26. Like A Friend - Pulp.
26. Like A Friend – Pulp.
Οι στίχοι του τραγουδιού γύριζαν στο μυαλό της σαν μελωδία που αντανακλούσε τη κατάσταση. Ήξερε ακριβώς τους στίχους, πού πρέπει να χαμηλώσει, να υψώσει και πού να αφήσει τις φωνητικές της χορδές να καταστραφούν. Δεν χρειάστηκε κάτι να την παρακινήσει για να το κάνει. Η κατάσταση μιλούσε από μόνη της. Και ξεκινούσε με το στίχο «Don't bother saying you're sorry» και τελείωνε με «It's lucky for you that we're friends».
Ο Μάρκος έμοιαζε σαν παιδί πέντε χρονών από κάτω. Ο φόβος στα μάτια του με τα χέρια του να πιάνουν σφιχτά το ανοιχτό παράθυρο, ίσως και να ήταν ο λιγότερο θαρραλέος άνδρας της ώρας σε αυτό το κόσμο. Στεκόταν στο πεζούλι του παραθύρου με το δεξί του πόδι να αιωρείται και να ξαναπατάει στην πέτρα, λες και δύο φωνές μέσα στο μυαλό του μάλωναν για την τελική απόφαση. Να πηδήξει ή όχι; Να πέσει και να γκρεμοτσακιστεί, ή να γυρίσει πίσω στο κρεβάτι του, εκεί που έπρεπε να είναι εδώ και ώρες;
Η Μίνα τον κοιτούσε με σταυρωμένα τα χέρια. Η ίδια είχε πετάξει το σώμα της από το παράθυρο ίσως και δέκα λεπτά πριν, προσγειώθηκε στα πόδια της και στη συνέχεια στα γόνατά της. Ύστερα από έναν έλεγχο για πληγές, χαμογέλασε με ενθουσιασμό στον Μάρκο, ο οποίος ήταν ακόμη στο στάδιο της έναρξης της σκέψης για την απόφαση. Πέρασε μια μεγάλη μέρα, όπως και κάθε μέρα εδώ και δύο εβδομάδες, και η Μίνα πίστευε πως χρειάζονταν κάτι περιπετειώδες να τους φτιάξει τη διάθεση.
«Γιατί δεν πηγαίνουμε από την πόρτα;» τη ρώτησε.
«Γιατί φοβάσαι τη μάνα σου.»
Ο Μάρκος κατέβασε το πόδι του. Τρίβοντας το πρόσωπό του, κοίταξε ψηλά. «Και από πότε το να πηδήξεις από το παράθυρο του δεύτερου ορόφου είναι περιπετειώδες;»
«Από τη στιγμή που άρχισες να φοβάσαι τη μάνα σου.» απάντησε ψιθυρίζοντας η κοπέλα. «Είκοσι ενός χρονών μαντράχαλος, μια κότα.»
«Τι θα πει ο κόσμος αν μας δει;»
Η Μίνα ήταν σίγουρη πως ήδη τους έβλεπαν. Μπορεί ο ένας από τους δυο τους να μιλούσε σιγανά, αλλά ο φόβος του άλλου του απαγόρευε αυτή την πράξη. Το φως του διπλανού σπιτιού ήταν ανοιχτό και ήταν σίγουρη πως αν το έβλεπε ο Μάρκος, το παλικάρι θα κλεινόταν σε εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο για μέρες και μέρες. «Έβαλες μια δεκαεφτάχρονη στο κρεβάτι σου, για κάποιους έχεις ήδη πηδήξει. Τι άλλο να πουν;»
«Δεν καταλαβαίνω.»
Κάποιες φορές, δεν καταλάβαινε ούτε η Μίνα εκείνον.
«Η ώρα περνάει! Θα πηδήξεις ή να πω στη μάνα σου να σε σπρώξει;»
«Καλά, καλά!» ο άνδρας κοίταξε πίσω στο δωμάτιό του μια τελευταία φορά. «Τα πήρες όλα;»
Η Μίνα σήκωσε τα πράγματα από το γρασίδι. Τον κοίταξε χαμογελώντας. «Φάκελος αποτυχίας και αλκοόλ. Μόνο εσύ μου έμεινες.»
Και ο Μάρκος πέταξε.
Ή μάλλον καλύτερα, έπεσε. Γιατί σίγουρα αυτό δεν ήταν πήδημα στον αέρα που θα σε βοηθούσε να προσγειωθείς ήρεμα στο έδαφος. Όχι, όχι. Αυτό ήταν πτώση, ούτε καν ελεύθερη πτώση, ήταν μια απότομη πτώση στις τριανταφυλλιές της κυρίας Μαργαρίτας που οδήγησε στον Μάρκο να αρχίσει να ξεστομίζει χρωματιστές λέξεις τις οποίες η Μίνα δεν είχε ακούσει ποτέ. Η αντίδρασή του στην αλλαγή ύψους έβγαλε έναν Μάρκο που εκείνη δεν είχε δει ποτέ τις μέρες που είχαν περάσει μαζί και από την ξαφνική παρουσίαση βωμολοχιών, η Μίνα σχεδόν ξέχασε να τον βοηθήσει.
Σχεδόν. Ίσως και να ήπιε λίγο από το αλκοόλ γελώντας.
Άφησε τα πράγματά της στο γρασίδι, σήκωσε το τζιν της που έπεφτε και πήγε κοντά του. Ο Μάρκος είχε σηκωθεί στα γόνατά του μουγκρίζοντας από τον πόνο και δέχτηκε κάθε βοήθεια που μπορούσε να βρει. Είτε αυτό ήταν οι γλάστρες της μητέρας του, ή τα χέρια της Μίνας. Τον έπιασε από τον αριστερό αγκώνα και τον έβαλε γύρω από τον λαιμό της. Ο Μάρκος έβγαλε το δεξί του πόδι μπροστά, πέρασε το βάρος του εκεί και εκμεταλλεύτηκε τη μικροσκοπική φιγούρα της κοπέλας για να ανέλθει και πάλι στο ύψος του. Οι τριανταφυλλιές είχαν καταστραφεί, ίσως θα ήταν καλή ιδέα να μη γυρίσουν ποτέ ξανά στο σπίτι.
«Είδες που δεν ήταν τόσο δύσκολο;» αστειεύτηκε. Τοποθετώντας τον φάκελο στη τσέπη του τζιν της, η Μίνα άνοιξε την καγκελόπορτα της αυλής, συμβολίζοντας την αρχή άλλης μιας ξέγνοιαστης βραδιάς. Αυτό ήταν πολύ μελό, ας το πει άλλη μια φορά. Συμβολίζοντας την αρχή άλλης μιας βραδιάς που ο Μάρκος κοιμάται και η Μίνα πίνει. Ναι, καλύτερο.
«Νιώθω αίμα να τρέχει, βλέπεις αίμα να τρέχει;» ο Μάρκος κοιτούσε το μαύρο παντελόνι του, μα οι ακτίνες Χ που δεν είχε δεν τον βοήθησαν να δει τι νιώθει να τρέχει στο πόδι του. «Είμαι τραυματισμένος Μίνα, πού το βλέπεις το αστείο;»
Περπατώντας δίπλα του αλλά ανάποδα, η κοπέλα του έκλεισε το μάτι. «Τουλάχιστον ζεις.»
«Μίνα.»
«Μάρκο.» η κοπέλα αγκάλιασε το μπουκάλι που τον είχε πείσει να κλέψουν από το παντοπωλείο της γειτονιάς δύο μέρες πριν. Η πιο πρόσφατη σκανταλιά τους είχε προκαλέσει νέο κύμα άγχους στον φίλο της, που ακόμη και τώρα προσπαθούσε να ξεπεράσει. Αλλά τώρα φαινόταν καλά. Αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός ότι περπατούσε στραβά, είχαν ο ένας τον άλλον για στήριγμα ακόμα. Η Μίνα στον αγκώνα του, ο Μάρκος τους ώμους της. Πραγματική φιλία. «Πού θα πάμε;»
Ο άνδρας δίπλα της σταμάτησε να κοιτάει το βρώμικο πλέον παντελόνι του και γύρισε το βλέμμα του στη κοπέλα που συνόδευε στις τέσσερις τα ξημερώματα. «Πού θες;»
Έκανε πως το σκέφτεται, αν και είχε έτοιμη την απάντηση. «Στον Άγιο Νικόλαο.»
«Αχ, περπάτημα.»
«Τρέξιμο!»
Με τον ήχο του γέλιου της να οδηγεί και τα πόδια τους να χτυπάνε το έδαφος, οι δύο τους ακολούθησαν την πορεία που είχαν πάρει και το πρώτο βράδυ που γνωρίστηκαν. Μια διαδρομή περίπου σαράντα πέντε λεπτών, που δημιούργησε δύο εβδομάδες ευτυχίας για τη Μίνα. Ίσως ήταν αυτό που χρειαζόταν, όπως ακριβώς νόμιζε η Ευανθία. Οι εξετάσεις εισαγωγής, ο θάνατος του Άρη, η αρχή μιας νέας ζωής, φοιτητικής, το άγχος και όλα τα άλλα που δεν μπορούσε να ονομάσει, είχαν δημιουργήσει μια άσχημη ατμόσφαιρα για εκείνη στις Σέρρες. Η Δανάη ήταν ανύμπορη να βοηθήσει, το έβλεπε στα μάτια της, και ίσως αυτό το ταξίδι ήταν το φάρμακο στην αρρώστια της.
Ο στόχος της ωστόσο, δεν είχε πραγματοποιηθεί. Είχε έρθει να βρει τον Άρη, αντίθετα δεν έψαξε τίποτα. Και πού να έψαχνε; Η Ευανθία την έστειλε σε ένα νησί δίχως οδηγίες, λες και η λύση θα εμφανιζόταν από μόνη της μια μέρα. Δύο εβδομάδες, σχεδόν δεκατέσσερις μέρες γεμάτες ψάρεμα τα βράδια, κολύμπι μέσα στα κρύα νερά της θάλασσας λίγο πριν βγει ο ήλιος και ύπνος μόνο όταν το φως την ενοχλούσε στα μάτια. Ήταν άνθρωπος που ζούσε τα βράδια και αγαπούσε τη ζωή στα πιο σκοτεινά κομμάτια της, ήθελε το γέλιο της να χτυπάει τα όνειρα των άλλων αλύπητα, την ευτυχία να την ακούν όταν οι σκιές γίνονταν ένα με το φόβο. Και ο Μάρκος τη βοήθησε σε αυτό, παρά την αρχική του αντίδραση. Ήταν διαφορετικός από εκείνη, και ίσως αυτό ήταν το καλύτερο.
Ήταν ένας άνθρωπος που της προκαλούσε το ενδιαφέρον για κάθε πτυχή της ζωής του. Από το αυθόρμητο ξύπνημα στις εφτά και μισή το πρωί, όταν η ίδια πήγαινε για ύπνο, μέχρι τον τρόπο που έπιανε απαλά της σελίδες του βιβλίου του και τη κοιτούσε πάνω από τα γράμματα. Το χαμόγελό του το κρατούσε για τις στιγμές που άξιζαν, όπως όταν η Μίνα έπιασε το πρώτο της ψάρι -και μετά της έφυγε από τα χέρια πίσω στη θάλασσα. Κάποιες φορές έκλεινε τα μάτια του στη μέση της συζήτησης, τη στιγμή που ήταν μόνο εκείνη και αυτός στη βάρκα, στην ηρεμία και μετρούσε τις αναπνοές του λες και ήταν σε πόνο. Η Μίνα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Μάρκος χρειαζόταν πρόγραμμα για όλα όσα έκανε, κάποιες φορές με ακριβείς οδηγίες, αλλά με χαρά τον βοηθούσε να το οργανώσει. Έτσι, βράδια όπως το σημερινό, από τις τέσσερις μέχρι τις έξι θα περπατούσαν και θα έπιναν και θα περνούσαν τη μοναδική ήρεμη στιγμή της ζωής τους μαζί, λίγο πριν την ήβη της επόμενης ημέρας.
Ήβη, ή αλλιώς η νεότητα, στην άνθιση, στην ακμή της. Στο μυαλό της Μίνας, ήταν η αρχή. Κάτι νέο. Η ίδια όμως είχε κολλήσει στο χρόνο και δεν έβλεπε να κοιτάει μπροστά, στο καινούριο. Ο Άρης ήταν ακόμη θαμμένος κάπου, οι μέρες της μετρημένες και η ίδια κουρασμένη. Δεν πρόλαβε να θρηνήσει. Όμως μαζεύονταν κάτι μέσα της, ένα βάρος και σιγά σιγά άρχισε να την πονάει.
Κοίταξε τον Μάρκο. Στις σκέψεις του, δεν είχε προσέξει το βλέμμα της πάνω του και η Μίνα πήρε την ευκαιρία να τον παρατηρήσει άφοβα, χωρίς εμπόδια. Κάποιες φορές προσπαθούσε να διαβάσει το μυαλό του, αλλά άβυσσος εκείνο το σκοτεινό μέρος του εαυτού του. Άλλες φορές, οι εκφράσεις του τα έλεγαν όλα όσα ήθελαν, τα μάτια του κοιτούσαν εκεί που έπρεπε. Η Μίνα ήξερε τι σκεφτόταν ο Μάρκος, αυτή την νέα αλλαγή που θα ερχόταν στις ζωές τους. Αν στο τέλος του ταξιδιού, θα υπήρχε ελπίδα για το μέλλον.
Την κοίταξε απότομα. «Δεν βρήκες αυτό που έψαχνες.»
Η Μίνα γέμισε τους πνεύμονές της με τον καθαρό αέρα και άφησε το κεφάλι της να πέσει στον ώμο του. «Η Ευανθία έστηνε παιχνίδια χαμένου θησαυρού κάθε μήνα όταν ήμουν μικρή. Κάποια ήταν τόσο οργανωμένα, που για εβδομάδες προσπαθούσα να τα λύσω, να βρω την άκρη του νήματος. Τώρα μου έδωσε ένα χαρτί που έλεγε τίποτα και λεφτά για εισιτήριο εδώ. Δεν ξέρω πού να ψάξω, Μάρκο. Και νιώθω πως δεν θα το βρω ποτέ.»
«Αλλά το χρειάζεσαι. Για αυτό ήρθες εδώ εξάλλου.» παρατήρησε. Οι δυο τους, πέρασαν προσεκτικά το δρόμο, όσο προσεκτικά γινόταν όταν ήταν άδειος από κάθε άλλη ψυχή. Όταν ανέβηκαν στο επόμενο πεζοδρόμιο, ο Μάρκος συνέχισε. «Ξέρεις τι ψάχνεις;»
Ναι. Ή και όχι. Ποτέ δεν ήταν σίγουρη για τα λόγια της γιαγιάς της. Εξάλλου, το χαρτί έλεγε «Πάνε να τον βρεις». Η Μίνα είχε υποθέσει πως εννοούσε τον Άρη, αλλά αν ήταν κάτι άλλο; Μπέρδευε το μυαλό της περισσότερο από όσο έπρεπε ίσως. «Ο θησαυρός είχε δύο μορφές. Κάποιες φορές ήταν χρυσός, άλλες πέτρα. Έχω απογοητευτεί όμως, τόσο που φοβάμαι πως τώρα θα είναι χρυσός.»
«Φοβάσαι με τον χρυσό;» τη ρώτησε προβληματισμένος. «Αυτός δεν είναι ο στόχος;»
«Όχι για μένα. Η πέτρα είναι αυτή που νικάει.» με το καλοκαιρινό αεράκι να μπαίνει κάτω από τη μπλούζα της, η Μίνα προχώρησε δίπλα του και χάρηκε όταν άρχισε να βλέπει τη θάλασσα. «Ο χρυσός είναι μια ευχαρίστηση της στιγμής στα μάτια μου. Λάμπει, αλλά για πόσο. Η πέτρα είναι κάτι άλλο. Μένει στη μνήμη για την αξία του ως κάτι ταπεινό και φτωχό, ενώ στα χέρια σου κρατάς τα πάντα.»
Ο φίλος της αναστέναξε. «Δεν καταλαβαίνω.»
«Μη φοβάσαι, ούτε εγώ.» του ψιθύρισε. «Είναι λόγια του Άρη. Κάποια στιγμή ίσως μεταφραστούν.»
«Και αν δεν τον βρεις; Τον θησαυρό;»
Η Μίνα κοίταξε κάτω. Ένιωθε απογοήτευση που δεν είχε καταφέρει να ψάξει κάτι. Μπορούσε να είχε κάνει το πιο απλό, να πάει στο νεκροταφείο και να κοιτάει στις ταφόπλακες για το όνομα του παππού. Ή μπορεί να ήταν πιο δημιουργική και να έψαχνε σε κάποιο κέντρο φυσικής ιστορίας το όνομα που θα είχε χαράξει η Ευανθία. Ή μπορεί και να μην χρειαζόταν να κάνει τίποτε από αυτά, απλά να απολαύσει την ελευθερία της. Η Ευανθία την είχε στείλει να ψάξει ψύλλο στα άχυρα και έπαιζε με την αγάπη της για τον παππού. Αλλά αυτό της προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερο ενθουσιασμό στο να βρει πού τον έθαψε. Όσο περίεργο και αν ακούγεται.
«Αν δεν τον βρω, τότε δεν ξέρω.» του απάντησε δίνοντας και μια απάντηση στον εαυτό της. Δεν ήταν η τελική, αλλά κατάλαβε πως δεν μετρούσε μόνο ο προορισμός, αλλά το ταξίδι μέχρι να φτάσεις εκεί. Και όταν έφτασαν, χοροπήδησε με το μπουκάλι της. «Κοίτα να δεις άδειο μέρος. Προλάβαμε!»
Ο ουρανός σε λίγο θα έχανε το σκοτεινό του χρώμα, καθώς οι ακτίνες του ήλιου θα έφερναν τη νέα μέρα στο φως. Η Μίνα και ο Μάρκος έτρεξαν τα τελευταία μέτρα για τον προορισμό τους, κάποιο μέρος του δρόμου που και η ίδια είχε περπατήσει πριν μέρες προσπαθώντας να ανακαλύψει μόνη της το νησί -και χάθηκε. Τώρα, ένα βήμα μπροστά από το άλλο και με μεγαλύτερη προσοχή από την προηγούμενη φορά, η Μίνα προχωρούσε μπροστά με τα χέρια ανοιχτά και τον Μάρκο να την ακολουθεί. Το δρομάκι που οδηγούσε στην μικρή εκκλησία ήταν βρεγμένο από τα νερά της θάλασσας και αυτό από μόνο του γέμιζε με καλοκαιρινή διάθεση την ψυχή της. Καλοκαιρινές περιπέτειες....και ίσως κάτι άλλο.
Ανέβηκε τα τρία πέτρινα σκαλοπάτια της εκκλησίας και περπάτησε κατά μήκος του κτηρίου, πηδώντας από πέτρα σε πέτρα. Ο Μάρκος επέλεξε τον πιο εύκολο δρόμο, παραπατώντας στην πορεία πάνω στο ίσιο γρασίδι. Έφτασε δίπλα του με ένα τελευταίο γέλιο και του έδωσε να πιει λίγο από το μπουκάλι. Ο Μάρκος απέφευγε το ποτό όσο περισσότερο μπορούσε, έλεγε πως δεν ήταν καλό μαζί με τα χάπια του. Αλλά η Μίνα το έβλεπε, ήταν στιγμές που ο φίλος της ήθελε να τα κόψει όλα και να ξεδώσει. Σωστή ή λάθος απόφαση, κανείς τους δεν ήξερε. Τον είδε να κατεβάζει μια μεγάλη γλυκιά από το ισχυρό αλκοόλ και η Μίνα αναρωτήθηκε αν αυτή τη σωστή ή λάθος απόφαση θα τη μάθαινε σήμερα.
Στον λαιμό του κρεμόταν μια κάμερα της προηγούμενης δεκαετίας. Το καφέ λουράκι είχε ξεφτήσει αλλά όπως έδειχνε το φιλμ που τελείωσαν τρεις μέρες πριν, η μηχανή λειτουργούσε όπως έπρεπε. Έτσι, όταν κάθισαν κάτω από κάποιο μικρό δεντράκι στην πίσω αυλή της εκκλησίας, η Μίνα δεν τον άφησε να ξεκουραστεί: πήρε τη κάμερα, τη ρύθμισε ώστε να πιάνει μια φωτεινή γωνία του -ευχαριστούμε το φεγγάρι- και πάτησε το κλικ. Μια από τις επόμενες μέρες το φιλμ θα γέμισε και θα έπρεπε να πάνε να τις εμφανίσουν. Ίσως και να είχε μια από αυτές τις φωτογραφίες στο δρόμο της επιστροφής.
Ο Μάρκος στον ήχο της φωτογραφικής μηχανής έστρεψε το βλέμμα του μακριά της, κρύβοντας ένα μικρό χαμόγελο που απειλούσε να βγει. Μπορεί και να τη σκότωνε με τόσες φωτογραφίες που τον τραβούσε. Εκείνον, τα τοπία, εκείνον. Θα γύριζε σπίτι με περισσότερες φωτογραφίες παρά ρούχα, αυτό ίσως να ήταν πρόβλημα γιατί είχε πολλά ρούχα. Τουλάχιστον θα είχε κάτι να τον θυμάται, αν αυτά που έγραψε η Δανάη στο γράμμα ήταν τα μη αναμενόμενα.
Ο άνδρας δίπλα της λύγισε το αριστερό του πόδι και σήκωσε σιγά σιγά το παντελόνι. Η Μίνα ένιωσε ένα ρίγος να τη διαπερνάει βλέποντας πως όντως υπήρχε πληγή. Δεν ήταν κάτι μεγάλο ή φρικαλέο, αλλά χρειάστηκε μια βαθιά ανάσα για να χαλαρώσει. Αντίθετα ο Μάρκος δεν έδειξε τα σημάδια τρέλας που είχε παρουσιάσει λίγο πριν πέσει από το παράθυρο και ήταν πιο χαλαρός από ποτέ.
Ίσως έφταιγε και το ζαλισμένο κεφάλι του, ίσως και όχι.
«Θα γυρίσω Θεσσαλονίκη.» της είπε. «Σύντομα. Μπορείς να μου το καθαρίσεις;»
Η Μίνα δεν κατάλαβε πως μιλούσε για το τραύμα. Έμεινε στις λέξεις «Θεσσαλονίκη» και «Σύντομα». Φυσικά αυτό δεν σήμαινε κάτι, αν γυρνούσε Σέρρες θα μπορούσε ίσως να τον επισκέπτεται; Μπορεί και όχι, δεδομένου πως η μετακίνηση πλέον θα ήταν ακριβή, μιας και η Μίνα άδειασε τον λογαριασμό της οικογένειας με αυτό το ταξίδι. Δεν ήταν για περιττά έξοδα τώρα. Πανικοβλήθηκε όμως από το άκουσμα της λέξης «Σύντομα». Εκείνη είχε συνηθίσει στην ιδέα πως θα έφευγε μια μέρα. Αλλά δεν το είχε αποδεχτεί και το γεγονός ότι και ο Μάρκος θα έφευγε, σήμαινε μόνο πως οι μέρες κυλούσαν υπερβολικά γρήγορα, πως το τέλος ερχόταν σαν τραίνο χωρίς στάση.
Τα δάχτυλά της άγγιξαν την άκρη του παντελονιού της. Δεν ήθελε να διαβάσει το γράμμα, δεν ήταν έτοιμη. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων βγήκαν σχεδόν μια εβδομάδα πριν και η Δανάη, όπως υποσχέθηκε, θα της έστελνε γραπτώς πού πέρασε και αν πέτυχε. Το όνειρο ήταν το Φυσικό στη Θεσσαλονίκη, ο στόχος ήταν το Φυσικό στη Θεσσαλονίκη και δεν μπορούσε παρά να μπει εκεί. Από μικρή, υπήρχε μόνο αυτή η σχολή. Αν τα κατάφερνε, ίσως σήμαινε πως έκανε τον Άρη περήφανο, μετά από όλα αυτά τα χρόνια. Αν τα κατάφερνε, ίσως σήμαινε πως θα συνέχιζε το όνειρο. Πως είχε φτάσει στο τέρμα του ταξιδιού και είχε πετύχει.
Έβγαλε τον φάκελο αργά και τον έδωσε στο Μάρκο. «Θα το διαβάσεις;»
Ο Μάρκος φάνηκε να ξαφνιάζεται. «Εγώ;»
«Ναι, σε παρακαλώ.»
Ο φίλος της έκατσε καλύτερα στο γρασίδι, παίρνοντας θέση τέτοια, ώστε το φως του φεγγαριού να τον βοηθήσει κάπως. Η μοναδική λάμπα της εκκλησίας λειτουργούσε με υπερωρίες εδώ και καιρό, και το φως της ήταν περισσότερο σκοτάδι παρά ασπίδα εμπιστοσύνης αν δεν έβλεπες γύρω σου. Προσέχοντας το μικρό δεντράκι από πίσω του, ο Μάρκος έσκυψε προσπαθώντας να διαβάσει τα γράμματα της Δανάης. Η Μίνα υπέθεσε πως το δεντράκι ήταν μερικών μηνών, κάτι που θα μαραθεί σύντομα αν δεν συνεχίσουν να το προσέχουν και χρειαζόταν λίγη αγάπη. Αν δεν περνούσε Φυσικό ίσως να έκανε καριέρα στη βοτανική στο μικρό χωράφι πίσω από το σπίτι του στις Σέρρες. Ίσως και να έψαχνε τα χωράφια του Άρη στον Ελαιώνα. Εκεί θα ήταν και μόνη της.
«"Αγαπητό πλάσμα που ξοδεύεις τα λεφτά μου,"» ξεκίνησε να διαβάζει ο φίλος της. Τα πράσινα μάτια του έτρεχαν πάνω από τις λέξεις και η γλώσσα του πότε σταματούσε να κουνιέται, πότε μπέρδευε τα ίδια του τα λόγια. «"ελπίζω να σε βρίσκω ζωντανή και με καλύτερη ψυχολογία από εμένα. Η Ευανθία με έχει παχύνει, γύρνα πίσω."»
Η Μίνα χαμογέλασε στις πρώτες προτάσεις της Δανάης. Αν και περνούσαν πολύ χρόνο χωριστά λόγω της δουλειάς της μητέρας της, οι δυο τους μοιράζονταν μια σχέση φιλίας σχεδόν. Η Δανάη δεν ήταν ποτέ «μαμά», ήταν πάντα Δανάη. Η Ευανθία επίσης δεν ήταν ποτέ «γιαγιά», ήταν πάντα Ευανθία. Όταν ήταν μικρή και τη ρωτούσε η νηπιαγωγός ποιος θα ερχόταν να την πάρει, έλεγε «Η Δανάη». Ήταν φίλη της και κάτι τέτοιες στιγμές ήταν αυτό που χρειαζόταν.
«Μη τα διαβάσεις όλα.» του είπε. «Πάνε στο σημείο για τις σχολές. Αυτό μας νοιάζει.»
Ο Μάρκος έτριψε τα μάτια του. «Η πληγή μου είναι ανοιχτή, υποσχέθηκες κάτι.»
«Ναι σωστά!»
Μετακινήθηκε πιο κάτω, κοντά στο σημείο που το πόδι του είχε αίμα. Είχε σταματήσει να τρέχει και το κόκκινο πηχτό υγρό είχε σχεδόν ξεραθεί. Ίσως δεν χρειαζόταν να κάνει πολλά, έναν μικρό καθαρισμό. Άνοιξε το μπουκάλι με το αλκοόλ και έβαλε λίγο στο καπάκι του. Αυτό θα πονούσε πολύ.
«"Δεν μπορώ να καταλάβω τους άνδρες. Και δεν θέλω. Εγώ για το σεξ τους πλησιάζω, αλλά αν μου πει για ραντεβού και με πάει για σπόρια μιλώντας για άλλες, δεν μπορώ να φανταστώ τι θα κάνει στο κρεβάτι. Οπότε έφυγα και σε χρησιμοποίησα ως δικαιολογία. Χαίρομαι που πλέον δεν τον έχεις σαν καθηγητή, θα ήταν άβολο μετά να έχω να τον βλέπω στους βαθμούς. Μιλώντας για βαθμούς, ας μιλήσουμε για σχολές."» ο Μάρκος σταμάτησε να διαβάζει και έβγαλε έναν ήχο πόνου όταν η Μίνα έριξε το αλκοόλ πάνω στην πληγή απότομα. Στο άκουσμα των σχολών αγχώθηκε και ταράχτηκε, ήρθε η ώρα. Έριξε ήρεμα λίγο ακόμη αλκοόλ στην πληγή και με ένα χαρτομάντηλο σκούπισε απαλά το αίμα. Ο Μάρκος σήκωσε το βλέμμα του από το γράμμα. «Η μητέρα σου φαίνεται...ενδιαφέρουσα.»
Το σχόλιό του βγήκε με έναν περίεργο τόνο που έκανε τη Μίνα να χαμογελάσει. Ίσως δεν είχε συνηθίσει σε γονείς να λένε στα παιδιά τους τις ερωτικές τους περιπέτειες -με λεπτομέρειες για να μαθαίνει το παιδί από τα λάθη- και του ήρθαν υπερβολικές οι πληροφορίες. «Από κοντά λέει λιγότερα, μην ανησυχείς.»
Ψέμα. Αλλά δεν χρειαζόταν να το ξέρει αυτό.
«Χμ, νομίζω φτάσαμε στο σημείο που σε μας νοιάζει.» η Μίνα άφησε κάτω το αλκοόλ και σχεδόν έσκισε το χαρτομάντηλο από το άγχος. Ο Μάρκος της είχε δείξει πριν μέρες πώς να περιποιηθεί ένα τραύμα, ακολούθησε τις οδηγίες του και τελείωσε, τώρα δεν θα χρειαζόταν οπότε μπορούσε να τα κάνει όλα σερπαντίνες. «Είσαι έτοιμη;»
Είχε πολύ άγχος για το τίποτα. Όλα θα πήγαιναν καλά, ήταν σίγουρη. Ή και όχι. Σταθερή στις απόψεις της.
«Ναι.»
Ο Μάρκος έσκυψε πάλι και κοίταξε το γράμμα διαβάζοντας χαμηλόφωνα. Οι λέξεις έφτασαν στα αυτιά της με πόνο και η καρδιά της πόνεσε. Όλο το άγχος και το διάβασμα για κάτι που δεν είχε καν σκεφτεί και είχε βάλει απλά για να συμπληρωθεί ένα στρογγυλός αριθμός σχολών στο χαρτί. Για λίγες μονάδες βαθμών, μόνο λίγες και θα μπορούσε να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα. Αστροφυσικός, όπως ο Άρης. Ο παππούς Άρης.
«Νηπιαγωγών.» διάβασε ο Μάρκος.
«Είσαι σίγουρος;»
«Ναι.» απάντησε. «Αλλά θα είσαι Θεσσαλονίκη.»
Ήθελε να κλάψει και ήθελε να κοιμηθεί. Το περίμενε να έρθει, η απαισιοδοξία για το μέλλον. Δεν συμπαθούσε καν τα παιδιά και ήξερε πως η σχολή είχε μαθήματα θεωρητικού πεδίου. Γιατί να είναι ανοιχτή σαν επιλογή από όλες τις δέσμες, γιατί να το επιλέξει αφού δεν το ήθελε. Για λίγους βαθμούς, η καταραμένη Έκθεση. Τι θα έκανε τώρα, τι θα έκανε μετά; Είχε έναν στόχο μόνο και...απέτυχε;
«Γαμώτο.» ψιθύρισε.
Ο Μάρκος δίπλωσε το γράμμα και το άφησε στην άκρη. Η Μίνα τον παρακολούθησε όσο κατέβαζε το ύφασμα του παντελονιού του και ήρθε κοντά της. Δεν την αγκάλιασε για να τη κάνει να νιώσει καλύτερα, δεν της κράτησε το χέρι για συμπαράσταση, δεν της μίλησε για αυτό. Ούτε η ίδια το ήθελε, δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Σήκωσε το κεφάλι του στον ουρανό και τον κοίταξε με απορία. «Δεν μπορώ να βρω τον Νούνκι.»
Η προσπάθειά της να μην αφήσει μια σχολή να της καταστρέψει το ταξίδι της ήταν επιτυχής με τις λίγες λέξεις του Μάρκου. «Η Γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο. Η Πανσέληνος τον κρύβει, πέρασε ο χρόνος ορατότητας του Τοξότη.»
«Πριν λίγες μέρες μπορούσαμε να δούμε τα πάντα.» σχολίασε, αναφερόμενος στη πρώτη μέρα γνωριμίας τους. Ο χρόνος πέρασε γρήγορα και αργά για εκείνους. Το καλοκαίρι τελείωνε. Ο φίλος της πρόσφερε δύο νότες γέλιου μέσα στη σιωπή. «Περίεργο. Νομίζω πως μπορώ να δω το Τηλεσκόπιον. Πίστευα πως θα το έβλεπα πιο μετά.»
Η Μίνα σήκωσε το κεφάλι της μπερδεμένη. Ο αστερισμός είναι ορατός τέλη Αυγούστου μέχρι μέσα Σεπτεμβρίου. Οι ημερομηνίες ταίριαζαν με τη σημερινή, αλλά δεν περίμενε να είναι εκεί, καθαρός από πάνω τους από τώρα. Πενήντα εφτά αστέρια να σχηματίζουν στο περίπου ένα ορθογώνιο που θα μπορούσε να είναι και μια μορφή μολυβιού. Ήταν πάνω από τα κεφάλια τους, στο σημείο που κάθονταν. Το επόμενο βράδυ θα ήταν λίγο πιο μακριά, το προηγούμενο επίσης. Αλλά κάπου εκεί τις ημέρες που η Μίνα θα ήταν στο νησί.
Χαμήλωσε το βλέμμα της. Το δεντράκι της έδειχνε τα φύλλα του υπό το φως της αυγουστιάτικης πανσελήνου. Κοίταξε τριγύρω και παρατήρησε πως το έδαφος ήταν σκληρό, το γρασίδι σταματούσε γύρω τους και είχε μικρότερο ύψος από άλλες περιοχές.
«Δεν το πιστεύω ότι τον βρήκα.» μουρμούρισε ο Μάρκος.
Όταν η Μίνα συνειδητοποίησε τι σήμαινε, δάγκωσε τα χείλη της χαμογελώντας. Το μικρό της τηλεσκόπιο στο συρτάρι στο σπίτι στις Σέρρες της ήταν πλέον άχρηστο. Είχε βρει αυτό που έψαχνε. «Ούτε εγώ.»
Εκεί ήταν, όλα όσα ήθελε να βρει, κάτω από το χώμα, κάτω από τις ρίζες, κάτω από τα αστέρια που σχημάτιζαν τον αγαπημένο αστερισμό του παππού Άρη. Αλήθεια ή ψέμα, δεν την ένοιαζε πλέον. Ήταν χαρούμενη. Είχε όλα όσα χρειαζόταν. Έδωσε το τέλος που ήθελε.
«Πότε θα μπορώ να δω τον αστερισμό του Κριού;» τη ρώτησε. «Το ξέρεις πως είμαι Κριός; Το ανακάλυψα μετά από έρευνα πριν λίγες μέρες. Το πρώτο ζώδιο του κύκλου, στην αρχή της άνοιξης. Λες τότε να είναι πιο εμφανής;»
Η Μίνα χαμογέλασε. Ήξερε μόνο άλλον έναν Κριό. Και οι δυο τους τώρα, ήταν ο ένας δίπλα στον άλλον. «Μάρκο;»
Ο φίλος της γύρισε τα πράσινα μάτια του προς εκείνη. «Ναι;»
Η κοπέλα έπιασε το πουκάμισό της και τον έφερε κοντά. Πριν το καταλάβουν και οι δυο, τα χείλη τους είχαν ενωθεί. Έκπληξη ο ένας, ενθουσιασμός η άλλη. Και όταν πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά της, τον άφησε να τη τραβήξει πάνω του και να ξαπλώσουν πάνω στο γρασίδι.
Η νέα μέρα είχε φτάσει.
«Είμαι περήφανος για σένα, Σκάουτ.» της είχε πει μέσα από το τηλέφωνο.
Η Ήβη επαναλάμβανε τα λόγια του Ερμή όλο το πρωί. Όταν σηκώθηκε να φάει πρωινό, όταν στη συνέχεια από το άγχος της το έβγαλε στη τουαλέτα, όταν φόρεσε τη κόκκινη ρόμπα από φτηνό υποτιθέμενο σατέν ύφασμα, όταν μπήκε μέσα στην Αίθουσα Τελετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Της έδινε δύναμη κατά κάποιο τρόπο, να το λέει κάποιος άλλος πέρα από την οικογένειά της. Την έκανε να νιώθει καλά μέσα στο δέρμα της και να μην φοβάται.
Είχε φορέσει για άλλη μια φορά την μπλε τούλινη φούστα της. Ήταν για ειδικές περιπτώσεις και σήμερα ήταν μια από αυτές τις μέρες. Ήταν ακριβώς σαν την νηπιαγωγό της, τη κυρία Αλίκη, που από παιδί αγαπούσε πολύ. Τόσα χρόνια αργότερα και αυτό το απλό κομμάτι υφάσματος -εντάξει, όχι και τόσο απλό μιας και τραβούσε τα βλέμματα όλων- μπορούσε να φτιάξει τη διάθεσή της και να υψώσει την αισιοδοξία της στα ουράνια. «Take a look to the sky just before you die. It's the last time you will» από το τραγούδι For Whom The Bell Tolls των Metallica, ήταν οι λέξεις που είχαν τυπωθεί πάνω στη μαύρη της μπλούζα. Η Δανάη προσπάθησε να κλείσει τη ρόμπα της για να μη φαίνεται πολύ, αλλά η φούστα δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο. Τα κόκκινα σταράκια της με τους πράσινους κύβους ήταν η τελική πινελιά και η Ήβη ήταν έτοιμη να κατακτήσει τον κόσμο με αυτή την πανοπλία.
Είχε κρύψει το γράμμα της Ευανθίας στη μικρή τσέπη της φούστας της και ίσως ήταν κάτι που της προκαλούσε περισσότερο πανικό. Από τη στιγμή της κηδείας μέχρι και σήμερα, ύστερα από παραπάνω από μια εβδομάδα, αυτός ο φάκελος μετακινήθηκε από ρούχο σε ρούχο, πάντα πάνω της και δεν ανοίχτηκε ποτέ. Η προγιαγιά της είπε να το ανοίξει όταν χάσει τον εαυτό της, όμως δεν ήξερε πότε θα γινόταν αυτό. Δεν ήταν μέσα στο πρόγραμμα και την έκανε να νιώθει άβολα μη γνωρίζοντας πότε είναι σωστό και πότε όχι. Πίστευε πως εν μέρη, μια νεκρή δεν μπορούσε να τη τιμωρήσει αν άνοιγε το φάκελο κάποια άκυρη στιγμή, από την άλλη όμως, θεωρούσε πως της ζήτησε ένα και μόνο πράγμα και τίποτε άλλο. Ήθελε όσο μπορούσε να ικανοποιήσει την επιθυμία της. Να τη κάνει περήφανη.
Μπήκε στην αίθουσα με μια μεγάλη ανάσα. Ο Ερμής την προετοίμασε χθες, σε ένα τηλεφώνημα που διήρκησε από τις δέκα μέχρι τις δύο το βράδυ, μέσα στο πρόγραμμα. Θα έμπαινε μέσα, θα αργούσαν ένα μισάωρο με σαράντα λεπτά γιατί κάποιος καθηγητής θα ξεχνούσε να έρθει, μετά αλφαβητικά θα φώναζαν τους φοιτητές, ο μπροστινός της πιθανόν να σκόνταφτε και να έπεφτε, μετά θα ανέβαινε τη σκηνή, θα έπαιρνε τον πάπυρο και τέλος. Αυτό ήταν. Το είχε δει να γίνεται, η Άννα, η Νίνα, ο Ανδρέας, όλοι περπάτησαν σε εκείνη στη σκηνή και όλα ήταν εντάξει. Τότε γιατί ένιωθε δυσκολία στην αναπνοή;
«Να με θυμάστε όταν θα πάρω πτυχίο.» είπε η Δώρα. Η φίλη της κρατούσε κίτρινα μπαλόνια που φωσφόριζαν και στεκόταν δίπλα από την Άννα στην όγδοη σειρά από τα δεξιά. «Γιατί όχι μόνο δεν θα τελειώσω την Ιατρική στα έξι χρόνια, αλλά μπορεί και να θαφτώ χωρίς πτυχίο. Αν την πέσω σε κανένα καθηγητή λες να γίνει τίποτα;»
Η Ήβη κατάπιε ελπίζοντας να της φύγει το ανεξέλεγκτο άγχος. Η συζήτηση για τις αποτυχίες της Δώρας ίσως βοηθούσε. Η Άννα χαμογέλασε στις δυο τους και έκλεισε στο μάτι στη μελλοντική γιατρό της παρέας. «Έχεις υψηλούς στόχους.»
«Προσπαθώ να βάλω τις προτεραιότητες σε τάξη.» της ψιθύρισε. Μάλλον η Δώρα το σκεφτόταν πολύ σοβαρά. «Και είμαι ευέλικτη. Δεν έχω θέμα με το φύλο. Η ηλικία μέχρι τα πενήντα μας κάνει. Το πρόβλημα είναι οι σύζυγοι και παρτενέρ τους στη ζωή. Από αυτές τις κάργιες θα πεθάνω.»
Η Άννα χαμήλωσε ένα από τα μπαλόνια γιατί ηλεκτρίζονταν τα μαλλιά της. Στην Ήβη όμως προκαλούσε δυσφορία το χρώμα και ήλπιζε να τα έσκαγαν σύντομα. «Πρέπει να έχεις σύστημα. Όχι πάνω από δύο το εξάμηνο. Και αν έχεις για Σεπτέμβρη, πρέπει να ξεκινήσεις τουλάχιστον από τη μέρα που βγει ο βαθμός του Ιουνίου. Σε θυμούνται και σε ξεχωρίζουν πιο εύκολα.»
Η Ήβη και η Δώρα έμειναν για λίγο σιωπηλές. Κοιτούσαν την Άννα που χαμογελούσε στον εαυτό της και πείραζε τα μαλλιά της όσο απέφευγε τα βλέμματά τους. Οι γωνίες των χειλιών της Δώρας ανέβηκαν μέχρι τα αυτιά, με μια μερική απογοήτευση να γεμίζει την Ήβη. «Ο Γιώργος το ξέρει;»
«Είσαι τρελή;» τη ρώτησε. Η Ήβη θα απαντούσε αλλά όλοι ήξεραν τι θα έλεγε. Πως ναι, με βάση ορισμένα δεδομένα, είναι. «Εξάλλου, ήταν μια φορά. Στην αρχή της σχέσης μας. Με έκοψε με 4,9, Ήβη ξέρεις πώς είναι αυτό; Έπρεπε να πάρω το αίμα μου πίσω και ας μην ήξερα πώς λεγόταν το μάθημα. Ήρθε όμως το δεκάρι τον Σεπτέμβρη.»
Η Δώρα σήκωσε τα φρύδια της. «Αλήθεια ήταν μόνο μια φορά;»
«Κοίτα να δεις-»
Η Ήβη σταμάτησε να παρακολουθεί. Συγκράτησε το χαμόγελό της όταν γύρισε προς την πόρτα. Τρεις άνδρες μπήκαν, ο καθένας φορώντας διαφορετικά χρώματα στα πουκάμισα, μόνο ένας με καπέλο. Μόλις την εντόπισε, το έβγαλε και της χαμογέλασε. Η Ήβη δεν μπορούσε παρά να αφήσει τις φίλες της και να τρέξει εκεί, όσο μπορούσε τουλάχιστον με τη φούστα και τον κόσμο. Προσπέρασε συμφοιτητές και γονείς μέχρι να φτάσει μπροστά τους. Ένωσαν τα χέρια τους σε χειραψία, μια κίνηση που μεγάλωσε περισσότερο το χαμόγελό της και οι άνδρες χαμήλωσαν διακριτικά τα κεφάλια τους χαιρετώντας τη σιωπηλά.
«Δεν ήμουν σίγουρη αν θα ερχόσασταν κύριε Ανδρέα.» παραδέχτηκε. «Αλλά χαίρομαι πολύ που σας βλέπω.»
Ο άνδρας μπροστά της ίσιωσε την πλάτη του προσπαθώντας να φανεί πιο ψηλός από όσο είναι. «Και εγώ δεσποινίς Ήβη. Να σας συγχαρώ από τώρα;»
«Ίσως μετά τη τελετή. Για το τυπικό.»
Πιάστηκαν αγκαζέ και περπάτησαν τον διάδρομο μέχρι τις πρώτες σειρές, αργά. Ο κύριος Ανδρέας είχε πάρει ένα όμορφο χρώμα στο πρόσωπο, του πήγαινε το καλοκαίρι. «Πώς θα γιορτάσεις την επιτυχία;»
Η Ήβη ανασήκωσε τους όμως της. Δεν το είχε σκεφτεί καλά ακόμα. Υπήρχε ένα πρόγραμμα γραμμένο στο σημειωματάριό της, αλλά όσο το σκεφτόταν, τόσο αγχωνόταν πως μήπως δεν ήταν η σωστή απόφαση. «Σκέφτομαι να κλείσω ένα αεροπορικό εισιτήριο για τη Σκωτία.»
«Τώρα με την Ανεξαρτησία θα έχεις και λιγότερο χαμό με τα αεροδρόμια.» ο κύριος Ανδρέας την κοίταξε ενθουσιασμένος στην προοπτική ενός ταξιδιού στο εξωτερικό. «Ίσως αγοράσω ένα και για εμένα.»
Η Ήβη γέλασε απαλά. «Δεν είμαι σίγουρη ακόμα. Μπορεί να έρθει η Σκωτία σε εμένα.»
«Α, έρωτας!»
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Καμία σχέση! Απλώς φίλοι.»
Ο κύριος Ανδρέας σταμάτησε να περπατάει. Γύρισε ενενήντα μοίρες προς το μέρος της, τραβώντας την απόλυτη προσοχή της. «Και ο άλλος ο φίλος;»
«Ποιος;»
«Ο Αχιλλέας.»
Η Ήβη σκάναρε το χώρο με το βλέμμα της παίζοντας με τα δάχτυλά της. «Είπε πως θα έρθει.»
«Ελπίζω να το κάνει. Έχω να τον δω αρκετό καιρό. Ακόμη δεν τον συμπαθώ βέβαια, αλλά ήταν καλή διασκέδαση για μερικές μέρες της ημέρας.»
Η Ήβη χαμογέλασε και συμφώνησε νοητά. Τις τελευταίες μέρες βρέθηκε με τον Αχιλλέα άλλη μια φορά και από τότε δύο μηνύματα χθες το βράδυ. «Θα έρθεις;» «Ναι». Και μετά σιωπή.
«Πώς είναι οι δουλειές;» τον ρώτησε, προσπαθώντας να αλλάξει τη συζήτηση. Οι σκέψεις τις στράφηκαν γρήγορα από τον Αχιλλέα, στις παράνομες -μάλλον- δουλειές του κυρίου Ανδρέα, στον πόνο στο στήθος της. Η δυσκολία στην αναπνοή ήρθε και έφυγε απότομα, σαν να ήταν εκεί αλλά να μην ήταν ώρα να εμφανιστεί. Δεν έπρεπε να το σκέφτεται, δεν είναι κάτι, δεν είναι κάτι, δεν-
«Έχουμε μερικούς τουρίστες από την Ιταλία. Όλα πάνε με βάση το πρόγραμμα.» της απάντησε ο άνδρας. Έξυσε το πιγούνι του σκεπτόμενος. «Αν και σκέφτομαι μια μικρή επέκταση στην επιχείρηση που μπορεί να αλλάξει τα πράγματα. Δεν έχω υπολογίσει πολλά ακόμα. Ο Βαγγέλης θα ξεκινήσει τις σπουδές του στη λογιστική, αυτός θα μας πει.»
Η Ήβη χαμογέλασε στο όνομα του άνδρα με τα γυαλιά και το μπλε πουκάμισο. Κάποιος που μπήκε στην οικογενειακή επιχείρηση παρά τα όνειρά του. Και τώρα τα πραγματοποιούσε. Στεκόταν λίγα μέτρα μακριά, μαζί με τον τρίτο άνδρα που είχε περάσει εκείνες τις καταραμένες πόρτες, είχε ξεχάσει το όνομά του, αλλά θυμόταν πως έπαιζε πιάνο στα διαλείμματα από την προπόνηση στο μποξ. Ίσως και η Ήβη έπρεπε να πιάσει από την αρχή το μποξ. Μπορεί να τη βοηθούσε. Έκανε μια νοητή σημείωση να ρωτήσει τον ψυχολόγο. Και να σταματήσει να αποφεύγει τα ραντεβού της.
«Καλή σταδιοδρομία. Ποτέ δεν είναι αργά.»
«Τον πιέσαμε για να φαίνεται πως είναι νόμιμος ως λογιστής μας. Μας έκαναν έλεγχο, τα πράγματα...ξέφυγαν λίγο.»
Η Ήβη τον κοιτούσε με μάτια μεγάλα και απορημένα. Έλεγε την αλήθεια;
Δεν είχε χρόνο να αντιδράσει όμως. Ο κύριος Ανδρέας σήκωσε το αριστερό της χέρι, εκείνο που κάποτε κουβαλούσε ένα όμορφο, σπασμένο, ασημένιο δαχτυλίδι και τώρα ήταν γυμνό από τα πάντα. Το φίλησε γλυκά, κλείνοντας το μάτι της και τη χαιρέτησε με μια λέξη. Τον είδε να απομακρύνεται προς τις καρέκλες στην πίσω μεριά της αίθουσας, πάνω στην ώρα που η μαμά της προχωρούσε μπροστά. Η Ήβη παρατήρησε τους δύο ενήλικες να ανταλλάσσουν βλέμματα, λες και γνωρίζονταν. Μπα, στη φαντασία της θα ήταν.
Η Μίνα περπατούσε καμαρωτή μπροστά, κυρίαρχη της οικογένειας. Από πίσω ακολουθούσε η Νίνα, συνοδευόμενη από τον «φίλο» της, Ιάσονα, που χθες το βράδυ πέρασε στο δωμάτιό της βγάζοντας ήχους που έκαναν την Ήβη και τον Ερμή να αηδιάσουν. Ο Ανδρέας φαινόταν μοναχικός χωρίς το φίδι, την Αμαλία, αλλά χαρούμενος μέσα στα λευκά. Ήταν όμορφος χωρίς τη μελανιά που του άφησε κάτω από το μάτι. Η Δανάη όμως, πουθενά. Πίστευε πως για να βγήκε το πρωί να την χαιρετήσει, θα ερχόταν και στη τελετή. Αλλά έκανε λάθος.
Αναπνοές Ήβη, αυτό είναι.
Η οικογένεια έκατσε στις πρώτες σειρές, μακριά από τα κίτρινα μπαλόνια της Δώρας και της Άννας. Όσο τα παρατηρούσε, τόσο καταλάβαινε πως δεν ήταν απλώς κίτρινα, αλλά είχαν και κάποιο σχέδιο πάνω τους. Λεμόνι, ναι, ένα μεγάλο λεμόνι σε κίτρινο που φωσφορίζει και ζαλίζει. Άρχισε να της αρέσει η ιδέα, αν και ακόμη της προκαλούσε δυσφορία.
Πού ήταν;
Δέχτηκε με χαρά στον ορίζοντα τους τελευταίους προσκεκλημένους της. Έκπληξη, ενθουσιασμός και μια δόση λύπης, όταν οι πόρτες έκλεισαν οριστικά από τη καθηγήτρια των Εικαστικών. Δεκαπέντε παιδιά με συνοδούς τους γονείς τους και τη διευθύντρια του νηπιαγωγείου που έκανε την δεύτερη πρακτική της, η κυρία Ελένη. Τα μικρά τους πόδια ήταν οι πιο δυνατοί ήχοι στην αίθουσα, και τράβηξαν την προσοχή των συμφοιτητών της όσο πλησίαζαν μια αναστατωμένη Ήβη. Ποιος να περίμενε, μια τάξη με μικροσκοπικά πλάσματα και μια κοπέλα με σύνδρομο Άσπεργκερ και απαίσιες κοινωνικές δεξιότητες να επικοινωνούν καλύτερα μεταξύ τους παρά με όλους τους άλλους; Και το καλύτερο, ποιος περίμενε να είναι εδώ; Κανείς. Ούτε η Ήβη. Ειδικά η Ήβη.
Όταν την άγγιξε πρώτος ο Χριστόφορος, απέφυγε τα βλέμματά τους και έπαιρνε ανάσες για να μη αντιδράσει διαφορετικά από όπως έπρεπε. Με την πρώτη αγκαλιά του Νίκου, έπεσε στα γόνατα και τον δέχτηκε στα χέρια της. «Συγχαρητήρια κυρία». «Θα είστε μαζί μας ξανά;». «Κυρία Ήβη, θέλω και εγώ!». «Μας λείψατε κυρία Ήβη.». «Μαρία μη κλαις». Αυτά και άλλα πολλά πρόλαβαν να φτάσουν στα αυτιά της. Τα άλλα, ήταν ψίθυροι που δεν την έφταναν.
Έκλεισε τα μάτια της. Χαμογέλασε.
Όταν άνοιξε τα μάτια της, ο χρόνος είχε περάσει τόσο γρήγορα. Δεν είχε καταλάβει πότε είχε σταθεί στη γραμμή πίσω από τους συμφοιτητές της, ή πότε είχε τελειώσει τον λόγο του ο Πρύτανης. Ένιωθε πως είχε χάσει στιγμές, πως το μυαλό της είχε σταματήσει να λειτουργεί όπως συνήθως. Οι αναπνοές της ήταν γρήγορες, αλλά σε φυσιολογικά πλαίσια με βάση τους υπολογισμούς. Ήταν μπερδεμένη. Πότε είχαν καθίσει τα παιδιά, πότε είχαν αλλάξει θέση οι συγγενείς της, πότε ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση; Τρία άτομα μέχρι τη σειρά της. Τα σκαλοπάτια προς τη σκηνή έρχονταν όλο και πιο κοντά.
«Αγγελίδη Ιωάννα.» φώναξε μέσα από το μικρόφωνο ο γκριζομάλλης γέρος.
Ο μπροστινός της γύρισε να τη κοιτάξει. «Σοκολάτα; Φαίνεσαι αγχωμένη.»
Έτσι όπως ήταν, της πήρε λίγη ώρα να καταλάβει πως μιλούσε σε εκείνη. Είδε τη σοκολάτα ΙΟΝ αμυγδάλου στα χέρια του και απογοητεύτηκε. Η αλλεργία της στην βανιλίνη -συστατικό που χρησιμοποιείται αντί της βανίλιας- της απέτρεπε για άλλη μια φορά να γευτεί αυτό που τόσοι αγαπούν. Αρνήθηκε. «Είμαι αλλεργική.»
«Χμ, μάλιστα.» η σοκολάτα απομακρύνθηκε και εξαφανίστηκε μέσα στο στόμα του. Η Ήβη πήρε το χρόνο της να παρατηρήσει τα χαρακτηριστικά του. Ένιωσε ντροπή όταν κατάλαβε ποιος ήταν. Μάλλον και εκείνος το ίδιο. «Πρώτη φορά σε βλέπω από μπροστά.»
«Και εγώ.»
«Επιτέλους, έχω μια ολόκληρη εικόνα.» σχολίασε. Πόση αλήθεια. Άλλο ένα όνομα ανέβηκε στη σκηνή. Μετά ήταν η σειρά του. «Τα λέμε στην άλλη πλευρά. Ήβη, σωστά;»
Στην άλλη πλευρά. Δεκατρία βήματα.
«Ναι.»
Στέφανος Βασιλείου. Μαζί στην Αναπτυξιακή Ψυχολογία, στη Τοπική Ιστορία και στα Μαθηματικά. Δύο χρόνια μεγαλύτερός της. Είχαν και άλλα κοινά πέρα από τα μαθήματα. Όμοιο βαθμό μέσου όρου, εκείνος 8,3, εκείνη 8,7. Εντάξει, όχι τόσο όμοιο τελικά. Αλλά όπως και εκείνη, καθόταν στις καρέκλες στην πίσω πλευρά της αίθουσας, κοιτώντας μόνο μπροστά, ποτέ στο πλάι. Αντίθετα με εκείνον, η Ήβη ήταν μόνη. Μιλούσε μέσα της, στον εαυτό της. Εκείνος, ένιωθε μοναξιά. Συνήθως περιτριγυριζόταν από κόσμο. Αλλά ήταν ξένος στον ίδιο του τον κύκλο.
Τώρα η Ήβη είχε όλους όσους την ένοιαζαν -σχεδόν- για να τη χειροκροτήσουν. Να νιώσουν περήφανοι. Να σηκωθούν από τις θέσεις τους. Ο Στέφανος, δεν είχε κανέναν.
Ο συμφοιτητής της περπάτησε μπροστά και ανέβηκε τα πέντε σκαλοπάτια. Στάθηκε δίπλα από τον γκριζομάλλη γέρο, του έσφιξε το χέρι, πήρε τον πάπυρο και συνέχεια την πορεία του, προς την άλλη πλευρά. Η Ήβη δεν μπορούσε να αναπνεύσει.
Μέσα στη σιωπή η πόρτα άνοιξε.
«Βιλαέτη Ήβη.»
Το ένα πόδι μετά το άλλο. Δεξί, αριστερό, ηρεμία. Ένα τηλέφωνο χτύπησε, η Ήβη άκουσε τη Δώρα να ψιθυρίζει στα κορεάτικα. Οι γονείς της; Και τι ήταν αυτό με την πόρτα, νόμιζε είχε κλειδώσει. Ποιος μπήκε, μη κοιτάξεις. Ο γκριζομάλλης γέρος φαινόταν ανυπόμονος. Τα κόκκινα παπούτσια της ήταν αφύσικα μικρά για εκείνη, τα κορδόνια την έσφιγγαν, κάτι ήταν λάθος. Η Νίνα κοιτούσε τον Ιάσονα, του ψιθύρισε κάτι. Η Μίνα αναστατωμένη, κοιτούσε πίσω, στον χαμογελαστό κύριο Ανδρέα, τι συνέβαινε; Ο Στέφανος στεκόταν μόνος του στην άλλη πλευρά, οι άλλοι είχαν φύγει. Ποιος είχε μπει; Τι γινόταν; Ανέπνεε με δυσκολία.
«Συγχαρητήρια.» άκουσε. Αλλά δεν τα ένιωσε.
Σήκωσε το χέρι της να πάρει τον πάπυρο. Η στιγμή που ονειρευόταν εδώ και τέσσερα χρόνια. Μετά από αυτό, μεταπτυχιακό στη Σκωτία, δίπλα από τον Ερμή, όπως είχαν συμφωνήσει, όπως έλεγε το πρόγραμμα. Στη συνέχεια, έρευνα πάνω στο σύνδρομο Asperger, κάπου, κάτι, το οτιδήποτε. Η πτυχιακή της είχε πάρει άριστα, αυτό θα της άνοιγε πόρτες. Είχε δώσει τον καλύτερό της εαυτό, ήταν άριστη, ήταν κορυφαία, ήταν τέλεια. Με βάση το πρόγραμμα. Το σημειωματάριο. Το καταραμένο σημειωματάριο.
Σταμάτησε.
Ήταν αναστατωμένη, αλλά γιατί δεν έτρεμε το χέρι της; Έκλεισε τα μάτια της, οι αναπνοές επέστρεψαν στο φυσιολογικό. «Συγχαρητήρια» της είχε πει, δεν ήξερε καν το όνομά της, πόσο μάλλον τι ήθελε από τον εαυτό της. Ένα γκριζομάλλης γέρος που κρατούσε το εισιτήριό της για την «άλλη πλευρά». Όχι, αυτό ήταν λάθος. Η Σκωτία, δεν ήταν ώρα. Η Νίνα και ο Ιάσονας, δεν ήταν η ώρα. Η Δώρα, η Μίνα, τα παιδιά, πού ήταν η Δανάη;
Και ο Αχιλλέας, ο γλυκός της Αχιλλέας, φορώντας ένα κοντομάνικο πουκάμισο με μπλε δελφίνια στις τσέπες και ζωγραφισμένα κύματα, από τον ίδιο, στεκόταν δίπλα από την πόρτα. Να και κάτι όμορφο.
«Ευχαριστώ.» ψιθύρισε στον γκριζομάλλη γέρο. «Μπορείτε να το δώσετε στη μητέρα μου; Βιλαέτη Ασημίνα, ακούει στο Μίνα. Ευχαριστώ. Εγώ...εγώ φεύγω.»
Η Μίνα σηκώθηκε από τη θέση της την ίδια στιγμή με τον κύριο Ανδρέα, όταν η Ήβη πήδηξε από τη σκηνή. Τα κόκκινα παπούτσια της έφτασαν στο έδαφος και τα κορδόνια σχεδόν λύθηκαν, αλλά δεν την ένοιαζε. Η ρόμπα ας μπλεκόταν με τα πόδια της, όσο τα μαλλιά της έφευγαν από το πρόσωπό της, ήταν εντάξει. Σε διάστημα τριάντα έξι δευτερολέπτων, η Ήβη διέσχισε το πλήθος που φώναζε το όνομά της, εκείνη να περπατάει χαμογελώντας. Η Δώρα να βρίζει στα κορεάτικα τους γονείς της. Η Νίνα να φιλάει τον σοκαρισμένο Ιάσονα. Η Άννα να αφήνει τα μπαλόνια να σκάσουν στα φωτιστικά. Ο κύριος Ανδρέας να γελάει δυνατά. Τα παιδιά να την ακολουθούν και τους καθηγητές να ψιθυρίζουν «Και είχε τόσες προοπτικές. Δεν είναι καλό παράδειγμα νηπιαγωγού.». Ο Στέφανος να βγαίνει από την αίθουσα, ελεύθερος.
Η Ήβη φτάνει στον Αχιλλέα, σχεδόν ξέπνοη. Εκείνος να τη κοιτάει χαμογελώντας. «Είσαι περίεργη.»
«Το ίδιο και εσύ.» τον πήρε από το χέρι. «Πάμε.»
«Πού;»
«Δεν ξέρω.»
Η Μίνα πήρε μια βαθιά ανάσα όσο έβλεπε την κόρη της να απομακρύνεται. Αντάλλαξε μια γρήγορη ματιά με τον κύριο Ανδρέα. Φόρεσε το καπέλο του ως χαιρετισμό. Χαμογέλασε.
Η Ασημίνα Βιλαέτη έκατσε πίσω στη θέση της και άφησε το όμορφο χάος να ξετυλιχθεί. Ξέσπασε σε νευρικό γέλιο, ο ήχος της φωνής της να φωτίζει την αίθουσα.
_______________________________________
Α/Ν Καλησπέρα, καλή εβδομάδα και καλό Μήνα.
Το νέο εξάμηνο μπήκε με μερικές αναταράξεις, αλλά όλα καλά. Εσείς, ελπίζω να έχετε καλώς. Έρχονται μερικές δύσκολες μέρες για όλους μας, λίγη υπομονή.
Το επόμενο κεφάλαιο ελπίζω να ανέβει το ίδιο σύντομα.
Ευχαριστώ πολύ.
DL
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top