27. With A Little Help From My Friends - Joe Cocker.

27. With A Little Help From My Friends – Joe Cocker.

Η ζωή μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο προς τα πίσω, αλλά πρέπει να τη ζεις προς τα μπροστά.

-Søren Kierkegaard.

Άλλη μια φορά που το κόκκινο αυτοκίνητο της Νίνας ήταν αυτό που θα τους έπαιρνε μακριά από την πόλη. Άλλη μια φορά, με τον Αχιλλέα οδηγό, την Ήβη από δίπλα, και τους χάρτες της Google να δείχνουν λάθος δρόμο. Αλλά δεν πείραζε κανέναν από τους δύο. Ήταν μέρος της περιπέτειας.

Η κόκκινη ρόμπα της ορκωμοσίας βρισκόταν διπλωμένη χωρίς ζάρες στα καθίσματα πίσω, δίπλα από τη καινούρια βιντεοκάμερα του Αχιλλέα. Είχαν σταματήσει για λίγο από τα σπίτια τους, για να μαζέψουν στις γνωστές πάνινες τσάντες μερικά ρούχα και ταπεράκια. Τι και αν αγόρασαν μετά μπουγάτσες και τσάι από σούπερ μάρκετ, το σπιτικό παστίτσιο δεν συγκρίνεται. Η Ήβη φρόντισε αυτή τη φορά να κρύψει το σημειωματάριό της κάτω από ένα βιβλίο, με την ελπίδα ο Αχιλλέας να μη της το σκίσει στη μέση της κίνησης σε περιφερειακό δρόμο. Ξανά. Τοποθέτησε από πάνω δύο σοκολάτες Toblerone, για ενέργεια και καθαρή σκέψη, και δύο αλλαξιές ρούχα. Το τελευταίο πράγμα που βρισκόταν στη μικρή πάνινη τσάντα της ήταν και ο λόγος που το αυτοκίνητο της Νίνας κυλούσε στους δρόμους προς την Αλεξανδρούπολη, ο φάκελος της Ευανθίας.

Τον είχαν ανοίξει μόλις μερικά λεπτά αφότου έφυγαν από την αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου. Ο Αχιλλέας δεν μιλούσε και η Ήβη ξεφυσούσε και χτυπούσε το αριστερό της πόδι για να πάρει θάρρος. Στο τέλος, έσκισε το χαρτί απρόσεκτα, δημιουργώντας της πανικό για ένα λεπτό και έβγαλε τα περιεχόμενά του. Δύο εισιτήρια χωρίς επιστροφή για τη Λήμνο από το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης και ένα χαρτάκι που έγραφε «Πάνε να τον βρεις». Αν ήταν κάποιο από τα παιχνίδια με μεταφορές που την έβαζαν να παίζει μικρή, μόλις είχε χάσει. Τίποτα δεν θα έβρισκε, ήλπιζε στον θαυματουργό εγκέφαλο του Αχιλλέα.

«Δεν υπάρχει άλλος δρόμος;»

Ο Αχιλλέας κοίταξε πάλι τον χάρτη στο κινητό του. «Αν δεν ήθελες να κατουρήσεις σε καφετέρια που δεν είναι παραλιακή γιατί φοβάσαι χίλια δυο πράγματα, θα υπήρχε. Αλλά με έβαλες μέσα στην πόλη. Οπότε, όχι.»

Καταραμένη η μέρα της.

Η Ήβη ακολούθησε την πράσινη λωρίδα γύρω τους. Δεν θυμόταν τίποτα από αυτό το μέρος, λες και είχαν διαγραφεί από τη μνήμη της, όπως γινόταν και με όλα τα ανεπιθύμητα πράγματα. Τα κατηγοριοποιούσε και τα τοποθετούσε στον κάδο ανακύκλωσης της μνήμης της. Από εκεί και μετά, δεν τα άγγιζε. Τα κρατούσε στο μυαλό της, όμως δεν ήθελε να τα αγγίξει ποτέ. Όσο καθόταν στο καπό του κόκκινου αυτοκινήτου, παρατήρησε πως η πράσινη λωρίδα ήταν ένα από αυτά τα ανεπιθύμητα. Ή μάλλον καλύτερα, το σκέφτηκε, πως στο παζλ των γνώσεών της, υπήρχε ως κομμάτι, αλλά δεν ήξερε πού και δεν ήταν σίγουρη το πόσο καλά το γνώριζε.

Η πόλη των Σερρών βρισκόταν σε εκείνον τον κάδο, αλλά η περιέργεια για το νέο, το παλιό νέο, την έκανε να θέλει να κάτσει παραπάνω από όσο είχε αρχικά σκεφτεί. Δεν ήθελε καν να μπουν μέσα στην πόλη, ήξερε πως εκεί δεν υπήρχε τίποτα το ενδιαφέρον. Αλλά οι άκρες, εκεί που ξεκινούν οι πεδιάδες και η σιωπή είναι η δυνατότερη φωνή, εκεί ήθελε να πάει. Να αγγίξει τα όριά της. Τον πόνο.

Πήδησε από το αυτοκίνητο και έκανε νόημα στον Αχιλλέα να την ακολουθήσει. Πίστευε πως ήταν περίπου δέκα λεπτά διαδρομή. Και τι έψαχνε; Θα μάθαινε όταν το έβλεπε.

«Και το αυτοκίνητο;» τη ρώτησε φωνάζοντας. Αργούσε πολύ να την ακολουθήσει, δυσκολευόταν ακόμη στο τρέξιμο.

Χωρίς να κοιτάει πίσω, σήκωσε τη τούλινη φούστα της πάνω από τα χόρτα. «Θα το προσέχουν οι γάτες.»

Οι αναπνοές του κοφτές, κατάφερε να τη φτάσει. «Και πού πάμε;»

Η Ήβη ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν έχω ιδέα. Τι λένε οι χάρτες σου;»

«Δεν πιάνουν σήμα οι χάρτες μου. Νόμιζα πως είχαμε κάποιο στόχο αυτή τη φορά.»

«Πρόσεχε τα λουλούδια. Είναι για τα φίδια.»

Ο Αχιλλέας την ακολούθησε σιωπηλός από εκεί και μετά. Το μέρος της ήταν γνωστό, από κάποια ανάμνηση που αρνούνταν να φέρει πίσω στο φως. Η Ήβη έκανε ένα πιθανό σενάριο στο μυαλό της. Κάποιες φορές τη βοηθούσε να θυμηθεί, άλλες όχι. Μπορεί να ήταν μικρή και να επέστρεφαν από την αγορά με τη Μίνα. Το κέντρο ήταν ένα δεκάλεπτο με τα πόδια από εκείνο το σημείο, και λίγο περισσότερο. Μπορεί να έπαιζαν με τη Νίνα, μπορεί και όχι, η Ήβη φοβόταν τους δρόμους και το πού οδηγούσαν. Μπορεί να υπήρχε φασαρία, γέλια, μουσική, μπορεί να ήταν μια μονότονη βόλτα στην περιοχή. Μπορεί να ήταν κάποιου είδους περιπέτεια. Μπορεί να ήταν με τον τότε Αχιλλέα της, να την ακολουθούσε σιωπηλά.

Δεν πίστευε πως θα συμφωνούσε να έρθει μαζί της. Ή μάλλον το πίστευε, αλλά δεν περίμενε να δεχτεί αμέσως. Η συζήτηση για το αν θα πάνε στο Νησί ή όχι ήταν μικρή. Η Ήβη είχε ανοίξει τον φάκελο, στεναχωρήθηκε γιατί δεν της αρέσει η θάλασσα, μετά γύρισε στον Αχιλλέα που οδηγούσε άσκοπα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης και στο τέλος τον ρώτησε.

«Θα με συνοδεύσεις στη Λήμνο;»

«Κουλ.»

Και αυτό ήταν. Η απόφαση είχε παρθεί λίγη ώρα πριν και τώρα περπατούσαν μέσα στις πέτρες και στα ψηλά χόρτα, σε ένα μονοπάτι που δεν θυμόταν αλλά τη θυμόταν. Μια περιπέτεια. Μόνο που ο Αχιλλέας είχε δίκιο, αυτή τη φορά υπήρχε στόχος. Ο στόχος της Ευανθίας. Ή ο στόχος ο δικός της; Το μπέρδεμα στο μυαλό της όλο και μεγάλωνε και οι αναπάντητες κλήσεις του ψυχολόγου της την έκαναν να θέλει να συνεχίσει να μεγαλώνει.

Τέσσερα χρόνια είχε ένα στόχο. Να τελειώσει στη σχολή που μπήκε με βαθμό, να τελειώνει γρήγορα με τα μαθήματα ενός πτυχίου που δεν την ενδιέφερε ποτέ και να φύγει μετά για μεταπτυχιακό στο εξωτερικό. Όλα τα είχε έτοιμα. Ήξερε βάσει προγράμματος τι θα έκανε κανονικά αυτή την ώρα που βαριανάσανε στην ανηφόρα με τις πέτρες και τα κίτρινα λουλούδια για τα φίδια. Θα είχε πάρει τον καταραμένο πάπυρο και θα έκλεινε εισιτήρια για τη Σκωτία. Θα προετοίμαζε τη Μίνα και ήλπιζε μέσα στον επόμενο μήνα να έφευγε. Νόμιζε πως ο χρόνος έφτανε για όλα αυτά και για ακόμη περισσότερα. Αλλά κάτι ξεχνούσε. Στο παζλ της, κάτι έλειπε. Και αυτό ήταν που την έκανε να βγει εκτός προγράμματος.

Περπατούσε στα τυφλά. Αυτό το μονοπάτι δεν είχε τελειωμό και ανησυχούσε για το πού θα έβγαζε. Όπως και με αυτή τη δεύτερη περιπέτεια, φοβόταν μη δει κάτι που δεν ήθελε. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων δεν ήταν το φόρτε της και αυτό γιατί λειτουργούσε πάντα μέσα σε ένα κυκλικό καθημερινό πρόγραμμα, ήξερε τι θα γινόταν την επόμενη ώρα, τι δραστηριότητα θα πραγματοποιούσε και πόση ώρα θα της έπαιρνε. Δεν υπήρχαν προβλήματα όταν υπήρχε πρόγραμμα.

Οπότε τι πήγε λάθος; Ήταν άραγε άλλη μία βλάβη στη τάξη πραγμάτων; Τελευταία παρατηρούσε πολλές και δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγο. Μήπως έφταιγε εκείνη; Κάτι ξεχνούσε, πάλι κάτι ξεχνούσε. Αλλά ένιωθε κάτι καινούριο, ευχάριστο, απρόσμενο. Περίμενε να της έρθει το άγχος, ο φόβος, η ανησυχία όπως νόμιζε. Υπήρχε όμως και κάτι πέρα από αυτά. Μια δόση ελευθερίας. Διαύγειας. Ίσως είχε πετύχει αυτό που έκανε. Ίσως ήταν έτοιμη να βγει στο κόσμο χωρίς βοήθεια.

Οι εφιάλτες είχαν τελειώσει τρεις εβδομάδες πριν. Μπορούσε να καταλάβει πότε ήταν σε δυσφορία, τα χέρια της έτρεμαν, αλλά όχι ασυναίσθητα. Τα σταματούσε με δική της βούληση. Έπαιρνε ανάσες. Οι φωνές, αυτή τη φορά, δεν εμφανίστηκαν ακόμα. Τις προηγούμενες δύο φορές τις είχαν πει να ακολουθήσει τις οδηγίες τους στα τυφλά. Εμπιστοσύνη. Σήμερα, και κάθε άλλο σήμερα πριν από το τώρα, εμπιστευόταν τον εαυτό της.

Ακόμα.

Ήλπιζε μόνο όταν σταματήσει, ο Αχιλλέας να τη σηκώσει. Όπως έκαναν η Δώρα και η Άννα κάποτε. Ήλπιζε να μην είχε κάνει λάθος. Χρειαζόταν αυτή τη σκέψη.

Με μια μεγάλη εισπνοή, πραγματοποίησε το τελευταίο της βήμα και έφτασε στο τέλος του μονοπατιού. Ο Αχιλλέας ανέβηκε το δρομάκι ιδρωμένος μέσα στο πουκάμισο που είχε ζωγραφίσει ο ίδιος και λίγο κόκκινος. Μακάρι να μην ήταν από τον ήλιο. Η ίδια κρατούσε τα δύο μπουκαλάκια αντηλιακού στα χέρια της πιο σφιχτά από όσο θα έπρεπε, μιας και πίστευε πως σε μια τέτοια μέρα όπως η σημερινή, ήταν νούμερο δύο στη λίστα με τα απαραίτητα πράγματα, αλλά τα πρόσφερε στον Αχιλλέα για βοήθεια.

«Δεν χρειάζεται. Προσπαθώ να μαυρίσω.» της απάντησε μέσα από κομμένες ανάσες. «Θέλω να πάω στο νησί ήδη καλοκαιρινός Θεός.»

«Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο.»

Ο Αχιλλέας τη κοίταξε με μισό μάτι. Το αριστερό. Το δεξί ήταν κλειστό μπροστά στον ήλιο. «Υπάρχει κάτι που δεν ξέρεις;»

Η Ήβη στάθηκε ήσυχη για λίγο να το σκεφτεί. «Αν η ισότροπη ακτινοβολία μετά τη Μεγάλη Έκρηξη είναι ακόμη ανιχνεύσιμη. Οι υποθέσεις λένε πως είναι, αλλά έχουν μείνει στη θεωρία.»

Ο Αχιλλέας έκλεισε και το υπόλοιπο μισό μάτι. «Ήταν ρητορική η ερώτηση.»

«Ω. Ξέρεις πως δεν τα πάω καλά με αυτά.»

Η Ήβη άπλωσε μια γενναία ποσότητα από το αντηλιακό της στο πρόσωπο, όσο ο Αχιλλέας μείωνε ακίνητος τους ταχείς ρυθμούς της καρδιάς του. Του μίλησε για το πώς από τη θεωρία της Σχετικότητας φτάσαμε να πιστεύουμε πως πριν την έκρηξη, η ύλη θα είχε τη μέγιστη δυνατή πυκνότητα, συγκεντρωμένο σε ένα μεμονωμένο σημείο, σαν άτομο. Και μετά το πώς αυτό το άτομο εξερράγη και ότι η ακτινοβολία της έκρηξης εκείνης, απομεινάρι της δημιουργίας του Σύμπαντος, θα μπορούσε, σύμφωνα με κάποιους, να είναι ανιχνεύσιμη στη σημερινή εποχή. Φυσικά, ο Αχιλλέας, δεν άκουσε τίποτα από αυτά, αλλά στην Ήβη άρεσε να ακούει τον εαυτό της να μιλάει.

Σκούπισε τον ιδρώτα του και ίσιωσε το κορμό του. Η Ήβη τοποθετούσε τις τελευταίες σταγόνες στα χέρια της όταν ο Αχιλλέας ξεκίνησε την πορεία προς τον ήλιο. Η σκιασμένη πλευρά του μονοπατιού είχε τελειώσει και η Ήβη δεν ήταν έτοιμη να αντικρίσει το φως. Κοίταξε το τελευταίο λουλούδι για τα φίδια δίπλα από μια μεγάλη πέτρα με κόκκινη μπογιά να σχηματίζει έναν κύκλο και μια γραμμή. Σημάδι για τους μοτοσικλετιστές, είχαν περπατήσει πάνω σε πορεία για τις μηχανές και είχαν φτάσει στο τέλος τους.

Η σκέψη ήρθε αυτόματα στο μυαλό της. Έκλεισε το καπάκι από το αντηλιακό και κοίταξε καλύτερα το σημείο από το οποίο είχαν έρθει. Ένα σενάριο έμεινε στο μυαλό της. Εκείνη μικρή, να κρατιέται από τα χέρια του Ανδρέα, φοβισμένη για τα φίδια και μήπως πέσει, η Νίνα μπροστά να χοροπηδάει και να τη κάνει να κλαίει, η Μίνα, η Δαναη και πρώτη πρώτη η Ευανθία. Το σενάριο δεν ήταν δημιούργημα φαντασίας. Είχε γίνει. Που σημαίνει...

«Ποιος περίμενε πως τα φίδια θα έβγαζαν σε ένα μικρό λιβάδι. Αναρωτιέμαι ποιος μένει σε εκείνο το σπίτι.»

Η Ήβη γύρισε στη φωνή του Αχιλλέα. Έσφιξε στο αριστερό της χέρι το αντηλιακό σώματος και στο δεξί το αντηλιακό για το πρόσωπο. Το παρατήρησε, είδε τα χέρια της να ασπρίζουν από τη δύναμη που ασκούσε στο πλαστικό. Μέτρησε τις αναπνοές της, όπως ακριβώς θυμόταν. Αντίστροφα από το πέντε, άλλη μία φορά και αν ένιωθε μεγάλη ένταση, έπρεπε να φύγει.

Το σενάριο συνεχίστηκε. Εκείνη, ή κάποια που έμοιαζε με εκείνη μικρή, να ξαπλώνει στο λευκό της φόρεμα δίπλα από έναν άνδρα με σκούρα μαλλιά. Ο ήλιος να βαραίνει και τους δύο, η ηρεμία της στιγμής όμως να τους κάνει να νιώθουν ήρεμοι, προς στιγμή. Είτε ήταν εκείνη και ο άνδρας με τα πράσινα μάτια, είτε ήταν κάποια άλλη και ο άνδρας με τα γκρίζα μάτια, η Ήβη το είχε δει αυτό. Το ένα στον εφιάλτη της, το άλλο το έφερνε πίσω στα όνειρά της.

Και σε εκείνο το σπίτι που κοιτούσε ο Αχιλλέας, μέσα σε ένα συρτάρι, μια φωτογραφία που αποδείκνυε πως κάποτε, όλα αυτά είχαν γίνει. Μια φωτογραφία, εκείνου, όποιος και αν ήταν.

Η Ήβη κοιτούσε πού έβγαζε το μονοπάτι και έκανε ένα βήμα πίσω, στη σκιά. Αναγνώρισε τον τρόμο να ανεβάζει τα ποσοστά των λευκών αιμοσφαιρίων της, κλασικό σημάδι του φόβου, της αντίδρασης του οργανισμού σε αυτό. Η Ήβη επαναλάμβανε από μέσα της αυτά τα σημάδια, μια λίστα. Ο ψυχολόγος της έλεγε πως μια λίστα και η νοητή ή μη επανάληψή της, βοηθάει στο να ηρεμήσει το νευρικό σύστημα και το σώμα -και μυαλό- να νιώσει ασφαλές. Αλλά δεν μπορούσε να το κάνει το ίδιο εύκολα εκείνη τη στιγμή, το λευκό κτήριο μερικά μέτρα μακριά της της αποσπούσε την προσοχή. Το σπίτι είχε δύο ορόφους, από εκεί είχε φύγει η Ευανθία κάποτε να βρει τον Άρη, από εκεί η Μίνα μπήκε παντρεμένη με δύο παιδιά και τρίτο να έρχεται, από εκεί να βγαίνουν οι μυρωδιές, τα αρώματα, οι αναμνήσεις.

Δεν ήταν έτοιμη. Όχι για αυτό. Γνωρίζοντας πως εκεί μέσα υπήρχε σε ένα συρτάρι κλειδωμένη η φωτογραφία του, δεν ήταν έτοιμη να τρέξει να τη βρει.

«Ηλιόφωτη, έρχεσαι;»

«Αχιλλέα, θέλω να φύγουμε.»

Ο Αχιλλέας γύρισε χαμογελαστός να τη κοιτάξει. Το κόκκινο πρόσωπό του χαλάρωσε μόλις την είδε και έβαλε τα χέρια του στις τσέπες. Ήξερε πως κάτι πήγαινε λάθος, είχε δει την αλλαγή της συμπεριφοράς της και είχε αντιληφθεί τον φόβο στα μάτια της. Μια τελευταία ματιά στον ήλιο και επέστρεψε στη σκιά, δίπλα της. Χωρίς ερωτήσεις, χωρίς να την πιέσει, πήρε το χέρι της στη χούφτα του και το αντηλιακό της στο άλλο, προχωρώντας μέσα στα ψηλά χόρτα. «Πρόσεχε μη μπλεχτεί η φούστα σου. Έλα, κάπου είδα μια επιγραφή που νομίζω πως μας ενδιαφέρει.»

Είδε τον Σωτήρη να έρχεται πριν τον δει ο Ερμής, αλλά δεν είπε κάτι. Το ραντεβού της που πήγε λάθος την πρόσεξε με το πρώτο δευτερόλεπτο. Αχ.

«Δεν μου αρέσει το τσάι με λεμόνι.» σχολίασε ο ψηλός φίλος της. Είχε αφήσει τα γένια και τα μαλλιά του να μακρύνουν, μερικές μελαχρινές τούφες να σκεπάζουν τα μάτια του. Του πήγαινε.

Η Ήβη στάθηκε κάτω από τον ανεμιστήρα της καφετέριας. «Ούτε εμένα το θέατρο, αλλά δεν με βλέπεις να παραπονιέμαι.»

«Δεν σε βλέπω γενικώς, ο ήλιος με τυφλώνει.»

Με το πλαστικό καλαμάκι ρούφηξε μια γενναία δόση από το αγαπημένο της ρόφημα. Παγωμένο, για να ταιριάζει με τη ζεστή εποχή του καλοκαιριού. «Εγώ όμως βλέπω, έρχεται ο Σωτήρης.»

Ο Ερμής σκούπισε με το πίσω μέρος του χεριού του το τσάι που είχε βγει από στόμα του. Η Ήβη παρατήρησε με έκπληξη της κινήσεις του, από την παιχνιδιάρικη ματιά του να εξαφανίζεται, μέχρι την ένταση στα χέρια του, λες και φοβόταν. Μήπως φοβόταν; Ποιον, τον τύπο από τις Σέρρες με μεγάλο «εγώ»; Η Ήβη σήκωσε τη χαρτοπετσέτα με το σύμβολο της καφετέριας, σκουπίζοντας απαλά την άκρη του στόματός του. Ο Ερμής την ευχαρίστησε σιωπηλά, αλλά η ένταση δεν είχε μειωθεί και δεν είχε εξαφανισθεί όταν ο Σωτήρης έφτασε κοντά τους.

Ο Σερραίος παλιός συμμαθητής της Νίνας και πλέον καλός φίλος του Ερμή, μπήκε στο ορατό πεδίο της Ήβης φέρνοντας μια αίσθηση υπερβολής στο πρόσωπό του. Αν και ήταν ντυμένος ελαφρά, κατάλληλα για τη καλοκαιρινή ζέστη του απογευματινού Αυγούστου, είχε ένα χαμόγελο όταν τους εντόπισε που η Ήβη θα ήθελε πάρα πολύ να του το κόψει.

«Βόλτα;» τους ρώτησε. «Δεν περίμενα να σας δω εδώ, μαζί.»

Ο Ερμής άλλαξε σε ένα σοβαρό, μη-χιουμοριστικό άτομο που έδειχνε σκληρός και από αυτούς που η Νίνα έβαζε στην αλφαβητική λίστα με τις κατακτήσεις της. Όπως το πρώτο βράδυ που γνωρίστηκαν, τα χείλη του ήταν μια ευθεία γραμμή, η απουσία οποιουδήποτε θετικού αισθήματος φανερή. Ίσως; Η Ήβη δεν ήταν καλή με αυτά. Ο φίλος της απομακρύνθηκε, δύο βήματα προς τα δεξιά, το ποτήρι με το τσάι του να χαμηλώνει μέσα στο χέρι του.

«Έτυχε.»

Στο πρόγραμμα έλεγε πέντε και μισή ραντεβού στο Λαογραφικό Μουσείο για βόλτα στην παραλία και μετά θα ανέβαιναν προς τα πάνω, στη Δελφών γιατί εκεί τα λεωφορεία που περνούσαν είχαν λιγότερο κόσμο. Δεν είχε τύχει. Η Ήβη όμως δεν τον διόρθωσε, κράτησε με τα δόντια της το καλαμάκι και ρούφηξε το τσάι της σιωπηλά, παρακολουθώντας της συζήτηση.

Ο Σωτήρης όμως την είδε, όσο και αν η Ήβη ήλπιζε να περνούσε απαρατήρητη. Λίγο πιο κοντός από τον Ερμή, ένιωθε και πάλι μικρή μπροστά του. «Χάρηκα που σε είδα Ήβη, ακόμη και αν έφυγες όπως έφυγες στο ραντεβού μας. Ελπίζω σε μια επανάληψη.»

Όχι, φριχτό, όχι!

Κατάπιε με γρήγορο ρυθμό το παγωμένο τσάι με λεμόνι, που κατά τη γνώμη της ήταν πιο ακριβό από όσο έπρεπε, αλλά το πλήρωσε ο Ερμής οπότε δεν την ένοιαζε. Ήλπιζε η σιωπή της και ο ήχος από τα παγάκια να χτυπάνε το ένα το άλλο να ήταν αρκετό για τον Σερραίο, να είχε καταλάβει πως η Ήβη όχι μόνο δεν ήθελε να απαντήσει, αλλά δεν ήθελε καν να τον βλέπει. Ένιωσε άσχημα βέβαια, μιας και ο τύπος δεν της έκανε τίποτα, δικαιούταν την αποτυχία να την ακούσει από το στόμα της. Και εκείνη εκνευριζόταν όταν η Άννα δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματά της επειδή είχε δουλειές.

«Εγώ όχι.» ειλικρίνεια, υπέροχο πράγμα.

Ο Σωτήρης δεν το δέχτηκε εύκολα. Αλλά το έκανε. «Κρίμα. Νόμιζα πως η παλιά μας φιλία θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί ξανά.»

Η συζήτηση έμπαινε στη κορυφή της λίστας με τις πιο άβολες κοινωνικές της εμπειρίες.

«Δεν σε θυμάμαι. Η Νίνα μου είπε πως κρατάτε επαφές, αλλά εγώ πριν σε δω στο ραντεβού μας, δεν ήξερα καν την ύπαρξή σου.» του είπε. Ο Ερμής δίπλα της έτριψε το πρόσωπό του ακούγοντάς της. «Είσαι σίγουρος πως έχουμε μιλήσει και στο δημοτικό που υποτίθεται με ήξερες;»

Το ραντεβού της τη κοιτούσε ήρεμος. Δεν ήταν. «Ναι.»

«Κρίμα.» επανέλαβε τα λόγια του. «Γιατί θυμάμαι όλα όσα μου κάνουν εντύπωση.»

Και ρούφηξε το τσάι της όσο τα μάγουλά της κοκκίνιζαν από ντροπή. Πολλά έλεγε, κάποια στιγμή θα της γυρνούσε σε κακό.

Ευτυχώς για εκείνη, ο Σωτήρης άλλαξε θέμα. Γύρισε προς τον Ερμή, κουρασμένος πλέον από την ημέρα. Ο φίλος της πέρασε όλο το πρωί βλέποντας νέα διαμερίσματα, κάτι μικρό μέχρι να πάρει κάποια απόφαση για το μέλλον του. Η Ήβη ήλπιζε αυτή η αργοπορία να είναι υπέρ της, ο Ερμής να μη φύγει ποτέ για τη Σκωτία και να μείνει στη Θεσσαλονίκη. Εγωιστικό εκ μέρους της; Ίσως. Ίσως ναι.

«Έχω να σε δω τρεις εβδομάδες. Έχεις χάσει όλες τις εξόδους.» του είπε ο Σωτήρης, ο τόνος της φωνής του να προσδίδει μια ανησυχία. «Πέρσι πηγαίναμε από σπίτι σε μαγαζί σε σπίτι σε μαγαζί μέσα σε ένα βράδυ. Έγινε κάτι;»

«Όχι.» του απάντησε ο Ερμής, λίγο απότομα για τα γούστα της Ήβης. «Ψάχνω για νέο σπίτι.»

Ο Σωτήρης έβαλε τα χέρια στις τσέπες του, φανερά μπερδεμένος. «Σε λίγες εβδομάδες δεν θα έφευγες για Σκωτία;»

Η Ήβη γύρισε γρήγορα το βλέμμα της στον Ερμή. Το καλαμάκι να πιέζεται από τα δόντια της, πόνος στο στόμα. Ο Ερμής όμως ήταν ήρεμος, χαλαρός, ακόμη και με την ένταση στα χέρια του όσο ο Σωτήρης ήταν κοντά του. Ο φόβος μέσα της κράτησε όλο και όλο λίγα δευτερόλεπτα, όσα χρειάστηκε ο Ερμής για να βρει κατάλληλη απάντηση. Η Ήβη δεν το αναγνώρισε, δεν το κατάλαβε αμέσως, αλλά πέρασε, σαν κάτι να την πιέζει στο στήθος. Μπορεί να ήταν και το σουτιέν.

«Θα μείνω Θεσσαλονίκη, μέχρι το τέλος του εξαμήνου. Το μεταπτυχιακό τελειώνει, αλλά η Παπαχρήστου μου πρόσφερε δουλειά για το πέρας του πτυχίου.»

Αν ο Σωτήρης αναστατώθηκε, δεν το έδειξε. Η Ήβη δεν αντέδρασε στη χαρά της, μόνο παρακολουθούσε. «Επί πληρωμή; Ή όπως ήμασταν τώρα; Βοηθοί του κώλου.»

Ο Ερμής ξέχασε το τσάι του τελείως, αλλά η Ήβη έπινε ήρεμα το δικό της. «Επί πληρωμή. Το σκέφτομαι λίγο, αλλά η Σκωτία μπορεί να περιμένει. Έτσι και αλλιώς είναι και εκείνο μόνο μια φιλική πρόταση.»

Μια φιλική πρόταση που αν την αρνηθεί, θα έμενε κοντά της. Αχ, τι ωραίο τσάι.

«Χαίρομαι για σένα φίλε. Εντάξει, περίμενα να το ακούσω νωρίτερα και όχι τυχαία στο δρόμο,» διέκοψε τον εαυτό του και έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στην Ήβη. Ένιωθε άβολα. «αλλά υποθέτω είχες δουλειές τελευταία.»

Ο Ερμής προχώρησε σε μια απάντηση που δεν περίμενε η Ήβη. Την άκουσε πάνω από τα παγάκια, πάνω από τον κόσμο γύρω της, απομόνωσε τον ήχο και τον αποθήκευσε μέσα της. Το καλαμάκι βγήκε από τα δόντια της και ρούφηξε σκέτο αέρα.

«Με την Ήβη δεν είμαστε φίλοι, στο είπα.» απέφυγε το βλέμμα της. «Ίσως τη ξέρεις και καλύτερα από μένα.»

Ο Σωτήρης χαμογέλασε, ένα χαμόγελο που άγχωνε την ίδια. «Μπορεί και ναι. Πότε θα σε δούμε ξανά; Όταν τελειώσει με την αναζήτηση;»

«Σύντομα ίσως. Θα σε πάρω τηλέφωνο να κανονίσουμε. Η Ήβη,» έτεινε το χέρι του προς το πρόσωπό της, «θα με συνοδεύσει σε μια πιθανή τοποθεσία μιας και πάμε στον ίδιο δρόμο. Οπότε πρέπει να φεύγουμε.»

«Μη χαθείς.» του είπε ο φίλος του. Εκείνοι ήταν όντως φίλοι ή ήταν φίλοι ξε-φίλοι όπως η Ήβη και αυτός; Ο Σωτήρης στράφηκε σε εκείνη. «Τα λέμε Ήβη.»

Το καλαμάκι μπήκε πάλι ανάμεσα στα δόντια της.

Ο Ερμής ξεκίνησε την πορεία του μέσα από ένα στενό προς το σπίτι της χωρίς εκείνη. Η Ήβη ακολούθησε σιωπηλά, με τον Σωτήρη να απομακρύνεται όλο και περισσότερο, προς ευχαρίστησή της. Ήταν μια περίεργη κοινωνική συναναστροφή και δεν ήξερε αν έπρεπε να τον ρωτήσει για αυτό ή όχι. Ο Ερμής ήταν αυτός που την έμπλεξε με τη φάτσα του Σερραίου και τώρα ήταν...ήταν άλλος άνθρωπος μαζί του. Διαφορετικός από αυτόν που ήξερε η Ήβη. Ο Ερμής της της έκλεινε το μάτι παιχνιδιάρικα, περνούσε το χέρι του γύρω από τη μέση της, ήταν ο Ερμής της. Αυτό που είδε τώρα, ήταν άλλο.

Πέρασαν δύο στενά όσο οι σκέψεις της Ήβης έφερναν τον κακό εαυτό της στα όρια της επιφάνειας. Ο Ερμής σταμάτησε, ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το ποτήρι του, ξίνισε και γύρισε προς το μέρος της. Εκεί, στη μέση του πεζοδρομίου, δίπλα από ένα σχεδόν κατεστραμμένο δέντρο και ένα σκυλί που κατουρούσε.

«Το ξέρεις ότι δεν το εννοούσα έτσι; Δεν είναι αλήθεια αυτά που είπα Σκάουτ.» η Ήβη είδε τον εαυτό της στα γκρίζα μάτια του, μπορεί να μην ήταν φανερό, αλλά το άγχος ότι έχεις κάνει κάτι λάθος, ήταν εκεί. Και δεν καταλάβαινε την αιτία. «Πέρα από φίλος μου είναι και συνάδελφός μου. Και δεν θέλω να νομίζει πως έχουμε κάτι.»

Χαμήλωσε το βλέμμα της όσο πρόφερε τις επόμενες λέξεις. «Ντρέπεσαι για κάτι; Εκεί οφείλεται η αλλαγή της συμπεριφοράς σου όταν εμφανίστηκε ο Σωτήρης;»

«Όχι!» σχεδόν φώναξε. Η Ήβη δάγκωσε το χείλος της και περίμενε τη συνέχεια. «Δεν ντρέπομαι για τίποτα. Είμαστε φίλοι Σκάουτ αλλά πώς θα σου φαινόταν να μάθαινε η καθηγήτριά σου πως είσαι φίλη με τον βοηθό της; Ο Σωτήρης δεν θα είναι για το επόμενο εξάμηνο, δεν ξέρω πώς θα συνεχίσει στο μεταπτυχιακό, αλλά εγώ θα είμαι και δεν θέλω να νομίζει πως σε βοηθάω στον βαθμό ή κάτι τέτοιο.»

Η Ήβη σήκωσε το χέρι της να τον σταματήσει από το να συνεχίσει τις προτάσεις του. Η αντίληψη της έννοιας των λέξεών του την χτύπησε βαριά και γρήγορα, απότομα. «Περίμενε. Γιατί θα την έχω στο επόμενο εξάμηνο; Βαθμολογήθηκα;»

«Ναι.» παραδέχτηκε. Έκανε ένα βήμα μακριά και έκατσε στο πεζούλι του σπιτιού από πίσω του. «Πήρε πολύ καιρό, ως συνήθως αλλά ναι.»

«Κόπηκα.»

Δεν ήταν ερώτηση. Ήταν η απάντηση στις δικές της ερωτήσεις.

«Ναι.»

«Είσαι σίγουρος;»

«Εγώ σε βαθμολόγησα, Σκάουτ.»

Η Ήβη ένιωθε στεναχωρημένη, σύμφωνα με την άρνηση που έδειχνε ο εγκέφαλός της στην πληροφορία. Το περίμενε κατά κάποιο τρόπο, από το γεγονός πως η ίδια δεν ήταν ικανοποιημένη από το γραπτό της, αλλά ένα κομμάτι του εαυτού της ήθελε το διάβασμα -και η βοήθεια του Ερμή- να είχαν βγει νικητές σε αυτή την εξεταστική. «Από πού μου έκοψες βαθμούς;»

Το χαμόγελο του Ερμή εμφανίστηκε και μετατράπηκε σε γέλιο μερικών δευτερολέπτων. «Για το Όνειρο Θερινής Νυκτός, στη δεύτερη ερώτηση "Σχολίασε τον έρωτα της Έλενας για τον Δημήτριο", είπες πως δείχνει τον μαζοχισμό της που θέλει να είναι με ένα τούβλο. Συγχαρητήρια για τη μεταφορά παρεμπιπτόντως.»

«Μα είναι αλήθεια! Είναι ηλίθια και αυτός τούβλο! Και το είπα πιο ευγενικά, αλλά ευχαριστώ, μου πήρε μισή ώρα για να το σκεφτώ, έχασα τον περισσότερο χρόνο μου εκεί.»

«Γιατί είναι ηλίθια;» τη ρώτησε.

Η Σκάουτ -κάποιες φορές μπερδεύει και τον εαυτό της- τον πλησίασε και αφού σκουπίζοντας με ένα υγρό μαντηλάκι το πεζούλι, έκατσε. «Είναι ερωτευμένη με κάποιον που είναι ερωτευμένος με μια άλλη. Και αυτή η άλλη είναι ερωτευμένη με έναν δεύτερο. Το κυνήγι δεν σταματάει μέχρι η Έλενα, και ο Δημήτριος φυσικά, να καταλάβουν πως η αγάπη που νομίζουν πως νιώθουν για αυτούς που αγαπούν, δεν αρκεί. Είναι και οι δύο ηλίθιοι. Μάλλον δεν διάβασες καλά την απάντησή μου.»

«Αν τη σκέφτηκες, σίγουρα δεν την έγραψες.»

«Αποκλείεται.»

Της έκλεισε το μάτι παιχνιδιάρικα. Άλλαξε θέμα. «Είπες πως η αγάπη τους δεν φτάνει. Η δεύτερη φορά που μου το λες.»

Η Ήβη ήπιε το υπόλοιπο από το τσάι της. Είχε μείνει μόνο το νερό από τα παγάκια στον πάτο. «Ναι;»

«Ναι.» άφησε το δικό του ποτήρι στο πλάι, ξεχνώντας την ύπαρξή του. «Τι άλλο θέλει;»

Σταύρωσε τα χέρια της και το σκέφτηκε. «Θέλει και άλλα πράγματα. Πέρα από την αγάπη, θέλει και φιλία, έρωτα, φιλαυτία, στοργή. Υπάρχουν διαφορετικά είδη αγάπης, αλλά αν κάτσεις και κάνεις μια λίστα με τα υλικά τους, φτιάχνουν αυτά. Και το μόνο που είχαν η Έλενα και ο Δημήτριος για τους άλλους ήταν ο έρωτας. Τίποτε άλλο. Μια σαρκική αγάπη.»

Ο Ερμής κοίταξε μπροστά, μακριά της. «Και μετά το φίλτρο;»

Η Ήβη θυμόταν πως το θεατρικό τελείωσε όταν το φίλτρο που είχε μαγέψει τους πρωταγωνιστές, τους είχε φέρει πίσω στους φυσιολογικούς τους εαυτούς. Εκτός από τον Δημήτριο, ο οποίος με το φίλτρο, πίστευε πως ήταν ερωτευμένος με την Έλενα. «Νομίζω πως ακόμη και στο τέλος, η Έλενα εκμεταλλεύτηκε το φίλτρο. Ξεκίνησε να ζει ένα ψέμα. Όχι επειδή τον αγαπούσε εν τέλη, αλλά επειδή της δόθηκε η ευκαιρία. Ήθελε το όνειρο.»

Ο Ερμής γύρισε και φίλησε απαλά τον γυμνό ώμο της. «Να το γράψεις την επόμενη φορά. Δεν θα σε κόψω.»

Ο φίλος της πρόσφερε το χέρι του, το οποίο η Ήβη δέχτηκε με χαρά. Κράτησαν ο ένας τον άλλον αγκαζέ, περπατώντας προς το σπίτι της, ακόμη και αν το ποτήρι του Ερμή έμεινε ξεχασμένο στο λευκό πεζούλι. Πέταξε το δικό της στον κάδο και απομάκρυνε τα μαλλιά της από μπροστά, γεμάτη σκέψεις. Ο Ερμής ήταν μακριά της, νοητικά, όσο του μιλούσε. Αναρωτήθηκε αν στις λέξεις της βρήκε κάτι από την δική του, πραγματική ζωή. Η μεταφορά του φανταστικού στην πραγματικότητα ήταν δύσκολο να βρεθεί από εκείνη. Αποτελούσε έναν συμβολισμό που δεν μπορούσε να μεταφράσει σωστά μέσα στο μυαλό της, ειδικά τώρα που δεν είχε όλα τα στοιχεία. Αλλά νοιαζόταν και ο Ερμής ήταν κάποιος που αγαπούσε, με όποια μορφή και αν ήταν. Και ήθελε να ξέρει πως θα είναι εντάξει. Στη Θεσσαλονίκη, στη Σκωτία και σε κάθε μέρος που θα είναι μακριά της.

Έσφιξε το χέρι του στοργικά. «Ελπίζω η κοπέλα να μη ζει ένα ψέμα.»

Ο Ερμής γύρισε να τη κοιτάξει, μπερδεμένος. «Ποια κοπέλα;»

Παρερμήνευσε;

«Η δική σου Έλενα.»

Ο φίλος της έγλειψε τα χείλη του σε σκέψη και έστρεψε το βλέμμα του μακριά. Ήταν χαλαρός, ήταν ήρεμος και της χαμογέλασε, αχνά, όχι κάτι παιχνιδιάρικο ή κωμικό για να τη κάνει να γελάσει. Ήταν όμορφος, με κάθε έννοια που μπορούσε να βρει η Ήβη και τον ήθελε έτσι, γαλήνιο στις σκέψεις του.

«Σκάουτ,» της είπε σιωπηλά. «ελπίζω το επόμενο ραντεβού σου να αξίζει το μικρό μέρος της μνήμης σου.»

Η Ήβη έτριψε το πρόσωπό της στο μπράτσο του, θυμούμενη σε μικρές σκηνές τον Σωτήρη. «Και εγώ το ίδιο. Δεν μπορώ με τα τούβλα.»

Τη κρατούσε σφιχτά από το χέρι, κρατώντας μια απόσταση ασφαλείας από το σώμα της. Βγήκαν πίσω στο δρόμο και περπατώντας γρήγορα μέσα στη κίνηση, την οδήγησε στην άλλη πλευρά. Δίπλα από το κτίριο που μάλλον ήταν παλιά κάποιο γηροκομείο, δίπλα από μια παλιά πέτρινη στάση με την πινακίδα «ΠΡΟΣ ΕΛΑΙΩΝΑ», ο Αχιλλέας κοιτούσε την Ήβη να τον ακολουθεί μέσα στο φως του μεσημεριανού. Τα βήματά τους, ο ένας πίσω από τον άλλον, τα χέρια ενωμένα, τους έδειξαν τον δρόμο μετά από τη στάση, εκεί που τα σπίτια ήταν χτισμένα πιο αραιά, τα πεζοδρόμια πιο μικρά και η κίνηση σχεδόν αφανής.

Η Ήβη ήταν υπάκουη στις οδηγίες του, η εμπιστοσύνη της στο ένστικτο του φίλου της, μεγάλη. Δεν γνώριζε αυτό το δρόμο, όχι όπως ήξερε τον προηγούμενο, αφέθηκε στη στιγμή. Χωρίς να μιλάνε, δίχως εξηγήσεις γιατί δεν ακολούθησαν την πινακίδα και πήγαν μέσα από ένα στενό που άνοιγε σε έναν παράδρομο, χωρίς τις λέξεις του να της λέει πως σύμφωνα με τους χάρτες του, αυτός ο παράδρομος, με ένα δασάκι να τους βλέπει και ένα ποτάμι να τους χωρίζει, θα έβγαζε πιο σύντομα προς εκεί που ήθελαν. Και τον ακολούθησε, με τον ήλιο από πάνω της και την αδρεναλίνη να ανεβαίνει.

Τα παπούτσια της βράχηκαν και εκείνη φώναξε μαζί του τρέχοντας μέσα από το ρυάκι που τους έδειχνε το δρόμο στους χάρτες. Η φούστα της πιτσιλίστηκε και εκείνη χαμογέλασε, με το χάος που ξετυλιγόταν αργά στο μυαλό της. Χωρίς κάτι να την εμποδίζει και να της βάζει όρια, τα είχε κόψει μόνη της εβδομάδες πριν, η Ήβη χαμογέλασε στη θέα του λόφου που περνούσαν αργά μέχρι να φτάσουν στη κορυφή του. «Πίσω από έναν μεγάλο βράχο» έλεγε η Ευανθία.

Η Νίνα θα ζήλευε. Τόσο πολύ. Το μικρό δρομάκι μέσα από τα δέντρα που τους έβγαζε «πίσω από τον μεγάλο βράχο», την ανηφόρα με τα σπασμένα κλαδιά που χάραξαν το δέρμα της Ήβης με ένα πέρασμα και το πώς βγήκαν πάλι στο φως ύστερα από μισή ώρα περπάτημα. Η Νίνα θα ζήλευε το μικρό χωράφι που βρήκε η Ήβη με τον Αχιλλέα με τη μεγάλη περιουσία που έκρυβε στο μυαλό τους. Στην αρχή η Ήβη δεν ήταν σίγουρη για τίποτα από τα παραπάνω. Αλλά είχε έναν φίλο με δεδομένα στο κινητό του που έπιανε σήμα εκεί πέρα να τη βοηθήσει.

«"Εδώ ξαπλώνει το πρόβατο".» διάβασε δυνατά ο Αχιλλέας. Η Ήβη είχε προσέξει τις μάντρες όταν περπατούσαν, αλλά ήταν αρκετά μακριά για να ανήκουν σε αυτό το χωράφι. «Μπορεί και να μην είναι αυτό. Λες ο προπάππους σου να άφηνε μια τέτοια πινακίδα να προστατέψει τα χόρτα;»

Η Ήβη θα μπορούσε με το μικρό της δαχτυλάκι να σπρώξει την πινακίδα και να πέσει τελείως από το παλιό συρματόπλεγμα. Ήταν τόσο παλιό. Ανασήκωσε τους ώμους της. «Εκείνος και η Ευανθία λάτρευαν τα παζλ και τα παιχνίδια αναζήτησης. Η Μίνα λέει πως ήταν κυνήγια χαμένων θησαυρών, αλλά στη τελική όλα είναι νοητικά παζλ με τα κομμάτια ανεστραμμένα.»

Ο Αχιλλέας της χάρισε ένα πλαϊνό χαμόγελο. «Είναι αυτό μεταφορά, ηλιόφωτη;»

«Κάποιες φορές βγαίνει αυθόρμητα όταν χρησιμοποιώ συγκεκριμένες φράσεις πολλές φορές.» του εκμυστηρεύτηκε. «Δεν είναι γραμμένη στο σημειωματάριο.»

«Είχατε πρόβατα;»

Ανακαλώντας στη μνήμη της παλαιότερες συζητήσεις, κατέληξε σε μια και μόνο απάντηση. «Όχι.»

«Άρα δεν είναι αυτό.»

Ο Ελαιώνας ήταν άλλη μισή ώρα μακριά, με τα πόδια και σύμφωνα με τους χάρτες του Αχιλλέα. Η Ήβη όμως δεν είχε πολλή δύναμη, ήταν σαν τον Αχιλλέα όταν ανέβαινε την πρώτη ανηφόρα πριν λίγη ώρα. Έκλεισε τα μάτια της και σκούπισε με ένα χαρτομάντιλο τον λαιμό της. Ήθελε τόσο πολύ να ήταν αυτό το χωράφι. Ήταν στην τέλεια τοποθεσία, πίσω από τον μεγάλο βράχο, και ας ήταν λόφος. Τι και αν δεν είχαν κάποτε κριάρια, θα μπορούσε να κάτσει κάτω και να απολαύσει τις μπουγάτσες της πριν ξεκινήσουν πάλι για την Αλεξανδρούπολη.

Αυτό ήταν.

«Αυτό είναι Αχιλλέα.»

Η Ήβη κρέμασε τη τσάντα της καλύτερα στον ώμο της που είχε ξεκινήσει να κοκκινίζει, ή απλώς την έπαιζαν τα μάτια της. Σήκωσε μέχρι τα γόνατα τη φούστα της και πέρασε ένα ένα τα πόδια της πάνω από το συρματόπλεγμα. Ήταν σίγουρη για αυτό. Και αν δεν ήταν εν τέλη, της έδινε τη χαρά που μπόρεσε να λύσει ένα υποθετικό παζλ, μόνη της, το σημειωματάριο μέσα στο πάνινο ύφασμα που κρεμόταν από τον ώμο της. Ήταν ένα επίτευγμα αυτή η λύση, μια υπενθύμιση πως δεν ήταν διαφορετική από τους άλλους, πως μπορούσε να καταλάβει τον κόσμο γύρω της στη δική της ώρα με το δικό της πρόγραμμα και τον δικό της τρόπο. Τα όρια που χαλάρωσε μόλις τα πέρασε. Και ήταν εντάξει με αυτό, με το χάος της.

Ο Αχιλλέας πήδηξε πάνω από το συρματόπλεγμα παρά τις αντιστάσεις του. «Αυτό το μέρος είναι η ιδιοκτησία κάποιου! Μπορεί να παραβαίνουμε τον νόμο!»

Η Ήβη σήκωσε ένα ξανθό φρύδι και άπλωσε κάτω το τζιν μπουφάν της. «Έχουμε ήδη μείνει στο κρατητήριο, τώρα δεν θα αλλάξει τίποτα.»

«Πώς είσαι σίγουρη; Ότι αυτό είναι το μέρος;» έκατσε πάνω στα χόρτα χωρίς καμιά προστασία, σοκάροντας την Ήβη, μιας και εκείνη δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει κάτι τέτοιο. Ο Αχιλλέας ξάπλωσε με την πλάτη του γυρισμένη στην πόλη και όλα όσα φαίνονταν πίσω από τα δέντρα. «Χωρίς όρους που δεν καταλαβαίνω.»

Η Ήβη έκατσε κάτω, απλώνοντας τα πόδια της μπροστά. Η απάντησή της ήταν μεγάλη και ήλπιζε να κάλυπτε όλες τις απορίες του όπως κάλυπτε όλες τις θεωρίες της. Η μία, που με μια δεύτερη αλληλεξαρτόνταν και βοηθούσαν για την δημιουργία της τρίτης, της πιο ισχυρής. Και συνήθως, της πιο πραγματικής.

«Όταν μπήκα στη σχολή, είχα ήδη διαγνωσθεί για χρόνια με το σύνδρομο Asperger, αλλά είχα τη δυνατότητα πλέον για περισσότερη έρευνα, λόγω ακαδημαϊκών σπουδών. Οι πηγές μου ήταν σχεδόν απεριόριστες ως φοιτήτρια στο ΑΠΘ. Οπότε κράτησα αυτά που μου είπε ο ψυχολόγος και τα βιβλία που είχα δανειστεί από βιβλιοθήκες και έψαξα και άλλο στο ίντερνετ για αυτό. Η Ευανθία πάντα έλεγε πως ο Άρης ήταν σαν εμένα. Το πήρα κυριολεκτικά, όπως παίρνω τα πάντα. Και πιστεύω πως ο Άρης είχε επίσης το σύνδρομο, αλλά δεν διαγνώστηκε ποτέ γιατί δεν είχαν γίνει πολλές έρευνες όσο ζούσε, τουλάχιστον όχι στην Ελλάδα.»

Ο Αχιλλέας σήκωσε τα γυαλιά του, τα καστανά μάτια του να τη κοιτάζουν με αφοσίωση σε όλα όσα έλεγε. Ήταν ευγνώμων για αυτό, να έχει κάποιον να την ακούει, κάποιον πέρα από τις σελίδες από χαρτί που ξόδευε με τα χρόνια.

«Τα παζλ στην θεραπεία του συνδρόμου βοηθούν πολύ, λένε κάποιοι ειδικοί. Έχουν βοηθήσει και εμένα, μας κρατάνε ενεργούς κατά κάποιο τρόπο, παζλ και "κυνήγι χαμένου θησαυρού", είναι δύο πράγματα που βοηθούν στην αναγνώριση των συμβολισμών και των μεταφορών. Σε εμένα δεν είχαν μεγάλη δράση και για αυτό ξεκίνησα να διαβάζω πολύ, αλλά πιστεύω πως ο προπάππους Άρης χρησιμοποίηση αυτή τη μέθοδο για να βοηθήσει τον εαυτό του. Και στη συνέχεια την πέρασε στην Ευανθία που την εφάρμοσε στη Μίνα ως κάτι απλό, που απλώς θα ενεργοποιούσε τη σκέψη. Μόνο που σε άτομο με αυτισμό ή σύνδρομο Asperger, ενεργοποιεί όλα όσα θέλουμε, την οργάνωση μέσα στο χάος. Ναι τα χάπια και ο ψυχολόγος βοηθάνε, αλλά αυτό είναι κάτι που κάνουμε αποκλειστικά μόνοι, μας κάνει να νιώθουμε πως πετυχαίνουμε μόνοι, όπως οι άλλοι.» σταμάτησε εκεί για να πάρει μια ανάσα.

Ο Αχιλλέας τη βοήθησε, βγάζοντας από τη τσάντα της δυο παγωμένα -ως εκ θαύματος- μπουκάλια με τσάι με λεμόνι και δύο τυλιγμένες μπουγάτσες με κρέμα. «Έρχεσαι σε επαφή με αυτό που θεωρείται φυσιολογικό.»

«Σε μία έννοια, ναι. Τα παζλ με ηρεμούν. Τα βιβλία με κάνουν να καταλαβαίνω. Και ο Άρης, έβαζε συνέχεια με τη βοήθεια της Ευανθίας, περίπλοκα παζλ στη Μίνα. Προσπάθησα όταν ήμουν πιο μικρή να λύσω ένα, αλλά οι συμβολισμοί και οι μεταφορές για τα στοιχεία πίσω από τα αινίγματα, δεν ήταν το ίδιο κατανοητοί για εμένα.» η Ήβη παράτησε τη τσάντα της λίγο πιο πέρα, κλειστή πλέον ύστερα από μερικές προσπάθειες για να τη δέσει. Μέχρι να νιώσει πως ήταν εντάξει. «Έχουμε τον ίδιο αστερισμό, ο Άρης και εγώ. Είμαστε Κριοί.»

«Δεν τους συμπαθώ τους Κριούς.» σχολίασε ο φίλος της.

«Το προσπερνάω.» του απάντησε γελώντας. Με τη Δώρα θα ταίριαζαν αρκετά. «Το κριάρι είναι το αρσενικό πρόβατο. Ο Άρης δεν θα έβαζε το όνομά του πάνω στα χωράφια της οικογένειας, δεν ήταν λίγες οι φορές που ξαδέλφια πήγαν να τα ψάξουν για να τα διεκδικήσουν, όπως ο αδελφός του για παράδειγμα. Πιστεύω πως θα έβαζε κάτι που μόνο μέλη της δικής του οικογένειας θα καταλάβαιναν.»

Φάνηκε να του αρέσει η θεωρία της. «Όπως ένα νοητικό παζλ με μεταφορές.»

«Ακριβώς.» η Ήβη άνοιξε το μπουκάλι με το τσάι και κοίταξε γύρω. Ήταν απομακρυσμένη περιοχή, όμορφη. Στη σκέψη πως κάποτε ο Άρης και η Ευανθία έτρεχαν εδώ, μακριά από τον κόσμο, κάνοντας...ό,τι έκαναν, χαμογέλασε. «Το περίμενα μικρότερο είναι η αλήθεια. Ίσα ίσα για κάποιο σπίτι, αλλά μου αρέσει.»

Ο Αχιλλέας ακολούθησε το βλέμμα της πάνω από τα χόρτα. «Δεν έχει κανέναν εδώ γύρω. Νομίζω είναι ό,τι πρέπει.»

Η Ήβη συμφωνούσε.

Ο φίλος της σηκώθηκε από τη ξαπλωμένη θέση που είχε πάρει και στήριξε το βάρος του πίσω στα χέρια του. Την κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. «Δεν χρειάζεται να απαντήσεις. Αλλά ηλιόφωτη, το σπίτι εκεί κάτω, στο λιβάδι, είναι το πατρικό σου;»

Είδε τα χέρια της να κρατούν ήρεμα το μπουκάλι. Ούτε τρέμουλο στην ύπαρξη του φόβου, ούτε τίποτα. Όπως πριν λίγες ώρες, πάνω στη σκηνή της αποφοίτησης. «Ναι.» απάντησε με μια ανάσα να τη γεμίζει γαλήνη.

Ο Αχιλλέας δεν τη ρώτησε κάτι άλλο. Γιατί ήθελε να φύγουν, γιατί φοβόταν. Και η ίδια δεν είχε κάποια άμεση απάντηση. Εκεί μέσα υπήρχε μόνο σκόνη, τίποτε άλλο. Σκόνη και πράγματα που έφερναν στη μνήμη της σκηνές. Δεν μπορούσε να πάθει κάτι από αυτές, σωστά;

«Αρχίζει να μου αρέσει το τσάι.» παρατήρησε. Ο Αχιλλέας άπλωσε το χέρι του. «Στην υγειά μας.»

Η Ήβη έτεινε το μπουκάλι της κοντά στο δικό του. «Ελπίζω να το έχουμε. Και σε κάτι άλλο;»

Ο Αχιλλέας το σκέφτηκε για λίγο. «Και στις νέες περιπέτειες.»

Άγγιξε το πλαστικό ελαφρά. «Και στις νέες περιπέτειες.»

Στις όμορφες αναμνήσεις, κλειδωμένες σε ένα συρτάρι.

Ήταν Παραμονές Χριστουγέννων, οι μέρες που θυμήθηκαν να στολίσουν το δέντρο. Αργά για την οικογένειά τους, αλλά η Ήβη όσο και αν άκουγε τη Νίνα να παρακαλάει, ήξερε πως η μαμά και ο μπαμπάς δούλευαν υπερβολικά πολύ για να ασχοληθούν με αυτό. Σήμερα όμως ήταν η μέρα, είχε ξεκινήσει με τη μαμά να ανεβάζει από την αποθήκη όλα τα στολίδια και προς το παρόν, είχε στολιστεί σχεδόν όλο. Η Ήβη, η μικρότερη, φοβόταν να πιάσει τα κρυστάλλινα και τα ξύλινα Χριστουγεννιάτικα στολίδια, η σκέψη πως μπορούσαν να πέσουν και να καταστραφούν τη τρομοκρατούσε.

Οπότε παρακολουθούσε από μακριά, όπως κάθε χρόνο. Η Ευανθία να τη κρατάει παρέα όσο μιλούσε στο τηλέφωνο με τη γιαγιά Δανάη για το πότε θα επιστρέψει από το εξωτερικό, η μαμά να δείχνει στον Ανδρέα πού να βάλει τις μεγάλες μπάλες και πού τις μικρές. Ήταν μία μέρα όπως όλες οι άλλες Χριστουγεννιάτικες μέρες.

Μέχρι που γύρισε ο μπαμπάς.

Η Ήβη ήξερε πως ήταν κουρασμένος και δεν αντέδρασε το ίδιο με τον Ανδρέα, που μόλις τον είδε, απομακρύνθηκε. Η Ήβη του χαμογέλασε όταν τη φίλησε στο μέτωπο με τη μυρωδιά του φαρμάκου του να αγγίζει τα ρουθούνια της. Δεν έκανε κάποια γκριμάτσα γιατί πίστευε πως θα τον έκανε να νιώσει άσχημα. Χαιρόταν με τη χαρά του.

Η Ευανθία έκλεισε το τηλέφωνο και πήγε να τον βοηθήσει όταν παραπάτησε, αλλά τον πρόλαβε η μαμά. Τον κράτησε από τη μέση και σήκωσε το πιγούνι του να τον κοιτάξει. Φαινόταν απογοητευμένη. «Μου υποσχέθηκες.»

«Είμαι καλά Μίνα.» της είπε χαμηλόφωνα, οι λέξεις να τρέχουν στη γλώσσα του σαν να μην έχουν νόημα. Η Ήβη ένιωθε άσχημα, για εκείνον, γιατί για άλλη μια φορά η μαμά τον έκανε να νιώθει το ίδιο άσχημα. Όταν η μαμά προσπάθησε να τον πιάσει, εκείνος τραβήχτηκε μακριά. «Είμαι καλά σου λέω.»

Η μαμά γύρισε προς την Ευανθία. «Μπορείς να του φτιάξεις λίγο καφέ;»

«Δεν θέλω τίποτα!» φώναξε ο άνδρας μπροστά της.

Τα μάτια της Ήβης ανοιγόκλεισαν πολλές φορές βλέποντας τη σκηνή μπροστά της. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες, σφίγγοντας το ένα της χέρι μέσα στο άλλο, με το δαχτυλίδι που της είχε δώσει ο μπαμπάς να ενοχλεί το δέρμα και να της προκαλεί πόνο, αλλά δεν την ένοιαζε. Αυτό που την ένοιαζε ήταν ο άνδρας που δημιουργούσε θυμωμένες γκριμάτσες στο πρόσωπο του αδελφού της. Τον άνδρα που τη μια στιγμή ήταν όρθιος, την άλλη είχε παραπατήσει και είχε πέσει κάτω, χτυπώντας το κεφάλι του στην άκρη από το τραπέζι της κουζίνας.

Η Ήβη φοβόταν, πολύ. Η μαμά έσκυψε πάνω του πιάνοντας την πετσέτα που της έδωσε η Ευανθία. Ήξερε να περιποιείται τα τραύματα από μικρή ήξερε η Ήβη. «Φέρε μου και λίγο μπενταντίν σε παρακαλώ.»

Ο Ανδρέας έδρασε γρήγορα, όπως του είχε πει κρυφά κάποτε η μαμά. Πήρε από το χέρι τη Νίνα, με το στολίδι του χιονάνθρωπου να πέφτει και να θρυμματίζεται στο πάτωμα. Σειρά είχε η Ήβη, η οποία δεν ήθελε να φύγει, ήθελε να ήταν με τον μπαμπά, μόνο με αυτόν.

«Μπαμπά, είσαι καλά;»

Ο Ανδρέας τη τράβηξε από το χέρι, εκείνη αντιστάθηκε, το δαχτυλίδι την πίεζε περισσότερο.

Ο μπαμπάς γύρισε το κεφάλι του στο πλάι να κοιτάξει τη μικρή του πριγκίπισσα, μακριά από τη μαμά. Της χαμογέλασε, όπως μόνο εκείνος ξέρει. «Όλα είναι καλά, ηλιαχτίδα. Οι φωνές σιωπούν, για λίγο. Πάνε μέσα.»

Η Ήβη όσο και αν αμφέβαλλε για τα πράγματα, ακολούθησε τις οδηγίες του. Ένα ένα τα βήματα, ακολούθησαν τον αδελφό της στο δωμάτιό του, εκεί που περνούσε πολλές νύχτες τις εβδομάδας. Η τελευταία εικόνα που είχε ήταν ο μπαμπάς της στο πάτωμα να της κλείνει το μάτι, όλα είναι καλά.

Το δαχτυλίδι τρύπησε με μια ακτίνα το δάχτυλό της. Σχεδόν ηθελημένα.

__________________________________

Α/Ν Τα κεφάλαια μπορεί να αρχίσουν να ανεβαίνουν λίγο πιο αραιά. Σε αυτές τις δύσκολες μέρες, βρείτε ένα βιβλίο να χαθείτε. Φροντίστε τον εαυτό σας.

DL

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top