αγωνίζεται με τους δικούς του φόβους. Ήθελε να πάρει τον πόνο του μακριά, όσο πιο μακριά μπορούσε, να τον κάνει δικό της ώστε εκείνος να νιώθει μόνο χαρά, να χαμογελάσει επιτέλους στα όνειρά του. Η Μίνα τα κατάφερε μετά από τόσα χρόνια, μπορούσε και ο Ερμής, αν έβρισκε κάτι που τον έκανε να νιώθει έτσι. Ίσως να έβρισκε η Ήβη κάτι για αυτόν.

Φόβος. Φοβόταν για αυτά που ένιωθε. Για τις λέξεις που δεν μπορούσε να αντιστοιχήσει με την περιγραφή συναισθημάτων γιατί της ήταν άγνωστες. Ήταν μόνο φίλοι, αλλά πώς μπορούσε να συνεχίσει να θαυμάζει τον Ερμή για αυτό που είναι μέσα, την εσωτερική ομορφιά που μόλις τώρα κατάφερε να ορίσει με λέξεις και φράσεις; Πώς μπορούσε να είναι εκεί για εκείνον όταν θα είναι με την πρώην ή την επόμενη ενώ η ίδια απλώς θέλει...εκείνον.

Φόβος, γιατί μια μέρα θα φύγει μακριά της και εκείνη δεν θα έχει τις λέξεις να τον κρατήσει.

Λύπη, γιατί δεν ξέρει πώς να προσπαθήσει.

Σηκώθηκε και στις μύτες τον ποδιών της διέσχισε την απόσταση που τους χώριζε. Αναρωτήθηκε αν η Νίνα ένιωθε το ίδιο κάθε φορά που έκανε νέα προσθήκη στην αλφαβητική λίστα με τις κατακτήσεις της. Για τη Νίνα, έτσι όπως το καταλάβαινε η Ήβη, η έλξη ήταν μόνο σαρκική. Για την Ήβη, έτσι όπως προσπαθούσε να το καταλάβει η ίδια, η έλξη ήταν στο μυαλό. Στον τρόπο με τον οποίο την άφηνε να κερδίζει σε κάθε παιχνίδι σκάκι ενώ και οι δύο ήξεραν πως ο Ερμής είχε ικανότητες ανώτερες από τις δικές της. Στον τρόπο που της διαβάζει βιβλία, χωρίς να τον αναγκάσει κανείς, απλά και μόνο γιατί γνωρίζει πως ηρεμεί τη σκέψη της και τη δική του.

Στον τρόπο που της συμπεριφέρεται ενώ ξέρει για το πρόβλημά της. Και για τα χίλια δύο, από το Asperger μέχρι τη μανία της να χωρίζει τα καρότα και τις πατάτες από τον αρακά γιατί δεν ταιριάζουν. Στον τρόπο που τη βοηθάει σε αυτό και δεν τον ενοχλεί καθόλου. Δεν τον νοιάζει. Θέλει απλώς να είναι εκεί, δίπλα της.

Να'τος τώρα. Οι αναπνοές του απαλές, ξαφνικό κρύο από τα ανοιχτά παράθυρα στο σαλόνι. Κάποιος απέναντι ήταν ξύπνιος και είχε μουσική, αλλά ο μαρμάρινος πάγκος από άκρη σε άκρη στο ύψος των γοφών της της απέτρεπε να δει ποιος είναι. Θα τον ξυπνούσε ο άγνωστος; Όχι, ο Ερμής κοιμόταν το ίδιο βαριά με την Ευανθία, σαν τους νεκρούς.

Για νεκρός είναι όμορφος, σκέφτηκε. Γέλασε μόνη της στο σκοτάδι.

Έπεσε στα γόνατα δίπλα του.

«Ερμή.» ψιθύρισε. «Ξύπνα.»

Άγγιξε απαλά το δέρμα του. Οι άκρες των δαχτύλων της σχημάτισαν ένα μικρό δρομάκι από την πληγή που του είχε προκαλέσει τόσους μήνες πριν, τώρα να είναι μια μικρή γραμμή κάτι από το μάτι του, μέχρι την άκρη από τα χείλη του. Σχεδόν ντράπηκε, τραβήχτηκε μακριά. Αλλά φάνηκε να ήταν αρκετό για να ξυπνήσει τον Ερμή.

Κατέβασε το χέρι του που κάλυπτε τα μάτια του και τη κοίταξε μέσα από τις μαύρες τούφες που είχαν μείνει πάνω στο μέτωπό του. «Τι κάνεις ξύπνια Σκάουτ;»

Κατάπιε όλα τα ψέματα που μπορούσε να πει και έμεινε στην αλήθεια. «Το κρεβάτι σου είναι πολύ καλό για μένα. Είναι τέλειο.»

«Και για αυτό ξύπνησες;» τη ρώτησε σιγανά.

«Ναι. Δεν έχω συνηθίσει, το ξέρεις.» του απάντησε. Η μουσική άλλαξε. Κάτι ελληνικό που η ίδια δεν ήξερε, μια μελωδική γυναικεία φωνή που υμνούσε τον ουρανό. «Επίσης, έχει κρύο.»

Ο Ερμής πέρασε ένα χέρι μέσα από τα μαλλιά του και σηκώθηκε στον αγκώνα του. Το γκρι των ματιών του ήταν κοντά και μακριά από το γαλανό δικό της. Τραβήχτηκε, φόβος και λύπη, θυμήσου Ήβη. «Και;»

Το είπε απλά και απότομα, όπως έλεγε όλα τα άλλα.

«Έλα στο κρεβάτι Ερμή.»

Έκλεισε το βιβλίο και το παράτησε στον καναπέ. Η Ήβη σηκώθηκε μαζί του, τα δάχτυλά της να αγγίζουν τα δικά του. Αυτές οι πεταλούδες του φόβου μπορούσαν να φύγουν όποτε ήθελαν, ευχαριστούμε πολύ. Περπάτησαν ο ένας δίπλα στον άλλον, η Ήβη να τον κοιτάει στα κρυφά, εκείνος να ανταποκρίνεται. Μόνο όταν χωρίστηκαν, για να πάει ο καθένας στην πλευρά του, ένιωσε το κρύο να τη χτυπάει. Ήταν αληθινό και ψυχρό στη καρδιά της.

Ήταν μια απελπισμένα ρομαντική ψυχή.

Ο Ερμής ακολούθησε τις κινήσεις της από την άλλη πλευρά του κρεβατιού. Χαμήλωσαν τα δύο μαξιλάρια της κάθε πλευράς πάνω στο στρώμα, να μην αγγίζουν τα μαλλιά σίδερα, όσο κακό και αν ήταν αυτό για τους αυχένες τους. Η λευκή κουβέρτα ήταν αρκετά λεπτή για να την αναγνωρίσει η Ήβη και να τη χρησιμοποιήσει στον ύπνο της, αλλά όπως κοιτούσε ο Ερμής εκείνη και η Σκάουτ εκείνον, σηκώθηκε από το στρώμα και άνοιξε χώρο για εκείνη και εκείνον.

Η Ήβη γονάτισε πριν ξαπλώσει. Ο Ερμής έπεσε στα χέρια του, χωρίς να χάνει το βλέμμα της, πριν έρθει δίπλα της. Σκεπάστηκε μέχρι της μέση της, εκεί που τη χτυπούσε το καλοκαιρινό αεράκι και ένιωθε άνετα. Ο Ερμής ήρθε κοντά της, μέχρι τη μέση του μαξιλαριού της, η απόσταση μικρή για τα δεδομένα της Ήβης. Αλλά δεν της έφτανε. Ήθελε και άλλο.

Έσπασε τα όρια που είχε θέσει με τον φόβο μέσα της να μεγαλώνει. Οι ανασφάλειές της για επαφή, γιατί δεν καταλάβαινε την αιτία, είχαν κρυφτεί κάπου μακριά, γιατί πλέον υπήρχε λόγος. Μετακίνησε πρώτα το κεφάλι της στην άκρη του μαξιλαριού της, εκεί που η μύτη της περνούσε το νοητό όριο των δύο μεριών του κρεβατιού. Οι πεταλούδες της χοροπηδούσαν σε έναν ξέφρενο χορό, όσο δυνατό και αν ήταν, με ένα χαρούμενο τραγούδι που ήθελε πολύ να μάθει. Ίσως να το έβαζε στη λίστα της.

Ο Ερμής άργησε, αλλά ακολούθησε. Το χέρι του άγγιξε τη μέση της πριν απομακρυνθεί τελείως. Μια μικρή κίνηση, κράτησε ίσα με λίγα δευτερόλεπτα. Ήταν πριν μετακινηθεί στην δική του άκρη του μαξιλαριού του. Πριν η δική του μύτη περάσει το δικό του όριο, πριν μείνει μπροστά της, λίγα χιλιοστά απόσταση, η αναπνοή του να ενώνεται με τη δική του.

Το βλέμμα του χαμήλωσε, το δικό της υψώθηκε, λίγο, μόνο λίγο. Το χέρι του σηκώθηκε, πλησίασε το μάγουλό της.

«Σκάουτ;»

«Ναι;»

«Μπορώ να βγω εκτός προγράμματος;»

«Για λίγο μόνο.»

«Εντάξει.»

«Εντάξει.»

Τα δάχτυλά του ήρθαν σε επαφή με τις μπούκλες της πριν τις πιάσει στη χούφτα του. Ναι, έτσι ήθελε. Ο Ερμής έστριψε το κεφάλι της ελαφρώς προς τα επάνω, πριν σκύψει πάνω της και τη φιλήσει.

Ένα φιλί όπως στις ταινίες. Αυτό που σε κάνει να κουνάς μικρή τα πόδια σου και να κοιτάς μακριά. Ένα φιλί που άξιζε, κάθε μέρος της μνήμης της. Όνειρα και κάθε άλλη πραγματικότητα.

________________

Α/Ν Καλησπέρα, πως είστε τι κάνετε; Είπα πως θα ανέβαζα πιο αργά τα κεφάλαια αλλά είμαστε πολύ κοντά στο τέλος του δεύτερου μέρους (4 κεφάλαια) που νομίζω πως πρέπει να επιταχύνω λίγο.

Η νέα "περιπέτειά" ξεκίνησε λοιπόν. Τι πιστεύετε πως θα γίνει; Σύντομα θα δούμε κάποια πράγματα, άλλα μελαγχολικά, άλλα χαρούμενα, αλλά παρακαλώ, μείνετε εδώ λίγο ακόμα, η ιστορία έχει μερικές ακόμη λέξεις να πει.

Γνώμες, σχόλια κ.λ.π. πάντα καλοδεχούμενα. Ευχαριστώ πολύ και τα λέμε σύντομα.

DL

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top